text
stringlengths 17
932k
| label
int64 0
388
|
---|---|
1. ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 23 Μαρτ./13 Απρ. 1866 (ΦΕΚ 28) Περί του αρχαιολογικού Μουσείου.
| 34 |
90. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ Αριθ. Φ.020/1396/ΑΣ 400 της 21/29 Οκτ. 1976 (ΦΕΚ Β΄ 1328) Περί καθορισμού των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των παρά τω Υπουργείω Εξωτερικών επί σχέσει Ιδιωτικού Δικαίου Συμβούλων Μελετών. Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις του άρθρου 84, παρ. 1 του Νόμου 419/1976, «περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών», εν συνδυασμώ προς τας διατάξεις του άρθρου 62, παρ. 1 του αυτού Νόμου, αποφασίζομεν: Καθορίζομεν τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα των προσλαμβανομένων επί σχέσει Ιδιωτικού Δικαίου Συμβούλων Μελετών αορίστου χρόνου, περί ων η παράγραφος 1 του άρθρου 62 του Νόμου 419/76, ως ακολούθως. Οι προσλαμβανόμενοι δέον: α)Να έχουν συμπληρώσει το 30όν έτος της ηλικίας άνευ περιορισμού ως προς το ανώτατον όριον ηλικίας δια την πρόσληψιν να κέκτηνται δε τα εις τα εδάφια α, γ, δ, ε, στ, ζ και η του άρθρου 71, του Νόμου 419/1976, προβλεπόμενα γενικά προσόντα του υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών. β)Να είναι κάτοχοι πτυχίου ημεδαπής ή ξένης ανεγνωρισμένης, κατά τας κειμένας διατάξεις, ισοτίμου και ομοταγούς Ανωτάτης Σχολής και να έχουν συναφείς προς την δι’ ην προορίζονται απασχόλησιν ειδικάς γνώσεις, αναλόγους προς τα θέματα και τας αρμοδιότητας των παρά τη Κεντρική Υπηρεσία Διευθύνσεων και Υπηρεσιών του Υπουργείου τούτου. Αι γνώσεις αύται και η εμπειρία των υποψηφίων συνάγονται εκ της προτέρας απασχολήσεώς των και εκ των προσκομιζομένων υπό τούτων εγγράφων στοιχείων, των επιστημονικών των διατριβών και λοιπών πάσης φύσεως αποδεικτικών. γ)Να είναι κάτοχοι της Γαλλικής ή Αγγλικής γλώσσης. Δύναται να απαιτηθή και γνώσις ετέρας τινος γλώσσης, κατά τας ειδικωτέρας ανάγκας. Η διαπίστωσις περί της κατοχής της ξένης γλώσσης χωρεί ενώπιον τριμελούς Επιτροπής εξ ανωτέρων Υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών συγκροτουμένης εκάστοτε δι’ Αποφάσεως του Υπουργού. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
| 180 |
50. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 27 της 10/14 Ιαν. 1969 (ΦΕΚ Α΄ 6) Περί ρυθμίσεως θεμάτων αναγομένων εις την υπό του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας άσκησιν εποπτείας επί των Ο.Α.Π., Ε.Ζ.Λ.Θ. και Λιμενικού Ταμείου Ελευσίνος. Έχοντες υπ’ όψιν: 1)Τας διατάξεις των άρθρ. 36 παρ. 10 και 37 παρ. 1 του Ν.Δ. υπ’ αριθ. 1/1968 περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων (ΦΕΚ 270 Α΄). 2)Την υπ’ αριθ. 643/2.12.68 γνωμοδότησιν του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Υπηρεσιών, και 3)Την υπ’ αριθ. 838/11.12.68 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου Πρωθυπουργού και των επί της Εμπορικής Ναυτιλίας και Δημοσίων Έργων Υπουργών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-1.Αι κατά την παρ. 10 του άρθρ. 36 του υπ’ αριθ. 1/1968 Ν.Δ/τος αρμοδιότητες εποπτείας επί του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, της ελευθέρας Ζώνης και Λιμένος Θεσσαλονίκης και του Λιμενικού Ταμείου Ελευσίνος ασκούνται υπό της παρά τω Υπουργείω Εμπορικής Ναυτιλίας Διευθύνσεως Οργανώσεως Λιμένων, Τμήμα 4ον. Εις τας αρμοδιότητας ταύτας περιλαμβάνεται και η εποπτεία επί της ιεραρχήσεως και προγραμματισμού των υπό τούτων εκτελεστέων λιμενικών έργων. Βλ. ήδη άρθρ. 21 Π.Δ. 95/1977 (κατωτ. αριθ. 67). 2.Η αρμοδιότης επί των υπό των νομικών τούτων προσώπων εκπονουμένων μελετών και εκτελουμένων έργων εξακολουθεί ασκουμένη υπό του Υπουργείου Δημοσίων Έργων κατά τας περί τούτων διατάξεις. 3.Όπου εις τας κειμένας διατάξεις και καθ’ όσον αφορά τας εν τη παρ. 1 αρμοδιότητας αναφέρεται ο Υπουργός Δημοσίων Έργων, νοείται ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας. Άρθρ.2.-Αρχεία, έγγραφα και παν σχετικόν στοιχείον του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, αναφερόμενον εις τας εις το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας μεταβιβασθείσας αρμοδιότητας εποπτείας επί των άνω νομικών προσώπων παραδίδονται δια πρωτοκόλλου μεταξύ των οικείων υπηρεσιών των δύο Υπουργείων. ΄Αρθρ.3.-1.Εις την Κεντρικήν Υπηρεσίαν του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας μεταφέρεται μία θέσις επί βαθμοίς 5ω–4ω του Α7 Κλάδου Διοικητικού της Α΄ Κατηγορίας του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, ανήκουσα εφεξής εις συνιστώμενον δια του παρόντος ίδιον Α1 Κλάδον Διοιητικόν της Α΄ Κατηγορίας. 2.Εις την θέσιν της προηγουμένης παρ. 1 μετατάσσεται με τον ον κατέχει βαθμόν υπάλληλος του Υπουργείου Δημοσίων Έργων του Κλάδου και βαθμού εις ον ανήκει η μεταφερομένη θέσις, υπηρετών κατά την δημοσίευσιν του υπ’ αριθ. 1/1968 Ν.Δ/τος παρά τω Τμήματι γ΄ της Γ1 Διευθύνσεως Διοικητικών και Οικονομικών Υποθέσεων της Υπηρεσίας Συγκοινωνιακών Έργων, καθοριζόμενος δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Ο εν τω βαθμώ τούτω διανυθείς παρά τω Υπουργείω Δημοσίων Έργων χρόνος υπηρεσίας ως και πάσα προϋπηρεσία παρά τω Υπουργείω Δημοσίων Έργων νοείται ως υπηρεσία παρά τω Υπουργείω Εμπορικής Ναυτιλίας δια πάσαν συνέπειαν, ο δε μετατασσόμενος υπάλληλος εξακολουθεί ασφαλιζόμενος παρά τω Ταμείω Αρωγής Υπαλλήλων Υπουργείου Δημοσίων Έργων. 3.Η κατά την παρ. 1 του συνιστωμένου Α1 Διοικητικού Κλάδου Α΄ Κατηγορίας θέσις ορίζεται επί βαθμοίς 8ω έως 4ω. Εις τον επί της Εμπορικής Ναυτιλίας Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.
| 95 |
12. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Αριθ. Φ3/2587 της 23 Δεκ. 1978/26 Ιαν. 1979 (ΦΕΚ Β΄ 70) Περί κωδικοποιήσεως αποφάσεων επί των Μέτρων και Σταθμών. Έχοντες υπ’ όψει: α)Τον Νόμ. 400/76 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων». β)Το Π.Δ. 607/76 «περί Οργανισμού του Υπουργείου Εμπορίου». γ)Το Π.Δ. 524/78 «περί κωδικοποιήσεως των ισχυουσών διατάξεων των αναφερομένων εις την εισαγωγήν εν Ελλάδι του Διεθνούς Συστήματος Μέτρων και Σταθμών». δ)Την 72/77 Αγοραν. Διάταξιν. ε)Το υπ’ αριθ. Β01/15266/30.6.78 έγγραφον του Υπ. Προεδρίας Κυβερνήσεως. ς)Την ανάγκην κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των εν ισχύϊ αποφάσεων Μέτρων και Σταθμών, αποφασίζομεν: ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Εθνικά Πρότυπα Άρθρ.1.-Ως Εθνικόν Πρωτότυπον μέτρον ορίζεται το υπ’ αριθ. 96/55 εκ κράματος 58% νικελιούχου, χάλυβος διατομής Η πρότυπον, συνοδευόμενον υπό του υπ’ αριθ. 25686 της 7 Δεκ. 1955 πιστοποιητικού του NATIONAL PHYSICAL LABORATORY κατατεθειμένου εις το Γεωδαιτικόν Εργαστήριον του Εθν. Μετσοβίου Πολυτεχνείου, ως Εθνικόν πρωτότυπον χιλιόγραμμον, το εξ επιχρύσου ορειχάλκου πρότυπον, φέρον το υπ’ αριθ. 1000 και περιγραφόμενον εν τω υπ’ αριθ. 4 της 20ης Ιουν. 1930 υπομνήματι του Διεθνούς Γραφείου Μέτρων και Σταθμών κατατεθειμένον εις το εργαστήριον Φυσικής του Εθνικού Πανεπιστημίου. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Δευτερεύοντα Εθνικά Πρότυπα και Τρόπος Συντηρήσεως αυτών Άρθρ.10.-Τα εν χρήσει νόμιμα εν Ελλάδι μέτρα μήκους θα είναι αποκλειστικώς τα κάτωθι, με εμφανείς διαιρέσεις αυτών εις εκατοστόμετρα και εις χιλιοστόμετρα. εν μέτρον διπλούν μέτρον μετροταινίαι μήκους οιουδήποτε. Υλικόν κατασκευής: Το Μέτρον (εν), διπλούν μέτρον, διπλούν δεκάμετρον, δέον να είναι κατασκευασμένα εκ ξύλου σκληρού με επένδυσιν μετάλλου εις τα δύο άκρα ή εξ οστού ή εκ μετάλλου, σιδήρου ή ορειχάλκου ή αργιλίου ή ευγενεστέρου αυτών μετάλλου. Το εν μέτρον ως και το διπλούν μέτρον κατασκευάζονται και πτυσσόμενα ή εύκαμπτα, αλλ’ εις την δευτέραν ταύτην περίπτωσιν εφ’ όσον είναι εκ μετάλλου. Αι μετροταινίαι δύνανται ή κατασκευασθώσιν: α)εκ χαλυβδίνου ελάσματος ή β)εκ λινής ταινίας ενισχυμένης δια μεταλλικού σύρματος ή γ)εξ οιουδήποτε άλλου υλικού παρέχοντος εγγύησιν σταθερότητος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ Δοχεία μετρήσεως υγρών Άρθρ.11.-Η λιανική πώλησις των κάτωθι υγρών θα γίνεται εις μονάδας βάρους ανηγμένας εις όγκον δι’ έκαστον υγρόν. Τα δοχεία τα περιέχοντα τα αντίστοιχα υγρά θα διαμορφούνται εις τρόπον ώστε έκαστον εξ αυτών, να ανταποκρίνεται προς το βάρος: Δύο χιλιογράμμων Ενός χιλιογράμμου Πεντακοσίων γραμμαρίων Διακοσίων γραμμαρίων Εκατόν γραμμαρίων Πεντήκοντα γραμμαρίων Τα υγρά των οποίων ο προσδιορισμός του βάρους γίνεται δια των ανωτέρω δοχείων είναι τα κάτωθι: 1.Γάλα. 2.Οίνος και όξος. 3.Ελαιόλαδον και Σπορέλαια. 4.Πετρέλαιον. 5.Οινόπνευμα φωτιστικόν. 6.Βενζίνη. Τα δοχεία θα έχωσι σχήμα κυλίνδρου άνευ ράμφους εκροής και θα είναι κατασκευασμένα: α)Εξ αργιλίου ανοδικώς οξειδομένου δια του αντιστοίχου εις έκαστον είδος υγρού χρώματος, ως τούτο κατωτέρω ορίζεται. Σελ. 76,20(β) Τεύχος 693-Σελ. 28 β)Εκ πολυστερίνης (πλαστικά). γ)Εκ κασσιτερωμένου σιδηρού ελάσματος (λευκοσιδήρου). Τα εξ αργιλίου και εκ πολυστερίνης δοχεία θα έχουν πάχος 2 χιλιοστών δια τα δοχεία τα αντιστοιχούντα εις το βάρος του ενός και δύο χιλιογράμμων και 1/½ χιλιοστών δια τα μικροτέρου βάρους, θα είναι δε κατασκευασμένα δι’ ενιαίου τεμαχίου, άνευ ραφής με κάμψιν του άνω χείλους προς τα έξω κατ’ ορθήν γωνίαν και με τον πυθμένα ελαφρώς κυρτόν προς το εσωτερικόν, με βέλος κάμψεως ίσον προς 4 χιλιοστα δια τα δοχεία του ενός και δύο χιλιογράμμων, προς 3 χιλιοστά δια τα δοχεία των 500 και 200 γραμ/ρίων και προς 2 χιλιοστά δια τα δοχεία των 100 και 50 γραμμαρίων και θα φέρωσι αναγεγραμμένην την ένδειξιν του βάρους του δοχείου και του είδους κάτωθι του άνω χείλους και παραπλεύρως της χειρολαβής. Τα εκ κασσιτερωμένου σιδήρου ελάσματος (λευκοσιδήρου) δοχεία θα έχωσι πάχος 0,5 χιλιοστού δια τα δοχεία των δύο του ενός και του ημίσεως χιλιογράμμου και 0.4 χιλιοστών δια τα δοχεία μικροτέρου βάρους. Ο κύλινδρος θα είναι θηλυκωτός και εσωτερικώς συγκολλημένος δια καθαρού κασσιτέρου. Ο πυθμήν θα είναι κατασκευασμένος με εσοχήν 4-6 χιλιοστών δι’ αναδιπλώσεως δια μηχανικού μέσου. Το άνω χείλος του κυλίνδρου θα σχηματίζη στεφάνην δι’ αναδιπλώσεως ενισχυμένην εσωτερικώς δια σύρματος και τελείως κλειστήν συγκεκολλημένην δε δια καθαρού κασσιτέρου. Εξωτερικώς και κατά μήκος του ύψους του κυλίνδρου και εις την έναντι της χειρολαβής πλευράν, θα τοποθετηθή δια συγκολλήσεως έγχρωμος ταινία ενδεικτική του είδους του υγρού, πλάτους 10-12 χιλιοστών αρχομένη κάτωθι της αναδιπλώσεως του άνω χείλους και εξικνουμένη μέχρι και του κέντρου του πυθμένος. Επ’ αυτής δε θα αναγράφηται αναγλύφως η ένδειξις του βάρους του δοχείου ως και του είδους του υγρού. Τα δοχεία εκ κασσιτερωμένου σιδήρου ελάσματος δύνανται αντί της εγχρώμου ταινίας, ενδεικτικής του είδους του υγρού να έχωσι ολόκληρον την εξωτερικήν επιφάνειαν αυτών έγχρωμον δια λιθογραφήσεως (Μεταλλοτυπίας), αναγραφομένης δια λιθογραφήσεως επίσης και δι’ αντιθέτου χρώματος της ενδείξεως του βάρους και του είδους του υγρού. 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Τα δοχεία οιασδήποτε κατασκευής και δι’ άπαντα τα είδη των υγρών πλην της βενζίνης θα έχωσι την εξής εσωτερικήν διάμετρον. Δοχεία 2.000 γραμ. διάμ. 105 χιλιοστ. του μέτρου » 1.000 » » 88 » » » » 500 » » 73 » » » » 200 » » 51 » » » » 100 » » 42 » » » » 50 » » 35 » » » Προκειμένου περί βενζίνης η διάμετρος ορίζεται ως εξής: Δοχεία 2.000 γραμ. διάμ. 126 χιλιοστ. του μέτρου » 1.000 » » 105 » » » » 500 » » 73 » » » » 200 » » 61 » » » » 100 » » 42 » » » » 50 » » 35 » » » Το ύψος των δοχείων θα διαμορφούται υπό των κατασκευαστών εις τρόπον ώστε το περιεχόμενον υγρόν ζυγιζόμενον σταθμικώς να δίδη ακριβώς το αναγραφόμενον επί του δοχείου βάρος. Ως χρώματα των υγρών περί ων ανωτέρω ορίζονται τα κάτωθι: Δια το γάλα το λευκόν. Δια τον οίνον και όξος το χαλκόχρουν. Δια το ελαιόλαδον και σπορέλαιον το πράσινον. Δια το πετρέλαιον το κίτρινον. Δια το φωτιστικόν οινόπνευμα το κυανούν. και δια την βενζίνην το τεφρόν. Ο έλεγχος των δοχείων χωρητικότητος θα γίνεται δια ζυγίσεως του περιεχομένου του εντός αυτού υγρού, όπερ δέον να έχη βάρος ίσον προς το επί του δοχείου αναγραφόμενον. ΄Αρθρ.12.-Εγκρίνομεν όπως η λιανική πώλησις των ελαίων λιπάνσεως μηχανών αυτοκινήτων των τύπων S.A.E. 30, S.A.E. 40, και S.A.E. 50 γίνεται και δια δοχείων περιεκτικότητος των 50, 100, 200, 500 γραμμαρίων του 1 χγ. και 2 χγ. Ως χρώμα των δοχείων τούτων ορίζεται το μέλαν, ως υλικόν δε και είδος κατασκευής τα δια του άρθρ. 11 της παρούσης αποφάσεως ορισθέντα. Η εσωτερική διάμετρος των δοχείων τούτων θα έχη τας διαμέτρους τας αναγραφομένας εις το άρθρ.11 της παρούσης αποφάσεως δια τα λοιπά υγρά πλην της βενζίνης, το δε ύψος αυτών θα διαμορφούται εις τρόπον ώστε το περιεχόμενον υγρόν ζυγιζόμενον σταθμικώς να δίδη ακριβώς το αναγραφόμενον επί του δοχείου βάρος. ΄Αρθρ.13.-Εγκρίνομεν όπως η λιανική πώλησις γάλακτος γίνεται και δια δοχείων των 5 χιλιογράμμων. Τα δοχεία θα είναι κατασκευασμένα α)εξ αργιλίου ανοδικώς οξειδομένα δια χρώματος λευκού και β)εκ κασσιτερωμένου σιδηρού ελάσματος (λευκοσιδήρου). Σχήμα του δοχείου ορίζεται κυλινδρικόν, βάσεως διαμέτρου 160 χιλιοστών. Η κυλινδρική επιφάνεια εις ύψος 220 χιλιοστών από της βάσεως κάμπτεται προς τα έσω και εις κατακόρυφον ύψος 30 χιλιοστών εις τρόπον ώστε, η διάμετρος του ανοίγματος (στομίου) να περιορισθή εις 105 χιλιοστά. Από του σημείου τούτου συνεχίζεται εις κατακόρυφον κατεύθυνσιν το δε τελικόν ύψος αυτού θα διαμορφωθή υπό των κατασκευαστών εις τρόπον ώστε το περιεχόμενον υγρόν μέχρι του χείλους του δοχείου ζυγιζόμενον σταθμικώς να δίδη ακριβώς το βάρος των 5 χιλιογράμμων. Τα εξ αργιλίου δοχεία θα έχωσι πάχος 2,5 χιλιοστών, θα είναι κατασκευασμένα δι’ ενιαίου τεμαχίου άνευ ραφής και θα φέρωσιν αναγεγραμμένην την ένδειξιν του βάρους επί της εξωτερικής επφανείας του στομίου κάτωθι του πώματος. Τα εκ κασσιτερωμένου σιδηρού ελάσματος δοχεία θα έχωσι πάχος 0,5 χιλιοστών, ο κύλινδρος θα είναι θηλυκωτός και εσωτερικώς συγκολλημένος δια καθαρού κασσιτέρου, ο πυθμήν θα είναι κατασκευασμένος με εσοχήν 4-6 χιλιοστών δι’ αναδιπλώσεως δια μηχανικού μέσου, το χείλος του στομίου θα σχηματίζη στεφάνην δι’ αναδιπλώσεως δια κλειστικού μηχανήματος μετά ή άνευ σύρματος εσωτερικώς και τελείως κλειστήν και συγκεκολλημένην δια καθαρού κασσιτέρου και εξωτερικώς κατά μήκος του ύψους και κάτωθι της χειρολαβής θα τοποθετηθή ταινία χρώματος λευκού εξικνουμένη μέχρι και του κέντρου του πυθμένος επί της οποίας θα αναγράφεται αναγλύφως το είδος του υγρού και η ένδειξις του βάρους. Δύνανται όμως αντί της ταινίας να έχωσιν ολόκληρον την εξωτερικήν επιφάνειαν αυτών λευκήν μηδέ εξαιρουμένης της του πώματος και της χειρολαβής δια λιθογραφήσεως (μεταλλοτυπίας) αναγραφομομένης δια λιθογραφήσεως επίσης και δι’ αντιθέτου χρώματος της ενδείξεως του βάρους και του είδους του υγρού. Τα δοχεία θα φέρωσι χειρολαβήν κινουμένην επί σημείων στηρίξεως ευρισκομένων εις το ύψος των 220 χιλιοστών, ως και πώμα τα τοιχώματα του οποίου κατά το κλείσιμον θα ευρίσκωνται, εξωτερικώς της επιφανείας του στομίου. Ο έλεγχος των ως άνω δοχείων θα γίνεται δια ζυγίσεως του περιεχομένου του εντός αυτών υγρού, η δε σφραγίς θα επιτίθεται επί της εξωτερικής επιφανείας του στομίου κάτωθι του πώματος προς το μέρος της χειρολαβής. ΄Αρθρ.14.-Εγκρίνομεν όπως η λιανική πώλησις του γάλακτος γίνεται και δια δοχείων των 10 χιλιογράμμων. Τα εν λόγω δοχεία θα είναι κατασκευασμένα εξ αργιλίου ανοδικώς οξειδομένου, λευκού χρώματος. Σχήμα:Το σχήμα των εν λόγω δοχείων ορίζεται κυλινδρικόν. Διαστάσεις:Βάσις εσωτερικής διαμέτρου 210 χιλιοστών. ΄Υψος κυλίνδρου 250 χιλιοστών. Εις το ύψος αυτό, ο κύλινδρος θα κάμπτεται προς τα έσω, και εις το κατακόρυφον ύψος 35 χιλιο(Αντί για τη σελ. 76,21) Σελ. 76,21(α) Τεύχος 693-Σελ. 29 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 στών, εις τρόπον ώστε η διάμετρος του ανοίγματος (στομίου) να περιορίζεται εις 140 χιλιοστά. Από του σημείου τούτου συνεχίζεται εις κατακόρυφον κατεύθυνσιν, με τελικόν ύψος αυτού διαμορφούμενον υπό των κατασκευαστών, ώστε το περιεχόμενον υγρόν μέχρι του χείλους του δοχείου, ζυγιζόμενον σταθμικώς, να δίδη ακριβώς το βάρος των 10 χιλιογράμμων. Τα εξ αργιλίου δοχεία θα έχωσι πάχος 2,5 χιλιοστών θα είναι κατασκευασμένα εξ ενιαίου τεμαχίου άνευ ραφής. Θα αναγράφουν επί της εξωτερικής επιφανείας του στομίου και κάτωθι του πώματος, την ένδειξιν του βάρους ως και την αναγραφήν της λέξεως «ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΓΑΛΑ». Ο πυθμήν του δοχείου θα είναι κατασκευασμένος με εσοχήν 3-5 χιλιοστών, δι’ αναδιπλώσεως δια μηχανικού μέσου. Το χείλος του στομίου θα έχη κάμψιν εις το άνω μέρος προς τα έξω με ορθήν γωνίαν περί τα 4-5 χιλιοστά. Το πώμα του δοχείου κατά το κλείσιμον θα ευρίσκεται εσωτερικώς της επιφανείας του στομίου. Τα δοχεία θα φέρουν χειρολαβάς επί σημείων στηρίξεως ευρισκομένων εις το ύψος των 220 χιλιοστών. Ο έλεγχος των ως άνω δοχείων θα γίνεται δια ζυγίσεως του περιεχομένου εντός αυτού υγρού, η δε σφραγίς θα επιτίθεται επί της εξωτερικής επιφανείας του στομίου, κάτωθι του πώματος, προς το μέρος της χειρολαβής. ΄Αρθρ.15.-Εγκρίνομεν όπως, η μέτρησις της λιανικής πωλήσεως του γάλακτος μέχρι 20 χιλιογράμμων, δύναται να γίνηται και δια δοχείων-συσκευών αυτομάτου μετρήσεως εις χιλιόγραμμμα, ικανότητος μετρήσεως από 2-20 χιλιόγραμμα. ΄Αρθρ.16.-Εγκρίνομεν όπως η μέτρησις του γάλακτος κατά την παραλαβήν αυτού, υπό των εργοστασίων τυροκομίας, πραγματοποιείται και δια δοχείων-συσκευών αυτομάτου μετρήσεως, δυναμικότητος 40 χιλιογράμμων, με ελαχίστην ικανότητα μετρήσεως 5 χιλιογράμμων. ΄Αρθρ.17.-Ορίζομεν όπως, η λιανική πώλησις των υγρών, δύναται να γίνηται και δι’ αυτομάτων οργάνων, μετρώντων απ’ ευθείας (αμέσως) το βάρος των υγρών. ΄Αρθρ.18.-Επιτρέπομεν όπως η λιανική πώλησις του ελαιολάδου και σπορελαίου ή μίγματος τούτων γίνηται, εκτός των δια του άρθρ.11 της παρούσης κωδικοποιήσεως οριζομένων δοχείων και δια δοχείων αυτομάτου μετρήσεως, πληρουμένων δια μηχανικού τρόπου. Σελ. 76,22(α) Τεύχος 693-Σελ. 30 Άρθρ.2.-Καθορίζομεν την ύλην, το σχήμα, το είδος κατασκευής ως και τον τρόπον συντηρήσεως των δευτερευόντων προτύπων μέτρων ως ακολούθως: Ταύτα θα είναι ράβδοι μήκους ενός μέτρου εξ ελατού ορειχάλκου, ορθοφωνικής διατομής, τοποθετημένοι εντός καταλλήλων ξυλίνων θηκών. Αι επιτρεπόμεναι διαφοραί μήκους ανοχαί των δευτερευόντων προτύπων μέτρων από του πρωτοτύπου τοιούτου ως καθορίζεται δια του άρθρ.1 της παρούσης δεν δύνανται να υπερβαίνουν τα όρια του + ή – 1/20 του χιλιοστού του μέτρου. Ο έλεγχος των εν κοινή χρήσει μέτρων μετά των δευτερευόντων προτύπων θα γίνεται δια συγκρίσεως των μηκών του. ΄Αρθρ.19.-Καθορίζομεν όπως εφ’ εξής αι αγοραπωλησίαι, τόσον του γλεύκους όσον και του οίνου, διενεργώνται εις ολόκληρον την χώραν σταθμικώς, ήτοι δια ζυγίσεως κεχωρισμένως του αποβάρου ως και του μικτού βάρους και με μονάδα μετρήσεως το χιλ/μον. Επίσης ορίζεται ότι, τόσον τα υπό των οινοπαραγωγών ή Οινοποιητικών Συνεταρισμών εκδιδόμενα τιμολόγια, όσον και η τιμή χονδρικής πωλήσεως του γλεύκους και του οίνου, εκφράζονται βάσει της σταθμικής ενδείξεως του χιλ/μου. ΄Αρθρ.20.-Ορίζομεν όπως η χονδρική και η λιανική πώλησις των κολωνιών και αρωμάτων δύναται να γίνηται και ογκομετρικώς. ΄Αρθρ.21.-1.Ορίζομεν όπως, η λιανική πώλησις της βενζίνης και του ακαθάρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσεως γίνηται και δια δοχείων εις λίτρα. 2.Καθορίζομεν την χωρητικόητητα, το σχήμα, τα υλικά κατασκευής, τας διαστάσεις κ.λπ. των δοχείων τούτων ως ακολούθως: α)Χωρητικότητος 1/5,1/2, 1,2 λίτρων. β)Σχήμα:Κυλινδρικόν άνευ ράμφους εκροής, μετά χειρολαβής. γ)Χρώμα:Τεφρόν δια τα δοχεία βενζίνης, κίτρινον δια τα δοχεία ακαθάρτου πετρελαίου. δ)Υλικά κατασκευής:Τα δοχεία ταύτα θα είναι κατασκευασμένα ή εκ κασσιτερωμένου σιδηρού ελάσματος (λευκοσιδήρου) πάχους 0,5 ΜΜ ή εξ αργιλίου πάχους τουλάχιστον 2 ΜΜ ή εκ πολυστερίνης (πλαστικά) πάχους 2 ΜΜ. Η κατασκευή των δοχείων, αναλόγως του χρησιμοποιηθησομένου ως άνω υλικού, θα είναι σύμφωνος προς τον, εν τω άρθρ.11 της παρούσης κωδικοποιήσεως, καθοριζόμενον τρόπον. Αι εσωτερικαί διαστάσεις των δοχείων, εκπεφρασμέναι εις χιλιοστόμετρα, παρατίθενται εις τον κατωτέρω πίνακα: Χωρητικότης εις Λίτρα Εσωτερικόν ύψος Εσωτερική διάμετρος 2 216,8 108,4 1 172 86 1/2 136,6 68,3 1/5 100,6 50,3 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά 3.Η ονομαστική χωρητικότης των δοχείων εις λίτρα θα αναγράφηται, είτε δια χαράξεως, είτε αναγλύφως, επί της εξωτερικής επιφανείας αυτών και εις την έναντι πλευράν της χειρολαβής, οριζοντίως και εις απόστασιν 3/10 του ύψους του δοχείου από του άνω χείλους του. 4.Τα ανεκτά σφάλματα χωρητικότητος των εν λόγω δοχείων καθορίζονται δια της παρούσης εις ±0,5%. 5.Ο έλεγχος της ακριβείας των δοχείων θα γίνηται δια πληρώσεως τούτων δι’ ύδατος και ευρέσεως του ακριβούς βάρους του δια ζυγίσεως. Εάν ο αριθμός όστις εκφράζη το καθαρόν βάρος του ύδατος εις χιλιόγραμμα είναι ίσος με τον αριθμόν της ονομαστικής χωρητικότητος του δοχείου εις λίτρα, ή πλέον ή έλαττον του αριθμού τούτου κατά 0,5%, όσον η αναγνωριζομένη ανοχή χωρητικότητος του δοχείου, το δοχείον πληροί τας νομίμους προϋποθέσεις και κρίνεται ως κανονικόν και σφραγίζεται, εν εναντία δε περιπτώσει, κρίνεται ανακριβές και δεν σφραγίζεται μη επιτρεπομένης της κυκλοφορίας του. Η ανωτέρω διαδικασία του ελέγχου των ως είρηται δοχείων θα τηρήται κατά τους ενεργουμένους υπό των αρμοδίων υπηρεσιακών οργάνων αγορανομικούς, αρχικούς και περιοδικούς ή εκτάκτους ελέγχους. ΄Αρθρ.22.-Εγκρίνομεν όπως, η διάθεσις του ακαθάρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσεως εις την λιανικήν πώλησιν, γίνηται και δια μεταλλικών δοχείων χωρητικότητος των 5 λίτρων. Το σχήμα, αι διαστάσεις εις χιλιοστόμετρα και λοιπά κατασκευαστικά στοιχεία των δοχείων τούτων προδιαγράφονται εν τω συννημμένω τη παρούση σχεδίω. Τα δοχεία, θα είναι κατασκευασμένα εκ γαλβανισμένης λαμαρίνης πάχους 0,8 ΜΜ με όλους τους κανόνας της τεχνικής, εις τρόπον ώστε να αποφεύγωνται κατά την χρήσιν των τυχόν παραμορφώσεις, αίτινες έχουν ως αποτέλεσμα, την μεταβολήν της χωρητικότητός των. Η ονομαστική χωρητικότης των δοχείων «5 Λίτρα» θα αναγράφηται είτε δια χαράξεως, είτε αναγλύφως εις εμφανές μέρος της εξωτερικής επιφανείας των. Η έγκρισις της κατασκευής των δοχείων τούτων εν τη χώρα θα παρέχεται επί τη υποβολή σχετικής αιτήσεως εκ μέρους των ενδιαφερομένων κατασκευαστών, η δε νομιμοποίησις της κυκλοφορίας των, θα συντελήται μετ’ ελέγχου και διαπίστωσιν της ακριβείας των, δια της επιθέσεως του σήματος του αρχικού ελέγχου. Ο περιοδικός έλεγχος, του οποίου σκοπός είναι η διαπίστωσις, ότι η ακρίβεια των δοχείων τούτων δεν ηλλοιώθη, αφ’ ης ταύτα υπέστησαν τον αρχικόν ή τελευταίον περιοδικόν έλεγχον, θα διενεργήται εκάστοτε κατά τα υπό των οικείων διατάξεων οριζόμενα. Ο έλεγχος της ακριβείας των δοχείων θα πραγματοποιήται δια των εις χείρας των αρμοδίων οργάνων δευτερευόντων προτύπων μέτρων των 5 λίτρων. Το ανεκτόν όριον σφάλματος των δοχείων τούτων ορίζεται εις 0,5% επί πλέον ή έλαττον της ονομαστικής των χωρητικότητος. Επιτρέπονται μικραί παρεκκλίσεις των εν τω σχεδίω παρατιθεμένων προδιαγραφών, των υπό κατασκευήν δοχείων, υπό την απαραίτητον πάντοτε προϋπόθεσιν της μη μεταβολής της ονομαστικής χωρητικότητος τούτων. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ ΄Οργανα Μετρήσεως ΄Αρθρ.23.-Απαγορεύομεν την χρησιμοποίησιν των στατήρων τύπου Ρωμαϊκού α)Κατά τας μεταξύ των κτηνοτρόφων και ζωεμπόρων εμπορικάς συναλλαγάς. β)Κατά τας μεταξύ των ιχθυοπαραγωγών και ιχθυεμπόρων εμπορικάς συναλλαγάς αίτινες λαμβάνουσι χώραν εις οργανωμένας ισχυόσκαλας πλην της ιχθυόσκαλας Πειραιώς εις ην επετράπη προσωρινώς η χρησιμοποίησις τούτου μέχρις 31.12.68. γ)Κατά τας μεταξύ των παραγωγών οπωρολαχανικών και εμπόρων χονδρικής πωλήσεως ως και των εμπόρων τούτων και λιανοπωλητών Εμπορικάς συναλλαγάς, εφ’ όσον αύται λαμβάνωσι χώραν μόνον εις οργανωμένας Κεντρικάς Δημοτικάς Αγοράς. Ως τοιαύται δεν νοούνται αι εις τας διαφόρους πόλεις της Ελλάδος λειτουργούσαι εβδομαδιαίαι Λαϊκαί αγοραί. Επιτρέπομεν προσωρινώς και μέχρι εξευρέσεως και καθορισμού δι’ αποφάσεως ημών ετέρου καταλλήλου οργάνου την χρησιμοποίησιν των στατήρων τύπου Ρωμαϊκού εις απάσας τας λοιπάς εκτός των ανωτέρω, εμπορικάς συναλλαγάς. Με την Φ3/737/3-17 Φεβρ. 1979 (ΦΕΚ Β΄ 154) απόφ. Υπ. Εμπορίου απαγορεύτηκε η χρήση του ρωμαϊκού στατήρα σ’ όλη τη χώρα στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ καπνοπαραγωγών και καπνεμπόρων και με την απόφαση Φ3/1066/29 Μαρτ.-7 Απρ. 1979 (ΦΕΚ Β΄ 338) ορίσθηκε ότι η άνω απαγόρευση αρχίζει από 13-1980, με την Φ.3/601/24 Ιαν.-1 Μαρτ. 1980 (ΦΕΚ Β΄ 210) ότι αρχίζει από 2-1-1981 και με την Φ.3/890/7-19 Μαΐου 1981 (ΦΕΚ Β΄ 283) από 16 Ιουλ. 1981. (Αντί για τη σελ. 76,23(ε) Σελ. 76,23(ζ) Τεύχος Δ91-Σελ. 5 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 ΄Αρθρ.24.-α)Επιτρέπομεν την κυκλοφορίαν και χρησιμοποίησιν εν Ελλάδι των κρεμαστών ωρολογιακών ζυγών λειτουργούντων δι’ ελατηρίων των κατωτέρω τύπων και υπό τας έναντι εκάστω τούτων αναγραφομένας τεχνικάς προδιαγραφάς. Δυναμικότης εις χιλ/μα Αριθμός στροφών δείκτου Ελαχίστη διάμετρος περιφερείας ενδείξεως υποδιαιρέσεων εις εκατοστόμετρα Ελαχίστη ένδειξις ζυγίσεως εις γραμμάρια 1)6 1 29 10 2)10 2 29 10 3)12 2 29 10 4)12 3 29 10 β)Τα όργανα ταύτα θα χρησιμοποιώνται αποκλειστικώς και μόνον δια την πώλησιν των οπωρολαχανικών. Η Φ3/804/30 Απρ.-26 Μαΐου 1982 (ΦΕΚ Β΄ 301) απόφ. Υπ. Εμπορίου όρισε ότι επιτρέπεται η κυκλοφορία των κρεμαστών ωρολογιακών ζυγών όταν η ελαχίστη διάμετρος περιφερείας ενδείξεως των υποδιαιρέσεων (καντράν) είναι 17 εκ. και το πλάτος ενδείξεων διαβαθμίσεων των δύο όψεων 0,9 χιλιοστά. ΄Αρθρ.25.-Καθορίζομεν τα χαρακτηριστικά των κρεμαστών ωρολογιακών ζυγών των λειτουργούντων δι’ ελατηρίων χρησιμοποιηθησομένων υπό των Οπωρολαχανοπωλητών εις τας Λαϊκάς Αγοράς, ως κάτωθι: Τεχνικαί προδιαγραφαί: Δυναμικότης ζυγού, 12KG. Αριθμός στροφών δείκτου, 2, ήτοι έξ χιλιόγραμμα ανά στροφήν. Ελαχίστη ένδειξις ζυγίσεως 10G. Ανεκτόν όριον σφάλματος ±12G. Πλάτος ενδείξεως των διαβαθμίσεων των δύο όψεων τουλάχιστος 1,5ΜΜ. Διάμετρος βαθμολογημένου πίνακος τουλάχιστον 29CM. Πάχος υαλοπίνακος εκάστης των δύο όψεων τουλάχιστον 3ΜΜ. Σύστημα αποσβέσεως αέρος, με έμβολα γραφίτου. Υλικά κατασκευής: Εξωτερική στεφάνη (κάλυμμα), δίσκος εναποθέσεως εμπορεύματος και δείκται ενδείξεως του βάρους του κράματος αλουμινίου φέροντος ανοδικήν οξείδωσιν. Στήριγμα αναρτήσεως του δίσκου εκ σιδήρου επιχρωμιωμένου. Ελατήρια ζυγού εξ ειδικού εβαμμένου χάλυβος καταλλήλου δια ελατηριωτούς ζυγούς, τούτου αποδεικνυομένου κατόπιν εξετάσεως δειγματοληπτικώς εις τα Εργαστήρια της Υπηρεσίας Μέτρων και Σταθμών. Δρομικόν γρανάζιον (κρεμαγιέρα), πηνίον και κουζινέτα εκ καταλλήλου μετάλλου τα οποία να εξασφαλίζουν ευπάθειαν, αντοχήν και διάρκειαν ζωής ζυγού, τούτου Σελ. 76,24(ζ) Τεύχος Δ91-Σελ. 6 αποδεικνυομένου κατόπιν εξετάσεως δειγματοληπτικώς εις τα εργαστήρια της υπηρεσίας Μέτρων και Σταθμών. Σκελετός, γέφυραι στηρίγματος ζυγού και εμπορευμάτων, στεφάνη και ωτία του ζυγού, άνω και κάτω ανάρτησις των ελατηρίων μετά των μετωπικών άξονος και καντράν, εκ σιδήρου επιχρωμιωμένου. Συσκευασία: ΄Εκαστος ζυγός, εγκλείεται, εις ειδικήν θήκην (κιβωτίδιον) με χειρολαβήν, προς ασφαλή μεταφοράν, κατάλληλον προς αποφυγήν παραμορφώσεων και φθορών κατά τας φορτοεκφορτώσεις. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά των κιβωτιδίων υπόκεινται εις έγκρισιν υπό της Δ/νσεως του Ταμείου Λαϊκών Αγορών. Η Φ3/804/30 Απρ.-26 Μαΐου 1982 (ΦΕΚ Β΄ 301) απόφ. Υπ. Εμπορίου όρισε ότι επιτρέπεται η κυκλοφορία των κρεμαστών ωρολογιακών ζυγών όταν η ελαχίστη διάμετρος περιφερείας ενδείξεων των υποδιαιρέσεων (καντράν) είναι 17 εκ. και το πλάτος ενδείξεων των διαβαθμίσεων των δύο όψεων 0,9 χιλιοστά. 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά (Aντί για τη σελ. 76,25) Σελ.76,25(α) Τεύχος 693- Σελ. 33 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Μετρικά όργανα υποκείμενα εις έγκρισιν κυκλοφορίας ΄Αρθρ.26.-1.Τα υποκείμενα υποχρεωτικώς εις έγκρισιν κυκλοφορίας εν τη Χώρα, μετρικά όργανα, εγχωρίου κατασκευής ή προελεύσεως εξωτερικού, είναι τα τοιαύτα μετρήσεως των φυσικών μεγεθών της μάζης (βάρους), επιφανείας, όγκου και χωρητικότητος, υπό την απαραίτητον προϋπόθεσιν ότι προορίζονται δι’ εμπορικάς συναλλαγάς. 2.Τα όργανα μετρήσεως ταύτα δεν δύνανται να εκτεθώσι προς πώλησιν και να υποστώσι την αρχικήν εξέλεγξιν και επισήμανσιν, περί ων το άρθρ.8 του Π.Δ. 524/78, εάν δεν έχωσι τύχει προηγουμένως εγκρίσεως κυκλοφορίας εν τη χώρα ήτις παρέχεται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου κατά τα εν επομένοις άρθροις οριζόμενα. 3.Η παροχή τοιαύτης εγκρίσεως δεν απαιτείται, προκειμένου περί των σταθμών, δοχείων λιανικής πωλήσεως των υγρών και ξυλίνων μέτρων μήκους, δοθέντος ότι ταύτα κατασκευαστικώς δέον όπως πληρούν τους όρους και προϋποθέσεις τους καθοριζομένους υπό των οικείων Υπουργικών αποφάσεων. Μετρικά όργανα εγχωρίου κατασκευής ΄Αρθρ.27.-1.Πας κατασκευαστής εν τη χώρα μετρικών οργάνων, περί ων το άρθρ.26 της παρούσης, υποχρεούται, όπως προ της διαθέσεώς των, υποβάλλη εις την καθ’ ημάς Υπηρεσίαν Μέτρων και Σταθμών αίτησιν, περί εγκρίσεως κυκλοφορίας εν τη χώρα του υπό τούτων κατασκευαζομένου συγκεκριμένου τύπου μετρικού οργάνου, συνοδευομένην υπό των κάτωθι δικαιολογητικών εις τριπλούν: α)Εκθέσεως επεξηγηματικής, σχετικώς με τον τρόπον λειτουργίας του οργάνου, τα επί μέρους εξαρτήματα και τα υλικά κατασκευής του, την χρήσιν δι’ ην προορίζεται, ως και τας τυχόν καινοτομίας του οργάνου. β)Σχεδίου εις μίαν ή περισσοτέρας εικόνας, διαστάσεων τουλάχιστον 0,30Χ0,30 του μέτρου, εμφαίνοντος σχήματα, τομάς και λεπτομερείας του οργάνου. Τα σχέδια ταύτα θα είναι συντεταγμένα και υπογεγραμμένα υπό διπλωματούχου ΜηχανολόγουΜηχανικού ή Μηχανολόγου-Υπομηχανικού. γ)Εντύπων φωτογραφιών του οργάνου. 2.Η ανωτέρω αίτησις του κατασκευαστού μετά των συνημμένων αυτή δικαιολογητικών διαβιβάζονται εις τεχνικόν υπάλληλον του Κλάδου Α6 Ειδικών Μέτρων και Σταθμών προς διενέργειαν ελέγχου και δοκιμών επί του υπό έγκρισιν οργάνου, προς διαπίστωσιν του γεγονότος ότι τούτο πληροί και ανταποκρίνεται προς τας νομίμους απαιτήσεις εις ότι αφορά την ακρίβειαν μετρήσεως, καλήν λειτουργίαν, στερεότητα, υλικά κατασκευής του κ.λπ. Σελ. 76,26(α) Τεύχος 693-Σελ. 34 Εις ας περιπτώσεις αι ανάγκαι του ελέγχου και δοκιμών το επιβάλλουν η Υπηρεσία δύναται να ζητήση την συμπαράστασιν των εργαστηρίων του Υπουργείου Δημ. ΄Εργων και των ανωτάτων Πνευματικών Ιδρυμάτων της Χώρας. Προς διενέργειαν των εν λόγω δοκιμών ο κατασκευαστής υποχρεούται όπως θέτη εις την διάθεσιν της Υπηρεσίας, υπόδειγμα του προς έγκρισιν μετρικού οργάνου, όπερ θέλει εγκαταστήσει, εφ’ όσον εκ των πραγμάτων τούτο είναι δυνατόν, εις τα εργαστήρια της Υπηρεσίας ή άλλως εις χώρον υποδειχθησόμενον υπό της Υπηρεσίας. Τα έξοδα μεταφοράς και εγκαταστάσεως του οργάνου, ως και πάσα άλλη συναφής δαπάνη, βαρύνουσι τον κατασκευαστήν. Η Υπηρεσία ουδεμίαν ευθύνην φέρει δια τας τυχόν φθοράς, ζημίας κ.λ.π. τας οποίας ήθελε υποστή το όργανον κατά την διάρκειαν του ελέγχου και των δοκιμών του, εξαιρέσει της περιπτώσεως καθ’ ην αι φθοραί κ.λπ. ήθελον προξενηθή υπαιτιότητι του ενεργούντος τον έλεγχον υπαλλήλου. Μετά το πέρας του ελέγχου και δοκιμών του υπό έγκρισιν μετρικού οργάνου, ο εντεταλμένος τεχνικός υπάλληλος δι’ εκθέσεώς του, εν η θα αναφέρωνται τα αποτελέσματα του ελέγχου και δοκιμών, θα εκφέρη ητιολογημένην γνώμην περί της χορηγήσεως ή μη εγκρίσεως κυκλοφορίας εν τη Χώρα του ελεχθέντος υπό τούτου οργάνου. Επί τη βάσει της εκθέσεως ταύτης και εισηγήσεως της Υπηρεσίας παρέχεται ή όχι η έγκρισις κυκλοφορίας εν τη Χώρα του μετρικού οργάνου, περί του οποίου η αίτησις του κατασκευαστού, δια σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Μετρικά όργανα προελεύσεως εξωτερικού ΄Αρθρ.28.-Πας εισαγωγεύς μετρικών οργάνων, περί ων το άρθρ.26 της παρούσης, υποχρεούται όπως, προ της εισαγωγής και διαθέσεώς των εν Ελλάδι υποβάλη αίτησιν, εις την Υπηρεσίαν Μέτρων και Σταθμών, και εγκρίσεως κυκλοφορίας εν τη Χώρα του συγκεκριμένου και υπό τούτου εισαχθησομένου εκ του εξωτερικού μετρικού οργάνου, μετά των κάτωθι δικαιολογητικών εις τριπλούν: α)Κεκυρωμένου αντιγράφου διατάγματος ή αποφάσεως ή βεβαιώσεως της αρμοδίας Υπηρεσίας Μετρήσεως της Χώρας κατασκευής του περί του οποίου η αίτησις του εισαγωγέως οργάνου, εξ ων να διαπιστούται ότι το εν λόγω όργανον νομίμως κυκλοφορεί εν τη Χώρα ταύτη και η χρήσις δι’ ην προορίζεται τούτο. Το ως άνω δικαιολογητικόν δέον όπως συνοδεύηται υπό επισήμου μεταφράσεώς του, του ενταύθα Υπουργείου Εξωτερικών ή άλλης αρμοδίας Αρχής. β)Αντιγράφων σχεδιαγραμμάτων, κεκυρωμένων υπό της αρμοδίας Υπηρεσίας Μετρήσεως της Χώρας κατασκευής του οργάνου, και γ)Εντύπων φωτογραφιών του οργάνου, αμφοτέρων των πλευρών του. Εξαιρετικώς προκειμένου περί μετρητών λειτουργούντων δια ροής (βαρύτητος), δια την μέτρησιν αποκλειστικώς και μόνον του ακαθάρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσεως αντί των ανωτέρω δικαιολογητικών θα υποβάλλωνται τα κάτωθι εις τριπλούν: α)Πιστοποίησις του αλλοδαπού εργοστασίου περί κατασκευής υπό τούτου των ανωτέρω μετρητών, της χρήσεως δι’ ην προορίζεται ως και του ανεκτού ορίου σφάλματος μετρήσεώς των, όπερ εν ουδεμιά περιπτώσει θα δύναται να είναι μείζον του υπό των οικείων διατάξεων οριζομένου. Η πιστοποίησις αύτη θα συνοδεύηται και υπό επισήμου μεταφράσεώς της του ενταύθα Υπουργείου Εξωτερικών ή άλλης αρμοδίας Αρχής. β)Σχεδιαγράμματα του αυτού εργοστασίου, εμφαίνοντα τον τρόπον κατασκευής και λειτουργίας και τα επί μέρους εξαρτήματα των μετρητών. γ)Εντύπων φωτογραφιών των μετρητών αμφοτέρων των πλευρών των. Μετ’ έλεγχον των ανωτέρω δικαιολογητικών υπό της Υπηρεσίας και σχετικής εισηγήσεώς της παρέχεται ή όχι η έγκρισις κυκλοφορίας εν τη Χώρα των ως ανωτέρω μετρικών οργάνων και περί ων η αίτησις του ενδιαφερομένου εισαγωγέως, δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Γενικαί Διατάξεις Άρθρ. 3.-Καθορίζομεν την ύλην, το σχήμα, το είδος κατασκευής ως και τον τρόπον συντηρήσεως των δευτερευόντων προτύπων σταθμών, ως ακολούθως: Δευτερεύοντα πρότυπα θα κατασκευασθώσιν επί του παρόντος, δια τας εξής εκ των εισαγωμένων εν χρήσει δια του άρθρ.5 της παρούσης αποφάσεως σταθμά. α)από του 1γ-2γχ β)500 γρ., 1 χγ, 2χγ, 5χγ, 10χγ και 20χγ Τα δευτερεύοντα πρότυπα του 1γ-2χγ θα κατασκευασθώσιν συμφώνως προς τα προδιαγραφόμενα δια τα σταθμά της σειράς «ΖΟ» εν τω άρθρ.6 της παρούσης των δε 500 γρ, 1χγ, 2χγ, 5χγ, 10χγ και 20χγ συμφώνως προς τα οριζόμενα δια τα σταθμά της σειράς «ΠΧ» εν τω άρθρ. 8 της παρούσης. Άπαντα τα ως άνω πρότυπα θα είναι καθ’ όλας τας πλευράς και επιφανείας επιχαλκωμένα υποχρεωτικώς, είτα επικεκαλυμένα δια νικελίου ελαχίστου πάχους 13 μικρόν και μετά ταύτα επιχρωμιωμένα ελαχίστου πάχους 0,25 μικρόν, αφ’ ου προηγουμένως υποστώσι προ των επικαλύψεων, ειδικήν επεξεργασίαν λειάνσεως δια πλανίσματος και είτα δια λειαντικών μηχανημάτων, μηδέ εξαιρουμένης, προκειμένου περί των χυτοσιδηρών και της περί την ένδειξιν του βάρους επιφανείας. Αναλόγου εμφανίσεως και επεξεργασίας θα τύχη τόσον το δίχαλον στερεώσεως όσον και ο δακτύλιος, όστις εις τα άκρα του θα είναι συγκεκολλημένος δι’ οξυγονοκολλήσεως. Των ως άνω δευτερευόντων προτύπων σταθμών θα κατασκευασθώσι 75 σειραί. Εκάστη σειρά των δευτερευόντων προτύπων του 1γ-2χγ θα περιλαμβάνη δύο επί πλέον βάρη του 1γ. ανά έν επί πλέον βάρος των 10γ, 100γ και 1χγ., θα φέρη ειδικήν αρίθμησιν και θα είναι τοποθετημένη εντός καταλλήλου ξυλίνης θήκης (εκ λευκής οξιάς) εστιλβωμένης δια βερνικίου. Εκάστη σειρά των υπό στοιχείον β) δευτερευόντων προτύπων σταθμών θα περιλαμβάνη ανά έν επί πλέον βάρος του 1χγ, θα φέρη, ειδικήν αρίθμησιν από 1 έως 75 και θα είναι τοποθετημένη εντός καταλλήλου κιβωτιδίου εξ οξιάς εστιλβωμένης δια βερνικίου. ΄Αρθρ.29.-1.Αι ανωτέρω αποφάσεις εγκρίσεως κυκλοφορίας εν τη Χώρα των ως είρηται μετρικών οργάνων, δύναται να ανακληθώσι δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου, εφ’ όσον ήθελε διαπι-στωθή αρμοδίως ότι δεν πληρούνται αι νόμιμοι προϋποθέσεις και απαιτήσεις, κατόπιν ητιολογημένης εισηγήσεως της Υπηρεσίας, εν η θα περιλαμβάνωνται και αι απόψεις του ενδιαφερομένου κατασκευαστού ή εισαγωγέως. Η ανακλητική αύτη απόφασις δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2.Μετρικά όργανα προελεύσεως εξωτερικού άτινα έτυχον εγκρίσεως κυκλοφορίας εν τη Χώρα και τυχόν εισαγόμενα και παρ’ ετέρου εισαγωγέως δεν υπόκεινται εις νέαν έγκρισιν. 3.Εις τας αποφάσεις εγκρίσεως κυκλοφορίας εν τη Χώρα μετρικού τινός οργάνου δύναται να ορίζωνται και τυχόν ιδιαίτεραι προϋποθέσεις ελέγχου της ακριβείας μετρήσεως και χρησιμοποιήσεως του οργάνου τούτου. 4.΄Εν αντίτυπον εξ εκάστου των υποβληθέντων εις την Υπηρεσίαν υπό των κατασκευαστών ή εισαγωγέων δικαιολογητικών, δια την έγκρισιν κυκλοφορίας εν τη χώρα των παρά τούτων κατακευαζομένων ή εισαγομένων μετρικών οργάνων, επιστρέφονται αυτοίς, δεόντως τεθεωρημένων υπό της Υπηρεσίας. 5.Κατά τον αρχικόν έλεγχον η ταυτότης των ελεγχομένων μετρικών οργάνων, άτινα προηγουμένως έχουν τύχει εγκρίσεως κυκλοφορίας εν τη Χώρα διαπιστούται δι’ αντιπαραβολής των επί των οργάνων τούτων αναγραφομένων ενδείξεων αναφορικώς με την ονομασίαν και τύπον, ικανότητα μετρήσεως κλπ., προς τας τοιαύτας τας οριζομένας υπό των οικείων εγκριτικών αποφάσεων. 6.Αι μέχρι σήμερον παρασχεθείσαι εγκρίσεις προσωρινής ισχύος παρά του Υπουργείου Εμπορίου, δι’ α μετρικά όργανα εγχωρίου κατασκευής, θεωρούνται από της ισχύος της παρούσης ως οριστικαί. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄ Αρχικός-Περιοδικός έλεγχος Προσδιορισμός του ελέγχου ΄Αρθρ.30.-Ο έλεγχος εν γένει των σταθμικών οργάνων περιλαμβάνει: 1.Την εξέτασιν και δοκιμήν των υποδειγμάτων των σταθμικών οργάνων εν όψει της εγκρίσεώς των. 2.Τον αρχικόν έλεγχον των νέων ή μετατραπέντων οργάνων, αποβλέποντα εις την εξακρίβωσιν του γεγονότος ότι τα όργανα ταύτα είναι σύμφωνα προς το εγκεκριμένον υπόδειγμα και πληρούσι τους νομίμους όρους. 3.Τον περιοδικόν έλεγχον των εν χρήσει οργάνων έχοντα ως αντικείμενον την εξακρίβωσιν ότι τα όργανα ταύτα υπήχθησαν εις τον αρχικόν έλεγχον ότι η ακρίβεια αυτών δεν ηλλοιώθη έκτοτε και εν εναντία περιπτώσει άν τα μη πληρούντα τους νομίμους όρους θα πρέπει να επισκευασθώσιν ή να τεθώσιν εκτός χρήσεως. 4.Την επιθεώρησιν ενεργουμένην εκτάκτως και αποσκοπούσαν εις την διαπίστωσιν ότι τα εν χρήσει όργανα λειτουργούσι καλώς και ότι η χρήσις των είναι ορθή και νόμιμος. (Αντί για τη σελ. 76,27(α) Σελ. 76,27(β) Τεύχος 693-Σελ. 35 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Υπηρεσία Ελέγχου ΄Αρθρ.31.-Ο έλεγχος των σταθμικών οργάνων ενεργείται υπό των κατά τόπους αρχών της Ελλην. Χωρ/κής και Αστυνομίας Πόλεων, αναλόγως των υπ’ αυτών αστυνομευομένων περιοχών, υπό την άμεσον εποπτείαν της Δ/νσεως Μέτρων και Σταθμών του Υπουργείου Εμπορίου. Προς τούτο η Χώρα διαιρείται εις τόσας περιφερείας ελέγχου όσαι αι Διοικήσεις Χωροφυλακής και Αστυνομικαί Διευθύνσεις. Εκάστη Δ/νσις Χωρ/κής ή Αστυν. Δ/νσις αναθέτει εις μίαν εκ των εν τη έδρα ταύτης λειτουργουσών υπηρεσιών αυτής και την ενέργειαν δια των οργάνων της του ελέγχου των μέτρων και σταθμών. Η υπηρεσία αύτη καθίσταται αρμοδία και υπεύθυνος δια την φύλαξιν και συντήρησιν των δευτερευόντων προτύπων μέτρων και σταθμών, των μετρικών και σταθμικών οργάνων και των αντιστοίχων δια την σήμανσιν σφραγίδων, ως και του πάσης φύσεως υλικού του αναγκαιούντος αυτή σχέσιν έχοντος με τον έλεγχον των μετρικών και σταθμικών μονάδων. Προς την Υπηρεσίαν ταύτην διαβιβάζεται άπασα η αφορώσα τον έλεγχον των μέτρων και σταθμών αλληλογραφία. Κατάθεσις και έγκρισις υποδειγμάτων ΄Αρθρ.31.-Παν όργανον ζυγίσεως υποκείμενον εις τον αρχικόν έλεγχον πρέπει να είναι σύμφωνον προς το υπόδειγμα το προσαχθέν υπό του Κατασκευαστού και εγκριθέν δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου. Η απόφασις αύτη ορίζει ενδεχομένως και τους ιδιαιτέρους όρους ελέγχου και της χρήσεως συσκευών των κατασκευασθεισών συμφώνως προς το εγκριθέν υπόδειγμα. Τα εγκριθέντα υποδείγματα ή τα σχέδια εκτελέσεως των υποδειγμάτων τούτων κατατίθενται υπό των κατασκευαστών εις την Δ/νσιν Μέτρων και Σταθμών του Υπουργείου Εμπορίου. Η έγκρισις ενός υποδείγματος δύναται να ανακληθή καθ’ όμοιον τρόπον, όταν διαπιστωθή ότι τα σταθμικά όργανα τα κατασκευασθέντα βάσει του υποδείγματος τούτου, παρουσιάζουν ελαττώματα εις την λειτουργίαν. Η ανακαλούσα την έγκρισιν του υποδείγματος Υπουργική απόφασις, έχει ως αποκλειστικήν συνέπειαν να απαγορεύη από της χρονολογίας της οριζομένης εν τη αποφάσει, τον αρχικόν έλεγχον των νέων οργάνων των κατασκευασθέντων συμφώνως προς το περί ου πρόκειται υπόδειγμα. Σελ. 76,28(β) Τεύχος 693-Σελ. 36 Αρχικός έλεγχος ΄Αρθρ.33.-Τα νέα ή επισκευασθέντα σταθμικά όργανα δεν δύνανται να εκτίθενται προς πώλησιν ή να τίθενται εν χρήσει προ της υποβολής των εις τον αρχικόν έλεγχον. Ο αρχικός έλεγχος των σταθμικών οργάνων ενεργείται εις τα κατά τόπους γραφεία των Υπηρεσιών Ελέγχου, εκτός αν τα όργανα ταύτα λόγω της φύσεώς των ή του αριθμού αυτών, δεν δύναται να μετακινηθώσιν ευκόλως, οπότε ο έλεγχος διενεργείται εις τον τόπον της εγκαταστάσεώς των. Εν τη εννοία των αμετακινήτων σταθμικών οργάνων περιλαμβάνονται: α)αι πλάστιγγες β)αι γεφυροπλάστιγγες γ)οι αυτόματοι ζυγοί λόγω της ευαισθησίας των δ)οι μονίμως εγκατεστημένοι εις τα καταστήματα πωλήσεως ζυγοί. Τα υποστάντα τον αρχικόν έλεγχον σταθμικά όργανα επισημαίνονται δι’ ειδικής σφραγίδος ή άλλου τρόπου επισημάνσεως. Οι κατασκευασταί σταθμικών οργάνων οφείλουσι να καταθέσωσι το σήμα της επιχειρήσεώς των εις την Υπηρεσίαν Ελέγχου εις την περιφέρειαν της οποίας λειτουργεί η Βιομηχανία ως και περιγραφήν της συνθέσεως και λειτουργίας αυτών και να επιθέτωσι το σήμα τούτο επί πάντων των οργάνων τα οποία προσάγουν προς αρχικόν έλεγχον. ΄Οργανα ζυγίσεως δεν δύνανται να εισαχθώσιν εξ του εξωτερικού αν δεν είναι σύμφωνα προς ένα των εγκεκριμένων υποδειγμάτων και δεν συνοδεύωνται υπό πιστοποιητικού της οικείας Δ/νσεως Μέτρων και Σταθμών της Χώρας κατασκευής του ζυγού, ότι ο προς εισαγωγήν τύπος ζυγού νομίμως κυκλοφορεί εν τη χώρα ταύτη. Του αρχικού ελέγχου εξαιρούνται οι φαρμακευτικοί ζυγοί. 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Περιοδικός έλεγχος ΄Αρθρ.34.-Ο Περιοδικός έλεγχος ενεργείται κατ’ έτος υπό των κατά τόπους αρμοδίων Υπηρεσιών Ελέγχου υπό τας αμέσους οδηγίας και την εποπτείαν της Δ/νσεως Μέτρων και Σταθμών. Εις περιοδικόν έλεγχον υπόκεινται άπαντα τα σταθμικά όργανα τα χρησιμοποιούμενα δι’ αγοράν ή πώλησιν οιωνδήποτε εμπορευμάτων και προϊόντων δια την δια ζυγίσεως μεταφοράν, εναποθήκευσιν ή φορτοεκφόρτωσιν εμπορευμάτων, δια την παράδοσιν ακατεργάστων υλών, δια τον καθορισμόν του ποσού εργασίας και της αντιμισθίας των εργατών. Επίσης εις περιοδικόν έλεγχον υπόκεινται και τα εις το Δημόσιον, Δήμους ή Κοινότητας, ξενοδοχεία, Φιλανθρωπικά ιδρύματα και εν γένει νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου ανήκοντα όργανα, πλην των δι’ επιστημονικούς αποκλειστικώς σκοπούς προοριζομένων. Οι κατασκευασταί και οι έμποροι σταθμικών οργάνων δεν υπόκεινται εις περιοδικόν έλεγχον ειμή μόνον δια τα όργανα των οποίων ποιούσι χρήσιν εις τας επιχειρήσεις των. Ο περιοδικός έλεγχος βεβαιούται δι’ επισημάνσεως δι’ ειδικής σφραγίδος ης ο τύπος θα είναι διάφορος της υπό του άρθρ.33 προβλεπομένης και η οποία θα μεταβάλλεται καθ’ έκαστον έτος περιοδικού ελέγχου. Εις παν σταθμικόν όργανον όπερ εκ του διενεργηθέντος ελέγχου ήθελε διαπιστωθή ότι δεν πληροί πλέον τους νομίμους όρους, ο κάτοχος του οργάνου τούτου υποχρεούται, είτε να το επισκευάση είτε να το αποσύρη από τους χώρους εις τους οποίους ενεργούνται αι κατά τα ανωτέρω αναφερόμεναι εμπορικαί πράξεις και να παύση χρησιμοποιών τούτο. Απαγορεύεται εις τους υποχρέους να διατηρούσιν όργανα των οποίων ο περιοδικός έλεγχος είναι υποχρεωτικός και τα οποία δεν επισημάνθησαν δια του σήματος του έτους κατά την διάρκειαν του οποίου έλαβεν ο τελευταίος έλεγχος εις την αυτήν κοινότητα. Πας πωλητής ή αγοραστής, πλανόδιος ή εν υπαίθρω δεν δύναται επίσης να διατηρή όργανα μη φέροντα το σήμα του έτους. Διαδικασία Περιοδικού ελέγχου ΄Αρθρ.35.-Εκάστη επαρχιακή υπηρεσία ελέγχου, υποχρεούται, 40 ημέρας προ της ενάρξεως του έτους του περιοδικού ελέγχου, να υποβάλη προς έγκρισιν εις τον Νομάρχην, το σχετικόν πρόγραμμα εργασίας και να κοινοποιήση τούτο ταυτοχρόνως εις την Υπηρεσίαν Εμπορίου του Νομού εις τον οποίον υπάγεται. Κατά την, ως ανωτέρω, γνωστοποιουμένην ημέραν περιοδικού ελέγχου, οι υπόχρεοι οφείλουσι να διατηρούσιν ανοικτά τα καταστήματά των κατά τας ώρας λειτουργίας και να μη απομακρύνωνται του τόπου της διαμονής των. Οι πλανόδιοι επαγγελματίαι οι μη έχοντες μόνιμον διαμονήν έν τινι Δήμω ή Κοινότητι, οφείλουσι να προσαγάγωσι τα ζυγιστικά των όργανα προς έλεγχον εις τα Γραφεία της πλησιεστέρας Υπηρεσίας Ελέγχου. Επιθεώρησις (έκτακτος έλεγχος) ΄Αρθρ.36.-Η επιθεώρησις ενεργείται είτε αυτεπαγγέλτως, υπό των υπαλλήλων της Δ/νσεως Μέτρων και Σταθμών, είτε υπό των οικείων Αστυνομικών Οργάνων κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως ή προτάσεως του Νομάρχου ή άλλης Δημοσίας Αρχής ή κατόπιν παραγγελίας ή παραπόνων οιουδήποτε προσώπου κατά την κρίσιν της Υπηρεσίας Μέτρων και Σταθμών. Τα όργανα της Υπηρεσίας Ελέγχου και εν γένει οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Μέτρων και Σταθμών, ενεργούντες Επιθεωρήσεις, ερευνώσι διά τας τυχόν παραβάσεις των διατάξεων, την εφαρμογήν των οποίων είναι επιφορτισμένοι να εξασφαλίζουν. Δύνανται κατά τας διατάξεις του άρθρ.34 να αποφασίζουσι περί της επισκευής των ελαττωματικών οργάνων. ΄Απαντα τα σταθμικά όργανα και εκείνα ακόμη, άτινα τυχόν απηλλάγησαν του ελέγχου, υπόκεινται εις επιθεώρησιν, όταν χρησιμοποιούνται εις τας εργασίας τας μνημονευομένας εις το άρθρ.34 της παρούσης ή ευρίσκονται εις τους αντιστοίχους χώρους. Οι υπόχρεοι οφείλουσι να δέχωνται τους υπαλλήλους κατά τας επισκέψεις δια την άσκησιν του ελέγχου ή της επιθεωρήσεως, οι δε υπάλληλοι της Υπηρεσίας Μέτρων και Σταθμών δικαιολογούσι την αποστολήν των εις τους υποχρέους όταν ούτοι το ζητήσουν. Αι επιθεωρήσεις ενεργούνται μόνον κατά την ημέραν, εν τούτοις δύνανται να γίνωνται εις τους πωλητάς εν παντί χρόνω εφ’ όσον οι χώροι πωλήσεως είναι ανοικτοί εις το κοινόν. ΄Ελεγχος μετρικών μονάδων ΄Αρθρ.37.-Ο έλεγχος των μετρικών μονάδων θα διενεργείται παρά των κατά τόπους Υπηρεσιών Ελέγχου, δια συγκρίσεως αυτών μετά των εις χείρας των δευτερευόντων προτύπων μέτρων. Αι επιτρεπόμεναι διαφοραί μήκους (ανοχαί) των εν χρήσει μέτρων από τα δευτερεύοντα πρότυπα δεν δύνανται να υπερβαίνουν τα καθορισθέντα δια του άρθρ. 565 της 72/77 Αγορανομικής Διατάξεως όρια, ήτοι του ±1/2 χιλιοστού του μέτρου δι’ έκαστον μέτρον ή διπλούν μέτρον. Εις περιοδικόν έλεγχον υπόκεινται τα υποστάντα τον αρχικόν ως και τον περιοδικόν του παρελθόντος έτους έλεγχον μέτρα μήκους ως καθορίζονται εν τω άρθρ.10 της παρούσης. Μέτρα μήκους μη φέροντα το σήμα της περιοδικής εξελέγξεως του προηγουμένου έτους θα κατάσχωνται, οι δε κάτοχοι τούτων θα διώκωνται συμφώνως προς τας διατάξεις του Π.Δ. 524/78, εκτός εάν η αγορά των επραγματοποιήθη εντός του έτους της τελευταίας περιοδικής εξελέγξεως και φέρει το σήμα της αρχικής εξελέγξεως. Εφ’ όσον κατά τον έλεγχον ήθελε διαπιστωθή (Αντί για τη σελ. 76,29) Σελ. 76,29(α) Τεύχος 693-Σελ. 37 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 ότι η ακρίβεια των προσκομιζομένων μέτρων ηλλοιώθη, πέραν της προβεπομένης ανοχής αχρηστεύονται υπό της αρμοδίας υπηρεσίας ελέγχου, συντασσομένου σχετικού πρακτικού. ΄Ελεγχος σταθμικών μονάδων ΄Αρθρ.38.-α)Εις τον περιοδικόν έλεγχον υπόκεινται επίσης άπαντα τα υπό των προηγουμένων άρθρων της παρούσης τεθέντων εις χρήσιν του εμπορίου σταθμά και δοχεία πωλήσεως υγρών, άτινα υπέστησαν τον αρχικόν έλεγχον ως και τον περιοδικόν τοιούτον του παρελθόντος έτους. Σταθμά ή δοχεία πωλήσεως υγρών μη φέροντα το σήμα της περιοδικής εξελέγξεως του παρελθόντος έτους θα κατάσχωνται, οι δε κάτοχοι αυτών θα διώκωνται συμφώνως προς τας διατάξεις του Π.Δ. 524/78, εκτός εάν ταύτα ηγοράσθησαν εντός του έτους της τελευταίας περιοδικής εξελέγξεως και φέρουσι το σήμα της αρχικής εξελέγξεως. β)Ο έλεγχος της ακριβείας των σταθμικών μονάδων θέλει να γίνει επί τη βάσει των εις χείρας των Υπηρεσιών Ελέγχου δευτερευόντων προτύπων. Αι επιτρεπόμεναι ανοχαί βάρους των σταθμικών μονάδων καθορίζονται δια του άρθρ.565 της 72/77 Αγορανομικής Διατάξεως. Σταθμά των οποίων η ακρίβεια ήθελε διαπιστωθή εκ του ελέγχου ότι ηλλοιώθη, πέραν των προβλεπομένων ανοχών ή κατασκευών αχρηστεύονται υπό της Υπηρεσίας Ελέγχου συντασσομένου σχετικού πρακτικού. γ)Ο έλεγχος των δοχείων μετρήσεως υγρών θέλει γίνει σταθμικώς ήτοι δια της ζυγίσεως του περιεχομένου του δοχείου. Αι ανοχαί βάρους των δοχείων μετρήσεως υγρών καθορίζονται δια του άρθρ.565 της 72/77 Αγορανομικής Διατάξεως. Δοχεία των οποίων η ακρίβεια ήθελε διαπιστωθή εκ του ελέγχου ότι ηλλοιώθη αχρηστεύονται υπό της υπηρεσίας Ελέγχου συντασσομένου σχετικού πρακτικού. Μέθοδοι Ελέγχου των ζυγιστικών οργάνων Άρθρ.4.-Καθορίζομεν ως ακολούθως τον τρόπον συντηρήσεως των δευτερευόντων προτύπων μέτρων και σταθμών. Δευτερεύοντα Πρότυπα μέτρα. Επί της επιφανείας αυτών, μετά προηγούμενον επιμελή καθαρισμόν δια ξηρού λινού υφάσματος, επαλοίφεται λεπτόν στρώμα ουδετέρας βαζελίνης. Ο ως άνω καθαρισμός και επάλειψις επαναλαμβάνεται ανά τρίμηνον. Τα δευτερεύοντα πρότυπα μέτρα μετά της θήκης φυλάσσονται εις ξηρόν χώρον. Δευτερεύοντα Πρότυπα σταθμά. Επί καθημερινής χρήσεως λαμβάνει χώραν μετά την χρησιμοποίησιν επιμελής καθαρισμός δια (Αντί για τη σελ. 76,07) Σελ. 76,07(α) Τεύχος 693-Σελ. 15 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 ξηρού λινού υφάσματος, επί χρήσεως δε κατ’ αραιά χρονικά διαστήματα, καθαρισμός κατά τα ανωτέρω και επάλειψις δια λεπτού στρώματος, ουδετέρας βαζελίνης, ήτις αφαιρείται επιμελώς οσάκις γίνεται χρήσις των σταθμών. Τα δευτερεύοντα πρότυπα σταθμά μετά του οικείου κιβωτίου φυλάσσονται εις ξηρόν χώρον. Κατά την χρησιμοποίησιν η μεταφορά αυτών από του κιβωτίου εις τον δίσκον του ζυγιστικού οργάνου γίνεται δια της λαβίδος. Οι δίσκοι του ζυγιστικού οργάνου οίτινες θα δεχθώσι τα σταθμά θα είναι απολύτως καθαροί χρησιμοποιουμένης προς τούτο καθαρώς μαλακής ψήκτρας. Σελ. 76,08(α) Τεύχος 693-Σελ. 16 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Σταθμά και Μέτρα Εμπορίου ΄Αρθρ.39.-Τα προσκομιζόμενα εν γένει προς έλεγχον ζυγιστικά όργανα δέον να ευρίσκονται εν καλή καταστάσει και να είναι απηλλαγμένα σκωρίας ή ετέρας αλλοιώσεως δυναμένης να επιδράση μελλοντικώς επί της ευπαθείας του ζυγού. Προ οιασδήποτε ενεργείας δια τον έλεγχον της ακριβείας και ευπαθείας του ζυγιστικού οργάνου δέον να διαπιστούται η πλήρης εξισορρόπησις αυτού, άνευ εννοείται προσθήκης ξένου σώματος π.χ. τεμαχίων χάρτου ή ελάσματος μεταλλικού υπό τους δίσκους των επιτραπεζίων αμφοτεροβαρών ζυγών ή τεμαχίων μετάλλων τοποθετημένων επί των πλαστίγγων δια την εξισορρόπησιν αυτών. Προκειμένου περί ζυγών εχόντων δίσκους ομοίους και κινηΣελ. 76,30(α) Τεύχος 693-Σελ. 38 τούς θα πρέπει επί πλέον να εξακριβούται και η ταυτότης των βαρών αμφοτέρων των δίσκων, ήτις επιτυγχάνεται δια της εναλλαγής της θέσεως των δίσκων οπότε και πάλιν ο ζυγός να εξισορροπή, εν περιπτώσει δε καθ’ ην ο εις εκ των δίσκων είναι βαρύτερος η εξισορρόπησις επιτυγχάνεται δια της καταλλήλου επεξεργασίας (λιμαρίσματος) του βαρυτέρου των δίσκων. Η εξακρίβωσις της ακριβείας και της ευπαθείας των ζυγιστικών οργάνων επιτυγχάνεται κατά τον εξής τρόπον: α)Προκειμένου περί επιτραπεζίων αμφοτεροβαρών ζυγών: Τοποθετούνται επί αμφοτέρων των δίσκων του ζυγού βάρη ανά ένα εκ των εις την διάθεσιν των εντεταλμένων οργάνων δευτερευόντων προτύπων, ίσου βάρους προς ολόκληρον την δυναμικότητα του ζυγού. (Επί ζυγού δυναμικότητος ενός χιλιογράμμου τοποθετούνται βάρη εις έκαστον δίσκον ενός χιλιογράμμου). Προς ισορρόπησιν του ζυγού επιτρέπεται η προσθήκη επί του ελαφροτέρου δίσκου σταθμών βάρους μικροτέρου του αντιστοιχούντος εις την δυναμικότητα του ζυγού ανεκτού ορίου σφάλματος, οπότε ο δείκτης πρέπει να ευρίσκεται εις την ακριβή θέσιν ισορροπίας με μίαν ανοχήν ±1 χιλιοστομέτρου. Εν εναντία περιπτώσει ο ζυγός είναι ελαττωματικός. Η ευπάθεια του ζυγού ελέγχεται δια του εξής τρόπου: Επί των δύο δίσκων του ζυγού τοποθετείται το ανώτατον βάρος δια το οποίον προορίζεται ούτος. Επελθούσης της καταστάσεως της ισορροπίας προστίθενται μετά μεγίστης προσοχής εις ένα εκ των δίσκων το επιτρεπόμενον κατά το ανωτέρω βάρος ανοχής, οπότε ο δείκτης ή αι ακίδες του ζυγού απαραιτήτως πρέπει να μετακινηθούν έστω και κατ’ ελάχιστον εκ της θέσεως της ισορροπίας άλλως ο ζυγός κρίνεται ελαττωματικός. 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά β)Προκειμένου περί αυτομάτων ζυγών: Μετά την εξακρίβωσιν της ορθής θέσεως του ζυγού ήτις υφίσταται εφ’ όσον ευρισκομένου του ζυγού εν καταστάσει πλήρους οριζοντιώσεως ο δείκτης αυτού έχει ένδειξιν μηδέν της οριζοντιώσεως εξακριβωμένης δια του επί του ζυγού υπάρχοντος αλφαδίου, τοποθετούμεν επί του δίσκου του ζυγού βάρος εκ των εις την διάθεσιν των εντεταλμένων οργάνων δευτερευόντων προτύπων, ίσον προς το ήμισυ του χιλιογράμμου, οπότε ο δείκτης αυτού θα πρέπει να δείξη επί του πίνακος βάρος ημίσεος χιλιογράμμου. Εν συνεχεία αφαιρούμεν το βάρος του ημίσεος και τοποθετούμεν βάρη ανά έν χιλιόγραμμον και μέχρις εξαντλήσεως της δυναμικότητος του ζυγού, οπότε και πάλιν ο δείκτης του ζυγού θα πρέπει να δεικνύη επί του πίνακος εκάστοτε τα αντίστοιχα βάρη απολύτως ή να παρεκλίνη τόσον όσον τα επιτρεπόμενα όρια ανοχής σφάλματος, άλλως ο ζυγός κρίνεται ελαττωματικός. Προς εξακρίβωσιν της ευπαθείας του ζυγού τοποθετούμεν επί του δίσκου βάρος ίσον προς ολόκληρον την δυναμικότητα του ζυγού και εν συνεχεία προσθέτομεν ηρέμως επί του δίσκου τόσον βάρος όσον το επιτρεπόμενον όριον, ανεκτού σφάλματος οπότε ο δείκτης θα πρέπει να δείξη επί του πίνακος σχετικήν απόκλισιν, άλλως ο ζυγός κρίνεται ελαττωματικός. γ)Προκειμένου περί ζυγών-Παλατζών (πλανοδίων). Τοποθετούμεν επί του εωρουμένου δίσκου βάρος εκ των εις την διάθεσιν των αρχών δευτερευόντων προτύπων ίσον προς το ήμισυ του χιλιογράμμου εν συνεχεία δε μετακινούμεν το στέλεχος το φέρον το βαρίδιον ώστε να έχωμεν σύμπτωσιν επί της ενδείξεως του βάρους το οποίον ετοποθετήσαμεν επί του δίσκου, οπότε ο ζυγός θα πρέπει να ισορροπή. Εν συνεχεία τοποθετούμεν επί του δίσκου βάρη ανά έν χιλιόγραμμον και μέχρις εξαντλήσεως της δυναμικότητος της παλάντζας και μετακινούμεν εκάστοτε το στέλεχος εις τας αντιστοίχους υποδιαιρέσεις οπότε θα πρέπει ο ζυγός εκάστοτε να ισορροπή ή να παρεκλίνη τόσον όσον το επιτρεπόμενον όριον ανεκτού σφάλματος. ΄Αλλως ο ζυγός κρίνεται ελαττωματικός. Κατ’ ανάλογον τρόπον ελέγχονται και οι προσωρινώς κυκλοφορούντες στητήρες. δ)Προκειμένου περί Πλαστίγγων και Γεφυροπλαστίγγων. Μετά την διαπίστωσιν της άνευ οιασδήποτε προσθήκης βάρους, πλήρους εξισορροπήσεως των ακίδων ενδείξεως, τοποθετούμεν επί της πλάστιγγος ή γεφυροπλάστιγγος βάρος ή βάρη ηλεγμένα (λ.χ. πλήρη δοχεία ή πλήρεις σάκκους) ίσα προς το ήμισυ της δυναμικότητος της πλάστιγγος. Εν συνεχεία τοποθετούμεν επί του εξαρτήματος, εφ’ ου τοποθετούνται τα σταθμά, τα αντίστοιχα (αναλόγως του δεκαδικού ή εκατονταδικού συστήματος της πλάστιγγος) σταθμά, οπότε η πλάστιγξ δέον να εξισορροπή τελείως ή να παρεκλίνη τόσον όσον τα επιτρεπόμενα ανεκτά όρια σφάλματος. Εν συνεχεία και προκειμένου να ελέγξωμεν την ευπάθειαν της πλάστιγγος προσθέτομεν επί των ήδη τοποθετηθέντων βαρών, βάρος ίσον προς το αντίστοιχον ανεκτόν όριον σφάλματος της πλάστιγγος οπότε η πλάστιγξ θα πρέπει να μετακινηθή εκ της θέσεως ηρεμίας. ΄Αλλως η πλάστιγξ κρίνεται ελαττωματική. Τα κατά τα ανωτέρω κρινόμενα ελαττωματικά ή ακατάλληλα ζυγιστικά όργανα δεν σφραγίζονται εφαρμοζομένων των εν άρθρ.34 της παρούσης οριζομένων. Σήμανσις οργάνων ζυγίσεως ΄Αρθρ.40.-Η απεικόνισις της σημάνσεως δέον να είναι ευδιάκριτος η δε επίθεσις αυτής δέον να γίνεται εις τα κατωτέρω οριζόμενα κατά περίπτωσιν σημεία. α)Ζυγοί αμφοτεροβαρείς επιτραπέζιοι. Επί του ζυγού και δη επί των άκρων του οποίου τη βοηθεία των σταυρών τοποθετούνται οι δίσκοι ή επί των ορειχαλκίνων ελασμάτων τοποθετουμένων επί της μετώπης του ζυγού. Επίσης ετέρα σφραγίς τίθεται επί των δίσκων. β)Ζυγοί αμφοτεροβαρείς επιτραπέζιοι έχοντες τους δίσκους εξηρτημένους εκατέρωθεν των άκρων οριζοντίου άξονος. Επί του άξονος και των δίσκων. γ)Ζυγοί αυτόματοι:Επί της μετώπης της βάσεως του ζυγού ή εις τα καθωρισμένα υπό του εργοστασίου σημεία σφραγίσεως. Εάν δε τούτο δεν είναι δυνατόν άνευ βλάβης του ζυγού τότε χορηγείται υπό του αστυνομικού οργάνου βεβαίωσις εφ’ απλού, περί της ακριβείας του ελεγχθέντος ζυγού αναγράφοντος και τα υπάρχοντα στοιχεία του ζυγού. δ)Πλάστιγγες-Γεφυροπλάστιγγες. Επί του αντιβάρου του ηριθμημένου άξονος ως επίσης και επί του εξαρτήματος εφ’ ου κατά την ζύγισιν τοποθετούνται τα σταθμά. ε)Ζυγοί τύπου Πλανοδίων. Επί του μονίμου αντιβάρου του άξονος και έτερα επί του δίσκου. ς)Ζυγοί μη ειδικώς κατονομαζόμενοι τη παρούση. Σφραγίζονται καθ’ οιονδήποτε αποτελεσματικόν τρόπον κατά την κρίσιν του αστυνομικού οργάνου, εάν δε δεν καθίσταται εφικτή η σφράγισις χορηγείται παρ’ αυτού έγγραφος πιστοποίησις, εφ’ απλού περί της ακριβείας κ.λ.π. του ελεχθέντος ζυγού. ΄Αρθρ.41.-Ζυγιστικά όργανα χρησιμοποιούμενα και μη φέροντα το σήμα της αρχικής εξελέγξεως κατάσχονται, εφαρμοζομένων των διατάξεων του Π.Δ. 524/78. Ζυγιστικόν όργανον η ακρίβεια του οποίου ήθελε διαπιστωθή κατά τον διενεγηθησόμενον περιοδικόν έλεγχον ότι ηλλοιώθη κρίνεται ως ακατάλληλον, επιτιθεμένου επ’ αυτού του ειδικού σήματος της απορρίψεως δια του ειδικού μηχα(Αντί για τη σελ. 76,31) Σελ. 76,31(α) Τεύχος 693-Σελ. 39 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 νήματος, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρ.34 της παρούσης. ΄Αρθρ.42.-Καθορίζομεν, όπως ο περιοδικός έλεγχος των υπό των επαγγελματιών χρησιμοποιουμένων δοχείων μετρήσεως υγρών διενεργήται, υπό των αρμοδίων υπηρεσιών ελέγχου ανά τριετίαν (ήτοι κατά τα έτη 1978, 1981, 1984 κ.λ.π.) επί καταβολή των ισχυόντων εκάστοτε τελών εξελέγξεως και υπό την προϋπόθεσιν ότι τα δοχεία ταύτα θα φέρωσιν απαραιτήτως την σφραγίδα της αρχικής επισημάνσεως. Κατά τα έτη της μη διενεργείας ελέγχου των εν λόγω δοχείων, αι αρμόδιαι υπηρεσίαι, υποχρεούνται, όπως κατά τον διενεργούμενον ετήσιον περιοδικόν έλεγχον, τας επιθεωρήσεις και αγορανομικούς ελέγχους των λοιπών μετρικών και σταθμικών μονάδων, ως και ζυγιστικών συσκευών, διαπιστώνωσι μακροσκοπικώς, εάν τα υπό των επαγγελματιών χρησιμοποιούμενα δοχεία μετρήσεως υγρών φέρωσιν κακώσεις, αυλακώσεις, κοιλότητας κ.λπ., οπότε εις την περίπτωσιν ταύτην, δέον ταύτα να αχρηστεύωνται. Αρχικός έλεγχος μετρητών αντλιών παροχής υγρών καυσίμων δια τροχοφόρα οχήματα ΄Αρθρ.43.-Ορίζομεν όπως, από 1ης Ιαν. 1971, αι εκ του εξωτερικού εισαγόμεναι ή εν Ελλάδι κατασκευαζόμεναι πάσης φύσεως αντλίαι παροχής υγρών καυσίμων δια τροχοφόρα οχήματα ήτοι ακαθάρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσεως, βενζίνης κοινής (REGULAR), βενζίνης SUPER, βενζίνης SUPER εν αναμίξει μετά κοινής και μίγματος, βενζίνης μετ’ ορυκτελαίου, μετά την δια των άρθρ.2629 της παρούσης προβλεπομένην έγκρισιν κυκλοφορίας των, υπόκεινται εις αρχικόν έλεγχον και επισήμανσιν. Ο αρχικός έλεγχος, όστις αποβλέπει εις την διαπίστωσιν του γεγονότος ότι, οι μετρηταί των εν τη προηγουμένη παραγράφω αντλιών υγρών καυσίμων, πληρούσι τους νομίμους όρους, θα διενεργείται παρά των αρμοδίων Κρατ. οργάνων εις τους τόπους της οριστικής εγκαταστάσεώς των, κατόπιν εντολής της Υπηρεσίας Μέτρων και Σταθμών. Ο κατά τ’ ανωτέρω αρχικός έλεγχος, θα βεβαιούται δι’επισημάνσεως δια της ήδη εν χρήσει σφραγίδος ήτις συμβολίζει το Εθνόσημον μετά του θυρεού, ή άλλης τοιαύτης οριζομένης παρά της Υπηρεσίας Μέτρων και Σταθμών. ΄Οργανα Ελέγχου ΄Αρθρ.44.-΄Οργανα ελέγχου είναι τα ήδη εις χείρας των Υπηρεσιών Ελέγχου 2 δευτερεύοντα πρότυπα δοχεία, μεγίστης ακριβείας, εξ ανοξειδώτου λαμαρίνης σχήματος κυλινδροκωνικού και χωρητικότητος των 5 λίτρων και 20 λίτρων αντιστοίχως. Σελ. 76,32(α) Τεύχος 693-Σελ. 40 Τα εν λόγω δοχεία ελέγχου εις το άνω μέρος των (λαιμός) φέρουν, δύο παράθυρα παρατηρήσεως, εκ διαμέτρου αντίθετα, εφ’ ων είναι αναγεγραμμέναι ενδείξεις αντιστοιχούσαι εις λίτρα. Επί της πλαστικής υάλου των παραθύρων παρατηρήσεως των δοχείων υφίσταται μία οριζόντιος χαραγή (γραμμή) δεικνύουσα το ύψος της στάθμης, της ονομαστικής χωρητικότητος των δοχείων, ήτοι 5 λίτρα δια το μικρόν δοχείον και τα 20 λίτρα δια το μεγάλο. Άνωθεν και κάτωθεν της οριζοντίας ταύτης χαραγής υφίσταται βαθμονόμησις με τας ενδείξεις 0,5%, 1%, 1,5%, 2% αίτινες έχουν σκοπόν όπως προσδιορίζουν, εις ποσοστόν επί τοις εκατόν, της χωρητικότητος το πλεόνασμα ή έλλειμα αντιστοίχως. Τέλος εφιστώμεν όλως ιδιαιτέρως την προσοχήν των Υπηρεσιών Ελέγχου περί της καλής μεταχειρίσεως και συντηρήσεως των δοχείων ελέγχου, ιδίως κατά την μεταφοράν των, καθ’ όσον τυχόν παραμόρφωσις ή στρέβλωσις των τοιχωμάτων των δοχείων, συνεπεία πτώσεως, κτυπήματος ή άλλης αιτίας, συνεπιφέρει ελάττωσιν της χωρητικότητός των, γεγονός το οποίον τα καθιστά ακατάλληλα δι’ ον σκοπόν προορίζονται. 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Τρόπος και διαδικασία ελέγχου ΄Αρθρ.45.-Προ της ενάρξεως του ελέγχου διαπιστούται υπό του Συνεργείου Ελέγχου α)η καλή εν γένει κατάστασις και λειτουργία των προς έλεγχον μετρητών, β)αν ο ευρισκόμενος εις το άνω μέρος του μετρητού δείκτης ροής είναι πλήρης υγρού και γ)αν ο δείκτης και επί των δύο όψεων του καντράν, του μετρητού ευρίσκεται εις την ένδειξιν 0. Εάν τα ανωτέρω έχουν καλώς, τοποθετούνται τα δοχεία ελέγχου (λιτρόμετρα) πλησίον του προς έλεγχον μετρητού και επί οριζοντίου επιπέδου και δίδεται εντολή εις τον χειριστήν του μετρητού όπως μεταγγίση εις τα δύο δοχεία ελέγχου ποσότητα υγρού καυσίμου (βενζίνη ή πετρέλαιον), εμφαινομένην εις το «καντράν» του μετρητού, ίση με την χωρητικότητα των δοχείων, ήτοι ποσότητα αντιστοίχως ίσην με 5 και 20 λίτρα. Εάν η στάθμη του εις τα δοχεία μεταγγισθέντος υγρού ανέλθη εις το ύψος της οριζοντίας χαραγής η ακρίβεια του ελεγχομένου μετρητού είναι απολύτως κανονική. Εάν η εν λόγω στάθμη ανέλθη άνω ή κάτω της χαραγής και μέχρι των ενδείξεων 0,5% η ακρίβεια του μετρητού θεωρείται και εις την περίπτωσιν ταύτην ως κανονική, καθ’όσον αύτη ευρίσκεται εντός του ανεκτού ορίου σφάλματος του μετρητού. Επίσης αν η στάθμη του υγρού υπερβή την άνω της οριζοντίας χαραγής ένδειξιν των 0,5% είναι σημείον ότι ο μετρητής δίδει υγρόν καύσιμον περισσότερον του κανονικού, επί ζημία του κατόχου του, θεωρείται όμως και εις την περίπτωσιν ταύτην η ακρίβεια του μετρητού ως κανονική. Ενταύθα υποχρέωσις του Συνεργείου είναι να υποδείξη εις τον κάτοχον του μετρητού, όπως ειδοποιήση την Εταιρείαν παρ’ ης προμηθεύεται τα υγρά καύσιμα δια την ρύθμισιν της ακριβείας του ρυθμιστού, προς αποφυγήν περαιτέρω ζημιών του κατόχου του. Εις τας άνω τρεις περιπτώσεις διαπιστώσεως της κανονικής λειτουργίας των μετρητών δύναται να χορηγείται υπό του Συνεργείου Ελέγχου εις τον πρατηριούχον σχετική πιστοποίησις, αντίγραφον της οποίας θ’ απομένη εις χείρας της Υπηρεσίας Ελέγχου. Τέλος αν η ειρημένη στάθμη είναι κάτω της υπό την οριζοντίαν χαραγήν, ενδείξεως του 0,5% συμπεραίνεται ότι ο μετρητής δίδει υγρόν καύσιμον ολιγώτερον του κανονικού (ελλειπής μέτρησις), δι’ ο και δεν χορηγείται η ανωτέρω πιστοποίησις περί της κανονικής λειτουργίας του μετρητού, αλλά τάσσεται 2ήμερος προθεσμία εντός της οποίας ο ενδιαφερόμενος πρατηριούχος δέον όπως ειδοποιήσει την Εταιρείαν παρ’ ης προμηθεύεται τα υγρά καύσιμα προς ρύθμισιν της ακριβείας του μετρητού και το Κλιμάκιον Ελέγχου προς επανέλεγχον του μετρητού. Εάν όμως ήθελε διαπιστωθή υπό του Συνεργείου Ελέγχου ότι η κατά το προηγούμενον εδάφιον ελλειπής μέτρησις είναι πλέον του 1,5% το Συνεργείον Ελέγχου ενεργεί συμφώνως προς τα οριζόμενα υπό του άρθρ. 559 της 72/77 Αγοραν. Διατάξεως ήτοι ο μετρητής περί ου η διαπίστωσις της ελλειπούς ταύτης μετρήσεως σφραγίζεται δι’ ειδικής μολυβδοσφραγίδος επί τω τέλει της μη χρησιμοποιήσεώς του μέχρι της ρυθμίσεως της ακριβείας του. Η ρύθμισις αύτη της ακριβείας ενεργείται υπό του ειδικού συνεργείου της Εταιρείας Πετρελαιοειδών παρ’ ης ο πρατηριούχος προμηθεύεται τα υγρά καύσιμα παρουσία του Συνεργείου Ελέγχου και μετά προηγουμένην αποσφράγισιν υπό τούτου του μετρητού, όστις αποδίδεται εις την κατανάλωσιν κατόπιν επανελέγχου υπό του Συνεργείου Ελέγχου, προς διαπίστωσιν της ακριβείας του. Επειδή αι τυχόν ως ανωτέρω διαπιστούμεναι κατά τον έλεγχον ελλειπείς μετρήσεις πλέον των 0,5% αποτελούν παράβασιν του άρθρ.556 της υπ’ αριθ. 72/77 Αγορ. Δ/ξεως, η οικεία Υπηρεσία Ελέγχου προέρχεται εις τα δέοντα δια την επιβολήν των νομίμων κυρώσεων κατά παντός υπευθύνου. Ωσαύτως θα χορηγείται εις τους ενδιαφερομένους πρατηριούχους η προμνησθείσα πιστοποίησις περί της κανονικής λειτουργίας των μετρητών εκείνων, δι’ ους διεπιστώθη, κατά τους ως ανωτέρω επανελέγχους η ακρίβειά των. Παραλλήλως προς τον ανωτέρω έλεγχον των μετρητών το κλιμάκιον ελέγχου δέον όπως ερευνά αν:α)διασφαλίζεται το απαραβίαστον του ρυθμιστού της ακριβείας του μετρητού δι’ ειδικής μολυβδοσφραγίδος, φερούσης τα διακριτικά στοιχεία της Εταιρείας Πετρελαιοειδών παρ’ ης ο πρατηριούχος προμηθεύεται τα υγρά καύσιμα και β)έχωσιν εφοδιασθή οι πρατηριούχοι υπο των εν λόγω Εταιρειών δια μέσων ελέγχου (λιτρομέτρων) των μετρητών των. Τυχόν μη συμμόρφωσις προς τα ανωτέρω συνιστά παράβασιν του άρθρ.557 Αγορ.Δ/ξεως και ενεργούνται αρμοδίως τα νόμιμα κατά παντός υπευθύνου. Τρόπος ελέγχου διδύμων αντλιών παροχής βενζίνης εξ αναμίξεως απλής και SUPER ΄Αρθρ.46.-Αι βενζινοαντλίαι αυταί έχουν δύο μετρητάς και δύο καταγραφικούς μηχανισμούς ως εκ τούτου έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τόσον βενζίνην απλήν όσον και βενζίνην SUPER κεχωρισμένως. Παραλλήλως προς τους δύο αυτούς καταγραφικούς μηχανισμούς αι βενζιναντλίαι αύται έχουν και τρίτον καταγραφικόν μηχανισμόν δια την ένδειξιν της μέσης τιμής εις την περίπτωσιν της παροχής μίγματος βενζίνης (απλής και SUPER) δια επιθυμητά ποσοστά απολύτως καθωρισμένα. Εις την περίπτωσιν αυτήν της παροχής μίγματος, η αναγραφομένη τιμή διαθέσεως θα είναι η μέση τιμή των παρεχομένων ποσοτήτων αναλογικώς. (Αντί για τη σελ. 76,33(β) Σελ. 76,33(γ) Τεύχος 693-Σελ. 41 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Ο έλεγχος των βενζινοαντλιών τούτων θα ενεργείται κατ’ αρχάς κεχωρισμένως δι’ έκαστον μετρητήν ήτοι με παροχήν μόνον βενζίνης απλής και μόνον βενζίνης SUPER και εν συνεχεία δι’ εκάστην αναλογίαν μίγματος με παράλληλον παρατήρησιν των αναγραφομένων τιμών κατά περίπτωσιν. Εάν τα αποτελέσματα των ελέγχων ευρίσκονται εντός των ανεκτών ορίων σφάλματος ±0,5% και αι αναγραφόμεναι τιμαί αποτελούν τον μέσον όρον των τιμών δι’ εκάστην περίπτωσιν μίγματος η αντλία είναι ακριβής και η προστασία της καταναλώσεως εξησφαλισμένη. ΄Αρθρ.47.-Εκτός του εν άρθρ.43 της παρούσης αρχικού ελέγχου, μετρηταί αντλιών παροχής υγρών καυσίμων, θα υπόκεινται εις ετήσιον περιοδικόν έλεγχον, διενεργούμενον συμφώνως προς τον εκάστοτε δι’ αποφάσεων ημών καθοριζόμενον τρόπον, προς διαπίστωσιν του γεγονότος ότι η ακρίβεια αυτών ηλλοιώθη αφ’ ης ταύτα υπέστησαν τον αρχικόν ή τελευταίον περιοδικόν έλεγχον. Και ο έλεγχος ούτος, θα βεβαιούται, δι’ ειδικού σήματος, οριζομένου εκάστοτε υπό της Υπηρεσίας Μέτρων και Σταθμών. ΄Εκτακτος έλεγχος Άρθρ.5.-Ως νόμιμα σταθμά και μέτρα μήκους, τα μέν πρώτα από 1ης Ιουνίου, τα δε δεύτερα από 1ης Απρ. 1959, ως και τα υλικά, το σχήμα και λοιποί όροι κατασκευής αυτών ορίζονται τα κάτωθι: Α΄ Σταθμά Τα εν χρήσει νόμιμα εν Ελλάδι σταθμά θα είναι αποκλειστικώς τα κάτωθι: Πεντήκοντα (50) χιλιογράμμων Είκοσι (20) “ Δέκα (10) “ Πέντε (5) “ Δύο (2) “ Ενός (1) χιλιογράμμου Πεντακοσίων (500) γραμμαρίων Διακοσίων (200) “ Εκατόν (100) “ Πεντήκοντα (50) “ Είκοσι (20) “ Δέκα (10) “ Πέντε (5) “ Δύο (2) “ Ενός (1) γραμμαρίου Πεντακοσίων (500) χιλιοστογραμμαρίων Διακοσίων (200) “ Εκατόν (100) “ Πεντήκοντα (50) “ Είκοσι (20) “ Δέκα (10) “ Πέντε (5) “ Δύο (2) “ Ενός (1) χιλιοστογραμμαρίου Τα ως άνω σταθμά διακρίνονται εις τας κάτωθι τέσσαρας σειράς: α)Σταθμά ζυγών ορειχάλκινα (σειρά ΖΟ) β)Σταθμά ζυγών χυτοσιδηρά (σειρά ΖΧ) γ) “ Πλαστίγγων Χυτοσιδηρά (σειρά ΠΧ) δ) “ Ελαφρά ακριβείας (σειρά ΕΑ) Εκάστη, των ως άνω σειρών έχει τα κάτωθι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αναφορικώς προς το υλικόν, την μορφήν, τον τρόπον κατασκευής, το βάρος αφετηρίας και τερμαρισμού της σειράς, τον τρόπον ρυθμίσεως του ακριβούς βάρους εκάστου των σταθμών, ως και τας επιτρεπομένας ανοχάς δι’ έκαστον βάρος. Αι τρείς πρώται σειραί (ΖΟ, ΖΧ και ΠΧ) κατασκευάζονται τόσον δια σταθμά Εμπορίου όσον και δια σταθμά μείζονος ακριβείας, της μεταξύ των δύο τούτων προορισμών διαφοράς, περιοριζομένης μόνον εις τον καθορισμόν των ανοχών. Η τέταρτη σειρά, αποτελούσα την μοναδικήν σειράν ελαφρών σταθμών (κάτω και του ελαφροτέρου βάρους αφετηρίας των λοιπών σειρών) λόγω ακριβώς της ελαφρότητος των βαρών της, κατασκευάζεται μόνον ως σειρά μείζονος ακριβείας. Σειρά «ΖΟ» Σταθμά ζυγών Ορειχάλκινα ΄Αρθρ.48.-Εκτός των εν άρθρ.43 και 47 της παρούσης, προβλεπομένων αρχικού και περιοδικού ελέγχου των μετρητών αντλιών παροχής υγρών καυσίμων, δύναται να ενεργήται και έκτακτος έλεγχος, εις περιπτώσεις, καθ’ ας, ήθελε θεωρηθή αναγκαίον υπό της αρμοδίας αρχής, είτε αυτεπαγγέλτως υπό των αρμοδίων Υπηρεσιών ελέγχου, είτε κατόπιν προτάσεως του Εισαγγελέως ή του Νομάρχου ή άλλης Δημοσίας Αρχής ή κατόπιν καταγγελίας ή παραπόνων. ΄Αρθρ.49.-Οσάκις, κατά τον διενεργούμενον αρχικόν, περιοδικόν και έκτακτον έλεγχον των μετρητών αντλιών παροχής υγρών καυσίμων, ήθελε διαπιστωθή ελλειπής μέτρησις, ως εν άρθρ.559 της υπ’ αριθ. 72/77 Αγορ. Δ/ξεως ορίζεται θα έχη εφαρμογήν, η δια του αυτού άρθρου, καθοριζομένη διαδικασία μέχρι της ρυθμίσεως της ακριβείας των. Αι Εταιρείαι εμπορίας πετρελαιοειδών, υποχρεούνται, όπως γνωρίσωσιν εις την Υπηρεσίαν μέτρων και Σταθμών τα στοιχεία των ειδικών συνεργείων των χρησιμοποιουμένων δια την εν τη προηγουμένη παραγράφω ρύθμισιν των μετρητών των αντλιών παροχής υγρών καυσίμων, ως κατά τον τύπον της τιθεμένης παρ’ αυτών σφραγίδος, δι’ ης εξασφαλίζεται το απαραβίαστον του ρυθμιστού της ακριβείας των ως είρηται μετρητών. ΄Αρθρ.50.-Ορίζομεν, όπως αναγράφεται υποχρεωτικώς, επί της μετώπης των μετρητών υγρών καυσίμων και βενζινοπετρελαιοαντλιών και των βυτιοΣελ. 76,34(γ) Τεύχος 693-Σελ. 42 φόρων αυτοκινήτων, ο αριθμός Πρωτ. της υπουργικής αποφάσεως, δι’ ης ενεκρίθη ή ενομιμοποιήθη η κυκλοφορία των μετρητών αυτών εν τη Χώρα, ασχέτως αν τούτο προβλέπεται ή ου υπό της αποφάσεως ταύτης. Εις ας περιπτώσεις δεν υφίσταται, δι’ ενίους μετρητάς, η ως ανωτέρω απόφασις, περί εγκρίσεως κυκλοφορίας των εν τη Χώρα και εφ’ όσον ούτοι ευρίσκονται εισέτι εν κυκλοφορία και έχουσιν υποστή τον περιοδικόν έλεγχον του παρελθόντος έτους, τούτου αποδεικνυομένου εκ του οικείου σήματος, δέον όπως επί της μετώπης των μετρητών τούτων αναγράφηται η φράσις «Νομιμοποίησις κυκλοφορίας» δια 161241/70 αποφάσεως ταύτης ενομιμοποιήθη η κυκλοφορία εν τη Χώρα απάντων, των μέχρι τέλους 1970 ευρεθέντων εν λειτουργία μετρητών βενζιναντλιών και πετρελαιοαντλιών. Υπαγωγή εις αρχικόν και περιοδικόν έλεγχον μηχανών μετρήσεως επιφανείας επανωδερμάτων ΄Αρθρ.51.-Ορίζομεν όπως από 1ης Ιουν. 1971 υπόκεινται εις αρχικόν και περιοδικόν έλεγχον αι πάσης φύσεως μηχαναί μετρήσεως της επιφανείας των επανωδερμάτων, αποτελούμεναι εφεξής εις την παρούσαν μετρικαί μηχαναί, εφ’ όσον αύται προορίζονται ή χρησιμοποιούνται δι’ εμπορικάς συναλλαγάς. Νόμιμος μονάς μετρήσεως: Το αποτέλεσμα της μετρήσεως των ανωτέρω μετρικών μηχανών θα αναφέρεται εις την νόμιμον μονάδα μετρήσεως των επιφανειών, ήτοι το τετραγωνικόν μέτρον ή το υποπολλαπλάσιόν του τετραγωνικόν δεκατόμετρον (παλάμη) και τα μέρη τούτων. Αρχικός έλεγχος: Εις τον αρχικόν έλεγχον υπόκεινται αι ως είρηται μετρικαί μηχαναί, προ της θέσεώς των το πρώτον εν κυκλοφορία εν τη Χώρα υπό την προϋπόθεσιν ότι υφίσταται προηγουμένως υπουργική απόφασις περί εγκρίσεως κυκλοφορίας των, συμφώνως προς τα οριζόμενα υπό των άρθρ.26-29 της παρούσης. Ο αρχικός ούτος έλεγχος θα ενεργήται υπό των κατά τόπους αρμοδίων υπηρεσιών ελέγχου, κατόπιν εγγράφου αιτήσεως του ενδιαφερομένου και θα βεβαιούται δια της επικολλήσεως, επί εμφανούς σημείου της μετώπης της μετρικής μηχανής, ειδικού σήματος, χρώματος κυανού, απεικονίζοντος το εθνόσημον μετά θυρεού και τας ενδείξεις «ΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΩΝ». 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Περιοδικός έλεγχος: Εκτός του κατά τα ανωτέρω αρχικού ελέγχου, αι εν λόγω μετρικαί μηχαναί υπόκεινται και εις ετήσιον περιοδικόν έλεγχον, βεβαιούμενον δια της επικολλήσεως επ’ αυτών του ειδικού σήματος του ελέγχου τούτου, κατά τα υπό των οικείων διατάξεων καθοριζόμενα. Τέλη εξελέγξεως και επισημάνσεως: Κατά τους ως ανωτέρω, αρχικόν και περιοδικόν έλεγχον καταβάλλονται, έναντι σχετικής αποδείξεως εις τα αρμόδια όργανα ελέγχου, υπό των κατόχων των μετρικών μηχανών, τα υπό των οικείων διατάξεων καθοριζόμενα τέλη εξελέγξεως των μέτρων και σταθμών. Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως: Το ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως των ειρημένων μετρικών μηχανών καθορίζεται δια της παρούσης εις 2,5% πλέον ή έλαττον. Τρόπος και διαδικασία ελέγχου της ακριβείας των μετρικών μηχανών: Ο έλεγχος της ακριβείας των μετρικών μηχανών ενεργείται, υπό των αρμοδίων οργάνων ελέγχου, δια της μετρήσεως υπό τούτων των αποσταλθησομένων εις τας περιφερειακάς Υπηρεσίας δευτερευόντων προτύπων μέτρων ελέγχου, άτινα είναι 3 κυκλικαί πλαστικαί επιφάνειαι των 30 των 72 και των 100 τετραγωνικών δεκατομέτρων (παλαμών). Εάν εκ του ελέγχου διαπιστωθή ότι το σφάλμα μετρήσεως είναι μικρότερον ή ίσον του 2,5%, αι μετρικαί μηχαναί είναι ακριβείς και κανονικαί, άλλως το συνεργείον ελέγχου προέρχεται εις την ακινητοποίησιν, δια σφραγίσεως, των μετρικών μηχανών, επί τω τέλει της μη χρησιμοποιήσεώς των μέχρι ρυθμίσεως της ακριβείας των, παραλλήλως δε θα ενεργούνται τα δέοντα δια την επιβολήν των νομίμων κυρώσεων κατά παντός υπευθύνου. Η εν λόγω ρύθμισις της ακριβείας των μετρικών μηχανών συντελείται μετά προηγουμένην αποσφράγισιν των υπό του οικείου συνεργείου ελέγχου και αποδίδονται εις επαναλειτουργίαν εφ’ όσον εκ του επανελέγχου ήθελε διαπιστωθή η ακρίβειά των. Η ανωτέρω διαδικασία κλπ. θα τηρείται επακριβώς, προκειμένου περί διαπιστώσεως της ακριβείας των ως ελέχθη μετρικών μηχανών, κατά τους διενεργουμένους αρμοδίως αρχικόν, περιοδικόν και αγορανομικόν ελέγχους. Συσκευές αμέσου ογκομετρήσεως δημητριακών ΄Αρθρ.52.-Οι συσκευές αυτές, πριν από κάθε χρήση, υπόκεινται σε αρχικό έλεγχο, ακολούθως, εφ’ όσον βρίσκονται σε κυκλοφορία, στον περιοδικόν έλεγχον που γίνεται κάθε χρόνο. Η νομιμοποίηση της κυκλοφορίας γίνεται με την επικόλληση από την αρμοδία Αρχή σε εμφανές σημείο του αμαξώματος των οικείων σημάτων του αρχικού και περιοδικού ελέγχου μέτρων και σταθμών. Τρόπος ελέγχου ΄Αρθρ.53.-Ο έλεγχος της ακριβείας μετρήσεως κάθε ογκομετρικής συσκευής γίνεται: α)Με επιμέτρηση των διαφόρων διαστάσεων κάθε διαμερίσματος. β)Με πλήρωση των διαμερισμάτων ολικώς ή μερικώς με το ίδιο είδος και ποιότητα δημητριακών και εξεύρεση του βάρους των ποσοτήτων που τοποθετήθηκαν σ’ αυτά, αφού προηγουμένως από το παράθυρο παρατηρήσεως έχει σημειωθεί η ένδειξις τούτου σε κυβικά μέτρα. Δια να είναι ακριβής η κατ’ όγκον μέτρησις των δημητριακών κάθε διαμερίσματος, πρέπει το πηλίκο της διαιρέσεως του βάρους που βρέθηκε παραπάνω δια του ειδικού βάρους του δημητριακού, να αντιστοιχή εις την ένδειξιν που σημειώθηκε σε κυβικά μέτρα του παραθύρου παρατηρήσεως, συν ή πλην το ανεκτό όριο σφάλματος μετρήσεως ±5‰, διαφορετικά η συσκευή είναι ανακριβής. Το ειδικό βάρος του δημητριακού θα ευρεθεί εις τα κατά τόπους Εργαστήρια του Γενικού Χημείου του Κράτους, ή εφ’ όσον ο έλεγχος γίνεται εις απομεμακρυσμένες περιοχές, εις τον πλησιέστερον κυλινδρόμυλον ο οποίος διαθέτει την προς τούτο συσκευήν. ΄Αρθρ.54.-Καθορίζομεν τα ανεκτά όρια σφαλμάτων των δι’ εμπορικάς συναλλαγάς προοριζομένων ή χρησιμοποιουμένων μέτρων και σταθμών ως κάτωθι: 1.Μέτρα μήκους (Ξύλινα) α/α Ονομαστικόν μήκος εις μέτρα Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως εις χιλιόμετρα 1 ή 2 ±0,5 2.Σταθμά Εμπορίου α/α Ονομαστικόν βάρος χιλιοστόγραμμον Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως χιλιοστόγραμμον 1. 1 ±0,1 2. 2 ±0,2 3. 5 ±0,25 4. 10 ±0,5 5. 20 ±0,5 6. 50 ±0,5 7. 100 ±1 8. 200 ±1 9. 500 ±1 γραμμάρια 10. 1 έως και 10 ±20 11. 20 ±30 12. 50 ±50 13. 100 ±60 14. 200 ±100 15. 500 ±250 χιλιόγραμμα 16. 1 ±400 17. 2 ±600 γραμμάρια 18. 5 ±1,25 (Μετά τη σελ. 76,34(γ) Σελ. 76,35(β) Τεύχος 693-Σελ. 43 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 19. 10 ±2,5 20. 20 ±4 21. 50 ±10 3.Δοχεία Λιανικής πωλήσεως υγρών. α/α Ονομαστικόν βάρος γραμμάρια Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως γραμμάρια 1. 50 ±1 2. 100 ±1,5 3. 200 ±2,5 4. 500 ±3,5 χιλιόγραμμον γραμμάρια 5. 1 ±5 6. 2 ±7 7. 5 ±10 8. 10 ±15 4.Αυτόματοι συσκευαί (δοχεία) α/α Ονομαστικόν βάρος χιλιόγραμμα Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως 1. 2 έως 40 ±7 έως ±45 γραμμάρια (ήτοι δια 2 χιλιόγραμμα ±7 γραμμάρια και άνω των 2 χιλιογράμμων ±1 γραμμάριον δι’ έκαστον χιλιόγραμμον πλέον του ±7). 5.Ζυγοί. 5.1.Επιτραπέζιοι αμφοτεροβαρείς και παλάντζες. α/α Δυναμικότης Ανεκτόν όριον σφάλματος χιλιόγραμμα γραμμάρια 1. 1 ±2,5 2. 2 ±3,5 3. 5 ±5,5 4. 10 ±8 5. 15 ±10 6. 20 ±12 7. 30 ±16 8. 40 ±20 5.2.Αυτόματοι και ημιαυτόματοι ζυγοί επιτραπέζιοι δαπέδου και κρεμαστοί. α/α Δυναμικότης χιλιόγραμμα Ανεκτόν όριον σφάλματος 1. Από 1 έως 2 ±2 γραμμάρια 2. Από 2 έως 12 ±2 έως ±12 γραμμάρια ήτοι 1 γραμμάριον δι’ έκαστον χιλιόγραμμον 3. Από 12 έως 20 ±12 γραμμάρια 4. Από 20 και άνω ±0,6 του γραμμαρίου δι’ έκαστον χιλιόγραμμον. Σελ. 76,36(β) Τεύχος 693-Σελ. 44 5.3.Πλάστιγγες-Γεφυροπλάστιγγες α/α Δυναμικότης χιλιόγραμμα Ανεκτόν όριον σφάλματος ΄Ανω των 50 ±0,5‰ επί του αποτελέσματος της εκάστοτε ζυγίσεως 6.Μετρηταί βενζιναντλιών πεζοδρομίου και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής υγρών καυσίμων. Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως ±5‰ επί του αποτελέσματος της εκάστοτε μετρήσεως. 7.Δοχεία διανομής πωλήσεως ακαθάρτου πετρελαίου. α/α Ονομαστική χωρητικότης Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως 5 λίτρων ±5‰ 8.Συσκευαί αμέσου ογκομετρήσεως Δημητριακών. Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως ±5‰, επί του αποτελέσματος της εκάστοτε μετρήσεως. 9.Μηχαναί μετρήσεως επιφανείας επανωδερμάτων. Ανεκτόν σφάλμα μετρήσεως ±2,5‰ επί του αποτελέσματος της εκάστοτε μετρήσεως. 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά KΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄ Τέλη αρχικής και περιοδικής εξελέγξεωςΤρόπος εισπράξεως αυτών ΄Αρθρ.55.-Καθορίζουμε τα τέλη του Αρχικού και Περιοδικού Ελέγχου των μέτρων και σταθμών και εν γένει μετρικών οργάνων που προορίζονται ή χρησιμοποιούνται για εμπορικές συναλλαγές ως κατωτέρω: α/α Είδη οργάνων Τέλη Ελέγχου (Δρχ.) Αρχικός Περιοδικός Α΄ ΟΡΓΑΝΑ ΜΕΤΡΗΣΕΩΣ ΜΗΚΟΥΣ ΚΑΙ ΒΑΡΟΥΣ 1 Μέτρα μήκους (ξύλινα ενός ή δύο μέτρων) 80 50 2 Σταθμά χάλκινα και χυτοσιδηρά (άνω των 20 γραμ.) 80 50 3 Δοχεία λιανικής πωλήσεως υγρών 80 50 4 Στατήρες-Παλάντζες 300 200 5 Ζυγοί αμφοτεροβαρείς επιτραπέζιοι 300 200 6 Αυτόματοι μετρητές γάλακτος (μέχρι 20 κλινών) 400 300 7 Αυτόματοι μετρητές ελαίου 500 400 8 Ζυγοί αυτόματοι και ημιαυτόματοι επιτραπέζιοι ή κρεμαστοί 1500 1000 9 Ζυγοί αυτόματοι δαπέδου 2000 1500 10 Πλάστιγγες κοινές δεκαδικές και επίπεδες 1500 1000 11 Πλάστιγγες κοινές εκατονταδικές 1500 1000 12 Γεφυροπλάστιγγες μέχρι 30 τόννων 6000 3000 13 Γεφυροπλάστιγγες πάνω από 30 τόννους 10000 5000 Β΄ ΟΡΓΑΝΑ ΜΕΤΡΗΣΕΩΣ ΟΓΚΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ 14 Αντλίες πεζοδρομίου παροχής υγρών καυσίμων και υγραερίου για τροχοφόρα οχήματα: α)Βενζίνης SUPER 2000 1500 β)Βενζίνης REGULAR 2000 1500 γ)Βενζίνης Αμόλυβδης 2000 1500 δ)Πετρελαίου ακαθάρτου (DIESEL) 2000 1500 ε)Βενζίνης SUPER και REGULAR ή μίγματος τούτων (Δίδυμες αντλίες) 4000 3000 στ)Βενζίνης μετά μίγματος ορυκτελαίου 2000 1500 ζ)Υγραερίου μονές (μονής παροχής 2000 1500 η)Υγραερίου διπλές (διπλής παροχής) 4000 3000 15 Αντλίες-μετρητές βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής υγρών καυσίμων 4000 3000 16 Μετρητές ροής υγρών καυσίμων 3000 2000 17 Συσκευές άμεσης ογκομέτρησης δημητριακών 3000 2000 18 Αυτόματες συσκευές μετρήσεως επανωδερμάτων 2000 1500 Απαλλάσονται της καταβολής των τελών Αρχικού και Περιοδικού Ελέγχου Μέτρων και Σταθμών το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμοι-Κοινότητες), οι Λιμενικοί Οργανισμοί και τα Λιμενικά Ταμεία. Η απόφαση αυτή ισχύει από 1.6.91. Από της ημερομηνίας αυτής η σχετική απόφαση Φ3/572/5.3.81 καταργείται. Το άρθρ.55, που είχε αντικατασταθεί από την Φ3/572/5-20 Μαρτ. 1981 ΦΕΚ Β΄ 163 αποφ. Υπ. Εμπορ. και Δημ. Τάξης, αντικαταστάθηκε ως άνω από την Φ2-278/21 Μαρτ.-18 Απρ. 1991, ΦΕΚ Β΄ 233 απόφ. Υπ. Εμπορ. και Δημ. Τάξης, η οποία και κατάργησε την Φ3/572/5-20 Μαρτ. 1981 απόφαση. Πρόσληψις εργατών ΄Αρθρ.56.-Προς τον σκοπόν της υποβοηθήσεως των συνεργείων του περιοδικού ελέγχου, εκάστη Διοίκησις Χωρ/κής ή Αστυνομική Δ/νσις δύναται να προσλαμβάνη, υπό ιδίαν της ευθύνην, ένα εργάτην επί ημερησία αποζημιώσει και μέχρι 50 συνεχή ή περιοδικά ημερομίσθια δι’ ολόκληρον την περίοδον του ελέγχου. Κατ’ εξαίρεσιν εις τας Αστυνομικάς Δ/νσεις Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, ο αριθμός των εργατών ορίζεται μέχρι 6, 4, 4 αντιστοίχως. Το έργον των εν λόγω εργατών συνίσταται αποκλειστικώς και μόνον εις την μεταφοράν και φορτοεκφόρτωσιν των δευτερευόντων προτύπων σταθμών των προοριζομένων δια τον έλεγχον των διαφόρων ζυγιστικών συσκευών των γεφυροπλαστίγγων κ.λπ., απαγορευομένης απολύτως της αναμίξεως τούτων εις τον έλεγχον και επισήμανσιν των διαφόρων οργάνων. Πάσα χρησιμοποίησις εργάτου πέραν του ως άνω κεκανονισμένου αριθμού των 50 συνολικώς ημερομισθίων ως και καταβολή μεγαλυτέρου ημερομισθίου του εκάστοτε καθορισμένου τοιούτου υπό του Υπουργείου Εργασίας δια τους ανειδικεύτους εργάτας, δεν αναγνωρίζεται. Μόνον εις εξαιρετικάς περιπτώσεις δύναται να απασχοληθή ημερομίσθιος εργάτης πέραν των 50 ημερών και μέχρι 25 επί πλέον ημέρας, εφ’ όσον προηγουμένως η ενδιαφερομένη Αρχή ζητήση και λάβη την έγκρισιν των επί πλέον 50 ημερών από την Δ/νσιν Μέτρων και Σταθμών, εξουσιοδοτημένου προς τούτο του Δ/ντού της Δ/νσεως αυτής. (Αντί για τη σελ. 76,37(ε) Σελ. 76,37(ζ) Τεύχος 1275-Σελ. 19 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Απόδοσις Λογαριασμού ΄Αρθρ.57.-Αι Υπηρεσίαι ελέγχου, εις ας διοικητικώς υπάγονται τα συνεργεία διενεργείας του περιοδικού ελέγχου, δέον όπως το πρώτον δεκαήμερον εκάστου μηνός αποστέλλουσιν εις την οικείαν Υπηρεσίαν Εμπορίου τα κάτωθι: α)΄Απαντα τα αποδεικτικά καταθέσεως εις την Ε.Τ.Ε. του προϊόντος των κατά τον προηγούμενον μήνα εισπραχθέντων τελών των μέτρων και σταθμών. β)΄Απαντα τα στελέχη των χρησιμοποιηθέντων διπλοτύπων αποτύπων αποδείξεων εισπράξεως, των τελών εξελέγξεως των μέτρων και σταθμών, ασχέτως εάν ταύτα εχρησιμοποιήθησαν ολοσχερώς ή εν μέρει. γ)Εις περίπτωσιν προσλήψεως και χρησιμοποιήσεως κατά τον έλεγχον εργάτου, εξοφλητικήν απόδειξιν τούτου περί των καταβληθέντων αυτώ ημερομισθίων μετά των μονίμων κρατήσεων και δ)Συγκεντρωτικήν κατάστασιν εις διπλούν των εξελεχθέντων κατά την διάρκειαν του λήξαντος μηνός οργάνων μετρήσεως και σταθμών. Οίκοθεν νοείται ότι το σύνολον των κατατεθέντων τελών εις την Ε.Τ.Ε. περί ων αι οικείαι αποδείξεις της Τραπέζης ταύτης ομού μετά των τυχόν εξοφλητικών αποδείξεων των ημερομισθίων των εργατών, δέον όπως ανταποκρίνεται επακριβώς προς το σύνολον των εισπραχθέντων τελών, ως ταύτα αναφέρονται εις τας διπλοτύπους αποδείξεις εισπράξεως των χρησιμοποιηθέντων διπλοτύπων στελεχών. ΄Ελεγχος Δικαιολογητικών Άρθρ.6.-Η σειρά αύτη περιλαμβάνει σταθμά βάρους από 1 γραμμαρίου (1γ) μέχρι δέκα χιλιογράμμων (10χγ). Τύποι και διαστάσεις: Δύο τύποι χρησιμοποιούνται δια την κατασκευή της σειράς ταύτης: Ο τύπος ΖΟ-1 για τα ελαφρότερα βάρη (από 1γ-200γ) και ο τύπος ΖΟ-2 δια τα βαρύτερα (από 500γ-10χγ). Η λεπτομερής διαμόρφωσις των ως άνω δύο τύπων εμφαίνεται εις τα κατώτερα σχήματα. Αι δε διαστάσεις δι’ έκαστον εκ των σταθμών της σειράς ταύτης, καθώς και αι επιτρεπόμεναι ανοχαί βάρους, δίδονται εις τον ακολουθούντα αριθμητικόν πίνακα, κεχωρισμένως δια σταθμά Εμπορίου και δια σταθμά μείζονος ακριβείας. Υλικόν Ορείχαλκος της ακολούθου συνθέσεως: 57-62% χαλκός, 0-3% μόλυβδος, υπόλοιπον ψευδάργυρος. Επιτρέπονται ελαφρόταται προσμείξεις σιδήρου, κασσιτέρου, αργυλίου, μαγγανίου, νικελίου, μολύβδου και αντιμονίου. Κατασκευή: Δια τορνεύσεως (εξαιρέσει φυσικά της βάσεως) τεμαχίων εκ κανονικώς τραβηγμένων ράβδων ορειχάλκου κυκλικής διατομής. Η βάσις δέον να έχη μηχανικώς λειανθή και στιλβωθή. Τα σταθμά δέον να είναι κατασκευασμένα εξ ενός τεμαχίου και εκ του αυτού ενιαίου υλικού. Η βάσις δέον να είναι επίπεδος. Η εξωτερική επιφάνεια δέον να είναι λεία και να μη προυσιάζη μεγάλους πόρους, οπάς, ανωμαλίας, χαραγάς, αύλακες, προεξοχάς και διακοσμήσεις. ΄Ενδειξις του Βάρους: Η ένδειξις του βάρους θα είναι χαραγμένη μηχανικώς ή δια κρούσεως και δη εις μεν τα σταθμά του τύπου ΖΟ-1 (1γ μέχρι 200γ) επί της υπό το κομβίον άνω επιφανείας του σώματος, εις δε τα σταθμά του τύπου ΖΟ-2 (500γ μέχρι 10χγ) επί του κομβίου ή επί της υπό το κομβίον άνω επιφανείας. Ειδικώς δια τα σταθμά Εμπορίου του τύπου ΖΟ-2 η ένδειξις δύναται τα τίθεται επί της παραπλεύρου κυλινδρικής επιφανείας. Το ύψος των ψηφίων και των αριθμών ενδείξεως δίδεται εις τον πίνακα. Διόρθωσις του βάρους: Η αναγκαία διόρθωσις προς επίτευξιν του ακριβούς βάρους δέον να γίνεται δια λειάνσεως της βάσεως. Επιτρέπονται επίσης μικραί διατρήσεις επί της βάσεως αίτινες δέον να πληρούνται δια βαρυτέρου μετάλλου. Αι διατρήσεις αυταί δέον πάντως να πωματίζωνται στερεώς δι’ ορειχάλκου ώστε η επιφάνεια της βάσεως να είναι ομοιογενής. (Αντί για τη σελ. 76,11) Σελ. 76,11(α) Τεύχος 693-Σελ. 19 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Σειρά «ΖΧ» Σταθμά ζυγών Χυτοσιδηρά ΄Αρθρ.58.-Αι Υπηρεσίαι Εμπορίου, προς ας αποστέλλονται τα εν άρθρ.57 της παρούσης δικαιολογητικά, προέρχονται εις ενδελεχή έλεγχον των δικαιολογητικών τούτων, επί τω τέλει της διαπιστώσεως του κανονικού των εισπραχθέντων και κατατεθέντων εις την Ε.Τ.Ε. τελών εξελέγξεως των μέτρων και σταθμών ως και των τυχών καταβληθέντων ημερομισθίων εις εργάτας. Το αποτέλεσμα του ελέγχου τούτου γνωστοποιούσιν εις την αποστέλλουσαν Υπηρεσίαν τα δικαιολογητικά ταύτα. Μετά το τέλος του ελέγχου των εν λόγω δικαιολογητικών αι Υπηρεσίαι Εμπορίου δέον όπως απαραιτήτως υποβάλλωσιν εις την Κεντρικήν Υπηρεσίαν Μέτρων και Σταθμών άπαντα τα αποδεικτικά της καταθέσεως εις Ε.Τ.Ε. του προϊόντος των τελών εξελέγξεως των μέτρων και σταθμών, ως και τας τυχόν εξοφλητικάς αποδείξεις καταβολής ημερομισθίων εις εργάτας, προς παρακολούθησιν και διαπίστωσιν ότι ο παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος τηρούμενος ειδικός λογαριασμός επιστώθη ισοτόπως. Σελ. 76,38(ζ) Τεύχος 1275-Σελ. 20 Μετά το πέρας του περιοδικού ελέγχου δέον όπως υποβάλλωσιν, αι Υπηρεσίαι Εμπορίου, εις την καθ’ ημάς Κεντρικήν Υπηρεσίαν Μέτρων και Σταθμών, συγκεντρωτικήν κατάστασιν περί του συνολικού αριθμού των κατά την διάρκειαν του περιοδικού ελέγχου εξελεγχθέντων, κατ’ είδος, μετρικών οργάνων και σταθμών, κεχωρισμένως δια τα όργανα μήκους και βάρους και δια τα όργανα όγκου και επιφανείας. ΄Αρθρ. 59.-Αι υπ’ αριθ. 4787/59 152423/65 9334/59 220031/66 13188/59 176883/67 13507/59 113015/67 13752/59 183225/68 18207/59 115282/69 21183/59 128838/69 21184/59 113756/70 28055/59 114370/70 36577/59 166338/70 42844/59 205199/71 4552/60 268513/71 15650/60 66924/72 34578/60 8660/73 155720/61 12418/75 243411/62 170024/64 191731/64 υπουργικαί αποφάσεις, καταργούνται. Διατάξεις αντίστοιχες με τις διατάξεις των αποφάσεων 10981/295/1959, 21177/577/1959, 251307/1717/1961, 114980/133/1962, 138119/1207 / 1968, 273144/1148/1971, 30898/602/1975 του Υπουρ. Εμπορίου, της Α.Δ. 58/1976, της Φ3 1217/1978 αποφάσεως των Υπ. Εμπορίου και Δημοσίας Τάξεως, καθώς και της 130/1964 Αστυνομικής διατάξεως έχουν περιληφθεί στην ανωτέρω κωδικοποίηση αποφάσεων για τα Μέτρα και Σταθμά. 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Άρθρ.7.-Η σειρά αύτη περιλαμβάνει σταθμά βάρους από πεντακοσίων γραμμαρίων (500γ) μέχρι δέκα χιλιογράμμων (10χγ). Τύπος: Η λεπτομερής διαμόρφωσις των σταθμών εμφαίνεται εις τα κατωτέρω σχήματα. Αι διαστάσεις δι’ έκαστον εκ των σταθμών της σειράς ταύτης, καθώς και αι επιτρεπόμεναι ανοχαί βάρους, δίδονται εις τον ακολουθούντα αριθμητικόν πίνακα κεχωρισμένως δια τα σταθμά εμπορίου και δια σταθμά ακριβείας, των τελευταίων περιοριζομένων εις μόνον τα δύο βαρύτερα σταθμά της σειράς (5 και 10χγ). Υλικόν: Χυτοσίδηρος. Κατασκευή: Τα σταθμά δέον να είναι κατασκευασμένα εξ ενός τεμαχίου και εκ του αυτού ενιαίου υλικού. Η βάσις δέον να είναι επίπεδος. Η εξωτερική επιφάνεια δέον να είναι λεία και να μη παρουσιάζη μεγάλους πόρους, οπάς, ανωμαλίας, χαραγάς, αυλακώσεις, προεξοχάς και διακοσμήσεις. Ο θάλαμος διορθώσεως δέον να σχηματισθή κατά το χύσιμον. Το κωνικόν στόμιον πωματισμού του θαλάμου δέον να λειανθή δια κωνικής λίμας, γωνία κώνου 15 μοιρών (1:3,8), ούτως ώστε να εξασφαλισθή επακριβώς η διάστασις της διαμέτρου δ4. Ένδειξις του βάρους: Η ένδειξις του βάρους δέον να γίνεται κατά το χύσιμον ανάγλυφος, επί της άνω επιφανείας του κομβίου ή επί της υπό το κομβίον άνω επιφανείας. Δια τα σταθμά εμπορίου ή ένδειξις δύναται να τίθεται επί της παραπλεύρου κυλινδρικής επιφανείας. Διόρθωσις του βάρους: Τα νεοκατασκευαζόμενα χυτοσιδηρά σταθμά υποβάλλονται εις την Υπηρεσίαν Ελέγχου με κενόν και ανοικτόν τον θάλαμον διορθώσεως. Η υπηρεσία ελέγχου χύνει εντός του θαλάμου το μέταλλον διορθώσεως και κλείει τον θάλαμον με το μολύβδινον πώμα το φέρον την σφραγίδα. Τύπος πώματος σφραγίσματος: Η λεπτομερής διαμόρφωσις του πώματος σφραγίσεως εμφαίνεται εις το ειδικόν σχήμα, αι δε διαστάσεις των πωμάτων των διαφόρων μεγεθών δίδονται εις τον σχετικόν αριθμητικόν πίνακα, εις ον εμφαίνονται, επίσης τα βάρη των διαφόρων πωμάτων, και τα σταθμά εις α αντιστοιχεί έκαστον εξ αυτών. Υλικόν πώματος σφραγίσεως: Μόλυβδος μετά 10% κασσιτέρου ή μόλυβδος μετά 0,5%-3% αντιμονίου. ΄Ενδειξις επί του πώματος σφραγίσεως: Η ένδειξις του αριθμού του μεγέθους του πώματος σφραγίσεως δίδεται ανάγλυφος επί της άνω επιφανείας του πώματος, ήτις είναι σφαιρική. Σελ. 76,12(α) Τεύχος 693-Σελ. 20 Σειρά «ΠΧ» Σταθμά χυτοσιδηρά πλαστίγγων Άρθρ.8.-Η σειρά αύτη περιλαμβάνει σταθμά βάρους από ημίσεος χιλιογράμμου (1/2χγ) μέχρις πενήντα χιλιογράμμων (50χγ). Τύπος: Η λεπτομερής διαμόρφωσις των σταθμών μετά των εξαρτημάτων αυτών εμφαίνεται εις τα κατωτέρω σχήματα. Αι διαστάσεις δι’ έκαστον εκ των σταθμών της σειράς ταύτης δίδονται εις τον ακολουθούντα αριθμητικόν πίνακα, καθώς και αι επιτρεπόμεναι ανοχαί βάρους, κεχωρισμένως δια τα σταθμά εμπορίου και τα σταθμά ακριβείας, των τελευταίων τούτων περιοριζομένων εις μόνον τα τέσσερα βαρύτερα σταθμά της σειράς (5χγ, 10χγ, 20χγ και 50χγ). Υλικόν: Δια το κύριον σώμα: χυτοσίδηρος. Δια το δακτύλιον λαβής και το δίχαλον στερεώσεώς του: χάλυψ. Κατασκευή: Το κύριον σώμα δέον να είναι κατασκευασμένον εξ ενιαίου χυτού τεμαχίου. Αι βάσεις και αι έδραι δέον να είναι επίπεδοι, λείαι και να μη παρουσιάζωσι πόρους, οπάς, ανωμαλίας, χαραγάς ή αυλακώσεις, προεξοχάς και διακοσμήσεις. 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά (Αντί για τη σελ. 76,13(α) Σελ. 76,13(β) Τεύχος 693-Σελ. 21 115-30 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Σελ. 76,14(β) Τεύχος 693-Σελ. 22 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Αι εντομαί υποδοχής του δακτυλίου λαβής και του διχάλου στερεώσεώς του, ως και η οπή διεισδύσεως του διχάλου δέον να είναι κανονικώς και επακριβώς διαμορφωμέναι. Ο χαλύβδινος δακτύλιος, κυκλικής διατομής, επίπεδος και κλειστός κανονικώς, κατασκευασμένος. Το χαλύβδινον δίχαλον στερεώσεώς του, ημικυκλικής διατομής, κανονικώς βυθισμένον, κεκαμμένον και σταθερώς δια χυτού μολύβδου στερεωμένον. Ένδειξις του βάρους: Η ένδειξις του βάρους δέον να γίνεται κατά το χύσιμον ανάγλυφος, επί της άνω επιφανείας, εις θέσιν εμπίπτουσαν εντός του κενού του κατακεκλιμένου δακτυλίου. Η προεξοχή των αναγλύφων ψηφίων θα είναι μικρότερα του πάχους του δακτυλίου, ώστε τα τυχόν υπερκείμενα σταθμά βασιζόμενα επί της άνω επιφανείας των υποκειμένων και επί του κατακεκλειμένου δακτυλίου αυτών, να μη εγγίζουν τα ανάγλυφα ψηφία και τα φθείρουν. Διόρθωσις του βάρους: Η αναγκαία διόρθωσις προς επίτευξιν του ακριβούς βάρους, δέον να γίνεται δι’ εκχύσεως μολύβδου εκ των κάτω οπότε συγχρόνως αγκυστρούται και το δίχαλον στερεώσεως του δακτυλίου. Ο εκχυνόμενος μόλυβδος δέον να τελειούται εις επίπεδον επιφάνειαν, καλύπτουσαν τα κεκαμένα σκέλη του διχάλου. Η σφραγίς του ελέγχου τίθεται δια κρούσεως επί της επιπέδου ταύτης επιφανείας του στερεοποιηθέντος μολύβδου. Κατά την έγχυσιν του μολύβδου ο δακτύλιος δέον να ευρίσκεται κατακεκλειμένος εν πλήρει επαφή προς την επιφάνειαν της εδράσεώς του. Εν συνεχεία παρατίθενται οι σχετικοί πίνακες 5,6,7 και 8. (Αντί για τη σελ. 76,15) Σελ. 76,15(α) Τεύχος 693-Σελ. 23 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Σελ. 76,16(α) Τεύχος 693-Σελ. 24 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά (Αντί για τη σελ. 76,17(α) Τεύχος 693-Σελ. 25 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Σελ.76,18(β) Τεύχος 693-Σελ. 26 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Σειρά «ΕΑ» Σταθμά ελαφρά ακριβείας Άρθρ.9.-Η σειρά αύτη περιλαμβάνει σταθμά βάρους από ενός μέχρι πεντακοσίων χιλιοστών του γραμμαρίου (1χσγ-500χσγ.) Τύποι και διαστάσεις: Η λεπτομερής διαμόρφωσις των σταθμών της εν λόγω σειράς εμφαίνεται εις τα κατωτέρω σχήματα, αι δε διαστάσεις δι’ έκαστον εκ των σταθμών της σειράς καθώς και αι επιτρεπόμεναι ανοχαί βάρους δίδονται εις τον ακολουθούντα αριθμητικόν πίνακα. Υλικόν: Αργίλιον, επαρκώς ανθεκτικόν εις οξείδωσιν και φθοράν εκ της χρήσεως ή νεοάργυρος. Κατασκευή: Πλακίδια με ανορθωμένην την μίαν ακμήν. Σχήμα κατόψεως, μετά την ανόρθωσιν της ακμής, ισόπλευρον τρίγωνον, ή τετράγωνον ή κανονικόν εξάγωνον. Αι ακμαί ευθύγραμμοι. Διόρθωσις δια λειάνσεως των ακμών. Ένδειξις του βάρους: Οι αριθμοί οι ενδεικνύοντες το βάρος θα χαραχθούν δια κρούσεως. (Αντί για τη σελ. 76,19(α) Σελ. 76,19(β) Τεύχος 693-Σελ. 27 Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 5.Β.β.12 Μέτρα και Σταθμά Μέτρα και Σταθμά 5.Β.β.12 Β΄ Μέτρα Μήκους
| 379 |
88. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 461 της 9/12 Ιουλ. 1971 (ΦΕΚ Α' 136) Περί ιδρύσεως Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Υπηρεσιών Χωροφυλακής. Έχοντες υπ’ όψιν τα διατάξεις: 1)Των άρθρ. 1, 2 παρ. 4 και 5, 3 παρ. 2 και 255 παρ. 1 (εδάφ. ιθ' και κ') και 2 του Ν.Δ. 3365/1955 «περί Κώδικος του Σώματος Ελληνικής Χωροφυλακής», 2)του Ν.Δ. 1/1968 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων», 3)του Ν.Δ. 4426/1964 (ΦΕΚ 208) «περί ιδρύσεως Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως» ως ετροποποιήθη δια του άρθρ. 23 του Α.Ν. 322/1968, 4)την υπ’ αριθ. 201/216/15α από 15.6.1971 πρότασιν του Αρχηγού Χωροφυλακής, και 5)την υπ’ αριθ. 391/1971 από 2.7.1971 Γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί της Δημοσίας Τάξεως Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον μόνον.-1.Ιδρύεται Διεύθυνσις Εγκληματολογικών Υπηρεσιών Χωροφυλακής, υπαγομένη εις το Αρχηγείον Χωροφυλακής, με εδαφικήν δικαιοδοσίαν προς άσκησιν της ειδικής αυτής αποστολής, την τοιαύτην του Σώματος της Χωροφυλακής και έδραν τας Αθήνας. 2.Απoστολή της Διευθύνσεως ταύτης είναι, η εποπτεία, ο έλεγχος και ο συντονισμός του ειδικού έργου απασών των Εγκληματολογικών Υπηρεσιών Χωροφυλακής, εις ην αύται υπάγονται, η επιστημονική διερεύνησις και εξιχνίασις των (Αντί της σελ. 226,45(β) Σελ. 226,45(γ) Τεύχος 509-Σελ.17 86 εγκλημάτων, η εξακρίβωσις της ταυτότητος των εγκληματιών, η οργάνωσις των εγκληματολογικών αναζητήσεων, η συγκέντρωσις και η ταξινόμησις πάντων των εγκληματικών στοιχείων σημάνσεως των εγκληματιών, η υποβοήθησις του έργου των Δικαστικών ανακριτικών και καταδιωκτικών Αρχών, η μελέτη και παρακολούθησις της εγκληματικότητος και η εισήγησις των προσφόρων μέτρων δια την πρόληψιν και δίωξιν του εγκλήματος, ως και η ειδική επαγγελματική μόρφωσις ανδρών Χωροφυλακής, εις το έργον της εγκληματολογικής επιστήμης και τέχνης. 3.Παρά τω Διευθύνσει ταύτη συνιστώνται τα κάτωθι Τμήματα: α.Διοικητικόν, β.Εξερευνήσεως, γ.ΙΝΤΕRPOL, δ.Αρχείων, ε.Καταδιωκτικών, ς.Συνοδειών, ζ.Μεθοδικοτήτων, η.Στατιστικής, θ.Δακτυλοσκοπικόν, ι.Ευρετηρίων, ια.Φωτογραφικόν, ιβ.Ποινικού Μητρώου, ιγ.Πιστοποιητικών, ιδ.Εργαστηρίων, ιε.Χημείον, ις.Τυπογραφείον, ιζ.Τηλέτυπα. 4.Δύναμις της Υπηρεσίας ταύτης καθορίζεται εις Συντ/ρχης, εις Αντ/ρχης, 2 Ταγματάρχαι, 4 Μοίραρχοι, 6 Υπομοίραρχοι, 3 Ανθυπομοίραρχοι, 5 Ανθυπασπισταί, 14 Ενωμοτάρχαι, 12 Υπενωματάρχαι, 20 Χωροφύλακες και 3 Πολιτικοί Υπάλληλοι, λαμβανομένη εκ της οργανικής δυνάμεως του Σώματος. Εις τον αυτόν επί της Δημοσίας Τάξεως Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος.
| 335 |
50. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Αριθ. Ε6/2021 της 3 Μαρτ./8 Απρ. 1983 (ΦΕΚ Β΄ 168) Συμπλήρωση της Ε6/4000/82 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου.
| 98 |
4. ΝΟΜΟΣ 2505 της 23/23 Σεπτ. 1920 Περί ακυρώσεως των από 7/13 Αυγ. 1920 επί προθεσμία γενομένων αγοραπωλησιών δελτίων παρακρατήσεως σταφιδοκάρπου. Σελ. 618(α) Τεύχος 1454 Σελ. 88 Ο Νόμος ούτος ως και οι: α)Νόμ. 2773 της 21/31 Μαΐου 1922 «περί απαγορεύσεως της επιχρίσεως των μερών, εφ’ ων αποξηραίνεται η σταφίς, δια βοείου κόπρου». β)Ν.Δ. της 29 Ιουν./5 Ιουλ. 1923 περί του τρόπου αποξηράνσεως σταφίδος εν Κρήτη. γ)Νόμ. 3188 της 8/14 Αυγ. 1924 περί κυρώσεως της από 27 Ιουν. 1924 συμβάσεως «περί αγοράς σταφιδοκάρπου δια λογαριασμόν του Ελληνικού Δημοσίου. δ)Π.Δ. της 13/24 Δεκ. 1924 «περί εισπράξεως δικαιωμάτων σταφίδος Κρήτης». ε)Νόμ. 3249 της 27 Δεκ. 1924/12 Ιαν. 1925 περί κυρώσεως του από 22 Αυγ. 1924 Ν.Δ/τος περί προσθέτου προστασίας της παραγωγής και του εξαγωγικού εμπορίου της σταφίδος. ζ)Α.Ν.4149/36 δεν ισχύουν μετά την κατωτέρω νεωτέραν νομοθεσίαν. 16.Θ.δ.3-4 Προστασία Σταφίδας-ΑΣΟ
| 280 |
Προεδρικό Διάταγμα 1990/307Καθορισµός όρων χαι προύποθέσεων για την οργάνωση και λειτουργία νεκροταφείων µικρών ζώων. Έχοντας υπόφη: αποφασίζει: 1.Την έγκριση σύναφης εχ µέρους της ΔΕΗ µακροπρόθεσµου δανείου σε συνάλλαγµα ύψους µέχρι του ποσού των Τ Π 150 εκατοµ., µε χκοινοπραξία αλλοδαπών Τραπεζών και συντονίστρια Τράπεζα την ΤΗΕ ΞΉΜΙΤΟΜΟ ΒΑΝΚ., ΜΙΤΕΠ για την κάλυψη µέρους των δαπανών του επενδυτικού της προγράµµατος έτους 1990, µε τους βασικούς όρους που αναφέρονται στην Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος αριθ. 1788/ 17.8.90 και µε τους λοιπούς που θα συµφωνήσουν µεταξύ τους τα µέρη: 2.Την εξουσιοδότηση του Υπουργου Οικονοµικών να διαβεβαιωσει τις δανείστριες Τράπεζες εκ µέρους του Ελληνικού Δηµοσίου µε επιστολή του προς αυτές, που θα δηµοσιευθεί στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, ότι δε θα ληφθούν κυβερνητικά ή άλλα µέτρα µε τα οποία θα χειροτερεύει η οικονοµική θέση της ΔΕΗ και θα παρακωλύεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που θα απορρέουν από τη σχετική δανειακή σύµβαση. Η Πράξη αυτή να δημοσιευθει στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Πρόεδρος Οι Αντιπρόεδροι Τα µέλη .Ακριβές αντίγραφο Ο Γραµµατέας του Υπουργικού Συµβουλίου ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ
| 112 |
27. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 515 της 4/5 Οκτ. 1989 (ΦΕΚ. Α΄ 219) Τροποποίηση, συμπλήρωση και κατάργηση άρθρων του πρώτου βιβλίου του Π.Δ. 696/74 Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξιν μελετών κ.λπ.(ΦΕΚ Α΄ 301). Έχοντας υπόψη: 1)Τις διατάξεις του άρθρ. 59 του από 17.7/16.8.1923 Ν.Δ/τος περί σχεδίου πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών (ΦΕΚ 228), όπως ισχύουν κατόπιν του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 2726/1953 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του άρθρ. 59 του από 17.7/16.8.1923 Ν.Δ/τος κ.λπ. (ΦΕΚ 325). 2)Την αριθ. 283/10.8.89 γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων. 3)Την αριθ. 624/1989 γνωμοδότηση του Συμβουλίου Επικρατείας, μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, αποφασίζουμε: Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 2 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.10.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 13 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρ. 13 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.11.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 14 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρ. 14 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). (Αντί για τη σελ. 180,501(α) Σελ. 180,501(β) Τεύχος 1161-Σελ. 107 Αμοιβές Μηχανικών 23.Γ.γ.25-27 Άρθρ.12.-(Αντικαθίσταται ο υπότιτλος και η παρ. 1 του άρθρ. 15 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.13.(Προστίθεται άρθρ. 15α στο Π.Δ. 696/88 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.14.-(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 16 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.15.-(Αντικαθίστανται ο υπότιτλος και οι παρ. 1 και 2 του άρθρ. 20 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.16.-1.(Αντικαθίσταται ο τύπος της αμοιβής Α της παρ. 1 του άρθρ. 25 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Αντικαθίσταται η περίπτ. β΄ της παρ. 1 του άρθρ. 25 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 3.(Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρ. 25 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 4.(Αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρ. 25 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.17.-(Προστίθεται παρ. 4 στο άρθρ. 26 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.18.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 32 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.2.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 3 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.19.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 33 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Προστίθεται παρ. 5 στο άρθρ. 33 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.20.-(Προστίθεται παρ. 5 στο άρθρ. 34 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.21.-(Προστίθεται παρ. 3 στο άρθρ. 35 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.22.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 36 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Σελ. 180,502(β) Τεύχος 1161-Σελ. 108 Άρθρ.23.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 38 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.24.-(Προστίθεται παρ. 3 στο άρθρ. 40 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.25.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 41 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.26.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 43 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.27.-1.(Αντικαθίστανται οι παρ. 3 και 4 του άρθρ. 44 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Προστίθενται παρ. 5, 6, 7 και 8 στο άρθρ. 44 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.3.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 4 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13) και μεταφέρεται αυτό από το Τμήμα Β΄ στο Τμήμα Α΄ του Πρώτου Βιβλίου). Άρθρ.28.-(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 45 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.29.-(Καταργείται η παρ. 2 του άρθρ. 46 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.30.-1.(Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρ. 47 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Καταργείται η παρ. 5 του άρθρ. 47 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.31.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 48 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Προστίθεται παρ. 2 στο άρθρ. 48 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.32.-(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 49 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.33.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 58 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.34.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 64 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 23.Γ.γ.27 Αμοιβές Μηχανικών Άρθρ.35.-1.(Αντικαθίστανται οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρ. 65 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρ. 65 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.36.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 66 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.4.-1.(Προστίθεται εδάφιο στο τέλος της παρ. 1 του άρθρ. 5 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρ. 5 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.37.-1.(Αντικαθίστανται οι περιπτ. ια΄ και ιδ΄ της παρ. 2 του άρθρ. 68 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Προστίθεται περίπτ. ιε΄ στο τέλος της παρ. 2 του άρθρ. 68 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.38.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 70 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.39.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 74 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.40.-(Τροποποιείται η παρ. 2 του άρθρ. 80 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.41.-1.(Τροποποιείται η παρ. 2 του άρθρ. 82 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Τροποποιείται το εδάφ. δ΄ της παρ. 3 του άρθρ. 82 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 3.(Τροποποιείται η παρ. 4 του άρθρ. 82 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.42.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 83 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ αριθ. 13). 2.(Αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρ. 83 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 3-4.(Προστίθενται παρ. 15 και 16 στο άρθρ. 83 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.43.-(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 85 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.44.-(Αντικαθίσταται εδάφ. ιβ΄ της παρ. 2 του άρθρ. 86 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.45.-(Τροποποιείται το άρθρ. 88 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ.αριθ. 13). Άρθρ.46.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 92 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.5.-(Προστίθεται παρ. 10 και 11 στο τέλος του άρθρ. 8 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.47.-(Τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρ. 98 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.48.-(Τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρ. 99 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.49.-1.(Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρ. 100 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Τροποποιείται η παρ. 4 του άρθρ. 100 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 3.(Προστίθεται παρ. 5 στο άρθρ. 100 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.50.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 101 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.51.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 103 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.52.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 104 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). 2.(Το εδάφ. β΄ της παρ. 2 του άρθρ. 104 του Π.δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13 αριθμείται ως παρ. 3 και αντικαθίσταται). 3.(Αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρ. 104 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13 όπως αυτή είχε τροποποιηθεί και συμπληρωθεί από την παρ. 1 του άρθρου μόνου του Π.Δ. 99/4-7 Φεβρ. 1978, ΦΕΚ Α΄ 20). Άρθρ.53.-Οι αμοιβές μελέτης και εφαρμογής του χρονικού προγραμματισμού και η διοίκηση του έργου καθορίζονται με Υπουργική απόφαση αφού καθορισθούν οι προδιαγραφές με Υπουργική απόφαση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρ. 21 του Νόμ. 1418/1984 ΦΕΚ 23). Οι αμοιβές αυτές καθορίζονται κατά ανώτατο όριο με τον τύπο του άρθρ. 2 και με συντελεστές κ και μ της κατηγορίας ΙΙΙ των μηχανολογικών εγκαταστάσεων του άρθρ. 42 του παρόντος (Αντί για τη σελ. 180,503) Σελ. 180,503(α) Τεύχος 1100-Σελ. 43 Αμοιβές Μηχανικών 23.Γ.γ.27 (κ = 2, 30 μ = 45,00) μελέτη–επίβλεψη). Προϋπολογισμός για τις αμοιβές μελέτης και εφαρμογής του χρονικού προγραμματισμού λαμβάνεται κατά ανώτατο όριο το 20% του πραγματικού προϋπολογισμού του έργου, ενώ για τη διοίκηση λαμβάνεται κατά ανώτατο όριο το 70% του πραγματικού προϋπολογισμού του έργου. Μεταβατικές διατάξεις Άρθρ.54.-Οι διατάξεις του παρόντος δ/τος έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις ανάθεσης εκπόνησης μελετών που θα καταρτισθούν μετά την πάροδο δύο μηνών από τη δημοσίευση του δ/τος αυτού στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι προγενέστερες συμβάσεις εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες γι’ αυτές διατάξεις μέχρι την πλήρη εκκαθάρισή τους. Άρθρ.6.-(Αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρ. 9 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.7.-(Προστίθενται άρθρ. 9 και 9β στο Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.8.-(Αντικαθίστανται ο υπότιτλος και οι παρ. 1 και 2 του άρθρ. 10 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13). Άρθρ.9.-(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 11 του Π.Δ. 696/8-8 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Α΄ 301, ανωτ. αριθ. 13).
| 387 |
14. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 347 της 8/18 Μαΐου 1971(ΦΕΚ Α΄ 97) Περί των παρά Περιφερειακαίς Υπηρεσίαις του Υπουργείου Γεωργίας Συμβουλίων. Βλ. ήδη άρθρ. 223-225 Π.Δ. 433/1944 (ανωτ. σελ. 32,199 και 32,200). Σελ. 164(β) Τεύχος 637-Σελ.130 16.Α.ν.10-14 Περιφερειακές Υπηρεσίες Υπουργείου Γεωργίας
| 142 |
39. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Αριθ. 2018667/2225/0022 της 28/29 Μαρτ. 1990 (ΦΕΚ Β΄ 208) Λειτουργία συλλογικών οργάνων του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ .Ε.) και αποζημίωση μελών αυτών.
| 108 |
3. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ, ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Αριθ. Λ7/7-2/2 της 11/15 Δεκ. 1972 (ΦΕΚ Β΄ 1097) Περί Οργανώσεως των παρά τη Νομαρχία Αττικής και τοις Διαμερίσμασιν αυτής Υπηρεσιών, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου). Έχοντες υπ’ όψιν: 1.Τας διατάξεις του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 1147/1972 «περί διοικήσεως της Μείζονος Πρωτευούσης». 2.Την υπ’ αριθ. 11300 / Δ / 5.7.1972 απόφασιν του Πρωθυπουργού «περί προσδιορισμού των αρμοδιοτήτων του παρά τω Υπουργείω Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πολιτικής Υπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, των Υφυπουργών κλπ.» (ΦΕΚ 473/Β/1972). 3.Την υπ’ αριθ. 951/1972 σύμφωνον γνωμοδότησιν του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Υπηρεσιών, αποφασίζομεν: Γενική Διάταξις Άρθρ.1.-Τα της οργανώσεως των παρά τη Νομαρχία Αττικής και τοις Διαμερίσμασιν αυτής Υπηρεσιών αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (τομέως Εμπορίου) καθορίζονται κατά τα εν τοις επομένοις άρθροις οριζόμενα. Υπηρεσίαι παρά τη Νομαρχία Αττικής αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου) Άρθρ.10.-Αι θέσεις των υπαλλήλων της Νομαρχίας Αττικής και των Διαμερισμάτων αυτής, ως αύται διαμορφούνται εν άρθρ. 8 της παρούσης, κατανέμονται μεταξύ των Υπηρεσιών τούτων, κατά Κατηγορίας, Κλάδους και βαθμούς ως εις τον επόμενον πίνακα εμφαίνεται: Υπηρεσίαι Διαμερίσματα Θέσεις Νομαρχία Αττικής Αθηνών Πειραιώς Δυτικής Αττικής Ανατολικής Αττικής Σύνολον Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Κλάδου Α1 Διοικητικών επί βαθμοίς 3ω-2ω 1 1 1 1 - 4 ΄΄ ΄΄ 5ω-4ω 3 5 6 4 1 19 ΄΄ ΄΄ 8ω-6ω 3 14 9 5 2 33 Κλάδου Α/3 Χημικών: επί βαθμοίς 5ω-4ω - 1 1 1 - 3 ‘’ ‘’ 7ω-6ω - 1 1 1 1 4 Κλάδου Α/6 Ειδικών Μέτρων και Σταθμών: Επί βαθμοίς 5ω-4ω 1 - - - - 1 (Μετά την σελ. 216,14) Σελ. 216,15 Τεύχος 482-Σελ. 25 Νομαρχίες Αττικής 2.Γ.η.3 Β΄ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Κλάδου Β1 Διοικητικών: Επί βαθμοίς 5ω ή 4ω 1 1 3 1 2 8 Επί βαθμοίς 11ω6ω 18 39 31 18 9 115 Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Κλάδου Κλητήρων: Επί βαθμοίς 13ω9ω 1 2 1 1 1 6 Σ ύ ν ο λ ο ν 28 64 53 32 16 193 Άρθρ.11.-Δια την κατά το προηγούμενον άρθρον οργανικήν σύνθεσιν των Υπηρεσιών της Νομαρχίας και των Διαμερισμάτων αυτής, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου), μεταφέρονται θέσεις εκ της Κεντρικής Υπηρεσίας και εκ των καταργουμένων Υπηρεσιών περιοχής τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και εκ των Τμημάτων Νομαρχιών Αττικής και Πειραιώς ως ακολούθως: Εκ της Κεντρικής Υπηρεσίας. Α΄ Κατηγορίας: Κλάδου Α/1 Διοικητικών επί βαθμοίς 3ω-2ω θέσις 1 ‘’ ‘’ 5ω-4ω θέσεις 10 Κλάδου Α/3 Χημικών: επί βαθμοίς 5ω-4ω θέσεις 2 Β΄ Κατηγορίας: Κλάδου Β1 Διοικητικών: επί βαθμοίς 5ω-4ω θέσεις 4 ‘’ ‘’ 11ω-6ω θέσεις 4 Εκ των καταργουμένων Υπηρεσιών Περιοχής τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και εκ των Τμημάτων Νομαρχιών Αττικής και Πειραιώς. Α΄ Κατηγορίας: Κλάδου Α/1 Διοικητικών: επί βαθμοίς 3ω-2ω θέσεις 3 ‘’ ‘’ 5ω-4ω ‘’ 9 ‘’ ‘’ 8ω-6ω ‘’ 33 Κλάδου Α/3 Χημικών: επί βαθμοίς 5ω-4ω θέσις 1 ‘’ ‘’ 7ω-6ω θέσεις 4 Κλάδου Α/6 Ειδικών Μέτρων και Σταθμών: επί βαθμοίς 5ω-4ω θέσις 1 Β΄ Κατηγορίας Κλάδου Β/1 Διοικητικών: επί βαθμοίς 5ω ή 4ω θέσεις 4 ‘’ ‘’ 11ω ή 6ω ‘’ 111 Γ΄ Κατηγορίας: Κλάδου Κλητήρων: επί βαθμοίς 13ω-9ω θέσεις 6 Σελ. 216,16 Τεύχος 482-Σελ. 26 Προϊστάμενοι Άρθρ.12.-1.Εκάστης των Διευθύνσεων Εμπορίου προΐσταται υπάλληλος επί βαθμώ 2ω ή 3ω του Κλάδου Α1 Διοικητικών. 2.Εκάστου των Τμημάτων Εμπορίου προΐσταται υπάλληλος επί βαθμώ 4ω ή 5ω Κλάδου Α1 Διοικητικών. 3.Εκάστου των Τμημάτων Τεχνικού Ελέγχου των παρά τοις Διαμερίσμασι Αθηνών, Πειραιώς και Δυτικής Αττικής Διευθύνσεων Εμπορίου προΐσταται υπάλληλος επί βαθμώ 4ω ή 5ω του Κλάδου Α3 Χημικών. 4.Του Τμήματος Μέτρων και Σταθμών της παρά τη Νομαρχία Αττικής Διευθύνσεως Εμπορίου προΐσταται υπάλληλος επί βαθμώ 4ω ή 5ω του Κλάδου Ειδικών Μέτρων και Σταθμών. 5. Εκάστου των Γραφείων Κεντρικής Λαχαναγοράς και Ιχθυόσκαλας (Κερατσινίου) του Τμήματος Αγορανομίας της παρά τω Διαμερίσματι Πειραιώς Διευθύνσεως Εμπορίου προΐσταται υπάλληλος επί βαθμώ 4ω ή 5ω του Κλάδου Β1 Διοικητικών. Αναπλήρωσις Άρθρ.13.-Εν ελλείψει, απουσία ή κωλύματι του προϊσταμένου απασών των δια της παρούσης συνιστωμένων παρά τη Νομαρχία Αττικής και τοις Διαμερίσμασι ταύτης Υπηρεσιών Εμπορίου προΐσταται ο αρχαιότερος κατά βαθμόν του ιδίου Κλάδου υπάλληλος. Άρθρ.14-Πάσα γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις της παρούσης ή άλλως ρυθμίζουσα τα υπ’ αυτής διεπόμενα θέματα καταργείται. Άρθρ.15.-Η έναρξις της ισχύος της παρούσης θέλει καθορισθή δια Β.Δ/τος κατά τας διατάξεις του άρθρ. 12 του Ν.Δ. 1147/1972. 2.Γ.η.3 Νομαρχίες Αττικής Άρθρ.2.-Αι κατά το άρθρ. 1 Υπηρεσίαι της Νομαρχίας Αττικής συγκροτούνται εκ της Διευθύνσεως Εμπορίου διαιρουμένης, εις τα Τμήματα: α)Προμηθειών, β) Εσωτερικού Εμπορίου, γ) Αγορανομίας και δ) Μέτρων και Σταθμών. Αρμοδιότητες της Διευθύνσεως Εμπορίου Νομαρχίας Άρθρ.3.-1.Εις την αρμοδιότητα της κατά το άρθρ. 2 Διευθύνσεως Εμπορίου ανήκει: α)Η μετά γνωμοδότησιν της Αγορανομικής Επιτροπής έκδοσις Αγορανομικών διατάξεων, β) η έκδοσις Δελτίων Τιμών, γ) η εισήγησις εις τον (Μετά την σελ. 216,10) Σελ. 216,11 Τεύχος 482-Σελ. 21 Νομαρχίες Αττικής 2.Γ.η.3 Νομάρχην μέτρων δια την υπό των Διαμερισμάτων ομοιόμορφον εφαρμογήν των κειμένων Αγορανομικών Διατάξεων και Δελτίων Τιμών και την άσκησιν του Αγορανομικού εν γένει ελέγχου, δ) η προπαρασκευή του έργου της Αγορανομικής Επιτροπής Αττικής, ε) η παροχή οδηγιών και τεχνικών υπηρεσιών εις τα Διαμερίσματα δια την παρ’ αυτών εφαρμογήν των κειμένων διατάξεων των αναφερομένων εις το μετρικόν σύστημα, ς) η μέριμνα δια την ανάδειξιν χορηγητών τροφίμων, πετρελαιοειδών και υπηρεσιών δια το Δημόσιον, Ιδρύματα και ΝΠΔΔ και ζ) η άσκησις εποπτείας επί των Νομικών Προσώπων και Οργανισμών αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου) ων η κατά τόπον αρμοδιότης εκτείνεται εις πλείονα του ενός Διαμερίσματα. ΙΙ.Τα αντικείμενα αρμοδιότητος της Διευθύνσεως ταύτης κατανέμονται κατά τμήματα, ως ακολούθως: 1.Τμήμα Προμηθειών, εις την αρμοδιότητα τούτου ανήκουν: α)Η ανάδειξις χορηγητών τροφίμων δι’ Ιδρύματα του Δημοσίου και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. β)Η ανάδειξις χορηγητών πετρελαιοειδών δια το Δημόσιον και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και γ)Η ανάδειξις μειοδοτών παροχής υπηρεσιών εις τα ιδρύματα του Δημοσίου και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. 2.Τμήμα Εσωτερικού Εμπορίου, εις την αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν: α)Η κατά τας κειμένας διατάξεις έγκρισις αποφάσεων, κανονισμών, Οργανισμών, προγραμμάτων, συστάσεως Επιτροπών και λοιπών πράξεων των Νομικών Προσώπων και Οργανισμών εποπτευομένων υπό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου), ων η κατά τόπον αρμοδιότης εκτείνεται εις πλείονα του ενός Διαμερίσματα. β)Η άσκησις εποπτείας επί των ΕπαγγελματικώνΕργοδοτικών Ενώσεων και Σωματείων, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου), ων η κατά τόπον αρμοδιότης εκτείνεται εις πλείονα του ενός Διαμερίσματα. γ)Η έκδοσις αποφάσεως περί συστάσεως, διαλύσεως και καθορισμού τρόπου λειτουργίας των Λαϊκών Αγορών εν τη περιφερεία του Νομού και δ)Η παρακολούθησις της εφαρμογής υπό των Διαμερισμάτων των σχετικών με την χορήγησιν κρατικών εφοδίων κειμένων διατάξεων. 3.Τμήμα Αγορανομίας, εις την αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν: α)Η μετά γνωμοδότησιν της Αγορανομικής Επιτροπής έκδοσις Αγορανομικών διατάξεων. β)Η έκδοσις Δελτίων Τιμών. γ)Η παρακολούθησις των υπό των Διαμερισμάτων ασκουμένων καθηκόντων αρμοδιότητος των Γενικών Διευθύνσεων Αγορανομίας και Τεχνικής. Σελ. 216,12 Τεύχος 482-Σελ. 22 δ)Η παροχή σχετικών οδηγιών και κατευθύνσεων. ε)Η παρακολούθησις της εξελίξεως των τιμών και της επαρκείας των ειδών εν τη περιφερεία του Νομού. ς)Η συγκέντρωσις και τήρησις στοιχείων αναφερομένων εις το ασκούμενον υπό των Διαμερισμάτων Αγορανομικόν έργον και ζ)Η προπαρασκευή του έργου της Αγορανομικής Επιτροπής. 4.Τμήμα Μέτρων και Σταθμών, εις την αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν: α)Η παρακολούθησις της εφαρμογής υπό των Διαμερισμάτων των κειμένων διατάξεων των αναφερομένων εις το μετρικόν σύστημα, τον εν συνεργασία μετά των οικείων Αστυνομικών Αρχών έλεγχον της νομιμότητος των κυκλοφορούντων μετρικών οργάνων και σταθμικών μονάδων, την εξακρίβωσιν της τηρήσεως των περί σημάνσεως διατυπώσεων, την τήρησιν μητρώου των χρησιμοποιούντων όργανα μετρήσεων επαγγελματιών και την διενέργειαν του αρχικού ελέγχου επί των υπό των επιχειρήσεων κατασκευαζομένων οργάνων μετρήσεως ως και του ετησίου περιοδικού τοιούτου. β)Η φύλαξις και η συντήρησις των δευτερευόντων προτύπων μέτρων και σταθμών και γ)Η εις τας αρμοδίας Υπηρεσίας των Διαμερισμάτων παροχή υπηρεσιών επί τεχνικής φύσεως θεμάτων. Άρθρ.4.-Παρ’ εκάστω των Διαμερισμάτων Αθηνών, Πειραιώς και Δυτικής Αττικής, συνιστάται Διεύθυνσις Εμπορίου, παρά δε τω Διαμερίσματι Ανατολικής Αττικής, συνιστάται Τμήμα Εμπορίου. Αι συνιστώμεναι Διευθύνσεις και το Τμήμα ασκούν τας εν τοις άρθρ. 5-8 καθοριζομένας, αντιστοίχως, αρμοδιότητας. 2.Γ.η.3 Νομαρχίες Αττικής Διεύθυνσις Εμπορίου Διαμερίσματος Αθηνών Άρθρ.5.-Η παρά τω Διαμερίσματι Αθηνών Διεύθυνσις Εμπορίου διαρθρούται εις τα κάτωθι τμήματα: 1.Τμήμα Εξωτερικού Εμπορίου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας εισαγωγάς και εξαγωγάς ως και η παρακολούθησις της εφαρμογής της περί συναλλάγματος Νομοθεσίας καθ’ ο μέρος αύτη αναφέρεται εις τας υποχρεώσεις των εισαγωγέων και εξαγωγέων. 2.Τμήμα Εσωτερικού Εμπορίου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν η άσκησις εποπτείας επί των Επαγγελματικών Εργοδοτικών Σωματείων, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου), ων η κατά τόπον αρμοδιότης περιορίζεται εντός της περιφερείας του Διαμερίσματος, η κατά τας κειμένας διατάξεις έκδοσις αδειών ασκήσεως επαγγελμάτων, εφ’ ων υφίσταται αρμοδιότης του ιδίου Υπουργείου, η χορήγησις αδείας δια την οργάνωσιν εκθέσεων εξαιρέσει των Διεθνών τοιούτων, η άσκησις απασών των αρμοδιοτήτων των αφορωσών εις τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και η έκδοσις διατακτικών χορηγήσεως Κρατικών εφοδίων εις διαφόρους δικαιούχους ως και η βεβαίωσις της αξίας τούτων εις το Δημόσιον Ταμείον. 3.Τμήμα Αγορανομίας: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν άπασαι αι αρμοδιότητες της Γενικής Διευθύνσεως Αγορανομίας εξαιρέσει των δια Β.Δ/των διατηρουμένων υπέρ του Νομάρχου Αττικής. 4.Τμήμα Εμπορικών Ανωνύμων Εταιρειών: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας Εμπορικάς Ανωνύμους Εταιρείας και τοιαύτας Περιωρισμένης Ευθύνης. 5.Τμήμα Βιομηχανικών και Λοιπών Ανωνύμων Εταιρειών: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας Βιομηχανικάς Ανωνύμους Εταιρείας και τοιαύτας Περιωρισμένης Ευθύνης ως και τα αναφερόμενα τοιαύτα εις τας λοιπάς Ανωνύμους ή Περιωρισμένης Ευθύνης Εταιρείας, τας μη υπαγομένας εις τας Εμπορικάς ή Βιομηχανικάς τοιαύτας. 6.Τμήμα Τεχνικού Ελέγχου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν, η διενέργεια δειγματοληψιών και τεχνικών ελέγχων προς διακρίβωσιν της τηρήσεως των περί προστασίας της καταναλώσεως ισχυουσών διατάξεων, η παρακολούθησις των διαφόρων Βιομηχανιών και Βιοτεχνιών, εφ’ ων υφίσταται αρμοδιότης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου) προς διαπίστωσιν της τηρήσεως των περί τούτων ισχυουσών ειδικών διατάξεων, εν συνεργασία μετά των οικείων Αστυ νομικών Αρχών, έλεγχος της νομιμότητος των κυκλοφορούντων μετρικών οργάνων και σταθμικών μονάδων, η εξακρίβωσις της τηρήσεως των περί σημάνσεως διατυπώσεων, η τήρησις μητρώου των χρησιμοποιούντων όργανα μετρήσεων Επαγγελματιών, η διενέργεια αρχικού ελέγχου των υπό των επιχειρήσεων κατασκευαζομένων οργάνων μετρήσεως ως και του ετησίου περιοδικού τοιούτου και η παρακολούθησις της εφαρμογής των κειμένων διατάξεων των αναφερομένων εις το μετρικόν σύστημα. Διεύθυνσις Εμπορίου Διαμερίσματος Πειραιώς Άρθρ.6.-Η παρά τω Διαμερίσματι Πειραιώς Διεύθυνσις Εμπορίου, διαρθρούται εις τα κάτωθι Τμήματα: 1.Τμήμα Εξωτερικού Εμπορίου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας εισαγωγάς και εξαγωγάς ως και η παρακολούθησις της εφαρμογής της περί συναλλάγματος Νομοθεσίας καθ’ ο μέρος αύτη αναφέρεται εις τας υποχρεώσεις των εισαγωγέων και εξαγωγέων. 2.Τμήμα Εσωτερικού Εμπορίου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν η άσκησις εποπτείας επί των Επαγγελματικών-Εργοδοτικών Σωματείων, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου), ων η κατά τόπον αρμοδιότης περιορίζεται εντός της περιφερείας του Διαμερίσματος, η κατά τας κειμένας διατάξεις έκδοσις αδειών ασκήσεως επαγγελμάτων, εφ’ ων υφίσταται αρμοδιότης του ιδίου Υπουργείου, η χορήγησις αδείας δια την οργάνωσιν εκθέσεων εξαιρέσει των Διεθνών τοιούτων, η άσκησις απασών των αρμοδιοτήτων των αφορωσών εις τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και η έκδοσις διατακτικών χορηγήσεως Κρατικών εφοδίων εις διαφόρους δικαιούχους ως και η βεβαίωσις της αξίας τούτων εις το Δημόσιον Ταμείον. 3.Τμήμα Αγορανομίας: Εις το Τμήμα τούτο ανήκουν αι αντίστοιχοι αρμοδιότητες προς τας καθοριζομένας δια το Τμήμα Αγορανομίας Διευθύνσεως Εμπορίου Διαμερίσματος Αθηνών. Πέραν των ως άνω αρμοδιοτήτων εις το ανωτέρω Τμήμα ανήκουν και αι αρμοδιότητες της αγορανομικής παρακολουθήσεως της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών και Ιχθυοσκάλας Πειραιώς, κατανεμόμεναι εις δύο Γραφεία ως κάτωθι: α)Γραφείον Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, εις την αρμοδιότητα του οποίου ανήκει, η αγορανομική παρακολούθησις των εισκομιζομένων εις την Κεντρικήν Λαχαναγοράν Αθηνών οπωροκηπευτικών, πτηνοτροφικών, κτηνοτροφικών και λοιπών προϊόντων ως και η τήρησις στατιστικών στοιχείων. β)Γραφείον Ιχθυοσκάλας (Κερατσινίου), εις την αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η αγορανομική παρακολούθησις των εις την Ιχθυοσκάλαν κομιζομένων αλιευμάτων και η τήρησις στατιστικών στοιχείων. (Μετά τη σελ. 216,12) Σελ. 216,13 Τεύχος 482-Σελ. 23 Νομαρχίες Αττικής 2.Γ.η.3 4.Τμήμα Ανωνύμων Εταιρειών: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας Εμπορικάς Βιομηχανικάς και λοιπάς Ανωνύμους Εταιρείας και τοιαύτας Περιωρισμένης Ευθύνης. 5.Τμήμα Τεχνικού Ελέγχου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν, η διενέργεια δειγματοληψιών και τεχνικών ελέγχων προς διακρίβωσιν της τηρήσεως των περί προστασίας της καταναλώσεως ισχυουσών διατάξεων, η παρακολούθησις των διαφόρων Βιομηχανιών και Βιοτεχνιών, εφ’ όσον υφίσταται αρμοδιότης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου) προς διαπίστωσιν της τηρήσεως των περί τούτων ισχυουσών ειδικών διατάξεων, ο εν συνεργασία μετά των οικείων Αστυνομικών Αρχών, έλεγχος της νομιμότητος των κυκλοφορούντων μετρικών οργάνων και σταθμικών μονάδων, η εξακρίβωσις της τηρήσεως των περί σημάνσεως διατυπώσεων, η τήρησις μητρώου των χρησιμοποιούντων οργάνων μετρήσεων Επαγγελματιών, η διενέργεια αρχικού ελέγχου των υπό των επιχειρήσεων κατασκευαζομένων οργάνων μετρήσεως ως και του ετησίου περιοδικού τοιούτου και η παρακολούθησις της εφαρμογής των κειμένων διατάξεων των αναφερομένων εις το μετρικόν σύστημα. Διεύθυνσις Εμπορίου Διαμερίσματος Δυτικής Αττικής Άρθρ.5.-Η παρά τω Διαμερίσματι Δυτικής Αττικής Διεύθυνσις Εμπορίου, διαρθρούται εις τα κάτωθι Τμήματα: 1.Τμήμα Εξωτερικού Εμπορίου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας εισαγωγάς και εξαγωγάς, ως και η παρακολούθησις της εφαρμογής της περί συναλλάγματος Νομοθεσίας καθ’ ο μέρος αύτη αναφέρεται εις τας υποχρεώσεις των εισαγωγέων και εξαγωγέων. 2.Τμήμα Εσωτερικού Εμπορίου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν η άσκησις εποπτείας επί των Επαγγελματικών Εργοδοτικών Σωματείων, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου), ων η κατά τόπον αρμοδιότης περιορίζεται εντός της περιφερείας του διαμερίσματος, η κατά τας κειμένας διατάξεις έκδοσις αδειών ασκήσεως επαγγελμάτων, εφ’ ων υφίσταται αρμοδιότης του ιδίου Υπουργείου, η χορήγησις αδείας δια την οργάνωσιν εκθέσεων εξαιρέσει των Διεθνών τοιούτων, η άσκησις απασών των αρμοδιοτήτων των αφορωσών εις τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και η έκδοσις διατακτικών χορηγήσεως Κρατικών εφοδίων εις διαφόρους δικαιούχους ως και η βεβαίωσις της αξίας τούτων εις το Δημόσιον Ταμείον. Σελ. 216,14 Τεύχος 482-Σελ. 24 3.Τμήμα Αγορανομίας: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν άπασαι αι αρμοδιότητες της Γενικής Διευθύνσεως Αγορανομίας εξαιρέσει των δια Β.Δ/των διατηρουμένων υπέρ του Νομάρχου Αττικής. 4.Τμήμα Ανωνύμων Εταιρειών: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας Εμπορικάς Βιομηχανικάς και λοιπάς Ανωνύμους Εταιρείας, και τοιαύτας Περιωρισμένης Ευθύνης. 5.Τμήμα Τεχνικού Ελέγχου: Εις την αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου ανήκουν, η διενέργεια δειγματοληψιών και τεχνικών ελέγχων προς διακρίβωσιν της τηρήσεως των περί προστασίας της καταναλώσεως ισχυουσών διατάξεων, η παρακολούθησις των διαφόρων Βιομηχανιών και Βιοτεχνιών, εφ’ ων υφίσταται αρμοδιότης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου) προς διαπίστωσιν της τηρήσεως των περί τούτων ισχυουσών ειδικών διατάξεων, ο εν συνεργασία μετά των οικείων Αστυνομικών Αρχών, έλεγχος της νομιμότητος των κυκλοφορούντων μετρικών οργάνων και σταθμικών μονάδων, η εξακρίβωσις της τηρήσεως των περί σημάνσεως διατυπώσεων, η τήρησις μητρώου των χρησιμοποιούντων όργανα μετρήσεως Επαγγελματιών, η διενέργεια του αρχικού ελέγχου των υπό των επιχειρήσεων κατασκευαζομένων οργάνων μετρήσεως ως και του ετησίου περιοδικού τοιούτου και η παρακολούθησις της εφαρμογής των κειμένων διατάξεων των αναφερομένων εις το μετρικόν σύστημα. 2.Γ.η.3 Νομαρχίες Αττικής Τμήμα Εμπορίου Διαμερίσματος Ανατολικής Αττικής Άρθρ.8.-Το παρά τω Διαμερίσματι Ανατολικής Αττικής Τμήμα, διαρθρούται εις τα κάτωθι Γραφεία: 1.Γραφείον Εξωτερικού Εμπορίου: Εις την αρμοδιότητα του Γραφείου τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας εισαγωγάς και εξαγωγάς ως και η παρακολούθησις της εφαρμογής της περί συναλλάγματος Νομοθεσίας καθ’ ο μέρος αύτη αναφέρεται εις τας υποχρεώσεις των εισαγωγέων και εξαγωγέων. 2.Γραφείον Εσωτερικού Εμπορίου: Εις την αρμοδιότητα του Γραφείου τούτου ανήκουν η άσκησις εποπτείας επί των Επαγγελματικών- Εργοδοτικών Σωματείων, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου), ων η κατά τόπον αρμοδιότης περιορίζεται εντός της περιφερείας του Διαμερίσματος η κατά τας κειμένας διατάξεις έκδοσις αδειών ασκήσεως επαγγελμάτων, εφ’ ων υφίσταται αρμοδιότης του ιδίου Υπουργείου, η χορήγησις αδείας δια την οργάνωσιν εκθέσεων εξαιρέσει των Διεθνών τοιούτων, η άσκησις απασών των αρμοδιοτήτων των αφορωσών εις τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και η έκδοσις διατακτικών χορηγήσεως Κρατικών εφοδίων εις διαφόρους δικαιούχους ως και η βεβαίωσις της αξίας τούτων εις το Δημόσιον Ταμείον. 3.Γραφείον Αγορανομίας: Εις την αρμοδιότητα του Γραφείου τούτου ανήκουν άπασαι αι αρμοδιότητες της Γενικής Διευθύνσεως Αγορανομίας εξαιρέσει των δια Β.Δ/των διατηρουμένων υπέρ του Νομάρχου Αττικής. 4.Γραφείον Ανωνύμων Εταιρειών: Εις την αρμοδιότητα του Γραφείου τούτου ανήκουν τα αντικείμενα τα αναφερόμενα εις τας Εμπορικάς, Βιομηχανικάς και λοιπάς Ανωνύμους Εταιρείας και τοιαύτας Περιωρισμένης Ευθύνης. 5.Γραφείον Τεχνικού Ελέγχου: Εις την αρμοδιότητα του Γραφείου τούτου ανήκουν η διενέργεια δειγματοληψιών και τεχνικών ελέγχων προς διακρίβωσιν της τηρήσεως των περί προστασίας της καταναλώσεως ισχυουσών διατάξεων, η παρακολούθησις των διαφόρων Βιομηχανιών και Βιοτεχνιών, εφ’ ων υφίσταται αρμοδιότης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου) προς διαπίστωσιν της τηρήσεως των περί τούτων ισχυουσών ειδικών διατάξεων, ο εν συνεργασία μετά των οικείων Αστυνομικών Αρχών έλεγχος της νομιμότητος των κυκλοφορούντων μετρικών οργάνων και σταθμικών μονάδων, η εξακρίβωσις της τηρήσεως των περί σημάνσεως διατυπώσεων, η τήρησις μητρώου των χρησιμοποιούντων όργανα μετρήσεων Επαγγελματιών, η διενέργεια αρχικού ελέγχου των υπό των επιχειρήσεων κατασκευαζομένων οργάνων μετρήσεως ως και του ετησίου περιοδικού τοιούτου και η παρακολούθησις της εφαρμογής των κειμένων διατάξεων των αναφερομένων εις το μετρικόν σύστημα. Άρθρ.9.-Αι θέσεις των Υπαλλήλων των Νομαρχίας Αττικής και των Διαμερισμάτων αυτής, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομέως Εμπορίου) ορίζονται ως ακολούθως: Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Κλάδου Α/1 Διοικητικών Επί βαθμοίς 3ω-2ω θέσεις 4 Επί βαθμοίς 5ω-4ω θέσεις 19 Επί βαθμοίς 8ω-6ω θέσεις 33 Κλάδου Α/3 Χημικών: Επί βαθμοίς 5ω-4ω θέσεις 3 Επί βαθμοίς 7ω-6ω θέσεις 4 Κλάδου Α/6 Ειδικών Μέτρων και Σταθμών: Επί βαθμοίς 5ω-4ω θέσις 1 Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Κλάδου Β/1 Διοικητικών: Επί βαθμοίς 5ω ή 4ω θέσεις 8 Επί βαθμοίς 11ω-6ω θέσεις 115 Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Κλάδου Κλητήρων: Επί βαθμοίς 13ω-9ω θέσεις 6
| 292 |
30. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 203 της 29 Μαΐου/1 Ιουν.1943 (ΦΕΚ Α΄ 160) Περί τροποποιήσεως του άρθρ. 3 παρ. 1 του Νόμ. 4506/1930. Καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του Νόμ. 875/1979 από την περίπτ. ιγ΄ της παρ. 1 άρθρ. 173 Π.Δ. 168/23 Ιουν. – 3 Ιουλ. 2000 (ΦΕΚ Α΄ 153), κατωτ. σελ. 163, με την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγουμένου άρθρου (172 ΠΔ 168/2000) κατά το μέρος που αναφέρεται στις ένοπλες δυνάμεις (στρατού ξηράς, θάλασσας και αέρα).
| 219 |
56. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. 36/οικ. 168 της 9/22 Απρ. 1993 (ΦΕΚ Β΄ 276) Καθορισμός της μηνιαίας εισφοράς Κλάδου Ασθενείας του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου. 55 του Νόμ. 2084/1992 (Α΄ 165). 2.Τις διατάξεις των άρθρ. 23 (παρ. 1 εδάφ. στ΄), 24 (παρ. 1 και 2 εδάφ. γ΄ ) και 27 (παρ. 1 εδάφ. δ) του Νόμ. 1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» (Α 137) και του άρθρ. 27 του Νόμ. 2081/1992 (Α΄ 154). 3.Τις διατάξεις του Π.Δ. 374/1992 «Διορισμός Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 197). 4.Τη γνώμη του Δ.Σ. του Τ.Α.Ε. που διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίαση της 12.1.93. 5.Τη γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφαλείας που διατυπώθηκε στην αριθ. 21η/3.2.1993 συνεδρίασή του, της ΚΖ περιόδου. 6.Την απόφαση του Πρωθυπουργού και Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Υ. 1935/3.12.92 Αριθ. Φ. 126 τεύχ. Β/9.12.92, περί εκχωρήσεως αρμοδιοτήτων. 7.Την απόφαση του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών, αριθ. Υ. 1847/1078399/1182/ 0001/92 «Ανάθεση αρμοδιοτήτων Υπουργού Οικονομικών στους Υφυπουργούς Οικονομικών» (ΦΕΚ 525/Β΄), αποφασίζουμε: 1.Καθορίζουμε από 1.1.1995 τη μηνιαία εισφορά που θα καταβάλλεται από τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους στο Ταμείο Ασφαλίσεως Εμπόρων (Τ.Α.Ε.) για τον κλάδο Ασθενείας στο ποσό που προκύπτει με βάση το κατά το έτος 1991 μέσο μηνιαίο κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο προϊόν (104.682 δρχ.) επί το ποσοστό εισφοράς 6,45% ανερχομένη στο ποσόν των 6.752 δραχμ. μηνιαίως (104.682 δρχ. Χ 6,45% = 6.752 δρχ.). Το ανωτέρω ποσόν αναπροσαρμόζεται ετησίως με το εκάστοτε ποσοστό αυξήσεως των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων. Η παραπάνω μηνιαία εισφορά όπως θα έχει διαμορφωθεί κάθε φορά, θα καταβάλλεται για το έτος 1993 μειωμένη κατά το 1/2 και κατά το έτος 1994 μειωμένη κατά το 1/4 (6.752 Χ 50% = 3.376 δρχ. για το έτος 1993, 6752 Χ 0,75 = 5.064 δρχ. για το έτος 1994 και 6.752 Χ 100% = 6.752 δρχ. για το έτος 1995). 2.Από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται επιβάρυνση στο Κρατικό Προϋπολογισμό ή στο Τ.Α.Ε. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από 1.1.1993. Σελ. 274,22(κ) Τεύχος 1202-Σελ. 94 57. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Φ.557/οικ. 654 της 8/19 Απρ. 1994 (ΦΕΚ Β΄ 285) Συγκρότηση Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου στο Ταμείο Ασφαλίσεως Εμπόρων. 58. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Φ. 36/289 της 28 Μαρτ./18 Απρ. 1994 (ΦΕΚ Β΄ 275) Αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών του Τ.Α.Ε. κλάδου Σύνταξης. Από 1.2.94 η μηνιαία εισφορά για τον κλάδο Σύνταξης των ασφαλισμένων του ΤΑΕ, που υπήχθησαν στην ασφάλιση, μέχρι 31.12.92 ή υπήχθησαν μετά την 1.1.93 αλλά δεν θεωρούνται «νέοι ασφαλισμένοι» κατά την έννοια του Νόμ. 2084/92, και που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρ. 61 και την παρ. 5 του άρθρ. 110 του Π.Δ. 668/81, αυξάνεται κατά ποσοστό 16% και ορίζεται κατά ασφαλιστική κατηγορία στρογγυλοποιημένη σε εκατοντάδα δρχ. ως ακολούθως: α)Α ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 8.600 β)Β » » » 12.300 γ)Γ » » » 16.100 δ)Δ » » » 20.300 ε)Ε » » » 24.900 στ)ΣΤ » » » 34.500 ζ)Ζ » » » 38.400 39.Ε.α.56-58 Καταστατικό Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων (ΤΑΕ) 59. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Φ. 36/οικ. 580 της 17/26 Μαΐου 1994 (ΦΕΚ Β΄ 390) Αύξηση συντάξεων Τ.Α.Ε. 1.Αυξάνονται από 1.2.94 οι συντάξεις που καταβάλλει το Τ.Α.Ε. κατά ποσοστό 13% και ορίζεται η νέα κλίμακα των συντάξεων με μικρή στρογγυλοποίηση σε εκατοντάδα δραχμών λόγω αναπηρίας ή γήρατος για 35ετή συντάξιμο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε εξ ολοκλήρου σε μία από τις ασφαλιστικές κατηγορίες, ως ακολούθως: α)Α ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 60.900 β)Β ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 82.400 γ)Γ ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 102.900 δ)Δ ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 123.400 ε)Ε ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 143.600 στ)ΣΤ ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 163.100 ζ)Ζ ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 182.500 2.Για το τμήμα σύνταξης άνω του ακαθάριστου ποσού των 220.000 δραχ., δεν θα χορηγηθεί αύξηση. 3.Από 1.2.94 καθορίζονται τα κατώτατα όρια: α)Λόγω γήρατος ή αναπηρίας με όλα τα επιδόματα, μη συμπεριλαμβανομένης και της προσαύξησης για απόλυτη αναπηρία σε 77.100 δρχ. το μήνα και β)λόγω θανάτου σε 69.500 δρχ. το μήνα. 59α. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Φ. 36/1267 της 25 Νοεμ. /6 Δεκ. 1994 (ΦΕΚ Β΄ 902) Συμπληρωματική αύξηση των συντάξεων του ΤΑΕ. 1.Αυξάνονται συμπληρωματικά από 1.2.94 οι συντάξεις που καταβάλλει το ΤΑΕ κατά ποσοστό 2% και ανακαθορίζεται η νέα κλίμακα των συντάξεων, με μικρή στρογγυλοποίηση σε εκατοντάδα δραχμών, λόγω αναπηρίας ή γήρατος για 35ετή συντάξιμο χρόνο ασφάλισης, που διανύθηκε εξ ολοκλήρου σε μία από τις ασφαλιστικές κατηγορίες, ως ακολούθως: α)Α ασφαλιστική κατηγορία δρχ. 62.000 β)Β » » » 83.800 γ)Γ » » » 104.800 δ)Δ » » » 125.600 ε)Ε » » » 146.200 στ)ΣΤ » » » 165.900 ζ) » » » 185.700 Το ποσοστό αυτό της αύξησης των συντάξεων υπολογίζεται επί των κατά την 31.1.94 υφισταμένων ποσών συντάξεων. 2.Για το τμήμα σύνταξης άνω του ακαθάριστου ποσού των 220.000 δρχ. δεν θα χορηγηθεί αύξηση. 3.Από 1.2.1994 ανακαθορίζονται τα κατώτερα όρια: α)λόγω γήρατος ή αναπηρίας με όλα τα επιδόματα, μη συμπεριλαμβανομένης και της προσαύξησης για απόλυτη αναπηρία σε 78.400 δρχ. το μήνα και β)λόγω θανάτου σε 70.700 δρχ. το μήνα.
| 351 |
25. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ της 18 Φεβρ./9 Μαρτ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 43) Έγκριση Μνημονίου της 13ης Συνόδου της Μικτής Ελληνο-Βουλγαρικής Επιτροπής Τουρισμού (Θεσσαλονίκη, 16.11.1987). 18.Β.ξα.23-25 Τουριστικές συμβάσεις 417
| 147 |
8. ΠΡΑΞΙΣ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Αριθ. 1101 της 10/28 Νοεμ. 1950 Περί καθορισμού των αποδοχών των εφημερίων. Λαβόν υπ’ όψιν τας διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 21 του Α.Ν. 1502/50 «περί ρυθμίσεως των αποδοχών των τακτικών Δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών» ως και σχετικήν εισήγησιν του επί των Οικονομικών Υπουργού, αποφασίζει: 1.Από 1ης Νοεμ. 1950 ο μηνιαίος μισθός των Εφημερίων ορίζεται ως κάτωθι: Ήδη δια της υπ’ αριθ. 179/1960 Πράξ. Υπ. Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄ 189), (Διαρκής Κώδιξ, τόμ. 2Α σελ. 384,15), ο βασικός μισθός των εφημερίων ωρίσθη κατά κατηγορίας ως εξής: Από 1 Δεκ. 1960: Α΄ Κατηγ. Δραχ. 1.600, Β΄ 1.305, Γ΄ 1.075, Δ΄ 840. Από 1 Ιουλ. 1961: Α΄ 1.670, Β΄ 1.340, Γ΄ 1.110, Δ΄ 860. Από 1 Ιουλ. 1962: Α΄ 1.720, Β΄ 1.380, Γ΄ 1.140, Δ΄ 890. Ήδη ο βασικός μηνιαίος μισθός των εφημερίων καθορίζεται δια της υπ’ αριθ. 281/1966 πράξ. Υπ. Συμβ. (κατωτ. σελ. 112). (2.Από της αυτής χρονολογίας παρέχεται επίδομα πολυετούς υπηρεσίας κατά ποσοστόν 10% εις τους έχοντας συμπληρώσει 10ετή υπηρεσίαν και έτερον 10% μετά την συμπλήρωσιν δεκαπενταετούς συνολικής υπηρεσίας.) Το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας της άνω παραγράφου κατηργήθη δια της υπ’ αριθ. 281/1966 πράξ. Υπ. Συμβ. (κατωτ. σελ. 112). 3.Από της αυτής χρονολογίας καταργούνται πάντα τα παρεχόμενα μέχρι τούδε επιδόματα «οικογενειακών βαρών κλπ.». 33.B.β.5-8 Μισθοδοσία Ιερέων-Ενοριακή Εισφορά
| 106 |
10. ΝΟΜΟΣ 5141 της 10/16 Ιουλ. 1931 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμ. 4684 «περί διοικήσεως και διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής περιουσίας και περί συγχωνεύσεως των μικρών Μονών».
| 100 |
10. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. 33606 της 10 Μαρτ./1 Απρ. 1972 (ΦΕΚ Β΄ 254) Περί καθορισμού των κτηριολογικών στοιχείων των διδακτηρίων, των ιδιωτικών μέσων και κατωτέρων Επαγγελματικών Σχολών. Έχοντες υπ’ όψιν: 1)Τας διατάξεις του άρθρ. 39 του Ν.Δ. 580/1970. 2)Τας διατάξεις του άρθρ. 6 του Β.Δ. 671/1961. 3)Την υπ’ αριθ. 79/28.2.72 πράξιν του Κεντρικού Συμβουλίου Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, αποφασίζομεν: Τα κτηριολογικά στοιχεία των διδακτηρίων των Ιδιωτικών μέσων και κατωτέρων Επαγγελματικών Σχολών καθορίζονται ως ακολούθως: ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄. ΑΙΘΟΥΣΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ -ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ – ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ Αίθουσαι διδασκαλίας Άρθρ.1.-«1.Η ελαχίστη επιτρεπομένη επιφάνεια ανά εγγραφέντα μαθητήν ορίζεται εις το 1 τ.μ. Ελάχιστον επιτρεπόμενον εμβαδόν αιθούσης 20 τ.μ.». «2.Το κατώτατον ύψος εκάστης αιθούσης διδασκαλίας καθορίζεται εις 2.80 μ. δια τους ορόφους τους ύπερθεν του δευτέρου, διατηρουμένου του 2,90 μ. δια το ισόγειον». 3.Λόγος της μεγαλυτέρας διαστάσεως της αιθούσης προς την μικροτέραν ουχί μεγαλύτερος του 2. (4.Πλάτος αιθούσης ουχί μεγαλύτερον των 7,5 μ. και μήκος ουχί μεγαλύτερον των 10 μ.) 5.Ελαχίστη απόστασις των θρανίων από του πίνακος 1,8 μ. 6.Απόστασις μεταξύ των στίχων των θρανίων ως και απόστασις αυτών από τους πλευρικούς τοίχους τουλάχιστον 0,50 μ. 7.Η τελευταία σειρά θρανίων έχει ερεισίνωτον. «8.Ελάχιστον πλάτος θύρας αιθούσης διδασκαλίας ορίζεται το 0,80». 9.Ο φυσικός φωτισμός της αιθούσης επιτυγχάνεται εξ αριστερών ή αμφιπλεύρως ή εξ αριστερών και όπισθεν αποκλειομένου φωτισμού εκ των έμπροσθεν. Ελάχιστη φωτιστική επιφάνεια 20% της επιφανείας του δαπέδου της αιθούσης. 10.Ο εξαερισμός επιτυγχάνεται εκ του ελευθέρου αέρος δια καταλλήλου διατάξεως φεγγιτών ή δια συστήματος μηχανικών εξαεριστήρων αθορύβων ή και κλιματισμού. 11.Επιβάλλεται τεχνητός φωτισμός επαρκούς εντάσεως τουλάχιστον 150 LUX εις το επίπεδον εργασίας δια τας περιπτώσεις νυκτερινών Σχολών και δια τας ημερησίας Σχολάς εις περιπτώσεις ηλαττωμένης ηλιοφανείας. «12.Απαγορεύονται υπόγειαι αίθουσαι διδασκαλίας ή αίθουσα εργαστηρίων». Αι παρ. 1, 2, 8 και 12 αντικατεστάθησαν ως άνω και η παρ. 4 διεγράφη δια των παρ. 1 έως 5 της υπ’ αριθ. Φ.430.6/11/85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974 (ΦΕΚ Β΄ 987) αποφ. Υπ. Παιδείας. Έναρξις ισχύος από του Σχολ. έτους 1974 – 1975. Βοηθητικοί χώροι Άρθρ.10.-1.Τα θρανία ή τραπεζοκαθίσματα των Σχολείων είναι μονόεδρα ή δίεδρα, των προβλεπομένων διαστάσεων υπό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 2.Εις εκάστην αίθουσαν διδασκαλίας υπάρχει τράπεζα μετά καθίσματος δια τον διδάσκοντα. 3.Εις εκάστην αίθουσαν διδασκαλίας υπάρχει τουλάχιστον εις πίναξ επιτοίχιος του οποίου η κάτω πλευρά απέχει από του δαπέδου ή του βάθρου 0,65 – 0,75 μ. το δε ύψος αυτού δεν είναι μικρότερον του 1,40 μ. και το μήκος τουλάχιστον 2 μέτρα. Το χρώμα των πινάκων είναι άστιλπνον πράσινον ή κυανούν ή μέλαν. Προσανατολισμός του διδακτηρίου Άρθρ.11.-Η διάταξις του διδακτηρίου εν τω οικοπέδω είναι τοιαύτη ώστε δια του όγκου του κτιρίου να επιτυγχάνεται η προστασία του αυλείου χώρου από τους βορείους ανέμους. Αι αίθουσαι διδασκαλίας τοποθετούνται κατά προτίμησιν προς μεσημβρίαν και υπάρχει προστέγασμα προστατευτικόν από των ηλιακών ακτίνων. Εφαρμογή των όρων επί νέων διδακτηρίων και προσθηκών Άρθρ.12.-1.Εις περίπτωσιν ανεγέρσεως νέων διδακτηρίων δι’ ιδιωτικάς επαγγελματικάς Σχολάς ή προσθηκών εις υφιστάμενα κτίρια ήδη λειτουργουσών εις αυτά Σχολών, η σχετική μελέτη υποβάλλεται εις την Διεύθυνσιν Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς έγκρισιν, μεθ’ ην μερίμνη του ενδιαφερομένου υποβάλλεται εις το Πολεοδομικόν Γραφείον δια την χορήγησιν της κατά νόμον αδείας οικοδομής. Η ανωτέρω έγκρισις χορηγείται εφ’ όσον πληρούνται οι όροι της παρούσης αποφάσεως. 2.Εις περίπτωσιν χορηγήσεως αδείας λειτουργίας Σχολής εις υφιστάμενον κτίριον δέον όπως τούτο πληροί τους όρους της παρούσης αποφάσεως. 3.Διδακτήριον εις το οποίον πρόκειται να λειτουργήση μεταφερομένη εξ άλλου διδακτηρίου, ήδη λειτουργούσα Σχολή χαρακτηρίζεται ως διδακτήριον Σχολής μελλούσης το πρώτον να λειτουργήση και εφαρμόζονται δια τούτο πλήρως αι ισχύουσαι διατάξεις της παρούσης αποφάσεως. Το αυτό ισχύει και δια διδακτήριον εις το οποίον λειτουργεί Σχολή προκειμένης μεταβιβάσεως της αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας εις άλλον ιδιοκτήτην. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄. Μεταβατικαί και τελικαί διατάξεις Μεταβατικαί διατάξεις Άρθρ.13.-1.Δια τας κατά την δημοσίευσιν της παρούσης λειτουργούσας ιδιωτικάς επαγγελματικάς σχολάς αι διατάξεις της παρούσης αποφάσεως εφαρμόζονται ως ακολούθως: α)Οι κατωτέρω αναφερόμενοι όροι εφαρμόζονται από της ενάρξεως του σχολικού έτους (1972 – 73). ι.Εις την επιφάνειαν ανά μαθητήν δια τας αιθούσας διδασκαλίας. ιι.Εις τα μέτρα ασφαλείας των διδακτηρίων και εργαστηρίων. ιιι.Εις τα μέτρα δια τας πρώτας βοηθείας. ιυ.Εις την μη χρησιμοποίησιν υπογείων χώρων δια αιθούσας διδασκαλίας και εργαστηρίων. β)Άπαντες οι λοιποί όροι της παρούσης αποφάσεως θα ισχύσουν υποχρεωτικώς από του σχολικού έτους 1974 – 75. Δια της παρ. 14 της υπ’ αριθ. Φ.430.6/11/85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974 (ΦΕΚ Β΄ 987) αποφ. Υπ. Παιδείας ωρίσθη ότι αι διατάξεις της ανωτέρω παρ. 1 εφαρμόζονται από του Σχολ. έτους 1974 – 75. 2-3.(Κατηργήθησαν δια της παρ. 14 της υπ’ αριθ. Φ.430/6/11/85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974 ΦΕΚ Β΄987, αποφ. Υπ. Παιδείας. Έναρξις ισχύος από του Σχολ. έτους 1974 – 1975). 4.Δια τας (υφισταμένας ή ) μελλούσας να λειτουργήσουν Σχολάς η επιτροπή καταλληλότητος αναγράφει εν τω πρακτικώ καταλληλότητος τας διαστάσεις επιφανειών των χώρων (αιθουσών διδασκαλίας, εργαστηρίων κλπ.) και τον αριθμόν των μαθητών οι οποίοι δύνανται να στεγασθούν εις έκαστον εκ των χώρων τούτων. Οι ανωτέρω (Αντί της σελ. 576,203(α) Σελ. 576,203(β) Τεύχος 549 – Σελ. 99 Ιδιωτικές Επαγγελματικές Σχολές 32.Ζ.η.10 αριθμοί περιλαμβάνονται εις την εκδιδομένην απόφασιν περί χορηγήσεως αδείας λειτουργίας. Αι ανωτέρω εντός ( ) λέξεις απηλείφθησαν δια της παρ. 14 της υπ’ αριθ. Φ.430.6/11/85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974 (ΦΕΚ Β΄987) αποφ. Υπ. Παιδείας. Έναρξις ισχύος από του Σχολ. έτους 1974 – 1975. 5.(Κατηργήθη δια της παρ. 14 της υπ’αριθ. Φ. 430.6/11 85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974, ΦΕΚ Β΄ 987, αποφ. Υπ. Παιδείας. Έναρξις ισχύος από του Σχολ. έτους 1974-1975). Τελική Διάταξις Άρθρ.14.-Η ισχύς της παρούσης, εξαιρέσει των περιπτώσεων εις ας ειδικώς ορίζεται άλλως, άρχεται από της ενάρξεως του σχολικού έτους 1972 – 73. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Άρθρ.2.-1.Διάδρομοι: «Ελάχιστον πλάτος διαδρόμων ορίζεται το 1,20 μ. Εάν υπάρχουν εκατέρωθεν αίθουσαι διδασκαλίας το ελάχιστον πλάτος ορίζεται εις 1,80». Κλίμακες «2.Το βήμα (πάτημα) απασών των βαθμίδων της κυρίας κλίμακος δεν πρέπει να υπολείπεται των 0,27 μ. μετρούμενον κατά τον άξονα της κλίμακος. Ο άξων της κλίμακος δέον να απέχη τουλάχιστον 0,50 μ. από του σημείου ένθα το πλάτος της βαθμίδος είναι ίσον προς 0,15 μ. ένθα και οφείλει να τοποθετηθεί χειρολιστήρ επί κιγκλιδώματος. Μέγιστον ύψος βαθμίδος 0,15 – 0,35 μ. Αι κλίμακες απαγορεύεται να είναι ξύλιναι ή σιδηραί. Αι κλίμακες έχουν στηθαία ή κιγκλιδώματα ασφαλείας ύψους ουχί μικροτέρου των 0,85 μ. Το ύψος των στηθαίων ή κιγκλιδωμάτων των ανοικτών διαδρόμων και εξωστών δεν δύναται να είναι μικρότερον των 1,15 μ. Ο φωτισμός και αερισμός των διαδρόμων και των κλιμάκων δέον να είναι επαρκής». 3.Χώροι Διοικήσεως: Εκάστη Σχολή διαθέτει τους κάτωθι χώρους διοικήσεως. α)Γραφείον Διευθυντού. β)Γραφείον Διδακτικού προσωπικού αντιστοιχούν εις 2 τ.μ. τουλάχιστον ανά διδάσκοντα. γ)Γραφείον Γραμματείας. Αποχωρητήρια «4.Ελάχιστος αριθμός αποχωρητηρίων έν ανά 50 άρρενας επί πλέον μία λεκάνη ουρητηρίων ανά 40 άρρενας μαθητάς και έν αποχωρητήριον ανά 30 θήλεις. Αι λεκάναι αποχωρητηρίων δύναται να είναι αδιαφόρως Τουρκικού ή Δυτικού Τύπου. Εις τον χώρον των αποχωρητηρίων επιβάλλεται όπως υπάρχουν νιπτήρες πλύσεως των χειρών. Εις τα αποχωρητήρια δέον να λειτουργή πλήρης εγκατάστασις αποχετεύσεως, εξαερισμού, και (Αντί της σελ. 576,19) Σελ. 576,19(α) Τεύχος 549 – σελ. 95 Ιδιωτικές Επαγγελματικές Σχολές 32.Ζ.η.10 υραυλικού καθαρισμού. Αι επιφάνειαι των θαλάμων των αποχωρητηρίων κατασκευάζονται εξ υλικού επιδεκτικού συχνής πλύσεως, καθαρισμού και απολυμάνσεως. Αι θύραι των αποχωρητηρίων επιβάλλεται όπως ανοίγουν προς τα έσω». 5.Αίθουσαι διδασκαλίας Φυσικής και Χημείας: Δια τας Σχολάς εχούσας Τμήματα Ειδικοτήτων, το πρόγραμμα των οποίων περιλαμβάνει την διδασκαλίαν Φυσικής ή Χημείας, επιβάλλεται η ύπαρξις αιθούσης ή αιθουσών διδασκαλίας Φυσικής – Χημείας, αμφιθεατρικών ή επιπέδων. Η ελαχίστη αντιστοιχούσα επιφάνεια ανά μαθητήν λογίζεται 1,80 τ. μ. 6.Αίθουσα πολλαπλής χρήσεως: «Η αίθουσα πολλαπλής χρήσεως δια τας εσπερινάς Σχολάς δεν είναι απαραίτητος. Δια τας ημερησίας Σχολάς των οποίων ο αριθμός των μαθητών υπερβαίνει τους 400, δέον όπως διατίθεται αίθουσα πολλαπλής χρήσεως, δυναμένη να χρησιμοποιηθή και δια το μάθημα της Γυμναστικής, δια προβολάς, συγκεντρώσεις, διαλέξεις και λοιπάς εκδηλώσεις της Σχολής. Η ελαχίστη επιφάνεια της ανωτέρω αιθούσης είναι 150 τ.μ. και το ύψος 3 μ.». Αι παρ. 1, 2, 4 και 6 αντικατεστάθησαν ως άνω δια των παρ. 6 έως 9 αντιστοίχως της υπ’ αριθ. Φ.430.6/11/85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974 (ΦΕΚ Β΄ 987) απόφ. Υπ. Παιδείας. Έναρξις ισχύος από του Σχολ. έτους 1974 – 1975. 7.Χώροι διαλειμμάτων: «Επιβάλλεται εις τας Σχολάς η ύπαρξις αυλείου χώρου ελαχίστης επιφανείας κατά μαθητήν 1 τ.μ., συνυπολογιζομένης και της αιθούσης πολλαπλής χρήσεως, του αριθμού μαθητών αναφερομένου εις το μέγιστον πλήθος καθ’ ωρισμένην περίοδον λειτουργίας του 24ώρου. Το ανωτέρω εντός « » εδάφιον της παρ. 7 αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 10 της υπ’ αριθ. Φ.430.6/11/85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974 (ΦΕΚ Β΄ 987) αποφ. Υπ. Παιδείας. Έναρξις ισχύος από του Σχολ. έτους 1974 – 1975. Εν συνεχεία δια της ιδίας παρ. 10 ωρίσθη ότι κατά τα λοιπά ισχύει η αρχική απόφασις, προστιθεμένου ότι εις εκάστην περίπτωσιν δέον όπως ελέγχεται η στατική επάρκεια του δώματος, εφ’ όσον τούτο χρησιμοποιείται ως αύλειος χώρος. Εις τον αύλειον χώρον προσμετρείται η αίθουσα πολλαπλής χρήσεως, εφ’ όσον αύτη δύναται να επικοινωνή πλήρως δι’ επαρκών ανοιγμάτων μετά του λοιπού αυλείου χώρου. Σελ. 576,20(α) Τεύχος 549 – Σελ. 96 Επίσης προσμετρώνται οι ανοικτοί εξώσται και τα δώματα εφ’ όσον πληρούνται οι όροι ασφαλείας και υπάρχουν εις τα δώματα χώροι υγιεινής ανάλογοι του αριθμού των αυλιζομένων μαθητών. Επιτρέπεται όπως ως χώροι διαλειμμάτων χρησιμοποιώνται υπόστεγα κατασκευαζόμενα εις όροφον, εφ’ όσον εξασφαλίζεται πλήρης αερισμός και προστασία από των βορείων ανέμων. Η κατανομή των χώρων διαλειμμάτων επιβάλλεται να είναι τοιαύτη, ώστε οι χρησιμοποιούντες τούτους μαθηταί, να μη μετακινώνται καθ’ ύψους πλέον των τριών ορόφων. Σχεδιαστήριον Άρθρ.3.-«1.Αι Σχολαί αι οποίαι περιλαμβάνουν τμήματα Σχεδιαστών, Δομικών, Τοπογράφων και συναφών ειδικοτήτων, εις τας οποίας διδάσκεται το μάθημα της Σχεδιάσεως, υποχρεούνται όπως διαθέτουν ειδικήν αίθουσαν Σχεδιαστηρίου με ατομικά τραπέζια σχεδίου 50Χ70 εκ. τουλάχιστον. Το εμβαδόν της αιθούσης θα αντιστοιχή εις το 1,80 τ.μ. ανά μαθητήν. Ο φωτισμός, τεχνητός και φυσικός επιβάλλεται να είναι επαρκής και ομοιόμορφος εις τας θέσεις εργασίας». 32.Ζ.η.10 Ιδιωτικές Επαγγελματικές Σχολές Εργαστήρια «2.Το ελάχιστον εμβαδόν εργαστηρίου ανά εγεγραμμένον μαθητήν προδιορίζεται προς 2 τ.μ. Κατ’ εξαίρεσιν προς 4 μ2 δια τα εργαστήρια εργαλειομηχανών αυτοκινήτων, ξυλουργών και μηχανικών αεροπλάνων. Εις τα εργαστήρια Χημικών δεν προσμετρείται εις τα 2 τ.μ. ανά μαθητήν, ο χώρος αιθούσης ζυγών και παρασκευαστηρίων. Ελάχιστον ύψος των πρώτων εργαστηρίων δέον όπως είναι το 3,20 μ. των δε δευτέρων και της Χημείας 3,50μ. Τα εργαστήρια των Σχολών δύνανται να λειτουργούν εις έτερα κτίρια ευρισκόμενα εις απόστασιν μέχρι 2.000 μ. από του κυρίως διδακτηρίου». Αι παρ. 1 και 2 αντικατεστάθησαν ως άνω δια των παρ. 11 και 12 της υπ’ αριθ. Φ.430.6/11/ 85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974 (ΦΕΚ Β΄987) αποφ. Υπ. Παιδείας. Έναρξις ισχύος από του Σχολ. έτους 1974 – 1975. 3.Ηλεκτολογικόν Εργαστήριον: α)Ηλεκτρικών περιελίξεων:3 τ.μ. ανά μαθητήν. β)Ηλεκτρικών Μηχανών:4 τ.μ. ανά μαθητήν. γ)Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων:3 τ.μ. ανά μαθητήν. δ)Ηλεκτρικών Μετρήσεων:2,5 τ.μ. ανά μαθητήν. 4.Εργαστήριον Αυτοκινήτων:12 τ.μ. ανά μαθητήν. 5.Εργαστήριον Υδραυλικών Εγκαταστάσεων:5 τ.μ. ανά μαθητήν. 6.Εργαστήριον Ξυλουργικόν:10 τ.μ. ανά μαθητήν. 7.Εργαστήριον Ψυκτικών Εγκαταστάσεων:6 τ.μ. ανά μαθητήν. 8.Εργαστήριον Δομικών Εφαρμογών: Υπόστεγον:8 τ.μ. ανά μαθητήν. 9.Εργαστήρια Σχολής Χημικών:Χημικόν Εργαστήριον:2,5 τ.μ. ανά μαθητήν. Το Χημικόν Εργαστήριον περιλαμβάνει εκτός της κυρίας αιθούσης, παρασκευαστήριον και μικράν αίθουσαν ζυγών. 10.Ηλεκτρονικόν Εργαστήριον:4 τ.μ. ανά μαθητήν. 11.Εργαστήριον Τηλεοράσεως:4 τ.μ. ανά μαθητήν. 12.Εργαστήριον Ραδιοτηλεγραφητών:3 τ.μ. ανά μαθητήν. 13.Εργαστήριον Ναυτιλιακών οργάνων:3 τ.μ. ανά μαθητήν. 14.Εργαστήριον Μηχανών Πλοίου Σχολών Μηχανικών Εμπορίου Ναυτικού:12 τ.μ. ανά μαθητήν. 15.Ακτινολογικόν Εργαστήριον:2 τ.μ. ανά μαθητήν. 16.Εργαστήριον Οδοντοτεχνιτών:2,5 τ.μ. ανά μαθητήν. 17.Εργαστήριον Μεταλλειολόγων: α)Μηχανουργείον:6 τ.μ. ανά μαθητήν. β)Ορυκτολογικόν Εργαστήριον:1,5 τ.μ. ανά μαθητήν. γ)Εργαστήριον Χημείας:2,5 τ.μ. ανά μαθητήν. 18.Εργαστήριον Ναυπηγικής:12 τ.μ. ανά μαθητήν. 19.Εργαστήρια Σχολής Κομμωτικής: α)Αίθουσα ασκήσεων επί μοντέλων:1,5 τ.μ. ανά μαθητήν. β)Αίθουσα εφαρμογής:2 τ.μ. ανά μαθητήν. Επιβάλλεται η ύπαρξις ιδιαιτέρου παρασκευαστηρίου βαφών. 20.Εργαστήριον Αισθητικής:2,5 τ.μ. ανά μαθητήν. 21.Εργαστήριον Διακοσμητικής: α)Εργαστήριον εφαρμογής τυπώσεων υφασμάτων και εργαστήριον αερογράφων:5 τ.μ. ανά μαθητήν. β)Βαφείον:5 τ.μ. ανά μαθητήν. γ)Εργαστήριον εφαρμογών:4 τ.μ. ανά μαθητήν. δ)Εργαστήριον Φωτοτυπιών:30 τ.μ. ανά μαθητήν. ε)Εργαστήριον πλαστικής:3 τ.μ. ανά μαθητήν. ς)Εργαστήριον Κεραμικής:3 τ.μ. ανά μαθητήν. ζ)Επιβάλλεται ωσαύτως η ύπαρξις δύο φούρνων συνολικής επιφανείας 30 τ.μ. Αι Σχολαί αι οποίαι έχουν τμήματα: α)Αθυρμάτων επιβάλλεται να έχουν εργαστήρια: ι.Εφαρμογών:5 τ.μ. ανά μαθητήν. ιι.Ξυλίνων παιγνιδίων:5 τ.μ. ανά μαθητήν. ιιι.Πλαστικών παιγνιδίων:5 τ.μ. ανά μαθητήν. ιυ.Μεταλλικών παιγνιδίων:5 τ.μ. ανά μαθητήν. β)Αμφιέσεως επιβάλλεται να έχουν εργαστήριον εφαρμογών Ραπτικής διαστάσεων:3 τ.μ. ανά μαθητήν. Δοκιμαστήρια εφαρμογών ραπτικής διαστάσεων 1 τ.μ. ανά μαθητήν και σιδερωτήρια διαστάσεων 1 τ.μ. ανά μαθητήν. Ο αριθμός των αιθουσών διδασκαλίας των Σχολών Διακοσμητικής λόγω της πολυώρου εκπαιδεύσεως των μαθητών εις τα εργαστήρια δύναται να μειούται εις το ήμισυ των κανονικώς απαιτουμένων. 22.Εργαστήριον Σχολής Κοπτικής, και Ραπτικής διαστάσεων 3 τ.μ. ανά μαθητήν. Τούτο περιλαμβάνει δοκιμαστήρια και σιδηρωτήρια ως ανωτέρω εις παρ. 21. 23.Εργαστήρια Σχολής Προγραμματιστών. α)Εργαστήριον διατρητικών Μηχανών:2 τ.μ. ανά μαθητήν. β)Αίθουσα ηλεκτρονικού υπολογισμού:40 τ.μ. τουλάχιστον εν συνόλω. 24.Αίθουσα ασκήσεως στενοδακτυλογράφων:2 τ.μ. ανά μαθητήν. 25.Εργαστήριον Τοπογράφων Γεωμετρών:3 τ.μ. ανά μαθητήν. (Αντί της σελ. 576,201 Σελ.,201(α) Τεύχςο 549 – Σελ. 97 Ιδιωτικές Επαγγελματικές Σχολές 32.Ζ.η.10 26.Εργαστήριον Μηχανικών Αεροσκαφών:12 τ.μ. ανά μαθητήν. 27.Εργαστήρια Σχολής Βοηθών Μικροβιολόγων: Μικροβιολογικόν Χημικόν Εργαστήριον:2,5 τ.μ. ανά μαθητήν. Το εργαστήριον πρέπει να περιλαμβάνη και παρασκευαστήριον. 28.Τα υπ’ αριθ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 14, 17(α), 18 και 26 εργαστήρια επιβάλλεται να έχουν ελάχιστον ύψος 3,60 μ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄. Γενικοί Όροι Κοινόχρηστοι χώροι Άρθρ.4.-Εις ας περιπτώσεις αναφέρεται αριθμός μαθητών προκειμένου περί κοινοχρήστων χώρων λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μέγιστος αριθμός των εγγεγραμμένων εις την Σχολήν μαθητών δια να φοιτήσουν κατά μίαν περίοδον της ημέρας. Στατική επάρκεια κτιρίων. Άρθρ.5.-1.Δια την στατικήν επάρκειαν των διδακτηρίων λαμβάνονται υπ’ όψιν αι υπό των κανονισμών προβλεπόμεναι φορτίσεις. 2.Προκειμένου να χορηγηθή άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας Σχολής εις υφιστάμενον κτίριον προσκομίζεται δήλωσις, στατικής επαρκείας του κτιρίου και των επί μέρους χώρων αυτού, συντασσομένη υπό δύο Πολιτικών Μηχανικών. 3.Δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίησις των χώρων της Σχολής δι’ έτερον σκοπόν πλην του προβλεπομένου υπό της αδείας λειτουργίας, άνευ εγκρίσεως της αρμοδίας επιτροπής. Εργαστήρια Άρθρ.6.-1.Τα εργαστήρια και αι αίθουσαι ασκήσεων (σχεδιαστήρια κλπ.) εκάστης Σχολής, τηρουμένων όλων των όρων της παρούσης αποφάσεως επιβάλλεται να έχουν τοσαύτην συνολικήν έκτασιν έκαστον, ώστε να είναι δυνατή η εις αυτά άσκησις κατά το πρόγραμμα όλων των εγγεγραμμένων μαθητών, οι οποίοι θα εκπαιδευθούν εις τα εργαστήρια ταύτα. Η παρ. 1 ετροποποιήθη κατά τα προαναφερθέντα εις το άρθρ. 3 της παρούσης, δια της παρ. 13 της υπ’ αριθ. Φ.430.6/11/85162 της 24 Σεπτ./7 Οκτ. 1974 (ΦΕΚ Β΄987) αποφ. Υπ. Παιδείας. Έναρξις ισχύος από του Σχολικού έτους 1974 – 1975. 2.Τα θορυβώδη εργαστήρια τοποθετούνται εις τας πλέον απομεμακρυσμένας θέσεις από των αιθουσών διδασκαλίας. Εν πάση περιπτώσει λαμβάνωνται τα κατάλληλα μέτρα ίνα μη οι εκ των εργασηρίων θόρυβοι παρενοχλούν την εργασίαν εντός των υπολοίπων χώρων. Σελ. 576,202(α) Τεύχος 549 – Σελ. 98 3.Επιβάλλεται η ύπαρξις ατομικών ερμαρίων ώστε το σύνολον του αριθμού των ασκουμένων μαθητών εις τα εργαστήρια να έχη τη δυνατότητα να αποθηκεύη τα ενδύματα εργασίας. Ύδρευσις Άρθρ.7.-1.Πόσιμον ύδωρ:Εις τους αυλείους χώρους επιβάλλεται η ύπαρξις εγαταστάσεως ποσίμου ύδατος πληρούσα τους όρους της υγιεινής. Οι χρησιμοποιούμενοι υπό των μαθητών κρουνοί ποσίμου ύδατος δέον να είναι κατά προτίμησιν πίδακες και ποσοτικώς ανάλογοι προς τον αριθμόν των μαθητών, ήτοι εις τουλάχιστον ανά 40 μαθητάς. 2.Ύδωρ προς καθαριότητα: Πλησίον των εργαστηρίων επιβάλλεται η ύπαρξις υδραυλικής εγκαταστάσεως και καταλλήλου διατάξεως επαρκούς αριθμού νιπτήρων μετά κρουνών ρέοντος ύδατος δια την ατομικήν καθαριότητα των ασκουμένων εις τα εργαστήρια μαθητών. Ο αριθμός των νιπτήρων να αναλογή τουλάχιστον εις ανά δέκα ασκουμένους μαθητάς. Ασφάλεια των διδακτηρίων και εργαστηρίων Άρθρ.8.-1.Εις περίπτωσιν χρησιμοποιήσεως αιθουσών διδασκαλίας ή εργαστηρίων υπό ημερησίων, εσπερινών και βραδυνών τμημάτων δέον να μεσολαβή ενδιάμεσος χρόνος τουλάχιστον μιάς ώρας προς καθαρισμόν και αερισμόν του διδακτηρίου. 2.Τα κιγκλιδώματα και στηθαία των δωμάτων, εφ’ όσον χρησιμοποιούνται ως χώροι διαλειμμάτων έχουν ελάχιστα ύψους 1.30 μ. τα δε δώματα προστατεύονται από των βορείων ανέμων και περιλαμβάνουν τα ανάλογα αποχωρητήρια. 3.Απαγορεύεται η παραμονή των μαθητών προ της ενάρξεως των μαθημάτων και κατά τον χρόνον των διαλειμμάτων εις άλλους χώρους (αίθουσαι, οδοί, πεζοδρόμια, πλατείαι κλπ.) πλην των αυλείων χώρων του διδακτηρίου. 4.Δια την πυρασφάλειαν του σχολείου τοποθετούνται εις καταλλήλους θέσεις πυροσβεστήρες επαρκούς αριθμού, συμφώνως προς τας ισχυούσας διατάξεις του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος. 5.Δια την ασφάλειαν των μαθητών εις τα εργαστήρια τηρούνται τα προβλεπόμενα υπό των ειδικών κανονισμών και διατάξεων ασφαλείας των αρμοδίων Κρατικών Υπηρεσιών μέτρα, τα ισχύοντα δια τας αντιστοίχους εγκαταστάσεις των εργοστασίων, εργοταξίων, χημικών και μικροβιολογικών εργαστηρίων κλπ. 32.Ζ.η.10 Ιδιωτικές Επαγγελματικές Σχολές Πρώται Βοήθειαι Άρθρ.9.-1.Εις εκπαιδευτήρια συνολικού αριθμού εγγεγραμμένων μαθητών 500 – 1500 διατίθεται αδελφή Νοσοκόμος και χώρος Ιατρείου μετά φαρμακείου περιέχοντος το απαραίτητον φαρμακευτικόν υλικόν δια την παροχήν πρώτων βοηθειών. 2.Εις εκπαιδευτήρια συνολικού αριθμού εγγεγραμμένων μαθητών άνω των 1500 διατίθεται δια τον ως άνω σκοπόν και Ιατρός. Ο Ιατρός και η Νοσοκόμος ευρίσκονται εις το ιατρείον της Σχολής κατά τας ώρας λειτουργίας ταύτης. 3.Εις εκπαιδευτήρια αριθμού εγγεγραμμένων μαθητών κάτω των 500 διατίθεται φαρμακείον μετά φαρμάκων και επιδεσμικού υλικού δια την παροχήν Πρώτων Βοηθειών. 4.Εις κατάλληλον θέσιν εκάστου εργαστηρίου υπάρχει ανηρτημένον κυτίον πρώτων βοηθειών. Έπιπλα αιθουσών διδασκαλίας
| 121 |
2. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 785 της 26 Νοεμ. /11 Δεκ. 1941 Περί αυξήσεως κατά μίαν της εν τη περιφερεία του Ειρηνοδικείου θουρίας θέσεως Συμβολαιογράφου. Βλ. ήδη Ν.Δ. 1118/1942 (κατωτ. αριθ. 3).
| 345 |
18. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Αριθ.118/2209 της 20 Σεπτ./6 Οκτ. 1977 (ΦΕΚ Β΄ 975) Περί αυξήσεως των υπό του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Ηλεκτροτεχνιτών Ελλάδος παρεχομένων συντάξεων.
| 331 |
7. ΝΟΜΟΣ 3008 της 3/12 Αυγ. 1922 Περί ιθαγενείας των εν Ελλάδι ιατρών. Σχετικοί και ο: α)Ν.Δ. 6/29 Ιουν. 1923 περί απαγορεύσεως εξασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος εις επιστήμονας ιατρούς μη κεκτημένους την Ελληνικήν Υπηκοότητα. β)Ν.Δ. 8/18 Αυγ. 1923 περί επεκτάσεως του από 6 Ιουν. 1923 Ν.Δ/τος (εις φαρμακοποιούς). γ)Ν.Δ. 7/12 Αυγ. 1926 περί επεκτάσεως του από 6 Ιουν. 1923 Ν.Δ /τος (εις οδοντοϊατρούς, κτηνιάτρους και μαίας). δ)Ν.Δ. 1/26 Οκτ. 1923 περί τροποπ. του από 6 Ιουν. 1923 Ν.Δ/τος. ε)Νόμ. 4433 της 27 Αυγ./19 Σεπτ. 1929 περί απαγορεύσεως εξασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος εις επιστήμονας ιατρού, μη κεκτημένους την Ελληνικήν Υπηκοότητα. Βλ. ήδη άρθρ. 3 παρ. β΄ Α.Ν. 1565/1939. Σελ. 509 501 Άσκηση Ιατρικού Επαγγέλματος 34.Ζ.α.5-7
| 332 |
15. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ.1Β/6402 της 12/22 Αυγ.1986 (ΦΕΚ Β΄ 558) ΄Ιδρυση περιφερειακού επιμορφωτικού Κέντρου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. ΄Εχοντας υπόψη τις διατάξεις: Του άρθρ.29 παρ.7 του Νόμ.1566/1985. Την 5442/16.5.86(ΦΕΚ 343/Β/86) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών, αποφασίζουμε: Ιδρύεται Περιφερειακό Επιμορφωτικό Κέντρο (Π.Ε.Κ.) δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με έδρα την Αθήνα. Η λειτουργία του Π.Ε.Κ. αυτού αρχίζει από το σχολικό έτος 1986-1987. Από την έναρξη λειτουργίας του παύει η λειτουργία της Σχολής Εκπαιδευτικών Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Αθήνας.
| 41 |
18. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ Αριθ. Ε.Π.Φ.7170 της 26 Μαρτ./14 Απρ. 1956 (ΦΕΚ Β΄ 72) Περί εξουσιοδοτήσεως υπογραφής διαταγών «περί αποστολής Προσωπικού Ενόπλων Δυνάμεων εις Αλλοδαπήν». Έχοντες υπ’ όψιν: α)τας διατάξεις του άρθρ. 19 του Α.Ν. 676/1937 ως ούτος συνεπληρώθη και ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, β)το άρθρ. 25 παρ. 4 του 2387/1935 Ν.Δ/τος περί Υπουργείου Εθνικής Αμύνης κλπ., ως τούτο ισχύει νύν, εξουσιοδοτούμεν: Τους Αρχηγούς των Γ.Ε.ΕΘ.Α., Γ.Ε.Σ., Γ.Ε.Ν., Γ.Ε.Α., όπως υπογράφωσι Εντολή Υπουργού τας διαταγάς κινήσεως προσωπικού Ενόπλων Δυνάμεων εις Αλλοδαπήν δι’ οιανδήποτε αιτίαν, υπό την προϋπόθεσιν ότι θα έχη προηγουμένως ληφθή η σχετική περί της αποστολής έγκρισις του Υπουργικού Συμβουλίου ή του Προέδρου Κυβερνήσεως, του σχετικού εγγράφου προς την Γραμματείαν του Υπουργικού Συμβουλίου υπογραφομένου οπωσδήποτε παρ’ ημών.
| 68 |
23. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 1509 της 22 Μαΐου/10 Ιουλ. 1942 Περί συστάσεως Εφετείου εν Ιωαννίνοις. Άρθρ.1.-Συνιστάται προσωρινώς Δικαστήριον Εφετών υπό το όνομα "Εφετείον Ιωαννίνων" εδρεύον εν Ιωαννίνοις και περιλαμβάνον εν τη δικαιοδοσία αυτού τας περιφερείας των Πρωτοδικίων Ιωαννίνων και Πρεβέζης αποσπωμένας εκ της δικαιοδοσίας του Εφετείου Κερκύρας και Άρτης αποσπωμένης εκ του Εφετείου Πατρών καταργουμένου του υπ' αριθ. 343/1941 Ν. Διατάγματος (ανωτ. αρ. 22). Η ημέρα ενάρξεως της λειτουργίας αυτού καθορισθήσεται δια Διατάγματος του Προέδρου της Κυβερνήσεως, προτάσει του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού. Άρθρ.2.-Αι ενώπιον των Εφετείων Κερκύρας και Πατρών παντός είδους εκκρεμείς υποθέσεις είτε παραπεμφθείσαι εις αυτό κατά τας κειμένας διατάξεις είτε κατ' έφεσιν πολιτικών ή ποινικών αποφάσεων ή κατ' ανακοπήν βουλευμάτων, της ως άνω οριζομένης περιφερείας του Εφετείου Ιωαννίνων μεταβιβάζονται αυτοδικαίως και άνευ διακοπής εις το Εφετείον Ιωαννίνων, πλην των υπό διάσκεψιν ευρισκομένων, αίτινες μεταβιβάζονται μετά την έκδοσιν της αποφάσεως ή του βουλεύματος του Εφετείου Κερκύρας, αν δι' αυτών μη περαιώται οριστικώς η δίκη. Άρθρ.3.-1.Ο αριθμός των παρά τω Εφετείω Ιωαννίνων Εφετών ορίζεται εις τέσσαρας, αυξανομένου του συνολικού αριθμού των Προέδρων, Εισαγγελέων Εφετών και Εφετών αναλόγως. 2.(Κατηργήθη υπό του άρθρ. 8 του Ν. 174/1943, 6.Βε). Άρθρ.4.-(Αφορά προσωρινήν απόσπασιν εκ της περιφερείας Εφετείου Πατρών και υπαγωγήν εις την δικαιοδοσίαν Εφετείου Κερκύρας των περιφερειών Πρωτοδικείων Ζακύνθου, Λευκάδος και Κεφαλληνίας, υπαχθεισών εκ νέου εις την δικαιοδοσίαν του Εφετείου Πατρών δια του Ν. 1633/1944, κατωτ. αρ. 27). Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 6.Β.γ.21-23 Εφετεία και Πρωτοδικεία
| 324 |
11. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 465 της 17/24 Ιουν. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 172) Περί διατηρήσεως εις την ενεργόν υπηρεσίαν εκτός οργανικών θέσεων των καταλαμβανομένων υπό του ορίου ηλικίας κατωτέρων οργάνων των Σωμάτων Ασφαλείας και Πυροσβεστικού και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων. Οι κατωτέρω διατάξεις των άρθρ. 1 και 3 κωδικοποιήθηκαν από το Π.Δ. 1041/1979, ΦΕΚ Α΄ 292, (τόμ. 29 σελ. 90,657). Άρθρ.1.-«1.Τα εν αρθρ. 2 του Ν.Δ. 974/1971 «περί ιεραρχίας, προαγωγών, απολύσεων και μεταθέσεων των κατωτέρων οργάνων των Σωμάτων Χωροφυλακής, Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικού, και μεταθέσεων Ανθυπασπιστών Χωροφυλακής, Ανθυπαστυνόμων και Πυρονόμων» κατώτερα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας και Πυροσβεστικού, καταλαμβανόμενα υπό του ορίου ηλικίας προ της συμπληρώσεως 25ετούς πραγματικής εν τω σώματι υπηρεσίας διατηρούνται τη αιτήσει των, δια τον υπολειπόμενον προς συμπλήρωσιν αυτής χρόνον, εις την Κατώτερα ΄Οργανα Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.ζ.10-12 680 ενέργειαν, εκτός οργανικών θέσεων δι’ αποφάσεως του οικείου Αρχηγού, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και όστις λογίζεται ως κατά παράτασιν του ορίου ηλικίας διανυθείς. 2.Η απόλυσις των ούτω διατηρουμένων εις την ενέργειαν οργάνων χωρεί δι’ αποφάσεως του οικείου Αρχηγού, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, άμα τη συμπληρώσει παρ’ αυτών 25ετούς πραγματικής εν τω σώματι υπηρεσίας. Η απόλυσις τούτων δύναται να αποφασισθή και προ της συμπληρώσεως της κατά τα ανωτέρω υπηρεσίας, εάν, κατά την κρίσιν του οικείου Αρχηγού, ερειδομένην επί ητιολογημένης υπηρεσιακής προτάσεως, η περαιτέρω εν ενεργεία εκτός οργανικών θέσεων, διατήρησίς των αποβαίνει δια το συμφέρον της Υπηρεσίας επιζημία». Το άρθρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω, αφ’ ης ίσχυσεν, δια του άρθρ. 1 Ν.Δ. 139/1974 (κατωτ. αριθ. 13). Άρθρ.2.-(Κατηργήθη, αφ’ ης ίσχυσεν, δια του άρθρ. 2 Ν.Δ. 139/1974, κατωτ. αριθ. 13). Άρθρ.3.-«Αι διατάξεις του παρόντος Ν.Δ/τος εφαρμόζονται και δια τους καταληφθέντας υπό του ορίου ηλικίας την 31 Δεκ. 1973 και διατηρηθέντας τη αιτήσει των εκτός οργανικών θέσεων με τον ανώτερον βαθμόν εν τη ενεργώ υπηρεσία, δι’ οιονδήποτε λόγον». Το άρθρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω, αφ’ ης ίσχυσεν, δια του άρθρ. 3 Ν.Δ. 139/1974 (κατωτ. αριθ. 13). Άρθρ.4.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
| 195 |
43. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 143 της 2/10 Μαρτ. 1961 (ΦΕΚ Α΄ 36) Περί τρόπου αναθέσεως της εκτυπώσεως γραμματοσήμων και προμηθείας των αναγκαιούντων προς τούτο υλικών. Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις του άρθρ. 2 (περίπτ. 3) του Ν.Δ. υπ’ αριθ. 4119/1960 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων αφορωσών τας Υπηρεσίας Ταχυδρομείων, κλπ», μετά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας υπ’ αριθ. 119/1961. Προτάσει των Ημετέρων επί των Οικονομικών και Συγκοινωνιών-Δημ. Έργων Υπουργών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν. Άρθρον μόνον.-1.Η εκτύπωσις των αναγκαιουσών εκάστοτε εις την Ταχυδρομικήν Υπηρεσίαν σειρών γραμματοσήμων, κοινών και αναμνηστικών, ως και των συναφών προς ταύτας διαφημιστικών εντύπων πάσης φύσεως, φακέλλων πρώτης ημέρας κυκλοφορίας, λευκωμάτων κλπ. δύναται να ανατίθηται απ’ ευθείας και άνευ διαγωνισμού, μετά προηγουμένην λήψιν προσφορών, εις ανεγνωρισμένους Οίκους του εσωτερικού, εκ των διατεθόντων τα Σελ. 178 171-114 προς τούτο πρόσφορα μέσα, πείραν και αρτίας εγκαταστάσεις και παρεχόντων εχέγγυα επιτυχούς εκτελέσεως τοιούτων εργασιών, έτι δε και εγγυήσεις ασφαλείας. 2.Η ανάθεσις της εργασίας εκτυπώσεως δύναται να αφορά είτε μίαν ωρισμένην σειράν γραμματοσήμων είτε τας εκδιδομένας σειράς γραμματοσήμων εντός ωρισμένης χρονικής διαρκείας, μη δυναμένης να υπερβή την διετίαν. 3.Οι τεχνικοί και οικονομικοί όροι της εκτυπώσεως κλπ., καθοριζόμενοι υπό της οικείας Φιλοτελικής Υπηρεσίας της Γεν. Δ/νσεως Ταχυδρομείων, μετά σύμφωνον, κατά περίπτωσιν γνωμοδότησιν των παρ’ αυτή Συμβουλίων Ταχ. Εκμεταλλεύσεως και Ταχ. Ενσήμων, περιλαμβάνονται εις τας οικείας μεταξύ του αναδόχου και του Υπουργού Συγκοινωνιών συμβάσεις. 4.Επί τω τέλει όπως ο χρησιμοποιούμενος δια την εκτύπωσιν των γραμματοσήμων χάρτης προσφέρεται απολύτως και πληρέστερον δια την αρτιωτέραν εμφάνισιν των εκδιδομένων σειρών, η Ταχ/κή Υπηρεσία δύναται να προέρχηται εις την προμήθειαν τοιούτου χάρτου, δεδοκιμασμένης ποιότητος καταλλήλου δια πολύχρωμον εκτύπωσιν γραμματοσήμων, απ’ ευθείας και άνευ διαγωνισμού. 5.Δια την κατά τας ανωτέρω παραγράφους ανάθεσιν των εργασιών εκτυπώσεως καθώς και την προμήθειαν χάρτου απαιτείται η έκδοσις προηγουμένως συμφώνου ητιολογημένης γνωμοδοτήσεως των Συμβουλίων Ταχυδρ. Εκμεταλλεύσεως και Ταχυδρομικών Ενσήμων και σχετική έγκρισις του Υπουργού Συγκοινωνιών και Δημ. Έργων. Κατά πάσαν περίπτωσιν, ο αυτός Υπουργός δύναται να διατάξη την διενέργειαν δημοσίου μειοδοτικού διαγωνισμού, είτε απ’ ευθείας υπό της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, είτε μέσω της Επιτροπής Κρατικών Προμηθειών. Εις τον Ημέτερον επί των Συγκοινωνιών-Δημ. Έργων Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. 22.Γ.α.43 Ταχυδρομική Ανταπόκριση
| 290 |
9. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 4/6 Οκτ. 1950 (ΦΕΚ Α΄ 223) Περί οργανισμού του Υπουργείου Συντονισμού. Αντικατεστάθη καθ’ όλας αυτού τας διατάξεις δια του κατώτ. Β.Δ. 10/10 Φεβρ. 1951.
| 175 |
6. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 78 της 18/29 Ιαν. 1966 (ΦΕΚ Α΄ 19) Περί καταργήσεως της Ειδικής Υπηρεσίας Στεγαστικής Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων Ολυμπίας του Νομού Ηλείας. ΄Εχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις του εδαφ. β΄ της παρ. 3 του άρθρ. 16 του Νόμ. 4467/1965 «περί ιδρύσεως κλπ.» την υπ’ αριθ. 836/65 γνωμοδότησιν του Α.Σ.Δ.Υ. ως και την υπ’ αριθ. 1035/1965 ομοίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει των Ημετέρων επί του Συντονισμού, Οικονομικών, Δημοσίων ΄Εργων και Κοινωνικής Προνοίας Υπουργών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: ΄Αρθρον μόνον.-1.Εκ των προβλεπομένων υπό των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου μόνου του υπ’ αριθ. 549/65 Β.Δ/τος «περί συστάσεως προσωρινών υπηρεσιών κλπ.» (ΦΕΚ 124/29.6.65) προσωρινών υπηρεσιών καταργείται υπό στοιχ. Β΄ Ειδική Υπηρεσία στεγαστικής αποκαταστάσεως σεισμοπλήκτων Ολυμπίας του Νομού Ηλείας. 2.Η αρμοδιότης της υπηρεσίας ταύτης περιέρχεται η μεν αναφερομένη εις την περιφέρειαν Ολυμπίας εις το Κέντρον Κοινωνικής Προνοίας Ηλείας και την Δ/νσιν Τεχνικών Υπηρεσιών Ηλείας, η δε εις την περιφέρειαν της Επαρχίας Τριφυλίας του Νομού Μεσσηνίας εις το Κέντρον Κοιν. Προνοίας Μεσσηνίας και την Δ/νσιν Τεχνικών Υπηρεσιών Μεσσηνίας. 3.Διοικητικοί και τεχνικοί υπάλληλοι της καταργουμένης ως άνω υπηρεσίας, προσληφθέντες δυνάμει των διατάξεων του άρθρ. 14 του υπ’ αριθ. 460/65 Β.Δ/τος, μεταφέρονται αντιστοίχως εις το Κέντρον Κοινωνικής Προνοίας και την Διεύθυνσιν Τεχνικών Υπηρεσιών νομού Ηλείας, μεταφερομένων, επίσης αντιστοίχως και των συσταθεισών επί τη βάσει των αυτών ως άνω διατάξεων και υπ’ αυτών κατεχομένων προσωρινών θέσεων. Εις τους αυτούς Υπουργούς, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.
| 273 |
8. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 602 της 16/27 Ιουλ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 158) Περί συμπληρώσεως της περί Οργανισμού προγνωστικών αγώνων ποδοσφαίρου νομοθεσίας. (Κατηργήθη δια της παρ. 1 του άρθρ. 24 Νόμ. 423/1976, ανωτ. σελ. 646,560. Βλ. και λοιπάς διατάξεις του αυτού άρθρ. 24).
| 18 |
10. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ. Αριθ. ΔΕ2/4/1/3709 της 28 Φεβρ./6 Μαρτ. 1976 (ΦΕΚ Β΄ 318) Περί καθορισμού επιδόματος μετακινουμένων προς επιμόρφωσιν και ειδικού επιδόματος επιμορφώσεως δημοσίων υπαλλήλων.
| 263 |
1. ΝΟΜΟΣ ΙΙΖ΄ της 19/29 Οκτ. 1864 Περί καταργήσεως του υπό στοιχ. ΞΣΤ΄ Ψηφίσματος της Συνελεύσεως και ανακτήσεως καθ’ ολοκληρίαν των δικαιωμάτων των δι’ αυτού καταδικασθέντων Υπουργών.
| 134 |
52. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 543 της 20/27 Ιουλ. 1976 (ΦΕΚ Α΄ 195) Περί επιβολής ποιοτικού ελέγχου κατά την εξαγωγήν των βερυκόκκων.
| 84 |
89. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒ/ΣΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜ. ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Αριθ. 11730 της 3/7 Αυγ. 1989 (ΦΕΚ Β΄ 585) Συγκρότηση ενιαίου διοικητικού τομέα στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. (Καταργήθηκε από την 8176/21 Ιουν.-1 Ιουλ. 1994, (ΦΕΚ Β΄ 509) αποφ. Υπ. Προεδρίας Κυβερνήσεως Οικονομικών και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας).
| 305 |
50. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Φ53/Α/548 της 6/16 Μαΐου 1997 (ΦΕΚ Β΄ 401) Αύξηση των συντάξεων των συνταξιούχων του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης του ΤΣΠΕΑΘ για το έτος 1997.
| 65 |
31. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. 51926 της 9/16 Μαΐου 1972 (ΦΕΚ Β΄ 345) Περί εγκρίσεως του Κανονισμού Οργανώσεως και λειτουργίας της Υγειονομικής Περιθάλψεως φοιτητών της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών. Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις του άρθρ. 2 παρ. 2 του Ν.Δ/τος υπ’ αριθ. 927/1971 (ΦΕΚ 141-Α΄) «περί παροχής υγειονομικής περιθάλψεως εις τους φοιτητάς ανωτάτων τινών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων», εν συνδυασμώ προς τας διατάξεις του υπ’ αριθ. 135/1972 Β.Δ/τος (ΦΕΚ 32-Α΄) «περί της παρεχομένης υγειονομικής περιθάλψεως εις φοιτητάς ανωτάτων τινών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» και την υπ’ αριθ. 893/18.4.1972 πρότασιν της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών (απόφασις της Γενικής Συνελεύσεως των καθηγητών αυτής από 20.3.1972), αποφασίζομεν: Εγκρίνομεν τον Εσωτερικόν Κανονισμόν παροχής υγειονομικής περιθάλψεως προς τους φοιτητάς της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών, έχοντα ως ακολούθως: Παρεχομένη υγειονομική περίθαλψις Άρθρ.1.-Η υπό του Ν.Δ/τος υπ’ αριθ. 927/1971 προβλεπομένη υγειονομική περίθαλψις, ήστινος η έκτασις καθορίζεται δια των διατάξεων του υπ’ αριθ. 135/1972 Β.Δ/τος, παρέχεται προς τους δικαιούχους ταύτης φοιτητάς, περί ων το άρθρ. 8 του Βασιλικού τούτου Δ/τος δια του ιατρείου της Σχολής ή μερίμνη αυτής κατά τα οριζόμενα εν ταις προμνησθείσαςι διατάξεσι και τα διαλαμβανόμενα εν τη παρούση αποφάσει. Οργάνωσις Υγειονομικού Γραφείου Άρθρ.2.-1.Δια την οίκοι και εν τω ιατρείω της Σχολής υγειονομικήν περίθαλψιν των φοιτητών προσλαμβάνεται, κατόπιν αποφάσεως της Συγκλήτου, δια συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου ιατρός παθολόγος, όστις μεριμνά δια την καλήν λειτουργίαν του ως άνω ιατρείου. 2.Κατόπιν αποφάσεως της Συγκλήτου, η Σχολή δύναται να συμβάλλεται επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου μετά ιατρών λοιπών ειδικοτήτων, φαρμακοποιών, ιατρικών εργαστηρίων δια παρακλινικάς και εργαστηριακάς εξετάσεις, εφ’ όσον δεν καθίσταται δυνατή η διενέργεια των σχετικών Ιατρικών εξετάσεων και της παροχής εν γένει υγειονομικής περιθάλψεως υπό των εξωτερικών ιατρείων και εργαστηρίων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων άρθρ. 1 του Ν.Δ. 927/1971, προς α κατά κανόνα δέον να παραπέμπωνται οι φοιτηταί. 3.Αι σχετικαί συμβάσεις δέον απαραιτήτως να διαλαμβάνουσι την χρονικήν διάρκειαν της προσλήψεως και την αμοιβήν των προσλαμβανομένων, προκειμένου δε περί του παθολόγου ιατρού λεπτομερώς τον χρόνον της καθ’ εκάστην ημέραν εν τω ιατρείω της Σχολής απασχολήσεώς του. 4.Την δια την υγειονομικήν περίθαλψιν των φοιτητών απαιτουμένην υπηρεσιακήν αλληλογραφίαν και λοιπήν υπηρεσίαν αναλαμβάνουν κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος οι εν τη Σχολή υπηρετούντες υπάλληλοι. (Αντί της σελ. 712,01) Σελ. 712,01(α) Τεύχος 460-Σελ. 99 467 Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών 31.Θ.γ.29-31 Καθήκοντα του ιατρού της Σχολής Άρθρ.3.-Μεταξύ των καθηκόντων του ιατρού της Σχολής διαλαμβάνονται, πλην εκείνων άτινα προκύπτουν εκ της εφαρμογής του παρόντος Κανονισμού, και τα ακόλουθα: α)Η παροχή ιατρικών συμβουλών προς τους φοιτητάς. β)Ο εμβολιασμός των φοιτητών, οσάκις ούτος απαιτείται και η χορήγησις σχετικών βεβαιώσεων. γ)Η ατομική ιατρική εξέτασις των κατ’ έτος το πρώτον εγγραφομένων εις την Σχολήν Φοιτητών. δ)Η υγειονομική επιθεώρησις των αιθουσών, γραφείων, του εστιατορίου και της Λέσχης των φοιτητών, των προαυλίων και λοιπών κοινοχρήστων χώρων της Σχολής, η υπόδειξις παντός μέτρου διασφαλίζοντος την υγείαν των φοιτητών και η παρακολούθησις εφαρμογής των εισηγήσεών του, του επόπτου κτιρίων της Σχολής, υποχρεουμένου, όπως μεριμνά δια την εκτέλεσιν των υπό του ιατρού υποδεικνυομένων υγειονομικών μέτρων. ε)Η τήρησις μητρώου ασθενούντων φοιτητών, μητρώου υγειονομικών επιθεωρήσεων κτιρίων της Σχολής και ειδικού βιβλίου εμβολιασμών φοιτητών. ς)Η γραπτή εισήγησις προς την Σύγκλητων της Σχολής περί των απαιτουμένων δαπανών υγειονομικής περιθάλψεως φοιτητών. ζ)Η υπόδειξις εγκαίρου προμηθείας των δια την λειτουργίαν του ιατρείου της Σχολής απαιτουμένων φαρμάκων και ιατρικών ειδών και η φύλαξις αυτών. Ιατρική περίθαλψις φοιτητών Άρθρ.4.-1.Η ιατρική περίθαλψις παρέχεται δι’ εξετάσεως των δεομένων ταύτης φοιτητών υπό του ιατρού της Σχολής εν τω ιατρείω αυτής ή εν τω οίκω του ασθενούντος φοιτητού. 2.Οι ελαφρώς ασθενούντες φοιτηταί και έχοντες ανάγκην ιατρικής συνδρομής δύνανται να προσέρχωνται καθ’ εκάστην και κατά τας υπό της Σχολής καθωρισμένας ώρας εν τω ιατρείω αυτής, ένθα εξετάζονται υπό του ιατρού επί τη επιδείξει της φοιτητικής αυτών ταυτότητος. 3.Οι βαρύτερον πάσχοντες υποχρεούνται όπως ειδοποιώσιν εγκαίρως περί της ασθενείας των τον ιατρόν της Σχολής, γνωστοποιούντες άμα τη ακριβή αυτών διεύθυνσιν κατοικίας και το επείγον ή ου της αιτουμένης οίκοι ιατρικής επισκέψεως. Σελ. 712,02(α) Τεύχος 460-Σελ. 100 4.Ο ιατρός υποχρεούται να μεταβαίνη αυθημερόν και άνευ καθυστερήσεως εις την οικίαν των κατά τα ανωτέρω ειδοποιούντων φοιτητών, κατά προτεραιότητα των εχόντων επείγουσαν ανάγκην αμέσου ιατρικής βοηθείας και να παρέχη αυτοίς την δέουσαν ιατρικήν συνδρομήν ως και τα αναλογούντα φάρμακα, δια συνταγών. Νοσοκομειακή περίθαλψις Άρθρ.5.-1.Εάν κατά την συμφώνως προς τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου ιατρικήν εξέτασιν διαπιστωθή ότι ο ασθενών φοιτητής στερείται της αναγκαιούσης οικογενειακής επιμελείας, παραπέμπεται ούτος, μερίμνη του ιατρού της Σχολής και κατόπιν αποφάσεως της Συγκλήτου εις τι των εν τω άρθρ. 1 του Ν.Δ/τος υπ’ αριθ. 927/1971 διαλαμβανομένων νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Εν ειδικαίς περιπτώσεσι δύναται ο φοιτητής να παραπέμπηται εις ιατρόν συγκεκριμένης ειδικότητος, κατ’ αρχήν συμβεβλημένον μετά του Δημοσίου. 2.Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, λόγω της σοβαρότητος της ασθενείας φοιτητού, δύναται να παραπέμπηται ούτος εις νοσηλευτικόν Ίδρυμα υπό μόνου του ιατρού της Σχολής, του τελευταίου υποχρεουμένου, όπως ενημερώση περί της τοιαύτης ενεργείας του τον Πρύτανιν της Σχολής. 3.Εις κατεπειγούσας περιπτώσεις επιτρέπεται η παραπομπή ασθεούντος φοιτητού εις νοσοκομείον, κατά προτίμησιν των εν παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναφερομένων, υπό ιδιώτου ιατρού. Δια την καταβολήν εις τούτον ιατρικής επισκέψεως εκδίδεται εκ των υστέρων παρά του ιατρού της Σχολής ειδικόν παραπεμπτικόν, θεωρημένον υπό της αρμοδίας υπηρεσίας της Σχολής, δι’ ου δικαιολογείται η έκτακτος ανάγκη χρησιμοποιήσεως ιδιώτου ιατρού. Τα ανωτέρω ισχύουσι και δια τας περιπτώσεις φοιτητών, τυχόντων κατεπείγουσαν υγειονομικήν περίθαλψιν εκτός Αθηνών, συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρ. 8 παρ. 5 του υπ’ αριθ. 135/1972. 4.Εις τας περιπτώσεις των προηγουμένων υπ’ αριθ. 2 και 3 παραγράφων δέον να ειδοποιήται η Γραμματεία της Σχολής, μερίμνη του φοιτητού ή του κηδεμόνος αυτού ή του οικείου νοσηλευτικού ιδρύματος, εντός 48 ωρών από της εισαγωγής του φοιτητού εις νοσοκομείον. 468 31.Θ.γ.31 Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Φαρμακευτική περίθαλψις Άρθρ.6.-1.Τα υπό του ιατρού της Σχολής οριζόμενα φάρμακα αναγράφονται εις ηριθμένας συνταγάς, αναγραφούσας τα στοιχεία του φοιτητού ως και τον αριθμόν της πολιτικής και φοιτητικής αυτού ταυτότητος. 2.Αι ως άνω συνταγαί εκτελούνται εις τα υπό της Σχολής καθοριζόμενα φαρμακεία επί καταβολή υπό του φοιτητού του υπό του άρθρ. 3 του υπ’αριθ. 135/1972 Β.Δ/τος προβλεπομένου ποσοστού συμμετοχής του εις την αξίαν των φαρμάκων του υπολοίπου χρηματικού ποσού βαρύνοντος τον προϋπολογισμόν της Σχολής, εξαιρέσει των απόρων φοιτητών, δικαιουμένων δωρεάν φαρμακευτικής περιθάλψεως. Οι φοιτηταί δέον να υπογράφωσι επί της συνταγής κατά την παραλαβήν των φαρμάκων. 3.Συνταγή, δια προμήθειαν φαρμάκου, εκδιδομένη λόγω εκτάκτου ανάγκης παρ’ ιδιώτου ιατρού υπόκειται εις την έγκρισιν του ιατρού της Σχολής εντός 48 ωρών από της εκδόσεώς της όταν πρόκειται περί της περιοχής Αττικής, επί παραλήψει δε της υποχρεώσεως ταύτης, το αντίτιμον των φαρμάκων καταβάλλεται εξ ολοκλήρου υπό του φοιτητού. 4.Συνταγαί υποβαλλόμεναι προς εξόφλησιν εις την Σχολήν ελέγχονται υπό του ιατρού ταύτης δια την σύμφωνον προς την ισχύουσαν επίσημον διατίμησιν κοστολόγησίν των. Δαπάναι υγειονομικής περιθάλψεως Άρθρ.7.-1.Αι δια την υγειονομικήν περίθαλψιν των φοιτητών απαιτούμεναι δαπάναι αποφασίζονται ή εγκρίνονται υπό της Συγκλήτου εντός του εγκρινομένου εκάστοτε ορίου εκτελέσεως της εν τω προϋπολογισμώ της Σχολής αναγραφομένης σχετικής πιστώσεως. 2.Επί των ανωτέρω δαπανών απαιτείται έγγραφος εισήγησις του ιατρού της Σχολής, όστις καλούμενος δύναται να μετέχη άνευ ψήφου κατά την οικείαν συνεδρίασιν της Συγκλήτου. 3.Αι πληρωμαί των κατά τα ανωτέρω εγκρινομένων δαπανών ενεργούνται δια κανονικών ενταλμάτων, εκδιδομένων υπό του Λογιστηρίου της Σχολής κατά τα ισχύοντα και δια τας λοιπάς δαπάνας της Σχολής. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
| 199 |
179. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Αριθ. 85532 της 25 Ιαν. - 13 Φεβρ. 2001 (ΦΕΚ Β΄141) Ανώτατα όρια υπολειμμάτων φυτοπροστατευτικών προϊόντων επί και εντός ζωικής και φυτικής προέλευσης προϊόντων, σε συμμόρφωση προς τις οδηγίες: 97/41/ΕΚ του Συμβουλίου και 1999/65 /ΕΚ της Επιτροπής. Αφορά τροποποιήσεις που αναφέρονται στις Αποφάσεις: α) 300481/1984 (ΦΕΚ Β΄724), ανωτ. αριθ. 141α, β) 290341/1988 (ΦΕΚ Β΄560), ανωτ. αριθ. 150, γ) 352654/1995 (ΦΕΚ Β΄518), ανωτ. αριθ. 161α και γ) Π.Δ. 497/1989 (ΦΕΚ Α΄212), Τόμ. 17, σελ. 594,13.
| 251 |
3. ΝΟΜΟΣ 5728 της 3/5 Οκτ. 1932 Περί κυρώσεως του Ν.Δ/τος από 30/30 Ιουλ. 1932 περί τροποποιήσεως των αφορώντων την θήραν άρθρων του Δασικού Κώδικος κλπ. Κατηργήθη υπό του άρθρ. 20 του Α.Ν. 1926/1936 (κατωτ. αριθ. 5).
| 238 |
6. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 61 της 23/26 Σεπτ. 1974 (ΦΕΚ Α' 264) Περί της διοικήσεως και εποπτείας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Ε.Ι.Ε.) Άρθρ.1.-1.Το Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.) διοικείται υπό 12μελούς Συμβουλίου, εκπροσώπων ανεγνωρισμένου κύρους και επιστημονικής ικανότητος και δράσεως εις πεδία συγρόνου επιστημονικής ερεύνης, διοριζομένων επί 3ετεί θητεία, δι' αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, οριζούσης άμα τους εκ των μελών Πρόεδρον και Αντιπρόεδρον του Συμβουλίου. Τα μέλη του Συμβουλίου επιτρέπεται ν' αντικαθίσταται ελευθέρως και προ της λήξεως της θητείας των. 2.Το Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, τελεί υπό τον έλεγχον και την εποπτείαν του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών. Ήδη το άνω Ε.Ι.Ε., υπάγεται στη Εποπτεία του Υπουργού Έρευνας και Τεχνολογίας και μετατρέπεται σε ΝΠΔΔ από την παρ. 1 άρθρ. 31 Νόμ. 1514/1985, ΦΕΚ Α' 13 (Τόμ. 24Α, σελ. 336,20). Άρθρ.2.-Αι παρ. 1 και 3 άρθρ. 4 του Ν.Δ. 572/ 1970 "περί οργανώσεως, διαρθρώσεως, λειτουργίας και αρμοδιοτήτων των πάσης κατηγορίας Νομικών Προσώπων, Οργανισμών και Επιτροπών, εν τη διοικήσει των οποίων μετέχει ο Βασιλεύς ή μέλος της Βασιλικής Οικογενείας" και πάσα αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον διάταξις καταργούνται. Άρθρ.3.-Η ισχύς του παρόντος, άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σελ. 792,02(ε) Τεύχος 1375 Σελ. 66
| 349 |
30. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 128 της 5/13 Φεβρ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 38) Περί μετονομασίας και καθορισμού περιεχομένου Εδρών εις Ε.Μ. Πολυτεχνείο.
| 179 |
26. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. 215/1849 της 10/18 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 446) Υπολογισμός εισφορών-παροχών του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων για τους υπαλλήλους των ΕΛ.Τ.Α. που ασφαλίζονται σ’ αυτό.
| 93 |
11. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. Π.6793/647 της 7/31 Οκτ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 774) Τύπος και περιεχόμενο του ειδικού στοιχείου που εκδίδεται από τους αγρότες που ασκούν παράλληλα και εμπορική δραστηριότητα ή εξάγουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό.
| 118 |
3. ΝΟΜΟΣ 4821 της 14/16 Ιουλ. 1930 Περί συμπληρώσεως του ν. 3755 της 8/12 Ιαν. 1929 περί απαγορεύσεως πωλήσεως ελαιολάδων αναμεμειγμένων μετά σπορελαίων κλπ. (Προστίθενται παράγραφοι εις τα άρθρ.3, 7, 1 και 2 του ν. 3755 (ανωτ. αρ. 1), τροποποιούνται τα εδ. β΄, ε΄, ζ΄ και θ΄της κλάσεως 17 και το εδάφ. β΄της κλάσεως 16 του τελωνειακού δασμολογίου (τ. 30) και αντικαθίσταται η β΄παράγραφος του ν. 4624, 27. Αδ. 2θ).
| 212 |
75. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 23403/4189 της 21 Νοεμ./4 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Β' 1252) Περί διαφορών πού θα καταβληθούν από τους οινοπνευματοποιούς Β' κατηγορίας, βάσει της αποφάσεώς μας 17867/3122/14.10.1980 "Διατίμηση οινοπνεύματος".
| 353 |
5. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 30 Οκτ./12 Νοεμ. 1952 Περί συστάσεως Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής παρά τω Υγειονομικώ Κέντρω Φθιώτιδος. Έχοντες υπ’ όψιν την παρ. 3 του άρθρ. 11 του Νόμ. 1811/1951 «περί Κώδικος καταστάσεως Δημοσίων Διοικητικών υπαλλήλων» ως και την υπ’ αριθ. 912/1952 σύμφωνον γνωμοδότησιν του Α.Σ.Δ.Υ., προτάσει του Ημετέρου επί της Κοινωνικής Προνοίας Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον μόνον.-Συνιστώμεν εις την έδραν του Υγειονομικού Κέντρου Φθιώτιδος, ένθα δεν υφίσταται έδρα Εφετείου, Δευτεροβάθμιον Υγειονομικήν Επιτροπήν. Η κατά τόπον αρμοδιότης της ως άνω Επιτροπής επεκτείνεται εφ’ ολοκλήρου της περιφερείας του ειρημένου Υγειονομικού Κέντρου περιοριζομένης αντιστοίχως της κατά τύπον αρμοδιότητος της Δευτεροβαθμίου Επιτροπής Αθηνών. Η συγκρότησις της ανωτέρω Επιτροπής θέλει γίνη δια πράξεως του οικείου Νομάρχου. Εις τον αυτόν επί της Κοινωνικής Προνοίας Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.
| 263 |
2. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ' 657 της 25 Οκτ./1 Νοεμ. 1971 (ΦΕΚ Α' 219) Περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου. Έχοντες υπ' όψιν:1)τας διατάξεις του άρθρ. 73 του Ν.Δ/τος υπ' αριθ. 958/1971 «περί τροποποιήσεως του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου (Α.Ν. 44/1967)» και 2)την υπ' αριθ. 610/1971 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προτάσει του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον πρώτον.-Αι διατάξεις του Α.Ν. 44/1967 «Κώδιξ Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός αυτού Νόμος», ως ετροποποιήθησαν υπό των α)Α.Ν. 545/1968 «Περί διορθώσεών τινων εν τω κειμένω του υπ' αριθ. 44/1967 Α.Νόμου», β)Ν.Δ. 386/1969 «Περί τροποποιήσεως του άρθρ. 500 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας» και γ)του Ν.Δ. 958/1971 «Περί τροποποιήσεως του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου (Α.Ν. 44/1967)», κωδικοποιούνται εις ενιαίον κείμενον, ως ακολούθως: ΚΩΔΙΞ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Με την παρ.1 άρθρ.1 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109) κατωτ.αριθ.31, ορίστηκε ότι όπου στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναφέρονται οι λέξεις «πρώτη συζήτηση» αντικαθίστανται με τη λέξη «συζήτηση».Για την έναρξη ισχύος του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α΄ (άρθρ.1-22) Νόμ.2915/2001 βλ. παρ.1 άρθρ.15 Νόμ.2943/12-12 Σεπτ.2001 (ΦΕΚ Α΄203), κατωτ.αριθ.32. ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' Δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Άρθρον 8 (8 α.ν. 44/67) Ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς απόκειται εις την ελευθέραν κρίσιν του δικαστηρίου δυναμένου εν ανάγκη να διατάξη απόδειξιν. Άρθρον 94 (95 α.ν. 44/67) 1.Ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων υποχρεούνται οι διάδικοι να παρίστανται δια πληρεξουσίου δικηγόρου. 2.Οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται άνευ πληρεξουσίου δικηγόρου α)ενώπιον του ειρηνοδικείου, β)επί ασφαλιστικών μέτρων, γ)προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου. 3.Κατά τας περιπτώσεις της § 2 ο δικαστής δικαιούται, εκτιμών τας καθ' έκαστον περιστάσεις, να υποχρεώση τον διάδικον εις πρόσληψιν δικηγόρου. Άρθρον 920 (981 α.ν. 44/67) Επί τη βάσει του κατά της ομορρύθμου ή ετερορρύθμου εταιρίας εκτελεστού τίτλου δύναται να γίνη αναγκαστική εκτέλεσις και κατά των ομορρύθμων εταίρων. Άρθρον 921 (983 ά.ν. 44/67) 1.Η αρξαμένη κατά του οφειλέτου αναγκαστική εκτέλεσις, θανόντος τούτου, συνεχίζεται αφ' ης ο κληρονόμος αποδεχθή την κληρονομίαν ή αφ' ης παρέλθη η προς αποποίησιν προθεσμία ή διορισθή κηδεμών της σχολαζούσης κληρονομίας. 2.Εν όσω ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα της αποποιήσεως της κληρονομίας, δεν δύναται να γίνη αναγκαστική εκτέλεσις προς ικανοποίησιν απαιτήσεως κατά της κληρονομίας, πλην αν έχη γίνει διορισμός κηδεμόνος της σχολαζούσης κληρονομίας. 3.Αναγκαστική εκτέλεσις προς ικανοποίησιν απαιτήσεων κατά οφειλέτου γενομένου κληρονόμου δεν δύναται να γίνη επί της κληρονομίας πριν ούτος αποδεχθή την κληρονομίαν ή παρέλθη η προς αποποίησιν αυτής προθεσμία. 4.Οσάκις επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων ο οφειλέτης υποχρεούται εις παροχήν υπό τον όρον ταυτοχρόνου εκ μέρους του δανειστού εκπληρώσεως της βαρυνούσης αυτόν αντιπαροχής, η αναγκαστική εκτέλεσις δεν δύναται να χωρήση προ της προσφοράς της αντιπαροχής προς τον οφειλέτην, πλην αν αποδεικνύεται δια δημοσίου εγγράφου ή ιδιωτικού έχοντος αποδεικτικήν δύναμιν ότι εξεπληρώθη ήδη η αντιπαροχή ή ότι ο οφειλέτης περιήλθεν εις υπερημερίαν αποδοχής. Άρθρον 922 (984 α.ν. 44/67) Ο δικαιούμενος εις αναγκαστικήν εκτέλεσιν προκειμένου να προβή εις ταύτην δύναται να ζήτηση την παροχήν κληρονομητηρίου περί του δικαιώματος του καθ' ου η εκτέλεσις. Άρθρον 923 (985 α.ν. 44/67) Αναγκαστική εκτέλεσις κατ' αλλοδαπού Δημοσίου δεν δύναται να γίνη άνευ προηγουμένης αδείας του Υπουργού της Δικαιοσύνης. (Αντί για τη σελ. 119(ε) Σελ. 119(ζ) Τεύχος 1352 Σελ. 95 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 924 (986 α.ν. 44/67) Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως άρχεται από της επιδόσεως εις τον καθ' ου αύτη αντιγράφου του απογράφου μετ' επιταγής προς εκτέλεσιν, εις την περίπτωσιν δε του άρθρ. 915 και αντιγράφου του εν αυτώ αναφερομένου αποδεικτικού εγγράφου. Η επιταγή γράφεται κάτωθι του αντιγράφου «του απογράφου» και πρέπει να περιέχη ακριβή καθορισμόν της απαιτήσεως. Ο επισπεύδων, εάν δεν κατοική εις την περιφέρειαν του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως, υποχρεούται να διορίση δια της επιταγής ή δι' αυτοτελούς δικογράφου κοινοποιουμένου προς τον καθ' ου η εκτέλεσις αντίκλητον κατοικούντα εις την περιφέρειαν του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως. Εάν δεν ορισθή αντίκλητος, αντίκλητος είναι ο υπογράψας την επιταγήν δικηγόρος. Προς τον αντίκλητον δύνανται να γίνουν πάσαι αι αφορώσαι την εκτέλεσιν επιδώσεις και προσφοραί. Οι λέξεις «του απογράφου» στο δεύτερο εδάφιο προστέθηκαν από την παρ. 1 άρθρ.10 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), τόμ. 8 σελ. 84,243. Άρθρον 925 (987 α.ν. 44/67) 1.Ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν δύναται να αρχίση ή να συνεχίση την αναγκαστικήν εκτέλεσιν προ της κοινοποιήσεως εις τον καθ' ου η εκτέλεσις της επιταγής και των νομιμοποιούντων αυτόν εγγράφων. 2.Οσάκις η αρξαμένη αναγκαστική εκτέλεσις πρόκειται να συνεχισθή κατά κληρονόμου ή κηδεμόνος σχολαζούσης κληρονομίας, απαιτείται όπως προηγηθή η προς αυτούς επίδοσις της επιταγής. Άρθρ.926.(988 Α.Ν. 44/67).-1.«Μετά την επίδοση της επιταγής δεν μπορεί με ποινή ακυρότητας να γίνει άλλη πράξη εκτέλεσης πριν περάσουν 3 εργάσιμες ημέρες από την επίδοση». Η προθεσμία αύτη πρέπει να τηρείται και οσάκις η αναγκαστική εκτέλεσης συνεχίζεται κατά του κληρονόμου ή του κηδεμόνος της σχολαζούσης κληρονομίας. Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. 2.Μετά παρέλευσιν έτους από της επιδόσεως της επιταγής δεν δύναται να γίνη περαιτέρω πράξις εκτελέσεως επί τη βάσει αυτής. Άρθρον 927 (989 α.ν. 44/67, 62.8 ν.δ. 958/71) Η αναγκαστική εκτέλεσις γίνεται επιμελεία του δικαιουμένου να προβή εις αυτήν ο οποίος επί του απογράφου παρέχει την προς τούτο εντολήν προς ωρισμένον δικαστικόν κλητήρα, ορίζει τον τρόπον Σελ. 120(ζ) Τεύχος 1352 Σελ. 96 καθ' ον και ει δυνατόν τα αντικείμενα εφ' ων θα γίνη αύτη, επί δε κατασχέσεως, συμβολαιογράφον της περιφερείας του τόπου ταύτης, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλον. Η εντολή πρέπει να χρονολογείται και να υπογράφεται υπό του δικαιούχου ή του πληρεξουσίου αυτού. Η εντολή παρέχει την εξουσίαν προς ενέργειαν πασών των πράξεων της εκτελέσεως, πλην αν άλλως ορίζεται εις αυτήν. Άρθρον 928 (990 α.ν. 44/67) Ο δικαστικός κλητήρ εις τον οποίον παρεδόθη το απόγραφον μετά της εντολής προς εκτέλεσιν έχει την εξουσίαν να δέχεται καταβολήν και να χορηγή έγγραφον εξοφλητικήν απόδειξιν, παραδίδων άμα και το απόγραφον, εφ' όσον πλήρως εξεπληρώθη η παροχή. Δύναται να δεχθή και μερικήν καταβολήν περί της οποίας χορηγεί απόδειξιν και ποιείται μνείαν επί του απογράφου. Η μερική καταβολή δεν εμποδίζει την πρόοδον της εκτελέσεως. Άρθρον 929 (991 α.ν. 44/67, 62.9 ν.δ. 958/71) 1.Ο δικαστικός κλητήρ έχει την εξουσίαν, εφ' όσον ο σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως απαιτεί τούτο, να εισέρχεται εις την οικίαν ή και εις πάντα έτερον χώρον ευρισκόμενον εν τη κατοχή του καθ' ου η εκτέλεσις, να ανοίγη τας θύρας και να προβαίνη εις ερεύνας, ως και να ανοίγη κεκλεισμένα έπιπλα, σκεύη ή δοχεία. 2.Ο δικαστικός κλητήρ δύναται να ζητή την συνδρομήν της αρμοδίας δια την τήρησιν της τάξεως Αρχής η οποία υποχρεούται να παρέχη την συνδρομήν ταύτην. "3. Κατά τη νύχτα, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις ημέρες τις κατά νόμο εξαιρετέες δεν μπορεί να γίνει πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός αν ο ειρηνοδίκης του τόπου της εκτέλεσης δώσει τη σχετική άδεια, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.." Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.12 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192),κατωτ.αριθ.33. Άρθρον 95 (96 α.ν. 44/67) Πλείονες εις την αυτήν δίκην πληρεξούσιοι δικηγόροι δικαιούνται να εκπροσωπούν τον διάδικον είτε από κοινού είτε και ιδία έκαστος. Αντίθετος όρος του πληρεξουσίου εγγράφου δεν ισχύει έναντι του αντιδίκου, πλην αν περιήλθεν εις γνώσιν τούτου δια κοινοποιήσεως. Άρθρον 930 (992 α.ν. 44/67, 62.10 ν.δ. 958/71) 1.Προβαλλόμενης αντιστάσεως κατά την αναγκαστικήν εκτέλεσιν, ο δικαστικός κλητήρ δύναται να μετέλθη βίαν προς απόκρουσιν της αντιστάσεως, καλών άμα προς τούτο την αρμοδίαν δια την τήρησιν της τάξεως αρχήν. 2.Εάν προβάλλεται ή απειλείται αντίστασις ή εάν εις τον τόπον όπου πρόκειται να γίνη πράξις εκτελέσεως δεν ευρίσκεται ο καθ' ου η εκτέλεσις ή ενήλικον πρόσωπον εκ των εν άρθροις 128 § 1 και 129 § 1 αναφερομένων, ο δικαστικός κλητήρ προσλαμβάνει δύο ενηλίκους μάρτυρας ή έτερον δικαστικόν κλητήρα. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 931 (993 4.ν. 44/67) 1.Ο δικαστικός κλητήρ συντάσσει περί πάσης πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας έκθεσιν. «Αν η δικαστική εκτέλεση δεν πραγματώθηκε, ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει σχετική έκθεση στην οποία αναφέρει και τους λόγους». To δεύτερο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για το χρόνο εφαρμογής του άνω εδαφίου βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 2.Περί πάσης αξιοποίνου πράξεως γενομένης κατά την αναγκαστικήν εκτέλεσιν ο δικαστικός κλητήρ υποχρεούται να συντάξη και να υποβάλη εις τον αρμόδιον εισαγγελέα έκθεσιν. Άρθρον 932 (994 α.ν. 44/67) Τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως φέρει ο καθ' ου ενεργείται αύτη, προκαταβάλλονται δε ταύτα υπό του επισπεύδοντος την εκτέλεσιν. Άρθρον 933 (995 α.ν. 44/67) 1.Αντιρρήσεις του καθ' ου η εκτέλεσις και παντός δανειστού αυτού έχοντος έννομον συμφέρον αφορώσαι το έγκυρον του εκτελεστού τίτλου, την διαδικασίαν της αναγκαστικής εκτελέσεως ή την απαίτησιν ασκούνται μόνον δι' ανακοπής η οποία εισάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου, εάν ο εκτελεστός τίτλος επί τη βάσει του οποίου γίνεται η εκτέλεσις είναι απόφασις του ειρηνοδικείου, ενώπιον δε του μονομελούς πρωτοδικείου εις πάσαν άλλην περίπτωσιν. («Επί διαταγών πληρωμής η ανακοπή εισάγεται στο καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο». Το μέσα στα « » τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 προστέθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243). Το μέσα σε ( ) τελευταίο εδάφιο, που είχε προστεθεί από την παρ. 3 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/1993, (ΦΕΚ Α΄ 88), καταργήθηκε από την παρ. 26 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 26. 2.Αρμόδιον κατά τόπον είναι το δικαστήριον της περιφερείας του τόπου της εκτελέσεως εφ' όσον μετά την επίδοσιν της επιταγής επηκολούθησαν και έτεραι πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, άλλως το κατά το άρθρον 584 αρμόδιον δικαστήριον. 3.Εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφασις, αι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτοι καθ' ην έκτασιν ισχύει το δεδικασμένον κατά το άρθρον 330. 4.Οι αφορώντες την απόσβεσιν της απαιτήσεως ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύωνται παραχρήμα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. «Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρ. 270 παρ. 2 και 3». Το μέσα στα « » τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 προστέθηκε από την παρ. 4 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88). Τομ. 8, σελ. 84,243. Άρθρον 934 (996 α.ν. 44/67, 62.11 ν.δ. 958/71) 1.Ανακοπή κατά το άρθρον 933 είναι παραδεκτή α)εάν αφορά το έγκυρον του τίτλου ή την προδικασίαν της αναγκαστικής εκτελέσεως εντός δέκα πέντε ημερών από της ενεργείας της πρώτης μετά την επιταγήν πράξεως εκτελέσεως, β)εάν αφορά το έγκυρον πράξεων εκτελέσεως γενομένων από της πρώτης μετά την επιταγήν πράξεως εκτελέσεως και εφεξής ή την απαίτησιν, μέχρι της ενάρξεως της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως. «γ)αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί, και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα». Το εδάφ. γ΄, που είχε αντικατασταθεί από την παρ. 5 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από την παρ. 27 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65 (κατωτ. αριθ. 26). 2.Επί εκτελέσεως προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων, πρώτη μετά την επιταγήν πράξις εκτελέσεως είναι η σύνταξις εκθέσεως κατασχέσεως, τελευταία δε η σύνταξις εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως. 3.Η παράλειψις επιβολής κατασχέσεως δύναται να προβληθή μέχρι παρελεύσεως της κατά την § 1 εδάφιον β΄ προθεσμίας. Άρθρον 935 (997 α.ν. 44/67) Λόγοι ανακοπής γεγεννημένοι και δυνάμενοι να προταθούν εις την δίκην επί ανακοπής κατά το άρθρον 933 είναι απαράδεκτοι προτεινόμενοι εις πάσαν μεταγενεστέραν δίκην εις την οποίαν ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτελέσεως. Άρθρον 936 (998 α.ν. 44/67) 1.Τρίτος δικαιούται να ασκήση ανακοπήν κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, εφ' όσον προσβάλλεται δικαίωμα αυτού επί του αντικειμένου της εκτελέσεως το οποίον δικαιούται να αντιτάξη κατά του καθ' ου η εκτέλεσις και ιδία α)εμπράγματον δικαίωμα αποκλείον ή περιορίζον το δικαίωμα του καθ' ου η εκτέλεσις, β)απαγόρευσιν διαθέσεως ταχθείσαν υπέρ αυτού και επαγομένην κατά νόμον ακυρότητα της διαθέσεως. Ανακοπήν δικαιούται ωσαύτως να ασκήση ο νομεύς, πλην αν ο υπέρ ου η εκτέλεσις αποδείξη ότι ο καθ' ου η εκτέλεσις έχει εμπράγματον δικαίωμα επί του κατασχεθέντος επικρατέστερον της νομής. Η ανακοπή εισάγεται ενώπιον του καθ' ύλην αρμοδίου δικαστηρίου του τόπου της εκτελέσεως. 2.Η ανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά του δανειστού και του οφειλέτου, προκειμένου δε περί ακινήτου εγγράφεται εις το βιβλίον διεκδικήσεων κατά το άρθρον 220. «3.Τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ' ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση που (Αντί για τη σελ. 121 (δ) Σελ. 121(ε) Τεύχος 1257-Σελ. 119 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά τα άρθρ. 939 επ. του Αστικού Κώδικα, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρηξη ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του». Η παρ. 3, προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για το χρόνο εφαρμογής της άνω παρ. 3 βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Άρθρον 937 (999 α.ν. 44/67) Εις τας περί την εκτέλεσιν δίκας 1)δικαιούται να παρέμβη πας δανειστής του καθ' ου η εκτέλεσις, 2)δεν συγχωρείται ανακοπή ερημοδικίας τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου όσον και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, 3)η προθεσμία και άσκησις ενδίκων μέσων δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της αποφάσεως. «2.Στις δίκες αυτές η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρ. 564 είναι 60΄ ημέρες. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αναίρεσης δεν μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρ. 568, σε χρόνο που υπερβαίνει του έξι (6) μήνες. Οι προθεσμίες της παρ. 4 του άρθρ. 568 είναι τουλάχιστον 60 ημέρες σε κάθε περίπτωση. Αναβολή της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρ. 575, δεν μπορεί να είναι κάθε φορά μεγαλύτερη από 45 ημέρες. (Αν γίνει δεκτή η αναίρεση, το τμήμα του Αρείου Πάγου που αναιρεί την απόφαση κρατεί την υπόθεση σε κάθε περίπτωση»). Το μέσα σε ( ) τελευταίο εδάφιο, καταργήθηκε από την παρ. 5 του άρθρ. 32 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 25. Η παρ. 2 προστέθηκε από την παρ. 6 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Άρθρον 938 (1000 α.ν. 44/67, 62.12 ν.δ. 958/71) 1.Τη αιτήσει του ανακόπτοντος δύναται να διαταχθή η αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως επί εγγυήσει ή άνευ εγγυήσεως εφ' όσον κατά την κρίσιν του δικάζοντος η ενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως ήθελεν επιφέρει ανεπανόρθωτον βλάβην εις τον αιτούντα «και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής». Ωσαύτως δύναται να διαταχθή όπως η αναγκαστική εκτέλεσις χωρήση επί παροχή εγγυήσεως. Οι μέσα στα « » λέξεις στο πρώτο εδάφιο προστέθηκαν από την παρ. 7 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Σελ. 122 (ε) Τεύχος 1257-Σελ. 120 2.Αρμόδιος να διατάξη τα εν τη § 1 οριζόμενα είναι ο δικαστής ενώπιον του οποίου είναι εκκρεμής η ανακοπή, επί πολυμελούς δε πρωτοδικείου ο πρόεδρος, οίτινες δύνανται δια σημειώματός των να εμποδίσουν την εκτέλεσιν μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της αιτήσεως αναστολής. «3.Οι κατά την παρ. 1 αιτήσεις ασκούνται και δικάζονται κατά τα άρθρ. 686 επ. Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο 8 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00΄ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 3 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). Η ανωτέρω προθεσμία των 8 ημερών, περιορίστηκε σε 5 εργάσιμες ημέρες από την παρ. 2, Άρθρον 96 (97 α.ν. 44/67) 1.Η πληρεξουσιότης δίδεται είτε δια συμβολαιογραφικής πράξεως είτε προφορικώς δια δηλώσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά ή την έκθεσιν και δύναται να αφορά ωρισμένας ή και πάσας τας δίκας του παρέχοντος αυτήν, πρέπει δε να αναγράφη τα ονόματα των πληρεξουσίων. 2.Η πληρεξουσιότης αρχής πρός τινα δικηγόρον δύναται να δοθή και δι' εγγράφου αυτής περιέχοντος τα εν § 1 αναφερόμενα στοιχεία. 3.Κατά την ενώπιον του ειρηνοδικείου διαδικασίαν ή πληρεξουσιότης δίδεται και δι' ιδιωτικού εγγράφου περιλαμβάνοντος τα εν § 1 στοιχεία και βεβαιουμένης της υπογραφής του δίδοντος την πληρεξουσιότητα υπό του δημάρχου ή προέδρου κοινότητος ή αστυνόμου. άρθρ. 19 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, τόμ. 8, σελ. 84,257). «4.Η αναστολή της παρ. 1 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο ώσπου να εκδοθεί η οριστική απόφαση για την ανακοπή και με τον όρο να συζητηθεί η ανακοπή μέσα σε προθεσμία που θα καθορίσει το Δικαστήριο. Όταν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη ή σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτηση που υποβλήθηκε ή αν δεν υποβλήθηκε αίτηση, η αναστολή κατά την παρ. 1 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο κατά τη συζήτηση της ανακοπής». Η παρ. 4, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 15, του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 28. 5.(Καταργήθηκε, όπως είχε προστεθεί από την παρ. 7 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), από την παρ. 28, άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65, κατωτ. αριθ. 26). 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 939 (1001 α.ν. 44/67, 62.13 ν.δ. 958/71) 1.Η διατάσσουσα την αναστολήν της αναγκαστικής εκτελέσεως απόφασις ή απόσπασμα αυτής γνωστοποιείται εις τα όργανα της εκτελέσεως επιμελεία των διαδίκων ή της γραμματείας του δικαστηρίου. Εις επειγούσας περιπτώσεις η γνωστοποίησις δύναται να γίνη υπό του δικαστηρίου δι' υπηρεσιακού τηλεγραφήματος ή προφορικώς, καλουμένου προς τούτο του οργάνου εκτελέσεως ενώπιον αυτού, βεβαιούται δε αύτη δι' απλής σημειώσεως επί της περί αναστολής αποφάσεως. 2.Από της κατά την § 1 γνωστοποιήσεως απαγορεύεται η ενέργεια πάσης πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, πλην εκείνων αι οποίαι ειδικώς επετράπησαν δια της περί αναστολής αποφάσεως και δεν τρέχουν αι δια την ενέργειαν των απαγορευομένων πράξεων οριζόμενοι προθεσμίαι, αι δε αρξάμεναι διακόπτονται. 3.Η εκτέλεσις συνεχίζεται από της γνωστοποιήσεως της παύσεως της αναστολής η οποία γίνεται κατά τους εν § 1 τρόπους. Άρθρον 940 (1002 α.ν. 44/67) 1.Εάν εξαφανισθή ή μεταρρυθμιστή απόφασις κηρυχθείσα προσωρινώς εκτελεστή και εκτελεσθείσα, ο καθ' ου η εκτέλεσις δικαιούται, πλην της κατά το άρθρον 914 επαναφοράς των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν, να ζητήση παρά του επισπεύσαντος την εκτέλεσιν αποζημίωσιν δια τας εκ της εκτελέσεως προελθούσας ζημίας μόνον εάν ούτος εγνώριζεν ή εκ βαρείας αμελείας ηγνόει την μη ύπαρξιν του δικαιώματος. 2.Εάν εξαφανισθή συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου τελεσίδικος απόφασις εκτελεσθείσα, ο καθ' ου η εκτέλεσις δικαιούται, πλην της κατά το άρθρον 914 επαναφοράς των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν, να ζητήση παρά του επισπεύσαντος την εκτέλεσιν αποζημίωσιν δια τας εκ της εκτελέσεως προελθούσας ζημίας μόνον εάν ετέλει ούτος εν δόλω ως προς την μη ύπαρξιν του δικαιώματος. 3.Εάν ακυρωθή αμετακλήτως η αναγκαστική εκτέλεσις, ο καθ' ου ενεργήθη αυτή δικαιούται να ζητήση παρά του επισπεύσαντος την εκτέλεσιν αποζημίωσιν δια τας εκ της εκτελέσεως προελθούσας ζημίας, εάν συντρέχουν αι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικος. «Άρθρον 940Α.-Στο χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη». Το άρθρ. 940Α προστέθηκε από την παρ. 9 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Άρθρον 941 (1003 α.ν. 44/67) 1.Επί υποχρεώσεως προς παράδοσιν ή απόδοσιν ωρισμένου κινητού πράγματος ή ποσότητος εξ ωρισμένων κινητών πραγμάτων, ο δικαστικός κλητήρ αφαιρεί το πράγμα ή την εξ αυτών οφειλομένην ποσότητα από τον καθ' ου η εκτέλεσις και παραδίδει αυτά εις τον υπέρ ου η εκτέλεσις. 2.Εάν το οφειλόμενον πράγμα δεν ευρεθή, ο καθ' ου η εκτέλεσις υποχρεούται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 861 έως 866 να δώση βεβαιωτικόν όρκον ότι δεν κατέχει το πράγμα και δεν γνωρίζει εις ποίον μέρος ευρίσκεται τούτο. Το δικαστήριον δύναται κατά τας περιστάσεις να ορίση και άλλως το περιεχόμενον του όρκου. Αρμόδιον δικαστήριον είναι το ειρηνοδικείον της περιφερείας του τόπου της εκτελέσεως ή της κατοικίας και εν ελλείψει αυτής της διαμονής του καθ' ου η εκτέλεσις. Άρθρον 942 (1004 α.ν. 44/67) Επί υποχρεώσεως προς παροχήν ωρισμένης ποσότητος αντικαταστατών πραγμάτων ή ανωνύμων χρεογράφων, ο δικαστικός κλητήρ, εφ' όσον εύρη τοιαύτα πράγματα παρά τω οφειλέτη, αφαιρεί την εξ αυτών οφειλομένην ποσότητα και παραδίδει αυτά εις τον υπέρ ου η εκτέλεσις. Εάν τούτο δεν επιτευχθή, εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 917. (Μετά τη σελ. 122 (γ) Σελ. 122,01 Τεύχος 1182-Σελ. 87 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 943 (1005 α.ν. 44/67, 63 1 ν.δ. 958/71) 1.Επί υποχρεώσεως προς παράδοσιν ή απόδοσιν ακινήτου πράγματος ο δικαστικός κλητήρ αποβάλλει τον καθ' ου η εκτέλεσις και εγκαθιστά εις αυτό τον υπέρ ου η εκτέλεσις. 2.Τα εν τω ακινήτω ευρισκόμενα κινητά πράγματα τα οποία δεν είναι αντικείμενον της εκτελέσεως παραδίδει ο δικαστικός κλητήρ εις τον καθ' ου η εκτέλεσις επί αποδείξει. Απόντος του καθ' ου η εκτέλεσις ή αρνουμένου να παραλάβη ταύτα, ο δικαστικός κλητήρ παραδίδει αυτά είτε εις πρόσωπον ανήκον εις την οικογένειαν του καθ' ου η εκτέλεσις είτε εις πρόσωπον έχον την προς τούτο εξουσίαν. 3.Μη υπαρχόντων των εν § 2 προσώπων ή αρνουμένων να παραλάβουν τα κινητά πράγματα, ο δικαστικός κλητήρ παραδίδει ταύτα εις μεσεγγυούχον υπ' αυτού διοριζόμενον και αδεία του ειρηνοδικείου της περιφερείας του τόπου της εκτελέσεως, δικάζοντος κατά τας διατάξεις των άρθρων 686 επ., εκθέτει τα κινητά πράγματα εις πλειστηριασμόν. Ο ειρηνοδίκης παρέχων την άδειαν ορίζει άμα τον τόπον του πλειστηριασμού, τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και την ημέραν και ώραν του πλειστηριασμού. Ο πλειστηριασμός δεν δύναται να ορισθή προ της παρελεύσεως δέκα ημερών από της εγγράφου προσκλήσεως του καθ' ου η εκτέλεσις όπως παραλάβη τα πράγματα. Τρεις ημέρας προ της ημέρας του πλειστηριασμού γίνεται δημοσία κήρυξις εις τον τόπον του πλειστηριασμού, τηρουμένων άμα των διατάξεων του άρθρου 963. Το πλειστηρίασμα μετά την αφαίρεσιν των εξόδων, κατατίθεται δημοσίως. «4.Εάν ο καθ' ου η εκτέλεσις δεν ήτο παρών κατ' αυτήν, η έκθεσις εκτελέσεως κοινοποιείται εις αυτόν εντός τριάκοντα ημερών.» Η ανωτέρω παρ. 4 παραλειφθείσα εις την κωδικοποίησιν ετέθη δια διορθώσεως ημαρτημένων ΦΕΚ Α΄ 249 της 3 Δεκ. 1971. Άρθρον 944 (1006 α.ν. 44/67) Αι διατάξεις του άρθρου 943 εφαρμόζονται και επί πλοίων και επί αεροσκαφών. Η έκθεσις εκτελέσεως κοινοποιείται αμελλητί εις τον λιμενάρχην του λιμένος ένθα είναι ελλιμενισμένον το πλοίον ή εις τον διοικητήν του αερολιμένος. Άρθρον 945 (1007 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο οφειλέτης δεν εκπληροί την υποχρέωσιν αυτού να προβή εις πράξιν η οποία δύναται να γίνη και δια τρίτου προσώπου, ο δανειστής δικαιούται να προβή εις πράξιν δαπάναις του οφειλέτου. 2.Το δικαστήριον οσάκις καταδικάζει τον οφειλέτην εις την εν παρ. 1 πράξιν δύναται αιτήσει του δανειστού να καταδικάση συγχρόνως αυτόν και εις την προκαταβολήν του ποσού της δαπάνης δια την επιχείρησιν της πράξεως υπό του δανειστού, υπό τον όρον ότι ο οφειλέτης δεν ήθελεν εκπληρώσει την υποχρέωσιν όπως προβή εις την πράξιν. Το δικαίωμα του δανειστού να απαιτήση μείζον ποσόν του επιδικασθέντος, αν η δαπάνη της επιχειρήσεως της πράξεως υπήρξε μεγαλυτέρα, δεν επηρεάζεται. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 97 (98 α.ν. 44/67) 1.Η πληρεξουσιότης παρέχει εις τον πληρεξούσιον το δικαίωμα να παριστά επί δικαστηρίου τον δόντα την πληρεξουσιότητα και να επιχειρή όλας τας κυρίας ή παρεπομένας πράξεις τας αφορώσας την διεξαγωγήν της δίκης, περιλαμβανομένης της ασκήσεως αγωγών, ανταγωγών, παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ενδίκων μέσων, ως και να λαμβάνη ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκη την εκτέλεσιν, παριστάμενος κατά τας εκ τούτων πηγάζουσας δίκας. 2.Περιορισμός της πληρεξουσιότητος ισχύει μόνον εάν εδηλώθη ρητώς κατά την χορήγησιν αυτής. 3.Πληρεξουσιότης δια πάσας τας δίκας παύει ισχύουσα μετά παρέλευσιν πενταετίας από της χορηγήσεώς της. Άρθρον 946 (1008 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο οφειλέτης δεν εκπληροί την υποχρέωσιν αυτού όπως προβή εις πράξιν η οποία δεν δύναται να γίνη δια τρίτου προσώπου, εξαρτάται δε η επιχείρησις αυτής αποκλειστικώς εκ της βουλήσεως του οφειλέτου, το δικαστήριον καταδικάζει αυτόν εις επιχείρησιν της πράξεως, δια την περίπτωσιν δε της μη επιχειρήσεως της πράξεως καταδικάζει αυτόν αυτεπαγγέλτως εις χρηματικήν ποινήν υπέρ του δανειστού μέχρις εκατόν χιλιάδων δραχμών και εις προσωπικήν κράτησιν μέχρις ενός έτους. Το άνω ανώτατο όριο της ποινής από 100.000 δρχ. αυξήθηκε σε δραχ. 2.000.000 από την παρ. 5 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Με την παρ. δε 37, άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27), ορίζεται η έναρξη ισχύος των άνω διατάξεων. 2.Αι διατάξεις της παρ. 1 δεν εφαρμόζονται οσάκις η πράξις συνίσταται εις την αποκατάστασιν της εγγάμου συμβιώσεως ή εξαρτάται εκ της υπάρξεως εις το πρόσωπον του υποχρέου ιδιαιτέρων προϋποθέσεων δια την άσκησιν των τεχνικών, καλλιτεχνικών ή επιστημονικών ικανοτήτων, η δε άρνησις αυτού δεν οφείλεται εις δυστροπίαν του. Άρθρον 947 (1009 α.ν. 44/67, 63.2 ν.δ. 958/71) 1.Οσάκις ο οφειλέτης υποχρεούται εις παράλειψιν ή ανοχήν πράξεως, επί παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτού, απειλείται υπό του δικαστηρίου δι' εκάστην παράβασιν χρηματική ποινή υπέρ του δανειστού μέχρις εκατόν χιλιάδων δραχμών και προσωπική κράτησις μέχρις ενός έτους. Εάν η απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κρατήσεως δεν περιέχεται εις την απόφασιν την καταδικάζουσαν τον οφειλέτην εις παράλειψιν ή ανοχήν πράξεως, απαγγέλεται υπό του μονομελούς πρωτοδικείου. Το δικαστήριον τούτο είναι αρμόδιον και δια την βεβαίωσιν της παραβάσεως και την καταδίκην εις την χρηματικήν ποινήν και την προσωπικήν κράτησιν. Εν τη τελευταία περιπτώσει δικάζει κατά την διαδικασίαν των άρθρων 670 έως 676. Το άνω ανώτατο όριο της ποινής από 100.000 δρχ. αυξήθηκε σε δρχ. 2.000.000 από την παρ. 5 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Με την παρ. δε 37 άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27), ορίζεται η έναρξη ισχύος των άνω διατάξεων. 2.Τη αιτήσει του δανειστού δύναται το δικαστήριον, πλην της απειλής της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κρατήσεως, να επιβάλη εις τον οφειλέτην και την παροχήν εγγυήσεως δια την παράλειψιν ή ανοχήν της πράξεως. (Αντί για τη σελ. 123(δ) Σελ. 123(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 97 3.Εάν ο οφειλέτης υποχρεούμενος εις ανοχήν πράξεως προβάλη αντίστασιν, ο δικαστικός κλητήρ παραμερίζει παν εμπόδιον και ενεργεί συμφώνως προς το άρθρον 930. Άρθρον 948 (1010 α.ν. 44/67) Δια των διατάξεων των άρθρων 941 έως 947 δεν θίγεται το δικαίωμα του δανειστού να απαιτήση την κατά τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου αποζημίωσιν. Άρθρον 949 (1011 α.ν. 44/67) Καταδικασθέντος τινός εις δήλωσιν βουλήσεως, άμα τη τελεσιδικία της αποφάσεως η δήλωσις βουλήσεως θεωρείται ως γενομένη. Εάν η καταδίκη εις δήλωσιν βουλήσεως εξηρτήθη εξ αντιπαροχής, η δήλωσις βουλήσεως θεωρείται ως γενομένη αφ' ης εξεπληρώθη η αντιπαροχή ή επήλθεν υπερημερία αποδοχής. Άρθρ.950.-(1011 α.ν. 44/67) «1.Με την απόφαση που διατάζεται η απόδοση ή παράδοση τέκνου καταδικάζεται ο γονέας που έχει το τέκνο να εκτελέσει αυτήν την πράξη και με την ίδια απόφαση, για την περίπτωση που δεν την εκτελέσει, απαγγέλεται αυτεπαγγέλτως χρηματική ποινή έως δύο εκατομμύρια δραχμές υπέρ του αιτούντος την απόδοση ή παράδοση ή σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος ή και στις δύο ποινές. Αν το τέκνο δεν βρεθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρ. 861 έως 866». Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 27 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν.1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), τόμ. 6 σελ. 146,30. 2.Εάν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέως μετά του τέκνου, δια της ρυθμιζούσης την επικοινωνίαν αποφάσεως δύναται να απειληθή χρηματική ποινή και προσωπική κράτησις κατά του κωλύοντος την επικοινωνίαν, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 947. Άρθρον 951 (1015 α.ν. 44/67, 63 4 ν.δ. 958/71) 1.Η αναγκαστική εκτέλεσις προς ικανοποίησιν χρηματικής απαιτήσεως γίνεται δια κατασχέσεως περιουσίας του καθ' ου η εκτέλεσις ή δι' αναγκαστικής διαχειρίσεως ή δια προσωπικής κρατήσεως. Επί ενώσεως προσώπων του άρθρου 62 § 2 η αναγκαστική εκτέλεσις γίνεται επί της κοινής αυτών περιουσίας. 2.Η κατάσχεσις δεν επιτρέπεται να εκτείνεται πλέον ή όσον απαιτείται δια την ικανοποίησιν της απαιτήσεως και την κάλυψιν των εξόδων της εκτελέσεως. Σελ. 124(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 98 Άρθρον 952 (1016 α.ν. 44/67) Εάν δια της επιβληθείσης κατασχέσεως δεν ικανοποιείται ή εάν πιθανολογείται ότι δια της κατασχέσεως δεν δύναται να ικανοποιηθή η απαίτησις του δανειστού ολοσχερώς, δύναται τη αιτήσει του δανειστού να υποχρεωθή ο οφειλέτης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 861 έως 866 να υποβάλη κατάλογον των περιουσιακών στοιχείων αυτού, δίδων άμα βεβαιωτικόν όρκον ότι ο κατάλογος περιέχει άπαντα τα εις αυτόν ανήκοντα περιουσιακά στοιχεία, ότι δεν παραλείπει ουδέν εξ αυτών και ότι κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν δια να εξακριβώση το σύνολον των περιουσιακών του στοιχείων. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Κατάσχεσις επί της κινητής περιουσίας του οφειλέτου. Για την άρση του απορρήτου των καταθέσεων και μετοχών έναντι του δανειστή¸ που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής, βλέπε άρθρ.24 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001, (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 98 (99 α.ν. 44/67) Η κατά το άρθρον 96 παρεχομένη πληρεξουσιότης δεν περιλαμβάνει, πλην αν ειδικώς αναφέρεται εν αυτή, α)το δικαίωμα της ασκήσεως αγωγής κακοδικίας, ως και της διεξαγωγής δικών αφορωσών γαμικάς διαφοράς ή σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνων, β)το δικαίωμα της συνομολογήσεως συμβιβασμού και διαιτησίας, αναγνωρίσεως, παραιτήσεως από του δικαιώματος της αγωγής ή ενδίκων μέσων, ως και της προσβολής εγγράφου ως πλαστού. Άρθρον 953 (1017 α.ν. 44/67) 1.Κατάσχεσις δύναται να γίνη των εις χείρας του οφειλέτου ευρισκομένων κινητών πραγμάτων. 2.Αι διατάξεις περί κατασχέσεως εις χείρας του οφειλέτου εφαρμόζονται και α)οσάκις κινητά πράγματα του οφειλέτου ευρίσκονται εις χείρας του δανειστού ή τρίτου προθύμου να αποδώση ταύτα, β)οσάκις κατάσχεται εμπράγματον δικαίωμα του οφειλέτου επί αλλοτρίου κινητού πράγματος, «γ)όταν πρόκειται για κινητά, πράγματα που είχαν μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, εφόσον η κατάσχεση επιβάλλεται από δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης ως καταδολιευτικής κατά τα άρθρ. 939 επ. του Αστικού Κώδικα». Το εδάφ. γ΄ προστέθηκε από την παρ. 6 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Για δε την έναρξη ισχύος του άνω εδαφ. γ΄ βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/95, (κατω. αριθ. 27). 3.Εξαιρούνται της κατασχέσεως α)πράγματα της προσωπικής χρήσεως του οφειλέτου και της οικογενείας αυτού και ιδίως ενδύματα, κλινοστρωμναί, έπιπλα, εφ' όσον τα πράγματα ταύτα είναι απαραίτητα εις τας στοιχειώδεις ανάγκας της διαβιώσεως αυτών, β)τρόφιμα και καύσιμος ύλη απαραίτητα εις τον οφειλέτην και την οικογένειαν αυτού δια τρεις μήνας, γ)τα παράσημα και τα αναμνηστικά αντικείμενα, τα χειρόγραφα, αι επιστολαί, τα οικογενειακά έγγραφα και τα επαγγελματικά βιβλία, δ)τα προοριζόμενα δια την επιστημονικήν ή καλλιτεχνικήν και γενικώτερον την πνευματικήν μόρφωσιν και ανάπτυξιν του οφειλέτου ή της οικογενείας αυτού βιβλία, μουσικά όργανα, εργαλεία τέχνης. 4.Επί πλέον των εν § 3 περιουσιακών στοιχείων εξαιρούνται της κατασχέσεως επί προσώπων τα οποία πορίζονται τα προς το ζην δια καταβολής προσωπικής εργασίας, τα απαραίτητα δια την εργασίαν αυτών εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία ή άλλα πράγματα, πλην τούτων δε α)επί προσώπων ποριζομένων τα προς το ζην εκ γεωργικής εργασίας και δύο αροτριώντα ζώα, έν υποζύγιον, μία δάμαλις, έξ πρόβατα, έξ αίγες, η μέχρι της προσεχούς συγκομιδής απαιτουμένη σπορά και η τροφή των ανωτέρω ζώων επί τρεις μήνας, β)επί προσώπων ποριζομένων τα προς το ζην εκ της κτηνοτροφίας και δώδεκα μεγάλα ζώα ή είκοσι τέσσαρα μικρά ζώα και η τροφή τούτων επί τρεις μήνας, γ)επί προσώπων ποριζομένων τα προς το ζην εκ της κτηνοτροφίας και εκατόν πτηνά και η τροφή αυτών επί τρεις μήνας. 5.Η κατάσχεσις καρπών δεν δύναται να γίνη ενωρίτερον του μηνός από του συνήθους χρόνου της ωριμάσεως αυτών. Οι μεταξοσκώληκες δεν δύνανται να κατασχεθούν πριν ή γίνουν τέλειοι βόμβυκες. 6.Εάν τα κατασχεθέντα πράγματα είναι ασφαλισμένα, η κατάσχεσις ισχύει και επί της αποζημιώσεως της οφειλομένης εκ της ασφαλίσεως. Άρθρον 954 (1018 α.ν. 44/67, 64.4 ν.δ. 958/71) 1.Η κατάσχεσις γίνεται δια της υπό του δικαστικού κλητήρος αφαιρέσεως του πράγματος, συντασσομένης περί τούτου εκθέσεως παρουσία ενός ενηλίκου μάρτυρος. Το κατασχεθέν εκτιμάται υπό του δικαστικού κλητήρος ή υπό του προς τούτο κατά την κρίσιν του κλητήρος προσλαμβανομένου πραγματογνώμονος. 2.Η έκθεσις κατασχέσεως πρέπει να περιέχη, πλην των κατά το άρθρον 117 ουσιωδών προαπαιτούμενων: α)ακριβή περιγραφήν του κατασχεθέντος πράγματος ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητος αυτού, β)μνείαν της γενομένης υπό του δικαστικού κλητήρας ή του πραγματογνώμονος εκτιμήσεως του κατασχεθέντος, «γ)Τιμή πρώτης προσφοράς που πρέπει να είναι τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας, στην οποία εκτιμήθηκε το κατασχεμένο»,δ)μνείαν του εκτελεστού τίτλου επί τη βάσει του οποίου γίνεται η εκτέλεσις της επιδοθείσης εις τον οφειλέτην επιταγής και του πόσου δι' ο γίνεται η κατάσχεσις, ε)μνείαν της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού, ως και του ονόματος του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. «Στην έκθεση αναφέρονται επίσης οι όροι που τυχόν έθεσε, σχετικά με τον πλειστηριασμό, ο υπέρ ου η εκτέλεση με την κατά το άρθρ. 927 εντολή». Η περίπτ.γ΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.21 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), κατωτ.αριθ.35. Το μέσα σε «» τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από το εδάφ. α' της παρ. 7 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος του άνω εδαφίου βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4, Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). 3.Η έκθεσις κατασχέσεως υπογράφεται υπό του δικαστικού κλητήρος και του μάρτυρος, εάν δε ο υπέρ ου και ο καθ' ου η εκτέλεσις είναι παρόντες, και υπό τούτων. Αρνηθέντος τινός εξ αυτών να υπογράψη, γίνεται περί τούτου μνεία εν τη εκθέσει. (Αντί για τη σελ.124,01) Σελ. 124,01(α) Τεύχος 1399 Σελ. 33 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 «4.Ύ στερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθ' ου η εκτέλεση ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρ. 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρ. 686 επ., μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς. Μπορεί επίσης να επιβάλει πρόσθετα μέτρα δημοσιότητας πέρα από αυτά που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρ. 960. Η ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο 5 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει, κατά το δυνατόν, να δημοσιεύεται έως τις 12.00' το μεσημέρι της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας. Αν η ανακοπή γίνει δεκτή, εφόσον ο υπολειπόμενος χρόνος δεν επαρκεί για την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας, ορίζεται με την απόφαση νέα ημέρα πλειστηριασμού. Η απόφαση αυτή κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και, αφού η σχετική διόρθωση γίνει και στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρ. 960 παρ. 2». Η παρ. 4 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β' της παρ. 7 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 4 βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4 1995, Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Σελ. 124,02(α) Τεύχος 1399 Σελ. 34 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (1019 α.ν. 44/67, 64.2 ν.δ. 958/71) Άρθρ.955.-1.«Αντίγραφο η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, τον εκτελεστό τίτλο, συνοπτική περιγραφή των πραγμάτων που κατασχέθηκαν, την εκτίμηση της αξίας τους, την τιμή πρώτης προσφοράς, την ημέρα, την ώρα και τον τόπο του πλειστηριασμού και το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τους όρους του πλειστηριασμού που έχουν τυχόν τεθεί από τον υπέρ ου η εκτέλεση με την κατά το άρθρ. 927 εντολή, επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση όταν καθ' ου η εκτέλεση, αν είναι παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του». Εάν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεσος κατάρτισις του αντιγράφου ή της περιλήψεως η επίδοσις γίνεται το βραδύτερον εντός της επομένης από της κατασχέσεως ημέρας, εφ' όσον ο καθ' ου η εκτέλεσις έχει την κατοικίαν του εις την περιφέρειαν του δήμου ή της κοινότητος ένθα εγένετο η κατάσχεσις, άλλως εντός οκτώ ημερών από ταύτης. Εντός της αυτής οκταημέρου προθεσμίας αντίγραφον της εκθέσεως επιδίδεται εις τον ειρηνοδίκην του τόπου της κατασχέσεως. Η παράλειψις των ανωτέρω επάγεται ακυρότητα. Ο ειρηνοδίκης υποχρεούται να καταχώριση περίληψιν της εκθέσεως εις ειδικόν βιβλίον μετ' αλφαβητικού των καθ' ων η κατάσχεσις ευρετηρίου. Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 8 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για δε την έναρξη ισχύος του ανωτέρω εδαφίου βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 2.Ο δικαστικός κλητήρ οφείλει εντός δέκα ημερών από της ημέρας κατασχέσεως να κατάθεση εις τον επί του πλειστηρισμού υπάλληλον, συντασσομένης περί τούτου πράξεως, τον εκτελεστόν τίτλον μετά της εκθέσεως επιδόσεως της επιταγής, την έκθεσιν κατασχέσεως και τας εκθέσεις επιδόσεως ταύτης προς τον οφειλέτην και τον ειρηνοδίκην κατά δε την περίπτωσιν του άρθρου 956 § 3 και το γραμμάτιον δημοσίας καταθέσεως. Άρθρον 956 (1020 α.ν. 44/67, 64.3 ν.δ. 958/71) 1.Τα κατασχεθέντα πράγματα παραδίδονται υπό του δικαστικού κλητήρος εις μεσεγγυούχον προς φύλαξιν. Μεσεγγυούχος δύναται να ορισθή ο υπέρ ου η εκτέλεσις εφ' όσον εις τούτο συναινεί ο καθ' ου αύτη ή και ο καθ' ου η εκτέλεσις, εφ' όσον συναινεί ο υπέρ ου αύτη. 2.Εάν κατεσχέθησαν πράγματα των οποίων η μεταφορά είναι δυσχερής ή δύναται να προξενήση βλάβην εις αυτά, ο δικαστικός κλητήρ αφήνει ταύτα εις τον τόπον της κατασχέσεως. «3.Αν κατασχέθηκαν χρήματα ή άλλα πράγματα δεκτικά κατά το νόμο κατάθεσης, ο δικαστικός επιμελητής τα καταθέτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 965 παρ. 4». Η παρ. 3, αντικαταστάθηκε ως άνω από , την παρ. 9 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 3 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/95, (κατωτ. αριθ. 27). 4.Ο μεσεγγυούχος φυλάττει τα κατασχεθέντα πράγματα στερούμενος της εξουσίας χρήσεως αυτών. Εάν επιβάλλεται εκ της φύσεως του κατασχεθέντος πράγματος, ο μεσεγγυούχος κατόπιν αδείας του ειρηνοδικείου της περιφερείας του τόπου της κατασχέσεως, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., προβαίνει και εις πράξεις διαχειρίσεως. Ο μεσεγγυούχος υποχρεούται εις λογοδοσίαν, το δε προϊόν της διαχειρίσεως παραδίδει εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον. 5.Πάσα αμφισβήτησις περί του ορισμού του μεσεγγυούχου ή αφορώσα την μεσεγγύησιν, ως και η αίτησις περί αντικαταστάσεως αυτού εισάγεται, κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., ενώπιον του ειρηνοδικείου της περιφερείας του τόπου της εκτελέσεως. Το δικαστήριον δύναται να ορίση ως μεσεγγυούχον και τον καθ' ου ή τον υπέρ ου η εκτέλεσις. 6.Εάν ο μεσεγγυούχος απεβλήθη ή απώλεσε την κατοχήν του πράγματος, διατάσσεται παρά του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθων 686 επ. η εις αυτόν απόδοσίς του. 7.Πραγματοποιηθέντος του ασφαλιστικού κινδύνου μετά την κατάσχεσιν, ο ασφαλιστής καταβάλλει την οφειλομένην αποζημίωσιν εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον. Ο ασφαλιστής εγκύρως καταβάλλει την αποζημίωσιν εις τον καθ' ου η εκτέλεσις πριν ειδοποιηθή εγγράφως υπό του κατασχόντος περί της γενομένης κατασχέσεως. Άρθρον 957 (1021 α.ν. 44/67, 64.4 ν.δ. 958/71) 1.Εάν τα κατασχεθέντα πράγματα είναι μόνον χρήματα εφαρμόζονται τα άρθρα 971 επ. Το αυτό ισχύει εάν τα κατασχεθέντα είναι αλλοδαπά χρήματα τα οποία ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, τρέπει εις ημεδαπόν χρήμα. 2.Εάν πλην των χρημάτων κατασχέσθησαν και έτερα πράγματα, η διανομή των χρημάτων γίνεται ομού μετά του πλειστηριάσματος. (Αντί για τη σελ. 125 (δ) Σελ. 125 (ε) Τεύχος 1399 Σελ. 35 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 Άρθρον 99 (100 α.ν. 44/67, 7 ν.δ. 958/71) Ο διάδικος, παριστάμενος μετά πληρεξουσίου, δύναται να προβαίνη εις άμεσον ανάκλησιν των ομολογιών τούτου. Άρθρον 958 (1022 α.ν. 44/67, 64.5 ν.δ. 958/71) 1.Από της κατά το άρθρον 955 § 1 επιδόσεως αντιγράφου ή περιλήψεως της εκθέσεως κατασχέσεως απαγορεύεται και είναι άκυρος υπέρ του κατασχόντος των αναγγελθέντων δανειστών η διάθεσις του κατασχεθέντος υπό του καθ' ου εγένετο η κατάσχεσις. 2.Η αναγκαστική κατάσχεσις αναγκαστικώς κατεσχημένων ήδη κινητών πραγμάτων απαγορεύεται επί ποινή ακυρότητος αυτής. Άρθρον 959 (1023 α.ν. 44/67, 64.6 ν.δ. 958/71) «1.Τα κατασχεθέντα πράγματα πλειστηριάζονται δημοσίως ενώπιον του επί του πλειστηριασμού ορισθέντος συμβολαιογράφου της περιφερείας του τόπου της κατασχέσεως. «2.Ο πλειστηριασμός γίνεται μέσα στην περιφέρεια της κοινότητας ή του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση και κατά την κρίση του δικαστικού επιμελητή που ενεργεί την εκτέλεση, είτε στον τόπο της κατάσχεσης είτε στον τόπο που βρίσκονται τα κατασχεμένα είτε στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα του τόπου των κατασχεμένων κινητών πραγμάτων. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων δήμων ή κοινοτήτων, ο πλειστηριασμός γίνεται στον τόπο που ορίζει ο δικαστικός επιμελητής (με το πρόγραμμα), «με την κατασχετήρια έκθεση». Ο πλειστηριασμός γίνεται πάντοτε ημέρα Τέταρτη από τις 12 το μεσημέρι ως τις 2 το απόγευμα». Η μέσα σε ( ) φράση, αντικαταστάθηκε με την μέσα σε « » φράση από το εδάφ. α' της παρ. 10 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω διατάξεως βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 3 Νόμ. 1653/31 Οκτ.-8 Νοεμ. 1986 (ΦΕΚ Α' 175), Τόμ, 6Α, σελ. 422,398, της οποίας η ισχύς αρχίζει από 1-1-1987 εκτός από τους πλειστηριασμούς που έχουν προσδιοριστεί. Σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρ. 3 η άνω παρ. 2 εφαρμόζεται, και στους πλειστηριασμούς, που διενεργούνται σύμφωνα με το Νόμ. 365/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.). Σελ.126 (ε) Τεύχος 1399 Σελ. 36 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας «Οι δήμοι και οι κοινότητες οφείλουν να διαθέτουν για τη διενέργεια των πλειστηριασμών κατάλληλη αίθουσα με έδρα ειδικά διαρρυθμισμένη για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού». Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από το εδάφ. β' της παρ. 10 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος του άνω εδαφίου, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). 3.Αιτήσει του υπέρ ου ή του καθ' ου η εκτέλεσις ή αναγγελθέντος δανειστού, το ειρηνοδικείον του τόπου της εκτελέσεως, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρ. 686 επ., δύναται να ορίση έτερον τόπον πλειστηριασμού, ορίζον άμα και τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον εάν ο τόπος του πλειστηριασμού κείται εκτός της περιφερείας του αρχικώς ορισθέντος επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. «Η αίτηση είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο 8 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, εφόσον ο υπολειπόμενος χρόνος δεν επαρκεί, ορίζεται με την απόφαση νέα ημέρα πλειστηριασμού. Η απόφαση αυτή κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και, αφού σημειωθούν στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης οι μεταβολές που επήλθαν, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στο άρθρ. 960 παρ. 2». Τα ανωτέρω εδάφια προστέθηκαν από το εδάφ. γ' της παρ. 10 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος των άνω εδαφίων βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Η ανωτέρω προθεσμία των 8 ημερών περιορίστηκε σε 5 εργάσιμες ημέρες από την παρ. 2 άρθρ. 19 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α' 173, (τόμ.8 σελ. 84,257). 4.Αν ο πλειστηριασμός δεν δύναται να γίνη πριν ή παρέλθουν δέκα πέντε ημέραι από της ημέρας της κατασχέσεως, ως και από 1 Αυγούστου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου. «Αν η ημέρα του πλειστηριασμού ορίστηκε σε χρόνο απώτερο του τριμήνου από την ημέρα της κατάσχεσης, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρ. 973 παρ. 4». Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από το εδάφ. δ' της παρ. 10 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος του άνω εδαφίου, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 5.Η περί μη ενεργείας του πλειστηριασμού από 1 Αυγούστου μέχρι και 15 Σεπτεμβρίου διάταξις της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζεται επί των υποκειμένων εις φθοράν πραγμάτων». Το άρθρ. 959 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 15 Ν.Δ. 490/1974(κατωτ. αριθ. 4). (1024 α.ν. 44/67, 64.7 ν.δ. 958/71) «Άρθρ.960.-1. Ο αρμόδιος για την εκτέλεση δικαστικός επιμελητής καταρτίζει περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, που περιέχει συνοπτική περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, το ονοματεπώνυμο του υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους του πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στο δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927. 2. Την κατά την παράγραφο 1 περίληψη ο δικαστικός επιμελητής επιδίδει μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης στον οφειλέτη και τον ειρηνοδίκη του τόπου της κατάσχεσης, την καταθέτει δε μέσα στην ίδια προθεσμία στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Απόσπασμα της περίληψης αυτής, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, συνοπτική περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, την τιμή πρώτης προσφοράς, το όνομα και την ακριβή διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, δημοσιεύεται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο δήμο ή στην κοινότητα όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στην πρωτεύουσα της επαρχίας στην οποία υπάγεται ο δήμος ή κοινότητα. Αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα ή αν η κατά την κατάσχεση οριζόμενη συνολική αξία των κατασχεθέντων κινητών δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, η περίληψη ανακοινώνεται δημόσια: α) με τοιχοκόλληση στο γραφείο του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο τόπος του πλειστηριασμού, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό και β) με κήρυξη από κήρυκα στην έδρα του δήμου ή της κοινότητας όπου ο τόπος του πλειστηριασμού, και στο συνηθισμένο για τους πλειστηριασμούς τόπο, την προηγούμενη του πλειστηριασμού Τετάρτη από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 14.00 το απόγευμα. Για την κήρυξη ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση που υπογράφεται και από τον κήρυκα. 3. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των δύο προηγούμενων παραγράφων, διαφορετικά είναι άκυρος." Το άρθρ.960 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.12 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192),κατωτ.αριθ.33. (Αντί για τη σελ. 126,01 (β) Σελ. 126,01 (γ) Τεύχος 1352 Σελ. 101 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 (1025 α.ν. 44/67, 61.8 ν.δ. 958/71), Άρθρ.961.-(Καταργήθηκε από την παρ. 12 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, κατωτ. αριθ. 27). Άρθρον 962 (1026 α.ν. 44/67, 64.9 ν.δ. 958/71) Εάν τα κατασχεθέντα πράγματα υπόκεινται εις φθοράν, κατά την κρίσιν του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, πλειστηριάζονται αμέσως, προηγουμένης επί κοινή ακυρότητος κηρύξεως δια κήρυκος. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δύναται να προβή εις πάσαν ετέραν ενέργειαν προς εξασφάλισιν μείζονος δημοσιότητος. Εν διαφωνία του υπέρ ου ή του καθ' ου η εκτέλεσις αποφαίνεται το ειρηνοδοκείον του τόπου της εκτελέσεως δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. Άρθρον 100 (101 α.ν. 44/67) Η πληρεξουσιότης παύει 1)όταν αποβιώση ο πληρεξούσιος ή επέλθη μεταβολή εις την προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου ικανότητα αυτού, 2)όταν περατωθή η δίκη ή η πράξις δια την οποίαν είχε δοθή η πληρεξουσιότης, 3)όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος παραιτηθή, παυθή πλέον των τριών μηνών ή εκπέση του λειτουργήματός του, 4)όταν ανακληθή η πληρεξουσιότης, 5)όταν ο πληρεξούσιος παραιτηθή της πληρεξουσιότητος. (Μετά τη σελ. 18(β) Σελ. 18,01 Τεύχος 1182 - Σελ. 7 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 963 (1027 α.ν.44/67) Κατά την ημέραν του πλειστηριασμού και αμέσως προ της ενάρξεως αυτού πρέπει, επί ποινή ακυρότητος, να γίνεται κήρυξις δια κήρυκος εις τον τόπον του πλειστηριασμού, γινομένης περί τούτου μνείας εις την έκθεσιν του πλειστηριασμού. Άρθρον 964 (1028 α.ν. 44/67, 64.10 ν.δ. 958/71) Ο καθ' ου η εκτέλεσις εάν είναι παρών, προσδιορίζει την σειράν καθ' ην θα κατακυρούται τα κατασχημένα πράγματα. Αφ' ης το πλειστηρίασμα καλύψη το ποσόν της απαιτήσεως του υπέρ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθέντων μετά των εξόδων της εκτελέσεως, λήγει ο περαιτέρω πλειστηριασμός των κατεσχημένων πραγμάτων. (1029 α.ν. 44/67, 64.11 ν.δ. 958/71) Άρθρ.965.-«1.Η πλειοδοσία αρχίζει με βάση την τιμή της πρώτης προσφοράς. Δεν μπορούν να πλειοδοτήσουν ο οφειλέτης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι υπάλληλοί του. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, αν προβληθεί αντίρρηση από τον επισπεύδοντα ή τον καθ' ου η εκτέλεση ή από οποιονδήποτε πλειοδότη να αποκλείσει από την πλειοδοσία κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, εφόσον το γεγονός αυτό προκύπτει από δημόσιο έγγραφο ή ομολογείται. Σελ. 126,02 (γ) Τεύχος 1352 Σελ. 102 Κάθε πλειοδότης οφείλει να καταθέτει, σε μετρητά ή με εγγυητική επιστολή τράπεζας ή με επιταγή, που έχει εκδοθεί από τράπεζα ή από άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εγγυοδοσία ίση προς το ένα τρίτο της τιμής της πρώτης προσφοράς. Αν υπερθερματιστής αναδείχθηκε άλλος ή αν η κατακύρωση ματαιώθηκε από οποιονδήποτε λόγο, η εγγυοδοσία επιστρέφεται σε εκείνον που την είχε καταθέσει αμέσως μετά το πέρας του πλειστηριασμού». Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. α' της παρ. 13 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για δε την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 1 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). 2.Η κατακύρωσις των πλειστηριαζομένων πραγμάτων γίνεται εις τον προσφέροντα την μεγαλυτέραν τιμήν, αφού προηγουμένως τρεις φοράς γίνη πρόσκλησις προς πλειοδοσίαν. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος πρέπει να καταχωρίζη εν τη εκθέσει πάσας τας γενομένας προσφοράς. 3.Ο υπερθεματιστής υποχρεούται εις καταβολήν προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον του πλειστηριάσματος εις μετρητά άμα τη κατακυρώσει, ευθύς δε μετά τούτο παραδίδεται εις αυτόν το κατακυρωθέν πράγμα. Η παράδοσις του πράγματος εις τον υπερθεματιστήν δεν δύναται να γίνη πριν ή ούτος καταβάλη το πλειστηρίασμα. «4.Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να προβεί σε δημόσια κατάθεση του πλειστηριάσματος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων». Η παρ. 4 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β' της παρ. 13 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος της άνω παρ. 4 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας «5.Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει μέσα στις επόμενες 2 εργάσιμες ημέρες να τον οχλήσει με εξώδικη πρόσκληση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει το πλειστηρίασμα μέσα στις επόμενες από την όχληση 5 εργάσιμες ημέρες, η κατακύρωση σε αυτόν ανατρέπεται, η εγγυοδοσία που έχει καταθέσει καταπίπτει, καλούνται δε οι επόμενοι πλειοδότες, η προσφορά των οποίων, αθροιζομένη με το ποσό της εγγυοδοσίας που κατέπεσε, είναι ίση με το πλειστηρίασμα, να καταβάλουν σε τακτή ημέρα που ορίζεται στην πρόσκληση, το ποσόν που είχαν προσφέρει. Η πρόσκληση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν εμφανισθούν περισσότεροι ενδιαφερόμενοι συντάσσεται σχετική έκθεση από το συμβολαιογράφο και η κατακύρωση γίνεται σε εκείνον που είχε προσφέρει κατά τον πλειστηριασμό το μεγαλύτερο ποσόν. Το πλειστηρίασμα συνίσταται στο άθροισμα του ποσού που καταβλήθηκε και της εγγυοδοσίας του αρχικού υπερθεματιστή που κατέπεσε. Αν, κατά την ελεύθερη κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η κατά τα προηγούμενα εδάφια πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής για λόγους που εκτίθενται σε σχετική έκθεση, καθώς και σε κάθε περίπτωση που η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε, γίνεται αναπλειστηριασμός κατά τις διατάξεις των επόμενων εδαφίων. Η επίσπευση του αναπλειστηριασμού γίνεται είτε με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είτε από τον υπέρ ου ή από τον καθ' ου η εκτέλεση ή από κάθε δανειστή που έχει αναγγελθεί με τίτλο εκτελεστό. Ο αναπλειστηριασμός επισπεύδεται με πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του υπέρ ου ή του καθ' ου ή του δανειστή, για την οποία συντάσσεται πράξη. Περίληψη της πράξης, η οποία περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρ. 960 παρ. 2. Η διάταξη του άρθρ. 959 παρ. 4 ισχύει αναλόγως και η σχετική προθεσμία υπολογίζεται, αφότου συνταχθεί η πράξη. Ο αρχικός υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν μπορεί να πλειοδοτήσει, δικαιούται όμως, έως ότου αρχίσει η πλειδοσία, να καταβάλει το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τον τόκο υπερημερίας, καθώς και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού και να ζητήσει να του κατακυρωθεί το πράγμα». Η παρ. 5 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. γ' της παρ. 13 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος της άνω παρ. 5 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). «6.Αν κατά τον αναπλειστηριασμό δεν επιτευχθεί το ίδιο πλειστηρίασμα, ο πρώτος υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε, ευθύνεται για τη διαφορά εντόκως, με το επιτόκιο υπερημερίας. Η εγγυοδοσία που είχε καταθέσει, με τους τυχόν τόκους της, καταλογίζεται στη διαφορά για την οποία ευθύνεται. Αν απομένει επιπλέον διαφορά, η έκθεση του αναπλειστηριασμού αποτελεί εναντίον του τίτλο εκτελεστό για τη συμπλήρωση. Αν έγιναν περισσότεροι αναπλειστηριασμοί, όλοι οι προηγούμενοι διαδοχικοί υπερθεματιστές, που δεν κατέβαλαν, εξακολουθούν να ευθύνονται εις ολόκληρον για την τυχόν διαφορά μεταξύ του αρχικού πλειστηριάσματος και του πλειστηριάσματος που τελικά επιτεύχθηκε και καταβλήθηκε, χωρίς όμως η ευθύνη του καθενός να υπερβαίνει το ποσόν της διαφοράς από τη δική του οφειλή. Οι εγγυοδοσίες που είχαν κατατεθεί από τους προηγούμενους διαδοχικούς υπερθεματιστές δεν επιστρέφονται έως ότου καταβληθεί το πλειστηρίασμα από τον τελικό υπερθεματιστή, προκειμένου να γίνει ο ως άνω καταλογισμός στην τυχόν διαφορά. Ο υπερθεματιστής που δεν κατέβαλε δεν δικαιούται, αν κατά τον αναπλειστηριασμό επιτεύχθηκε μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, να απαιτήσει το επιπλέον». Η παρ., 6, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. δ' της παρ. 13 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος της άνω παρ. 6, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). «7.Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί, αν κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, να ζητεί την παρουσία κατά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού αστυνομικού οργάνου, στο οποίο παρέχει τις αναγκαίες οδηγίες για την τήρηση της τάξης». Η παρ. 7, προστέθηκε από το εδάφ. ε' της παρ. 13 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε της ισχύος της άνω παρ. 7 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). (Αντί για τη σελ. 127 (γ) Σελ. 127 (δ) Τεύχος 1212-Σελ. 45 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 966 (1030 α.ν. 44/67, 64.12 ν.δ. 958/71) 1.Πλείονες δύνανται από κοινού να υπερθεματίσουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον. 2.Εάν δεν εμφανιστούν πλειοδόται, το πλειστηριαζόμενον πράγμα κατακυρούται εις τον υπέρ ου η εκτέλεσις τη αιτήσει του εις την τιμήν της πρώτης προσφοράς. Εάν δεν υποβληθή αίτησις, γίνεται εντός τεσσαράκοντα ημερών νέος πλειστηριασμός. 3.Εάν κατά τον νέον πλειστηριασμόν δεν γίνη κατακύρωσις, το κατά το άρθρον 933 αρμόδιον δικαστήριον, τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. δύναται να διατάξη την ενέργειαν νέου πλειστηριασμού εντός τριάκοντα ημερών επί τη αυτή ή κατωτέρα τιμή πρώτης προσφοράς ή να επιτρέψη εντός της αυτής προθεσμίας την υπό του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου ελευθέραν εκποίησιν του πράγματος εις τον υπέρ ου η εκτέλεσις ή τρίτον επί τιμήματι καθοριζομένω υπό του δικαστηρίου, δυναμένου να ορίση και την κατά δόσεις πληρωμήν μέρους του τιμήματος. 4.Εάν και ο νέος πλειστηριασμός απέβη άνευ αποτελέσματος ή δεν επετεύχθη ελευθέρα εκποίησις, το δικαστήριον δύναται να άρη την κατάσχεσιν ή να διάταξη την διενέργειαν νέου πλειστηριασμού εις απώτερον χρόνον «με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς». Η μέσα σε « » φράση, προστέθηκε από την παρ. 14 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος των διατάξεων της άνω φράσεως, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Άρθρον 967 (1031 α.ν. 44/67) 1.Εάν τα κατεσχημένα πράγματα είναι εκ των αναγραφομένων εις το δελτίον του χρηματιστηρίου αξιών, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εκποιεί ταύτα χρηματιστηριακώς. 2.Εάν τα εκπλειστηριαζόμενα πράγματα είναι νομίσματα ή άλλα αντικείμενα εκ χρυσού ή αργύρου, δεν δύνανται να κατακυρωθούν εις τιμήν μικροτέραν της εν τη αγορά τιμής του νομίσματος ή του χρυσού ή αργύρου. Εν η περιπτώσει δεν κατέστη τούτο δυνατόν, ο επί του πλειστηριασμού εκποιεί ταύτα ελευθέρως εις την ανωτέρω τιμήν αυτών. Άρθρον 968 (1032 α.ν. 44/67, 64.13, ν.δ. 958/71) Ο πλειστηριασμός των καρπών δύναται να γίνη είτε μετά τον αποχωρισμόν είτε και προ του αποχωρισμού αυτών. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δύναται να διάταξη την προ του πλειστηριασμού συγκομιδήν των καρπών. Σελ. 128 (δ) Τεύχος 1212-Σελ. 46 Άρθρον 969 (1033 α.ν. 44/67, 64.14 ν.δ. 958/71) 1.Ο πλειστηριασμός τελειούται δια της κατακυρώσεως. Ο υπερθεματίζων δεσμεύεται μέχρι κρείσσονος προσφοράς ή μέχρι ματαιώσεως της κατακυρώσεως. 2.Μέχρι της κατακυρώσεως ο καθ' ου η εκτέλεσις δικαιούται, εξοφλών τα έξοδα και τας απαιτήσεις του επισπεύδοντος και των λοιπών εχόντων τίτλον εκτελεστόν και αναγγελθέντων δανειστών, να αναλάβη τα πλειστηριαζόμενα πράγματα. Ο καθ' ου η εκτέλεσις δικαιούται να ενεχυριάζη τα πλειστηριαζόμενα πράγματα προς εξεύρεσιν των μέσων δια την εξόφλησιν της απαιτήσεως και καταβολήν των εξόδων. «3.Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού είναι υποχρεωμένος να τον ενεργήσει, εκτός αν συμφωνούν στην ματαίωσή του ο επισπεύδων την εκτέλεση και όλοι οι αναγγελμένοι δανειστές που έχουν καταθέσει εκτελεστό τίτλο». Η παρ. 3 προστέθηκε από την παρ. 6 άρθρ. 3 Νόμ. 1653/31 Οκτ.-8 Νοεμ. 1986 (ΦΕΚ Α' 173), Τόμ. 6Α, σελ. 422,398, της οποίας η ισχύς αρχίζει από 1-1-1987, εκτός από τους πλειστηριασμούς που έχουν προσδιοριστεί. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 970 (1034 α.ν. 44/67, 64.15 ν.δ. 958/71.) Οσάκις το πράγμα κατακυρούται εις τον υπέρ ου η εκτέλεσις ούτος καταβάλλει εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον το μετά την αφαίρεσιν του ποσού της απαιτήσεως αυτού και των εξόδων εκτελέσεως μέρος του πλειστηριάσματος, εφ' όσον δεν ανηγγέλθησαν έτεροι δανεισταί. Η καταβολή δέον να γίνη εντός της επομένης ημέρας από της λήξεως της προς αναγγελίαν προθεσμίας, προ της παρόδου της οποίας δεν παραδίδεται το εκπλειστηριασθέν. Εν περιπτώσει αναγγελίας ετέρων δανειστών οφείλει να καταβάλει ολόκληρον το πλειστηρίασμα. Άρθρον 101 (102 α.ν. 44/67) Εν περιπτώσει θανάτου του δόντος την πληρεξουσιότητα ή μεταβολής επερχομένης εις την προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου ικανότητα αυτού ή του νομίμου αντιπροσώπου του, ή πληρεξουσιότης εξακολουθεί, παύει δε μόνον αφ' ης επέλθη διακοπή της δίκης διά τινα των λόγων τούτων. Άρθρον 971 (1035 α.ν. 44/67, 64.16 ν.δ. 958/71) 1.Εάν το πλειστηρίασμα αρκή δια την ικανοποίησιν του υπέρ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθέντων δανειστών, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, μετά την αφαίρεσιν των εξόδων της εκτελέσεως, προβαίνει εις την ικανοποίησιν τούτων «την εικοστή ημέρα» από του πλειστηριασμού ή και ενωρίτερον εάν συμφωνήση ο καθ' ου η εκτέλεσις. Η φράση «τη δεκάτη ημέρα» αντικαταστάθηκε με τη φράση «την εικοστή ημέρα» από την παρ. 11 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. 2.Ο καθ' ου η εκτέλεσις δύναται να ασκήσει ανακοπήν κατά της αναγγελίας μέχρι και της ημέρας της διανομής του πλειστηριάσματος, εφαρμοζομένων των άρθρων 933 επ. Αντίγραφον της ανακοπής επιδίδεται αμελλητί και προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον. 3.Εάν ο καθ' ου η εκτέλεσις ασκήση ανακοπήν εφαρμόζεται ως προς τους δανειστάς, των οποίων αι απαιτήσεις προσεβλήθησαν δια της ανακοπής η διάταξις του άρθρου 980 § 2 αναλόγως. Άρθρον 972 (1036 α.ν. 44/67, 64.17 ν.δ. 958/71) 1.Οι δανεισταί του καθ' ου η εκτέλεσις δικαιούνται να αναγγείλουν την απαίτησίν των. Η αναγγελία επιδίδεται προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και τον υπέρ ου και τον καθ' ου η εκτέλεσις και πρέπει να περιέχη α)διορισμόν αντικλήτου εν τη περιφερεία του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως, αν ο αναγγελόμενος δανειστής δεν κατοική εντός της περιφερείας ταύτης και β)περιγραφήν της απαιτήσεως του αναγγελλομένου δανειστού. «Η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί, το αργότερο, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό». Το τρίτο εδάφιο αντικαταταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 3 Νόμ. 1653/31 Οκτ.-8 Νοεμ. 1986 (ΦΕΚ Α' 173), τόμ. 6Α, σελ. 422,398 της οποίας η ισχύς αρχίζει από 1-11987 εκτός από τους πλειστηριασμούς που έχουν προσδιοριστεί. Σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρ. 3 το άνω τρίτο εδάφιο εφαρμόζεται και στους πλειστηριασμούς, που διενεργούνται σύμφωνα με το Νόμ. 365/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.). Εντός της αυτής προθεσμίας πρέπει να κατατεθούν τα αποδεικνύοντα την απαίτησιν έγγραφα. Τα έξοδα της αναγγελίας βαρύνουν τον αναγγελλόμενον. 2.Η ισχύς της αναγγελίας δεν επηρεάζεται εκ της αναστολής ή ματαιώσεως του πλειστηριασμού. Εάν η απαίτησις του αναγγελλομένου δανειστού ερείδεται επί εκτελεστού τίτλου, η αναγγελία έχει τα αποτελέσματα της κατασχέσεως. (1037 α.ν. 44/67, 64.18 ν.δ. 958/71) Άρθρ.973.-«1.Αν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με εντολή προς το δικαστικό επιμελητή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση. Η εντολή κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται με την εντολή συνέχισης της εκτέλεσης ή με την πράξη κατάθεσής της. Η διάταξη του άρθρ. 959 παρ. 4 εφαρμόζεται αναλόγως και η σχετική προθεσμία υπολογίζεται από τη χρονολογία της πράξης κατάθεσης της εντολής συνέχισης. Ο πλειστηριασμός επισπεύδεται με βάση την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρ. 960 παρ. 2». Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. α' της παρ. 15 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος της άνω παρ. 1, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 2.Πας δανειστής, εφ' όσον έχει απαίτησιν ερειδομένην επί τίτλου εκτελεστού και επέδωσε προς τον καθ' ου η εκτέλεσις επιταγήν προς εκτέλεσιν, δύναται να επισπεύση τον πλειστηριασμόν. «3.Όταν ένας δανειστής, άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον πλειστηριασμό, κατά την παρ. 2, πρέπει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί σχετική πράξη. Η διάταξη του άρθρ. 959 παρ. 4 εφαρμόζεται αναλόγως και η σχετική προθεσμία υπολογίζεται από τη χρονολογία της πράξης. Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται στον επισπεύδοντα. Ο πλειστηριασμός επισπεύδεται με βάση την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρ. 960 παρ. 2. Ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου υπαλλήλου». Η παρ. 3, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β' της παρ. 15 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 3 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). (Αντί για τη σελ. 128,01 (α) Σελ. 128,01 (β) Τεύχος 1212-Σελ. 47 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 «4.Κάθε δανειστής της παρ. 2 μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο κατά το άρθρ. 933 δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρ. 686 επ., να του επιτρέψει να επισπεύσει αυτός την εκτέλεση, αν ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε για δεύτερη φορά χωρίς σοβαρό λόγο, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που από τη στάση του επισπεύδοντος προκύπτει συμπαιγνία ή ολιγωρία. Η ανάθεση της επίσπευσης στον αιτούντα μπορεί να εξαρτηθεί από τη ματαίωσή του τυχόν επισπευδόμενου πλειστηριασμού. Ο δανειστής, στον οποίο ανατέθηκε η επίσπευση, οφείλη να προβεί στην κατά την παρ. 3 δήλωση. Ο πλειστηριασμός επισπεύδεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής». Η παρ. 4, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. γ' παρ. 15 άρθρ. 4, Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 4 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). «5.Αν στην περίπτωση της παρ. 3 εμφανίστηκαν ταυτόχρονα περισσότεροι δανειστές που θέλουν να επισπεύσουν την εκτέλεση ή, στην περίπτωση της παρ. 4, οι αιτούντες είναι περισσότεροι, το κατά το άρθρ. 933 δικαστήριο, ύστερα από αυτοτελή ή παρεμπίπτουσα αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρ. 686 επ., επιλέγει τον καταλληλότερο στον οποίο και αναθέτει την επίσπευση. Ο πλειστηριασμός επισπεύδεται κατά τις διατάξεις της παρ. 3». Η παρ. 5, προστέθηκε από το εδάφ. δ' της παρ. 15 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 5 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Άρθρον 974 (1038 α.ν. 44/67, 64.19, ν.δ. 958/71) Εάν το πλειστηρίασμα δεν αρκή προς ικανοποίησιν του υπέρ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθέντων δανειστών ο υπέρ ου και ο καθ' ου η εκτέλεσις, ως και πας αναγγελθείς δανειστής δικαιούται εντός πέντε ημερών από της λήξεως της προς αναγγελίαν προθεσμίας να υποβάλη παρατηρήσεις ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συντασσομένης πράξεως. Εντός ετέρων δέκα ημερών από της λήξεως της προθεσμίας ταύτης, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, λαμβάνων υπ' όψιν και τας υποβληθείσας τυχόν παρατηρήσεις, συντάσσει πίνακα κατατάξεως. «Η πέρα του διμήνου από τη λήξη των προθεσμιών αυτών καθυστέρηση σύνταξης του πίνακα αποτελεί για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πειθαρχικό παράπτωμα». Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 16 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος του άνω εδαφίου, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). Σελ. 128,02 (β) Τεύχος 1212-Σελ. 48 Άρθρον 975 (1039 α.ν. 44/67, 64.20 ν.δ. 958/71) Η κατάταξις των δανειστών εις τον πίνακα γίνεται κατά την εξής σειράν: Μετά την αφαίρεσιν των εξόδων της εκτελέσεως, οριζομένων ητιολογημένως υπό του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, κατατάσσονται 1)απαιτήσεις δια την κηδείαν ή την νοσηλείαν του καθ' ου η εκτέλεσις, της συζύγου και των τέκνων αυτού, εφ' όσον προέκυψαν κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνας προ της ημέρας του πλειστηριασμού, 2)απαιτήσεις δια την παροχήν των αναγκαίων τροφίμων προς συντήρησιν του καθ' ου η εκτέλεσις, της συζύγου και των τέκνων αυτού, εφ' όσον προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξ μήνας προ της ημέρας του πλειστηριασμού, 3)απαιτήσεις εκ παροχής εξηρτημένης εργασίας, ως και απαιτήσεις διδασκάλων, εφ’ όσον πάσαι αύται προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξ μήνας προ της ημέρας του πλειστηριασμού. Με το άρθρ. 31 του Νόμ. 1545/1985 (ΦΕΚ Α' 91), τόμ. 15 1 , σελ. 98,679) ορίστηκε ότι: «Στην τρίτη τάξη των προνομίων του άρθρ. 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κατατάσσονται οι απαιτήσεις που έχουν σαν βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των διδασκάλων, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης. Αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας κατατάσσονται, ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν, στην τάξη αυτή. Η διαίρεση του εκπλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρ. 977 Κ.Πολ.Δ., γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξης αυτής». Με το άρθρ. 11 του Νόμ. 2129/14-14 Απρ. 1993 (ΦΕΚ Α' 57), Τόμ. 29, σελ. 90,854, ορίστηκε ότι: «Οι τράπεζες από απαιτήσεις που έχουν λόγω χορηγήσεων στο σύνδικο ή τον εκκαθαριστή επιχειρήσεως εμπιπτούσης στη ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρ. 44 του Νόμ. 1892/1990 (Τόμ. 13Β, σελ. 778,607) για την ικανοποίηση απαιτήσεων κατ' αυτού από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή αποζημιώσεων λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας και από τόκους των χορηγήσεων αυτών, εφόσον έχει συναφθεί και αρμοδίως επικυρωθεί συμφωνία κατά το ως άνω άρθρ. 44, που ρυθμίζει και τις ανωτέρω απαιτήσεις των εργαζομένων, υπεισέρχονται στη θέση των εργαζομένων, κατατασσόμενες στον πίνακα κατατάξεως κατά τους ορισμούς του άνω άρθρ. 31 του Νόμ. 1545/1985, το τελευταίο εδάφιο του οποίου έχει εφαρμογή και στις απαιτήσεις αυτές των τραπεζών». Με την περίπτ. α', της παρ. 16 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α' 67), κατωτ. αριθ. 28, ορίστηκε ότι: Στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρ. 975 του Κ.Πολ.Δ., όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρ. 31 του Νόμ. 1545/1985 (ΦΕΚ 91 Α'), υπάγονται 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων, είτε αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή. Προκειμένου περί έμμισθων δικηγόρων υπάγονται και οι απαιτήσεις για αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εμμίσθου εντολής. «4.Αι απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών συνεταιρισμών από πώληση αγροτικών προϊόντων, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους 24 μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης», 5(4) (Καταργήθηκε και οι επόμενες υποπαράγραφοι αναριθμήθηκαν σε 5(6) αντίστοιχα, από την περίπτ. β΄, παρ. 16 άρθρ. 6 Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α΄ 67, κατωτ. αριθ. 28)». Η περίπτ. 4 προστέθηκε και οι υπάρχουσες κατωτέρω περιπτ. 4, 5 και 6 αναριθμήθηκαν ως 5, 6 και 7 από τα εδαφ. α' και β' της παρ. 17 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω περίπτ. 4 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/95 (κατωτ. αριθ. 27). 5(6)(5)απαιτήσεις του Δημοσίου και των Δήμων και Κοινοτήτων εκ φόρων προσδιορισθέντων εκ της αξίας της προσόδου ή του είδους των πλειστηριασθέντων πραγμάτων και αφορώντων το έτος καθ' ο εγένετο ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο τούτου. Με το άρθρ. 2 του Π.Δ. 490/15-26 Σεπτ. 1989 (ΦΕΚ Α' 203), τόμ. 25 σελ. 212,505 ορίστηκε ότι οι απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα από εισφορές στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα, είναι προνομιακές, κατατασσόμενες, μαζί με τις προσαυξήσεις τους, στη σειρά των άρθρ. 61 παρ. 1 του Κώδικα Εισπράξεων δημοσίων εσόδων και 975 παρ. 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Για την κατάταξη του Δημοσίου επί πλειστηριαζομένου ακινήτου ή κινητού βλ. άρθρ. 61 Ν.Δ. 356/1974 (τόμ. 25Α σελ. 212,19). 6.(7).(6).Οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον προέκυψαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης». Η με αριθ.6 περίπτωση αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.16 Νόμ.2972/27-27 Δεκ.2001 (ΦΕΚ Α΄291). (Αντί για τη σελ. 129(ια) Σελ. 129(ιβ) Τεύχος 1367 Σελ. 115 8. «Οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού κατά του οφειλέτη, εφόσον ο οφειλέτης έχει ή είχε στο παρελθόν την ιδιότητα της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρ.2 του νόμ.2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄) και οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού έχουν προκύψει εντός δύο (2) ετών πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού». Το εδάφ.8 προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.77 Νόμ.2533/11 Νοεμ.1997 (ΦΕΚ Α΄228), τόμ.12Α σελ.282,433. Άρθρον 976 (1040 α.ν. 44/67, 64.21 ν.δ. 958/71) Αι απαιτήσεις αι έχουσαι υπέρ αυτών προνόμιον επί ωρισμένου κινητού πράγματος ή επί ποσότητος χρημάτων κατατάσσονται κατά την εξής σειράν, εφ’ όσον πρόκειται περί διανομής του πλειστηριάσματος του πράγματος ή της ποσότητος χρημάτων 1)αι απαιτήσεις αι οποίαι προέκυψαν εκ δαπανών δια την διατήρησιν του πράγματος, 2)αι απαιτήσεις υπέρ των οποίων υπάρχει ενέχυρον, 3)αι απαιτήσεις αι οποίαι προέκυψαν εκ δαπανών δια την παραγωγήν και συγκομιδήν καρπών. Άρθρον 102 (103 α.ν. 44/67) 1.Η δι' ανακλήσεως της πληρεξουσιότητος ή δια παραιτήσεως του πληρεξουσίου επερχομένη παύσις της πληρεξουσιότητος προς διεξαγωγήν δίκης ή προς ενέργειαν ωρισμένων διαδικαστικών πράξεων ισχύει έναντι του αντιδίκου μόνον από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της ανακλήσεως ή της παραιτήσεως ή από της δηλώσεως της καταχωριζομένης εις τα πρακτικά, όπου δε είναι αναγκαίος κατά νόμον ο διορισμός ετέρου πληρεξουσίου δικηγόρου, από της γνωστοποιήσεως και του διορισμού τούτου. 2.Η δι' ανακλήσεως παύσις της πληρεξουσιότητος πρέπει να κοινοποιηθή και εις τον ανακαλούμενον πληρεξούσιον, ως και εις τον συντάξαντα το πληρεξούσιον έγγραφον συμβολαιογράφον ο οποίος υποχρεούται να κάμη μνείαν της ανακλήσεως εις το πρωτότυπον του πληρεξουσίου εγγράφου. Άρθρον 977 (1041 α.ν. 44/67, 64.22 ν.δ. 958/71) 1.Εάν πλην των εν άρθρω 975 απαιτήσεων υφίστανται και αι εν άρθρω 976 αριθ. 3 απαιτήσεις, προτιμώνται αι πρώται. Εάν υφίστανται και αι εν άρθρω 976 αριθ. 1 και 2, τότε αι του άρθρου 975 ικανοποιούνται μέχρι του ενός τρίτου του διανεμητέου εις τους πιστωτάς ποσού εκ του πλειστηριάσματος, τα δε δύο τρίτα τούτου διατίθενται δια την ικανοποίησιν των εν άρθρω 976 αριθ. 1 και 2 απαιτήσεων. Επί των μετά την κατά το προηγούμενον εδάφιον ικανοποίησιν των εν άρθροις 975 και 976 αριθ. 1 και 2 απαιτήσεων υπολειφθέντων υπολοίπων εκ του ενός τρίτου ή των δύο τρίτων, κατατάσσονται μέχρι καλύψεώς των αι μη ικανοποιηθείσαι απαιτήσεις της ετέρας των εν λόγω κατηγοριών. 2.Εάν υφίστανται πλείονες απαιτήσεις εκ των εν άρθροις 975 ή 976 αναφερομένων, η απαίτησις της προηγουμένης τάξεως προτιμάται της απαιτήσεως της επομένης τάξεως, εάν δε είναι της αυτής τάξεως ικανοποιούνται συμμέτρως. Εάν συντρέχουν πλείονες απαιτήσεις εκ των εν άρθρω 976 αριθ. 2 αναφερομένων ακολουθείται η κατά το ουσιαστικόν δίκαιον σειρά. 3.Το μετά την ικανοποίησιν των εν άρθροις 975 και 976 απαιτήσεων απομένον ποσόν διανέμεται μεταξύ των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών συμμέτρως. Σελ. 130(ιβ) Τεύχος 1367 Σελ. 116 Άρθρ. 978 (1042 α.ν. 44/67, 61.23 ν.δ. 958/74) 1.Αι απαιτήσεις υπό αίρεσιν ή αμφίβολοι κατατάσσονται τυχαίως. Η ικανοποίησις των απαιτήσεων τούτων δύναται να γίνη μόνον επί εγγυοδοσία. Απαιτήσεις υπό προθεσμίαν κατατάσσονται αφαιρουμένου του αναλογούντος τόκου μέχρι της λήξεως αυτής. 2.Οσάκις απαίτησις κατατάσσεται τυχαίως, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος ορίζει εν τω πίνακι κατατάξεως πως κατανέμεται το αναλογούν εις την απαίτησιν ποσόν εις ην περίπτωσιν αύτη ήθελε παύσει υφισταμένη. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 979 (1043 α.ν. 44/67, 64.24 ν.δ. 958/71) 1.Εντός τριών ημερών από της συντάξεως του πίνακος ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος καλεί εγγράφως τον υπέρ ου και τον καθ’ ου η εκτέλεσις και τους αναγγελθέντας δανειστάς όπως λάβουν γνώσιν του πίνακος κατατάξεως. 2.«Μέσα σε δώδεκα εργάσιμες ημέρες», από της επιδόσεως της κατά την παρ. 1 προσκλήσεως πας έχων έννομον συμφέρον δύναται να ασκήση ανακοπήν κατά του πίνακος κατατάξεως, εφαρμοζομένων των άρθρ. 933 επ. Αντίγραφον της ανακοπής επιδίδεται εντός της αυτής προθεσμίας και προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον. Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξις. Η μέσα σε « » φράση, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 18 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω διατάξεως βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). Άρθρον 980 (1044 α.ν. 44/67) 1.Εάν δεν ησκήθη ανακοπή κατά του πίνακος κατατάξεως, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προβαίνει αμέσως εις την διανομήν του πλειστηριάσματος. 2.Εάν ησκήθη ανακοπή παρά τινος των δανειστών, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν δύναται να προβή εις καταβολήν προς τους δανειστάς των οποίων η κατάταξις προσβάλλεται δια της ανακοπής. Το δικάζον την ανακοπήν δικαστήριον δύναται κατά πάσαν στάσιν της δίκης τη αιτήσει του καθ’ ου η ανακοπή να διατάξη την καταβολήν επί εγγυοδοσία. Άρθρον 981 (1045 α.ν. 44/67) Παρ’ εκάστω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλω τηρείται ίδιον βιβλίον υπό το όνομα «βιβλίον πλειστηριασμών». Εις το βιβλίον τούτο και υπό ιδίαν μερίδα δι’ έκαστον πλειστηριασμόν καταχωρίζονται κατ’ αύξοντα αριθμόν και χρονολογικήν σειράν τα στοιχεία των εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον κοινοποιουμένων ή παρ’ αυτώ κατατιθεμένων εγγράφων, ως και των παρ’ αυτού συντασσομένων πράξεων. Εις το τέλος του βιβλίου τηρείται αλφαβητικόν ευρετήριον εις το οποίον σημειούνται τα ονοματεπώνυμα του επισπεύδοντος την εκτέλεσιν και του καθ’ ου αύτη. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ Κατάσχεσις εις χείρας τρίτου. Άρθρον 982 (1046 α.ν. 44/67) 1.Δύνανται να κατασχεθούν α)μη εξαρτώμεναι εξ αντιπαροχής χρηματικαί απαιτήσεις του καθ’ ου η εκτέλεσις κατά τρίτων ή απαιτήσεις αυτού κατά τρίτων προς μεταβίβασιν της κυριότητος κινητών μη εξαρτωμένην εξ αντιπαροχής, β)κινητά πράγματα αυτού ευρισκόμενα εις χείρας τρίτου. «2.Εξαιρούνται από την κατάσχεση:α)πράγματα που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά, β)η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρείες, γ)απαιτήσεις διατροφής που πηγάζουν από τον νόμο ή από διάταξη τελευταίας βούλησης καθώς και απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας, δ)απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών, εκτός αν πρόκειται να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή που στηρίζεται στο νόμο ή σε διάταξη τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, οπότε επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση έως το μισό, αφού ληφθούν υπόψη τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί ο γάμος του για αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των δικαιούχων». Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 50 Νόμ. 1329/15-18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α΄ 25), τόμ. 7 σελ. 192,01. (Μετά τη σελ. 130(ι) Σελ. 130,01 Τεύχος 1258-Σελ. 5 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 103 (104 α.ν. 44/67) Επί ένα μήνα μετά την παύσιν της πληρεξουσιότητος δια παραιτήσεως του πληρεξουσίου και εφ' όσον δεν ανέλαβε την διεξαγωγήν της δίκης αντικαταστάτης, ο παραιτηθείς πληρεξούσιος δικαιούται και υποχρεούται να ενεργή εν τη δίκη μόνον τας πράξεις τας αναγκαίας προς προστασίαν των συμφερόντων του δόντος την πληρεξουσιότητα και αποφυγήν επιβλαβών λόγω της παραιτήσεώς του συνεπειών. Άρθρ.983 (1047 α.ν. 44/67, 65.1 ν.δ. 958/71) 1.Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου γίνεται δι’ επιδόσεως προς τον τρίτον και προς τον καθ’ ου η εκτέλεσις εγγράφου το οποίον πρέπει να περιέχη, πλην των εν άρθρω 118 αναφερομένων στοιχείων και α)ακριβή περιγραφήν του εκτελεστού τίτλου και της απαιτήσεως επί τη βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεσις, β)το ποσόν δια το οποίον επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ)επιταγήν προς τον τρίτον όπως μη καταβάλη προς τον καθ’ ου η εκτέλεσις, δ)διορισμόν αντικλήτου κατοικούντος εις την περιφέρειαν του αυτού ειρηνοδικείου ή εις την έδραν του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, εάν ο υπέρ ου η εκτέλεσις δεν κατοική εις την περιφέρειαν του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. 2.Το δια τον καθ’ ου η κατάσχεσις προοριζόμενον έγγραφον πρέπει να επιδοθή προς αυτόν, επί ποινή ακυρότητος της κατασχέσεως, το βραδύτερον εντός οκτώ ημερών από της προς τον τρίτον επιδόσεως. 3.Η κατά την § 1 κατάσχεσις, προκειμένου περί απαιτήσεως εκ τίτλου εις διαταγήν, δύναται να γίνη μόνον αφού αφαιρεθή ο τίτλος κατά το άρθρον 954 § 1 παρά του καθ’ ου η εκτέλεσις και παραδοθή ούτος εις τον υπέρ ου αύτη. Άρθρον 984 (1048 α.ν. 44/67, 65.2 ν.δ. 958/71) 1.Απαγορεύεται και είναι άκυρος υπέρ του κατασχόντος η διάθεσις του κατασχεθέντος υπό του καθ’ ου η κατάσχεσις από της προς αυτόν επιδόσεως . του κατά το άρθρον 983 εγγράφου και εάν τούτο δεν έχη εισέτι επιδοθή εις τον τρίτον, της ευθύνης του τρίτου ρυθμιζομένης κατά την § 3. 2.Απαγορεύεται και δεν παράγει εννόμους συνεπείας έναντι του κατασχόντος η υπό του τρίτου εξόφλησις της κατασχεθείσης απαιτήσεως ή ο συμψηφισμός αυτής προς μεταγενεστέραν απαίτησιν, ως και η απόδοσις προς τον καθ’ ου η κατάσχεσις ή η προς τρίτους διάθεσις του κατασχεθέντος από της προς αυτόν επιδόσεως του κατά το άρθρον 983 εγγράφου, και αν τούτο δεν έχη εισέτι επιδοθή εις τον καθ’ ου η κατάσχεσις. Επί χρηματικών απαιτήσεων η απαγόρευσις αφορά μόνον το ποσόν δια το οποίον εγένετο η κατάσχεσις. 3.Από της προς τον τρίτον κοινοποιήσεως της κατασχέσεως ούτος καθίσταται μεσεγγυούχος. 4.Η επιβληθείσα κατάσχεσις δεν εμποδίζει τον καθ’ ου αύτη να στραφή δικαστικώς ή δι’ αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του τρίτου. Εν τη περιπτώσει ταύτη, γενομένης εκτελέσεως, εάν μεν πρόκειται περί πράγματος δεκτικού καταθέσεως, τούτο κατατίθεται δημοσίως, άλλως ορίζεται υπό του δικαστικού κλητήρος μεσεγγυούχος προς φύλαξιν. 5.Αι διατάξεις του άρθρου 956 §§ 4 έως 6 εφαρμόζονται και εις τας περιπτώσεις των §§ 3 και 4 του παρόντος άρθρου. Άρθρον 985 (1049 α.ν. 44/67) 1.Εντός οκτώ ημερών από της επιδόσεως του κατασχετηρίου προς τον τρίτον οφείλει ούτος να δηλώση εάν υφίσταται η κατασχεθείσα απαίτησις, εάν έχη εις χείρας του το κατασχεθέν πράγμα και εάν επεβλήθη εις χείρας του ετέρα κατάσχεσις, μετά μνείας του κατασχόντος και του ποσού δια το οποίον εγένετο η κατάσχεσις. 2.Η κατά την § 1 δήλωσις γίνεται προφορικώς εις την γραμματείαν του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του δηλούντος, συντασσομένης εκθέσεως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 3.Η παράλειψις της δηλώσεως εξομοιούται προς αρνητικήν δήλωσιν. Εν περιπτώσει παραλείψεως της δηλώσεως ή ανακριβούς δηλώσεως, ο τρίτος ευθύνεται έναντι του κατασχόντος εις αποζημίωσιν. Άρθρον 986 (1050 α.ν. 44/67, 65.3 ν.δ. 958/71) Εντός 30 ημερών από της κατά το άρθρον 985 δηλώσεως ο κατασχών δικαιούται να ασκήση ανακοπήν κατ’ αυτής ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. δικαστηρίου. Δια της ανακοπής δύναται να ζητηθή και η κατά το άρθρον 985 § 3 αποζημίωσις. Άρθρον 987 (1051 α.ν. 44/67) Ο τρίτος δεν δικαιούται να προσβάλη το κύρος της κατασχέσεως ειμή μόνον εάν το κατασχετήριον δεν περιέχη τα κατά το άρθρον 983 στοιχεία ή δεν εκοινοποιήθη εις τον καθ’ ου η εκτέλεσις. Άρθρον 988 (1052 α.ν. 44/67, 65.4 ν.δ. 958/71) 1.Εάν ο τρίτος δηλώση ότι υφίσταται η κατασχεθείσα απαίτησις, είναι δε αύτη επαρκής δια την ικανοποίησιν του κατασχόντος ή των κατασχόντων, υποχρεούται ο τρίτος μετά παρέλευσιν οκτώ μεν ημερών από της προς τον καθ’ ου η εκτέλεσις κοινοποιήσεως της κατασχέσεως εάν κατοική εις την ημεδαπήν, μετά παρέλευσιν δε τριάκοντα ημερών εάν κατοική εις την αλλοδαπήν ή είναι αγνώστου διαμονής, να καταβάλη εις έκαστον των κατασχόντων το ποσόν δια το οποίον εγένετο η κατάσχεσις. Εάν η κατασχεθείσα απαίτησις δεν επαρκή δια την ικανοποίησιν πάντων των κατασχόντων, ο τρίτος υποχρεούται να προβή εις δημοσίαν κατάθεσιν, γίνεται δε διανομή υπό συμβολαιογράφου οριζομένου κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομον συμφέρον υπό του ειρηνοδίκου του τόπου της εκτελέσεως κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. Η διανομή γίνεται μεταξύ των κατασχόντων κατά τα άρθρα 974 επ., της προθεσμίας του άρθρου 974 § 1 αρχομένης από της γνωστοποιήσεως εις τον συμβολαιογράφον της περί διορισμού του αποφάσεως, του ειρηνοδίκου. 2.Εάν ο τρίτος δηλώση ότι έχει εις χειράς του το κατασχεθέν πράγμα, γίνεται πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου οριζομένου κατά την § 1. Ο πλειστηριασμός γίνεται κατά τα άρθρα 959 επ., των προθεσμιών του άρθρου 960 §§ 1 και 2 αρχομένων από της γνωστοποιήσεως της περί διορισμού του αποφάσεως εις τον συμβολαιογράφον, όστις και ορίζει τον επί της εκτελέσεως δικαστικόν κλητήρα. Άρθρον 689 (1053 α.ν. 44/67, 65.5 ν.δ. 958/71) Η κατά το άρθρον 988 καταφατική δήλωσις αποτελεί τίτλον εκτελεστόν κατά του τρίτου, του τύπου της εκτελέσεως περιαπτομένου υπό του ειρηνοδίκου εις την γραμματείαν του οποίου εγένετο η δήλωσις. Άρθρον 990 (1054 α.ν. 44/67) Εάν η κατά το άρθρον 986 ανακοπή γίνη δεκτή, το δικαστήριον δια της αποφάσεώς του υποχρεοί τον τρίτον να καταβάλη το κατασχεθέν ποσόν ή να παραδώση το κατασχεθέν πράγμα, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρ. 988. (Αντί για τη σελ. 131(α) Σελ. 131(β) Τεύχος 1212-Σελ. 51 Άρθρον 991 (1055 α.ν. 44/67) Εάν η κατασχεθείσα απαίτησις ασφαλίζεται δι’ ενεχύρου ή υποθήκης, εφαρμόζονται και αι διατάξεις των Άρθρον 9 (9 α.ν. 44/67) Δια την εκτίμησιν του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπ' όψιν το αίτημα της αγωγής. Αι περί καρπών, τόκων και εξόδων παρεπόμεναι αιτήσεις δεν συνυπολογίζονται. Πλείονες απαιτήσεις επιδιωκόμεναι δια της αυτής αγωγής συνυπολογίζονται. Επί ομοδικίας, εφ' όσον πρόκειται περί διαιρετών δικαιωμάτων, λαμβάνεται υπ' όψιν το υπό εκάστου ενάγοντος ή παρ' εκάστου των εναγομένων αιτούμενον, εάν δε αι απαιτήσεις υπάγωνται καθ' ύλην εις διάφορα δικαστήρια, αρμόδιον είναι το εξ αυτών ανώτερον. Άρθρον 104 (105 α.ν. 44/67) Δια τας προπαρασκευαστικάς πράξεις και κλήσεις μέχρι της πρώτης επ' ακροατηρίου συζητήσεως θεωρείται υπάρχουσα πληρεξουσιότης, δια δε την επ' ακροατηρίου συζήτησιν απαιτείται ρητή πληρεξουσιότης, της οποίας μη υπαρχούσης κηρύσσονται άκυροι όλαι αι πράξεις και αύται αι πρότερον επιχειρηθείσαι. Την έλλειψιν πληρεξουσιότητος, ως και την υπέρβασιν ταύτης, εξετάζει το δικαστήριον και αυτεπαγγέλτως κατά πάσαν στάσιν της δίκης. άρθρων 458 και 1312 Α.Κ. Η σημείωσις εις τα δημόσια βιβλία γίνεται μετά την καταφατικήν δήλωσιν ή την τελεσιδικίαν της δεχομένης την ανακοπήν κατά της δηλώσεως τρίτου αποφάσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ Κατάσχεσις επί ακινήτων, πλοίων ή αεροσκαφών του οφειλέτου. (1056 α.ν. 44/67) Άρθρ.992.-«1.Μπορεί να γίνει κατάσχεση ακινήτου που ανήκει στην κυριότητα του οφειλέτη ή εμπράγματου δικαιώματος του οφειλέτη επάνω σε ακίνητο. Ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρ. 939 επ. του Αστικού Κώδικα, αφού η απόφαση που απαγγέλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης. Οι διατάξεις για την κατάσχεση ακινήτου εφαρμόζονται και για την κατάσχεση δικαιωμάτων στα οποία ισχύουν οι σχετικοί με τα ακίνητα κανόνες, καθώς και για την κατάσχεση πλοίων και αεροσκαφών». Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 19 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 1 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). 2.Η κατάσχεσις ακινήτου εκτείνεται και επί των συστατικών αυτού, επί δε των παραρτημάτων μόνον εάν περιληφθούν εις αυτήν. Εάν τα παραρτήματα δεν περιελήφθησαν εις την κατάσχεσιν του ακινήτου, δύνανται να κατασχεθούν κατά την διαδικασίαν της κατασχέσεως κινητών πραγμάτων. 3.Εάν το κατασχεθέν είναι ησφαλισμένον, η κατάσχεσις ισχύει και επί της αποζημιώσεως της οφειλομένης εκ της ασφαλίσεως. Άρθρον 993 (1057 α.ν. 44/67, 66.1 ν.δ. 958/71) 1.Η κατάσχεσις γίνεται δια συντάξεως υπό του δικαστικού κλητήρος εκθέσεως παρουσία ενός ενηλίκου μάρτυρος. Η κατάσχεσις του ενυποθήκου κτήματος δύναται να γίνη είτε κατά του οφειλέτου είτε κατά του τρίτου κυρίου ή του νομίμω τίτλω νεμομένου το ενυπόθηκον κτήμα, μετά κοινοποίησιν της επιταγής προς τε τον οφειλέτην και τον τρίτον. Η προθεσμία του άρθρου 926 άρχεται από της τελευταίας κοινοποιήσεως. Σελ. 132(β) Τεύχος 1212-Σελ. 52 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 2.Αι διατάξεις των παραγράφων 1 εδ. β και 2 έως 4 του άρθρου 954 εφαρμόζονται και εν προκειμένω. Το κατασχεθέν ακίνητον, κατόπιν επιτοπίου μεταβάσεως του κλητήρος, πρέπει να περιγράφεται ακριβώς κατά το είδος, την θέσιν, τα όρια και την έκτασιν αυτού μετά των συστατικών και των κατασχεθέντων παραρτημάτων, εις τρόπον ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητος. «Αν για το ακίνητο που κατάσχεται προβλέπεται αντικειμενική αξία για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, η εκτίμηση δεν μπορεί να υπολείπεται της αξίας αυτής, όπως ισχύει κατά το χρόνο της κατάσχεσης». Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από το εδάφ. α΄ της παρ. 20 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος του άνω εδαφίου, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). «3.Για την επιβολή της κατάσχεσης και την περιγραφή του ακινήτου ο δικαστικός επιμελητής έχει το δικαίωμα να εισέρχεται σε αυτό έστω και αν κατέχεται από τρίτο». Η παρ. 3 προστέθηκε από το εδάφ. β΄ της παρ. 20 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 3 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Άρθρον 994 (1058 α.ν. 44/67, 66.2 ν.δ. 958/71) Εάν μετά του ακινήτου κατεσχέθησαν και τα παραρτήματα αυτού, τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον, το κατά το άρθρον 933 αρμόδιον δικαστήριον, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. δύναται να διατάξη την χωριστήν πλειστηρίασιν αυτών κατά την διαδικασίαν του πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων, εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι αύτη είναι μάλλον συμφέρουσα, οπότε και ορίζει προθεσμίαν «για την επίσπευση του πλειστηριασμού». Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 21 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω διατάξεως, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Άρθρον 995 (1059 α.ν. 44/67, 66.3 ν.δ. 958/71) 1.Αντίγραφον ή περίληψις της εκθέσεως κατασχέσεως περιλαμβάνουσα το ονοματεπώνυμον του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεσις, τον εκτελεστόν τίτλον, μνείαν του κατασχεθέντος ακινήτου και των τυχόν κατασχεθέντων παραρτημάτων, την εκτιμηθείσαν αξίαν τούτων, την τιμήν της πρώτης προσφοράς, ως και την ημέραν, τον τόπον του πλειστηριασμού και το όνομα του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, επιδίδεται άμα τω πέρατι της κατασχέσεως εις τον καθ’ ου η εκτέλεσις εάν είναι παρών, αρνουμένου δε τούτου να παραλάβη το επιδιδόμενον έγγραφον συντάσσεται περί της αρνήσεως έκθεσις υπό του κλητήρος. Εάν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεσος κατάρτισις του αντιγράφου ή της περιλήψεως, η επίδοσις γίνεται το βραδύτερον εντός της επομένης από της κατασχέσεως ημέρας, εφ’ όσον ο καθ’ ου η εκτέλεσις έχει την κατοικίαν του εις την περιφέρειαν του δήμου ή της κοινότητος ένθα εγένετο η κατάσχεσις, άλλως εντός οκτώ ημερών από ταύτης. Η παράλειψις των ανωτέρω επάγεται ακυρότητα. 2.Αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως επιδίδεται, επί ποινή ακυρότητος, προς τον υποθηκοφύλακα της περιφερείας ένθα κείται το κατασχεθέν εντός οκτώ ημερών από της ημέρας της επιβολής της κατασχέσεως. Προκειμένου περί πλοίων νηολογημένων εν Ελλάδι η επίδοσις γίνεται προς τον τηρούντα το νηολόγιον, εις ο είναι εγγεγραμμένον το πλοίον, προκειμένου δε περί αεροσκαφών εγγεγραμμένων εις μητρώον τηρούμενον εν Ελλάδι, η επίδοσις γίνεται προς τον τηρούντα το μητρώον τούτο. Ο υποθηκοφύλαξ ή ο τηρών το νηολόγιον ή το μητρώον, οφείλει να εγγράψη την κατάσχεσιν αυθημερόν εις το επί τούτω τηρούμενον βιβλίον κατασχέσεων και να παραδώση εντός προθεσμίας τεσσάρων ημερών από της εις αυτόν, κατά τ’ ανωτέρω επιδόσεως το πιστοποιητικόν βαρών εις τον επί της εκτελέσεως δικαστικόν κλητήρα. 3.Επί κατασχέσεως ενυποθήκου κτήματος, εάν η κατάσχεσις εγένετο κατά του τρίτου κυρίου ή νομέως, πρέπει να επιδοθή προς αυτόν και προς τον οφειλέτην, επί ποινή ακυρότητος, αντίγραφον ή περίληψις της εκθέσεως κατασχέσεως κατά τας διατάξεις της § 1. Εάν η κατάσχεσις εγένετο κατά του οφειλέτου, πρέπει να επιδοθή εις τον τρίτον κύριον ή νομέα επί ποινή ακυρότητος, αντίγραφον ή περίληψις της εκθέσεως κατασχέσεως κατά τας διατάξεις της § 1. 4.Ο δικαστικός κλητήρ οφείλει εντός δέκα πέντε ημερών από της ημέρας της κατασχέσεως να καταθέση εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον τον εκτελεστόν τίτλον μετά της εκθέσεως επιδόσεως της επιταγής, την έκθεσιν κατασχέσεως, την έκθεσιν επιδόσεως ταύτης εις τον υποθηκοφύλακα ή τον τηρούντα το νηολόγιον ή το μητρώον και το πιστοποιητικόν βαρών, συντασσομένης περί τούτου πράξεως. Ωσαύτως, οφείλει αμελλητί να καταθέση τας εκθέσεις των κατά τας §§ 1 και 3 επιδόσεων. Άρθρον 996 (1060 α.ν. 44/67, 66.4 ν.δ. 958/71) 1.Μεσεγγυούχος του ακινήτου είναι ο κατά την κατάσχεσιν κάτοχος αυτού. Κατ’ αίτησιν παντός έχοντος έννομον συμφέρον ο ειρηνοδίκης της περιφερείας όπου κείται το κατασχεθέν, δικάζων κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., δύναται να ορίζη άλλον μεσεγγυούχον ή να αντικαθιστά τούτον, ως και Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 να αποφαίνεται επί πάσης αμφισβητήσεως αφορώσης την μεσεγγύησιν. Αι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 956 εφαρμόζονται και εν προκειμένω. 2.Οι φυσικοί καρποί του κατασχεθέντος οι συλλεγέντες μετά την επιβολήν της κατασχέσεως εκποιούνται υπό του μεσεγγυούχου, πλην αν τη αιτήσει του κατασχόντος δανειστού ή του οφειλέτου ο ειρηνοδίκης της περιφερείας όπου κείται το κατασχεθέν, δικάζων κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., ήθελε διατάξει την δια πλειστηριασμού εκποίησιν αυτών. Το προϊόν της εκποιήσεως των φυσικών καρπών κατατίθεται δημοσίως. Εάν το κατασχεθέν αγροτικόν ή άλλο προσοδοφόρον ακίνητον είναι εκμισθωμένον, οι μετά την επιβολήν της κατασχέσεως συλλεγέντες φυσικοί καρποί ανήκουν εις τον μισθωτήν, υποχρεούμενον να καταθέση δημοσίως το μίσθωμα. 3.Από της εγγραφής της κατασχέσεως εις το βιβλίον των κατασχέσεων αι δυνάμει εννόμου σχέσεως πρόσοδοι του κατασχεθέντος πράγματος εισπράττονται υπό του μεσεγγυούχου και κατατίθενται δημοσίως. Ο εκ της εννόμου σχέσεως οφειλέτης εγκύρως καταβάλλει εις τον καθ’ ου η εκτέλεσις πριν ειδοποιηθή εγγράφως υπό του κατασχόντος περί της γενομένης κατασχέσεως. 4.Αι διατάξεις του άρθρου 956 § 7 εφαρμόζονται και εν προκειμένω. Άρθρον 997 (1061 α.ν. 44/67, 66.5 ν.δ. 958/71) 1.Απαγορεύεται και είναι άκυρος υπέρ του κατασχόντος και των αναγγελθέντων δανειστών η διάθεσις του κατασχεθέντος υπό του οφειλέτου, επί ενυποθήκου δε κτήματος και υπό του τρίτου κυρίου ή νομέως. «Μετά την κατάσχεση του ακινήτου η εκμίσθωσή του από τον οφειλέτη ή τον τρίτο κύριο ή νομέα ή η παραχώρηση της χρήσης ή κατοχής του βάσει άλλης έννομης σχέσης, μπορεί να καταγγελθεί από τον υπερθεματιστή μέσα σε προθεσμία 3 μηνών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την καταγγελία αυτή η μίσθωση ή άλλη σχέση λύεται μετά εξάμηνο και χωρεί η κατά το άρθρ. 1005 παρ. 2 εκτέλεση. Δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης κατά το άρθρ. 615 του Αστικού Κώδικα δεν θίγεται και εφαρμόζεται η διάταξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρ. 1009». Τα μέσα σε « » εδάφια προστέθηκαν από την παρ. 22 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος των άνω εδαφίων, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). 2.Τα κατά την § 1 αποτελέσματα άρχονται α)δια τον οφειλέτην από της προς αυτόν κατά το άρθρον 995 επιδόσεως της περιλήψεως ή αντιγράφου της κατασχέσεως, β)δια τον τρίτον κύριον ή νομέα από της προς αυτόν κατά το άρθρον 995 επιδόσεως της περιλήψεως ή αντιγράφου της κατασχέσεως, γ)δια τους τρίτους μόνον από της εγγραφής της κατασχέσεως κατά το άρθρον 995 εις το βιβλίον κατασχέσεων, εφ’ όσον εγένοντο αι επιδόσεις προς τον οφειλέτην και τον τρίτον κύριον ή νομέα. (Αντί για τη σελ. 133(ε) Σελ. 133 (ζ) Τεύχος 1212-Σελ. 53 3.Έναντι του κατασχόντος και των αναγγελθέντων δανειστών δεν αντιτάσσεται η μετά την εγγραφήν της κατασχέσεως εις το βιβλίον των κατασχέσεων γενομένη μεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης, εις οιονδήποτε τίτλον και αν στηρίζεται η υποθήκη. Η μετά την εγγραφήν της κατασχέσεως γενομένη τροπή της προσημειώσεως εις υποθήκην είναι ισχυρά έναντι του κατασχόντος και των αναγγελθέντων δανειστών. 4.Εάν κατά την αυτήν ημέραν συμπέση εγγραφή κατασχέσεως και μεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης επί του αυτού ακινήτου, προτιμάται η και κατ’ ελάχιστον χρόνον πρότερον καταχωρισθείσα. 5.Μετά την εγγραφήν της αναγκαστικής κατασχέσεως εις το βιβλίον των κατασχέσεων απαγορεύεται να επιβληθή ή να εγγραφή εις αυτό ετέρα αναγκαστική κατάσχεσις επί του αυτού ακινήτου. Άρθρον 105 (106 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο ως πληρεξούσιος παριστάμενος δεν αποδεικνύη την ύπαρξιν πληρεξουσιότητος, το δικαστήριον δύναται, ορίζον σύντομον προθεσμίαν προς συμπλήρωσιν της ελλείψεως, να επιτρέψη εις τον μη αποδεικνύοντα την πληρεξουσιότητά του, όπως μετάσχη προσωρινώς της δίκης. Το κύρος των επιτραπεισών πράξεων ήρτηται εκ της εμπροθέσμου συμπληρώσεως της ελλείψεως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 2.Η οριστική απόφασις δεν επιτρέπεται να εκδοθή προ της συμπληρώσεως της ελλείψεως ή προ της παρελεύσεως της ταχθείσης προθεσμίας. 3.Εάν δεν συνεπληρώθη η έλλειψις κατά την ταχθείσαν προθεσμίαν, το δικαστήριον προβαίνει εις την εκδίκασιν της υποθέσεως και καταδικάζει τον άνευ πληρεξουσιότητος παραστάντα εις τα προξενηθέντα εκ της τοιαύτης παραστάσεώς του έξοδα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ' Θεμελιώδεις δικονομικαί αρχαί. Άρθρον 998 (1062 α.ν. 44/67, 66.6 ν.δ. 958/71) «1.Το κατασχεθέν ακίνητον πλειστηριάζεται δημοσίως ενώπιον του επί του πλειστηριασμού ορισθέντος συμβολαιογράφου της περιφερείας όπου κείται το ακίνητον. «2.Ο πλειστηριασμός γίνεται στην έδρα του δήμου, αν το ακίνητο που πλειστηριάζεται βρίσκεται στην περιφέρεια δήμου και στην έδρα της κοινότητας, αν βρίσκεται στην περιφέρεια κοινότητας και στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα, πάντα ημέρα Τετάρτη, από τις 12 το μεσημέρι ως τις 2 το απόγευμα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης ορίζεται χρηματικό παράβολο που βαρύνει τον επισπεύδοντα και προκαταβάλλεται από αυτόν για τα έξοδα του δημοτικού ή κοινοτικού καταστήματος, την ημέρα του πλειστηριασμού. Όταν επισπεύδον είναι το ελληνικό Δημόσιο, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του χρηματικού παράβολου». Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 3 Νόμ. 1653/31 Οκτ.-8 Νοεμ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 173), τόμ. 6Α, σελ. 422,398, της οποίας η ισχύς αρχίζει από 1-1-1987, εκτός από τους πλειστηριασμούς που έχουν προσδιοριστεί. Σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρ. 3 η άνω παρ. 2 εφαρμόζεται και στους πλειστηριασμούς, που διενεργούνται σύμφωνα με το Νόμ. 365/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.). Με την 15207/16 Μαρτ.-9 Απρ. 1987 (ΦΕΚ Β΄ 193) απόφ. Υπ. Εσωτερικών και Δικαιοσύνης αποφασίστηκε ότι:«Καθορίζουμε το χρηματικό παράβολο για τα έξοδα του δημοτικού ή κοινοτικού καταστήματος όπου διενεργούνται πλειστηριασμοί στο ποσό των 5.000 δραχμών. Το παράβολο αυτό βαρύνει τον επισπεύδοντα τον πλειστηριασμό και προκαταβάλλεται από αυτόν στο οικείο δημοτικό ή κοινοτικό ταμείο. Πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού ο επισπεύδων οφείλει να προσκομίσει στην υπηρεσία του δήμου ή της κοινότητας απόδειξη καταβολής του παραπάνω παραβόλου». Σελ. 134(ζ) Τεύχος 1212-Σελ. 54 «Οι δήμοι και οι κοινότητες οφείλουν να διαθέτουν για τη διενέργεια των πλειστηριασμών κατάλληλη αίθουσα με έδρα ειδικά διαρρυθμισμένη για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού». Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από το εδάφ. α΄ της παρ. 23 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος του άνω εδαφίου βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 3.Εάν το ακίνητον κείται εις περιφερείας περισσοτέρων του ενός δήμων ή κοινοτήτων, ο πλειστηριασμός γίνεται κατ’ επιλογήν του επισπεύδοντος εις οιονδήποτε των δήμων ή κοινοτήτων τούτων. 4.Ο πλειστηριασμός δεν δύναται να γίνη πριν ή παρέλθουν τεσσαράκοντα ημέραι από της ημέρας της κατασχέσεως, ως και από 1 Αυγούστου έως και της 15 Σεπτεμβρίου. «Αν η ημέρα πλειστηριασμού ορίστηκε σε χρόνο απώτερο του τετραμήνου από την ημέρα της κατάσχεσης, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρ. 973 παρ. 4». Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από το εδάφ. β΄ της παρ. 23 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ.27). Για την έναρξη δε ισχύος του άνω εδαφίου, βλέπε, την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 5.Η περί μη ενεργείας του πλειστηριασμού από 1 Αυγούστου μέχρι και της 15 Σεπτεμβρίου διάταξις της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζεται επί πλοίων και αεροσκαφών». Το άρθρ. 998 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 16 Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (1063 α.ν. 44/67, 66.7 ν.δ. 958/71) «Άρθρ.999.-1.Ο αρμόδιος για την εκτέλεση δικαστικός επιμελητής καταρτίζει περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, που περιέχει συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και με μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων, που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, το ονοματεπώνυμο του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, την τιμή της πρώτης προσφοράς και τους όρους του πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στο δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρ. 927. 2.Ο δικαστικός επιμελητής σημειώνει επίσης στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, με ειδική ευδιάκριτη σφραγίδα, τις προθεσμίες που πρέπει να τηρηθούν για τις αιτήσεις αναστολής του πλειστηριασμού, διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης και αλλαγής τόπου πλειστηριασμού, κατά τα άρθρ. 938 παρ.3, 1000, 954 παρ. 4 και 959 παρ.3. 3.Την κατά την παρ. 1 περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης ο δικαστικός επιμελητής επιδίδει μέσα σε 20 ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης στον οφειλέτη, στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές, καταθέτει δε την περίληψη αυτή μέσα στην ίδια προθεσμία στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ο οποίος συντάσσει σχετική πράξη. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο πρέπει να περιέχει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου κατά το είδος, τη θέση και την έκτασή του με τα συστατικά αυτού, μνεία του αριθμού των εγγεγραμμένων υποθηκών και προσημειώσεων, την τιμή της πρώτης προσφοράς, το όνομα και την ακριβή διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο δήμο ή στην κοινότητα όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και, αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα, δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας, που εκδίδεται στην πρωτεύουσα της επαρχίας όπου υπάγεται ο δήμος ή η κοινότητα, 15 τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Μέσα στην ίδια προθεσμία η κατά τις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου περίληψη επιδίδεται στον ειρηνοδίκη του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση. Ο ειρηνοδίκης οφείλει να καταχωρίσει την περίληψη της έκθεσης σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, με βάση τα ονοματεπώνυμα των καθ’ ων η κατάσχεση. Αν δεν εκδίδεται καθημερινή εφημερίδα, η περίληψη της έκθεσης ανακοινώνεται δημόσια:α)με τοιχοκόλληση, 15 τουλάχιστον ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό, στο γραφείο της κοινότητας ή του δήμου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο και β)με κήρυξη από κήρυκα στην έδρα του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο τόπος του πλειστηριασμού και στο συνηθισμένο για τους πλειστηριασμούς τόπο, την προη γούμενη του πλειστηριασμού Τετάρτη, από τις 12.00΄ το μεσημέρι έως τις 14.00΄ το απόγευμα. Για την κήρυξη ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση που υπογράφεται και από τον κήρυκα. 4.Ο πλειστηριασμός με ποινή ακυρότητας δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που ορίζονται στην παρ. 1 και στην παρ. 3 εδάφια πρώτο, δεύτερο, τρίτο, πέμπτο και έκτο. 5.Οι διατάξεις των άρθρ. 972 και 973 εφαρμόζονται και εδώ εφόσον στο άρθρο αυτό δεν ορίζεται διαφορετικά». Το άρθρ. 999, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 24 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος του άνω άρθρ. 999 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). (1064 α.ν. 44/67, 65.8 ν.δ. 958/71) Άρθρ.1000.-«΄Ύ στερα από αίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση, η οποία κατατίθεται, με ποινή απαράδεκτου, 8 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, το δικαστήριο του άρθρ. 933, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρ. 686 επ., μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία του πλειστηριασμού έως έξι (6) μήνες από την αρχική ημέρα πλειστηριασμού, αν δεν υπάρχει κίνδυνος βλάβης του επισπεύδοντος και εφόσον προσδοκάται βάσιμα ότι ο οφειλέτης θα ικανοποιήσει μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα τον επισπεύδοντα ή ότι, αν περάσει το χρονικό αυτό διάστημα, θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα. Η προθεσμία του ανωτέρω πρώτου εδαφίου των 8 ημερών περιορίζεται σε 5 εργάσιμες ημέρες από την παρ. 2 άρθρ. 19 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (τόμ. 8, σελ. 84,257). Αν με την αρχική αναστολή δεν εξαντλήθηκε το εξάμηνο, επιτρέπεται χορήγηση και δεύτερης αναστολής μόνο εφόσον συντρέχουν έκτακτοι λόγοι που αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση, όχι όμως πέρα από τους έξι (6) συνολικά μήνες από την αρχική ημέρα πλειστηριασμού. Η αναστολή χορηγείται πάντοτε υπό τον όρο της καταβολής:α)των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλεστηριασμού, τα οποία καθορίζονται κατά προσέγγιση στην απόφαση και β)του ενός τετάρτου τουλάχιστον του οφειλόμενου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου, εκτός αν για εξαιρετικούς λόγους, που αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση, το καταβλητέο έναντι του κεφαλαίου (Αντί για τη σελ. 134,01(γ) Σελ. 134,01(δ) Τεύχος 1212-Σελ. 55 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 αυτού ποσόν πρέπει να οριστεί μικρότερο. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση για την αναστολή πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00΄ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Τα τρία πρώτα εδάφια αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ. 25 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος των ανωτέρω 3 εδαφίων βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). Ωσαύτως δύναται το δικαστήριον να διατάξη όπως η πώλησις γίνη ταυτοχρόνως εν συνόλω και τμηματικώς επί τη βάσει σχεδιαγράμματος ή σχεδίου μηχανικού ή γεωμέτρου συνυποβαλλομένου μετά της αιτήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατακύρωσις τότε μόνον γίνεται εις τους τμηματικώς πλειοδοτούντας, όταν το σύνολον των προσφορών αυτών υπερβαίνη την τιμήν την προσφερθείσαν δια την πώλησιν εν συνόλω. Άρθρον 1001 (1065 α.ν. 44/67) 1.Κατά την ημέραν του πλειστηριασμού και αμέσως προ της ενάρξεως αυτού πρέπει να γίνεται κήρυξις δια κήρυκος, γινομένης περί τούτου μνείας εις την έκθεσιν του πλειστηριασμού. 2.Εάν δια της αυτής εκθέσεως κατεσχέθησαν πλείονα ακίνητα κείμενα εις την αυτήν περιφέρειαν, ταύτα πλειστηριάζονται κεχωρισμένως την αυτήν ημέραν. Ο καθ’ ου η εκτέλεσις, άλλως ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, προσδιορίζει την σειράν καθ’ ην κατακυρούνται ταύτα. Αφ’ ης το πλειστηρίασμα του κατακυρωθέντος καλύψη το ποσόν της απαιτήσεως του υπέρ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθέντων δανειστών μετά των εξόδων της εκτελέσεως, λήγει ο περαιτέρω πλειστηριασμός των λοιπών ακινήτων. Άρθρ.1001Α.-«Σε περίπτωση κατάσχεσης ακινήτων, στα οποία έχουν εγκατασταθεί βιομηχανικές, βιοτεχνικές, ξενοδοχειακές ή τουριστικές επιχειρήσεις ή άλλες παραγωγικές μονάδες, που διαθέτουν εξοπλισμό και αποτελούν οικονομικό σύνολο, εφαρμόζονται οι επόμενες διατάξεις: α.Το ακίνητο εκτίθεται σε πλειστηριασμό με τα παραρτήματά του, εφ’ όσον έχουν κατασχεθεί μαζί. Χωριστή πλειστηρίαση των παραρτημάτων μπορεί να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρ. 944, μόνο αν κατά τον πρώτο πλειστηριασμό δεν επιτεύχθηκε κατακύρωση. Σελ. 134,02(δ) Τεύχος 1212-Σελ. 56 β.Αν έχουν κατασχεθεί με την ίδια έκθεση περισσότερα ακίνητα, πλειστηριάζονται μαζί, εφ’ όσον έχουν λειτουργική ενότητα για την εξυπηρέτηση της επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας, που έχει εγκατασταθεί σε ένα από αυτά. Αν τα παραπάνω ακίνητα βρίσκονται σε διάφορες περιφέρειες, αρμόδια για την εκτέλεση είναι τα όργανα της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται οποιοδήποτε από αυτά κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος. Η διάταξη του άρθρ. 998 παρ. 3 εφαρμόζεται αναλόγως. γ.Η αναστολή κατά το άρθρ. 1000 δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τέσσερις μήνες. (Στο χρόνο αναστολής υπολογίζεται και ο χρόνος που μεσολαβεί από την ημερομηνία του προηγούμενου πλειστηριασμού, που ματαιώθηκε εξαιτίας τυχόν διόρθωσης του προγράμματος κατά τη διάταξη του άρθρ. 961, έως την ημέρα που ορίστηκε για το νέο πλειστηριασμό. Αίτηση για διόρθωση του προγράμματος του πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν έχει προηγηθεί αναστολή, σύμφωνα με το άρθρ. 1000). Τα μέσα σε ( ) δύο τελευταία εδάφια καταργήθηκαν από την παρ. 26 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Το άρθρ. 1001Α προστέθηκε από το άρθρ. 14 του Νόμ. 1682/14-16 Φεβρ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 14), Τομ. 13Β σελ. 829). Άρθρον 106 (107 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον ενεργεί μόνον κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων και αποφαίνεται επί τη βάσει των παρ' αυτών προτεινομένων και αποδεικνυομένων πραγματικών ισχυρισμών και των υποβαλλομένων αιτήσεων, πλην αν άλλως ο νόμος ορίζη. Άρθρον 1002 (1066 α.ν. 44/67) 1.Ο πλειστηριασμός τελειούται δια της κατακυρώσεως. Ο υπερθεματίζων δεσμεύεται μέχρι κρείσσονος προσφοράς ή μέχρι ματαιώσεως της κατακυρώσεως. 2.Μέχρι της κατακυρώσεως ο καθ’ ου η εκτέλεσις δικαιούται να εξοφλήση τας απαιτήσεις του υπέρ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθέντων δανειστών μετά των εξόδων. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο πλειστηριασμός ματαιούται και αίρεται η κατάσχεσις. «3.Η παρ. 3 του άρθρ. 969 εφαρμόζεται και εδώ». Η παρ. 3 προστέθηκε από την παρ. 7 άρθρ. 3 Νόμ. 1653/31 Οκτ.-8 Νοεμ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 173) τόμ. 6Α, σελ. 422,398, της οποίας η ισχύς αρχίζει από 1-1-1987, εκτός από τους πλειστηριασμούς που έχουν προσδιοριστεί. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 1003 (1067 α.ν. 44/67) 1.Η κατακύρωσις του πλειστηριαζομένου ακινήτου γίνεται εις τον προσφέροντα την μεγαλυτέραν τιμήν, εφαρμοζομένων των §§ 1 και 2 του άρθρ. 965. «2.΄Οποιος υπερθεματίζει για λογαριασμό τρίτου, οφείλει να δηλώσει προηγουμένως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα πλήρη στοιχεία του τρίτου και να καταθέσει σε αυτόν ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο του χορηγείται η σχετική εντολή». Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.20 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), κατωτ.αριθ.35. 3.Εν τη εκθέσει κατακυρώσεως πρέπει να καταχωρίζωνται και οι υπό του υπέρ ου η εκτέλεσις τυχόν τεθέντες όροι οι αφορώντες την κατακύρωσιν και δεσμεύοντες τον υπερθεματιστήν. «4.Οι διατάξεις των άρθρ. 965 παρ. 4 έως 7 και 966 παρ. 1 έως 4 εφαρμόζονται αναλόγως». Η παρ. 4, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 27 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 4 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). (1068 α.ν. 44/67) Άρθρ.1004.-«1.Ο υπερθεματιστής οφείλει να καταβάλει αμέσως ολόκληρο το πλειστηρίασμα, εκτός αν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του επιτρέψει να καταβάλει το πέραν της εγγυοδοσίας οφειλόμενο πλειστηρίασμα ή μέρος του μέσα σε 15 το αργότερο ημέρες. Στην τελευταία περίπτωση ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί, εκτός από το ποσόν που έχει προκαταβληθεί ή για το οποίο έχει κατατεθεί εγγυοδοσία κατά το άρθρ. 965 παρ. 1 εδάφ. β΄, να ζητήσει από τον υπερθεματιστή και περαιτέρω εγγυοδοσία για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του. Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 28 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62 (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω παρ. 1 βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 2.Εάν ο υπερθεματιστής είναι ενυπόθηκος δανειστής, δύναται ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος να επιτρέψη όπως μέχρι της οριστικής κατατάξεώς του μη καταβάλη το αναλογούν εις την ενυπόθηκον απαίτησίν του ποσόν του πλειστηριάσματος ή μέρος αυτού, επί εγγυήσει ή και άνευ εγγυήσεως. Άρθρον 1005 (1069 α.ν. 44/67, 66.9 ν.δ. 958/71) 1.Αφ’ ης ο υπερθεματιστής καταβάλη το πλειστηρίασμα, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος χορηγεί εις αυτόν περίληψιν της εκθέσεως περί κατακυρώσεως. Δια της κατακυρώσεως και από της μεταγραφής της περιλήψεως της εκθέσεως κατακυρώσεως ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα όπερ είχεν ο καθ’ ου η εκτέλεσις. 2.Η περίληψις της εκθέσεως κατακυρώσεως είναι τίτλος εκτελεστός. Επί τη βάσει αυτής δύναται να γίνη αναγκαστική εκτέλεσις κατά το άρθρον 943 υπέρ του υπερθεματιστού και των διαδόχων αυτού και κατά του καθ’ ου η εκτέλεσις και των διαδόχων αυτού, εφ’ όσον η διαδοχή εχώρησε μετά την εγγραφήν της κατασχέσεως εις το βιβλίον κατασχέσεων, ως και κατά του νεμομένου ή κατέχοντος το πράγμα εν ονόματι του καθ’ ου η εκτέλεσις ή των διαδόχων αυτού, αδιαφόρως αν πρόκειται περί εμπραγμάτου ή ενοχικής σχέσεως. Αι διατάξεις του άρθρ. 947 εφαρμόζονται και εν προκειμένω. 3.Από της καταβολής του πλειστηριάσματος υπό του υπερθεματιστού αποσβέννυται η επί του ακινήτου υποθήκη ή προσημείωσις. Ο υπερθεματιστής μετά την καταβολήν του πλειστηριάσματος δικαιούται να ζητήση την εξάλειψιν των εγγεγραμμένων υποθηκών, προσημειώσεων και κατασχέσεων. Εάν ο πλειστηριασμός ακυρωθή, αναβιούν αυτοδικαίως αι εξαλειφθείσαι υποθήκαι και προσημειώσεις, του υποθηκοφύλακος υποχρεουμένου όπως προβή εις σχετικήν σημείωσιν εις τα οικεία βιβλία, επί τη προσαγωγή εις τούτον αντιγράφου της ακυρωτικής αποφάσεως. Άρθρον 1006 (1070 α.ν. 44/67, 66.10 ν.δ. 958/71) 1.Εάν το πλειστηρίασμα κατεβλήθη αμέσως υπό του υπερθεματιστού και αρκή προς ικανοποίησιν του υπέρ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθέντων δανειστών, εφαρμόζονται τα εν άρθρω 971. 2.Εάν εδόθη προθεσμία προς καταβολήν μέρους του πλειστηριάσματος και αύτη εγένετο μετά την πάροδον της εν § 1 του άρθρου 971 προθεσμίας, η ικανοποίησις των δανειστών πρέπει να γίνη εντός δύο ημερών από της καταβολής του υπολοίπου. 3.Εάν το πλειστηρίασμα δεν αρκή προς ικανοποίησιν του υπέρ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθόντων δανειστών εφαρμόζονται τα άρθρα 974, 979, 980 και 1007. (Αντί για τη σελ. 135(γ) Σελ. 135(δ) Τεύχος 1399 Σελ. 37 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 4.Εάν η απαίτησις του αναγγελομένου δανειστού ερείδεται επί εκτελεστού τίτλου, η αναγγελία έχει τα αποτελέσματα της κατασχέσεως εφ’ όσον ήθελεν επιδοθή αύτη και εις τον υποθηκοφύλακα της περιφερείας ένθα κείται το κατασχεθέν και αφ’ ης σημειωθή τούτο εις το περιθώριον της εγγραφής της κατασχέσεως. Αντίγραφον της κατά το άρθρον 973 § § 2 και 3 πράξεως περί της δηλώσεως επισπεύσεως του πλειστηριασμού παρ’ ετέρου δανειστού πρέπει, επί ποινή ακυρότητος, να επιδοθή εντός πέντε ημερών από της ημέρας της δηλώσεως εις τον υποθηκοφύλακα της περιφερείας ένθα κείται το κατασχεθέν και σημειωθή τούτο εις το περιθώριον της εγγραφής της κατασχέσεως. Άρθρον 1007 (1071 α.ν. 44/67, 66.11 ν.δ. 958/71) 1.Ως προς την κατάταξιν των δανειστών εφαρμόζονται τα άρθρα 975 έως 978, πλην της διατάξεως του άρθρου 976 αριθ. 3. Την θέσιν της εν άρθρω 976 αριθ. 2 απαιτήσεως λαμβάνει η ενυπόθηκος τοιαύτη. Η απαίτησις υπέρ ης υφίσταται εγγεγραμμένη προσημείωσις κατατάσσεται τυχαίως. 2.Εάν γίνη χωριστή πλειστηρίασις των παραρτημάτων ενυποθήκου κτήματος εφ’ ων εκτείνεται η υποθήκη, η απαίτησις του ενυποθήκου δανειστού κατατάσσεται κατά τας διατάξεις της § 1. Άρθρον 1008 (1072 α.ν. 44/67) Συναινούντος του ενυποθήκου δανειστού δύναται ο υπερθεματιστής να αναδεχθή την ενυπόθηκον απαίτησιν, διατηρουμένης της υποθήκης επί του ακινήτου. Η δήλωσις του υπερθεματιστού και η συναίνεσις του ενυποθήκου δανειστού καταχωρίζονται εν τη εκθέσει της κατακυρώσεως. Ο υπερθεματιστής εν τη περιπτώσει ταύτη δύναται να μη καταβάλη ανάλογον μέρος του πλειστηριάσματος, εφαρμοζομένου του άρθρ. 1004 § 2. Άρθρον 1009 (1073 α.ν. 44/67) Εάν το πλειστηριασθέν ακίνητον ήτο μισθωμένον, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 614 και 616 Α.Κ. Εις την περίπτωσιν του άρθρου 615 Α.Κ. η περίληψις εκτελείται κατά του μισθωτού μετά παρέλευσιν των εν τω άρθρω τούτω προθεσμιών αρχομένων από της προς αυτόν επιδόσεως της περιλήψεως. Σελ. 136(δ) Τεύχος 1399 Σελ. 38 Άρθρον 1010 (1074 α.ν. 44/67, 66.12 ν.δ. 958/71) Η περί ακυρώσεως πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού ακινήτου ανακοπή είναι απαράδεκτος, εάν δεν εγγραφή εις το βιβλίον διεκδικήσεων της περιφερείας, όπου κείται το ακίνητον εντός τριάκοντα ημερών από της καταθέσεως αυτής. Εν τη περιπτώσει ταύτη νέα ανακοπή επιτρέπεται εντός της προθεσμίας του άρθρ. 934. Άρθρον 107 (108 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον διατάσσει και αυτεπαγγέλτως διεξαγωγήν αποδείξεως δι' οιουδήποτε των υπό του νόμου επιτρεπομένων προσφόρων αποδεικτικών μέσων, και αν δεν επεκαλέσθησαν ταύτα οι διάδικοι. Άρθρον 1011 (1075 α.ν. 44/67) 1.Εις την έκθεσιν κατασχέσεως πλοίου πρέπει να αναφέρωνται και το όνομα και η ιθαγένεια του πλοιοκτήτου, το όνομα του πλοίου, η πράξις της νηολογήσεως, ως και το διεθνές σήμα αυτού. Η περιγραφή του κατασχεθέντος πλοίου πρέπει να περιλαμβάνη τας διαστάσεις και την χωρητικότητα, το είδος της κινητηρίου δυνάμεως και την δύναμιν της μηχανής, ως και τα κατασχεθέντα παραρτήματα. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται ακριβώς εις τρόπον ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητος. 2.Αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως επιδίδεται και προς τον λιμενάρχην του λιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις του πλοίου εντός δύο ημερών από της ημέρας καθ’ ην εγένετο η κατάσχεσις. Η κατάσχεσις κωλύει τον απόπλουν του πλοίου, ο δε λιμενάρχης άμα τη προς αυτόν επιδόσει του αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως οφείλει να εμποδίση τον απόπλουν του πλοίου. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 1012 (1076 α.ν. 44/67, 66.13 ν.δ. 958/71) 1.Ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος πλοίου γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφερείας του λιμένος όπου ευρίσκεται το πλοίον ελλιμενισμένον κατά την κατάσχεσιν. Η εν άρθρω 1000 αναστολή δεν δύναται να υπερβή τους τρεις μήνας. 2.«Η περίληψις της κατασχετήριας έκθεσης» πλοίου επιδίδεται και προς τον πλοίαρχο, τον λιμενάρχην του λιμένος όπου κατεσχέθη το πλοίον και προς το Ναυτικό Απομαχικόν Ταμείον και κατατίθεται εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον. Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. α΄ της παρ. 29 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για δε την έναρξη ισχύος της άνω διατάξεως βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). 3.«Τοιχοκόλληση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης», οσάκις κατά το άρθρ. 999 παρ. 2 απαιτείται αύτη, γίνεται εις εμφανές μέρος του γραφείου της διοικήσεως του αερολιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις. Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β΄ της παρ. 29 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος της άνω διατάξεως βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). 4.Η κατάταξις των δανειστών εις τον πίνακα κατατάξεως γίνεται τηρουμένων κατά πρώτον λόγον των διατάξεων του κώδικος ιδιωτικού ναυτικού δικαίου. «5.Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά ελληνικού πλοίου ή αεροσκάφους, αν αυτό βαρύνεται με υποθήκη σε ξένο νόμισμα, καθώς και κατά αλλοδαπού πλοίου ή αεροσκάφους, σε κάθε περίπτωση, η επιταγή πληρωμής, η εκτίμηση του κατασχεμένου, «η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης», ο αναγκαστικός πλειστηριασμός και η κατάταξη των δανειστών γίνονται σε ξένο νόμισμα, που ορίζεται από τον επισπεύδοντα. Κάθε δανειστής που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει, με τη διαδικασία του άρθρ. 961, τη διενέργεια του πλειστηριασμού σε άλλο ξένο νόμισμα ή, αν η κατακύρωση ματαιώθηκε τουλάχιστον μια φορά, επειδή δεν παρουσιάστηκαν πλειοδότες και σε δραχμές, σε αυτήν την περίπτωση και από τον επισπεύδοντα. Στην περίπτωση πλειστηριασμού σε συνάλλαγμα, η δημόσια κατάθεση του πλειστηριάσματος γίνεται σε αυτούσιο συνάλλαγμα, μη υποχρεωτικά εκχωρητέο στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η διανομή στους δανειστές που έχουν απαιτήσεις σε συνάλλαγμα γίνεται σε αυτούσιο ελεύθερο συνάλλαγμα, ενώ στους υπόλοιπους η διανομή γίνεται σε δραχμές, με την ισοτιμία του χρόνου διανομής». Η μέσα σε « » λέξη αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. γ΄ της παρ. 29 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος της άνω διατάξεως βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Η παρ. 5 προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 15 Νόμ. 1682/14-16 Φεβρ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 14), τομ. 13Β σελ. 829. Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του άνω νόμου οι διατάξεις της άνω παραγράφου εφαρμόζονται στις αναγκαστικές εκτελέσεις που αρχίζουν ένα μήνα μετά τη δημοσίευση (16-2-1987) του άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. «6.(5).(Καταργήθηκε από την περίπτ.α΄της παρ.1 άρθρ.6 Νόμ.2575/28 Ιαν.-4 Φεβρ.1998 (ΦΕΚ Α΄23),τόμ.19Γ σελ.714,713.Σύμφωνα δε με την περίπτ.β΄της ίδιας άνω παρ.1 άρθρ.6, το Ν.Α.Τ. ενημερώνει εγγράφως μέχρι την παραμονή του πλειστηριασμού τον υπάλληλο επί του πλειστηριασμού για τις οφειλές του πλοίου που πλειστηριάζεται). Άρθρον 1013 (1077 α.ν. 44/67, 66.14 ν.δ. 958/71) Εάν το κατασχεθέν εις ημεδαπόν λιμένα πλοίον είναι αλλοδαπόν, ο λιμενάρχης του λιμένος ένθα εγένετο η κατάσχεσις υποχρεούται να αποστείλη αμελλητί αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως «και το πρόγραμμα πλειστηριασμού» εις τον τηρούντα το νηολόγιον όπου είναι νηολογημένον το πλοίον. Το αυτό ισχύει και προκειμένου περί ημεδαπών πλοίων εγγεγραμμένων εις νηολόγια τηρούμενα υπό Ελληνικών προξενικών αρχών. Η μέσα σε « » φράση, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 30 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω φράσεως, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Άρθρον 1014 (1078 α.ν. 44/67) 1.Εις την έκθεσιν κατασχέσεως αεροσκάφους πρέπει να αναφέρωνται και το όνομα και η ιθαγένεια του ιδιοκτήτου του αεροσκάφους, τα διακριτικά στοιχεία του αεροσκάφους, η πράξις της εγγραφής εις τα μητρώα και το διεθνές σήμα αυτού. Η περιγραφή του κατασχεθέντος αεροσκάφους πρέπει να περιλαμβάνη τας διαστάσεις και την χωρητικότητα, το είδος και την δύναμιν των κινητήρων αυτού, ως και τα κατασχεθέντα παραρτήματα. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται ακριβώς εις τρόπον ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητος. (Αντί για τη σελ. 137(η) Σελ. 137(θ) Τεύχος 1352 Σελ. 105 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 2.Αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως επιδίδεται και προς τον διοικητήν του αερολιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις του αεροσκάφους εντός δύο ημερών από της ημέρας καθ’ ην εγένετο η κατάσχεσις. Η κατάσχεσις κωλύει την απογείωσιν του αεροσκάφους, ο δε διοικητής του αερολιμένος άμα τη προς αυτόν επιδόσει του αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως οφείλει να εμποδίση την απογείωσιν του αεροσκάφους. Άρθρον 1015 (1079 α.ν. 44/67, 66.15 ν.δ. 958/71) 1.Ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος αεροσκάφους γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφερείας του αερολιμένος όπου εγένετο η κατάστασις. 2.«Η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης», επιδίδεται και προς τον κυβερνήτην του αεροσκάφους και τον διοικητήν του αερολιμένος και κατατίθεται εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον. Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. α΄ της παρ. 31 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος της άνω φράσεως βλ. την παρ. 37 άρθρ. 4 άνω Νόμ. 2298/1985 (κατωτ. αριθ. 27). 3.«Τοιχοκόλληση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης», οσάκις κατά το άρθρ. 999 παρ. 2 απαιτείται αύτη, γίνεται εις εμφανές μέρος του γραφείου της διοικήσεως του αερολιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις. Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β΄ της παρ. 31 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω φράσεως βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). 4.Η κατάταξις των δανειστών εις τον πίνακα κατατάξεως γίνεται τηρουμένων κατά πρώτον λόγον των διατάξεων των νόμων περί πολιτικής αεροπορίας. Άρθρον 1016 (1080 α.ν. 44/67) Εάν το κατασχεθέν εις ημεδαπόν αερολιμένα αερόσκαφος είναι αλλοδαπόν, ο διοικητής του αερολιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις υποχρεούται να αποστείλη αμελλητί αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως «και της περίληψής της» εις τον τηρούντα το μητρώον όπου είναι εγγεγραμμένον το αεροσκάφος. Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 32 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω φράσεως βλέπε την παρ. 37 άνω άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Σελ. 138(θ) Τεύχος 1352 Σελ. 106 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄ Κοιναί διατάξεις επί πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων. Άρθρον 108 (109 α.ν.44/67) Αι διαδικαστικαί πράξεις ενεργούνται πρωτοβουλία και επιμελεία των διαδίκων, πλην αν άλλως ο νόμος ορίζη. Άρθρον 1017 (1081 α.ν. 44/67) 1.Αι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου περί κτήσεως κυριότητος παρά μη κυρίου εφαρμόζονται και επί πλειστηριασμού κινητού πράγματος. 2.Επί πλειστηριασμού κινητού ή ακινήτου πράγματος δεν υφίσταται ευθύνη ένεκα πραγματικών ελαττωμάτων. Ένεκα νομικών ελαττωμάτων υφίσταται ευθύνη μόνον του επισπεύσαντος τον πλειστηριασμόν και μόνον εάν ούτος εγνώριζε κατά τον χρόνον του πλειστηριασμού την ύπαρξιν του νομικού ελαττώματος. Η εκ των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ευθύνη δεν αποκλείεται. 3.Τον κίνδυνον της τυχαίας καταστροφής ή χειροτερεύσεως του πράγματος επί πλειστηριασμού φέρει ο υπερθεματιστής από της κατακυρώσεως. 4.Ο υπερθεματιστής από της κατακυρώσεως λαμβάνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πράγματος. Άρθρον 1018 (67.1 ν.δ. 958/71) Εις περίπτωσιν ακυρώσεως του πλειστηριασμού και διενεργείας νέου η απαίτησις του υπερθεματιστού του ακυρωθέντος πλειστηριασμού προς ανάληψιν του διανεμηθέντος πλειστηριάσματος κατατάσσεται μετά τα έξοδα εκτελέσεως του νέου πλειστηριασμού και προ των εν άρθροις 975, 976, 1007, 1012 §4 και 1015 §4 απαιτήσεων. Δια την ικανοποίησιν της απαιτήσεως ταύτης ο υπερθεματιστής δύναται να επισπεύση πλειστηριασμόν βάσει της ακυρωσάσης την εκτέλεσιν αποφάσεως και πιστοποιήσεως του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου περί καταβολής και διανομής του πλειστηριάσματος. Άρθρον 1019 (1082 α.ν. 44/67, 67.2 ν.δ. 958/71) «1.Η κατάσχεσις εφ’ όσον δεν επηκολούθησε πλειστηριασμός εντός έτους από της επιβολής αυτής ή αναπλειστηριασμός εντός έξ μηνών από του πλειστηριασμού, ανατρέπεται τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον δι’ αποφάσεως του ειρηνοδικείου εις την περιφέρειαν του οποίου επεβλήθη αύτη, διάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρ. 686 επ. Η απόφασις γνωστοποιείται αμελλητί υπό του δικαστηρίου εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον, υποχρεούμενον να απόσχη πάσης περαιτέρω ενεργείας και να αιτήσηται την εγγραφήν σχετικής σημειώσεως εις το βιβλίον κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται επελθούσα έναντι πάντων από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. «2.Στις προθεσμίες που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο δεν υπολογίζεται το διάστημα από την έκδοση απόφασης «σύμφωνα με το άρθρ. 966 παρ. 3 και 4», μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, το διάστημα αναστολής της εκτέλεσης, η οποία χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή με κοινή συναίνεση εκείνου που επισπεύδει και του οφειλέτη, η οποία βεβαιώνεται με συμβολαιογραφική πράξη, καθώς και ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγ.». Η μέσα σε « » φράση, αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. α΄ της παρ. 33 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος της άνω φράσεως βλέπε την παρ. 37, άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, (κατωτ. αριθ. 27). Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε και προστέθηκε παρ. 3 από την παρ. 14 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/2828 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. «3.Αν πριν από την έκδοση της κατά την παρ. 1 απόφασης, είχαν αναγγελθεί δανειστές με τα προσόντα αυτοτελούς κατάσχεσης, κατά τα άρθρ. 972 παρ. 2 εδάφ. β΄ και 1006 παρ. 1 εδάφ. α΄, η ανατροπή επέρχεται ως προς αυτούς μόνο αν οι ως άνω προθεσμίες είχαν συμπληρωθεί και ως προς αυτούς από τις αναγγελίες τους. Διαφορετικά, η κατάσχεση ως προς αυτούς διατηρείται και ισχύει αυτοτελής προθεσμία ανατροπής της από την αναγγελία τους, η προθεσμία όμως αύτη ουδέποτε συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου από την ανατροπή». Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. β΄ της παρ. 33 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη δε ισχύος της άνω παρ. 3, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/95 (κατωτ. αριθ. 27). Το άρθρ. 1019 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 17 Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρον 1020 (1083 α.ν. 44/67) Αγωγή διεκδικήσεως του πλειστηριασθέντος πράγματος πρέπει να ασκηθή εντός αποκλειστικής προθεσμίας επί μεν κινητών ενός έτους από της παραδόσεως αυτών εις τον υπερθεματιστήν, επί δε ακινήτων πέντε ετών από της μεταγραφής της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως. Σύμφωνα με την παρ. 3 άρθρ. 33 Νόμ. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄ 127), (τόμ. 26Α, σελ. 204,15) η άνω προθεσμία των 5 ετών για το Δημόσιο ισχύει μόνο εφόσον κοινοποιήθηκε σε αυτό η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης μαζί με το πιστοποιητικό μεταγραφής της και αρχίζει η προθεσμία από τότε. (Αντί για τη σελ. 138,01) Σελ. 138,01(α) Τεύχος 1212-Σελ. 61 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 (1084 α.ν. 44/67, 67.3 ν.δ. 958/71) Άρθρ.1021.-«Όταν σύμφωνα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών γίνεται εκούσιος πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου, η διαδικασία αρχίζει με έκθεση περιγραφής, η οποία συντάσσεται από δικαστικό επιμελητή και περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρ. 955, αν πρόκειται για κινητό ή του άρθρ. 999, αν πρόκειται για ακίνητο. Περαιτέρω, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρ. 954 παρ. 4, 955 παρ. 1, 960 παρ. 2, 965, 966, 967, 969, παρ. 1, 999, 1001 παρ. 1, 1002, 1003 παρ. 1, 2 και 4, 1004, 1005 παρ. 1 και 2 και 1010». Ο εκούσιος πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφερείας όπου ευρίσκεται το πράγμα ή κείται το ακίνητον. Κατόπιν συμφωνίας των μερών ή κατόπιν αποφάσεως του ειρηνοδικείου της περιφερείας όπου ευρίσκεται το πράγμα ή κείται το ακίνητον, εκδιδομένης κατά την διαδικασίαν των άρθρ. 686 επ., δύναται τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον να ορισθεί έτερος τόπος πλειστηριασμού. Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 34 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). Για την έναρξη ισχύος του ανωτέρω εδαφίου, βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995 (κατωτ. αριθ. 27). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄ Κατάσχεσις ειδικών τινών περιουσιακών στοιχείων. Άρθρον 1022 (1085 α.ν. 44/67) Κατάσχεσις δύναται να γίνη και επί περιουσιακών δικαιωμάτων του καθ’ ου η εκτέλεσις τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενον κατασχέσεως κατά την διαδικασίαν των άρθρων 953 §§ 1 και 2, 982 και 992, ιδία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ευρεσιτεχνίας, εκμεταλλεύσεως κινηματογραφικών ταινιών, απαιτήσεων κατά τρίτων εξαρτωμένων εξ αντιπαροχής, εφ’ όσον κατά τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου επιτρέπεται η μεταβίβασις των δικαιωμάτων τούτων. Άρθρον 1023 (1086 α.ν. 44/67) 1.Η κατά το άρθρον 1022 κατάσχεσις δικαιωμάτων διατάσσεται αιτήσει του υπέρ ου η εκτέλεσις υπό του μονομελούς πρωτοδικείου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 741 επ. 2.Το δικαστήριον δύναται να μη επιτρέψη την κατάσχεσιν εάν η ενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως καθίσταται κατά την κρίσιν του δυσχερής ή κατ’ αποτέλεσμα ασύμφορος. Σελ. 138,02(α) Τεύχος 1212-Σελ. 62 Άρθρον 109 (110 α.ν. 44/67) 1.Ουδείς δύναται να αφαιρεθή άκων του παρά του νόμου οριζομένου εις αυτόν δικαστού. 2.Το αρμόδιον δικαστήριον δεν δύναται να μεταβιβάση την δικαιοδοσίαν του, πλην αν άλλως ο νόμος ορίζη. Μόνον κατ' ιδίαν διαδικαστικαί πράξεις δύνανται να ανατίθενται και εις άλλα δικαστήρια ή δικαστάς καθ' ας περιπτώσεις ο νόμος ορίζει. Άρθρον 1024 (1087 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον δια της διατασσούσης την κατάσχεσιν ή και δια μεταγενεστέρας αποφάσεως ορίζει τα κατά την κρίσιν του πρόσφορα μέσα προς αξιοποίησιν του δικαιώματος, ιδία δε δύναται να διατάξη την μεταβίβασιν του δικαιώματος εις τον υπέρ ου η εκτέλεσις επί ωρισμένω τιμήματι ή επί συμψηφισμώ εν όλω ή εν μέρει της απαιτήσεώς του ή την ελευθέραν ή δια πλειστηριασμού διάθεσιν αυτού, εάν δε δεν κρίνη τα μέτρα ταύτα πρόσφορα, διορίζει διαχειριστήν. Διαχειριστής δύναται να διορισθή και ο υπέρ ου η κατάσχεσις ή τις των αναγγελθέντων δανειστών. 2.Εάν η απαίτησις του καθ’ ου η εκτέλεσις συνίσταται εις εκπλήρωσιν παρά τρίτου παροχής εξαρτωμένης εξ αντιπαροχής, δύναται το δικαστήριον να επιτρέψη την κατάσχεσιν και υπό τον όρον της εκπληρώσεως της προς τον τρίτον αντιπαροχής. Εν τοιαύτη περιπτώσει η μεν αξιοποίησις του κατασχεθέντος γίνεται κατά την § 1, αποκλειομένου του διορισμού διαχειριστού, η δε αξία της εκπληρωθείσης αντιπαροχής θεωρείται ως έξοδον εκτελέσεως κατά το άρθρον 975. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 1025 (1088 α.ν. 44/67) 1.Η κατάσχεσις γίνεται, επί μεν απαιτήσεως κατά τρίτου δι’ επιδόσεως της επιτρεψάσης την κατάσχεσιν αποφάσεως προς τον καθ’ ου η εκτέλεσις και τον τρίτον, επί δε δικαιώματος του καθ’ ου η εκτέλεσις δι’ επιδόσεως της αποφάσεως προς αυτόν. Εις ας περιπτώσεις δια την σύστασιν ή μεταβίβασιν του δικαιώματος προβλέπεται η τήρησις βιβλίων υπό δημοσίων αρχών, η κατάσχεσις εγγράφεται εις το περιθώριον της πράξεως, εφαρμόζονται δε αι διατάξεις των άρθρων 995 § 2 και 997, των αρχών τούτων επεχουσών την θέσιν υποθηκοφυλάκων. 2.Από της κατά την § 1 επιδόσεως της αποφάσεως προς τον καθ’ ου η εκτέλεσις απαγορεύεται και είναι άκυρος υπέρ του κατασχόντος η διάθεσις του κατασχεθέντος. Οσάκις προβλέπεται η εγγραφή εις βιβλίον, η ακυρότης έναντι των τρίτων ισχύει μόνον εάν κατά τον χρόνον της διαθέσεως είχε γίνει εγγραφή της κατασχέσεως εις το βιβλίον. 3.Αι διατάξεις των άρθρων 984 §§ 1 και 2, 985 έως 987 και 990 εφαρμόζονται και εν προκειμένω. Άρθρον 1026 (1089 α.ν. 44/67) Εάν διετάχθη η δια πλειστηριασμού εκποίησις του κατασχεθέντος δικαιώματος, το κατά το άρθρον 1023 § 1 δικαστήριον ορίζει τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον, εφαρμοζομένων των περί πλειστηριασμού κινητών διατάξεων. Άρθρον 1027 (1090 α.ν. 44/67) 1.Η διορίζουσα διαχειριστήν απόφασις καταχωρίζεται εις βιβλίον ιδιαίτερον, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρ. 776 και κοινοποιείται επιμελεία του υπέρ ου η εκτέλεσις προς τον διαχειριστήν. 2.Ο διαχειριστής υποχρεούται εντός οκτώ ημερών από της εις αυτόν επιδόσεως της αποφάσεως να δηλώση προς την γραμματείαν του εκδώσαντος την απόφασιν δικαστηρίου αν δέχεται τον διορισμόν. Η παράλειψις δηλώσεως θεωρείται ως αποποίησις. 3.Μέχρι της υπό του διαχειριστού αναλήψεως των καθηκόντων ασκεί προσωρινώς καθήκοντα διαχειριστού ο καθ’ ου η εκτέλεσις, υποχρεούμενος εις λογοδοσίαν προς τον διαχειριστήν. Άρθρον 1028 (1091 α.ν. 44/67) 1.Ο διαχειριστής ενεργεί πάσας τας ενδεικνυομένας δικαιοπραξίας ή πράξεις δια την επωφελή εκμετάλλευσιν του δικαιώματος και την επίτευξιν του σκοπού της διαχειρίσεως, παριστάμενος και επί δικαστηρίου δια πάσαν έννομον σχέσιν αφορώσαν την διαχείρισιν του δικαιώματος, και αν έτι αύτη εγεννήθη προ της διαχειρίσεως. 2.Ο διαχειριστής δεν δύναται άνευ αδείας του δικαστηρίου του εκδώσαντος την περί διαχειρίσεως απόφασιν, χορηγουμένης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 741 επ., να καταρτίζη δικαιοπραξίας διαρκείας μείζονος του ενός έτους. Άρθρον 1029 (1092 α.ν. 44/67) 1.Τη αιτήσει του υπέρ ου ή του καθ’ ου η εκτέλεσις ή τινός των αναγγελθέντων δύναται το κατά το άρθρον 1023 § 1 δικαστήριον να αντικαταστήση τον διαχειριστήν. 2.Πάσα διαφορά αφορώσα την διαχείρισιν του δικαιώματος λύεται υπό του κατά το άρθρον 1023 § 1 δικαστηρίου τη αιτήσει του καθ’ ου η εκτέλεσις ή του διαχειριστού ή παντός έχοντος έννομον συμφέρον. Το δικαστήριον δύναται να καθορίζη τον τρόπον της διαχειρίσεως και να διατάσση παν προς τούτο πρόσφορον μέτρον. Άρθρον 1030 (1093 α.ν. 44/67) 1.Το κατά το άρθρον 1023 § 1 δικαστήριον ορίζει την μηνιαίαν αποζημίωσιν του διαχειριστού. 2.Ο διαχειριστής, μετά την αφαίρεσιν των εξόδων, φόρων και της εκ της διαχειρίσεως αποζημιώσεώς του, καταβάλλει αμελλητί το απομένον υπόλοιπον εις τον δανειστήν μέχρις εξοφλήσεως της απαιτήσεως αυτού. 3.Εάν υφίστανται και έτεροι δανεισταί, ούτοι αναγγέλονται δι’ εγγράφου δηλώσεως επιδιδομένης εις τον διαχειριστήν και τον καθ’ ου η εκτέλεσις. Ο διαχειριστής συντάσσει κατά τρίμηνον πίνακα διανομής. Η κατάταξις των δανειστών γίνεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 975, 977 §§ 2 και 3 και 1024 § 2. Δια την κατάταξιν των εν άρθρω 975 απαιτήσεων αντί της ημέρας του πλειστηριασμού λαμβάνεται η ημέρα ενάρξεως της διαχειρίσεως. 4.Εντός πέντε ημερών από της συντάξεως του πίνακος διανομής ο διαχειριστής καλεί εγγράφως τον υπέρ ου και τον καθ’ ου η εκτέλεσις και τους αναγγελθέντας δανειστάς όπως λάβουν γνώσιν του πίνακος. Άρθρον 1031 (1094 α.ν. 44/67) Κατά της αναγγελίας δανειστού, ως και κατά του πίνακος διανομής, ο υπέρ ου και ο καθ’ ου η εκτέλεσις, ως και οι λοιποί αναγγελθέντες, δύνανται να ασκήσουν αντιρρήσεις ενώπιον του κατά το άρθρον 1023 § 1 δικαστηρίου εντός δέκα ημερών από της κατά το άρθρον 1030 § 4 επιδόσεως. Η άσκησις αντιρρήσεων κατά της αναγγελίας ή κατά του πίνακος διανομής αναστέλλει την καταβολήν ως προς τον δανειστήν καθ’ ου στρέφονται αύται μέχρι της τελεσιδικίας της αποφάσεως του δικαστηρίου. Άρθρον 110 (111 α.ν. 44/67) 1.Οι διάδικοι έχουν τα αυτά δικαιώματα και τας αυτάς υποχρεώσεις και είναι ίσοι ενώπιον του δικαστηρίου. 2.Οι διάδικοι δικαιούνται να παρίστανται εις όλας τας συζητήσεις της υποθέσεως, και όταν αύται γίνωνται κεκλεισμένων των θυρών, και πρέπει να καλούνται κατά τας διατάξεις του νόμου προς τούτο. 3.Οι διάδικοι υποχρεούνται να εμφανίζωνται αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου όταν καλούνται υπ' αυτού προς τούτο. (Αντί για τη σελ. 19(δ) Σελ. 19(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 9 Άρθρον 1032 (1095 α.ν. 44/67) 1.Ο διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλλη ετησίως, ως και μετά το πέρας της διαχειρίσεως, έγγραφον λογοδοσίαν προς τον υπέρ ου και τον καθ’ ου η εκτέλεσις και τους αναγγελθέντας δανειστάς. (Αντί της σελ. 139) Σελ. 139(α) Τεύχος 432-Σελ. 133 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 2.Ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος εις αποζημίωσιν έναντι του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθέντων δανειστών κατά τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Άρθρον 1033 (1096 α.ν. 44/67) Η διαχείρισις του δικαιώματος παύει δια τελεσιδίκου αποφάσεως του κατά το άρθρον 1023 § 1 δικαστηρίου τη αιτήσει του καθ’ ου η εκτέλεσις ή παντός έχοντος έννομον συμφέρον 1)εάν αι απαιτήσεις του υπέρ ου η εκτέλεσις και των αναγγελθέντων δανειστών ικανοποιήθησαν ή εάν ούτοι δι’ εγγράφου δηλώσεως προς τον καθ’ ου η εκτέλεσις παρητήθησαν της διαχειρίσεως, 2)εάν κατά την κρίσιν του δικαστηρίου δεν ενδείκνυται η εξακολούθησις της διαχειρίσεως ή είναι επιβλαβής εις τα συμφέροντα του καθ’ ου η εκτέλεσις. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄ Αναγκαστική διαχείρισις. Άρθρον 1034 (1097 α.ν. 44/67, 68.1 ν.δ. 958/71) 1.Προς ικανοποίησιν χρηματικής απαιτήσεως του δανειστού δύναται να επιβληθή αναγκαστική διαχείρισις ακινήτου ή επιχειρήσεως του οφειλέτου. 2.Η αναγκαστική διαχείρισις επιβάλλεται κατόπιν αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου εις την περιφέρειαν του οποίου κείται το ακίνητον ή ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως του οφειλέτου, τη αιτήσει του έχοντος τίτλον εκτελεστόν δανειστού και επιδόσαντος επιταγήν προς εκτέλεσιν εις τον οφειλέτην. Κατά της δεχομένης ή απορριπτούσης την αίτησιν αποφάσεως χωρεί μόνον έφεσις. Η αίτησις και έφεσις δικάζονται κατά τα άρθρα 686 επ. Ο πρόεδρος των εφετών ορίζει την προθεσμίαν εμφανίσεως, εφαρμοζομένου εν προκειμένω του άρθρου 226. 3.Το ακίνητον ή η επιχείρησις τελεί υπό αναγκαστικήν διαχείρισιν από της επιδόσεως της αποφάσεως της διατασσούσης την αναγκαστικήν διαχείρισιν προς τον οφειλέτην. Το άρθρον 912 έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν. Άρθρον 1035 (1098 α.ν. 44/67) Αναγκαστική διαχείρισις επί ακινήτου ή επιχειρήσεως δεν επιβάλλεται δι’ ένα των επομένων λόγων 1)εάν το δικαστήριον κρίνη ότι εκ των εισοδημάτων του ακινήτου ή της επιχειρήσεως δεν καθίσταται δυνατή η εντός ευλόγου χρόνου ικανοποίησις της απαιτήσεως του δανειστού, 2)εάν κατά την κρίσιν του δικαστηρίου το ποσόν της απαιτήσεως του δανειστού δεν δικαιολογή την θέσιν του ακινήτου ή της επιχειρήσεως υπό αναγκαστικήν διαχείρισιν, 3)εάν πρόκειται περί μικράς επιχειρήσεως ή μικράς αξίας ακινήτου και κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η αναγκαστική διαχείρισις θα ήτο ασύμφορος, 4)εάν προκειμένου περί επιχειρήσεως κατά την κρίσιν του δικαστηρίου συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι όπως μη τεθή αύτη υπό αναγκαστικήν διαχείρισιν. Σελ. 140(α) Τεύχος 432-Σελ. 134 Άρθρον 1036 (1099 α.ν. 44/67) 1.Η διατάσσουσα την αναγκαστικήν διαχείρισιν απόφασις εγγράφεται επιμελεία του αιτήσαντος δανειστού, εάν μεν πρόκειται περί ακινήτου εις το βιβλίον κατασχέσεων της περιφερείας όπου κείται το ακίνητον, εάν δε πρόκειται περί επιχειρήσεως εις ειδικόν βιβλίον, τηρούμενον υπό της γραμματείας του πρωτοδικείου εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως. 2.Η κατά την § 1 εγγραφή της αναγκαστικής διαχειρίσεως εις τα οικεία βιβλία δεν κωλύει την διάθεσιν του ακινήτου ή της επιχειρήσεως, η αναγκαστική όμως διαχείρισις εξακολουθεί και μετά την διάθεσιν. 3.Επιβληθείσης κατασχέσεως επί του ακινήτου ή των περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως, η αναγκαστική διαχείρισις παύει αφ’ ης γίνη ο πλειστηριασμός. Ωσαύτως παύει η αναγκαστική διαχείρισις, εάν ο οφειλέτης κηρυχθή εις πτώχευσιν. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις δύναται να ζητηθή η εξάλειψις της κατά την § 1 εγγραφής. Άρθρον 1037 (1100 α.ν. 44/67) 1.Δια της διατασσούσης την αναγκαστικήν διαχείρισιν αποφάσεως διορίζεται άμα και διαχειριστής του ακινήτου ή της επιχειρήσεως. Ο διοριζόμενος διαχειριστής πρέπει να είναι πρόσωπον κατάλληλον, προτιμωμένων των ασκούντων το αυτό ή συγγενές επάγγελμα ή κεκτημένων τα προς τούτο ειδικάς γνώσεις ή πείραν. 2.Διαχειριστής δύναται να διορισθή ο οφειλέτης, εάν τούτο κατά την κρίσιν του δικαστηρίου είναι προς το συμφέρον της εκμεταλλεύσεως του ακινήτου ή της λειτουργίας της επιχειρήσεως. Οσάκις διαχειριστής διορίζεται ο οφειλέτης, διορίζεται άμα και επόπτης του διαχειριστού. 3.Διαχειριστής δύναται να διορισθή και είς των δανειστών. Εάν αξιόχρεος δανειστής προτείνη ωρισμένον πρόσωπον ως διαχειριστήν ή επόπτην και δηλοί ότι αναλαμβάνει την ευθύνην δια τας πράξεις ή παραλείψεις αυτών προτιμάται, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, το υπ’ αυτού προτεινόμενον πρόσωπον. 4.Ο διαχειριστής και ο τυχόν διορισθείς επόπτης εντός οκτώ ημερών από της εις αυτούς επιδόσεως της αποφάσεως υποχρεούνται να δηλώσουν προς τον αιτήσαντα την αναγκαστικήν διαχείρισιν δανειστήν αν δέχωνται τον διορισμόν, άλλως θεωρούνται ως αποποιούμενοι αυτόν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 1038 (1101 α.ν. 44/67) 1.Η διατάσσουσα την αναγκαστικήν διαχείρισιν απόφασις κοινοποιείται επιμελεία του αιτήσαντος την αναγκαστικήν διαχείρισιν δανειστού προς τον οφειλέτην, τον διαχειριστήν, τον τυχόν διορισθέντα επόπτην και τους ενυποθήκους δανειστάς. Αρνουμένου του οφειλέτου όπως συμμορφωθή προς την απόφασιν, γίνεται αναγκαστική εκτέλεσις κατά τας διατάξεις του άρθρου 947. 2.Από της επιδόσεως της διατασσούσης την αναγκαστικήν διαχείρισιν αποφάσεως εις τον οφειλέτην στερείται ούτος της διαχειρίσεως του ακινήτου ή της επιχειρήσεως. Μέχρι της υπό του διαχειριστού αναλήψεως των καθηκόντων αυτού ασκεί καθήκοντα διαχειριστού προσωρινώς ο οφειλέτης, υποχρεούμενος εις λογοδοσίαν προς τον διαχειριστήν. 3.Επιβληθείσης επί του ακινήτου ή των περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως συντηρητικής ή αναγκαστικής κατασχέσεως, μεσεγγυούχος είναι ο διαχειριστής. Άρθρον 1039 (1102 α.ν. 44/67, 68.2 ν.δ. 958/71) 1.Ο διαχειριστής ενεργεί πάσας τας ενδεικνυομένας διά την τακτικήν και επωφελή οικονομικήν εκμετάλλευσιν του ακινήτου ή της επιχειρήσεως πράξεις, υποχρεούμενος να διατηρή το ακίνητον ή την επιχείρησιν εις καλήν κατάστασν και να αποφεύγη πράξεις αίτινες παραβλάπτουν την οικονομικήν υπόστασιν αυτών. 2.Ο διαχειριστής άμα τη αναλήψει των καθηκόντων αυτού ειδοποιεί εγγράφως τους οφειλέτας του καθ’ ου η διαχείρισις και τους μετά της επιχειρήσεως συναλλασσομένους ότι ανέλαβε την διαχείρισιν του ακινήτου ή της επιχειρήσεως και πρέπει του λοιπού προς αυτόν να καταβάλλωνται αι οφειλαί και μετ’ αυτού πρέπει να συναλλάσσωνται. 3.Ο διαχειριστής ενεργεί πάσαν δικαιοπραξίαν ή πράξιν προς επίτευξιν του σκοπού της διαχειρίσεως και δικαιούται επί τω σκοπώ της συνεχίσεως των εργασιών της επιχειρήσεως ή της εκμεταλλεύσεως του ακινήτου να συνάπτη συμβάσεις δανείου, δυνάμενος να χορηγή και ενέχυρον επί των πρώτων υλών ή των προϊόντων της επιχειρήσεως. Διά πάσαν έννομον σχέσιν αφορώσαν την διαχείρισιν και αν έτι αύτη εγεννήθη προ της διαχειρίσεως, παρίσταται επί δικαστηρίου ο διαχειριστής. Αι διατάξεις των άρθρων 997 Α.Κ. και 956 § 6 του παρόντος εφαρμόζονται και εν προκειμένω. 4.Ο διαχειριστής δεν δύναται άνευ αδείας του μονομελούς πρωτοδικείου, χορηγουμένης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., να καταρτίζη δικαιοπραξίας διαρκείας μείζονος του ενός έτους. Άρθρον 1040 (1103 α.ν. 44/67, 68.3 ν.δ. 958/71) 1.Τη αιτήσει του οφειλέτου ή τινός των δανειστών, του διαχειριστού ή του επόπτου το μονομελές πρωτοδικείον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. δύναται να αντικαταστήση τον διαχειριστήν ή τον επόπτην. 2.Πάσα διαφορά αφορώσα την διαχείρισιν λύεται υπό του μονομελούς πρωτοδικείου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. τη αιτήσει του διαχειριστού ή του επόπτου ή του οφειλέτου ή παντός έχοντος έννομον συμφέρον. Το δικαστήριον δύναται να καθορίζη τον τρόπον της διαχειρίσεως και να διατάσση παν πρόσφορον μέτρον δι’ αυτήν. Άρθρον 111 (112 α.ν. 44/67) 1.Η εν τω ακροατηρίω διαδικασία στηρίζεται εις την έγγραφον προδικασίαν. 2.Ουδεμία αίτησις δικαστικής προστασίας, κυρία ή παρεμπίπτουσα, δύναται να εισαχθή εις το δικαστήριον άνευ τηρήσεως προδικασίας, πλην αν άλλως ο νόμος ορίζη. Η άνευ προδικασίας εισαχθείσα αίτησις απορρίπτεται ως απαράδεκτος και εξ επαγγέλματος. Άρθρον 1041 (1104 α.ν. 44/67, 68.4 ν.δ. 958/71) 1.Το μονομελές πρωτοδικείον ορίζει την μηνιαίαν αποζημίωσιν του διαχειριστού και του επόπτου. Αι διατάξεις του άρθρου 1034 § 2, εδάφ. δεύτερον, τρίτον και τέταρτον, εφαρμόζονται και εν προκειμένω. 2.Εάν ο οφειλέτης στερήται των προς διατροφήν μέσων το μονομελές πρωτοδικείον ορίζει χρηματικόν ποσόν καταβλητέον κατά μήνα δια τα απαραίτητα έξοδα διατροφής του οφειλέτου και της οικογενείας του. Αι διατάξεις του άρθρου 1034 § 2, εδάφ. δεύτερον, τρίτον και τέταρτον, εφαρμόζονται και εν προκειμένω. 3.Εάν ο οφειλέτης κατοική εν τω ακινήτω, δικαιούται να εξακολουθή κατοικών και μετά την επιβολήν της αναγκαστικής διαχειρίσεως. 4.Ο οφειλέτης οριζόμενος διαχειριστής δεν δικαιούται μηνιαίας αποζημιώσεως. Άρθρον 1042 (1105 α.ν. 44/67) Ο διαχειριστής εκ των καρπών και των εισοδημάτων του ακινήτου ή της επιχειρήσεως καταβάλλει τας αποδοχάς του προσωπικού, τους από της ενάρξεως της διαχειρίσεως καθισταμένους απαιτητούς τακτικούς φόρους και τας εισφοράς υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, εξοφλεί τα υπ’ αυτού συναφθέντα δάνεια και εν γένει καταβάλλει πάντα τα έξοδα τα οποία απαιτούνται διά την εκμετάλλευσιν του ακινήτου ή την λειτουργίαν της επιχειρήσεως. Άρθρον 1043 (1106 α.ν. 44/67,1 ν.δ. 545/68) 1.Το μετά την αφαίρεσιν των εν άρθρω 1042 εξόδων απομένον υπόλοιπον καταβάλλει ο διαχειριστής εις τον δανειστήν μέχρι ικανοποιήσεως της απαιτήσεως αυτού. 2.Εάν υφίστανται και έτεροι δανεισταί πλην του αιτήσαντος την αναγκαστικήν διαχείρισιν, ούτοι αναγγέλλονται δι’ εγγράφου δηλώσεως επιδιδομένης εις τον διαχειριστήν και τον καθ’ ου η εκτέλεσις. 3.Εάν ανηγγέλθησαν δανεισταί, ο διαχειριστής συντάσσει κατά τρίμηνον πίνακα διανομής και επί τη βάσει αυτού καταβάλλει προς τον αιτήσαντα την (Αντί για τη σελ. 141(δ) Σελ. 141(ε) Τεύχος 1182-Σελ. 101 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 αναγκαστικήν διαχείρισιν και τους αναγγελθέντας δανειστάς. Η κατάταξις των δανειστών εις τον πίνακα διανομής γίνεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 975, 976, 977 και 1007. Δια την κατάταξιν των εν άρθρω 975 απαιτήσεων αντί της ημέρας του πλειστηριασμού λαμβάνεται υπ’ όψιν η ημέρα ενάρξεως της αναγκαστικής διαχειρίσεως. 4.Εντός δέκα ημερών από της συντάξεως του πίνακος διανομής ο διαχειριστής καλεί εγγράφως τον οφειλέτην και τους δανειστάς όπως λάβουν γνώσιν αυτού. Άρθρον 1044 (1107 α.ν. 44/67) 1.Κατά της αναγγελίας δανειστού, ως και κατά του πίνακος διανομής, ο οφειλέτης και πας αναγγελθείς δανειστής δύναται να ασκήση αντιρρήσεις εντός δέκα ημερών από της παρόδου της εν άρθρω 1043 § 4 προθεσμίας ενώπιον του κατά το άρθρον 933 αρμοδίου δικαστηρίου. Η άσκησις αντιρρήσεων κατά αναγγελίας ή κατά του πίνακος διανομής αναστέλλει την καταβολήν ως προς τον δανειστήν καθ’ ου στρέφονται αύται μέχρι της τελεσιδικίας της αποφάσεως του δικαστηρίου. 2.Μετά την πάροδον της εν § 1 προθεσμίας ο διαχειριστής καταβάλλει εις τους δανειστάς επί τη βάσει του πίνακος διανομής. Άρθρον 1045 (1108 α.ν. 44/67) 1.Ο διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλλη ετησίως, ως και μετά το πέρας της διαχειρίσεως, έγγραφον λογοδοσίαν προς τον οφειλέτην, τον αιτήσαντα την αναγκαστικήν διαχείρισιν και τους αναγγελθέντας δανειστάς. 2.Ο επόπτης του διαχειριστού επιβλέπει και παρακολουθεί την διαχείρισιν, δικαιούται δε να εξετάζη τα βιβλία και τους λογαριασμούς της διαχειρίσεως και να λαμβάνη γνώσιν περί της εν γένει καταστάσεως της διαχειρίσεως. 3.Εις πάσαν περίπτωσιν καθ’ ην το εν άρθρω 1040 § 2 δικαστήριον λύει διαφοράν αφορώσαν την αναγκαστικήν διαχείρισιν καλείται υποχρεωτικώς και ο επόπτης. 4.Ο διαχειριστής και ο επόπτης είναι υπεύθυνοι εις αποζημίωσιν έναντι του οφειλέτου και των δανειστών κατά τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Άρθρον 1046 (1109 α.ν. 44/67, 68.5 ν.δ. 958/71) 1.Η αναγκαστική διαχείρισις παύει διά τελεσιδίκου αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφερείας όπου κείται το ακίνητον ή ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως του οφειλέτου, τη αιτήσει του οφειλέτου ή δανειστού ή παντός έχοντος έννομον συμφέρον α) εάν αι απαιτήσεις του αιτούντος την αναγκαστικήν διαχείρισιν και των αναγγελθέντων δανειστών ικανοποιήθησαν ή εάν ούτοι δι’ εγγράφου δηλώσεως προς τον οφειλέτην παρητήθησαν της αναγκαστικής διαχειρίσεως. Σελ. 142(ε) Τεύχος 1182-Σελ. 102 β)εάν κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η εξακολούθησις της αναγκαστικής διαχειρίσεως δεν ενδείκνυται ή είναι επιβλαβής εις τα συμφέροντα του οφειλέτου, γ)εάν ο αιτήσας την αναγκαστικήν διαχείρισιν δανειστής μετά την επίδοσιν της διατασσούσης την αναγκαστικήν διαχείρισιν αποφάσεως προς τον οφειλέτην δεν εμερίμνησεν εντός ευλόγου χρόνου όπως αναλάβη τα καθήκοντα αυτού διαχειριστής ή επόπτης. Αι διατάξεις του άρθρου 1034 § 2 εδάφια, δεύτερον, τρίτον και τέταρτον εφαρμόζονται και εν προκειμένω. 2.Από της επί τη βάσει της τελεσιδίκου αποφάσεως εξαλείψεως της κατά το άρθρον 1036 § 1 εγγραφής εις τα οικεία βιβλία παύει η αναγκαστική διαχείρισις του ακινήτου ή της επιχειρήσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄ Προσωπική κράτησις Άρθρον 1047 (69 ν.δ. 958/71) 1.Προσωπική κράτησις διατάσσεται πλην των ρητώς οριζομένων εν τω νόμω περιπτώσεων και κατ’ εμπόρων επί εμπορικών απαιτήσεων, δύναται δε να διαταχθή και επί απαιτήσεων εξ αδικοπραξιών. Η διάρκεια της προσωπικής κρατήσεως ορίζεται διά της αποφάσεως μέχρις ενός έτους. Η αγωγή για απαγγελία προσωπικής κράτησης μπορεί να ασκηθεί και αυτοτελώς. Στην περίπτωση αυτή εκδικάζεται κατά το άρθρ. 270 και υπάγεται στο ειρηνοδικείο, αν η απαίτηση δεν υπερβαίνει κατά κεφάλαιο το όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, και στο μονομελές πρωτοδικείο, αν υπερβαίνει το όριο αυτό. Η αγωγή, αυτή όταν ασκείται αυτοτελώς, εισάγεται είτε στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου, είτε στο δικαστήριο που είναι κατά τόπον αρμόδιο για την απαίτηση. Αίτηση απαγγελίας προσωπικής κράτησης που περιέχεται σε αγωγή για την απαίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία στην οποία υπάγεται η αγωγή. Το τελευταίο εδάφιο, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 29 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65 (κατωτ. αριθ. 26). 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 2.Δεν διατάσσεται προσωπική κράτησις επί απαιτήσεως δικαστικών εξόδων επιδικασθείσης υπό πολιτικού δικαστηρίου ή μικροτέρας των (4000) δραχ., πλην αν προέρχεται εκ πιστωτικού τίτλου. Το ανωτέρω ποσόν ηυξήθη εις 12.000 από 1 Μαΐου 1977 διά του Π.Δ. 242 της 14/18 Μαρτ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 85). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε τριάντα χιλιάδες δραχμές με την παρ. 10 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/13-15 Σεπτ. 1983 (ΦΕΚ Α΄ 126), του οποίου η ισχύς αρχίζει την 1 Νοεμ. 1983. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε εξήντα χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 8 άρθρ. 1 Π.Δ. 278/27 Ιουλ.-5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 141). Το ανωτέρω ποσό των 60.000 δραχμ. αυξήθηκε σε 150.000 δραχμ., από 16 Σεπτ. 1993, από την παρ. 9 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Το ανωτέρω ποσόν των 150.000 δραχμών αυξήθηκε από 1 Νοεμ. 2000, σε 300.000 δραχμές, με την περίπτ.ε΄ της 91756/ 14-15 Σεπτ. 2000 (ΦΕΚ Β΄1150) απόφ.Υπ.Δικαιοσύνης. Το ανωτέρω ποσόν των 300.000 δραχμών, ή οκτακοσίων ογδόντα (880) ευρώ, σύμφωνα με τα άρθρ.3-5 Νόμ.2943/2001, αυξήθηκε από 1ης Οκτ.2003 σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, με την περίπτ.ε΄ της 125804/30 Ιουλ.-1 Αυγ.2003 (ΦΕΚ Β΄1072) απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης, Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄1173/20 Αυγ.2003. 3.Επί νομικών προσώπων, εξαιρέσει των ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης, ως προς τα εν παρ. 1 εδ. πρώτον του παρόντος άρθρου χρέη, η προσωπική κράτησις διατάσσεται κατά των εκπροσώπων αυτών, εις δε τας περιπτώσεις του άρθρου 947 § 1 κατά των νομίμων αντιπροσώπων του υπό επιμελείαν τελούντος διαδίκου. Άρθρον 112 (113 α.ν 44/67) Η προδικασία και η εκτός του ακροατηρίου διαδικασία δεν είναι δημόσιαι, επιτρέπεται όμως η κατ' αυτάς προσέλευσις των διαδίκων, των νομίμων αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων των. Άρθρ. 1048.-(69 ν.δ. 958/71) Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται: α)κατά των ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα ή υπό επιτροπεία και κατά των προσώπων που έχουν τεθεί σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης, β)κατά βουλευτών όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος και τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήξη της, γ)κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και δ) κατά κληρικών κάθε βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας. Το άρθρ. 1048 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 46 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 278), τόμ. 7 σελ. 192,229. (Αντί για τη σελ. 142,01(β) Σελ. 142,01(γ) Τεύχος 1399 Σελ. 39 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 Άρθρον 1049 (69 ν.δ. 958/71) 1.Η περί προσωπικής κρατήσεως διάταξις εκτελείται μόνον αφ’ ης η διατάσσουσα ταύτην απόφασις καταστή τελεσίδικος και αφού προηγουμένως επιδοθή αύτη εις τον καταδικασθέντα. Επί εκπροσώπου νομικού προσώπου, η προσωπική κράτησις δεν ενεργείται προ της παρόδου τριών ημερών από της εις αυτόν επιδόσεως της αποφάσεως. 2.Η σύλληψις του καταδικασθέντος γίνεται υπό του δικαστικού επιμελητού πάντοτε επί παρουσία προσλαμβανομένου επί τούτω μάρτυρος, συντάσσεται δε περί αυτής έκθεσις. Η σύλληψις απαγορεύεται α)εις τον τόπον συνεδριάσεως δικαστηρίου και κατά την διάρκειαν αυτής, β)εις καθιερωθέντα τόπον ιερουργίας υπό γνωστής θρησκείας και κατά την διάρκειαν αυτής, γ)από 1 έως 31 Αυγούστου. Το άρθρ. 1049 αντικατεστάθη ως άνω διά του άρθρ. 18 Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρον 1050 (69 ν.δ. 958/71) 1.Εάν ο συλληφθείς φέρη αντιρρήσεις κατά της προσωπικής κρατήσεως, προσάγεται αμέσως εις τον πρόεδρον πρωτοδικών, εις την περιφέρειαν του οποίου εγένετο η σύλληψις. Ούτος, δικάζων κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. αποφαίνεται επί των αντιρρήσεων, δυναμένων να υποβληθούν και προφορικώς. 2.Εάν δεν προεβλήθησαν αντιρρήσεις ή αύται απερρίφθησαν, ο συλληφθείς οδηγείται εις τας φυλακάς, ένθα κρατείται εις χώρον διάφορον του προοριζομένου δια τους υποδίκους ή καταδίκους δι’ αξιοποίνους πράξεις. Μόνον κατά την οδήγησίν του εις την φυλακήν δύναται να φυλαχθή εις οιανδήποτε άλλην φυλακήν ή και εις οιονδήποτε άλλον χώρον. 3.Ο διευθυντής των φυλακών παραλαμβάνει τον συλληφθέντα μόνον εάν παραδοθή εις αυτόν η διατάσσουσα την προσωπικήν κράτησιν απόφασις και αντίγραφον της εκθέσεως συλλήψεως, προκαταβληθούν δε εις αυτόν επί αποδείξει δι’ ένα μήνα τροφεία, οριζόμενα δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης. Εις τον αυτόν διευθυντήν προκαταβάλλονται επί αποδείξει τα τροφεία εκάστου επομένου μηνός. Για τον καθορισμό των τροφείων της άνω παρ.3 βλέπε την 109595 οικ./2-17 Οκτ.1997 (ΦΕΚ Β΄919) απόφ.Υπ.Δικαιοσύνης, κατωτ.αριθ.29. 4.Η προσωπική κράτησις των στρατιωτικών εκτελείται υπό της στρατιωτικής αρχής, εις ην προκαταβάλλονται τα τροφεία κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 1051 (69 ν.δ. 958/71) Αποφάσεις περί προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξιν απαιτήσεων προγενέστεραι της ενάρξεως της αποτιθείσης προσωποκρατήσεως εκτελούνται μόνον εάν αύτη δεν διήρκεσεν επί έτος και δια το μέχρι συμπληρώσεως τούτου χρονικόν διάστημα. Η δια το χρονικόν τούτο διάστημα προσωπική κράτησις ενεργείται εν συνεχεία ή και μετά την απόλυσιν του καταδικασθέντος. Δια την εν συνεχεία εκτέλεσιν αρκεί έκθεσις του δικαστικού κλητήρος, συντασσομένη ενώπιον του καθ’ ου η εκτέλεσις και του διευθυντού των φυλακών, εις ον παραδίδεται η εκτελουμένη απόφασις και αντίγραφον της εκθέσεως, προκαταβάλλονται δε τα τροφεία κατά την § 3 του προηγουμένου άρθρου. Άρθρον 1052 (69 ν.δ. 958/71) 1.Ο κρατούμενος απολύεται: α)εάν συνεπληρώθη ο εν τη αποφάσει οριζόμενος χρόνος διαρκείας της προσωπικής κρατήσεως, β)εάν κατατεθή εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων το χρέος, δι’ ο επεβλήθη η προσωπική κράτησις, μετά των δεδουλευμένων τόκων και εξόδων εκτελέσεως, παρακατατεθή δε το γραμμάτιον εις τον γραμματέα του πρωτοδικείου, εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται η φυλακή, γ)εάν συναινέσουν εγγράφως ο ενεργήσας την προσωπικήν κράτησιν δανειστής και πας άλλος τοιούτος, αιτησάμενος την παράτασιν της κρατήσεως, δ)εάν ο κρατούμενος συμπληρώση το 65ον έτος της ηλικίας του και ε΄)εάν παρελείφθη η προκαταβολή των τροφείων. Εις τας περιπτώσεις α΄, γ΄ και ε΄ η απόλυσις γίνεται υπό του διευθυντού των φυλακών, εις τας λοιπάς δε δι’ αποφάσεως του προέδρου των πρωτοδικών, εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται η φυλακή, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. Εις την περίπτωσιν ε΄ η απόλυσις ενεργείται άμα τη παρελεύσει της 12ης μεσημβρινής ώρας της τελευταίας ημέρας, δι’ ην κατεβλήθησαν τροφεία, δεν επιτρέπεται δε νέα κράτησις του οφειλέτου διά το αυτό χρέος. Άρθρον 1053 (1116 α.ν. 44/67, 69.1 ν.δ. 958/71) Εάν ο κρατούμενος είναι ασθενής ή ασθενήση διαρκούσης της κρατήσεώς του, ο κατά το προηγούμενον άρθρον πρόεδρος πρωτοδικών, δικάζων κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. δύναται να επιτρέψη την εις νοσοκομείον ή ιδιωτικήν οικίαν κράτησιν, δαπάναις του κρατουμένου, έτι δε και την απελευθέρωσιν τούτου, εάν η ασθένεια είναι τοιαύτη, ώστε να υφίσταται κίνδυνος εκ της παρατάσεως της κρατήσεως. (Αντί για τη σελ. 143(β) Σελ. 143(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 109 Άρθρον 1054 (1117 α.ν. 44/67, 69.1 ν.δ. 958/71) 1.Πάσα διαφορά περί την εκτέλεσιν της προσωπικής κρατήσεως υπάγεται, αν μη άλλως ορίζεται, εις την αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, εις την περιφέρειαν του οποίου εκτελείται αύτη. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου τούτου ορίζει σύντομον δικάσιμον και την προθεσμίαν κλητεύσεως του αντιδίκου του προσφεύγοντος. 2.Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως κατά της κατά την προηγουμένην παράγραφον εκδιδομένης αποφάσεως είναι πέντε ημερών, αύτη όμως, ως και η άσκησις των ενδίκων τούτων μέσων δεν αναστέλλουν την εκτέλεσιν. Σελ. 144(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 110 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΩΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Άρθρον 1 (1 εισ. Ν. 44/67, 70.1 ν.δ. 958/71) Από της εισαγωγής του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας καταργούνται α)ο νόμος της 2)14 Απριλίου 1834 "περί Πολιτικής Δικονομίας", β)ο νόμος της 23 Ιουλίου 1903 "περί Πολιτικής Δικονομίας της Κρητικής Πολιτείας", γ)τα άρθρα 315 έως 409 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας της 25 Ιανουαρίου 1880, δ)τα άρθρα 50 έως 56 της Ειδικής Δικονομίας των Κρητών της 10 Φεβρουαρίου 1880 ως ίσχυον μέχρι τούδε ε)πάσα άλλη διάταξις αντικειμένη εις αυτόν και στ)πάσα διάταξις αφορώσα τα υπό του εισαγομένου Κώδικος ρυθμιζόμενα θέματα, εφ' όσον δεν συμβιβάζεται προς τας διατάξεις του κώδικος τούτου και δεν ορίζεται άλλως εις τον παρόντα νόμον. Άρθρον 2 (2 εισ. ν. 44/67) Δια της εισαγωγής του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας δεν επηρεάζεται η ισχύς δικονομικών διατάξεων αι οποίαι στηρίζονται εις διεθνείς συμβάσεις. Άρθρον 113 (114 α.ν. 44/67) 1.Αι συνεδριάσεις πάντων των πολιτικών δικαστηρίων γίνονται δημοσία. Η διάσκεψις προς έκδοσιν της αποφάσεως γίνεται μυστικώς. 2.Ο διευθύνων την διαδικασίαν ορίζει κατά την κρίσιν του τον αριθμόν των δυναμένων να παραμείνουν εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων προσώπων, δύναται δε να διατάξη τον αποκλεισμόν των ανηλίκων, των οπλοφορούντων και των εμφανιζομένων κατά τρόπον ανάρμοστον και αντικείμενον εις την τάξιν και ευπρέπειαν της συνεδριάσεως. Άρθρον 3 (3 εισ. ν. 44/67, 70.2 ν.δ. 958/71) 1.Οσάκις ειδικοί νόμοι παραπέμπουν εις διατάξεις καταργουμένας υπό του παρόντος νόμου, από της εισαγωγής του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται αι αντίστοιχοι διατάξεις αυτού. 2.Καθ' ας περιπτώσεις διατάξεις του Αστικού Κώδικος ή άλλου νόμου παραπέμπουν εις την αρμοδιότητα και την επ' αναφορά διαδικασίαν του προέδρου των πρωτοδικών γενικώς ή εις την διαδικασίαν των άρθρων 634 έως 639 της Πολιτικής Δικονομίας ή 564 έως 568 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας, από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. αρμόδιον είναι το μονομελές πρωτοδικείον, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. του Κώδ. Πολ. Δικ., πλην αν ορίζεται άλλως. 3.Καθ' ας περιπτώσεις διατάξεις νόμων παραπέμπουν εις την επ' αναφοράν διαδικασίαν ενώπιον του πρωτοδικείου ή εις την διαδικασίαν των άρθρων 640 έως 645 της Πολιτικής Δικονομίας ή 557 έως 560 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας, από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζεται η διαδικασία των άρθρων 740 επ. αυτού, πλην αν εις τον παρόντα νόμον ορίζεται άλλως. Άρθρον 4 (4 εισ. ν. 44/67) Από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. καταργούνται πάσαι αι διατάξεις νόμων αι καθιερούσαι ειδικάς διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή ειδικούς κανόνας δι' ωρισμένας κατηγορίας υποθέσεων εισαγομένων ενώπιον των δικαστηρίων τούτων, πλην αν εις τον παρόντα νόμον ορίζεται άλλως. Άρθρον 5 (5 εισ. ν. 44/67) 1.Πάντα τα υπό των διατάξεων του Κ. Πολ. Δ. οριζόμενα εις δραχμάς χρηματικά ποσά δύνανται να αυξομειούνται δια β. διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης. 2.Δια την εφαρμογήν των διατάξεων της § 1 λαμβάνεται υπ' όψιν ο χρόνος α)της ασκήσεως της αγωγής ή της αιτήσεως προκειμένου περί της αρμοδιότητος του δικαστηρίου ή της εφαρμογής ειδικών διατάξεων ή ειδικών διαδικασιών, β)της εκδόσεως της αποφάσεως προκειμένου περί του επιτρεπτού του ενδίκου μέσου και της αρμοδιότητος του κρίνοντος αυτό δικαστηρίου, γ)της επιβολής της ποινής προκειμένου περί χρηματικών ποινών και δ)της γενέσεως της εννόμου σχέσεως προκειμένου περί του επιτρεπτού της δια μαρτύρων αποδείξεως. Άρθρον 6 (6 εισ. ν. 44/67, 70.3 ν.δ. 958/71) 1.Ο νόμος 406 της 17/24 Νοεμβρίου 1914 "περί δικαστηρίου συγκρούσεως καθηκόντων" διατηρείται εν ισχύϊ. 2-3.(Κατηργήθησαν διά του άρθρ. 22 Νόμ. 693/1977, τόμ. 10Α σελ. 207). Άρθρον 7 (7 εισ. ν. 44/67, 70.4 ν.δ. 958/71) 1.Καταργούνται από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. το άρθρον 38 του νόμου 3632 της 17/26 Ιουλίου 1928 "περί Χρηματιστηρίων αξιών" και το π. διάταγμα της 15/15 Απριλίου 1929 "περί εκδικάσεως των χρηματιστηριακών διαφορών" αι § § 3 επ. του άρθρου 18 του νομ. διατάγματος της 2/10 Νοεμβρίου 1923 "περί χρηματιστηρίου εμπορευμάτων", τα άρθρα 51 έως 63 του Εμπορ. Νόμου, ως και πάσαι αι διατάξεις νόμων δια των οποίων καθιερούνται ειδικά πολιτικά δικαστήρια ή υποχρεωτικαί ή αναγκαστικαί διαιτη(Αντί της σελ. 145(α) Σελ. 145(β) Τεύχος 649-Σελ. 129 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 σία διά την εκδίκασιν διαφορών ιδιωτικού δικαίου, πλην των εν άρθροις 8 και 46 οριζομένων. 2.Αι κατά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι ενώπιον των κατά την § 1 καταργουμένων ειδικών πολιτικών δικαστηρίων ή υποχρεωτικών ή αναγκαστικών διαιτησιών συνεχίζονται ενώπιον αυτών συμφώνως προς τας καταργουμένας διατάξεις μέχρι εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως. Άρθρον 8 (8 εισ. ν. 44/67) 1.Διατηρούνται εν ισχύϊ αι διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου 2345 της 24 Ιουνίου/3 Ιουλίου 1920 "περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω Κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων". 2.(Τροποποιούνται αι παρ. 2 και 3 του άρθρ. 10 Νόμ. 2345/1920, τόμ. 33 σελ. 428). Άρθρον 9 (9 εισ. ν. 44/67) 1.Καταργούνται από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. πάσαι αι διατάξεις δια των οποίων ορίζεται η καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμοδιότης των πολιτικών δικαστηρίων δια την εκδίκασιν των εις αυτά υπαγομένων υποθέσεων. 2.Αι κατά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι συνεχίζονται ενώπιον των δικαστηρίων εις τα οποία αύται εισήχθησαν ή παρεπέμφθησαν, εφ' όσον ταύτα κατά τας μέχρι της εισαγωγής αυτού ισχυούσας διατάξεις είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδια, εάν δε είναι αναρμόδια, εφαρμόζονται αι περί αρμοδιότητος διατάξεις του Κ. Πολ. Δ. 3.Εις τας περιπτώσεις της § 2 η διαδικασία διεξάγεται κατά τας διατάξεις του μέχρι της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. ισχύοντος δικαίου. Άρθρον 10 (10 εισ. ν. 44/67)\ 1.Τα άρθρα 42 έως 51 του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων εκκρεμών κατά την εισαγωγήν αυτού δικών. 2.Συμφωνία παρεκτάσεως της αρμοδιότητος συνομολογηθείσα προ της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. κατά τας διατάξεις του μέχρι τότε ισχύοντος δικαίου είναι έγκυρος, εάν αφορά την κατά τόπον αρμοδιότητα. Άρθρον 11 (11 εισ. ν. 44/67) 1.Πάσαι αι διαφοραί αι οποίαι κατά τας διατάξεις του β. διατάγματος 27/27 Μαΐου 1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του ενοικιοστασίου κ.λ.π. συναφών νόμων κατ' εφαρμογήν του νόμου 3664/1957" υπάγονται εις την αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών ή του ειρηνοδικείου, δικάζονται εφεξής, αι μεν πρώται υπό του μονομελούς πρωτοδικείου, αι δεύτεραι δε υπό του ειρηνοδικείου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 647 έως 662 του Κ. Πολ. Δ. Σελ. 146(β) Τεύχος 649-Σελ. 130 2.Αι κατά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι ενώπιον των αρμοδίων κατά το εν § 1 β. διάταγμα δικαστηρίων συνεχίζονται ενώπιον αυτών κατά τας μέχρι της εισαγωγής αυτού διατάξεις. Άρθρον 12 (12 εισ. ν. 44/67) Επί των εκκρεμών κατά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. εις τον πρώτον βαθμόν δικών αι διαδικαστικαί πράξεις ρυθμίζονται υπό των διατάξεων αυτού, αι προ της εισαγωγής όμως αυτού ενεργηθείσαι διέπονται υπό του προγενεστέρου δικαίου. Άρθρον 10 (10 α.ν. 44/67) Δια τον υπολογισμόν της αξίας λαμβάνεται υπ' όψιν ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 114 (115 α.ν. 44/67) 1.Εάν η διεξαγωγή της συζητήσεως ήθελεν είσθαι επιβλαβής εις τα χρηστά ήθη ή εις την δημοσίαν τάξιν, το δικαστήριον δύναται και αυτεπαγγέλτως να διάταξη την εν όλω ή εν μέρει κεκλεισμένων των θυρών συζήτησιν κατά την οποίαν δικαιούνται να παρίστανται οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, οι πληρεξούσιοι και οι τεχνικοί σύμβουλοι αυτών. Το δικαστήριον δύναται να διάταξη την εν τω ακροατηρίω παραμονήν εντεταλμένων την τήρησιν της τάξεως προσώπων, μαρτύρων και πραγματογνωμόνων, ως και να επιτρέψη κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων την επ' ακροατηρίου παραμονήν μέχρι τριών προσώπων της εκλογής του. 2.Η κατά την § 1 απόφασις δεν δύναται να εκδοθή άνευ προηγουμένης ακροάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων των και του εισαγγελέως, εάν ούτος παρίσταται. Η συζήτησις διεξάγεται δημοσία, πλην αν το δικαστήριον κρίνη σκόπιμον όπως και αύτη γίνη κεκλεισμένων των θυρών. 3.Η διατάσσουσα την κεκλεισμένων των θυρών συζήτησιν, ως και η επί της υποθέσεως απόφασις δημοσιεύονται εν δημοσία συνεδριάσει. Σελ. 20(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 10 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 4.Κατά της διατασσούσης την κεκλεισμένων των θυρών συζήτησιν αποφάσεως δικαιούται ο παραστάς εισαγγελευς και οι διάδικοι να ασκήσουν αμέσως και αυτοτελώς τα ένδικα μέσα της εφέσεως και της αναιρέσεως τα οποία όμως δεν αναστέλλουν την συζήτησιν της υποθέσεως. Άρθρον 13 (13 εισ. ν. 44/67) 1.Αι περί προθεσμιών διατάξεις των άρθρων 144 έως 151 του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται εφ' όσον η επίδοσις ή το αποτελούν την αφετηρίαν της προθεσμίας γεγονός έλαβεν χώραν μετά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. 2.Η διάρκεια των προ της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. αρξαμένων και μη ληξασών προθεσμιών και η παρέκτασις αυτών κρίνονται κατά το προ της εισαγωγής αυτού ισχύον δίκαιον, η παράτασις όμως, η αναστολή και η διακοπή αυτών λόγω γεγονότων επελθόντων μετά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. κρίνεται επί τη βάσει των διατάξεων αυτού. 3.Αι διατάξεις των άρθρων 152 έως 158 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού αρξαμένων προθεσμιών, εφ' όσον δεν επερατώθη η δίκη δι' αμετακλήτου αποφάσεως. Άρθρον 14 (14 εισ. ν. 44/67) 1.Αι διατάξεις των άρθρων 173 έως 175 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού εκκρεμών δικών. 2.Αι διατάξεις των άρθρων 176 έως 193 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών δικών. Άρθρον 15 (15 εισ. ν. 44/67) Αι διατάξεις των άρθρων 205 και 206 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών δικών. Άρθρον 16 (16 εισ. ν. 44/67) Αι διατάξεις των άρθρων 208 έως 214 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού ασκηθεισών και μήπω συζητηθεισών αγωγών. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 17 (17 εισ. ν. 44/67) Αι διατάξεις των άρθρων 226 έως 281, 296 και 297 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών αγωγών. Άρθρον 18 (18 εισ. ν. 44/67) 1.Αι διατάξεις των άρθρων 286 έως 312 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών δικών. 2.Αι διατάξεις των άρθρων 313 έως 320 και 332 έως 334 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού δημοσιευθεισών αποφάσεων. Άρθρον 19 (19 εισ. ν. 44/67) 1.Διατηρούνται εν ισχύϊ αι ειδικαί διατάξεις περί διεξαγωγής εξωδίκου πραγματογνωμοσύνης ή δειγματοληψίας. 2.Αι κατά την § 1 γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή αι βάσει αυτών εκδιδόμεναι αποφάσεις διοικητικών αρχών ή συλλογικών οργάνων της διοικήσεως εκτιμώνται ελευθέρως υπό του δικαστηρίου, πάσα δε αντίθετος διάταξις καταργείται. Άρθρον 20 (20 εισ. ν. 44/67) Αι διατάξεις των άρθρων 393 και 394 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται επί δικαιοπραξιών αι οποίαι κατηρτίσθησαν μετά την εισαγωγήν αυτού. Άρθρον 21 (21 εισ. ν. 44/67) Αι διατάξεις των άρθρων 415 έως 420 και 421 έως 431 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών δικών. Διαδικαστικαί πράξεις περί αποδείξεως αι οποίαι εγένοντο κατά τας διατάξεις του προ της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. ισχύοντος δικαίου κρίνονται κατά το δίκαιον τούτο. Εάν προ της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. επεβλήθη δικαστικός όρκος, εφαρμόζονται αι διατάξεις του προϊσχύοντος δικαίου. Άρθρον 22 (22 εισ. ν. 44/67) 1.Αι διατάξεις των άρθρων 432 έως 449 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των από της εισαγωγής αυτού συντασσομένων εγγράφων. 2.Αι διατάξεις των άρθρων 450 έως 465 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού συντεταγμένων εγγράφων. Άρθρον 115 (116 α.ν. 44/67, 8 ν.δ. 958/71) "1.Η προ της δημοσίας συνεδριάσεως και η εκτός του ακροατηρίου διαδικασία είναι πάντοτε έγγραφος. "2.Στον πρώτο βαθμό, καθώς και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική, (εκτός από την περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 226".) Η παρ. 2, που είχε αντικατασταθεί από το Άρθρον 23 (23 εισ. ν. 44/67) 1.Αι μέχρι της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. κατά τας διατάξεις του νομ. διατάγματος της 9/16 Νοεμβρίου 1925 "περί εκδικάσεως των μικροδιαφορών κλπ.", ως τούτο εκυρώθη διά του νόμου 4204 του 1929, ασκηθείσαι αγωγαί και μήπω συζητηθείσαι δικάζονται κατά τας διατάξεις του Κ. Πολ. Δ. 2.Αι διατάξεις των άρθρων 473 έως 477 του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών δικών. 3.Αι διατάξεις των άρθρων 478 έως 494 του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών δικών. Άρθρον 24 (24 εισ. ν. 44/67) 1.Το παραδεκτόν των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτόν των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος της ασκήσεως κρίνονται κατά τον νόμον τον ισχύοντα κατά τον χρόνον της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Επί των ασκηθέντων κατά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. ενδίκων μέσων εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 12. 2.Αι διατάξεις των άρθρων 518 § 2, 545 § 5 και 564 § 3 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού εκδοθεισών αποφάσεων, αι δε υπ’ αυτών καθοριζόμεναι προθεσμίαι άρχονται από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος. Άρθρον 25 (25 εισ. ν. 44/67) 1.Αι διατάξεις των άρθρων 501, 502, 511 έως 517, 538 έως 543, 552 έως 562 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται επί των από της εισαγωγής αυτού εκδιδομένων αποφάσεων. 2.Αι διατάξεις των άρθρων 495 έως 500 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται επί των από της εισαγωγής αυτού ασκουμένων ενδίκων μέσων. 3.Αι διατάξεις των άρθρων 506 έως 510, 524 έως 537, 548 έως 551, 568 έως 582 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού ασκηθέντων ενδίκων μέσων. Άρθρον 26 (26 εισ. ν. 44/67) 1.Τα άρθρα 593 έως 597 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται επί των από της εισαγωγής αυτού ασκουμένων αγωγών. 2.Τα άρθρα 592, 598 έως 607 και 611 έως 613 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών δικών. Άρθρον 27 (27 εισ. ν. 44/67) Επιφυλασσομένων των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου δικάζονται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 593 έως 613 Κ. Πολ. Δ. και αι διαφοραί αι αφορώσαι τον χωρισμόν από τραπέζης και κοίτης. Άρθρον 28 (28 εισ. ν. 44/67) Τα άρθρα 614 έως 618 και 622 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των κατά την εισαγωγήν αυτού εκκρεμών δικών. Άρθρον 29 (29 εισ. ν. 44/67) 1.Εάν κατά διαταγής πληρωμής χρηματικής απαιτήσεως δεν ασκηθή εμπροθέσμως ανακοπή ή (Αντί της σελ. 147) Σελ. 147(α) Τεύχος 432-Σελ. 141 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 η ασκηθείσα ανακοπή απορριφθή τελεσιδίκως, η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλον προς εγγραφήν υποθήκης. 2.Εάν ενεγράφη προσημείωσις προς ασφάλειαν απαιτήσεως δια την οποίαν εξεδόθη διαταγή πληρωμής, μετατρέπεται αύτη εις υποθήκην, εφ’ όσον συντρέχουν αι προϋποθέσεις της § 1. Άρθρον 30 (30 εισ. ν. 44/67) Το β. διάταγμα της 29/31 Δεκεμβρίου 1953 «περί κωδικοποιήσεως των ισχυουσών διατάξεων του νομ. διατάγματος της 13/19 Σεπτεμβρίου 1925 «περί εκδικάσεως των εκ συναλλαγματικών και εμπορικών ή μη γραμματίων εις διαταγήν διαφορών», ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, καταργείται, αι κατά την εισαγωγήν όμως του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς, βάσει των διατάξεων αυτού, δίκαι, εξακολουθούν να δικάζωνται μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως κατά τα άρθρα 1 έως 15 του καταργουμένου β. διατάγματος. Άρθρον 31 (31 εισ. ν. 44/67) Το διάταγμα της 24/30 Δεκεμβρίου 1943 «περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του νόμου ΒΧΙΙ΄ του 1899 περί εξώσεως δυστροπούντων μισθωτών», ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, ως και πάσαι αι διατάξεις αι οποίαι αναφέρονται εις εφαρμογήν των διατάξεων αυτού καταργούνται, αι κατά την εισαγωγήν όμως του Κ.Πολ. Δ. βάσει των διατάξεων του διατάγματος εκκρεμείς δίκαι, μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως, εξακολουθούν να δικάζωνται κατά τα άρθρα 1 έως 9 του καταργουμένου διατάγματος. άρθρ. 2 Νόμ. 1478/1984 (ΦΕΚ Α' 145), αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από την παρ. 4 Άρθρον 32 (32 εισ. ν. 44/67) Το άρθρον 13 του νόμου 164 της 29/30 Οκτωβρίου 1946 «περί τροποποιήσεως διατάξεων της Πολ. Δικονομίας» καταργείται. Άρθρον 33 (33 εισ. ν. 44/67) Το άρθρον 11 του νόμου 3741 της 4/9 Ιανουαρίου 1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» καταργείται, αι μέχρι δε της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι, μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως, δικάζονται κατά τας διατάξεις του καταργουμένου άρθρου. Άρθρον 34 (34 εισ. ν. 44/67) 1.Η περίπτωσις 8 του άρθρου 2 του νόμου 4672 της 5/9 Μαΐου 1930 «περί ρυθμίσεως των αγοραπωλησιών καπνού» αντικαθίσταται ως εξής: «8.Πάντα άλλον όρον μη αντικείμενον εις τους προηγουμένους όρους». 2.Το άρθρον 6 του νόμου 4672/1930 καταργείται, αι μέχρι δε της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι, μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως, δικάζονται κατά τας διατάξεις του καταργουμένου άρθρου. Σελ. 148(α) Τεύχος 432-Σελ. 142 Άρθρον 35 (35 εισ. ν. 44/67) Τα άρθρα 27 έως 32 του νόμου 2475 της 24 Ιουλίου/17 Σεπτεμβρίου 1920 «περί μεταναστεύσεως και αποδημίας» καταργούνται, αι μέχρι δε της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι, μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως, δικάζονται κατά τας διατάξεις των καταργουμένων άρθρων. Άρθρον 36 (36 εισ. ν. 44/67, 70.5 ν.δ. 958/71). 1.Πάσαι αι διαφοραί αι οποίαι κατά τας διατάξεις του β. διατάγματος της 23/23 Σεπτεμβρίου 1948 «περί εκτελέσεως της § 2 του άρθρου 4 του ψηφίσματος ΚΗ΄/1947 «περί παροχής διευκολύνσεων δια την υπό ιδιωτών ανοικοδόμησιν», ως τούτο ετροποποιήθη, συνεπληρώθη και επεξετάθη, υπάγονται εις την αρμοδιότητα του προέδρου των πρωτοδικών κατά την διαδικασίαν του νόμου ΒΧΗ΄, από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. δικάζονται υπό του μονομελούς πρωτοδικείου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 647 έως 662 Κ. Πολ. Δ. διατηρουμένων εν ισχύϊ των ειδικών δικονομικών διατάξεων του β. διατάγματος, αρκεί δε πιθανολόγησις των πραγματικών ισχυρισμών. 2.Η § 4 του άρθρου 3 του εν § 1 β. διατάγματος καταργείται. 3.Αι κατά την § 6 του άρθρου 3 και την § 4 του άρθρου 9 του κατά την § 1 β. διατάγματος διαφοραί δικάζονται υπό του μονομελούς πρωτοδικείου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 647 έως 662 Κ. Πολ. Δ. διατηρουμένων εν ισχύϊ των ειδικών δικονομικών διατάξεων αυτών, αρκεί δε πιθανολόγησις των πραγματικών ισχυρισμών. Η απόφασις του μονομελούς πρωτοδικείου δεν υπόκειται εις τακτικόν ή έκτακτον ένδικον μέσον. 4.Η κατά την § 5 του άρθρου 3 του κατά την § 1 β. διατάγματος αναστολή εκτελέσεως χορηγείται υπό του μονομελούς πρωτοδικείου, τηρουμένων των εν αυτή ειδικών δικονομικών διατάξεων, κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. Κ. Πολ. Δ. 5.Αι κατά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι ενώπιον των κατά τας § § 1, 3 και 4 δικαστηρίων συνεχίζονται ενώπιον αυτών κατά τας μέχρι της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. διατάξεις. Άρθρον 37 (37 εισ. ν. 44/67) Το β. διάταγμα της 1/1 Αυγούστου 1920 «περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του νόμου ΓϠΟΔ΄ «περί εκδικάσεως των μεταξύ εργατών και εργοδοτών διαφορών κλπ.», ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, πάσαι αι διατάξεις αι οποίαι αναφέρονται εις εφαρμογήν των διατάξεων αυτού και εν γένει πάσαι αι διατάξεις αι οποίαι αναφέρονται εις την εκδίκασιν των εν άρθρω 663 του Κ. Πολ. Δ. διαφορών καταργούνται, αι κατά την εισαγωγήν όμως του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι, μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως, δικάζονται κατά τας καταργουμένας διατάξεις. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 38 (38 εισ. ν. 44/67) Πάσαι αι διατάξεις αι οποίαι αναφέρονται εις την εκδίκασιν των εν άρθρω 677 του Κ. Πολ. Δ. διαφορών καταργούνται, αι κατά την εισαγωγήν όμως του Κ. Πολ. Δ. εκκρεμείς δίκαι, μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως, δικάζονται κατά τας καταργουμένας διατάξεις. Άρθρον 39 (39 εισ. ν. 44/67, 70.6 ν.δ. 958/71) Καταργούνται από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. πάσαι αι περί προφυλακτικών, προσωρινών ή συντηρητικών μέτρων διατάξεις του προϊσχύσαντος δικαίου. Κατ’ εξαίρεσιν, διατηρείται η ισχύς των διατάξεων περί διορισμού προσωρινού επιτρόπου ή κηδεμόνος (ως και αι των άρθρων 24 έως 31 του Νόμου ΨΜΒ/1862 περί συστάσεως φρενοκομείων). Ο Νόμ. ΨΜΒ΄ κατηργήθη διά του Ν. Δ. 104/1973 (τόμ. 34 σελ. 195α). Άρθρον 40 (40 εισ. ν. 44/67) Η μεταρρύθμισις ή η ανάκλησις ασφαλιστικών μέτρων τα οποία ελήφθησαν ή διετάχθησαν κατά τας διατάξεις του μέχρι της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. δικαίου γίνεται εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 682 επ. Κ. Πολ. Δ. Εάν το διατάξαν ασφαλιστικά μέτρα δικαστήριον είναι ο πρόεδρος πρωτοδικών, αρμόδιον δια την μεταρρύθμισιν ή ανάκλησιν αυτών είναι το μονομελές πρωτοδικείον. άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65 (κατωτ. αριθ. 26). Οι μέσα σε () λέξεις και αριθμοί διαγράφηκαν με την παρ.2 άρθρ.1 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. 3.Οι διάδικοι, ενώπιον του Ειρηνοδικείου δικαιούνται, ενώπιον δε των άλλων δικαστηρίων υποχρεούνται να υποβάλλουν προτάσεις. 4.Επί δυσχερών υποθέσων ο Ειρηνοδίκης δύναται να υποχρεώση τους διαδίκους εις υποβολήν προτάσεων. Εις την περίπτωσιν του άρθρ. 242 παρ. 2 η υποβολή προτάσεων είναι υποχρεωτική". Το άρθρ. 115 αντικατεστάθη ως άνω δια του Άρθρον 41 (41 εισ. ν. 44/67, 70.7 ν.δ. 958/71) Αι διατάξεις του Κ. Πολ. Δ. περί υποθήκης εφαρμόζονται και επί προσημειώσεως, πλην αν ορίζεται άλλως. Το αυτό ισχύει και ως προς τας διατάξεις του Νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Άρθρον 42 (42 εισ. ν. 44/67) Πάσα εκ μέρους των διαδίκων παραβίασις των αποφάσεων των διατασσουσών ασφαλιστικά μέτρα δια την προσωρινήν ρύθμισιν της νομής ή κατοχής, ανεξαρτήτως των άλλων αυτής συνεπειών, τιμωρείται και με την ποινήν του άρθρου 169 Ποιν. Κ. Άρθρον 43 (43 εισ. ν. 44/67) Η κατά το άρθρον 61 Εισ. Νόμ. Α.Κ. αίτησις εξαγοράς δικάζεται από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. υπό του μονομελούς πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 682 επ. Κ. Πολ. Δ. Άρθρον 44 (44 εισ. ν. 44/67, 70.8 ν.δ. 958/71) 1.Αι περί πτωχεύσεως υποθέσεις αι δικαζόμεναι κατά την προϊσχύσασαν Πολ. Δικ. κατά την επ’ αναφορά διαδικασίαν, υπάγονται εις την αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και δικάζονται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 741 επ. 2.Αι διατάξεις των § § 2 και 3 του άρθρου 764 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και εις τον πρώτον βαθμόν. Άρθρον 45 (45 εισ. ν. 44/67) Αι διατάξεις των άρθρων 84 έως 86 του νόμου 5325 της 9/16 Μαρτίου 1932 "περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν", των άρθρων 64 έως 66 του νόμου 5960 της 23/23 Δεκεμβρίου 1933 "περί επιταγής" και των άρθρων 81 έως 86 του νομ. διατάγματος της 17 Ιουλίου / 13 Αυγούστου 1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" καταργούνται από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ., εφαρμοζομένης επί απωλείας ή καταστροφής τίτλου εις διαταγήν της διαδικασίας των άρθρων 843 έως 860. Άρθρον 46 (46 εισ. ν. 44/67) Διατηρούνται εν ισχύϊ αι περί διαιτησίας διαφορών ιδιωτικού δικαίου διατάξεις των δια νόμου κεκυρωμένων συμβάσεων, ως και των τροποποιούντων ή συμπληρούντων αυτάς νόμων. Εις τας μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος αρχομένας διαιτησίας εφαρμόζονται τα άρθρα 867 επ. Κ. Πολ. Δ., εφ' όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις της συμβάσεως ή των τροποποιούντων ή συμπληρούντων αυτήν νόμων. Άρθρον 47 (47 εισ. ν. 44/67) 1.Τα άρθρα 867 έως 885 Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού συνομολογηθεισών συμφωνιών διαιτησίας, εφ' όσον δεν παρήλθε, κατά τας διατάξεις του προ της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. ισχύοντος δικαίου, η προθεσμία ισχύος των συμφωνιών διαιτησίας ή εκδόσεως των διαιτητικών αποφάσεων. 2.Τα άρθρα 886 έως 891 του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται επί των μετά την εισαγωγήν αυτού αρχομένων διαιτητικών διαδικασιών. 3.Τα άρθρα 892 έως 900 του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται επί των μετά την εισαγωγήν αυτού συντασσομένων και υπογραφομένων διαιτητικών αποφάσεων. Άρθρον 48 (48 εισ. ν. 44/67) Καταργούνται αι περί διαιτησίας των επιμελητηρίων διατάξεις, ως και πάσα άλλη περί εκουσίας διαιτησίας διάταξις. Εάν κατά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. έχη αρχίσει η διαιτητική διαδικασία, συνεχίζεται συμφώνως προς τας καταργουμένας διατάξεις. Άρθρον 49 (49 α.ν. 44/67) 1.Η συνομολόγησις συμφωνίας περί διαιτησίας υπό του Δημοσίου δύναται να γίνη μόνον εγγράφως κατόπιν γνωμοδοτήσεως της ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου και αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών και του αρμοδίου Υπουργού. Κατά τον αυτόν τρόπον γίνεται και ο ορισμός υπό του Δημοσίου των διαιτητών αυτού. 2.Αι προθεσμίαι των άρθρων 873 έως 876 του Κ. Πολ. Δ. είναι ενός μηνός, προκειμένου περί συμφωνιών διαιτησίας συνομολογηθεισών υπό του Δημοσίου. άρθρ. 1 του Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρον 50 (50 εισ. ν. 44/67, 70.9 και 10 ν.δ. 958/71) 1.Αι διατάξεις του Κ. Πολ. Δ. περί ανα(Αντί για τη σελ. 149) Σελ. 149(α) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 γκαστικής εκτελέσεως εφαρμόζονται επί των εκτελέσεων αίτινες άρχονται από της εισαγωγής αυτού. Η αναγκαστική εκτέλεσις θεωρείται αρξαμένη αφ' ης εγένετο επίδοσις της επιταγής προς τον καθ' ου η εκτέλεσις. 2.Αι διατάξεις των άρθρων 1000 και 1009 έως 1012 του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των ήδη προ της εισαγωγής αυτού αρξαμένων εκτελέσεων. Αι διατάξεις των άρθρων 1034 έως 1046 του Κ. Πολ. Δ. εφαρμόζονται και επί των προ της εισαγωγής αυτού επιβληθεισών αναγκαστικών διαχειρίσεων. 3.Η κατά τα άρθρα 972 § 1 και 999 § 4 Κ. Πολ. Δικ. προθεσμία αναγγελίας ισχύει και ως προς την αναγγελίαν του Δημοσίυ, μη εφαρμοζομένης ως προς τούτο της διατάξεως του άρθρου 10 του Κ. Δ)τος της 26 Ιουνίου, 10 Ιουλίου 1944 "περί κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου. Άρθρον 51 (51 εισ. ν. 44/67) Από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. καταργούνται 1)αι διατάξεις νόμων αι προβλέπουσαι την προσωπικήν κράτησιν ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως κατά την Πολιτικήν Δικονομίαν προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων, διατηρουμένων εν ισχύϊ των διατάξεων περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, 2)αι διατάξεις νόμων αι ορίζουσαι ότι τα δι' αυτών προβλεπόμενα προνόμια κατισχύουν του προνομίου των εξόδων της αναγκαστικής εκτελέσεως, 3)αι διατάξεις νόμων αι αποκλείουσαι την προσωρινήν εκτέλεσιν κατά νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ως και αι διατάξεις αι ορίζουσαι ότι η προθεσμία ή η άσκησις αναιρέσεως έχει αποτέλεσμα ανασταλτικόν της αναγκαστικής εκτελέσεως, 4)αι διατάξεις νόμων αι επιβάλλουσαι άδειαν του δικαστηρίου δια την επιβολήν κατασχέσεως εις χείρας τρίτου παρ' όλον ότι ο δανειστής κέκτηται τίτλον εκτελεστόν, 5)αι διατάξεις του άρθρου 19 του α. νόμου 2514 της 24 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου 1940 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί μεταλλείων διατάξεων", 6)αι διατάξεις του α. νόμου 1519 της 17/19 Δεκεμβρίου 1938 "περί αναγκαστικής εκτελέσεως και συντηρητικών μέτρων επί περιουσίας αλλοδαπών κρατών". Άρθρον 52 (52 εισ. ν. 44/67, 70.11 και 12 ν.δ. 958/71). Διατηρούνται εν ισχύϊ 1)αι διατάξεις του άρθρου 79 του νομ. διατάγματος της 31 Δεκεμβρίου 1923 "περί του καταστατικού νόμου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος", 2)αι διατάξεις των άρθρων 45 έως 57 του νομ. διατάγματος 3077 της 6/11 Οκτωβρίου 1954 "περί γενικών αποθηκών", 3)αι διατάξεις του νομ. διατάγματος της 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" αι αφορώσαι την αναγκαστικήν εκτέλεσιν προς ικανοποίησιν Σελ. 150(α) απαιτήσεων ασφαλιζομένων δι' ενεχύρου ή υποθήκης, πλην των διατάξεων των άρθρων 60, 63, 92 και 94 αι οποίαι καταργούνται από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ., 4)αι διατάξεις του νόμου 4332 της 10/16 Αυγούστου 1929 "περί κυρώσεως της μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος συμβάσεως κλπ.", ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, αι αφορώσαι την αναγκαστικήν εκτέλεσιν προς ικανοποίησιν απαιτήσεων της Αγροτικής Τραπέζης, 5)αι διατάξεις αι αφορώσαι την αναγκαστικήν εκτέλεσιν του νομ. διατάγματος 1038 της 10/17 Αυγούστου 1949 "περί κυρώσεως της από 12 Νοεμβρίου 1948 και της τροποποιητικής και συμπληρωματικής ταύτης από 15 Απριλίου 1949 συμβάσεως δια γεωργικά και βιομηχανικά δάνεια και περί ειδικών επί των εν λόγω δανείων διατάξεων" κυρωθέντος διά του νομ. διατάγματος 1198 της 9/19 Οκτωβρίου 1949, ως ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησαν δια των διατάξεων του νομ. διατάγματος 2688 της 31 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου 1953 και των διατάξεων του νομ. διατάγματος 2941 της 31 Ιουλίου/9 Αυγούστου 1954 "περί κυρώσεως των υπ' αριθμ. 2/29.3.1952, υπ' αριθ. 3/15.9.1952 και υπ' αριθ. 4/18.6.1954 τροποποιητικών και συμπληρωματικών συμβάσεων δια γεωργικά και βιομηχανικά δάνεια κλπ.", 6)αι διατάξεις του νομ. διατάγματος 3441 της 12/12 Νοεμβρίου 1955 "περί επεκτάσεως επί του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως των διατάξεων του νομ. διατάγματος "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", 7)αι διατάξεις νόμων αι προβλέπουσαι την διαδικασίαν της συντηρητικής ή αναγκαστικής κατασχέσεως καπνού, 8)αι διατάξεις του άρθρου 15 του β. διατάγματος της 24 Ιουλίου/25 Αυγούστου 1920 "περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων", 9)αι διατάξεις νόμων αι προβλέπουσαι το ακατάσχετον επιδομάτων ή βοηθημάτων χορηγουμένων προς επαγγελματίας ή δεόμενα βοηθείας πρόσωπα, 10)αι διατάξεις νόμων αι προβλέπουσαι την κατάσχεσιν και τον πλειστηριασμόν ή το ακατάσχετον αρχαιολογικών αντικειμένων, ιστορικών κειμηλίων και κτημάτων διατηρουμένων εξ ιστορικών ή άλλων λόγων, 11)αι διατάξεις νόμων αι προβλέπουσαι τας προϋποθέσεις υφ' ας είναι δυνατή η κατάσχεσις των απαιτήσεων εργολάβων, 12)αι διατάξεις νόμων αι προβλέπουσαι το ακατάσχετον της επί ειδικώ σκοπώ εγγυοδοσίας, 13)αι διατάξεις του άρθρου 9 του νόμου 1023 "περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως", κωδικοποιηθέντος διά του β. διατάγματος της 8/10 Οκτωβρίου 1920, 14)αι διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου 3632 της 17/26 Ιουλίου 1928 "περί χρηματιστηρίων αξιών", 15)αι διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου 841/1948 "περί ταχυδρομικών δεμάτων", 16)αι διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ. 4114/1960 "περί Κώδικος περί του Ταμείου Νομι10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας κών" αι αφορώσαι την δημοσίευσιν προγράμματος πλειστηριασμού διεξαγομένου εν τη περιφερεία του τέως δήμου Αθηναίων, αίτινες εφαρμόζονται επί παντός πλειστηριασμού διεξαγομένου εν τη περιφερεία της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, 17)αι διατάξεις του άρθρου 8 του διατ. της 24/30 Δεκεμβρίου 1943 "περί κωδικ. των διατάξεων του ν. ΒΧΗ΄/1899 "περί εξώσεως των δυστροπούντων μισθωτών", ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, όσον αφορά την αναγκαστικήν εκτέλεσιν των αποφάσεων αι οποίαι εξεδόθησαν επί εκκρεμών κατά την εισαγωγήν του Κ. Πολ. Δ. δικών, 18)αι διατάξεις των άρθρων 22 Ν. 3693/1957, 19 Α.Ν. 1715/1951, 8 και 22 Α.Ν. 1539/1938 και 125 και 126 Α.Ν. 2039/1939, 19)νόμος 4112/1929, 20)ειδικαί διατάξεις επιτρέπουσαι την κατάσχεσιν και εκχώρησιν μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών παροχών, 21)διατάγματα καθορίζονται τον συνήθη τόπον πλειστηριασμού, του Υπουργού Δικαιοσύνης εξουσιοδοτημένου προς τροποποίησιν και έκδοσιν τοιούτων εν τω μέλλοντι, 22)αι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.Δ)τος 4001/1959. Άρθρον 53 (53 εισ. ν. 44/67, 70.13 ν.δ. 958/71). Τα άρθρα 105 § 2, 205, 521, 539, 1275, 1310, 1377, 1473 και 1889 Α.Κ., ως και τα άρθρα 126 και 127 του Εισαγ. Ν. Α. Κ. καταργούνται. Άρθρον 54 (54 εισ. ν. 44/67, 70.15 ν.δ. 958/71) (Αντικαθίσταται το άρθρ. 2025 του Αστ. Κώδικος, τόμ. 7 σελ. 191). Άρθρον 55 (55 εισ. ν. 44/67) (Αντικαθίσταται το άρθρ. 606 Αστ. Κώδικος, τόμ. 7 σελ. 65). Άρθρον 56 (56 εισ. ν. 44/67) (Αντικαθίστανται τα άρθρ. 1274, 1323 και 1330 Αστ. Κώδικος τόμ. 7 σελ. 122 και 126). Άρθρον 57 (57 εισ. ν. 44/67) (Αντικαθίστανται η παρ. 2 άρθρ. 1502, η γ΄ φράσις του άρθρ. 1503 και τα άρθρ. 1506 και 1552 και προστίθεται παρ. 7 εις το άρθρ. 1647 του Αστ. Κώδικος, τόμ. 7 σελ. 141,145 και 153). Άρθρον 58 (58 εισ. ν. 44/67, 70.16 ν.δ. 958/71) Τα άρθρα 210, 212, 213, 215, 216, 217 και 218 του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου καταργούνται. Άρθρον 59 (59 εισ. ν. 44/67, 70.17 ν.δ. 958/71) 1.Το άρθρον 65 του νόμου 5017 της 11/13 Ιουνίου 1931 "περί πολιτικής αεροπορίας" καταργείται. 2.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 66 Νόμ. 5017/1931 τόμ. 38Α σελ. 536). Άρθρον 116 (117 α.ν. 44/67) Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνας των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενεργείας αγούσας προφανώς εις παρέλκυσιν της δίκης, να εκθέτουν δε τα εις την υπόθεσιν αναγόμενα πραγματικά γεγονότα ως ακριβώς γνωρίζουν ταύτα, πλήρως και συμφώνως προς την αλήθειαν, αποφεύγοντες διφορουμένας και ασαφείς εκφράσεις. KEΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄ Εκθέσεις. Άρθρον 60 (60 εισ. ν. 44/67) 1.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 50 του Νόμ. 602/1915 περί συνεταιρισμών, τόμ. 14 σελ. 172). 2.Αι αποφάσεις των ειρηνοδικείων αι αφορώσαι εκλογήν μελών διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου συνεταιρισμών ή αντιπροσώπων δεν υπόκεινται εις ένδικα μέσα. Άρθρον 61 (61 εισ. ν. 44/67, 70.18 ν.δ. 958/71) (Αντικαθίστανται αι παρ. 2 έως 4 και 7 του άρθρ. 6 του Νόμ. 5367/1932 περί εκτελέσεως δημοσίων έργων, τόμ. 23 σελ. 94). Άρθρον 62 (62 εισ. ν. 44/67) (Αντικαθίσταται το εδάφ. ΙΙ της παρ. 1 του άρθρ. 89 του Π.Δ. 18/21 Ιουλ. 1931 περί οργανώσεως της κεντρικής κλπ. υπηρεσίας του Υπ. Εξωτερικών, τόμ. 40 σελ. 56). Άρθρον 63 (63 εισ. ν. 44/67) 1.Το Δημόσιον δύναται να ζητήση την κατά την § 3 του άρθρου 7 του β. διατάγματος της 29/30 Απριλίου 1953 "περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων" αποβολήν κατά την διαδικασίαν των άρθρων 682 επ. Κ. Πολ. Δ. 2.Η κατά τα άρθρα 10 έως 16 του αυτού β. διατάγματος διαδικασία προσδιορισμού προσωρινής τιμής μονάδος ή εκδόσεως προσωρινής διατάξεως, δια τον προσδιορισμόν της αναλογούσης αποζημιώσεως εις την καταληφθησομένην υπό του υπέρ ου η απαλλοτρίωσις έκτασιν, ως και η κατά τα άρθρα 31 έως 33 του αυτού β. διατάγματος διαδικασία δικαστικής αναγνωρίσεως των δικαιούχων γίνονται από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 682 επ. Κ. Πολ. Δ., διατηρουμένων εν ισχύϊ των λοιπών δικονομικών διατάξεων των άρθρων αυτών. 3-6.(Αντικαθίστανται αι παρ. 2 και 3 και η πρώτη φράσις της παρ. 4 και τροποποιείται η παρ. 5 του άρθρ. 16 του αυτού Δ/τος, τόμ. 10Α σελ. 232). 7-10.(Αντικαθίστανται η παρ. 1 του άρθρ. 17 και η παρ. 1 του άρθρ. 23 και καταργούνται τα άρθρ. 18 έως 20 και 21 του αυτού Δ/τος). 11.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 7 Ν.Δ. 3979/1959, τόμ. 10Α σελ. 248,06). 12.Από της εισαγωγής του Κ. Πολ. Δ. εις τας διατάξεις του β. διατάγματος της 29/30 Απριλίου 1953 "περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων" και του νόμου 3979 της 13/18 Σεπτεμβρίου 1959 "περί τροποποιήσεως ενίων διατάξεων του α. νόμου 1731/1939 "περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων", όπου προκειμένου περί προσδιορισμού της προσωρινής τιμής μονάδος γίνεται μνεία του προέ(Αντί για τη σελ. 151(β) Σελ. 151(γ) Τεύχος Ι-32 Σελ. 65 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 δρου πρωτοδικών, νοείται αντ' αυτού το μονομελές πρωτοδικείον και όπου προκειμένου περί οριστικού προσδιορισμού τιμής μονάδος γίνεται μνεία του πρωτοδικείου, νοείται αντ' αυτού το πολυμελές πρωτοδικείον. Άρθρ.64.-1-3.(Καταργήθηκαν από την περίπτ. στ΄ άρθρ. 113 Νόμ. 1756/24-26 Φεβρ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 35), τόμ. 6 σελ. 109). "4.Το εφετείον συγκροτείται εκ τριών δικαστών, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου και εκ του γραμματέως, πλην των περιπτώσεων εκδικάσεως των κατά το άρθρ. 17 του Ν.Δ. 1266/1972 "περί εκτελέσεως των Δημοσίων Έργων" διαφορών, επί των οποίων το εφετείον συγκροτείται εκ πέντε δικαστών". Η παρ. 4 αντικατεστάθη ως άνω διά του άρθρ. 7 Νόμ. 733/1977 (κατωτ. αριθ. 6). 5.(Καταργήθηκε από την περίπτ. στ΄ άρθρ. 113 Νόμ. 1756/24-26 Φεβρ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 35), τόμ. 6 σελ. 109). Άρθρον 65 (71 ν.δ. 958/71) Αι συνταχθείσαι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου ενώπιον της γραμματείας του ειρηνοδικείου εκθέσεις περί διορισμού ή ανακλήσεως ή αντικαταστάσεως ή παραιτήσεως αντικλήτου και τα περί των εκθέσεων τούτων τηρηθέντα αλφαβητικά κατ' επώνυμα ευρετήρια αποστέλλονται αμελητί παρά της γραμματείας του ειρηνοδικείου εις την γραμματείαν του πρωτοδικείου, εις ο τούτο υπάγεται και καταχωρίζονται παρά της τελευταίας ταύτης, άμα τη λήψει των, εις το παρ' αυτής τηρούμενον ίδιον αλφαβητικόν κατ' επώνυμα βιβλίον. Άρθρον 66 (71 ν.δ. 958/71) Εν καθυστερήσει του μισθώματος εκ δυστροπίας, δικαιούται ο εκμισθωτής να ζητήση την απόδοσιν του μισθίου διαρκούσης της μισθώσεως και αν δεν κατήγγειλε ταύτην κατά το άρθρον 597 Α.Κ. Η άσκησις της αγωγής δεν επέχει εν προκειμένω ισχύν καταγγελίας της συμβάσεως. Άρθρον 117 (118 α.ν. 44/67) Ουσιώδη προαπαιτούμενα πάσης εκθέσεως είναι 1)να συντάσσεται κατά την επιχείρησιν της πράξεως επί παρουσία των πραττόντων, 2)να αναφέρη τον τόπον και τον χρόνον της επιχειρήσεως της πράξεως, το όνομα, το επώνυμον, το όνομα πατρός και την κατοικίαν εκάστου των παρευρισκομένων προσώπων, 3)να αναγινώσκεται εις τους παρόντας διαδίκους και εις τα λοιπά συμπράττοντα πρόσωπα και να επιβεβαιούται υπ' αυτών, 4)να υπογράφεται υπό του συντάσσοντος αυτήν δικαστού ή δικαστικού υπαλλήλου, υπό του συμπράττοντος γραμματέως και των παρόντων διαδίκων και λοιπών συμπραττόντων προσώπων ή να γίνεται μνεία της αρνήσεως ή της αδυναμίας αυτών να υπογράψουν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄ Δικόγραφα. Άρθρον 67 (71 ν.δ. 958/71) Επί των εμπροθέσμως ασκηθεισών ανακοπών κατ' ερήμην αποφάσεων, εφ' ων δεν έχει εκδοθή μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου απόφασις, ως και των εφεξής ασκηθησομένων, εφαρμόζεται το άρθρον 501 του Κώδ. Πολ. Δικ. ως τροποποιείται. Σελ. 152(γ) Τεύχος 1-32 Σελ. 66 Άρθρον 68 (71 ν.δ. 958/71) Διαδικαστικαί εν γένει πράξεις ενεργηθείσαι επί υποθέσεων εκκρεμών την 16 Σεπτεμβρίου 1968, είναι ισχυραί είτε εφηρμόσθησαν αι διατάξεις του Κώδ. Πολ. Δικ. είτε αι διατάξεις της προϊσχυσάσης Πολιτικής Δικονομίας. Επί των υποθέσεων τούτων η διαδικασία διεξάγεται εφεξής κατά τας διατάξεις του Κώδ. Πολ. Δικ., πλην αν άλλως ορίζεται εν τω εισαγωγικώ τούτω νόμω. Άρθρον 69 (71 ν.δ. 958/71) 1.Εκκρεμείς υποθέσεις μη συζητηθείσαι εκδικάζονται κατά τας διατάξεις του Κώδ. Πολ. Δικ., ως αύται τροποποιούνται. Το δικαστήριον ενώπιον του οποίου εκκρεμούν αύται, δι' αποφάσεώς του εκδιδομένης κατά την ημέραν της ορισθείσης δικασίμου, διατάσσει την εις το πινάκιον του αρμοδίου δικαστηρίου, δι' ετέραν δικάσιμον, εγγραφήν, επέχουσαν θέσιν κλητεύσεως δια τους αντιμωλία ή νομίμως ερήμην δικαζομένους διαδίκους. Πας διάδικος δύναται προ της εκδόσεως τοιαύτης αποφάσεως να φέρη προς συζήτησιν την υπόθεσιν δια κλήσεως. 2.Αι συζητηθείσαι ενώπιον του κατά το άρθρον 296 Κ. Πολ. Δ. εισηγητού υποθέσεις, είτε εξεδόθη απόφασις μη οριστική είτε δεν εξεδόθη, εξακολουθούν να δικάζωνται κατά τον Κώδ. Πολ. Δικ. ως ίσχυε προ της τροποποιήσεώς του. Ο πρόεδρος των πρωτοδικών δύναται, διαρκούσης της αποδεικτικής διαδικασίας, εάν συντρέχη σπουδαίος λόγος, να ορίση έτερον δικαστήν ως αντικαταστάτην του εισηγητού. Μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας η υπόθεσις εισάγεται προς συζήτησιν διά κλήσεως ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου, εις την σύνθεσιν του οποίου μετέχει ει δυνατόν ο ανωτέρω εισηγητής. Το άρθρον 297 § § 1 και 2 του Κώδ. Πολ. Δικ. δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω. Αι εν παρ. 2 παραπομπαί 296, 297.1 και 2 αναφέρονται εις την παλαιάν αρίθμισιν του Κώδικος, ήτοι εις τα καταργηθέντα άρθρ. 296 και 297. 3.Ανακοπαί ερημοδικίας, τριτανακοπαί και αναψηλαφήσεις κατά των εκδοθεισών ή εκδοθησομένων αποφάσεων του εισηγητού δικαστού εισάγονται εφεξής προς συζήτησιν ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρ.70.-(70,71 Ν.Δ. 958/71).-Εκκρεμείς περί πτωχεύσεως υποθέσεις ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, εφ ων δεν εγένετο συζήτησις, εισάγονται ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου δια κλήσεως προς συζήτησιν, εφαρμοζομένης της Διατάξεως του άρθρ. 69 παρ. εδάφιον δεύτερον και τρίτον του παρόντος Εισαγ. Ν. Κ. Πολ. Δικ. Αι συζητηθείσαι υποθέσεις εξακολουθούν υπαγόμεναι εις το μονομελές πρωτοδικείον μέχρι εκδόσεως παρ' αυτού οριστικής αποφάσεως. "Άρθρ.1.-Στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά το Νόμ. ΓΠΟΗ/1912 (ΦΕΚ 3 Α΄), όπως ήδη ισχύει, δικαστικό ένσημο, για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε και καθ' ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής". Το άρθρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 17, του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67) κατωτ. αριθ. 28. Άρθρ.72.-(Καταργήθηκε από την περίπτ. στ΄ άρθρ. 113 Νόμ. 1756/24-26 Φεβρ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 35), τόμ. 6 σελ. 109). Άρθρ.73.-"1.Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητού, δικαστικού γραμματέως και δικαστικού επιμελητού υπάγεται εις το κατά τας διατάξεις του Κ. Πολ. Δ. κατά τόπον αρμόδιον πολυμελές Πρωτοδικείον, δικάζον κατά την τακτικήν διαδικασίαν". Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω διά του άρθρ. 22 Νόμ. 693/1977 (τόμ. 10Α σελ. 207). 2.Η αγωγή, συντασσομένη κατά τα άρθρ. 118 και 216 εδάφ. 1 του Κώδικος Πολ. Δικονομίας πρέπει να περιέχη επί ποινή ακυρότητος α)πάντας τους λόγους εφ' ων ο ενάγων στηρίζει την περί κακοδικίας αγωγήν και β)ακριβή αναγραφήν πάντων των προς απόδειξιν των λόγων επικαλουμένων αποδεικτικών μέσων. 3.Εις την αγωγήν επισυνάπτονται επί ποινή απαραδέκτου: α)τα προς υποστήριξιν των λόγων της αγωγής επικαλούμενα αποδεικτικά έγγραφα εν πρωτοτύποις ή κεκυρωμένοις αντιγράφοις, β)ειδικόν πληρεξούσιον προς τον υπογράφοντα την αγωγήν δικηγόρον. 4.Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνον εάν στηρίζεται εις δόλον ή βαρείαν αμέλειαν ή αρνησιδικίαν και εφ' όσον εκ των τοιούτων πράξεων ή παραλείψεων προέκυψε ζημία εις τον ενάγοντα. 5.Δεν χωρεί αγωγή κακοδικίας μετά πάροδον έξ μηνών από της επικαλουμένης παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως. 6.Απορριπτομένης της αγωγής κακοδικίας δι' οιονδήποτε λόγον δεν επιτρέπεται η έγερσις νέας ως προς την αυτήν υπόθεσιν διά τους αυτούς ή ετέρους λόγους και ο ενάγων καταδικάζεται εις την πληρωμήν των εξόδων, δύναται δε να καταδικασθή και εις χρηματικήν ποινήν κατά το άρθρ. 205 του Κώδ. Πολ. Δικ. Άρθρ.74.-(Ακροτελεύτιον Α.Ν. 44/67, 72 Ν.Δ. 958/71). -Η ισχύς του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου άρχεται από 16ης Σεπτ. 1968. Άρθρ.75.-(73 Ν.Δ. 958/71). -Δια Β.Δ/τος εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης θέλουσι κωδικοποιηθή εις ενιαίον κείμενον αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου, ως νυν ισχύουν αύται και ως τροποποιούνται και συμπληρούνται υπό του παρόντος, μεταβαλλομένης και της αριθμήσεως των άρθρων αυτών. Άρθρον 118 (119 α.ν. 44/67) Τα παρά τινος διαδίκου προς έτερον επιδιδόμενα ή εις το δικαστήριον υποβαλλόμενα δικόγραφα πρέπει να αναφέρουν 1)το δικαστήριον ή τον δικαστήν ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δίκη ή η διαδικαστική πράξις, 2)το είδος του δικογράφου, 3)το όνομα, το επώνυμον, το όνομα πατρός και την κατοικίαν εκάστου των διαδίκων και των νομίμων αντιπροσώπων των, επί νομικών δε προσώπων την επωνυμίαν και την έδραν αυτών, 4)το αντικείμενον του δικογράφου κατά τρόπον σαφή, ωρισμένον και ευσύνοπτον και 5)την χρονολογίαν και την υπογραφήν του διαδίκου ή του νομίμου αντριπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξουσίου του, οσάκις δε είναι υποχρεωτική η δια δικηγόρου παράστασις, την υπογραφήν αυτού. Άρθρ.76.-(74 Ν.Δ. 958/71).-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από 1 Οκτ. 1971, πλην της παρ. 7 του άρθρ. 53, των παρ. 3 και 4 του άρθρ. 63 και των άρθρ. 69 και 73 αυτού, των οποίων η ισχύς άρχεται από 16 Σεπτ. 1971. Άρθρον 119 (120 α.ν. 44/67, 9 ν.δ. 958/71) 1.Τα δικόγραφα της αγωγής, της ανακοπής ερημοδικίας, της εφέσεως, της αναιρέσεως, της αναψηλαφίσεως, της τριτανακοπής, της ανακοπής κατ' εξωδίκων και δικαστικών πράξεων, της κυρίας και προσθέτου παρεμβάσεως, της ανακοινώσεως και της προσεπικλήσεως πρέπει να περιέχουν, πλην των εν άρθρω 118 αναφερομένων, και ακριβή καθορισμόν της διευθύνσεως και ιδία την οδόν και τον αριθμόν της οικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος του ενεργούντος την διαδικαστικήν πράξιν διαδίκου, του νομίμου αντιπροσώπου του και του δικαστικού πληρεξουσίου του. 2.Η διάταξις της § 1 εφαρμόζεται και εις το δικόγραφον της δηλώσεως περί εκουσίας επαναλήψεως δίκης και εις τας το πρώτον ενώπιον εκάστου δικαστηρίου υποβαλλομένας προτάσεις, εφ' όσον ο διάδικος δεν εκοινοποίησε δικόγραφον εκ των εις την § 1 αναφερομένων. 3.Πάσα μεταβολή της διευθύνσεως πρέπει να γνωστοποιήται δια των διαμειβομένων δικογράφων ή δια των προτάσεων ή δι' αυτοτελούς δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματείαν του δικαστηρίου παρά τω οποίω εκκρεμεί η υπόθεσις, τιθεμένου εις την δικογραφίαν και κοινοποιουμένου προς τον αντίδικον. Άρθρον 120 (121 α.ν. 44/67) Η εις την κατά το άρθρον 119 αναφερομένην διεύθυνσιν της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος επίδοσις εγγράφου αφορώντος την εκκρεμή δίκην, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής αποφάσεως, είναι έγκυρος και εάν ο προς ον αύτη δεν είχεν ή δεν έχει πλέον αυτόθι την κατοικίαν ή το γραφείον ή το κατάστημα. Άρθρ.11.(11 Α.Ν. 44/67).-Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς προσδιορίζεται: 1)επί νομής και κυριότητος, εκ της αξίας του πράγματος, επί ψιλής δε κυριότητος, εκ του ημίσεος της αξίας του πράγματος, 2)επί ενεχύρου, υποθήκης, εγγυήσεως και πάσης άλλης ασφαλείας, εκ της αξίας της ασφαλιζομένης απαιτήσεως, πλην αν το προς ασφάλειαν δοθέν πράγμα έχη μικροτέραν αξίαν, ότε λαμβάνεται αύτη υπ' όψιν, 3)επί πραγματικής δουλείας, εκ της αξίας την οποίαν η δουλεία κέκτηται δια το δεσπόζον κτήμα, πλην αν το ποσόν καθ' ο δια της δουλείας μειούται η αξία του δουλεύοντος κτήματος είναι μεγαλύτερον, ότε λαμβάνεται τούτο υπ' όψιν, 4)επί προσωπικής δουλείας, εκ του ημίσεος της αξίας του κτήματος, 5)επί διανομής, εκ της αξίας του διανεμητέου αντικειμένου, 6)επί διαφορών αφορωσών την ύπαρξιν, διάρκειαν, εκτέλεσιν ή ακυρότητα συμβάσεως μισθώσεως, εκ του μισθώματος ενός έτους, πλην αν ο χρόνος της μισθώσεως είναι μικρότερος, ότε λαμβάνεται υπ' όψιν το ποσόν του μισθώματος του χρόνου τούτου, 7)επί εννόμων σχέσεων εκ των οποίων πηγάζουν περιοδικαί παροχαί, εκ της αξίας της ετησίας παροχής, και δη εις το δεκαπλάσιον της ετησίας παροχής, εάν η επέλευσις του γεγονότος εκ του οποίου ήρτηται η παύσις αυτής είναι βεβαία αβέβαιος όμως ο χρόνος ταύτης, εις το εικοσαπλάσιον δε της ετησίας παροχής επί απεριορίστου διαρκείας ταύτης. Επί ωρισμένης διαρκείας, εις το σύνολον των μελλουσών παροχών, αλλ' ουδέποτε υπέρ το δεκαπλάσιον της ετησίας παροχής. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' Καθ' ύλην αρμοδιότης Άρθρον 121 (122 α.ν. 44/67) Εάν δεν τηρηθούν αι διατάξεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 119, δύνανται να ενεργηθούν προς τον αντίκλητον πάσαι αι επιδόσεις συμπεριλαμβανομένων και εκείνων αι οποίαι πρέπει να γίνωνται προς τον διάδικον. Εάν δεν υπάρχη αντίκλητος ή υπάρχη μεν αλλ' είναι άγνωστος η διεύθυνσις αυτού, ως και του διαδίκου, αι ως άνω επιδόσεις δύνανται να ενεργηθούν προς την γραμματείαν του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δίκη. Δια την κρίσιν περί του αγνώστου της διευθύνσεως του διαδίκου ή του υπάρχοντος αντικλήτου αρκεί και απλή πιθανολόγησις. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ' Επιδόσεις. Άρθρον 122 (123 α.ν. 44/67, 10.1 και 2 958/71) 1.Η επίδοσις παντός εγγράφου γίνεται δια δικαστικού κλητήρος διωρισμένου παρά τω δικαστηρίω εις την περιφέρειαν του οποίου κατοικεί ή διαμένει κατά τον χρόνον της ενεργείας της επιδόσεως ο προς ον αύτη. 2.Αι επιμελεία του δικαστηρίου επιδόσεις δύνανται να γίνουν και δια ποινικού κλητήρος της περιφερείας ή οργάνου της αστυνομίας, χωροφυλακής, αγροφυλακής ή δασοφυλακής ή του γραμματέως του δήμου ή της κοινότητος. 3.Εάν δεν υπάρχη δικαστικός κλητήρ εις τον τόπον της επιδόσεως ή είναι, κατά την κρίσιν του εισαγγελέως των πρωτοδικών ή του ειρηνοδίκου της εν η η επίδοσις περιφερείας, δυσχερής η εις τον τόπον τούτον μετάβασις τοιούτου, η επίδοσις δύναται να γίνη και δια ποινικού κλητήρος της περιφερείας ή οργάνου της αστυνομίας, χωροφυλακής, αγροφυλακής ή δασοφυλακής ή του γραμμα(Αντί για τη σελ. 21(β) Σελ. 21(γ) Τεύχος 1257 – Σελ. 67 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 τέως του δήμου ή της κοινότητος, οριζομένου παρά του ως άνω εισαγγελέως ή ειρηνοδίκου. 4.Δια Βασ. Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης, δύναται να καθιερωθή και η δια ταχυδρομείου, τηλεγραφείου ή τηλεφώνου επίδοσις πάντων ή τινών των ανωτέρω εγγράφων, οριζομένου συνάμα του τρόπου της ενεργείας και αποδείξεως της επιδόσεως. Άρθρον 123 (124 α.ν. 44/67, 10.3 ν.δ. 958/71) 1.Η επίδοσις γίνεται επιμελεία του διαδίκου κατόπιν παραγγελίας διδομένης υπ' αυτού ή του πληρεξουσίου του ή κατ' αίτησιν αυτών υπό του αρμοδίου δικαστού, επί πολυμελών δε δικαστηρίων υπό του προέδρου αυτών. 2.Η παραγγελία προς επίδοσιν παρέχεται εγγράφως κάτωθι του επιδιδομένου εγγράφου. Άρθρον 124 (125 α.ν. 44/67) 1.Η επίδοσις δύναται να γίνη οπουδήποτε ήθελεν ευρεθή το πρόσωπον προς το οποίον πρόκειται να γίνη αύτη. 2.Εάν το πρόσωπον έχη εις το τόπον ένθα πρόκειται να γίνη η επίδοσις κατοικίαν, κατάστημα, γραφείον ή εργαστήριον είτε μόνον είτε μετ' άλλου ή εργάζεται αυτόθι ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η εις άλλο μέρος επίδοσις δεν δύναται να γίνη άνευ της συναινέσεως του προς ον αύτη. 3.Η επίδοσις δεν συγχωρείται να γίνη εις εκκλησίας κατά τας ώρας των ιεροτελεστιών ή άλλων θρησκευτικών τελετών ή προσευχών ή εντός αιθούσης δικαστηρίου συνεδριάζοντος. Άρθρον 125 (126 α.ν. 44/67) 1.Η επίδοσις δεν δύναται να γίνη εν καιρώ νυκτός ή καθ' ημέραν Κυριακήν ή άλλην εορτήν νόμω εξαιρετέαν άνευ της συναινέσεως του προς ον αύτη ή άνευ αδείας του αρμοδίου δικαστού παρ' ω εκκρεμεί η υπόθεσις, επί πολυμελών δε δικαστηρίων του προέδρου αυτών. Εν περιπτώσει μη υπάρξεως εκκρεμούς δίκης η άδεια δίδεται υπό του ειρηνοδίκου εις την περιφέρειαν του οποίου πρόκειται να ενεργηθή η επίδοσις. 2.Η νυξ θεωρείται διαρκούσα από της 7ης εσπερινής μέχρι της 7ης πρωϊνής ώρας. 3.Η κατά τας περιπτώσεις της § 1 παρεχομένη άδεια πρέπει να σημειούται εις το επιδιδόμενον έγγραφον και να αναγράφεται εις την έκθεσιν επιδόσεως. Σελ. 22(γ) Τεύχος 1257 – Σελ. 68 Άρθρ. 126.-(127 α.ν. 44/67, 10. 4 Ν.Δ. 958/71) 1.Η Επίδοσις γίνεται α)προσωπικώς εις εκείνον προς τον οποίον απευθύνεται το έγγραφον β)επί προσώπων ανικάνων προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου εις τον νόμιμον αντιπρόσωπον αυτών, γ) (Καταργήθηκε από το άρθρ. 33 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996, ΦΕΚ Α΄ 278, Τόμ. 7, σελ. 192, 228), δ)επί νομικών προσώπων ή άλλων ενώσεων προσώπων προς τον κατά νόμον ή το καταστατικόν εκπρόσωπον αυτών, ε)επί του Δημοσίου προς τους κατά νόμον εκπροσωπούντας αυτό. 2.Επί πλειόνων νομίμων αντιπροσώπων αρκεί η προς ένα τούτων επίδοσις. Άρθρον 127 (128 α.ν. 44/67) 1.Η επίδοσις συνίσταται εις την εγχείρησιν του εγγράφου εις τον πρόσωπον προς ο γίνεται αύτη. 2.Εάν η επίδοσις γίνεται προς νόμιμον αντιπρόσωπον πλειόνων ανικάνων προσώπων ή προς τον αντίκλητον πλειόνων, αρκεί η εις αυτόν παράδοσις ενός μόνον αντιγράφου ή πρωτοτύπου του επιδοτέου εγγράφου. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 128 (129 α.ν. 44/67) "1.Εάν ο προς ον η επίδοσις δεν ευρίσκεται εν τη κατοικία του, το έγγραφον παραδίδεται είς τινα των μετ' αυτού συνοικούντων συγγενών ή υπηρετών και εν απουσία ή εν ελλείψει αυτών πρός τινα των λοιπών συνοίκων, έχοντα συνείδησιν των πραττομένων και μη μετέχοντα της δίκης, ως αντίδικον του ενδιαφερομένου. 2.Ως κατοικία κατά την παρ. 1 νοείται η οικία ή το διαμέρισμα αυτής το οποίον είναι προωρισμένον δια διημέρευσιν ή διανυκτέρευσιν του προς ον η επίδοσις, έστω και αν επί βραχύτατον χρονικόν διάστημα δεν χρησιμοποιείται προς τον σκοπόν τούτον. 3.Ως σύνοικοι θεωρούνται οι εις το αυτό διαμέρισμα διαμένοντες, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα μετ' αυτών συνοικούντα μέλη της οικογενείας των, οι διευθυνταί ξενοδοχείων και οικοτροφείων και το υπηρετικόν και υπαλληλικόν προσωπικόν αυτών, ουχί όμως και οι ένοικοι ετέρου διαμερίσματος ή δωματίου της αυτής οικίας. 4.Εάν ουδείς εκ των εν τη παρ. 1 αναφερομένων ευρίσκεται εν τη κατοικία, α)το έγγραφον επικολλάται εις την θύραν της κατοικίας επί παρουσία ενός μάρτυρος, β)αντίγραφον του εγγράφου, συντασσόμενον εφ' απλού, εγχειρίζεται το βραδύτερον την επομένην της επικολλήσεως εργάσιμον ημέραν εις τον προϊστάμενον του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφερείας ένθα η κατοικία ή, εν απουσία αυτού, εις τον αξιωματικόν ή υπαξιωματικόν υπηρεσίας ή τον σκοπόν του αστυνομικού καταστήματος, μη υπάρχοντος δε αστυνομικού τμήματος ή σταθμού, εν τη περιφερεία της κοινότητος ένθα η κατοικία, εις τον πρόεδρον της κοινότητος ή εν απουσία αυτού εις τον γραμματέα αυτής, επί αποδείξει εφ' απλού, συντασσόμενη, εν οιαδήποτε των περιπτώσεων τούτων, παρά πόδας της κατά το άρθρ. 140 παρ. 1 εκθέσεως επιδόσεως και μνημονευούση την ημερομηνίαν εγχειρίσεως και το ονοματεπώνυμον και την ιδιότητα του παραλαβόντος, υπογράφοντος την απόδειξιν και επιθέτοντος την σφραγίδα της υπηρεσίας του, του εγχειρισθέντος αντιγράφου φυλασσομένου εις ιδιαίτερον φάκελλον του γραφείου της υπηρεσίας, παρ' η τελεί ούτος και γ)έγγραφος ειδοποίησις, περιέχουσα το είδος του επιδοθέντος έγγραφου, την διεύθυνσιν της κατοικίας, ένθα εγένετο ή επικόλλησις τούτου, την ημερομηνίαν της επικολλήσεως, ως και την αρχήν, εις ην, ενεχειρίσθη το αντίγραφον, καθώς και την ημερομηνία της εγχειρίσεως, πέμπεται υπό του επιδίδοντος το έγγραφον, δαπάναις του παραγγέλλοντος, εις τον προς ον η επίδοσις ταχυδρομικώς, επί αποδείξει, το βραδύτερον την επομένην της εγχειρίσεως εργάσιμον ημέραν. Ο επιδίδων συντάσσει εφ' απλού και υπογράφει παρά πόδας της κατά το άρθρ. 140 παρ. 1 εκθέσεως επιδόσεως βεβαίωσιν εμφαίνουσαν τον ταχυδρομικόν γραφείο, δι' ου απέστειλεν την ειδοποίησιν και τον παραλαβόντα ταύτην υπάλληλον, όστις προσυπογράφει την βεβαίωσιν. Τη προφορική αιτήσει του προς ον η επίδοσις, παραδίδεται εις τούτο το κατά το εδάφ. β' εγχειρισθέν αντίγραφον υπό της προς ην η εγχείρισις αρχής, επί αποδείξει εφ' απλού". Το άρθρ. 128 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 του Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρ.12. (12 Α.Ν. 44/67).-1.Δύο μόνον βαθμοί δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχουν, την τήρησιν των οποίων εξετάζει το δικαστήριον και εξ επαγγέλματος. 2.Αυτοτελής αίτησις δεν δύναται να εισαχθή απ' ευθείας εις δικαστήριον κρίνον κατ' έφεσιν, πλην αν άλλως ο νόμος ορίζη. Άρθρον 129 (130 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο προς ον η επίδοσις δεν ευρίσκεται εν τω κατά το άρθρον 124 § 2 καταστήματι, γραφείω ή εργαστηρίω, το έγγραφον εγχειρίζεται εις τον διευθυντήν του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή πρός τινα των συνεταίρων, συνεργατών, υπαλλήλων ή υπηρετών έχοντα συνείδησιν των πραττομένων και μη μετέχοντα της δίκης ως αντίδικον του προς ον η επίδοσις. 2.Εάν ουδείς εκ των εν τη § 1 αναφερομένων ευρίσκεται εν τω καταστήματι, γραφείω ή εργαστηρίω εφαρμόζονται τα εν τω άρθρω 128 παρ. 4 οριζόμενα. Άρθρον 130 (131 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο προς ον η επίδοσις ή τα εν τοις άρθροις 128 και 129 αναφερόμενα πρόσωπα αρνηθούν την παραλαβήν του εγγράφου ή την υπογραφήν της εκθέσεως επιδόσεως ή δεν δύνανται να υπογράψουν, ο επιδίδων επικολλά το έγγραφον εις την θύραν της κατοικίας, του γραφείου, του καταστήματος ή του εργαστηρίου επί παρουσία ενός μάρτυρος. 2.Εάν ο προς ον η επίδοσις στερείται κατοικίας, γραφείου, καταστήματος ή εργαστηρίου και αρνείται να παραλάβη το έγγραφον ή δεν δύναται ή αρνείται να υπογράψη την έκθεσιν επιδόσεως, η δε άρνησις ή η αδυναμία βεβαιούται και υπό ενός προς τούτο προσλαμβανομένου μάρτυρος, το έγγραφον εγχειρίζεται εις τα εν άρθρω 128 § 4 έδαφ. β' αναφερόμενα πρόσωπα. Άρθρον 131 (132 α.ν. 44/67) Εάν ο προς ον η επίδοσις νοσηλεύεται εν νοσοκομείω ή κρατείται εν φυλακή και η μετ' αυτού επικοινωνία δεν είναι δυνατή κατά την εν τη εκθέσει επιδόσεως σημειουμένην βεβαίωσιν της διευθύνσεως του νοσοκομείου ή της φυλακής, η επίδοσις δύναται να γίνη προς τον διευθυντήν του νοσοκομείου ή της φυλακής ο οποίος υποχρεούται να εγχειρίση το έγγραφον εις τον προς ον η επίδοσις. Άρθρον 132 (133 α.ν. 44/67, 10.5 ν.δ. 958/71) 1.Εάν ο προς ον η επίδοσις υπηρετή εις εμπορικόν πλοίον ελλιμενισμένον εις ελληνικόν λιμένα, αύτη εν απουσία ή αρνήσει αυτού να παραλαβή το (Αντί για τη σελ. 23(β) Σελ. 23(γ) Τεύχος 1-9-2 Σελ. 67 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 έγγραφον, ή αρνήσει ή αδυναμία να υπογράψη την έκθεσιν, γίνεται προς τον πλοίαρχον του πλοίου ή προς τον αναπληρωτήν του, εν απουσία δε ή αρνήσει και τούτων να παραλάβουν τούτο γίνεται εις τον λιμενάρχην, υποχρεούμενον να ειδοποιήση τον προς ον η επίδοσις. 2.Εάν ο προς ον η επίδοσις υπηρετή εις εμπορικόν πλοίον μη ελλιμενισμένον εις ελληνικόν λιμένα, αύτη γίνεται εις την κατοικίαν του προς ον η επίδοσις κατά το άρθρον 128, εν ελλείψει δε τοιαύτης, γίνεται κατά τας διατάξεις περί επιδόσεως εις τους αγνώστου διαμονής. Εν πάση δε περιπτώσει η επίδοσις γίνεται και εις τα εν τη ημεδαπή γραφεία του πλοιοκτήτου ή άλλως του εν ελληνικώ λιμένι πράκτορος του πλοίου, εν υπάρξει τοιούτων. Άρθρον 133 (134 α.ν. 44/67, 10.6 ν.δ. 958/71) 1.Προκειμένου περί προσώπων ανηκόντων είς τινα των επομένων κατηγοριών, τελούντων εν ενεργώ υπηρεσία, εάν δεν είναι δυνατή η επίδοσις εις τους ιδίους ή τους μετ' αυτών συνοικούντας συγγενείς ή υπηρέτας, αύτη γίνεται, αφ' ενός μεν κατά τας §§ 3 και 4 του άρθρου 128, αφ' ετέρου δε α)επί των υπηρετούντων εις τας ενόπλους δυνάμεις ξηράς εν γένει εις τον διοικητήν της μονάδος ή του καταστήματος ή της υπηρεσίας, εις ην ανήκει ο προς ον η επίδοσις. Εάν δεν είναι γνωστή η μονάς, το κατάστημα ή η υπηρεσία, η επίδοσις γίνεται εις τον αρχηγόν του οικείου κλάδου, β)επί αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών του Β. Ναυτικού, προς τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, γ)επί αξιωματικών, υπαξιωματικών και σμηνιτών της Β. Αεροπορίας προς τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, δ)επί αξιωματικών και υπαξιωματικών της αστυνομίας πόλεων, της χωροφυλακής και του λιμενικού σώματος, ως και επί αστυφυλάκων, χωροφυλάκων και λιμενοφυλάκων, προς τον προϊστάμενον της υπηρεσίας αυτών, ε)επί των ανηκόντων εις το προσωπικόν των φάρων και φανών και των σηματοφόρων, προς τον λιμενάρχην της περιφερείας εν η ευρίσκεται ο τόπος ασκήσεως των καθηκόντων των. 2.Οι εν § 1 α' έως ε' αναφερόμενοι, λαμβάνοντες το έγγραφον, υποχρεούνται να διαβιβάζουν τούτο αμελλητί δια του ταχυτέρου και ασφαλεστέρου μέσου προς ον η επίδοσις. Σελ. 24(γ) Τεύχος 1-9-2 Σελ. 68 Άρθρον 134 (135 α.ν. 44/67) 1.Εάν το προς ον η επίδοσις πρόσωπον διαμένη ή έχη την έδραν του εν τη αλλοδαπή, η επίδοσις γίνεται προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου παρ' ω είναι εκκρεμής ή μέλλει να εισαχθή η δίκη ή όπερ εξέδωκε την επιδιδομένην απόφασιν και, επί δικών ενώπιον του ειρηνοδικείου, προς τον εισαγγελέα του πρωτοδικείου εις την περιφέρειαν του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείον. Επί εγγράφων αφορώντων την εκτέλεσιν η επίδοσις γίνεται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της περιφερείας του τόπου της εκτελέσεως και επί εξωδίκων πράξεων προς τον εισαγγελέα της τελευταίας κατοικίας ή της γνωστής εν τη ημεδαπή διαμονής του προς ον η επίδοσις και εν ελλείψει τούτων προς τον εισαγγελέα των πρωτοδικών της πρωτευούσης. 2.Κατά πάσας τας εν § 1 περιπτώσεις η παραγγελία προς επίδοσιν πρέπει να περιέχη ακριβή σημείωσιν του τόπου και της διευθύνσεως του προς ον η επίδοσις. 3.Ο εισαγγελεύς, παραλαμβάνων το έγγραφον, υποχρεούται να πέμψη τούτο αμελλητί προς τον Υπουργόν των Εξωτερικών, ο οποίος υποχρεούται να διαβιβάση τούτο περαιτέρω προς τον προς ον η επίδοσις. Για τις επιδόσεις δικογράφων κτλ. σε πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό βλ. και Νόμ. 1334/1983, τόμ. 10Α, σελ. 317. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 135 (136 α.ν. 44/67) 1.Εάν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνσις της διαμονής του προς ον η επίδοσις, εφαρμόζονται αι διατάξεις της § 1 του άρθρου 134, συγχρόνως δε δημοσιεύεται δια δύο ημερησίων εφημερίδων, εκδιδομένων μιας εν Αθήναις και μιας εν τη έδρα του δικαστηρίου, άλλως και ταύτης εν Αθήναις, καθ' υπόδειξιν του προς ον η επίδοσις εισαγγελέως, περίληψις του κοινοποιηθέντος δικογράφου συντασσομένη και υπογραφομένη υπό του επιδίδοντος και περιέχουσα το ονοματεπώνυμον των διαδίκων, το είδος του επιδοθέντος δικογράφου, το αιτητικόν αυτού και επί αποφάσεως το διατακτικόν, το δικαστήριον ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ή μέλλει να εισαχθή η δίκη ή τον υπάλληλον ενώπιον του οποίου διεξάγεται η εκτέλεσις και, εάν ο προς ον η επίδοσις καλείται προς εμφάνισιν ή ενέργειαν ώρισμένης πράξεως, τον τόπον και χρόνον της εμφανίσεως και το είδος της πράξεως. 2.Ο επισπεύδων την επίδοσιν προς πρόσωπον αγνώστου διαμονής, δύναται να δημοσιεύση εις εφημερίδας οριζομένας τη αιτήσει του υπό του κατά το άρθρον 134 § 1 αρμοδίου εισαγγελέως και κατ' ανάλογον εφαρμογήν της § 1 του παρόντος άρθρου προσκλήσεις προς πάντα γνωρίζοντα τον τόπον και την ακριβή διεύθυνσιν διαμονής του προς ον η επίδοσις όπως ανακοινώση τα στοιχεία ταύτα ενυπογράφως μετ' ακριβούς μνείας της διευθύνσεώς του προς την γραμματείαν του πρωτοδικείου Αθηνών ή του πρωτοδικείου του τόπου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής αυτού. Αι δημοσιεύσεις γίνονται εις εμφανές μέρος των εφημερίδων και εις δύο φύλλα απέχοντα απ' αλλήλων κατά οκτώ ημέρας. Εις τας ούτω δημοσιευομένας προσκλήσεις δεν απαιτείται να περιέχεται ο λόγος δι' ον ζητούνται τα στοιχεία. Εν η περιπτώσει μετά παρέλευσιν οκτώ ημερών από της τελευταίας δημοσιεύσεως δεν περιέλθη ανακοίνωσις εις ουδετέραν των γραμματειών τούτων, ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνσις διαμονής του προς ον η επίδοσις τεκμαίρεται άγνωστος, αποκλειομένης της ανταποδείξεως. 3.Αι διατάξεις της § 1 εφαρμόζονται και εις ας περιπτώσεις το Υπουργείον Εξωτερικών βεβαιώση ότι δεν είναι δυνατή η αποστολή του εγγράφου εις πρόσωπον διαμένον ή εδρεύον εις την αλλοδαπήν. Άρθρον 136 (137 α.ν.44/67) "1.Η επίδοσις θεωρείται συντελεσθείσα, επί μεν των εν άρθρ. 131 έως 134 αναφερομένων προσώπων άμα τη εις τας εκεί καθοριζομένας αρχάς ή πρόσωπα εγχειρίσει του εγγράφου, ανεξαρτήτως του χρόνου της περαιτέρω αποστολής και λήψεως αυτού, επί δε των αγνώστου διαμονής από της δημοσιεύσεως της κατά το άρθρ. 135 παρ. 1 περιλήψεως. 2.Επί των κατά το άρθρ. 128 παρ. 4 επιδόσεων, η επίδοσις θεωρείται συντελεσθείσα από της επικολλήσεως του εγγράφου εις την θύραν της κατοικίας του προς ον η επίδοσις, εφ' όσον ενηργήθησαν τα εν τη παραγράφω ταύτη υπό στοιχ. β' και γ' οριζόμενα". Το άρθρ. 136 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 Ν.Δ. 490/74 (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρον 137 (138 α.ν. 44/67) Επί των διαμενόντων ή εχόντων την έδραν των εν τη αλλοδαπή η επίδοσις δύναται να γίνη και κατά τας διατυπώσεις του αλλοδαπού νόμου υπό των παρ' αυτού οριζομένων οργάνων. Άρθρ.13. (13 Α.Ν. 44/67).-Προς εκδίκασιν των εις τα πολιτικά δικαστήρια υπαγομένων υποθέσεων κατά πρώτον βαθμόν αρμόδια είναι τα ειρηνοδικεία, τα μονομελή πρωτοδικεία και τα πολυμελή πρωτοδικεία. Άρθρον 138 (139 α.ν. 44/67, 10.7 ν.δ. 958/71) "Εάν τα εν τοις άρθροις 128 παρ. 4 στοιχ. β, 131, 132 και 133 γραφεία ή καταστήματα είναι κλειστά ή αι εν αυτοίς αρχαί ή πρόσωπα αρνούνται να παραλάβουν το επιδιδόμενον έγγραφον ή να υπογράψουν την έκθεσιν επιδόσεως, ο επιδίδων συντάσσει σχετικήν έκθεσιν και παραδίδει το επιδόμενον έγγραφον εις τον εις ον υπάγεται ο τόπος επιδόσεως εισαγγελέα των πρωτοδικών, όστις και πέμπει τούτο εις τον αρνούμενον την παραλαβήν του ή την υπογραφήν της εκθέσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη, εφαρμόζεται το άρθρον 136. Άρθρον 139 (140 α.ν. 44/67) 1.Περί της επιδόσεως συντάσσεται υπό του επιδίδοντος έκθεσις περιέχουσα πλην των υπό του άρθρου 117 απαιτουμένων και α)την παραγγελίαν προς επίδοσιν, β)σαφή καθορισμόν του επιδοθέντος εγγράφου και των προσώπων, τα οποία αφορά τούτο, γ)μνείαν της ημέρας και της ώρας της επιδόσεως, δ)μνείαν του προσώπου εις το οποίον παρεδόθη το επιδοθέν έγγραφον και τον τρόπον επιδόσεως εν περιπτώσει απουσίας ή αρνήσεως του προς ον η επίδοσις ή των υπό των άρθρων 128 έως 135 και 138 οριζομένων προσώπων. 2.Η έκθεσις υπογράφεται υπό του επιδίδοντος και υπό του παραλαμβάνοντας το έγγραφον, εν περιπτώσει δε αρνήσεως ή αδυναμίας τούτου, και υπό του προσλαμβανομένου προς τούτο μάρτυρος. 3.Επί του επιδιδομένου εγγράφου, ο επιδίδων σημειοί την ημέραν και ώραν της επιδόσεως και υπογράφει. Η σημείωσις αύτη αποτελεί απόδειξιν υπέρ του προς ον η επίδοσις. Εάν υπάρχη διαφορά μεταξύ της εκθέσεως επιδόσεως και της σημειώσεως, κατισχύει η έκθεσις επιδόσεως. Άρθρον 140 (141 α.ν. 44/67, 10.8 ν.δ. 958/71) 1.Η κατά το άρθρον 139 έκθεσις συντάσσεται εις διπλούν και το μεν εν των πρωτοτύπων παραδίδεται εις εκείνον κατά παραγγελίαν του οποίου εγένετο η επίδοσις, το δε έτερον, εφ' απλού, φυ(Αντί της σελ. 25(α) Σελ. 25(β) Τεύχος 534 - Σελ. 15 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 λάσσεται υπό του επιδίδοντος. Περί της επιδόσεως γίνεται μνεία εν περιλήψει εις ειδικόν βιβλίον τηρούμενον υπό του επιδίδοντος. 2.Αντίγραφα εκ του φυλασσομένου πρωτοτύπου οφείλει να παραδίδη ο κλητήρ, τη αιτήσει των, εις τον παραγγείλαντα την επίδοσιν και τον προς ον αύτη και, μετά σημειουμένην επί της αιτήσεως έγκρισιν του προέδρου του πρωτοδικείου εν τη περιφερεία του οποίου εγένετο η επίδοσις, εις πάντα έχοντα έννομον συμφέρον. 3.Εάν η έπίδοσις εγένετο υπό των εν άρθρω 122 § § 2 και 3 οργάνων, το έτερον των πρωτοτύπων κατατίθεται παρά του ενεργήσαντος την επίδοσιν εις το γραφείον του δήμου ή της κοινότητος εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται ο τόπος επιδόσεως, όπου φυλάσσεται εις ιδιαίτερον φάκελλον και εκ του οποίου εκδίδονται τα αντίγραφα, κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω, παρά του αρμοδίου υπαλλήλου του δήμου ή της κοινότητος. Τα εν άρθρω 122 § § 2 και 3 όργανα δεν τηρούν το εν τη § 1 του παρόντος ειδικόν βιβλίον. Άρθρον 141 (142 α.ν. 44/67, 10.9 ν.δ. 958/71) 1.Οσάκις η επίδοσις γίνεται εξ επαγγέλματος, η παραγγελία δίδεται υπό της γραμματείας η οποία οφείλει να επιτηρή την ενέργειαν της επιδόσεως και να φροντίζη δια την άρσιν των τυχόν ελλείψεων. 2.Ο γραμματεύς δύναται τη εγγράφω αιτήσει τινός των διαδίκων να επιτρέψη την επιμελεία του αιτούντος επίδοσιν, τάσσων ωρισμένην προθεσμίαν εντός της οποίας υποχρεούται ούτος να προσαγάγη την έκθεσιν επιδόσεως. Εάν ο αιτών διάδικος δεν προσαγάγη εντός της προθεσμίας την έκθεσιν, η έπίδοσις γίνεται επιμελεία της γραμματείας. 3.Η επίδοσις ως προς τον αιτήσαντα ταύτην διάδικον θεωρείται γενομένη από της αιτήσεως. Άρθρον 142 (144 α.ν. 44/67, 10.11 ν.δ. 958/71) 1.Πας διάδικος ή άλλος ενδιαφερόμενος δύναται να διορίση δια πάσας ή ωρισμένας προς αυτόν απευθυνομένας δικαστικάς ή εξωδίκους επιδόσεις, αφορώσας μίαν ή πλείονας ή πάσας αυτού τας υποθέσεις, αντίκλητον προς παραλαβήν των κοινοποιουμένων εγγράφων δια δηλώσεως ενώπιον της γραμματείας του πρωτοδικείου της κατοικίας του δηλούντος ή της πρωτευούσης προκειμένου περί κατοίκου αλλοδαπής μετ' ακριβούς σημειώσεως της διευθύνσεως της κατοικίας ή του γραφείου του αντικλήτου. Η δήλωσις γίνεται αυτοπροσώπως ή δι' ειδικού πληρεξουσίου, συντασσομένης εκθέσεως, υπογραφομένης υπό του αρμοδίου υπαλλήλου της γραμματείας και του δηλούντος και καταχωριζομένης εις αλφαβητικόν κατ' επώνυμα ευρετήριον. 2.Κατά τον εν § 1 τρόπον γίνεται και η αντικατάστασις ή ανάκλησις του αντικλήτου η οποία σημειούται κάτωθι της πράξεως του διορισμού. Το αυτό ισχύει και επί της δηλώσεως παραιτήσεως του αντικλήτου. Σελ. 26(β) Τεύχος 534 - Σελ. 16 3.Η εξουσία του αντικλήτου παύει α)όταν αποβιώση ούτος, β)όταν περατωθή η υπόθεσις ή η πράξις δια την οποίαν διωρίσθη, γ)δύο πλήρεις ημέρας μετά την ανάκλησιν του αντικλήτου ή την παραίτησιν αυτού. 4.Αντίκλητος δύναται να διορισθή εγκύρως και δια ρήτρας εν συμβάσει. Εις τον ούτω διοριζόμενον αντίκλητον και εις την εν τη συμβάσει διεύθυνσιν αυτού επιδίδονται, παραγγελία του αντισυμβαλλομένου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων αυτού, πάσαι αι σχετικαί προς την σύμβασιν εξώδικοι ή διαδικαστικαί πράξεις, περιλαμβανομένων και των αποφάσεων ή πράξεων των επιβαλλουσών ενέργειαν δυναμένην να γίνη μόνον προσωπικώς υπό του προς ον η επίδοσις, πλην αν ρητώς εν τη συμβάσει ορίζεται άλλως. Εν αμφιβολία η προς τον συμβατικώς διωρισμένον αντίκλητον επίδοσις είναι δυνητική. Η § 3 εφαρμόζεται και επί των αντικλήτων τούτων, αλλ' η ανάκλησις ή η παραίτησις επάγεται αποτελέσματα έναντι του αντισυμβαλλομένου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων αυτού μόνον από της εις αυτούς κοινοποιήσεώς της και μόνον εάν περιλαμβάνη διορισμόν ετέρου αντικλήτου εν τη αυτή πόλει μετ' ακριβούς αναγραφής της διευθύνσεως αυτού. Τα αυτά ισχύουν και επί μεταβολής της εν τη συμβάσει ή εν μεταγενεστέρω διορισμώ διευθύνσεως του διορισθέντος αντικλήτου. 5.Αντίγραφα των κατά τας §§ 1 και 2 δηλώσεων αποστέλλονται υπό του αρμοδίου γραμματέως εις τον γραμματέα πρωτοδικών Αθηνών, όστις καταχωρίζει ταύτα εις αλφαβητικόν κατ' επώνυμα ευρετήριον. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 143 (145 α.ν. 44/67) 1.Ο κατά το άρθρον 96 διωρισμένος δικαστικός πληρεξούσιος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος δια πάσας τας επιδόσεις τας αναγομένας εις την δίκην εις την οποίαν είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της αφορώσης την οριστικήν απόφασιν. 2.Η επίδοσις δύναται να γίνη και προς τον αντίκλητον, πλην αν πρόκειται περί αποφάσεων ή πράξεων επιβαλλουσών ενέργειαν δυναμένην να γίνη μόνον προσωπικώς υπό του ενδιαφερομένου, αι οποίαι πρέπει να επιδίδωνται προς αυτόν. 3.Η επίδοσις της κλήσεως δια την πρώτην συζήτησιν αγωγής ή ενδίκου μέσου δύναται να γίνη και προς τον υπογράψαντα αυτά ως πληρεξούσιον. 4.Η επίδοσις προς πρόσωπον διαμένον ή εδρεύον εν τη αλλοδαπή ή αγνώστου διαμονής, εφ' όσον ανάγεται εις τον κύκλον των υποθέσεων δια τας οποίας τούτο έχει διωρισμένον αντίκλητον, πρέπει να γίνεται υποχρεωτικώς προς τον αντίκλητον και όταν πρόκειται περί αποφάσεως ή πράξεως επιβαλλούσης ενέργειαν δυναμένην να γίνη μόνον προσωπικώς υπό του προς ον η επίδοσις. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ΄ Προθεσμίαι. Άρθρον 144 (146 α.ν. 44/67) 1.Η διαδρομή των παρά του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποίαν συνέβη το αποτελούν την αφετηρίαν της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7ην μ.μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, εάν δε αύτη είναι κατά νόμον εξαιρετέα, την αυτήν ώραν της επομένης μη εξαιρετέας ημέρας. 2.Αι δια της επιδόσεως εγγράφου τινός κινούμεναι προθεσμίαι τρέχουν και κατ' εκείνου κατά παραγγελίαν του οποίου εγένετο η επίδοσις. Άρθρον 145 (147 α.ν. 44/67, 11.1 ν.δ. 958/71) 1.Προθεσμία προσδιοριζομένη κατά έτη, λήγει άμα ως παρέλθη η αντίστοιχος ημερομηνία του τελευταίου έτους. 2.Προθεσμία προσδιοριζομένη κατά μήνας λήγει άμα ως παρέλθη η ημέρα του τελευταίου μηνός η κατ' αριθμόν αντίστοιχος προς την ημέραν της ενάρξεως και, ελλειπούσης αντιστοίχου, η τελευταία ημέρα του μηνός. 3.Προθεσμία ημίσεος έτους νοείται ως προθεσμία έξ μηνών, προθεσμία δε ημίσεος μηνός νοείται ως προθεσμία δέκα πέντε ημερών. 4.Εάν προθεσμία είναι προσδιωρισμένη καθ' ώρας, δεν συνυπολογίζονται αι κατά το διάστημα αυτής παρεμπίπτουσαι κατά νόμον εξαιρετέαι ημέραι. 5.Εάν η προσδιορισθείσα προθεσμία αποτελείται εκ μηνών και ημερών, πρώτον υπολογίζονται οι μήνες και κατόπιν προστίθενται αι ημέραι. Άρθρον 146 (148 α.ν. 44/67) 1.Εάν διάδικός τις αποθάνη, διαρκούσης της προθεσμίας, διακόπτεται αύτη. 2.Εάν η διακοπείσα προθεσμία ήρξατο από επιδόσεως εγγράφου, η νέα προθεσμία άρχεται από της εκ νέου επιδόσεως εις τους κατά νόμον διαδεχθέντας τον θανόντα. Εάν η διακοπείσα προθεσμία ήρξατο από άλλου τινός γεγονότος, η νέα προθεσμία άρχεται από της επιδόσεως προς τα άνω πρόσωπα σχετικής δηλώσεως. 3.Εάν κατά την διάρκειαν προθεσμίας τινός επέλθη διακοπή της δίκης, διακόπτεται η προθεσμία και άρχεται νέα από της επαναλήψεως της δίκης. Άρθρον 147 (149 α.ν. 44/67 11.2 ν.δ. 958/71). 1-5.(Καταργήθηκαν από την παρ.3 άρθρ.1 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ.αριθ.31). 6.Αι επιτραπείσαι συντηρητικαί αποδείξεις διεξάγονται καθ' όλην την διάρκειαν των διακοπών. 7.Ο από 1 μέχρι 31 Αυγούστου χρόνος δεν υπολογίζεται επί των προθεσμιών των άρθρ. 503, 518 παρ. 1, 545 παρ. 1 και 2, 564 παρ. 1 και 2, ως και των Άρθρ.14. (14 Α.Ν. 44/67, 2.1. Ν.Δ. 958/71).-1.Εις την αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται: α)πάσαι αι εις χρήματα αποτιμηταί διαφοραί, η αξία του αντικειμένου των οποίων δεν υπερβαίνει τας (δέκα χιλιάδας) δραχμάς και Το ανωτέρω ποσόν ηυξήθη εις 20.000 από 13 Φεβρ. 1974 (Π.Δ. 57 της 19/23 Ιαν. 1974 ΦΕΚ Α' 20) και εις 30.000 από 1 Μαΐου 1977 (Π.Δ. 242 της 14/18 Μαρτ. 1977, ΦΕΚ Α' 85). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε εκατό χιλιάδες δραχμές με την παρ. 1 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/13-15 Σεπτ. 1983 (ΦΕΚ Α' 126), του οποίου η ισχύς σύμφωνα με το άρθρ. 2 αυτού αρχίζει την 1 Νοεμ. 1983. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε τριακόσιες χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 1 άρθρ. 153, 632 παρ. 1, 645 παρ. 1, 652, 715 παρ. 5, 729 παρ. 5, 847 παρ. 1, 926 παρ. 2, 934 παρ. 1 στοιχ. α΄ και γ΄, 966 παρ. 2 και 3 και 986. Συμφωνα με την παρ. 4 άρθρ. 4 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62 (κατωτ. αριθ. 27), στις προθεσμίες που περιλαμβάνονται στην παρ. 7 του άρθρ. 147 του Κ. Πολ. Δ. προστίθενται και αυτές που ορίζονται με τα άρθρ. 971 παρ. 1, 972 παρ. 1 εδάφ. γ΄, 974, 979 παρ. 2, 985 παρ. 1 και 988 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα.77. Για την έναρξη ισχύος των άνω διατάξεων βλέπε την παρ. 37 άρθρ. 4 ιδίου άνω νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, (κατωτ. αριθ. 27). 8.Ο χρόνος των δικαστικών διακοπών δεν υπολογίζεται εις την προθεσμίαν του άρθρ. 938 παρ. 4". Το άρθρ. 147 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 4 του Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). (Αντί για τη σελ. 26,01(γ) Σελ. 26,01(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 11 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 148 (150 α.ν. 44/67) 1.Οι διάδικοι δύνανται δια συμφωνίας να παρατείνουν τας παρά του νόμου ή του δικαστού τεταγμένας προθεσμίας μόνον συναινέσει του δικαστού σταθμίζοντος τας εκάστοτε περιπτώσεις. 2.(Καταργήθηκε από την παρ.3 άρθρ.1 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ.αριθ.31). Άρθρ.149.-(Καταργήθηκε από την παρ.3 άρθρ.1 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 150 (152 α.ν. 44/67 11.4 ν.δ. 958/71) 1.Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου, ή ο ειρηνοδίκης, εφ' όσον πιθανολογούνται σπουδαίοι λόγοι, δύνανται δι' αποφάσεώς των, κατόπιν αιτήσεως τινός των διαδίκων, δικαζομένης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., να συντέμνουν τας νομίμους προθεσμίας, εξαιρουμένων των προθεσμιών της ασκήσεως ενδίκων μέσων. 2.Οι διάδικοι δύνανται δια συμφωνίας να συντέμνουν τας νομίμους ή τας δικαστικάς προθεσμίας. Άρθρον 151 (153 α.ν. 44/67) Η παρέλευσις νομίμου ή δικαστικής προθεσμίας επάγεται έκπτωσιν από του δικαιώματος προς επιχείρησιν της πράξεως δι' ην έχει ταχθή η προθεσμία, πλην αν ο νόμος ορίζη άλλως. Σελ. 26,02(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 12 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ΄ Επαναφορά των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν. Άρθρον 152(154 α.ν. 44/67). 1.Εάν διάδικος συνεπεία ανωτέρας βίας ή δόλου του αντιδίκου του δεν ηδυνήθη να τηρήση προθεσμίαν τινά, δύναται να ζητήση την επαναφοράν των πραγμάτων εις την προτέραν υφισταμένην κατάστασιν. 2.Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νομίμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου δεν συνιστά λόγον επαναφοράς των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν. 3.Η αίτησις περί επαναφοράς των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν δεν δύναται να στηριχθή επί περιστατικών τα οποία ο δικαστής κατά την εξέτασιν αιτήσεως περί παρατάσεως προθεσμίας ή περί αναβολής έκρινεν ανεπαρκή προς χορήγησιν της παρατάσεως ή της αναβολής. Άρθρον 153 (155 α.ν. 44/67, 12 ν.τ. 958/71). Η επαναφορά πρέπει να ζητηθή εντός προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της ημέρας της άρσεως του συνιστώντος την ανωτέραν βίαν κωλύματος ή της γνώσεως του δόλου. Άρθρον 154 (156 α.ν. 44/67) Η επαναφορά ζητείται παρά του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κυρία δίκη, ή, εφ' όσον δεν υπάρχει τοιαύτη εκκρεμής, παρά του δικαστηρίου του αρμοδίου να αποφανθή περί του εμπροθέσμου της πράξεως προς επιχείρησιν της οποίας είχε ταχθή η προθεσμία. Άρθρον 155 (157 α.ν. 44/67). 1.Η αίτησις περί επαναφοράς ασκείται δια των κατά την δίκην διαμειβομένων δικογράφων ή των προτάσεων ή δι' αυτοτελούς δικογράφου κατατιθεμένου κατά τας περί αγωγής διατάξεις και κοινοποιουμένου προς τον αντίδικον. 2.Η κατά την § 1 αίτησις πρέπει να αναφέρη τους λόγους δια τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η τήρησις της προθεσμίας και τα προς εξακρίβωσιν της αληθείας αυτών αποδεικτικά μέσα και να περιέχη την παραληφθείσαν πράξιν ή μνείαν ότι ενηργήθη ήδη αύτη, εφ' όσον δε απαιτείται δι' αυτήν ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να μνημονεύεται και ότι ετηρήθη ούτος. άρθρ. 1 Π.Δ. 278/27 Ιουλ.-5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α' 141). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε 600.000 δραχμ. από 16 Σεπτ. 1993, από την παρ. 1 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Το ανωτέρω ποσό από 16 Σεπτ. 1995 αυξήθηκε σε 1.000.000 δραχμ. με την παρ. 1 της 40320/14-23 Ιουν. 1995 (ΦΕΚ Β' 552) απ. Υπ. Δικαιοσύνης. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε 2.000.000 δραχμές από 1 Νοεμ.2000 με την περίπτ.α΄της με αριθ.91756/14-15 Σεπτ.2000 (ΦΕΚ Β΄1150) απόφ.Υπ. Δικαιοσύνης. Βλ. άρθρα 3-5 Νόμ.2943/2001 (ΦΕΚΑ΄203), τομ 6 σελ. 38,256 ,με τα οποία το ανωτέρω ποσό των 2.000.000 δραχμών μετατράπηκε σε πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ. Στη συνέχεια δε αυξήθηκε και πάλι σε δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, από 1ης Οκτ. 2003 με την περίπτ.α΄ της με αριθμ. 125804/ 30 Ιουλ.-1 Αυγ.2003 (ΦΕΚ Β΄1072) απόφ.Υπ. Δικαιοσύνης, (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄1173/ 20 Αυγ.2003). "β) όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες, από σύμβαση μίσθωσης, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 601 του Αστικού Κώδικα, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις αυτές το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες δραχμές ή 293,470 ευρώ." Η περίπτ.β΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.23 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε από 1ης Οκτ. 2003 σε τετρακόια πενήντα (450) ευρώ με την περίπτ.α΄ της με αριθμ.125804/ 30 Ιουλ.-1 Αυγ.2003 (ΦΕΚ Β΄1072), απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης, (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄1173/20 Αυγ.2003). (Μετά τη σελ.8(δ) Σελ.8,01 Τεύχος 1399 Σελ. 1 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Το ανωτέρω ποσόν ηυξήθη εις δραχ. 3.000 από 1 Μαΐου 1977 δια του Π.Δ. 242 της 14/18 Μαρτ. 1977 (ΦΕΚ Α' 85). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε οκτώ χιλιάδες δραχμές με την παρ. 2 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/13-15 Σεπτ. 1983 (ΦΕΚ Α' 126), του οποίου η ισχύς σύμφωνα με το άρθρ. 2 αυτού αρχίζει την 1 Νοεμ. 1983. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε είκοσι χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 2 Άρθρον 156 (158 α.ν. 44/67). Η επί της αιτήσεως συζήτησις γίνεται ομού μετά της συζητήσεως της κυρίας υποθέσεως, εφ' όσον αύτη είναι εκκρεμής, δύναται όμως το δικαστήριον να διατάξη την κεχωρισμένην εκδίκασιν αυτών. Άρθρον 157 (159 α.ν. 44/67) Η άσκησις της αιτήσεως δεν αναστέλλει την πρόοδον της κυρίας δίκης ή την εκτέλεσιν της εκδιδομένης αποφάσεως, πλην αν το κατά το άρθρον 154 αρμόδιον δικαστήριον, κατά πρότασιν τινός των διαδίκων υποβαλλομένην κατά την εκδίκασιν της αιτήσεως, διατάξη την αναστολήν της προόδου της δίκης ή της εκτελέσεως. Άρθρον 158 (160 α.ν. 44/67) Αίτησις επαναφοράς των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν δεν συγχωρείται εάν εξ οιουδήποτε λόγου απωλέσθη η εν άρθρω 153 προθεσμία. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ΄ Ακυρότητες Άρθρον 159 (161 α.ν. 44/67) Η παράβασις διατάξεως ρυθμιζούσης την διαδικασίαν και ιδία τον τύπον διαδικαστικής τινός πράξεως επάγεται ακυρότητα απαγγελλομένην υπό του δικαστηρίου 1)αν την τήρησιν της διατάξεως διαγράφη ρητώς ο νόμος επί ποινή ακυρότητος, 2)αν δια την παράβασιν ταύτην χωρή αναίρεσις ή αναψηλάφισις, 3)εις πάσαν άλλην περίπτωσιν αν κατά την κρίσιν του δικαστού η παράβασις επέφερεν εις τον προτείνοντα αυτήν διάδικον βλάβην η οποία δεν δύναται να επανορθωθή άλλως ή κηρυσσομένης της ακυρότητος. Άρθρον 160 (162 α.ν. 44/67) 1.Η ακυρότης δεν δύναται να απαγγελθή άνευ προτάσεως του διαδίκου, πλην αν ο νόμος παρέχη εις το δικαστήριον την εξουσίαν να εξετάση την τήρησιν της διατάξεως αυτεπαγγέλτως. 2.Την ακυρότητα δεν δικαιούται να προτείνη ο ενεργήσας την ως άκυρον προσβαλλομένην πράξιν ή εκείνος εκ της ενεργείας του οποίου προήλθεν η ακυρότης ή ο μετά την άκυρον πράξιν παραιτηθείς ρητώς ή σιωπηρώς της προτάσεως της ακυρότητος. 3.Η πρότασις της ακυρότητος είναι απαράδεκτος εάν δεν γίνη κατά την πρώτην διαδικαστικήν πράξιν μετά την ως άκυρον προσβαλλομένην, πλην αν ο νόμος παρέχη εις το δικαστήριον την εξουσίαν να εξετάση την τήρησιν της διατάξεως αυτεπαγγέλτως ή αν ένεκα της ακυρότητος δύναται να ζητηθή αναίρεσις. Άρθρον 161 (163 α.ν. 44/67) Απαγγελλομένης της ακυρότητος, το δικαστήριον διατάσσει αυτεπαγγέλτως την εντός ωρισμένης προθεσμίας επανάληψιν της πράξεως, εάν κατά την κρίσιν του τούτο είναι δυνατόν, πλην αν επήλθεν έκπτωσις από του δικαιώματος ή απαράδεκτον. (Αντί της σελ. 27) Σελ. 27(α) Τεύχος 432-Σελ. 21 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ΄ Εγγυοδοσία Άρθρον 162 (164 α.ν. 44/67) Η εγγυοδοσία εις ας περιπτώσεις προβλέπεται υπό του νόμου διατάσσεται, εφ' όσον οι διάδικοι δεν συνωμολόγησαν άλλο τι, υπό του δικαστηρίου το οποίον κατ' ελευθέραν εκτίμησιν καθορίζει το μέγεθος της χορηγητέας ποσότητος και την προθεσμίαν εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθή αύτη. Άρθρον 163 (165 α.ν. 44/67) Η εγγυοδοσία γίνεται δια μετρητών χρημάτων κατατιθεμένων εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων. Το γραμμάτιον της καταθέσεως πρέπει να κατατίθεται εντός της κατά το άρθρον 162 προθεσμίας εις την γραμματείαν του δικαστηρίου το οποίον διέταξε την εγγυοδοσίαν. Άρθρον 164 (166 α.ν. 44/67, 13.1 ν.τ. 958/71) Το δικαστήριον διατάσσον εγγυοδοσίαν δύναται, τη αιτήσει του υποχρέου, να επιτρέψη όπως η εγγύησις αντί δια μετρητών χρημάτων δοθή 1)δια τίτλων παραστατικών αξίας εις τους οποίους πρέπει να είναι προσηρτημένα τα μη ληξιπρόθεσμα τοκομερίδια ή αι μη απαιτηταί μερισματαποδείξεις, 2)δι' εγγυητικής επιστολής αξιοχρέου τραπέζης, 3)δι' εγγραφής υποθήκης επί ακινήτων κειμένων εν Ελλάδι. Οι παραστατικοί αξίας τίτλοι και τα ακίνητα υπολογίζονται δια την εγγύησιν εις τα τρία τέταρτα της αξίας των. Άρθρον 165 (167 α.ν. 44/67, 13.2 ν.δ. 958/71) 1.Η εγγυοδοσία δια τίτλων παραστατικών αξίας γίνεται δια καταθέσεως τούτων εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων. Επί εγγυοδοσίας δι' ονομαστικών τίτλων το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων ανακοινοί αμελλητί την κατάθεσιν ταύτην εις την εκδότριαν του τίτλου ανώνυμον εταιρίαν, η οποία σημειοί τούτο παραχρήμα εις τα βιβλία της. 2.Το γραμμάτιον της καταθέσεως των τίτλων, η εγγυητική επιστολή αξιοχρέου τραπέζης και το πιστοποιητικόν εγγραφής της υποθήκης πρέπει να κατατίθεται εντός της κατά το άρθρον 162 προθεσμίας εις την γραμματείαν του δικαστηρίου το οποίον διέταξε την εγγυοδοσίαν. Το μονομελές πρωτοδικείον ή το ειρηνοδικείον, επί εγγυοδοσίας διαταχθείσης υπό τούτου, δύναται, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., να παρατείνη την προθεσμίαν ταύτην επί δέκα πέντε εισέτι ημέρας. άρθρ. 1 Π.Δ. 278/27 Ιουλ.-5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α' 141). Το ανωτέρω ποσό των 20.000 δραχμ. από 16 Σεπτ. 1995 αυξήθηκε σε 60.000 δραχμ. με την παρ. 2 της 40320/14-23 Ιουν. 1995 (ΦΕΚ Β' 552) απ. Υπ. Δικαιοσύνης. Με την περίπτ.α της 91756/14-15 Σεπτ.2000 (ΦΕΚ Β΄1150) απόφ.Υπ. Δικαιοσύνης το άνω ποσόν των 60.000 δραχμών αυξήθηκε σε 150.000 δραχμές. Με την αριθ.91759/6-18 Οκτ.2000 (ΦΕΚ Β΄1262) απόφ.Υπ.Δικ. τροποποιήθηκε η περίπτ.α΄της άνω 91756/2000 ομοίας απόφασης και περιορίστηκε το ποσόν των 150.000 δραχμών σε 100.000 δραχμές. 2.Εις την αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάσαι αι εις χρήματα αποτιμηταί διαφοραί, η αξία του αντικειμένου των οποίων είναι ανωτέρα μεν των (δέκα χιλιάδων) δραχμών, δεν υπερβαίνει όμως τας (τεσσαράκοντα χιλιάδας) δραχμάς. Τα ανωτέρω εντός ( ) ποσά των δέκα και τεσσαράκοντα χιλιάδων δραχμών ηυξήθησαν αντιστοίχως εις είκοσι και ογδοήκοντα χιλιάδας δια των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 1 Π.Δ. 57 της 19/23 Ιαν. 1974 (ΦΕΚ Α' 20). Έναρξις ισχύος μετά 20 ημέρας από της δημοσιεύσεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Εν συνεχεία ηυξήθησαν εις 30.000 και 250.000 από 1 Μαΐου 1977 δια του Π.Δ. 242 της 14/18 Μαρτ. 1977 (ΦΕΚ Α' 85). Τα ανωτέρω ποσά αυξήθηκαν αντίστοιχα σε εκατό χιλιάδες και πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές με την παρ. 3 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/13-15 Σεπτ. 1983 (ΦΕΚ Α' 126), του οποίου η ισχύς σύμφωνα με το άρθρ. 2 αυτού αρχίζει την 1 Νοεμ. 1983. Σελ.8,02 Τεύχος 1399 Σελ. 2 Με το άρθρ. 1 Νόμ. 1478/25-26 Σεπτ. 84 (ΦΕΚ Α' 145) (κατωτ. αριθ. 12) το ποσό των 500.000 δραχμ. που είχε οριστεί με την παρ. 3 Άρθρον 166 (168 α.ν. 44/67) Από της προς εγγυοδοσίαν καταθέσεως χρημάτων ή τίτλων παραστατικών αξίας ο υπέρ ου η εγγύησις αποκτά επί τούτων δικαίωμα ενεχύρου υπέρ της απαιτήσεως δι' ην η εγγύησις. Σελ. 28(α) Τεύχος 432-Σελ. 22 Άρθρον 167 (169 α.ν. 44/67, 13.3 ν.δ. 958/71) Εάν μετά την χορήγησιν της εγγυήσεως καταδειχθή ότι αύτη είναι ανεπαρκής ή προκύψουν νέα γεγονότα δικαιολογούντα την αντικατάστασιν ταύτης, δύναται να ζητηθή συμπλήρωσις ή αντικατάστασις κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., υπό του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου, επί εγγυοδοσίας διαταχθείσης υπό τούτου. Η περί τούτου αίτησις δεν αναστέλλει την πρόοδον της κυρίας δίκης. Άρθρον 168 (170 α.ν. 44/67) Εάν παύση η αιτία δι' ην εδόθη η εγγύησις, αίρεται αύτη, επελθούσης δε της περιπτώσεως δι' ην εδόθη, αύτη καταπίπτει υπέρ εκείνου υπέρ του οποίου εδόθη. Περί τούτων αποφαίνεται κατά την διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων το μονομελές πρωτοδικείον ή το ειρηνοδικείον δια τας υπ' αυτού διαταχθείσας εγγυήσεις. Άρθρον 169 (171 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον κατ' αίτησιν του εναγομένου ή του καθ' ου ησκήθη κυρία παρέμβασις ή ένδικον μέσον δύναται να υποχρεώση τον ενάγοντα ή κυρίως παρεμβαίνοντα ή τον ασκήσαντα ένδικον μέσον εις εγγυοδοσίαν δια τα έξοδα της ενώπιόν του διαδικασίας, εάν κατά την κρίσιν του υπάρχη προφανής κίνδυνος ότι η ενδεχομένη καταδίκη αυτού εις τα έξοδα δεν θα καταστή δυνατόν να εκτελεσθή. Άρθρον 170 (172 α.ν. 44/67) Η κατά το άρθρον 169 εγγυοδοσία δεν επιβάλλεται 1)εάν ο ενάγων ή κυρίως παρεμβαίνων ή ο ασκήσας ένδικον μέσον έτυχε του ευεργετήματος της πενίας, 2)επί ανταγωγής, 3)επί γαμικών διαφορών, επί διαφορών αναφερομένων εις τας σχέσεις γονέων και τέκνων και εν γένει επί μη περιουσιακών διαφορών, 4)επί διαφορών περί διατροφής, 5)επί διαφορών εκ συναλλαγματικών ή άλλων τίτλων εις διαταγήν, 6)επί εργατικών διαφορών και επί διαφορών εξ αμοιβών δια την παροχήν εργασίας. Άρθρον 171 (173 α.ν. 44/67) Ο εναγόμενος ή ο καθ' ου ησκήθη κυρία παρέμβασις μέχρι της καταθέσεως της διαταχθείσης εγγυήσεως δεν υποχρεούται να απαντήση εις την αγωγήν ή την κυρίαν παρέμβασιν. Το δικαστήριον μέχρι της καταθέσεως της διαταχθείσης εγγυήσεως λόγω ασκήσεως ενδίκου μέσου δεν προβαίνει εις την συζήτησιν αυτού. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 172 (174 α.ν. 44/67) Μετά παρέλευσιν απράκτου της ταχθείσης προς δόσιν της εγγυήσεως προθεσμίας το δικαστήριον αιτήσει του αιτήσαντος την εγγύησιν αποφαίνεται ανακληθείσαν την αγωγήν ή την κυρίαν παρέμβασιν ή το ένδικον μέσον. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ΄ Δικαστικά έξοδα Άρθρον 173 (175 α.ν. 44/67, 14.1 ν.δ. 958/71) 1.Ο κυρίαν ή παρεμπίπτουσαν δίκην προκαλών προκαταβάλει τα τέλη των κατά την δίκην ταύτην συζητήσεων. 2.Ο προσβάλλων απόφασιν δι' ενδίκου μέσου προκαταβάλει τα τέλη της πρώτης επ' αυτού συζητήσεως. 3.Ο προκαλών διαδικαστικήν πράξιν διάδικος προκαταβάλει τα έξοδα και τα τέλη αυτής. 4.Επί δικών περί διατροφής ο εκ του νόμου ή εκ δικαιοπραξίας υπόχρεος προς παροχήν αυτής προκαταβάλει και τα κατά την κρίσιν του δικαστού έξοδα και τέλη του ενάγοντος μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων δραχμών. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε τριάντα χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 1 άρθρ. 2 Π.Δ. 278/27 Ιουλ.-5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 141). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε από 30.000 δραχμ. σε 50.000 δραχμ., από 16 Σεπτ. 1993, από την παρ. 3 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88) τόμ. 8 σελ. 84, 243. Άρθρον 174 (176 α.ν. 44/67, 14.2 ν.δ. 958/71) 1.Όταν τα προκαταβλητέα έξοδα και τέλη διαδικαστικής πράξεως ή συζητήσεως δεν είναι ακριβώς καθωρισμένα υπό του νόμου, καθορίζει ταύτα ο δικαστής ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δίκη, και, επί πολυμελούς δικαστηρίου, ο πρόεδρος δια πράξεώς του γραφομένης επί της αιτήσεως και κοινοποιουμένης εις τον υπόχρεον προς προκαταβολήν. 2.Η απόδειξις της κατά το άρθρον 173 γενομένης προκαταβολής των τελών και εξόδων πρέπει να προσάγεται εις τον γραμματέα κατά την συζήτησιν της υποθέσεως ή κατά την επιχείρησιν της πράξεως. άρθρ. 1 Π.Δ. 354/83, αυξήθηκε σε 1.000.000 δραχμ. Σύμφωνα με το άρθρ. 32 άνω Νόμου οι διατάξεις άνω άρθρου ισχύουν από 1 Μαρτίου 1985. Το ποσό των 100.000 δραχμών που είχε ορισθεί με την παρ. 3 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/83, ως κατώτατο όριο της λόγω ποσού αρμοδιότητας των Μον. Πρωτ/κείων, αυξήθηκε σε 300.000 δραχμές με το άρθρ. 1 Π.Δ. 468/1-8 Δεκ. 1987 (ΦΕΚ Α' 217). Τα ποσά των 300.000 δραχμ. αυξήθηκαν σε 600.000 δραχμ. και του 1.000.000 δραχμ. σε 2.000.000 δραχμ., από 16 Σεπτ. 1993, από την παρ. 2 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Το ποσό των 2.000.000 δραχμών που είχε ορισθεί ως ανώτατο όριο αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου από την παρ. 2 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α' 88), αυξήθηκε σε 3.000.0000 δραχμές από την παρ. 1 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, (κατωτ. αριθ. 26). 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Το ποσό των 2.000.000 δρχ., που είχε οριστεί ως ανώτατο όριο αρμοδιότητας των Μονομελών Πρωτοδικείων από την παρ. 2 άρθρ. 7 του Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α' 88), αυξήθηκε σε 5.000.000 δρχ. από την παρ. 1 άρθρ. 9 Νόμ. 2225/20-20 Ιουλ. 1994 (ΦΕΚ Α' 121) που τροποποίησε την παρ. 2 άρθρ. 7 του Νόμ. 2207/1994 (ΦΕΚ Α 65). Το ποσό των 600.000 δραχμ. που είχε ορισθεί ως κατώτατο όριο αρμοδιότητας Μον. Πρωτ/κείου από 16 Σεπτ. 1995 αυξήθηκε σε ένα εκατομμύριο από την παρ. 3 της 40320/14-23 Ιουν. 1995 (ΦΕΚ Β' 552) απ. Υπ. Δικαιοσύνης. Το ποσό των 5.000.000 δρχ. που είχε οριστεί ως ανώτατο όριο αρμοδιότητας των Μονομελών Πρωτοδικείων με την παρ. 1 του άρθρ. 9 του Νόμ. 2225/94 αυξήθηκε σε 8.000.000 δρχ. από την 6914/19-30 Μαΐου 1997 (ΦΕΚ Β' 443), απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης, της οποίας η ισχύς αρχίζει από 1.1.1998. Το ποσό του 1.000.000 δραχμών που είχε ορισθεί ως κατώτατο όριο και το ποσό των 8.000.000 δραχμών που είχε ορισθεί ως ανώτατο όριο αρμοδιότητας Μον.Πρωτ/κείου, αυξήθηκαν σε 2.000.000 και 15.000.000 δραχμές αντίστοιχα με την περίπτ.β΄ της 91756/14-15 Σεπτ. 2000 (ΦΕΚ Β΄1150) απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης Το ποσό των 2.000.000 δραχμών ή πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ, που είχε οριστεί ως κατώτατο όριο και το ποσό των 15.000.000 δραχμών ή σαράντα τεσσάρων χιλιάδων (44.000) ευρώ, που είχε οριστεί ως ανώτατο όριο αρμοδιότητας Μον. Πρωτ., αυξήθηκαν από 1ης Οκτ. 2003 σε δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ και ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ, αντίστοιχα με την περίπτ.β΄ της με αριθ.125804/30 Ιουλ.-1 Αυγ.2003 (ΦΕΚ Β΄1072), απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης, (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄1173/20 Αυγ.2003). (Αντί για τη σελ.9(ιβ) Σελ.9(ιγ) Τεύχος 1399 Σελ. 3 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρ.15. (15 Α.Ν. 44/67, 2.2. Ν.Δ. 958/71).Εις την αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται άνευ διακρίσεως της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς: 1)αι διαφοραί εξ επιμόρτου αγροληψίας αι αφορώσαι εις την παράδοσιν ή την δι' οιονδήποτε λόγον απόδοσιν της χρήσεως του μισθίου, 2)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις ζημίας δένδρων, κλημάτων, καρπών, σπαρτών, ριζών και φυτών εν γένει αι γενόμεναι δια παρανόμου βοσκής ζώων ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον, 3)αι διαφοραί αι προκύπτουσαι εκ των διατάξεων των άρθρ. 1003 έως 1009, 1018 έως 1020 και 1023 έως 1031 του Αστικού Κώδικος, ως και αι αναφερόμεναι εις τας εκ παραβάσεως τούτων προκυπτούσας ζημίας, 4)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις τον καθορισμόν των αποστάσεων των επιβαλλομένων υπό των νόμων και των κανονισμών ή των επιτοπίων συνηθειών δια την φύτευσιν δένδρων ή φυτειών ή την ανέγερσιν φρακτών ή τάφρων, 5)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις παρεμπόδισιν της ελευθέρας χρήσεως οδών και ατραπών και εις τας εκ ταύτης ζημίας, 6)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις την χρήσιν του ρέοντος ύδατος ή την παρεμπόδισιν της χρήσεως αυτού, 7)αι διαφοραί αι προκύπτουσαι εκ των διατάξεων των άρθρ. 834 έως 839 του Αστ. Κώδικος, 8)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις απαιτήσεις των εν άρθρ. 834 και 839 του Αστ. Κώδικος προσώπων ή των καθολικών αυτών διαδόχων, κατά των πελατών αυτών ή των καθολικών διαδόχων των, 9)αι διαφοραί εκ συμβάσεως μεταφοράς προσώπων δι' οιουδήποτε μέσου ως προς τας εξ αυτής απαιτήσεις των μεταφορέων ή πρακτόρων ή των καθολικών διαδόχων αυτών, 10)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις τας απαιτήσεις των σωματείων και των συνεταιρισμών κατά των μελών αυτών ή των καθολικών αυτών διαδόχων, δια την οφειλομένην εις αυτά εισφοράν, ως και δια τας απαιτήσεις των μελών ή των καθολικών αυτών διαδόχων, προς χρηματικήν ή άλλην παροχήν κατά των σωματείων και των συνεταιρισμών, 11)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις απαιτήσεις των δικηγόρων δια τας αμοιβάς και τα έξοδα αυτών, εφ' όσον πρόκειται περί υπηρεσιών παρασχεθεισών εις δίκας ενώπιον του ειρηνοδικείου ή πταισματοδικείου, ή των καθολικών διαδόχων αυτών, 12)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα των ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή διαιτητών εξετασθέντων μαρτύρων, ως και των οπωσδήποτε διορισθέντων ερμηνέων, μεσεγγυούχων και φυλάκων ή των καθολικών διαδόχων πάντων τούτων, 13)αι διαφοραί αι προκύπτουσαι εκ πωλήσεως ζώων λόγω πραγματικών ελαττωμάτων ή ελλείψεως συμφωνηθεισών ιδιοτήτων, 14)(Καταργήθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 8 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243). (Μετά τη σελ. 10(ι) Σελ. 10,001 Τεύχος 1212-Σελ. 3 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρ.16. (16 Α.Ν. 44/67, 2.3 και 4 Ν.Δ. 958/71).-Εις την αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνη τας (τεσσαράκοντα χιλιάδας) δραχμάς: Το ανωτέρω εντός ( ) ποσόν των τεσσαράκοντα χιλιάδων δραχμών ηυξήθη εις ογδοήκοντα χιλιάδας, δια της παρ. 3 του άρθρ. 1 Π.Δ. 57 της 19/23 Ιαν. 1974 (ΦΕΚ Α' 20). Έναρξις ισχύος μετά 20 ημέρας από της δημοσιεύσεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Εν συνεχεία ηυξήθη εις δρχ. 250.000 από 1 Μαΐου 1977 δια του Π.Δ. 242 της 14/18 Μαρτ. 1977 (ΦΕΚ Α' 85). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές με την παρ. 4 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/13-15 Σεπτ. 1983 (ΦΕΚ Α' 126), του οποίου η ισχύς σύμφωνα με το άρθρ. 2 αυτού αρχίζει την 1 Νοεμ. 1983. Με το άρθρ. 1 Νόμ. 1478/25-26 Σεπτ. 84 (ΦΕΚ Α΄ 145) (κατωτ. αριθ. 12) το ποσό των 500.000 δραχμ. που είχε οριστεί με την παρ. 4 Άρθρον 175 (177 α.ν. 44/67) Ο εις προκαταβολήν των τελών και εξόδων υπόχρεος, παραλείπων ταύτην, λογίζεται μη εμφανιζόμενος. Άρθρον 176 (178 α.ν. 44/67) Ο ηττώμενος καταδικάζεται εις την πληρωμήν των εξόδων. Ως ηττώμενος θεωρείται και εκείνος του οποίου απερρίφθη η αίτησις κατά το μη ομολογηθέν ή αναγνωρισθέν υπό του αντιδίκου μέρος. Άρθρον 177 (179 α.ν. 44/67) Εάν ο εναγόμενος δεν προεκάλεσε δια της στάσεώς του την άσκησιν της αγωγής και ευθύς μετά την άσκησιν αποδέχεται ταύτην ή ομολογή πλήρως την βάσιν αυτής, τα έξοδα επιβάλλονται εις βάρος του ενάγοντος. Άρθρ. 178 (180 α.ν. 44/67) "1. Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός." Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.2 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109) ,κατωτ.αριθ.31. 2.Κατά τας περιπτώσεις της § 1 ο δικαστής δύναται να επιβάλη το σύνολον των εξόδων εις βάρος του ενός μόνον των διαδίκων, εάν το απορριφθέν μέρος της αιτήσεως του ετέρου διαδίκου είναι ελάχιστον και δεν έδωκεν αφορμήν εις επαύξησιν των εξόδων ή εάν ο καθορισμός του μεγέθους της απαιτήσεως εξηρτάτο εκ της κρίσεως του δικαστού ή εκ της εκτιμήσεως πραγματογνωμόνων. «Άρθρον 179 (181 α.ν. 44/67, 14.3 ν.δ. 958/71) Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής." Το άρθρ.179 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2 άρθρ.2 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109) ,κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 180 (182 α.ν. 44/67) 1.Πλείονες, ομόδικοι ή μη, καταδικασθέντες εις πληρωμήν των εξόδων, ενέχονται κατ' ίσα μέρη. Δύναται όμως κατά την κρίσιν του δικαστηρίου να γίνη κατανομή των εξόδων επί τη βάσει του εις έκαστον αναλογούντος μεριδίου επί του επιδίκου αντικειμένου. 2.Τα έξοδα της κατ' αίτησιν ενός των ομοδίκων ενεργηθείσης ιδιαιτέρας πράξεως ή προκληθείσης ιδιαιτέρας διαδικασίας επιβάλλονται αποκλειστικώς εις βάρος αυτού. 3.Εάν πλείονες κατεδικάσθησαν ως εις ολόκληρον συνοφειλέται, ενέχονται εις ολόκληρον και προς πληρωμήν των εξόδων, αν δεν ορίζεται άλλως εν τη αποφάσει, επιφυλασσομένης της διατάξεως της § 2. (Αντί για τη σελ. 29(γ) Σελ. 29(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 13 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 181 (183 α.ν. 44/67) 1.Επί κυρίας παρεμβάσεως τα έξοδα της κυρίας δίκης και της παρεμβάσεως, εάν αύτη γίνη δεκτή, επιβάλλονται κατ' ίσα μέρη εις βάρος των αρχικών διαδίκων. 2.Εάν η κυρία παρέμβασις απορριφθή ως απαράδεκτος ή άκυρος, ο παρεμβαίνων καταδικάζεται εις τα εκ της ασκήσεως αυτής προκληθέντα έξοδα των αρχικών διαδίκων. 3.Εάν η κυρία παρέμβασις απορριφθή κατ' ουσίαν, τα έξοδα αυτής επιβάλλονται εις βάρος του παρεμβαίνοντος, τα δε έξοδα της κυρίας δίκης επιβάλλονται κατ' ίσα μέρη εις βάρος του παρεμβαίνοντος και του ηττωμένου αρχικού διαδίκου. 4.Αι διατάξεις των άρθρων 178 έως 180 εφαρμόζονται και εν προκειμένω. Άρθρον 182 (184 α.ν. 44/67) 1.Επί προσθέτου παρεμβάσεως τα εξ αυτής προκληθέντα έξοδα επιβάλλονται, εν περιπτώσει μεν νίκης του υπέρ ου η παρέμβασις διαδίκου εις βάρος του αντιδίκου, εν περιπτώσει δε ήττης αυτού ή εις πάσαν άλλην περίπτωσιν εις βάρος του προσθέτως παρεμβαίνοντος. 2.Αι διατάξεις των άρθρων 178 έως 180 εφαρμόζονται και εν προκειμένω. 3.Καθ’ ας περιπτώσεις ο προσθέτως παρεμβαίνων θεωρείται ως ομόδικος εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 180. Άρθρον 183 (185 α.ν. 44/67) Τα εκ της ασκήσεως και εκδικάσεως ενδίκου μέσου προκληθέντα έξοδα επιβάλλονται, εν περιπτώσει μεν απορρίψεως αυτού εις βάρος του ασκήσαντος τούτου διαδίκου, εν περιπτώσει δε παραδοχής αυτού εις βάρος του ηττωμένου διαδίκου, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 176 έως 182. Άρθρον 184 (186 α.ν. 44/67) Τα έξοδα της κατ’ ερήμην δίκης και τα εκ της αναβολής της συζητήσεως ή επιχειρήσεως διαδικαστικής πράξεως προκληθέντα επιβάλλονται εις βάρος του κατ’ ερήμην δικασθέντος ή ζητήσαντος την αναβολήν διαδίκου. Εάν η ερημοδικία εθεωρήθη άκυρος ή η αναβολή προεκλήθη εξ υπαιτιότητος του αντιδίκου, τα έξοδα επιβάλλονται εις βάρος αυτού. Σελ. 30(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 14 Άρθρον 185 (187 α.ν. 44/67) Τα έξοδα δύνανται να επιβληθούν εν όλω ή εν μέρει εις βάρος του νικήσαντος διαδίκου 1)εάν κατά την κρίσιν του δικαστού ο διάδικος ούτος παρέβη το καθήκον αληθείας, 2)εάν βραδέως προέβαλε μέσον επιθέσεως ή αμύνης ή βραδέως προσήγαγεν αποδεικτικόν μέσον, καίτοι κατά την κρίσιν του δικαστού ηδύνατο να προβάλη ή να προσαγάγη τούτο ενωρίτερον, 3)εάν εγένετο υπαίτιος της ακυρότητος διαδικαστικής πράξεως ή συζητήσεως. Άρθρον 1 (1 α.ν. 44/67) Εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α)αι ιδιωτικού δικαίου διαφοραί εφ' όσον δια νόμου δεν υπάγονται εις άλλα δικαστήρια, β)αι δια νόμου εις αυτά υπαγόμεναι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, γ)αι δια νόμου εις αυτά υπαγόμεναι υποθέσεις δημοσίου δικαίου και δ)αι διοικητικαί διαφοραί αι μη υπαγόμεναι εις την δικαιοδοσίαν διοικητικών δικαστηρίων. Με την παρ. 3 άρθρ. 51 Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α 207), τόμ. 6 σελ. 162,13, καθορίστηκαν ενδεικτικά οι ναυτικές διαφορές που υπάγονται στην δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Για την εκδίκαση των ναυτικών αυτών διαφορών του Νομού Αττικής συστήθηκαν με τις παρ. 1, 2 και 4 έως 8 του ιδίου άρθρ. 1 Π.Δ. 354/83, αυξήθηκε σε 1.000.000 δραχμ. Σύμφωνα με το άρθρ. 32 άνω Νόμου οι διατάξεις άνω άρθρου ισχύουν από 1 Μαρτίου 1985. Με το εδάφ. α' της παρ. 2 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, (κατωτ. αριθ. 26), το ανωτέρω ποσό του 1.000.000 δραχμών, που ορίστηκε από το άρθρ. 1 Νόμ. 1478/1984, αυξήθηκε σε 5.000.000 δραχμές. 1)αι διαφοραί εκ μισθώσεως πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή εξ επιμόρτου αγροληψίας αι μη υπαγόμεναι εις την αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, 2)αι διαφοραί εκ παροχής εξηρτημένης εργασίας ή και εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας εξ αφορμής αυτής μεταξύ εργαζομένων ή των διαδόχων των ή των κατά νόμον δικαιουμένων εκ της παροχής της εργασίας των και των εργοδοτών ή των διαδόχων αυτών, 3)αι διαφοραί εκ παροχής εξηρτημένης εργασίας ή και εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας εξ αφορμής αυτής μεταξύ των από κοινού εργαζομένων παρά τω αυτώ εργοδότη, 4)αι διαφοραί μεταξύ επαγγελματιών ή βιοτεχνών προς αλλήλους ή μεταξύ αυτών και των πελατών αυτών εκ της παροχής εργασίας ή ειδών υπ' αυτών κατασκευασθέντων, 5)αι διαφοραί εκ συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή εκ διατάξεων εξομοιουμένων προς διατάξεις συλλογικής συμβάσεως μεταξύ των υπαγομένων εις αυτάς ή μεταξύ άλλων και τρίτων, 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 6)αι διαφοραί μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως και των εις αυτούς ησφαλισμένων ή των διαδόχων αυτών ή των κατά νόμον δικαιουμένων εκ της σχέσεως ασφαλίσεως, Βλ. ήδη για την αρμοδιότητα της άνω παρ.6, παρ.α΄ άρθρ.7 Νόμ.702/1978 (ΦΕΚ Α΄268), τόμ.6 σελ.104,33 και άρθρ.1 Π.Δ.341/1978 (ΦΕΚ Α΄716), τόμ.6 σελ.104,51. 7)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις αμοιβάς, αποζημιώσεις και έξοδα δικηγόρων πλην των εν άρθρ. 15 αριθ. 11, συμβολαιογράφων, νομίμως διωρισμένων δικολάβων, αμίσθων δικαστικών κλητήρων, ιατρών, οδοντιάτρων, διπλωματούχων μαιών, κτηνιάτρων, διπλωματούχων ανωτάτων και ανωτέρων σχολών μηχανικών και χημικών, νομίμως διωρισμένων μεσιτών, ή των καθολικών διαδόχων πάντων τούτων, οπωσδήποτε και αν χαρακτηρίζεται η σχέσις εκ της οποίας αύται προκύπτουν και αδιαφόρως της υπάρξεως ή μη συμφωνίας περί καθορισμού της αμοιβής ή του τρόπου καταβολής αυτής, 8)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις απαιτήσεις διαιτητών, εκτελεστών διαθηκών διαχειριστών επί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους ή διαχειριστών διοριζομένων υπό δικαστικής αρχής, εκκαθαριστών εταιριών ή νομικών προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδόχων πάντων τούτων δια τας αμοιβάς και τα έξοδα αυτών, διαφόρως της υπάρξεως ή μη συμφωνίας περί καθορισμού της αμοιβής ή του τρόπου καταβολής αυτής, 9)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις το ποσοστόν ή την καταβολήν του ασφαλίστρου, «10)Οι διαφορές που αφορούν τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται εξαιτίας, γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας και της διατροφής της μητέρας από την κληρονομική μερίδα που είχε επαχθεί στο τέκνο που αυτή κυοφορεί». Η περίπτ. 10 αντικαταστάθηκε ως άνω από το Άρθρον 186 (188 α.ν. 44/67) 1.Υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί κλητήρες, πληρεξούσιοι ή αντιπρόσωποι των διαδίκων, μάρτυρες και πραγματογνώμονες δύνανται να καταδικασθούν εις την πληρωμήν των εξόδων κατ’ αίτησιν των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως α)όταν εκ βαρείας αμελείας ή εκ δόλου εγένοντο υπαίτιοι της ακυρότητος διαδικαστικής πράξεως ή συζητήσεως ή της αναβολής ταύτης ή επροξένησαν περιττά έξοδα και β)όταν ορίζεται τούτο ρητώς υπό του νόμου. 2.Κατά της αποφάσεως συγχωρείται ανακοπή κατά τα άρθρα 583 επόμ. Άρθρον 187 (189 α.ν. 44/67) Επιφυλασσομένης αντιθέτου συμφωνίας των ενδιαφερομένων, τα έξοδα του δικαστικού συμβιβασμού βαρύνουν τους διαδίκους εξ ημισείας, τα δε έξοδα της δι’ αυτού καταργηθείσης δίκης συμψηφίζονται. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 188 (190 α.ν. 44/67) 1.Επί ανακλήσεως διαδικαστικής πράξεως ή παραιτήσεως από ταύτης ή από της όλης δίκης τα έξοδα επιβάλλονται εις βάρος του ανακαλούντος ή παραιτουμένου διαδίκου. 2.Επί αποδοχής της αγωγής ή ενδίκου μέσου τα έξοδα της δια της αποδοχής περατουμένης δίκης επιβάλλονται εις βάρος του αποδεχομένου διαδίκου, επιφυλασσομένης της διατάξεως του άρθρου 177. Άρθρον 189 (191 α.ν. 44/67) 1.Μόνον τα αναγκαία προς διεξαγωγήν και υπεράσπισιν της δίκης δικαστικά και εξώδικα έξοδα αποδίδονται, ιδία δε α)τα τέλη χαρτοσήμου δια την σύνταξιν των αποφάσεων, των δικογράφων, των δικαστικών εκθέσεων και άλλων εγγράφων της δίκης και δια την επιχείρησιν των διαδικαστικών πράξεων, β)το τέλος δικαστικού ενσήμου, γ)η κατά τας ισχυούσας διατιμήσεις αμοιβή των δικηγόρων ή άλλων δικαστικών πληρεξουσίων και των δικαστικών υπαλλήλων, δ)τα κατά τας ισχυούσας διατιμήσεις εις τους μάρτυρας λόγω εξόδων και αποζημιώσεως και εις τους πραγματογνώμονες λόγω εξόδων και αμοιβής καταβαλλόμενα ποσά, ε)τα δια την προσαγωγήν άλλων αποδεικτικών μέσων καταβληθέντα ποσά και τα προς εμφάνισιν του διαδίκου εν τη δίκη γενόμενα έξοδα ταξειδίου, ως και τα έξοδα αλληλογραφίας. 2.Δεν αποδίδονται τα έξοδα τα γενόμενα α)εξ ιδίας απειθείας, απροσεξίας ή εξ ιδίου σφάλματος του διαδίκου, β)εξ υπερβαλλούσης προνοίας αυτού. Άρθρον 190 (192 α.ν. 44/67) 1.Δια τον προσδιορισμόν και την εκκαθάρισιν της ποσότητος των αποδοτέων εξόδων έκαστος των διαδίκων οφείλει να επισυνάπτη εις την δικογραφίαν μέχρι της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κατάλογον των εξόδων και να φέρη μέχρι πέρατος της συζητήσεως τας παρατηρήσεις του επί του παρά του αντιδίκου υποβαλλομένου καταλόγου εξόδων. 2.Ο κατά την § 1 κατάλογος δύναται να περιληφθή και εις τας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτησιν υποβαλλομένας προτάσεις. 3.Δια την εκκαθάρισιν των εξόδων αρκεί πιθανολόγησις. (Μετά τη σελ.30(δ) Σελ. 30,01 Τεύχος 1352 Σελ. 15 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 191 (193 α.ν. 44/67, 14.4 ν.δ. 958/71) 1.Το δικαστήριον αποφαινόμενον οριστικώς εν όλω ή εν μέρει επί κυρίας ή παρεμπιπτούσης δίκης πρέπει, εφ’ όσον υπεβλήθη ο κατά το άρθρον 190 κατάλογος, να περιλάβη εν τη αποφάσει διάταξιν περί της υποχρεώσεως προς πληρωμήν των εξόδων καθορίζον και το ποσόν αυτών. 2.Εάν δεν υποβληθή κατάλογος εξόδων, το δικαστήριον προβαίνει εις την εκκαθάρισίν των, εάν περί της επιδικάσεως τούτων υπεβλήθη αίτημα. 3.Εάν η απόφασις δεν περιέχη διάταξιν περί των εξόδων, δύναται να υποβληθή αίτησις περί τούτου ενώπιον του αυτού δικαστηρίου. Άρθρον 192 (194 α.ν. 44/67, 14.5 ν.δ. 958/71) Επί αποδοχής ή ανακλήσεως διαδικαστικής πράξεως ή παραιτήσεως από ταύτης ή από της όλης δίκης, εάν εκδίδεται οριστική απόφασις, εφαρμόζονται τα εν άρθρω 191 οριζόμενα, άλλως η εκκαθάρισις των εξόδων γίνεται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 679 επ. υπό του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου δια τας ενώπιον αυτού διεξαγομένας δίκας. Άρθρον 193 (195 α.ν. 44/67) Προσβολή της αποφάσεως δι’ ενδίκου μέσου ως προς τα έξοδα δεν συγχωρείται εάν δεν περιλαμβάνη και την ουσίαν της υποθέσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ΄ Ευεργέτημα πενίας. Άρθρον 194 (196 α.ν. 44/67, 15.1 ν.δ. 958/71) 1.Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται εις εκείνον ο οποίος δεν δύναται αποδεδειγμένως να καταβάλη τα έξοδα της δίκης χωρίς εκ τούτου να περιορισθούν τα προς διατροφήν αυτού και της οικογενείας του απαραίτητα μέσα. 2.Το ευεργέτημα της πενίας δύναται να παρασχεθή και εις κοινωφελή ή μη επιδιώκοντα κερδοσκοπικούς σκοπούς νομικά πρόσωπα, ως και εις ομάδας προσώπων εχούσας την ικανότητα να είναι διάδικοι, εάν αποδεικνύεται ότι δια της καταβολής των εξόδων της δίκης καθίσταται αδύνατος ή προβληματική η εκπλήρωσις του σκοπού αυτών. 3.Η διάταξις της § 2 εφαρμόζεται και επί ομoρρύθμων ή ετερορρύθμων εταιριών ή επί συνεταιρισμών, εφ’ όσον η καταβολή των εξόδων δεν δύναται να γίνη ούτε εκ του ταμείου αυτών ούτε παρά των μελών άνευ περιορισμού των προς διατροφήν αυτών και της οικογενείας των απαραιτήτων μέσων. 4.Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται μόνον εφ’ όσον η δίκη δεν εμφανίζεται ως προφανώς άδικος ή ασύμφορος. άρθρ. 34 Νόμ. 1329/15-18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α' 25), τόμ. 7 σελ. 192,03. 11)αι διαφοραί αι αναφερόμεναι εις τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα των οπωσδήποτε διορισθέντων πραγματογνωμόνων, διαιτητών πραγματογνωμόνων και εκτιμητών ή των καθολικών διαδόχων τούτων. (Αντί για τη σελ. 10,01(ζ) Σελ. 10,01(η) Τεύχος 1399 Σελ. 5 «12)αι διαφοραί αι αφορώσαι απαιτήσεις αποζημιώσεις οιασδήποτε μορφής δια ζημίας αι οποίαι προεκλήθηκαν εξ αυτοκινήτου μεταξύ των δικαιουμένων ή των διαδόχων των και των εις αποζημίωσιν υποχρέων ή των διαδόχων αυτών, ως και απαιτήσεις, εκ συμβάσεως ασφαλίσεως αυτοκινήτου μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των ησφαλισμένων ή των διαδόχων των». Η περίπτ. 12 προσετέθη δια του άρθρ. 1 Νόμ. 733/1977 (κατωτ. αριθ. 6). «13.Οι διαφορές από προσβολή της νομής ή κατοχής κινητών ή ακινήτων». Το εδάφ. 13, προστέθηκε από το εδάφ. β' της παρ. 2 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, (ΦΕΚ Α' 65), κατωτ. αριθ. 26. Άρθρον 195 (197 α.ν. 44/67) 1.Το ευεργέτημα της πενίας δύναται, συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου 194, να παρασχεθή και εις αλλοδαπούς υπό τον όρον της αμοιβαιότητος. 2.Εις πρόσωπα μη έχοντα αποδεδειγμένως ιθαγένειαν δύναται να παρασχεθή το ευεργέτημα της πενίας υφ’ ους όρους και εις τους ημεδαπούς. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 196 (198 α.ν. 44/67, 15.1 ν.δ. 958/71) 1.Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται, κατόπιν αιτήσεως, υπό του ειρηνοδίκου, του δικαστού μονομελούς πρωτοδικείου ή του προέδρου του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθή η δίκη, επί πράξεων δε μη σχετιζομένων προς δίκην τινά, υπό του ειρηνοδίκου της κατοικίας του αιτούντος. 2.Η αίτησις πρέπει να αναφέρη συνοπτικώς το αντικείμενον της δίκης ή της πράξεως, τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα δια την κυρίαν υπόθεσιν και τα στοιχεία εκ των οποίων προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 194. 3.Εις την αίτησιν πρέπει να επισυνάπτωνται α)πιστοποιητικόν εφ’ απλού του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητος της κατοικίας ή μονίμου διαμονής του αιτούντος περί της επαγγελματικής, οικονομικής και οικογενειακής καταστάσεως αυτού και βεβαιούν τα εν άρθρω 194 §§ 1 έως 3 οριζόμενα, β)πιστοποιητικόν εφ’ απλού του οικονομικού εφόρου της κατοικίας ή μονίμου διαμονής του αιτούντος βεβαιούν εάν κατά την τελευταίαν τριετίαν εγένετο υπ’ αυτού δήλωσις φόρου εισοδήματος, ως και παντός άλλου αμέσου φόρου και την συνεπεία ελέγχου εξακρίβωσιν αυτής και γ)κατά τας περιπτώσεις του άρθρου 195 § 1 πιστοποιητικόν εφ’ απλού του Υπουργείου Δικαιοσύνης βεβαιούν ότι συντρέχει ο όρος της αμοιβαιότητος. Άρθρον 197(199 α.ν. 44/67) 1.Κατά την εκδίκασιν της αιτήσεως δεν είναι υποχρεωτική η δια δικηγόρου παράστασις, δύναται δε να διαταχθή η κλήτευσις του αντιδίκου του αιτούντος. Δια την παραδοχήν της αιτήσεως αρκεί πιθανολόγησις, δύναται δε το δικαστήριον και αυτεπαγγέλτως να ζητήση και άλλας αποδείξεις, να εξετάση μάρτυρας, ως και τον αιτούντα, ανωμοτί ή ενόρκως, και να ζητήση πληροφορίας παρά του δικαστού της υποθέσεως ή και γνώμην δικηγόρου ότι η διεξαγωγή της δίκης δεν εμφανίζεται ως προφανώς άδικος ή ασύμφορος. 2.Ο δικάζων την αίτησιν δικαστής, διατάσσων την κλήτευσιν του αντιδίκου του αιτούντος, δύναται να ορίση ότι η περαιτέρω διαδικασία της εκδικάσεως της αιτήσεως θα γίνεται ατελώς. Άρθρον 198 (200 α.ν. 44/67) Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται κεχωρισμένως δι’ εκάστην δίκην και ισχύει εις πάντα βαθμόν δικαιοδοσίας και εις παν δικαστήριον, πε(Αντί της σελ. 31) Σελ. 31(α) Τεύχος 432-Σελ. 25 ριλαμβάνει δε και την αναγκαστικήν εκτέλεσιν της αποφάσεως. Άρθρον 199 (201 α.ν. 44/67) 1.Ο τυχών του ευεργετήματος της πενίας απαλλάσσεται προσωρινώς της υποχρεώσεως προς καταβολήν των εξόδων της δίκης και της διαδικασίας εν γένει και ιδία των τελών χαρτοσήμου, του τέλους δικαστικού ενσήμου, του τέλους του απογράφου και των προσαυξήσεων αυτών, των δικαιωμάτων των συμβολαιογράφων και των δικαστικών κλητήρων, μαρτύρων και πραγματογνωμόνων, της αμοιβής των δικηγόρων και άλλων δικαστικών πληρεξουσίων και της υποχρεώσεως προς εγγυοδοσίαν δια τα έξοδα ταύτα. 2.Δια της παρεχούσης το ευεργέτημα της πενίας αποφάσεως δύναται να ορισθή ότι ο πένης απαλλάσσεται προσωρινώς της προκαταβολής μέρους μόνον των ως άνω εξόδων. 3.Η παραχώρησις του ευεργετήματος της πενίας δεν έχει επίδρασιν επί της υποχρεώσεως προς πληρωμήν των εις τον αντίδικον επιδικαζομένων εξόδων. Άρθρον 200 (202 α.ν. 44/67) 1.Αιτήσει του διαδίκου ορίζονται δια της παρεχούσης το ευεργέτημα της πενίας αποφάσεως ή δια μεταγενεστέρας τοιαύτης είς δικηγόρος ή δικολάβος, είς συμβολαιογράφος και είς δικαστικός κλητήρ εντεταλμένοι την υπεράσπισιν του πένητος, την εκπροσώπησιν αυτού επί δικαστηρίου και την παροχήν της απαιτουμένης συνδρομής δια την επιχείρησιν των διαφόρων πράξεων. Ούτοι υποχρεούνται να δεχθούν την εντολήν ταύτην και να παρέχουν την συνδρομήν των εις τον πένητα άνευ αξιώσεως προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων. 2.Ο δια της αποφάσεως ορισμός δικηγόρου ή δικολάβου επέχει θέσιν παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητος εκ μέρους του πένητος εν τη υπό του άρθρου 97 καθοριζομένη εκτάσει, πλην αν δια της αποφάσεως, αιτήσει του πένητος, περιορίζεται ή επεκτείνεται αύτη. Άρθρον 201 (203 α.ν. 44/67, 15.2 ν.δ. 958/71) Το ευεργέτημα της πενίας αποσβέννυται δια του θανάτου του φυσικού προσώπου ή δια της διαλύσεως του νομικού προσώπου ή της εταιρίας ή άλλης ομάδος προσώπων. Πράξεις μη επιδεχόμεναι αναβολήν δύνανται να ενεργηθούν και μεταγενεστέρως επί τη βάσει του παρασχεθέντος ευεργετήματος. Άρθρον 202 (204 α.ν. 44/67) Το ευεργέτημα της πενίας δύναται να ανακληθή ή να περιορισθή δι’ αποφάσεως του αρμοδίου δικαστού κατόπιν προτάσεως του εισαγγελέως ή και αυτεπαγγέλτως, εφ’ όσον αποδεικνύεται ότι δεν συνέτρεχον, εξέλιπον ή μετεβλήθησαν αι προϋποθέσεις της παροχής αυτού. Σελ. 32(α) Τεύχος 432-Σελ. 26 Άρθρον 203 (205 α.ν. 44/67) 1.Η εκκαθάρισις των εξόδων της δίκης γίνεται, επί παροχής του ευεργετήματος της πενίας, κατά τα Άρθρ.17. (17 Α.Ν. 44/67).-«Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε:1)οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρ. 681 Β, καθώς και εκείνες που αφορούν τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης και την κατανομή των κινητών μεταξύ των συζύγων σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, 2)οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ' ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων και 3)οι διαφορές που αφορούν την ακύρωση αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σωματείων ή συνεταιρισμών». Το άρθρ. 17 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 8 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88) Τόμ. 8, σελ. 84,243. Βλ. και μεταβατικήν διάταξιν άρθρ. 19 Ν.Δ. 490/1974, (κατωτ. αριθ. 4). άρθρα 190 έως 193, περιλαμβανομένων και των προσωρινώς κατά το άρθρον 199 μη καταβληθέντων εξόδων. 2.Εάν δια της αποφάσεως τα έξοδα επιβληθούν εις βάρος του αντιδίκου του πένητος, η είσπραξις αυτών γίνεται ως προς μεν τα τέλη χαρτοσήμου, δικαστικού ενσήμου, απογράφου και αντιγράφου και των προσαυξήσεων αυτών κατά τον νόμον περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ως προς δε τα εις τον πένητα, τους δικηγόρους ή άλλους δικαστικούς πληρεξουσίους και εις τους λοιπούς δικαστικούς υπαλλήλους οφειλόμενα, ταύτα επιδικάζονται υπέρ αυτών και εισπράττονται κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως. Κατά τον αυτόν τρόπον γίνεται η είσπραξις των εξόδων, εάν ταύτα επιβληθούν εις βάρος του πένητος, ευθύς ως εκλείψουν εν όλω ή εν μέρει αι προϋποθέσεις της παροχής του ευεργετήματος της πενίας και βεβαιωθή τούτο κατά τον υπό του άρθρου 202 οριζόμενον τρόπον. Άρθρον 204 (206 α.ν. 44/67) Κατά διαδίκων ή νομίμων αντιπροσώπων οι οποίοι επέτυχον την παροχήν του ευεργετήματος της πενίας δι’ αναληθών δηλώσεων και στοιχείων επιβάλλεται υπό του αποφαινομένου την ανάκλησιν δικαστού χρηματική ποινή πεντακοσίων έως πέντε χιλιάδων δραχμών περιερχομένη εις το Ταμείον Νομικών, μη αποκλειομένης της υποχρεώσεως αυτών προς καταβολήν των ποσών των οποίων απηλλάγησαν, ως και της ποινικής διώξεως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ΄ Ποιναί. Άρθρον 205 (207 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δια της οριστικής αποφάσεώς του επιβάλλει αυτεπαγγέλτως εις τον διάδικον ή τον νόμιμον αντιπρόσωπόν του ή τον δικαστικόν πληρεξούσιον αυτού, αναλόγως της ευθύνης εκάστου, χρηματικήν ποινήν χιλίων έως δέκα χιλιάδων δραχμών περιερχομένην εις το Ταμείον Νομικών, εάν εκ της διεξαχθείσης δίκης προέκυψεν ότι εν γνώσει 1)ήσκησαν προφανώς αβάσιμον αγωγήν, ανταγωγήν, ή παρέμβασιν ή προφανώς αβάσιμον ένδικον μέσον ή 2)διεξήγαγον παρελκυστικώς την δίκην ή παρέβησαν τους κανόνας των χρηστών ηθών ή της καλής πίστεως ή το καθήκον αληθείας. Το ανωτέρω ποσό χρηματικής ποινής αυξήθηκε σε πέντε χιλιάδες ως πενήντα χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 2 άρθρ. 2 Π.Δ. 278/27 Ιουλ.-5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 141). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε 50.000 δραχμ. έως 300.000 δραχμ. από 16 Σεπτ. 1993, από την παρ. 4 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243). Άρθρον 206 (208 α.ν. 44/67) Ο δικαστής δύναται κατ’ αίτησιν τινός των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως να διατάσση την εκ των δικογράφων ή των προτάσεων των διαδίκων διαγραφήν εξυβριστικών ή άλλων αναρμόστων φράσεων και να απαγγέλλη δι’ ασυγγνώστους παραδρομάς και παραβάσεις, γενομένας εν τω ακροατηρίω, πειθαρχικάς ποινάς κατά υπαλλήλων της γραμματείας, συμβολαιογράφων και δικαστικών κλητήρων. Άρθρον 207 (16 ν.δ. 958/71) 1.Εάν κατά την ενέργειαν πράξεως επ’ ακροατηρίου ή εκτός του ακροατηρίου επισυμβή θόρυβος ή εκδηλωθή ανυπακοή εις ληφθέντα μέτρα ή δοθείσας διαταγάς, ο δικαστής, επί πολυμελούς δε δικαστηρίου ο πρόεδρος, δύναται να επιβάλη εις τον θορυβούντα ή τον παραβάτην είτε χρηματικήν ποινήν πεντήκοντα έως χιλίων δραχμών είτε την απομάκρυνσίν του εκ του τόπου της ενεργείας της πράξεως είτε κράτησιν 24 ωρών. Το ανωτέρω ποσό χρηματικής ποινής αυξήθηκε αντίστοιχα σε χίλιες ως πενήντα χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 3 άρθρ. 2 Π.Δ. 278/27 Ιουλ.-5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 141). Το ανωτέρω ποσό χρηματικής ποινής αυξήθηκε αντίστοιχα σε 10.000 δραχμ. και 100.000 δραχμ., από 16 Σεπτ. 1993, με την παρ. 5 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8 σελ. 84,243). 2.Εάν ο θορυβών ή παραβάτης είναι δικηγόρος, το δικαστήριον κατά τας επ’ ακροατηρίου συνεδριάσεις και κατά την ενέργειαν πράξεως εκτός του ακροατηρίου δύναται να εφαρμόση τα άρθρα 70, 71 και 73 του Κώδικος περί Δικηγόρων. 3.Αι ανωτέρω πράξεις υπόκεινται εις ανάκλησιν υπό του εκδόντος ταύτας. 4.Κατά τας επ’ ακροατηρίου συνεδριάσεις των δικαστηρίων εφαρμόζονται και τα άρθρα 116 και 117 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας. ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Απόπειρα Συμβιβασμού Άρθρον 208 (209 α.ν. 44/67) 1.Ο ειρηνοδίκης επί των υπ’ αυτού εκδικαζομένων υποθέσεων κατά την πρώτην επ’ ακροατηρίου συζήτησιν υποχρεούται προ πάσης συζητήσεως να προσπαθήση να συμβιβάση τους διαδίκους. Η συζήτησις επί της υποθέσεως προχωρεί μόνο εάν αποτύχη η απόπειρα προς συμβιβασμόν. Η παράλειψις ταύτης δεν επιφέρει απαράδεκτον ή ακυρότητα. 2.Ο ειρηνοδίκης δύναται να ζητήση την ενέργειαν της αποπείρας προς συμβιβασμόν παρ’ ειρηνοδίκου άλλης περιφερείας, εάν κρίνη ότι τούτο ενδείκνυται προς επιτυχίαν του συμβιβασμού. Άρθρον 209 (210 α.ν. 44/67) 1.Ο προτιθέμενος να ασκήση αγωγήν δύναται προ της καταθέσεως αυτής να ζητήση την συμβιβαστικήν επέμβασιν του κατά τόπον αρμοδίου ειρηνοδίκου προς εκδίκασιν της αγωγής και αν ούτος είναι καθ’ ύλην αναρμόδιος. Προς τούτο ή υποβάλλεται αίτησις προς τον ειρηνοδίκην εις την οποίαν πρέπει να αναγράφεται συνοπτικώς το αντικείμενον της διαφοράς ή εμφανίζονται αυθορμήτως οι ενδιαφερόμενοι ενώπιον αυτού. 2.Ο ειρηνοδίκης, υποβληθείσης αιτήσεως προς συμβιβασμόν, καλεί ενώπιον αυτού το ταχύτερον καθ’ ωρισμένην ημέραν και ώραν πάντας τους ενδιαφερομένους. Η πρόσκλησις του ειρηνοδίκου πρέπει να αναφέρη εν συντομία την διαφοράν. Εάν προσέλθουν αυθορμήτως πάντες οι ενδιαφερόμενοι, ο ειρηνοδίκης δύναται αμέσως να προβή εις συμβιβαστικήν επέμβασιν. Η συμβιβαστική επέμβασις του ειρηνοδίκου δεν είναι ανάγκη να γίνεται δημοσία, τηρούνται δε περί αυτής πρακτικά. 3.Εάν δεν εμφανισθή ο υποβαλών την αίτησιν, αύτη θεωρείται ως μηδέποτε υποβληθείσα και καταδικάζεται ούτος εις τα δικαστικά έξοδα. Εάν δεν εμφανισθή τις των κληθέντων, γίνεται περί τούτου μνεία εις τα πρακτικά και η συμβιβαστική επέμβασις του ειρηνοδίκου θεωρείται αποτυχούσα. Άρθρον 210 (211 α.ν. 44/67) 1.Ο ειρηνοδίκης κατά την απόπειραν προς συμβιβασμόν ή την συμβιβαστικήν επέμβασιν εξετάζει μετά των ενδιαφερομένων ολόκληρον την διαφοράν χωρίς να δεσμεύεται από το ισχύον δικονομικόν και ουσιαστικόν δίκαιον, εκτιμά ελευθέρως τα διάφορα πραγματικά περιστατικά και προσπαθεί να εξεύρη τρόπον συμβιβασμού. Ιδία (Αντί για τη σελ. 33(γ) Σελ. 33(δ) Τεύχος 1212-Σελ. 7 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 δικαιούται να διατάσση αυτοψίαν, πραγματογνωμοσύνην, την προσαγωγήν οιουδήποτε εγγράφου, την προσωπικήν εμφάνισιν των διαδίκων, δύναται δε να εξετάζη μάρτυρας και ανωμοτί και εν γένει να ενεργή πάσαν πράξιν προς διευκρίνισιν της διαφοράς. 2.Ο συμβιβασμός δύναται να αφορά ολόκληρον την διαφοράν ή και μέρος αυτής. 3.Ο ειρηνοδίκης δικαιούται άπαξ μόνον να αναβάλη την συζήτησιν επί του συμβιβασμού ή να ορίζη άλλην ημέραν και ώραν δια την συμβιβαστικήν επέμβασιν αυτού, αν θεωρή ότι είναι ούτω δυνατόν να επιτευχθή ο συμβιβασμός. Άρθρον 211 (212 α.ν. 44/67) 1.Εάν αμφισβητούνται ωρισμένα πραγματικά περιστατικά, ο συμβιβασμός δύναται να εξαρτηθή, εφ’ όσον συμφωνούν εις τούτο πάντες οι ενδιαφερόμενοι, εκ της δόσεως όρκου παρά τινος εξ αυτών. Ο όρκος πρέπει να δίδεται κατά την αυτήν συνεδρίασιν, εάν δε τούτο δεν είναι δυνατόν, ορίζεται αμέσως υπό του ειρηνοδίκου δικάσιμος κατά την οποίαν πρέπει να δοθή ο όρκος. 2.Εάν δεν δοθή ο όρκος, ο συμβιβασμός θεωρείται αποτυχών και ο μη δώσας τον όρκον καταδικάζεται εις τα δικαστικά έξοδα. Άρθρον 212 (213 α.ν. 44/67) 1.Περί των ενεργειών του ειρηνοδίκου προς συμβιβασμόν γίνεται εν συντομία μνεία, εις τα πρακτικά. 2.Εάν η απόπειρα του συμβιβασμού ή η συμβιβαστική επέμβασις αποτύχουν, γίνεται περί τούτου μνεία εις τα πρακτικά και σημειούται υπό του ειρηνοδίκου ο λόγος της αποτυχίας. 3.Εάν επιτευχθή συμβιβασμός, αναγράφονται λεπτομερώς εν τω πρακτικώ πάντες οι όροι υπό τους οποίους εγένετο ούτος. 4.Ο κατά τα άρθρα 208 και επόμενα γενόμενος συμβιβασμός έχει πάντα τα αποτελέσματα του δικαστικού συμβιβασμού. Άρθρ.18. (18 Α.Ν. 44/67).-Εις την αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται: 1)πάσαι αι διαφοραί δια τας οποίας δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία ή τα μονομελή πρωτοδικεία, 2)αι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφερείας αυτών. Άρθρον 213 (214 α.ν. 44/67) Απόπειρα προς συμβιβασμόν δεν γίνεται και η υποβληθείσα αίτησις περί συμβιβαστικής επεμβάσεως θεωρείται ως μηδέποτε υποβληθείσα, σημειουμένου τούτου εις τα πρακτικά, εάν δεν συντρέχουν αι κατά το ουσιαστικόν δίκαιον προϋποθέσεις δια το έγκυρον του συμβιβασμού. Άρθρον 214 (215 α.ν. 44/67) Η υποβολή αιτήσεως προς συμβιβαστικήν επέμβασιν του ειρηνοδίκου έχει πάσας τας συνεπείας της ασκήσεως αγωγής, εφ’ όσον αύτη ασκηθή εντός τριών μηνών από της αποτυχίας της συμβιβαστικής επεμβάσεως. Σελ. 34(δ) Τεύχος 1212-Σελ. 8 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας «Άρθρ.214Α. Με την παρ.2 άρθρ.3 Νόμ.2915/28-19 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31, ορίστηκε ότι όπου στο παρόν άρθρο αναγράφονται οι λέξεις «συμβιβαστική επίλυση διαφοράς», αντικαθίστανται με τις λέξεις «εξώδικη επίλυση διαφοράς». 1.Αγωγές, που έχουν ως αντικείμενο τις διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, για τις οποίες επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός, δεν μπορεί να συζητηθούν αν δεν προηγηθεί απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων. 2.Κατά τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής και τον ορισμό δικασίμου ο γραμματέας θέτει στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα ευδιάκριτη σφραγίδα ότι συζήτηση δεν επιτρέπεται αν δεν προηγηθεί απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. "3. Στην κλήση για συζήτηση πρέπει να περιλαμβάνεται και πρόσκληση προς τον εναγόμενο να προσέλθει στο γραφείο του δικηγόρου του ενάγοντος ή στα γραφεία του δικηγορικού συλλόγου του τελευταίου ορισμένη ημέρα και ώρα, με αντικείμενο την απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς. Αν η επίσπευση γίνεται από τον εναγόμενο ή από άλλο διάδικο, αυτός προσκαλεί τον αντίδικο στο γραφείο του δικηγόρου του ή στα γραφεία του δικηγορικού συλλόγου του τελευταίου. Ο προσκαλούμενος οφείλει να παραστεί με δικηγόρο ή να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο εφοδιασμένο με την κατά το άρθρο 98 ειδική πληρεξουσιότητα. Στη συνάντηση μπορεί να κληθεί και ο τυχόν προσεπικαλούμενος. Οι δικηγόροι μπορούν από κοινού να ορίσουν άλλη ημερομηνία συνάντησης ή να αναβάλλουν τη συνάντηση για άλλη ημέρα και ώρα σε ορισμένο τόπο. Οι συναντήσεις για την εξώδικη επίλυση της διαφοράς πραγματοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την πέμπτη ημέρα μετά την επίδοση της αγωγής έως την τριακοστή πέμπτη ημέρα πριν από τη δικάσιμο." Η παρ.3, που είχε αντικατασταθεί από την παρ.1 άρθρ.3 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31,αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από το άρθρ.5 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. 4.Κατά τη συνάντηση οι διάδικοι με τους δικηγόρους τους ή εκπροσωπούμενοι από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, επικουρούμενοι, εφόσον το επιθυμούν, και από τρίτο πρόσωπο κοινής επιλογής, εξετάζουν ολόκληρη τη διαφορά καθώς και την τυχόν ανταγωγή του εναγομένου, χωρίς να δεσμεύονται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Χρησιμοποιούν όλα τα πρόσφορα μέσα για να εξακριβώσουν τα κρίσιμα περιστατικά και τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας τους, καθώς και τις συνέπειες που δέχονται ή αμφισβητούν, ώστε να επιτύχουν αμοιβαίως αποδεκτή λύση της διαφοράς, εν όλω ή εν μέρει. Το τρίτο πρόσωπο κοινής επιλογής που μετέσχε τυχόν στη συνάντηση, έστω και σε μέρος της, αν η απόπειρα αποτύχει, εν όλω ή εν μέρει και ακολουθήσει συζήτηση της διαφοράς, δεν εξετάζεται ως μάρτυρας ούτε μπορεί να οριστεί ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος ούτε επιτρέπεται να μετάσχει στην εκδίκαση με οποιαδήποτε ιδιότητα. 5.Αν οι διάδικοι καταλήξουν σε ολική ή μερική λύση της διαφοράς, συντάσσεται ατελώς πρακτικό στο οποίο αναγράφεται το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος του αναγνωριζομένου δικαιώματος, το ποσό της οφειλόμενης παροχής και οι τυχόν όροι υπό τους οποίους θα εκπληρωθεί. Η συμφωνία περιορίζεται στα όρια της ένδικης διαφοράς. Καθορίζονται επίσης και επιβάλλονται τα έξοδα κατά τις διατάξεις των άρθρ. 176 επ. Το πρακτικό χρονολογείται και υπογράφεται από τους διαδίκους ή από τους δικηγόρους τους, αν έχουν την κατά το άρθρ. 98 ειδική πληρεξουσιότητα, σε τόσα αντίτυπα όσοι οι αντιδικούντες διάδικοι ή ομάδες διαδίκων. 6.Κάθε διάδικος μπορεί, προσκομίζοντας το πρακτικό σε πρωτότυπο, να ζητήσει από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή, την επικύρωσή του. Ο πρόεδρος αφού διαπιστώσει: α)ότι η διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, σύμφωνα με την παρ. 1, β)ότι το πρακτικό έχει υπογραφεί σύμφωνα με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου και γ)ότι από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος και το τυχόν ποσόν της οφειλόμενης παροχής, επικυρώνει το πρακτικό. Αν η διαφορά περιλαμβάνει και καταψήφιση, το πρακτικό από την επικύρωσή του αποτελεί τίτλο εκτελεστό και ο πρόεδρος το περιάπτει ταυτόχρονα με τον εκτελεστήριο τύπο. Αν η διαφορά έχει χαρακτήρα απλώς αναγνωριστικό, το πρακτικό αποδεικνύει το δικαίωμα. Σε κάθε περίπτωση με την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται κατάργηση της δίκης. Αν η επικυρούμενη συμφωνία καλύπτει μέρος της διαφοράς, η κατάργηση της δίκης επέρχεται μόνο κατά τούτο. (Αντί για τη σελ. 34,01(α) Σελ. 34,01(β) Τεύχος 1352 Σελ. 17 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 7.Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, συντάσσεται και υπογράφεται πρακτικό αποτυχίας της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, στο οποίο μπορεί να εκτίθενται και τα αίτια της αποτυχίας. Αν δεν υπογραφεί κοινό πρακτικό, συντάσσεται από το δικηγόρο του ενάγοντος ή άλλου επισπεύδοντος δήλωση στην οποία μπορεί να εκτίθενται και τα αίτια της αποτυχίας. Όμοια δήλωση μπορεί να συνταχθεί και από το δικηγόρο του αντιδίκου. Το πρακτικό αποτυχίας ή οι δηλώσεις κατατίθενται κατά τη συζήτηση μαζί με τις προτάσεις. Σε περίπτωση μερικής συμφωνίας δεν απαιτείται να συνταχθεί ιδιαίτερο πρακτικό αποτυχίας ούτε δηλώσεις. 8.Συζήτηση της αγωγής μπορεί να γίνει μόνο: α)αν από το κοινό πρακτικό ή δήλωση, κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, προκύπτει ότι η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς απέτυχε εν όλω ή εν μέρει και β)αν διάδικος αρνήθηκε ή δεν προσήλθε να μετάσχει στην απόπειρα. Η άρνηση ή η μη προσέλευση διαδίκου πρέπει να προκύπτει από δήλωση του δικηγόρου του αντιδίκου, που κατατίθεται κατά τη συζήτηση μαζί με τις προτάσεις. Ψευδής δήλωση τιμωρείται κατά το άρθρ. 225 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα. 9.Το απαράδεκτο της συζήτησης λόγω παράλειψης της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μπορεί να προταθεί και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως μόνο κατά την πρώτη συζήτηση της διαφοράς στον πρώτο βαθμό. (Μετά τη συζήτηση αυτή μπορεί να εξεταστεί μόνο αν προταθεί, εκ νέου από το διάδικο που το είχε προτείνει παραδεκτά στην πρώτη συζήτηση.) Το μέσα σε () δεύτερο εδάφιο καταργήθηκε από την παρ.3 άρθρ.3 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. 10.Η τήρηση της διαδικασίας των προηγούμενων παραγράφων δεν είναι υποχρεωτική ως προς τις παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και άλλες παρεμπίπτουσες αγωγές. 11.Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας ή για ακύρωση της δήλωσης βούλησης που περιέχεται στο κατά την παρ. 5 πρακτικό ασκείται ενώπιον του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου συντάχθηκε το πρακτικό, μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την επίδοσή της κατά την παρ. 6 επικυρωτικής πράξης του προέδρου. Αν η συμφωνία ακυρωθεί, η εκκρεμοδικία λογίζεται ότι δεν καταργήθηκε ποτέ. Σε περίπτωση μερικής ακύρωσης η εκκρεμοδικία αναβιώνει μόνο κατά τούτο. Νέα απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς δεν Σελ. 34,02(β) Τεύχος 1352 Σελ. 18 απαιτείται. Η διάταξη του άρθρ. 184 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως. Με την παρ. 1 του άρθρ. 1 του Νόμ. 2298/1995 (ΦΕΚ Α΄ 62), κατωτ. αριθ. 27, προστέθηκε άρθρ. 214Α, πλην όμως καταργήθηκε από την παρ. 5 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997,( ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ.28.Το νέο άρθρ. 214Α, προστέθηκε από την παρ. 2 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/1997. Σύμφωνα δε με την παρ. 4 άρθρ. 6 του ιδίου νόμου, οι διατάξεις του άνω άρθρ. 214Α, εφαρμόζονται στις αγωγές που κατατίθενται από την 16η Σεπτ. 1999 και κατόπιν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β Άσκησις της αγωγής. Άρθρον 215 (216 α.ν. 44/67, 17.1 ν.δ. 958/71) 1.Η αγωγή ασκείται δια καταθέσεως δικογράφου παρά τη γραμματεία του δικαστηρίου εις ο απευθύνεται και δι’ επιδόσεως αντιγράφου ταύτης προς τον εναγόμενον. Κάτωθι του κατατεθέντος δικογράφου συντάσσεται έκθεσις, εν η αναφέρεται η ημέρα, ο μην και το έτος της καταθέσεως, ως και το ονοματεπώνυμον του καταθέτου. Μνεία του κατατεθέντος δικογράφου της αγωγής γίνεται αμελλητί εις ειδικόν βιβλίον μετ’ αλφαβητικού ευρετηρίου. Εις το βιβλίον τούτο αναγράφονται κατ’ αύξοντα αριθμόν και κατά χρονολογικήν σειράν αι κατατιθέμεναι αγωγαί, μνημονευομένων των ονοματεπωνύμων των διαδίκων, της χρονολογίας καταθέσεως και του αντικειμένου της διαφοράς. 2.Εις τα ειρηνοδικεία, εις την έδραν των οποίων δεν υπάρχουν διωρισμένοι δικηγόροι ή δικολάβοι, η αγωγή δύναται να ασκηθή και προφορικώς ενώπιον του ειρηνοδίκου, συντασσομένης εκθέσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη εφαρμόζονται τα εν τη προηγουμένη παραγράφω και τα άρθρ. 226 και 229 οριζόμενα, αι δε διαδικαστικαί πράξεις των διαδίκων, περιλαμβανομένων και των εκτός του ακροατηρίου, δύνανται να γίνουν και προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου. Άρθρ.216 (217 α.ν. 44/67, 17.2 ν.δ. 958/71) 1.Η αγωγή, τηρουμένων των εις τα άρθρα 118 ή 117 οριζομένων, πρέπει να περιέχη α)σαφή έκθεσιν των γεγονότων τα οποία θεμελιούν κατά νόμον την αγωγήν και δικαιολογούν την άσκησιν αυτής παρά του ενάγοντος κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφήν του αντικειμένου της αναφοράς, γ)ωρισμένον αίτημα. 2.Εις την αγωγήν γίνεται μνεία α)εις δίκας περί περιουσιακών σχέσεων της εις χρήμα αξίας του επιδίκου αντικειμένου και β)των θεμελιούντων την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στοιχείων. Άρθρ.217 (218 α.ν. 44/67, 17.3 ν.δ. 958/71) Αι περί της αγωγής διατάξεις εφαρμόζονται και επί παντός εισαγωγικού δίκης δικογράφου, πλην αν άλλως ο νόμος ορίζη. Άρθρον 218 (221 α.ν. 44/67, 17.5 ν.δ. 958/71) 1.Πλείονες αιτήσεις του αυτού ενάγοντος κατά του αυτού εναγομένου πηγάζουσαι εκ της αυτής ή διαφόρου αιτίας, αφορώσαι το αυτό ή διάφορον αντικείμενον και ερειδόμεναι επί του αυτού ή διαφόρου λόγου δύνανται να ενωθούν εις το αυτό δικόγραφον αγωγής α)εάν δεν αντιφάσκουν προς αλλήλας, β)εάν, εν συνόλω λαμβανόμεναι, υπάγωνται λόγω ποσού εις το δικαστήριον εις το οποίον εισάγονται, γ)εάν υπάγωνται εις το αυτό δικαστήριον κατά τόπον, δ)εάν υπάγωνται εις το αυτό είδος διαδικασίας, ε)εάν η σύγχρονος εκδίκασις αυτών δεν επιφέρη σύγχυσιν. 2.Εάν γίνη ένωσις πλειόνων αιτήσεων κατά παράβασιν των διατάξεων της § 1, διατάσσεται κατ’ αίτησιν ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός, επί δε αναρμοδιότητος καθ’ ύλην ή κατά τόπον, εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47. Άρθρον 219 (222 α.ν. 44/67) 1.Αγωγή υπό αίρεσιν δεν επιτρέπεται, δύναται όμως ο ενάγων, δια την περίπτωσιν της απορρίψεως της πρώτης βάσεως ή αιτήσεως της αγωγής, να στηρίξη ταύτην επί άλλης βάσεως ή να υποβάλη ετέραν αίτησιν ερειδομένην επί της αυτής ή άλλης βάσεως. 2.Η κατά την § 1 επιβοηθητική άσκησις αγωγής δύναται να γίνη δια του αυτού ή και ετέρου δικογράφου. 3.Αι διατάξεις της § 1 εφαρμόζονται και επί ανταγωγής. Άρθρον 220 (223 α.ν. 44/67, 17.6 ν.δ. 958/71) 1.Αγωγαί, περιλαμβανομένων και των αναγνωριστικών, ή ανακοπαί εμπράγματοι, μικταί ή περί νομής, πλην των περί νομής ασφαλιστικών μέτρων, αφορώσαι ακίνητα εγγράφονται τη αιτήσει του ενάγοντος ή ανακόπτοντος εις τα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφερείας ένθα κείται το ακίνητον εντός τριάκοντα ημερών από της καταθέσεως αυτών, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και εξ επαγγέλματος. 2.Εάν αι εγγραφείσαι εις τα βιβλία διεκδικήσεων αγωγαί και ανακοπαί είναι προδήλως αβάσιμοι, διατάσσεται η διαγραφή αυτών κατά την διαδικασίαν των άρθρων 740 επ. Κατά την συζήτησιν κλητεύεται υποχρεωτικώς ο «καταθέσας», την διαγραπτέαν αγωγήν ή ανακοπήν. Παρελθούσης δεκαετίας από της «καταθέσεως» η διαγραφή δύναται να διαταχθή και άνευ κλητεύσεως, εάν αύτη κατά την κρίσιν του δικάζοντος είναι δυσχερής. Αι ανωτέρω εντός « » λέξεις «καταθέσας» και «καταθέσεως» διορθώθησαν δια διορθ. ημαρτ. ΦΕΚ Α΄ 249 της 3 Δεκ. 1971. 3.Δια Β. Διαταγμάτων εκδιδομένων τη προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης ορίζεται ο τρόπος της τηρήσεως των βιβλίων διεκδικήσεων. (Αντί για τη σελ. 35(ε) Σελ. 35(ζ) Τεύχος 1352 Σελ. 19 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Συνέπειαι ασκήσεως της αγωγής. Άρθρον 221 (224 α.ν. 44/67, 18.1 ν.δ. 958/71) 1.Ασκηθείσης κατά το άρθρον 215 της αγωγής, η μεν κατάθεσις ταύτης συνεπάγεται α) εκκρεμοδικίαν, β)το αμετάβλητον της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητος του δικαστηρίου, γ)την μεταξύ πλειόνων αρμοδίων δικαστηρίων προτίμησιν, η δε επίδοσις ταύτης συνεπάγεται τα κατά το ουσιαστικόν δίκαιον καθοριζόμενα ως επερχόμενα εκ της εγέρσεώς της αποτελέσματα. 2.Εκκρεμοδικίαν συνεπάγεται και η διαρκούσης της δίκης υποβολή αιτήσεως, δι’ ης επιδιώκεται καταψήφισις, αναγνώρισις ή διάπλασις, ως και η πρότασις ενστάσεως συμψηφισμού. Άρθρ.19. (19 Α.Ν. 44/67, 2.5 Ν.Δ. 958/71).-Εις την αρμοδιότητα των εφετείων υπάγονται αι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών και μονομελών πρωτοδικείων της περιφερείας αυτών. Άρθρον 222 (225 α.ν. 44/67) 1.Μετά την επέλευσιν της εκκρεμοδικίας και κατά την διάρκειαν αυτής δεν δύναται να γίνη ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου νέα δίκη περί της αυτής επιδίκου διαφοράς μεταξύ των αυτών διαδίκων υπό την αυτήν ιδιότητα παρισταμένων. 2.Εάν κατά την διάρκειαν της εκκρεμοδικίας ασκηθή ετέρα αγωγή, ανταγωγή ή κυρία παρέμβασις ή προταθή ένστασις συμψηφισμού περί της αυτής επιδίκου διαφοράς, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασις αυτής μέχρι περατώσεως της πρώτης δίκης. Άρθρον 223 (226 α.ν. 44/67, 18.2 ν.δ. 958/71) Μετά την επέλευσιν της εκκρεμοδικίας μεταβολή του αιτήματος της αγωγής είναι απαράδεκτος. Κατ’ εξαίρεσιν δύναται ο ενάγων δια των προτάσεων μέχρι πέρατος της δίκης εις τον πρώτον βαθμόν να περιορίση το αίτημα της αγωγής ή να ζητήση: 1)τα παρεπόμενα του κυρίου αντικειμένου της αγωγής και 2)αντί του αρχικώς αιτηθέντος, έτερον αντικείμενον ή το διαφέρον ένεκα επελθούσης μεταβολής. "Άρθρο 224.-Είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 237 ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής." Το άρθρ.224 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρ.4 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α 109), κατωτ.αριθ.31. Σελ. 36(ζ) Τεύχος 1352 Σελ. 20 Άρθρ. 225 (228 α.ν. 44/67) 1.Η επέλευσις της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους της εξουσίας να μεταβιβάσουν το επίδικον πράγμα ή δικαίωμα ή συστήσουν εμπράγματον δικαίωμα. 2.Η μεταβίβασις του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύστασις εμπραγμάτου δικαιώματος ουδεμίαν μεταβολήν επιφέρει εις την δίκην. Ο ειδικός διάδοχος δικαιούται να ασκήση παρέμβασιν. 3.Εάν ο ενάγων προέβη εις την μεταβίβασιν του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος ή εις σύστασιν εμπραγμάτου δικαιώματος, δεν δύναται να προταθή κατ’ αυτού έλλειψις νομιμοποιήσεως, πλην αν η εκδοθησομένη απόφασις δεν δεσμεύη τον ειδικόν διάδοχον. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ Εισαγωγή της αγωγής προς συζήτησιν. Άρθρ.226.-1.Το πρωτότυπο της αγωγής που κατατέθηκε φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου. "2. Αμέσως μετά την κατάθεση της αγωγής ο γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο πρωτότυπο της αγωγής της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. (Η ημέρα συζήτησης προσδιορίζεται σε χρόνο τέτοιο ώστε να τηρούνται οι προθεσμίες των άρθρων 214Α παρ. 3, 229 και 237 παρ. 1). Το μέσα σε () τελευταίο εδάφιο καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.6 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. 3. Το πινάκιο είναι βιβλίο με αριθμημένες σελίδες, μονογραφημένες από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον ειρηνοδίκη, στο οποίο καταχωρίζονται οι υποθέσεις που θα συζητηθούν σε κάθε δικάσιμο. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο ειρηνοδίκης ορίζει τον αριθμό των υποθέσεων που θα εκδικασθούν σε κάθε δικάσιμο. 4. Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση σημειώνει στο πινάκιο αν η συζήτηση έγινε κατ΄ αντιμωλία ή ερήμην ή αναβλήθηκε ή ματαιώθηκε. Αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Αν ματαιωθεί η συνεδρίαση για οποιονδήποτε λόγο, οι υποθέσεις που είναι γραμμένες σ' αυτήν μεταφέρονται με επιμέλεια των διαδίκων στις επόμενες συνεδριάσεις, ακόμη και με υπέρβαση του ορισμένου αριθμού, και ο αντίδικος αυτού που επισπεύδει τη συζήτηση καλείται πάντοτε στη νέα δικάσιμο. Στην περίπτωση αυτή η εγγραφή, η κλήση και η επίδοσή της γίνονται ατελώς. Το ίδιο ισχύει και όταν είναι αναγκαία η ανασυζήτηση της υπόθεσης." Οι παρ.2-4 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρ.5 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. «5.Κάθε αίτημα προτίμησης που υποβάλλεται από διάδικο για ορισμό ημέρας συζήτησης αίτησης, αγωγής ή ενδίκου μέσου ενώπιον παντός δικαστηρίου, οιασδήποτε διαδικασίας, διαφορετικής από εκείνη που, κατά τη νόμιμη σειρά, πρέπει να προσδιοριστεί ή έχει ήδη προσδιοριστεί, υποβάλλεται εγγράφως. Στην αίτηση πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχονται οι λόγοι της προτίμησης και ο αρμόδιος δικαστής αποφαίνεται σχετικά, με αιτιολογημένη πράξη του». Η παρ.5 προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.3 Νόμ.3327/11-11 Μαρτ.2005 (ΦΕΚ Α΄70), τόμ.8 σελ.84,281. Σύμφωνα δε με το άρθρ.5 ίδιου Νόμ.3327/2005 οι διατάξεις του άνω άρθρ.3 ισχύουν από 16 Σεπτ.2005. Άρθρ.227.-« 1.Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο εφόσον, παρίσταται αυτοπροσώπως τάσσοντας εύλογη κατά την κρίσιν του προθεσμία. 2.Η πρόσκληση γίνεται και τηλεφωνικώς, ο δε γραμματέας βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλλου της δικογραφίας το χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία. Αν η τηλεφωνική πρόσκληση είναι αδύνατη ή δυσχερής, αποστέλλεται έγγραφο, αντίγραφο του οποίου τηρείται στο φάκελλο της δικογραφίας. Στο αντίγραφο αυτό σημειώνεται η ημερομηνία αποστολής του εγγράφου». Το άρθρ. 227 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 3 Νόμ. 1478/25-26 Σεπτ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 145) (κατωτ. αριθ. 12). Σύμφωνα με το άρθρ. 32 άνω Νόμου οι διατάξεις του άρθρ.3 ισχύουν από 1 Μαρτίου 1985. Άρθρον 228 (232 α.ν. 44/67, 19.4 ν.δ. 958/71) "Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι εξήντα ημέρες και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, ενενήντα ημέρες πριν από τη συζήτηση." Το άνω άρθρο, που είχε καταργηθεί με την παρ.2 άρθρ.6 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31, επαναφέρθηκε σε ισχύ και αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.6 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. (Αντί για τη σελ. 37(η) Σελ. 37(θ) Τεύχος 1399 Σελ. 7 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 «Άρθρον 229 (233 α.ν. 44/67, 19.5 ν.δ. 958/71) "Αντίγραφο της αγωγής με την κάτω από αυτήν πράξη για τον προσδιορισμό δικασίμου και την κλήση για συζήτηση στην ορισμένη δικάσιμο επιδίδεται στον εναγόμενο με την επιμέλεια του ενάγοντος." Το άρθρ.229 που είχε αντικατασταθεί από την παρ.1 άρθρ.6 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31 και την παρ.3 άρθρ.16 Νόμ.2943/12-12 Σεπτ.2001 (ΦΕΚ Α΄203) κατωτ.αριθ.32, αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από την παρ.3 άρθρ.6 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. Άρθρον 230 (234 α.ν. 44/67, 19.6 ν.δ. 958/71) "1. Οι διατάξεις των άρθρων 228 και 229 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου." Η παρ.1, που είχε καταργηθεί με την παρ.2 Άρθρ.20. (20 Α.Ν. 44/67, 2.5 Ν.Δ. 958/71).-1.Εις την αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου υπάγονται αι αναιρέσεις κατά των αποφάσεων παντός πολιτικού δικαστηρίου. Σελ. 10,02(η) Τεύχος 1399 Σελ. 6 2.Εις την αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου ανήκουν ωσαύτως, εφ' όσον δεν υπάγονται εις άλλα δικαστήρια, α)αι αιτήσεις περί παραπομπής λόγω εξαιρέσεως των δικαστών πολυμελούς πολιτικού δικαστηρίου, β)αι αιτήσεις περί καθορισμού δικαστηρίου, εάν δεν υφίσταται το εκδόν την δι' ενδίκου μέσου προσβαλλομένην απόφασιν δικαστήριον. άρθρ.6 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31, επαναφέρθηκε σε ισχύ και αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.4 άρθρ.6 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. 2.Δικαίωμα επισπεύσεως της συζητήσεως έχει πας διάδικος. Άρθρον 231 (237 α.ν. 44/67) Κατά την ενώπιον του ειρηνοδικείου διαδικασίαν η πρόσθετος παρέμβασις δύναται να ασκηθή και προφορικώς κατά την δικάσιμον. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο ειρηνοδίκης δύναται να αναβάλη την συζήτησιν εις μεταγενεστέραν δικάσιμον αμέσως οριζομένην, εάν κρίνη ότι τούτο είναι αναγκαίον δια την υπεράσπισιν των διαδίκων. Άρθρον 232 (240 α.ν. 44/67, 20.2 ν.δ. 958/71) 1.Ο πρόεδρος του πολυμελούς πρωτοδικείου, ο δικαστής του μονομελούς ή ο ειρηνοδίκης, δύναται και προ της ορισθείσης δικασίμου κατ’ αίτησιν τινός των διαδίκων υποβαλλομένην δια της αγωγής ή και αυτοτελώς, α)να καλέση εγγράφως τους διαδίκους ή τους νομίμους αντιπροσώπους των, όπως εμφανισθούν αυτοπροσώπως κατά την συζήτησιν προς υποβολήν ερωτήσεων και παροχήν διασαφήσεων περί της υποθέσεως, β)να ζητήση εγγράφως παρά δημοσίας αρχής την προσαγωγήν ή αποστολήν εγγράφου ευρισκομένου εις την κατοχήν της, γ)να διατάξη την κατά την συζήτησιν προσαγωγήν εγγράφων. Σελ. 38(θ) Τεύχος 1399 Σελ. 8 2.Εάν διάδικος κληθή και δεν προσαγάγη αδικαιολογήτως τα κατά την § 1 εδάφ. γ΄ έγγραφα, καταδικάζεται, πλην των δικαστικών εξόδων και εις χρηματικήν ποινήν εκ δραχμών 100 έως 1000 περιερχομένων εις το Ταμείον Νομικών. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε Συζήτησις επ’ ακροατηρίου. Άρθρον 233 (241 α.ν. 44/67, 21.1 ν.δ. 958/71) 1.Η διαδικασία άρχεται εκφωνούντος του δικαστού τας υποθέσεις εκ του πινακίου κατά την εν αυτώ σειράν. Ούτος διευθύνει την συζήτησιν, δίδει τον λόγον εις τα μετέχοντα αυτής πρόσωπα, αφαιρεί τούτον εν περιπτώσει παραβάσεως των διεπουσών ταύτην διατάξεων ή των οδηγιών του, εξετάζει τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους των, τους μάρτυρας και τους πραγματογνώμονας, κηρύσσει περατωθείσαν την συζήτησιν όταν κατά την κρίσιν του η υπόθεσις διηυκρινίσθη προσηκόντως και δημοσιεύει την απόφασιν. 2.Το δικαστήριον διαρκούσης της δίκης δύναται, εφ’ όσον κρίνει τούτο σκόπιμον, να επιχειρή συμβιβαστικήν λύσιν της διαφοράς και να καλή προς τούτο τους διαδίκους ενώπιόν του. Άρθρον 234 (242 α.ν. 44/67, 21.2 ν.δ. 958/71) 1.Παν μέλος του δικαστηρίου δικαιούται αδεία του διευθύνοντος την συζήτησιν να αποτείνη ερωτήσεις προς τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους των, τους μάρτυρας και τους πραγματογνώμονας και να απαιτή την ανάγνωσιν εγγράφων. 2.Το κατά την § 1 δικαίωμα έχουν και οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπροσώποι, οι πληρεξούσιοι και οι τεχνικοί σύμβουλοι αυτών, αφού ζητήσουν και λάβουν παρά του διευθύνοντος την συζήτησιν την προς τούτο άδειαν. Η υποβολή των ερωτήσεων δύναται να γίνη απ’ ευθείας ή δια του διευθύνοντος την συζήτησιν ο οποίος δύναται να απαγορεύση ταύτας εάν κρίνη αυτάς ασκόπους ή μη επιτρεπομένας. Ωσαύτως δύναται να απαγορεύση και την ανάγνωσιν εγγράφων εάν κρίνη ταύτην περιττήν. Άρθρον 235 (243 α.ν. 44/67, 21.3 ν.δ. 958/71) Επί πολυμελών δικαστηρίων, εάν διαταγή του διευθύνοντος την συζήτησιν αφορώσα την διευκρίνισιν της υποθέσεως ή ερώτησις υποβληθείσα παρ’ αυτού ή άλλου μέλους του δικασηρίου αποκρούεται υπό τινος των εις την συζήτησιν μετεχόντων προσώπων ως μη επιτρεπομένη, αποφαίνεται περί τούτου το δικαστήριον. Το αυτό εφαρμόζεται και επί απαγορεύσεως ερωτήσεως ή αναγνώσεως εγγράφου. Άρθρον 236 (244 α.ν. 44/67, 21.4 ν.δ. 958/71) Ο διευθύνων την συζήτησιν οφείλει να φροντίζη, δι’ υποβολής ερωτήσεων ή κατ’ άλλον τρόπον, όπως τα μετέχοντα της συζητήσεως πρόσωπα εκφράζωνται σαφώς περί πάντων των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων, υποβάλλουν τας αναγκαίας προτάσεις και αιτήσεις, και εν γένει παρέχουν τας αναγκαίας διασαφήσεις δια την εξακρίβωσιν της αληθείας των προβαλλομένων ισχυρισμών. (Μετά τη σελ.38(θ) Σελ. 38,001 Τεύχος 1399 Σελ. 9 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας «Άρθρ.237.-"1. "Ενώπιον του μονομελούς και του πολυμελούς πρωτοδικείου οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης.". Το μέσα σε «» πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.7 Νόμ.3043/2121 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. (Το χρονικό διάστημα μεταξύ της επίδοσης της αγωγής και της κατάθεσης των προτάσεων δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εξήντα ημέρες. Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη.) Το μέσα σε () δεύτερο εδάφιο καταργήθηκε από την παρ.2 άρθρ.7 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. Μαζί με τις προτάσεις οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν και: α) αντίγραφο των προτάσεων ατελώς, επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και β) με ποινή απαραδέκτου όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους." .Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.7 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. 2.Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση τη χρονολογία της κατάθεσης των προτάσεων. Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει ατελώς με δική του δαπάνη αντίγραφα των προτάσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το δικηγόρο αυτόν. Αν ο αντίδικος είναι μόνο ένας, μπορεί να του δοθεί το αντίγραφο των προτάσεων που έχει κατατεθεί. "3. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο, κατά τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, οπότε κλείνει ο φάκελος και ορίζεται ο εισηγητής της υπόθεσης ή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου που θα δικάσει, στον οποίο διαβιβάζεται ο φάκελος. Εκπρόθεσμη προσθήκη δεν λαμβάνεται υπόψη. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις της παραγράφου 1. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως." .Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2 άρθρ.7 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. 4.Το αντίγραφο της αγωγής που οφείλει να προσκομίσει ο ενάγων, οι προτάσεις και τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα αποτελούν τη δικογραφία. 5.Μετά την περάτωση της δίκης οι διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα σχετικά έγγραφά τους. Ο γραμματέας βεβαιώνει στις προτάσεις κάθε διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφά του. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου επιτρέπει στο διάδικο να αναλάβει ορισμένο έγγραφο και πριν από την περάτωση της δίκης. Αν το έγγραφο αυτό είναι αναγκαίο, η ανάληψη επιτρέπεται μόνο αφού κατατεθεί επικυρωμένο αντίγραφο. Οι προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του δικαστηρίου». Το άρθρ. 237, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 7 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 28. Άρθρ.238.-(Καταργήθηκε από την παρ. 8 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α΄ 67, κατωτ. αριθ. 28). Καθυστερημένη κατάθεση προτάσεων - Συνέπειες Άρθρ.21. (21 Α.Ν. 44/67).-Το εκδόν την δι' ανακοπής ερημοδικίας ή δι' αναψηλαφήσεως προσβαλλομένην απόφασιν δικαστήριον είναι αρμόδιον προς εκδίκασιν της ανακοπής ερημοδικίας ή της αναψηλαφήσεως. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κατά τόπον αρμοδιότης. Άρθρ.239.-(Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.8 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 240 (248 α.ν. 44/67, 21.7 ν.δ. 958/71) «Δια την επαναφοράν ισχυρισμών υποβληθέντων εις προηγουμένην συζήτησιν ενώπιον του αυτού ή ανωτέρου δικαστηρίου, αρκεί η επανυποβολή τούτων, δια συντόμου περιλήψεως και αναφοράς εις τας περιεχούσας τούτους σελίδας των προτάσεων της προηγουμένης συζητήσεως, προσαγομένων απαραιτήτως εν κεκυρωμένω αντιγράφω». Το άρθρ. 240 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 7 Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). «Άρθρον 241 (249 α.ν. 44/67, 21.7 ν.δ. 958/71) 1. Ύ στερα από αίτηση του διαδίκου και αν ακόμη δεν κατατέθηκαν προτάσεις ή αυτές κατατέθηκαν εκπρόθεσμα, μπορεί να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης μόνο μία φορά, ανά βαθμό δικαιοδοσίας, σε μεταγενέστερη δικάσιμο, εφόσον υπάρχει σπουδαίος κατά την κρίση του δικαστηρίου λόγος, με απλή σημείωση στο πινάκιο. "2. Το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει, με απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, δικαστική δαπάνη σε βάρος εκείνου που ζήτησε την αναβολή, με αίτηση του αντιδίκου του, 70 έως 400 ευρώ." Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.7 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. Το άρθρ.241 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.8 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. (Αντί για τη σελ. 38,01(α) Σελ. 38,01(β) Τεύχος 1352 Σελ. 23 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρ.242.-«1.Η συζήτηση αρχίζει μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και τη δήλωση των παραστάσεών τους. Οι διάδικοι που παρίστανται νόμιμα έχουν δικαίωμα να αναπτύξουν στο ακροατήριο προφορικά τους ισχυρισμούς τους, (ακόμη και όπου η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, κατά το άρθρ. 115 παρ. 2.) Η μέσα σε () φράση διαγράφηκε από την παρ.3 άρθρ.8 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31). Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 7 Νόμ. 1478/25-26 Σεπτ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 145), κατωτ. αριθ. 12. «2.Στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους, ότι δε θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση αυτή παραδίνεται στην περίπτωση κοινής δήλωσης από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο και στην περίπτωση μονομερούς δήλωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Στις παραπάνω περιπτώσεις η συζήτηση περατώνεται με μόνη την εκφώνηση της υπόθεσης. Μόνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή. Μπορεί όμως το δικαστήριο, αν προβάλλονται άλλοι διαδικαστικοί ισχυρισμοί, να αναβάλει την υπόθεση σε σύντομη δικάσιμο με πρακτικό στο οποίο καταχωρίζονται και οι ισχυρισμοί αυτοί. Στη δικάσιμο αυτή καλούνται όσοι διάδικοι δεν ήταν παρόντες κατά την αναβολή, ενώ οι παρόντες οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς κλήτευση και αν δεν παραστούν κατά τη νέα δικάσιμο δικάζονται εξαρχής ερήμην». Η παρ. 2 τροποποιήθηκε ως άνω από την παρ. 4 άρθρ. 3 Νόμ. 1649/29 Σεπτ.-3 Οκτ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 149), τόμ. 6Α, σελ. 390, 322, του οποίου η ισχύς σύμφωνα με το άρθρ. 17 αυτού αρχίζει από 1-9-1986. Επίσης σύμφωνα με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου και νόμου οι διατάξεις της άνω παραγράφου εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του. Σελ. 38,02(β) Τεύχος 1352 Σελ. 24 Άρθρ.243.-«Όλες οι συζητήσεις στο ακροατήριο γίνονται ενώπιον του ίδιου ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου που εκδίδει και την οριστική απόφαση. Αν ο δικαστής αυτός κωλύεται πρόσκαιρα, η συζήτηση αναβάλλεται για άλλη σύντομη δικάσιμο. Αν ο δικαστής έπαψε να υπηρετεί στο δικαστήριο ή βρίσκεται με άδεια που πρόκειται να διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα, ορίζεται αναπληρωτής και η συζήτηση γίνεται ενώπιόν του». Το άρθρ. 243 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 8 Νόμ. 1478/25-26 Σεπτ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 145) (κατωτ. αριθ. 12). Σύμφωνα με το άρθρ. 32 άνω Νόμου οι διατάξεις άνω άρθρου ισχύουν από 1 Μαρτίου 1985. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 244 (253 α.ν. 44/67) 1.Ο ειρηνοδίκης κατ' αίτησιν του εναγομένου υποβαλλομένην κατά την πρώτην επ' ακροατηρίου συζήτησιν δύναται να παραπέμψη την εκδίκασιν διαφοράς αφορώσης ενοχικήν απαίτησιν εις το μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείον της περιφερείας του, εάν εκκρεμή ενώπιον αυτού αγωγή του εναγομένου κατά του ενάγοντος δι' απαίτησιν επιδεκτικήν συμψηφισμού μετά της παραπεμπομένης. 2.Ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου δύναται υπό τας προϋποθέσεις της § 1 να παραπέμψη τας ενώπιον αυτού δικαζομένας διαφοράς εις το πολυμελές πρωτοδικείον. Άρθρον 245 (254 α.ν. 44/67, 21.12 ν.δ. 958/71) 1.Το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων να διατάξη παν ό,τι δύναται να συντελέση εις την διάγνωσιν της διαφοράς, ιδία δε την αυτοπρόσωπον εμφάνισιν των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων αυτών εις το ακροατήριον προς υποβολήν ερωτήσεων εις αυτούς και παροχήν διασαφήσεων περί της υποθέσεως. 2.Δια την περίπτωσιν της αυτοπροσώπου εμφανίσεως του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου αυτού εις το ακροατήριον η κλήσις επιδίδεται πάντοτε προς τον διάδικον ή τον νόμιμον αυτού αντιπρόσωπον προσωπικώς και ουχί προς τον αντίκλητον, επιφυλασσομένης της εφαρμογής του άρθρου 143 § 4. Άρθρον 246 (255 α.ν. 44/67, 21.13 ν.δ. 958/71) Το δικαστήριον κατά πάσαν στάσιν της δίκης δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων να διατάξη την ένωσιν και συνεκδίκασιν πλειόνων ενώπιον αυτού εκκρεμουσών δικών μεταξύ των αυτών ή διαφόρων διαδίκων εάν υπάγωνται εις την αυτήν διαδικασίαν και κατά την κρίσιν του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωσις των εξόδων. Άρθρον 247 (256 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον κατά πάσαν στάσιν της δίκης δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων να διατάξη όπως πλείονες δια του αυτού δικογράφου υποβληθείσαι αιτήσεις συζητηθούν κεχωρισμένως. 2.Εάν ο εναγόμενος ασκή ανταγωγήν, το δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως γίνη κεχωρισμένη συζήτησις της αγωγής από της ανταγωγής, εάν κατά την κρίσιν του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης. Άρθρον 22 (22 α.ν.44/67) Κατά τόπον αρμόδιον είναι το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου έχει ο εναγόμενος την κατοικίαν του, πλην αν άλλως ο νόμος ορίζη. Άρθρον 248 (257 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων να διατάξη όπως, επί πλειόνων αυτοτελών μέσων επιθέσεως ή αμύνης αφορώντων την αυτήν αίτησιν, η συζήτησις διεξαχθή διαδοχικώς ή περιορισθή εις έν ή τινά μόνον εξ αυτών, εάν κατά την κρίσιν του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης. Άρθρον 249 (258 α.ν. 44/67) Εάν η διάγνωσις της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει εκ της υπάρξεως ή ανυπαρξίας εννόμου τινός σχέσεως ή της ακυρότητος ή της διαρρήξεως δικαιοπραξίας τινός η οποία αποτελεί αντικείμενον ετέρας δίκης εκκρεμούς ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου ή εκ ζητήματος το οποίον πρόκειται να κριθή ή κρίνεται υπό διοικητικής τινός αρχής, το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων να διατάξη την αναβολήν της συζητήσεως μέχρι τελεσιδίκου ή αμετακλήτου περατώσεως της ετέρας δίκης ή μέχρις εκδόσεως υπό της διοικητικής αρχής αποφάσεως μη δυναμένης να προσβληθή. Εάν η διοικητική αρχή δεν έχη εισέτι επιληφθή της υποθέσεως, το δικαστήριον τάσσει προθεσμίαν, εντός της οποίας ο διάδικος οφείλει να προκαλέση δι' αιτήσεως την ενέργειαν αυτής. Άρθρον 250 (259 α.ν. 44/67, 21.14 ν.δ. 958/71) Εάν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή έχουσα επιρροήν επί της διαγνώσεως της διαφοράς, το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων να διατάξη την αναβολήν της συζητήσεως μέχρις αμετακλήτου περατώσεως της ποινικής διαδικασίας. Άρθρον 251 (260 α.ν. 44/67) Ο ειρηνοδίκης οφείλει κατά την ενώπιον αυτού διαδικασίαν να καθοδηγή, οσάκις υπάρχει ανάγκη, τους άνευ δικηγόρου ή δικολάβου παρισταμένους διαδίκους εις την επιχείρησιν των διαδικαστικών πράξεων και να εφιστά την προσοχήν αυτών επί των συνεπειών εκ της παρελεύσεως των προθεσμιών, ιδία των αφορωσών την άσκησιν των ενδίκων μέσων. Άρθρον 252 (261 α.ν. 44/67, 21.15 ν.δ. 958/71) 1.Εάν μάρτυς, πραγματογνώμων ή τις των αυτοπροσώπως κατά την συζήτησιν ή την επιχείρησιν διαδικαστικής πράξεως παρισταμένων διαδίκων ή νομίμων αντιπροσώπων των αγνοή την ελληνικήν γλώσσαν, προσλαμβάνεται ερμηνεύς. Προκειμένου περί γλώσσης ελάχιστα γνωστής, εν ανάγκη δύναται να προσληφθή ερμηνεύς του ερμηνέως. (Αντί για τη σελ. 39(δ) Σελ. 39(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 25 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 2.Η κατάθεσις του μάρτυρος γράφεται εις τα πρακτικά ή εις την έκθεσιν εν μεταφράσει. 3.Οι ερμηνείς διορίζονται υπό του δικαστού και επί πολυμελών δικαστηρίων υπό του προέδρου του δικαστηρίου και εφ' όσον δεν έχουν ορκισθή ως ερμηνείς ορκίζονται κατά το άρθρον 408 ότι πιστώς και ακριβώς θέλουν ασκήσει το καθήκον αυτών, υπόκεινται δε εις τους λόγους εξαιρέσεως των πραγματογνωμόνων. Άρθρον 253(262 α.ν. 44/67) 1.Εάν μάρτυς ή πραγματογνώμων ή τις των κατά την συζήτησιν ή την επιχείρησιν διαδικαστικής πράξεως παρισταμένων διαδίκων ή νομίμων αντιπροσώπων των είναι κωφός, άλαλος ή κωφάλαλος, η μετ' αυτού συνεννόησις γίνεται ως εξής. Αι ερωτήσεις και αι τυχόν παρατηρήσεις υποβάλλονται προς τον κωφόν εγγράφως, αι δε απαντήσεις δίδονται προφορικώς. Προς τον άλαλον αι ερωτήσεις και παρατηρήσεις υποβάλλονται προφορικώς, ούτος δε απαντά εγγράφως. Προς τον κωφάλαλον αι ερωτήσεις και παρατηρήσεις υποβάλλονται εγγράφως, εγγράφως δε και ούτος απαντά. Αι έγγραφοι ερωτήσεις, παρατηρήσεις και απαντήσεις καταχωρίζονται εις τα πρακτικά ή εις την έκθεσιν. 2.Εάν ο κωφός, ο άλαλος ή ο κωφάλαλος δεν γνωρίζη ανάγνωσιν και γραφήν, ο δικαστής διορίζει ένα ή δύο ερμηνείς εκλεγομένους κατά προτίμησιν μεταξύ των ειθισμένων να συνεννοούνται μετ' αυτού προσώπων. «Άρθρον 254 (263 α.ν. 44/67) "1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. 2. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων ειδικών διαδικασιών, στις οποίες δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες της παραγράφου 1 του άρθρου 237, στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν σημείωμα πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο μόνο για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 270 εφαρμόζεται ανάλογα και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Σελ. 40(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 26 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο επαναλαμβανόμενη συζήτηση πρέπει να ορίζεται σε μία από τις πρώτες δικασίμους μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κλήτευση. Η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο." Το άρθρ.254 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.9 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31 Άρθρον 255 (264 α.ν. 44/67) Εάν προς τον σκοπόν της τηρήσεως της τάξεως διετάχθη η απομάκρυνσις προσώπου μετέχοντος της συζητήσεως ή της διαδικαστικής πράξεως εκ του τόπου ένθα διεξάγονται αύται, η διαδικασία προβαίνει ως εάν ή αποχώρησις εγένετο εκουσίως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 256 (265 α.ν. 44/67) 1.Περί της επ' ακροατηρίου προφορικής συζητήσεως συντάσσονται υπό του γραμματέως και υπό την οδηγίαν του διευθύνοντος την συζήτησιν πρακτικά τα οποία πρέπει να περιέχουν α)μνείαν του τόπου και του χρόνου της συζητήσεως, β) τα ονοματεπώνυμα των δικαστών, του εισαγγελέως, του γραμματέως, του ερμηνέως, των εμφανισθέντων διαδίκων, των νομίμων αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων αυτών, γ)μνείαν περί της δημοσιότητος της συζητήσεως ή της διεξαγωγής αυτής κεκλεισμένων των θυρών, δ)τα κατά την συζήτησιν γενόμενα, ιδία δε τας υποβληθείσας ερωτήσεις και τας επ' αυτών απαντήσεις, τους ισχυρισμούς, τας αιτήσεις και τας δηλώσεις των διαδίκων, πλην αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων οπότε αρκεί ή εις αυτάς αναφορά, τας καταθέσεις των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων και των εξετασθέντων διαδίκων ή νομίμων αντιπροσώπων των, εφ' όσον ούτοι δεν εξητάσθησαν προηγουμένως ή απομακρύνονται εκ της προτέρας καταθέσεώς των, τας γνωμοδοτήσεις των πραγματογνωμόνων, εφ' όσον δεν υπεβλήθησαν εγγράφως ότε αρκεί η εις αυτάς αναφορά, το πόρισμα της αυτοψίας και ε)την δημοσίευσιν των αποφάσεων. 2.Τα πρακτικά δύνανται να τηρηθούν και στενογραφικώς. Το εστενογραφημένον πρωτότυπον μεταφράζεται υπό του τηρήσαντος αυτό και προσαρτάται εις τα πρακτικά. 3.Διά β. διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού δύναται να ορισθή και η δια φωνολογίας τήρησις των πρακτικών. Εκδόθηκε το Π.Δ.326/24 Σεπτ/-10 Οκτ.2001 (ΦΕΚ Α΄218), κατωτ.αριθ.33. Άρθρον 257 (266 α.ν. 44/67) Τα πρακτικά αναγινώσκονται εν σχεδίω εις τους διαδίκους ή τους πληρεξουσίους αυτών κατ' αίτησίν των, υποχρεωτικώς μεν εάν περιλαμβάνουν αναγνώρισιν, συμβιβασμόν, παραίτησιν ή ομολογίαν, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου δε εις πάσαν άλλην περίπτωσιν. Περί τούτου γίνεται μνεία εις τα πρακτικά. Άρθρον 258 (267 α.ν. 44/67, 21.16 ν.δ. 958/71) 1.Τα πρακτικά υπογράφονται υπό του διευθύνοντος την συζήτησιν και του γραμματέως. 2.Εάν ο διευθύνων την συζήτησιν κωλύεται ή έπαυσε να αποτελή μέλος του δικαστηρίου, υπογράφει αντ' αυτού ο κατά διορισμόν αρχαιότερος των κατά την συζήτησιν λαβόντων μέρος δικαστών, κωλυομένων δε πάντων τούτων, υπογράφει μόνον ο γραμματεύς. Περί των κωλυμάτων γίνεται μνεία εις τα πρακτικά. 3.Αι διατάξεις της § 2 εφαρμόζονται αναλόγως και επί μονομελών δικαστηρίων. Άρθρον 23 (23 α.ν.44/67) 1.Εάν ο εναγόμενος δεν έχη κατοικίαν εν τη ημεδαπή ή εν τη αλλοδαπή, αρμόδιον είναι το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου έχει την διαμονήν του. Εάν ο τόπος ένθα διαμένει δεν είναι γνωστός, αρμόδιον είναι το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου είχε την τελευταίαν εν τη ημεδαπή κατοικίαν του, εάν δε δεν είχε κατοικίαν, την διαμονήν του. 2.Εάν ο εναγόμενος έχη ειδικήν κατοικίαν, αρμόδιον είναι και το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται αύτη. Άρθρον 259 (268 α.ν. 44/67) 1.Τα πρακτικά αποτελούν πλήρη απόδειξιν ως προς την συζήτησιν και το περιεχόμενον αυτής. 2.Εάν κατά την ανάγνωσιν των πρακτικών διετυπώθη εκ μέρους των διαδίκων, των νομίμων αντιπροσώπων ή των πληρεξουσίων αυτών αντίρρησις στρεφομένη περί την ακρίβειαν της διατυπώσεως των αναγνωρίσεων, συμβιβασμών, παραιτήσεων, ομολογιών ή άλλων δηλώσεων, τα πρακτικά εκτιμώνται κατά το μέρος αυτό ελευθέρως υπό του δικαστού. 3.Η τήρησις των δια την προφορικήν συζήτησιν οριζομένων διατυπώσεων δύναται να αποδειχθή μόνον δια των πρακτικών. Άρθρον 260 (269 α.ν. 44/67, 21.17 ν.δ. 958/71) Εάν κατά την εκφώνησιν της υποθέσεως δεν εμφανίζωνται πάντες οι διάδικοι ή εμφανίζωνται μεν, αλλά δεν μετέχουν προσηκόντως της συζητήσεως, αύτη ματαιούται. "2.Η για οποιονδήποτε λόγο ματαίωσης της συζήτησης της υπόθεσης δεν αποτελεί διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου ή των διαδίκων". Η παρ. 2 προστέθηκε από την παρ. 5 άρθρ. 8 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), τόμ. 8 σελ. 84,243. Άρθρον 261 (270 α.ν. 44/67) Έκαστος διάδικος οφείλει να απαντά σαφώς, γενικώς ή ειδικώς, περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφ' όσον δεν ημφισβητήθη η αλήθεια πραγματικού τινός ισχυρισμού, εις τον δικαστήν απόκειται να κρίνη εν συνδυασμώ προς την τυχόν γενικήν άρνησιν και το σύνολον των ισχυρισμών των διαδίκων, εάν συνάγεται ομολογία ή άρνησις. Άρθρον 262 (271 α.ν. 44/67) 1.Η ένστασις πρέπει να περιλαμβάνη ωρισμένην αίτησιν και σαφή έκθεσιν των γεγονότων τα οποία θεμελιούν αυτήν. 2.Ενστάσεις εκ δικαιώματος τρίτου επιτρέπονται μόνον εις τας υπό του νόμου οριζομένας περιπτώσεις. Άρθρον 263 (272 α.ν. 44/67, 21.18 ν.δ. 958/71) Κατά την πρώτην συζήτησιν πρέπει να προτείνωνται επί ποινή απαραδέκτου α)η αναρμοδιότης, πλην εάν δεν χωρή παρέκτασις, β)η υπαγωγή της διαφοράς εις διαιτησίαν, γ)η έλλειψις εγγυοδοσίας, δ)η μη καταβολή των εξόδων της προηγουμένης δίκης, ε)η ύπαρξις προθεσμίας προς αποποίησιν κληρονομίας στ)η προσεπίκλησις ομοδίκων ή υποχρέων προς αποζημίωσιν. (Αντί για τη σελ.41(ζ) Σελ. 41(η) Τεύχος 1367 Σελ. 111 Άρθρον 264 (273 α.ν. 44/67) Εάν η διαφορά υπάγεται εις διαιτησίαν, το δικαστήριον παραπέμπει την υπόθεσιν εις την διαιτησίαν, διατηρουμένων των συνεπειών της ασκήσεως της αγωγής. Εάν παύση η ισχύς της συμφωνίας περί διαιτησίας, η υπόθεσις επαναφέρεται εις το δικαστήριον δια κλήσεως. Άρθρον 265 (274 α.ν. 44/67) Ο κληρονόμος, εναγόμενος δι' απαίτησιν κατά της κληρονομίας, εφ' όσον δικαιούται εισέτι να αποποιηθή αυτήν, δύναται να ζητήση αναβολήν της συζητήσεως. Το δικαστήριον δεχόμενον την αίτησιν αναβάλλει την συζήτησιν μέχρι της παρόδου της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομίας. Άρθρον 266 (275 α.ν. 44/67) Εάν ο εναγόμενος προσεπεκάλεσε τους ομοδίκους ή τους προς αποζημίωσιν υποχρέους ή τον νομέα και ούτοι δεν ενεφανίσθησαν κατά την πρώτην συζήτησιν, δύναται να ζητήση την αναβολήν της συζητήσεως μέχρι της παρόδου της εις τον προσεπικληθέντα παρεχομένης προθεσμίας προς εμφάνισιν. Το δικαστήριον δεχόμενον την αίτησιν αναβάλλει την συζήτησιν μέχρι της παρόδου της προθεσμίας. Άρθρον 267 (276 α.ν. 44/67) Επί των περιπτώσεων του άρθρ. 263 το δικαστήριον, εάν κατά την κρίσιν του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, δύναται να προβή εις ιδιαιτέραν συζήτησιν και να εκδώση ιδιαιτέραν απόφασιν προ της εξετάσεως της ουσίας της υποθέσεως. Το αυτό ισχύει και ως προς την έλλειψιν δικαιοδοσίας, την εκκρεμοδικίαν, την ικανότητα να είναι διάδικος ή να διεξαγάγη δίκην ιδίω ονόματι ή την νόμιμον παράστασιν ή εξουσιοδότησιν του νομίμου αντιπροσώπου. Άρθρον 268 (278 α.ν. 44/67) Άρθρον 24 (24 α.ν. 44/67) Έλληνες απολαύοντες ετεροδικίας, ως και οι εις το εξωτερικόν διωρισμένοι υπάλληλοι του Κράτους, υπάγονται εις την αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου κατώκουν προ της αποστολής των, εάν δε προ της αποστολής των δεν είχον κατοικίαν, εις τα δικαστήρια της πρωτευούσης του Κράτους. Το αυτό ισχύει και ως προς την σύζυγον και τα τέκνα αυτών. Άρθρ.268.-"1.Μετά την εκκρεμοδικεία ο εναγόμενος μπορεί να ασκήσει ανταγωγή". 2.Επί αναγκαστικής ομοδικίας συγχωρείται ανταγωγή μόνον όταν ασκείται υπό πάντων ή κατά πάντων των ομοδίκων. 3.Υπόθεσις υπαγομένη εις ειδικήν διαδικασίαν δεν δύναται να εισαχθή δι' ανταγωγής κατ' αγωγής η οποία δικάζεται κατά την γενικήν ή διάφορον ειδικήν διαδικασίαν και αντιστρόφως. Σελ. 42(η) Τεύχος 1367 Σελ. 112 4.(4). "Η ανταγωγή ασκείται είτε με χωριστό δικόγραφο που επιδίδεται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση είτε με τις προτάσεις της παρ. 1 του άρθρου 237 που στην περίπτωση αυτή κατατίθενται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση είτε, όπου η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, προφορικά, κατά τη συζήτηση." Στην τελευταία περίπτωση η ανταγωγή καταχωρίζεται στα πρακτικά. Το μέσα σε «» πρώτο εδάφιο αντικατατάθηκε ως άνω από την παρ.4 άρθρ.7 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 ,(ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. 5. Η συζήτηση της ανταγωγής που ασκήθηκε με τις προτάσεις είναι, σε περίπτωση απουσίας ή μη νόμιμης παράστασης του ενάγοντος, απαράδεκτη, εκτός αν οι προτάσεις αυτές έχουν επιδοθεί στον ενάγοντα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου." 6.(5).Ασκηθείσης της ανταγωγής, η δωσιδικία αυτής υφίσταται και εάν η κυρία αγωγή απορριφθή ή ο ενάγων ανακαλέση ταύτην ή παραιτηθή αυτής. Η παρ.(5) αναριθμήθηκε σε παρ.(6) και η παλιά παρ.(4) αντικαταστάθηκε με τις νέες παρ.(4) και (5) από το άρθρ.10 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α 109), κατωτ.αριθ.31. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (279 α.ν. 44/67, 21.20 ν.δ. 958/71) "Άρθρο 269.-1. Μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται με τις προτάσεις, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. Το απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει για τους ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή που μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης. 2. Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορεί να προβληθούν παραδεκτά έως και τη συζήτηση με προτάσεις ή και προφορικά: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία. αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων." Το άρθρ.269 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.11 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. "Άρθρο 270.-1. Ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. Ο δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προς τα θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους οφείλουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο να εμφανισθούν αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 260, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. 2. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες. 3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του, έστω και αν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 415. Οφείλει να εξετάσει έναν τουλάχιστον από τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά. Σε περίπτωση ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε ομόδικο, αν τούτο κριθεί απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων. 4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. 5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μία δικάσιμο. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται. "6. Έως τη δωδεκάτη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων κατά την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ. 2. Ο γραμματέας το αργότερο την τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση υποχρεούται να χορηγεί στους διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης." Η παρ.6 αντικατατάθηκε ως άνω από την παρ.5 άρθρ.7 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. 7. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο." Το άρθρ.270 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.12 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. (Αντί για τη σελ. 42,01(β) Σελ. 42,01(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 29 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρ.270α.-(Καταργήθηκε, όπως είχε προστεθεί, από την παρ. 6 άρθρ. 8 Νόμ. 2145/1993, ΦΕΚ Α' 88, από την παρ. 11 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, κατωτ. αριθ. 26). «Άρθρον 271 (281 α.ν. 44/67, 21.22 ν.δ. 958/71) 1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν κανονικά, το δικαστήριο, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν σ' αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. 2. Το ίδιο ισχύει, αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του εναγομένου και δεν εμφανισθεί ο ενάγων ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση κανονικά. 3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για τον παρεμβαίνοντα." Το άρθρ.271 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.13 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. Άρθρον 272 (282 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.2 άρθρ.13 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 273 (283 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.2 άρθρ.13 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 274 (284 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.2 άρθρ.13 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 275 (285 α.ν. 44/67) Εάν οι κατά το άρθρον 86 προσεπικληθέντες δεν ενεφανίσθησαν εις την επ' ακροατηρίου συζήτησιν ή εάν απολειφθέντος του προσεπικαλέσαντος ενεφανίσθησαν οι προσεπικληθέντες ομόδικοι, εφαρμόζονται τα εν τω άρθρω 76. Εάν δεν ενεφανίσθησαν οι προσεπικληθέντες και ο προσεπικαλέσας, υπόκεινται οι προσεπικληθέντες ομόδικοι εις τας αυτάς επιζημίους συνεπείας εις τας οποίας και ο προσεπικαλέσας. Άρθρον 276 (286 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο κατά το άρθρον 87 προσεπικληθείς δεν εμφανισθή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν ή εμφανιζόμενος δεν προβή εις δήλωσιν περί της σχέσεώς του προς τον επίδικον ή αμφισβητήση τους ισχυρισμούς του προσεπικαλέσαντος εναγομένου, ούτος δικαιούται να αποδεχθή την αγωγήν. Σελ. 42,02(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 30 2.Εάν ο κατά το άρθρον 87 προσεπικληθείς αναγνωρίση ως αληθείς τους ισχυρισμούς του προσεπικαλέσαντος εναγομένου, δικαιούται τη συναινέσει αυτού να μετάσχη της δίκης ως κύριος διάδικος εις την θέσιν του εναγομένου. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο εναγόμενος τίθεται εκτός της δίκης, η δε εκδοθησομένη απόφασις έχει ισχύν και κατ' αυτού. Άρθρον 277 (287 α.ν.44/67, 21.23 ν.δ. 958/71). Εάν ο ενάγων, ο εναγόμενος ή ο κυρίως παρεμβαίνων προσεπεκάλεσαν προς αποζημίωσιν τους προς τούτο υποχρέους, τότε 1)μη εμφανισθέντες οι προσεπικληθέντες και ο προσεπικαλέσας, δικάζονται «σαν να ήταν παρόντες» ή «σαν να ήταν παρών», 2)εμφανισθέντων των κυρίων διαδίκων και απολειπομένων των προσεπικληθέντων, συζητείται η υπόθεσις μεταξύ των πρώτων κατ' αντιμωλίαν, οι δε προσεπικληθέντες δικάζονται «σαν να ήταν παρόντες» ή «σαν να ήταν παρών», 3)εμφανισθέντων των προσεπικληθέντων και απολειπομένου του προσεπικαλέσαντος τούτους κυρίου διαδίκου, οι πρώτοι έχουν το δικαίωμα είτε να λάβουν την θέσιν του κυρίου διαδίκου και να συζητήσουν την υπόθεσιν μετά του αντιδίκου είτε να παρέμβουν απλώς. Κατά την δευτέραν περίπτωσιν η διαδικασία προβαίνει ως εάν δεν είχεν ασκηθή η πρόσθετος παρέμβασις, το δε δικαστήριον δικάζει «σαν να ήταν παρόντες» ή «σαν να ήταν παρών», τον απολειπόμενον προσεπικαλέσαντα διάδικον, 4)εμφανισθέντων των κυρίων διαδίκων και των προσεπικληθέντων, έχουν οι τελευταίοι το δικαίωμα να αρνηθούν την προσεπίκλησιν ή να παρεμβούν απλώς ή να λάβουν την θέσιν του προσεπικαλέσαντος και να συζητήσουν την υπόθεσιν μετά του αντιδίκου. Οι μέσα σε «» λέξεις αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.3 άρθρ.13 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 278 (288 α.ν. 44/67) 1.Εάν κατά τας περιπτώσεις του άρθρου 277 οι προσεπικληθέντες λάβουν την θέσιν του προσεπικαλέσαντος, στερούνται του δικαιώματος να αμφισβητήσουν την προς αποζημίωσιν υποχρέωσιν, η δε υπόθεσις συζητείται μεταξύ αυτών και των λοιπών διαδίκων, τιθεμένου του προσεπικαλέσαντος εκτός της δίκης. Η απόφασις έχει ισχύν και κατά του εκτός της δίκης τεθέντος προσεπικαλέσαντος ο οποίος δύναται να εξακολουθήση μετέχων της δίκης ως προσθέτως παρεμβαίνων. Άρθρον 279 (289 α.ν. 44/67, 21.24 ν.δ. 958/71) (Καταργήθηκε από την παρ.2 άρθρ.13 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). άρθρ. 51 Νόμ. 2172/93, στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά ειδικά Τμήματα Ναυτικών Διαφορών και ρυθμίστηκαν σχετικά θέματα. (Αντί για τη σελ. 7(γ) Σελ. 7(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 1 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.1-2 Άρθρον 25 (25 α.ν. 44/67) 1.Το Δημόσιον υπάγεται εις την αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου έχει την έδραν της ή αρχή η υπό του νόμου ωρισμένη όπως εκπροσωπή τούτο εις τας εκάστοτε δίκας. 2.Τα μη φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι ικανά να είναι διάδικοι υπάγονται εις την αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου έχουν την έδραν των. Άρθρον 280 (290 α.ν.44/67) 1.Εάν διάδικος, μη εμφανισθείς κατά την εκφώνησιν της υποθέσεως, προσέλθη διαρκούσης της συζητήσεως και μετάσχη προσηκόντως ταύτης, θεωρείται ως κατ' αντιμωλίαν δικαζόμενος και υποχρεούται να αποδεχθή την συζήτησιν εις ο σημείον αύτη ευρίσκεται. 2.Θεωρείται ως μη παριστάμενος ο ζητών μόνον αναβολήν μη γενομένην δεκτήν υπό του δικαστηρίου διάδικος. 3.Εάν διάδικος, εμφανισθείς κατά την εκφώνησιν της υποθέσεως, υποβάλη αίτησιν αναβολής της συζητήσεως απορριφθείσαν υπό του δικαστηρίου, χωρίς να απάντηση εις την ουσίαν, θεωρείται ως μη μετέχων προσηκόντως της περαιτέρω συζητήσεως. 4.Ο μετά την έναρξιν της συζητήσεως επί της ουσίας εκουσίως αποχωρών διάδικος θεωρείται ως κατ' αντιμωλίαν δικαζόμενος. Άρθρον 281 (291 α.ν. 44/67) Πρώτη συζήτησις θεωρείται εκείνη καθ' ην η υπόθεσις εξεφωνήθη και ήρξατο η εκδίκασις αυτής, αδιαφόρως αν το δικαστήριον εισήλθεν ή όχι εις την εξέτασιν της ουσίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' Παρεμπίπτοντα. Άρθρον 282 (292 α.ν. 44/67) 1.Εις τα παρεμπίπτοντα ζητήματα ανάγεται παν ό,τι δύναται να εμποδίση, διακόψη ή καταργήση ή οπωσδήποτε επηρεάζει την τακτικήν πρόοδον της κυρίας δίκης, περιλαμβανομένης και της εκτελέσεως. 2.Τα παρεμπίπτοντα ζητήματα προϋποθέτουν κυρίαν διαφοράν και ένα τουλάχιστον διάδικον τον οποίον ενδιαφέρει η απόφασις επί της κυρίας διαφοράς και του παρεμπίπτοντος. Άρθρον 283 (293 α.ν. 44/67) 1.Η παρεμπίπτουσα αγωγή μεταξύ των αυτών διαδίκων ενώπιον του αυτού δικαστηρίου πρέπει να περιέχη μεταγενεστέραν αίτησιν του ενός ή του άλλου διαδίκου. "2.Οι παρεμπίπτουσες αγωγές μπορούν να ασκηθούν σε κάθε στάση της δίκης και κατ' έφεση, εκτός αν περιέχουν αυτοτελή αίτηση". Η παρ. 2, που είχε αντικατασταθεί από την παρ. 8 άρθρ. 8 Νόμ. 2145/1993, (ΦΕΚ Α' 88), αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω, από την παρ. 12 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65 (κατωτ. αριθ. 26). Άρθρον 284 (294 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον, καθ' οιανδήποτε διαδικασίαν και αν δικάζη, εξετάζει τα παρεμπίπτοντα ζητήματα και όταν είναι αναρμόδιον προς εκδίκασιν αυτών. Άρθρον 285 (295 α.ν.44/67) Τα παρεμπίπτοντα ζητήματα ή αι παρεμπίπτουσαι αγωγαί συνεκδικάζονται μετά της κυρίας δίκης. Εάν η κυρία δίκη είναι ώριμος κατά την κρίσιν του δικαστού προς έκδοσιν οριστικής αποφάσεως, το δε παρεμπίπτον χρήζη εξετάσεως, το δικαστήριον αποφαίνεται επί της κυρίας δίκης, παραπέμπον το παρεμπίπτον εις ιδιαιτέραν συζήτησιν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ' Διακοπή και επανάληψις της δίκης Άρθρον 286 (298 α.ν. 44/67) 1.Η δίκη διακόπτεται εάν μέχρι του πέρατος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποίαν εκδίδεται η οριστική απόφασις α)αποθάνη τις των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων του ή επέλθη άλλη μεταβολή εις το πρόσωπον τινός εξ αυτών επηρεάζουσα την ικανότητα της επί δικαστηρίου παραστάσεως ή την εξουσίαν του νομίμου αντιπροσώπου προς εκπροσώπησιν, πλην αν πρόκειται περί θανάτου ή άλλων μεταβολών εις το πρόσωπον του νομίμου αντιπροσώπου ανωνύμου εταιρίας, εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, σωματείου, ή ιδρύματος, β)επέλθη περίπτωσις αποκαταστάσεως κληρονομιάς ή κληροδοσίας, γ) κηρυχθή (Αντί για τη σελ. 43(β) Σελ. 43(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 31 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 τις των διαδίκων εις κατάστασιν πτωχεύσεως, εφ' όσον η δίκη αφορά την πτωχευτικήν περιουσία, ή αποθάνη ή αντικατασταθή ο σύνδικος ή εκδοθή τελεσίδικος απόφασις περί επικυρώσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού ή περί αποκαταστάσεως, εφ' όσον συνεπεία αυτών επέρχεται ανάληψις της διαχειρίσεως της περιουσίας υπό του συμβιβασθέντος ή αποκατασταθέντος, δ)αποθάνη, απολυθή, εκπέση, παραιτηθή του λειτουργήματός του ή απολέση εν γένει την ικανότητα δια την εκπροσώπησιν και υπεράσπισιν του διαδίκου ο δικαστικός πληρεξούσιος ενός των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων των, πλην αν ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος αυτού έχη εις την δίκην πλείονας δικαστικούς πληρεξουσίους λαβόντας μέρος εις αυτήν. Άρθρον 287 (299 α.ν. 44/67, 23.1 ν.δ. 958/71) 1.Η διακοπή επέρχεται από της γνωστοποιήσεως προς τον αντίδικον του λόγου της διακοπής, δι' επιδόσεως δικογράφου ή δια προφορικής δηλώσεως επ' ακροατηρίου ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρησιν της διαδικαστικής πράξεως. Η γνωστοποίησις γίνεται υπό προσώπου δικαιουμένου να επαναλάβη την δίκην. 2.Εις την κατά την § 1 γνωστοποίησιν δύναται να προβή και ο μέχρι της στιγμής της επελεύσεως του λόγου της διακοπής πληρεξούσιος του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου εις το πρόσωπον του οποίου επήλθεν ο λόγος ούτος. Άρθρον 288 (300 α.ν. 44/67, 23.2 ν.δ. 958/71) Επί αναγκαστικής ομοδικίας ο θάνατος ενός των ομοδίκων ή άλλο γεγονός εκ των εις το άρθρον 286 αναφερομένων, επερχόμενον εις το πρόσωπον ενός εξ αυτών, επάγεται διακοπήν της δίκης έναντι πάντων των διαδίκων. Άρθρον 289 (301 α.ν. 44/67) Πάσα διαδικαστική πράξις πλην της εκδόσεως της αποφάσεως ενεργηθείσα μετά την διακοπήν της δίκης και προ της επαναλήψεως αυτής είναι άκυρος, πλην αν ενεργηθή υπό του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθεν η διακοπή. Άρθρον 26 (26 α.ν. 44/67) Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι υπάγονται εις την αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου ασκούν τα καθήκοντά των. Άρθρον 290 (302 α.ν. 44/67) Η επανάληψις διακοπείσης δίκης δύναται να γίνη εκουσίως δια ρητής ή σιωπηράς δηλώσεως του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθεν η διακοπή. Άρθρον 291 (303 α.ν. 44/67, 23.3. ν.δ. 958/71) 1.Ο αντίδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθεν η διακοπή της δίκης και ο ομόδικος αυτού δύνανται να επισπεύσουν την επανάληψιν της διακοπείσης δίκης, προσκαλούντες αυτόν προς τούτο δια κοινοποιήσεως δικογράφου. Ούτοι δύνανται να κοινοποιήσουν την πρόσκλησιν και προ της γνωστοποιήσεως του επαγομένου την διακοπήν γεγονότος, θεωρούντες ταύτην επελθούσαν. Σελ. 44(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 32 2.Η επάναληψις της δίκης χωρεί αυτοδικαίως τριάκοντα ημέρας μετά την κοινοποίησιν της προσκλήσεως. Η προθεσμία αύτη δύναται να παραταθή μέχρις εξ το πολύ μηνών υπό του δικαστού και επί πολυμελούς δικαστηρίου υπό του Προέδρου, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ.. Άρθρον 292 (304 α.ν. 44/67) Ό κληρονόμος, ο κληροδόχος ή ο καταπιστευματοδόχος δεν δύνανται να κληθούν προς επανάληψιν διακοπείσης δίκης προ της παρελεύσεως της προς αποποίησιν προθεσμίας ή της οπωσδήποτε άλλως επελθούσης απωλείας του δικαιώματος προς αποποίησιν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η' Κατάργησις και περάτωσις της δίκης. Άρθρον 293 (306 α.ν. 44/67) 1.Οι διάδικοι δύνανται κατά πάσαν στάσιν της δίκης να συμβιβάζωνται, εφ' όσον συντρέχουν αι κατά το ουσιαστικόν δίκαιον προϋποθέσεις. Ο συμβιβασμός γίνεται δια δηλώσεως ενώπιον του δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστού ή ενώπιον συμβολαιογράφου και επάγεται αυτοδικαίως κατάργησιν της δίκης. 2.Συμβιβασμός γινόμενος κατ' άλλον τρόπον δεν επάγεται κατάργησιν της δίκης, κρίνεται δε κατά τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Άρθρον 294 (307 α.ν. 44/67) Ο ενάγων δύναται να παραιτηθή του δικογράφου της αγωγής άνευ συναινέσεως του εναγομένου πριν ή ούτος εισέλθη εις την προφορικήν συζήτησιν επί της ουσίας της υποθέσεως. Η μετά ταύτα γινομένη παραίτησις είναι απαράδεκτος, εφ' όσον αντιλέγει ο εναγόμενος και πιθανολογεί ότι έχει έννομον συμφέρον προς περάτωσιν της δίκης δι' εκδόσεως οριστικής αποφάσεως. Άρθρον 295 (308 α.ν. 44/67, 24.1 ν.δ. 958/71) 1.Η παραίτησις από του δικογράφου της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι ή αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Ο περιορισμός του αιτήματος θεωρείται ως μερική παραίτησις από του δικογράφου. 2.Εάν ή αγωγή ασκηθή εκ νέου, ο εναγόμενος δύναται να αρνηθή την απάντησιν εις την αγωγήν μέχρι της καταβολής των εξόδων της πρώτης δίκης, πλην αν δια την πρώτην δίκην είχε παραχωρηθή εις τον ενάγοντα το ευεργέτημα της πενίας. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 296 (309 α.ν. 44/67) Ο ενάγων δύναται να παραιτηθή του δια της αγωγής ασκηθέντος δικαιώματος, εφ' όσον συντρέχουν αι κατά το ουσιαστικόν δίκαιον προϋποθέσεις, άνευ συναινέσεως του εναγομένου. Η παραίτησις είναι απαράδεκτος εφ' όσον ο εναγόμενος αντιλέγει και πιθανολογεί ότι έχει έννομον συμφέρον προς περάτωσιν της δίκης δι' εκδόσεως οριστικής αποφάσεως. Άρθρον 297 (310 α.ν. 44/67, 24.2 ν.δ. 958/71) Η κατά τα άρθρα 294 και 296 παραίτησις γίνεται ή δια δηλώσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά ή δια δικογράφου επδιδομένου προς τον αντίδικον του παραιτουμένου. Άρθρον 298 (311 α.ν. 44/67) Ο εναγόμενος δύναται να αποδεχθή την αγωγήν αναγνωρίζων εν όλω ή εν μέρει το δι' αυτής ασκηθέν δικαίωμα, εφ' όσον συντρέχουν αι κατά το ουσιαστικόν δίκαιον προϋποθέσεις. Η αποδοχή γίνεται είτε κατά το άρθρον 297 είτε σιωπηρώς δια πράξεων εκ των οποίων συνάγεται σαφώς αύτη. Γενομένης αποδοχής εκδίδεται απόφασις συμφώνως προς αυτήν. Άρθρον 299 (312 α.ν. 44/67) Αι διατάξεις των άρθρων 294 έως 298 εφαρμόζονται και επί ανταγωγής, κυρίως και προσθέτου παρεμβάσεως, προσεπικλήσεως, ανακοινώσεως, ενδίκων μέσων, ανακοπής κατ' εξωδίκων και δικαστικών πράξεων, τριτανακοπής και οιασδήποτε άλλης διαδικαστικής πράξεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ' Απόφασις. Άρθρον 27 (27 α.ν. 44/67) 1.Διαφοραί εκ της εταιρικής σχέσεως μεταξύ εταιρίας και εταίρων ή μεταξύ των εταίρων προς αλλήλους υπάγονται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου έχει την έδραν της η εταιρία. 2.Εις την αρμοδιότητα του κατά την § 1 δικαστηρίου υπάγονται και αι μετά την διάλυσιν και εκκαθάρισιν της εταιρίας διαφοραί, αι αφορώσαι την διανομήν της εταιρικής περιουσίας, εφ' όσον η αγωγή ασκηθή εντός δύο ετών από του πέρατος της διανομής. Άρθρον 300 (313 α.ν. 44/67) Η απόφασις εκδίδεται μόνον υπό του δικαστού ο οποίος μετέσχε της συνθέσεως του δικαστηρίου κατά την συζήτησιν επί της οποίας εκδίδεται αύτη, επί πολυμελών δε δικαστηρίων κατόπιν διασκέψεως και ψηφοφορίας πάντων των δικαστών των μετασχόντων της συζητήσεως. Άρθρον 301 (314 α.ν. 44/67) 1.Η διάσκεψις γίνεται υπό την διεύθυνσιν του προέδρου, εισηγουμένου του υπ' αυτού ως εισηγητού ορισθέντος δικαστού, είτε αμέσως μετά την συζήτησιν είτε μετά ταύτα καθ' ημέραν οριζομένην υπό του προέδρου. 2.Την σειράν της συζητήσεως και της ψηφοφορίας επί των ζητημάτων ορίζει ο πρόεδρος. 3.Η ψηφοφορία γίνεται ψηφίζοντος πρώτου του νεωτέρου κατά διορισμόν δικαστού, κατόπιν, του αμέσως αρχαιοτέρου και τελευταίου του προέδρου. Άρθρον 302 (315 α.ν. 44/67, 25.1 ν.δ. 958/71) 1.Εν περιπτώσει διαφωνίας επικρατεί η γνώμη της πλειοψηφίας. Αιτήσει της μειονοψηφίας καταχωρίζεται η γνώμη αυτής εις το αιτιολογικόν της αποφάσεως υπό τον τύπόν της αμφιβολίας, ως και εις το πρακτικόν της διασκέψεως. Εις την απόφασιν του Αρείου Πάγου καταχωρίζεται μόνον η γνώμη της πλειονοψηφίας εις δε το πρακτικόν της διασκέψεως η γνώμη της μειονοψηφίας. 2.Εάν κατά την ψηφοφορίαν σχηματισθούν πλείονες των δύο γνωμών, οι αποτελούντες την ασθενεστέραν μειοψηφίαν οφείλουν να προσχωρήσουν εις μίαν των επικρατεστέρων γνωμών. Εάν πλείονες εκ των ασθενεστέρων γνωμών συγκεντρώνουν ίσον αριθμόν ψήφων, γίνεται ψηφοφορία περί του αποκλεισμού μιας εξ αυτών οπότε οι ακολουθούντες ταύτην οφείλουν να προσχωρήσουν εις μίαν των άλλων γνωμών, μέχρι σχηματισμού πλειονοψηφίας. 3.Επελθούσης ισοψηφίας, προσλαμβάνεται έτερος δικαστής και η υπόθεσις συζητείται εκ νέου επ' ακροατηρίου. Άρθρον 303 (316 α.ν. 44/67) Εάν κατά την διάσκεψιν προκύψη διχοψηφία, συντάσσεται πρακτικόν υπογραφόμενον υπό του προέδρου, των μειονοψηφούντων και του γραμματέως. Εάν τις εξ αυτών απεβίωσεν ή έπαυσε να είναι τοποθετημένος εις το δικαστήριον ή τελή εν αδεία, γίνεται μνεία εις το πρακτικόν και υπογράφουν οι λοιποί. Άρθρον 304 (317 α.ν. 44/67, 25.2 ν.δ. 958/71) 1.Περατωθείσης της ψηφοφορίας συντάσσεται υπό του εισηγηθέντος δικαστού εφ' απλού, χρονολογείται και υπογράφεται υπό του προέδρου και αυτού σχέδιον της αποφάσεως περιλαμβάνον το αιτιολογικόν και το διατακτικόν αυτής. Επί αποφάσεως του προέδρου, του κατ' άρθρον 341 § 3 εισηγητού, του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου το σχέδιον συντάσσεται, χρονολογείται και υπογράφεται υπό του εκδίδοντος την απόφασιν δικαστού. 2.Εκ του κατά την § 1 σχεδίου δημοσιεύεται η απόφασις εν δημοσία συνεδριάσει. (Αντί για τη σελ. 45(β) Σελ. 45(γ) Τεύχος 1399 Σελ. 11 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 "3.Μετά τη δημοσίευση κάθε διάδικος δικαιούται να λάβει απλά φωτοτυπικό αντίγραφο του σχεδίου προκειμένου να μεριμνήσει για την καθαρογραφή με συμπληρωμένα τα στοιχεία που πρέπει, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο, να αναφέρονται στο πρωτότυπο της απόφασης. Ο κατά την παρ. 1 εισηγητής ή δικαστής οφείλει να θεωρήσει ενυπογράφως, το ταχύτερο δυνατόν, το πρωτότυπο, το οποίο ακολούθως υπογράφεται αμέσως κατά το άρθρ. 306". Η παρ. 3, προστέθηκε από την παρ. 10 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α' 67), κατωτ. αριθ. 28. Άρθρον 305 (318 α.ν. 44/67) Το πρωτότυπον της αποφάσεως πρέπει να αναφέρη 1)την σύνθεσιν του δικαστηρίου, μνημονευομένου επί πολυμελών δικαστηρίων του ονόματος του εισηγηθέντος δικαστού, 2)το ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα και την κατοικίαν των διαδίκων, των νομίμων αντιπροσώπων και των δικαστικών πληρεξουσίων αυτών, γινομένης μνείας εάν ούτοι παρέστησαν και υπέβαλον προτάσεις, 3)σύντομον περίληψιν του αντικειμένου και της πορείας της δίκης, 4)το αιτιολογικόν και διατακτικόν της αποφάσεως και 5)μνείαν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Άρθρον 306 (319 α.ν. 44/67) 1.Το πρωτότυπον της αποφάσεως υπογράφεται υπό του διευθύνοντος την συζήτησιν και του γραμματέως. 2.Εάν ο διευθύνων την συζήτησιν απεβίωσεν ή έπαυσε να είναι τοποθετημένος εις το δικαστήριον ή τελή εν αδεία, υπογράφει αντ' αυτού ο κατά διορισμόν αρχαιότερος των κατά την συζήτησιν λαβόντων μέρος δικαστών. Κωλυομένων πάντων υπογράφει ο προϊστάμενος του δικαστηρίου, ελλείψει δε και τούτου μόνον ο γραμματεύς. 3.Περί των κατά την § 2 κωλυμάτων γίνεται μνεία εις το πρωτότυπον της αποφάσεως. Άρθρον 307 (321 α.ν. 44/67, 25.4 ν.δ. 958/71) Εάν ένεκα οιουδήποτε λόγου προκύψαντος μετά το πέρας της συζητήσεως καταστή αδύνατος η έκδοσις της αποφάσεως, η συζήτησις επαναλαμβάνεται κατόπιν ορισμού νέας δικασίμου και κοινοποιήσεως κλήσεως. Ο ορισμός δικασίμου δύναται να γίνη και η κλήσις προς συζήτησιν δύναται να κοινοποιηθή επιμελεία είτε τινός των διαδίκων είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το αυτό εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριον διατάσση την επανάληψιν της συζητήσεως. Εις πάσας τας ανωτέρω περιπτώσεις αι κλήσεις προς συζήτησιν και τα αποδεικτικά επιδόσεως συντάσσονται ατελώς. Σελ. 46(γ) Τεύχος 1399 Σελ. 12 «Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στην περίπτωση, που για οποιονδήποτε λόγο δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες από τη συζήτηση πολιτικής υπόθεσης. Μόλις συμπληρωθεί οκτάμηνο, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης». Το μέσα σε «» τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.3 Νόμ.3327/11-11 Μαρτ.2005 (ΦΕΚ Α΄70), τόμ.8 σελ.84,281. Σύμφωνα δε με το άρθρ.5 ίδιου Νόμ.3327/2005 οι άνω διατάξεις ισχύουν από 16 Σεπτ.2005. Άρθρον 308 (322. α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον εκδίδει οριστικήν απόφασιν εάν κατά την κρίσιν του η υπόθεσις είναι ώριμος προς τούτο. 2.Επί σωρεύσεως αγωγών ή επί συνεκδικαζομένων υποθέσεων το δικαστήριον δύναται είτε να εκδώση οριστικήν απόφασιν επί των ωρίμων υποθέσεων είτε να αναβάλη να αποφανθή οριστικώς μέχρις ου καταστούν ώριμοι πάσαι, εάν κρίνη τούτο σκόπιμον προς κρείσσονα διάγνωσιν της διαφοράς. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 28 (28 α.ν. 44/67) Διαφοραί αφορώσαι διαχείρισιν διεξαγομένην κατ' εντολήν δικαστηρίου υπάγονται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του δικαστηρίου το όποιον έδωσε την εντολήν, εάν δε την εντολήν έδωσεν άλλη δικαστική αρχή, του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου έχει αύτη την έδραν της. Άρθρον 309 (325 α.ν. 44/67) Αι αποφάσεις αι αποφαινόμεναι οριστικώς επί κυρίας ή παρεμπιπτούσης αιτήσεως δεν δύνανται μετά την δημοσίευσιν αυτών να ανακαλώνται υπό του εκδόντος αυτάς δικαστηρίου. Αι μη αποφαινόμεναι οριστικώς δύνανται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προτάσεως τινός των διαδίκων, υποβαλλομένης μόνον κατά την συζήτησιν της υποθέσεως και ουχί αυτοτελώς, να ανακαλώνται υπό του δόντος αυτάς δικαστηρίου κατά πάσαν στάσιν της δίκης μέχρι της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως. Το δικαστήριον δεν υποχρεούται να απαντά εις πρότασιν περί ανακλήσεως και όταν αύτη παραδεκτώς υποβάλλεται. Άρθρον 310 (326 α.ν. 44/67, 25.6 ν.δ. 958/71) 1.Αι αποφάσεις επιδίδονται επιμελεία των διαδίκων. 2.Επί μη οριστικών αποφάσεων η κατά την δημοσίευσιν αυτών παρουσία των διαδίκων ή των διεξαγόντων την δίκην νομίμων αντιπροσώπων ή των πληρεξουσίων των δικηγόρων επέχει θέσιν επιδόσεως. Άρθρον 311 (327 α.ν. 44/67) Εάν οι διάδικοι παρίστανται άνευ δικηγόρου ή δικολάβου, ο ειρηνοδίκης υποχρεούται να υποδεικνύη εν τη αποφάσει τα τακτικά ένδικα μέσα τα οποία δύνανται να ασκήσουν κατά της αποφάσεως. Η παράβασις της υποχρεώσεως ταύτης δεν αποτελεί λόγον προσβολής της αποφάσεως δι' ενδίκου μέσου. Άρθρον 312 (328 α.ν. 44/67, 25.7 ν.δ. 958/71) 1.Το περιεχόμενον της αποφάσεως αποτελεί πλήρη απόδειξιν ως προς την εμφάνισιν και εκπροσώπησιν των διαδίκων, την υπ' αυτών προφορικώς επ' ακροατηρίου προβολήν ισχυρισμών και υποβολήν αιτήσεων και την εξενεχθείσαν γνώμην του δικαστηρίου. 2.Η κατά την § 1 αποδεικτική δύναμις του περιεχομένου της αποφάσεως δύναται να ανατραπή δια του πρακτικού της συζητήσεως ή δια της προσβολής της αποφάσεως ως πλαστής. Άρθρον 313 (329 α.ν. 44/67) 1.Δύναται να επιδιωχθή δι' αγωγής ή ενστάσεως η αναγνώρισις της ανυπαρξίας δικαστικής αποφάσεως μόνον εις τας ακολούθους περιπτώσεις α)εάν εξεδόθη υπό προσώπων στερουμένων δικαστικής ιδιότητος, β)εάν πολιτικόν δικαστήριον απεφάνθη επί αντικειμένου μη υπαγομένου εις την δικαιοδοσίαν των πολιτικών δικαστηρίων, γ)εάν δεν εδημοσιεύθη, δ)εάν εξεδόθη επί δίκης διεξαχθείσης κατ' ανυπάρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου, ε)εάν εξεδόθη κατά προσώπου απολαύοντος ετεροδικίας. 2.Η κατά την § 1 αγωγή αποκλείεται εάν κατά της αποφάσεως ησκήθησαν ένδικα μέσα. 3.Η κατά την § 1 αγωγή υπάγεται εις το πολυμελές πρωτοδικείον της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου. Άρθρον 314 (330 α.ν. 44/67) Το δικάζον την κατά το άρθρον 313 αγωγήν δικαστήριον δύναται, επί τη αιτήσει τινός των διαδίκων υποβαλλομένη και δια των προτάσεων, να διατάξη την αναστολήν της εκτελέσεως της αποφάσεως εν όλω ή εν μέρει. Η απόφασις αύτη δύναται να ανακληθή παρά του δικαστηρίου μέχρι της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως κατόπιν αιτήσεως τινός των διαδίκων κατά τον αυτόν τρόπον υποβαλλομένης. (Μετά τη σελ.46(γ) Σελ. 46,01 Τεύχος 1399 Σελ. 13 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι' Διαδικασία διορθώσεως και ερμηνείας αποφάσεων. Άρθρον 315 (331 α.ν.44/67) Εάν εκ παραδρομής κατά την σύνταξιν της αποφάσεως παρεισέφρησαν λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικόν της αποφάσεως διετυπώθη ελλιπώς ή ανακριβώς, το εκδόν ταύτην δικαστήριον δύναται τη αιτήσει τινός των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως δι' αποφάσεώς του να προβή εις διόρθωσιν αυτής. Άρθρον 316 (332 α.ν. 44/67) Εάν η διατύπωσις αποφάσεως γεννά αμφιβολίας ή είναι ασαφής, το εκδόν ταύτην δικαστήριον κατόπιν αιτήσεως τινός των διαδίκων δύναται δι' αποφάσεώς του να ερμηνεύση την απόφασιν ούτως ώστε να καταστή αναμφίβολος η έννοια αυτής, ουδέποτε όμως η ερμηνεία δύναται να μεταβάλη το διατακτικόν της ερμηνευομένης αποφάσεως. Άρθρον 317 (333 α.ν. 44/67, 26.1 ν.δ. 958/71) 1.Η αίτησις διορθώσεως ή ερμηνείας αποφάσεως πρέπει, πλην των εν άρθρω 118 οριζομένων, να αναφέρη σαφώς και τα λάθη ή τας παραλείψεις ή τας ανακρίβειας των οποίων ζητείται η διόρθωσις ή τα αμφίβολα σημεία ή τας ασαφείας των οποίων ζητείται η ερμηνεία. 2.Η αίτησις κατατίθεται εις την γραμματείαν του εκδόντος την απόφασιν δικαστηρίου συντασσομένης εκθέσεως. 3.Εάν ο πρόεδρος ή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης θεωρούν αναγκαίαν την διόρθωσιν της αποφάσεως, ορίζουν αυτεπαγγέλτως δικάσιμον προς συζήτησιν. Άρθρον 318 (334 α.ν. 44/67, 26.2 ν.δ. 958/71) 1.Η επ' ακροατηρίου συζήτησις γίνεται κατά την διαδικασίαν καθ' ην εξεδόθη η προς διόρθωσιν ή ερμηνείαν απόφασις, καλουμένων οκτώ τουλάχιστον ημέρας προ της συζητήσεως πάντων των εν τη αποφάσει ταύτη διαδίκων. Εάν η διόρθωσις της αποφάσεως προκαλείται αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου, η κλήσις των διαδίκων γίνεται επιμελεία της γραμματείας του δικαστηρίου. 2.Εάν κατά την συζήτησιν της αιτήσεως δεν εμφανίζεται τις των διαδίκων, εφ' όσον μεν εκλητεύθη νομίμως, η διαδικασία προχωρεί ως εάν πάντες οι διάδικοι ήσαν παρόντες, εφ' όσον δε δεν εκλητεύθη νομίμως, αναβάλλεται η συζήτησις και διατάσσεται η κλήτευσις αυτού. Άρθρον 29 (29 α.ν. 44/67) 1.Διαφοραί αφορώσαι εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, την νομήν ή την κατοχήν αυτών, διαίρεσιν κοινού, κανονισμόν ορίων, απαιτήσεις κατά παντός διακατόχου, αποζημίωσιν δι' αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν, ως και διαφοραί εκ μισθώσεως ακινήτου ή δικαιώματος συνδεομένου προς την εκμετάλλευσιν αυτού ή εξ επιμόρτου αγροληψίας, υπάγονται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου κείται το ακίνητον. 2.Εάν το ακίνητον κείται εντός των περιφερειών πλειόνων δικαστηρίων, ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής μεταξύ αυτών. Άρθρον 319 (335 α.ν. 44/67) Κατά των αποφάσεων των εκδιδομένων επί αιτήσεων διορθώσεως ή ερμηνείας αποφάσεως δύνανται να ασκηθούν πάντα τα ένδικα μέσα τα οποία θα ηδύναντο να ασκηθούν κατά της αποφάσεως της οποίας εζητήθη η διόρθωσις ή ερμηνεία, εξαιρέσει της ανακοπής ερημοδικίας. Άρθρον 320 (336 α.ν. 44/67) Η διορθούσα ή ερμηνεύουσα απόφασις σημειούται εις το πρωτότυπον της διορθουμένης ή ερμηνευομένης, εις δε τα αντίγραφα, απόγραφα ή αποσπάσματα ταύτης πρέπει να αναγράφεται ο αριθμός και η ημερομηνία της διορθούσης ή ερμηνευούσης αποφάσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ' Δεδικασμένον. Άρθρον 321 (337 α.ν. 44/67) Αι οριστικαί αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αι μη υποκείμεναι εις ανακοπήν ερημοδικίας και έφεσιν είναι τελεσίδικοι και αποτελούν δεδικασμένον. Άρθρον 322 (338 α.ν. 44/67) 1.Το δεδικασμένον εκτείνεται επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος, εφ' όσον η απόφασις έκρινεν οριστικώς επί εννόμου σχέσεως προβληθείσης δι' αγωγής, ανταγωγής, κυρίας παρεμβάσεως ή ενστάσεως συμψηφισμού. Το δεδικασμένον εκτείνεται επίσης επί του οριστικώς κριθέντος δικονομικού ζητήματος. 2.Εάν προεβλήθη ένστασις συμψηφισμού, η απόφασις η αποφαινομένη περί της υπάρξεως ή ανυπαρξίας της προς συμψηφισμόν προβληθείσης ανταπαιτήσεως αποτελεί δεδικασμένον μόνον μέχρι του ποσού δια το οποίον προεβλήθη η ένστασις του συμψηφισμού, πλην αν εκρίθη ολόκληρον το ποσόν της ανταπαιτήσεως ότε το δεδικασμένον εκτείνεται επ' αυτού. Άρθρον 323 (339 α.ν. 44/67, 27.1 ν.δ. 958/71) Επιφυλασσομένων των υπό διεθνών συμβάσεων οριζομένων, απόφασις αλλοδαπού πολιτικού δικαστηρίου ισχύει και αποτελεί δεδικασμένον εν τη ημεδαπή άνευ άλλης διαδικασίας, εφ' όσον 1)αποτελεί δεδικασμένον κατά το δίκαιον του τόπου της εκδόσεώς της, 2)η υπόθεσις υπήγετο κατά τας διατάξεις του ελληνικού δικαίου εις την δικαιοδοσίαν των δικαστηρίων του Κράτους εις το οποίον ανήκει το εκδόν την απόφασιν δικαστήριον, 3)ο ηττηθείς διάδικος δεν εστερήθη του δικαιώματος της υπερασπίσεως και της εν γένει συμμετοχής εις την δίκην, πλην αν η στέρησις εγένετο κατ' εφαρμογήν διατάξεως ισχυούσης και δια τους υπηκόους του Κράτους εις το οποίον ανήκει το εκδόν την απόφασιν δικαστήριον, 4)δεν αντίκειται εις απόφασιν ημεδαπού δικαστηρίου εκδοθείσαν επί της αυτής υποθέσεως και αποτελούσαν δεδικασμένον έναντι των διαδίκων μεταξύ των οποίων εξεδόθη η απόφασις του αλλοδαπού δικαστηρίου και 5)δεν αντίκειται εις τα χρηστά ήθη ή την δημοσίαν τάξιν. (Αντί της σελ. 47) Σελ. 47(α) Τεύχος 432 – Σελ. 41 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 324 (340 α.ν. 44/67) Δεδικασμένον υφίσταται μεταξύ των αυτών προσώπων υπό την αυτήν ιδιότητα μόνον περί του κριθέντος δικαιώματος και εφ' όσον πρόκειται περί του αυτού αντικειμένου και της αυτής ιστορικής και νομικής αιτίας. Άρθρον 325 (341 α.ν. 44/67) Το δεδικασμένον ισχύει υπέρ και κατά 1)των διαδίκων, 2)των κατά την διάρκειαν της δίκης ή μετά το πέρας αυτής γενομένων διαδόχων αυτών και 3)των νεμομένων ή κατεχόντων το επίδικον πράγμα εν ονόματι τινός των διαδίκων ή των διαδόχων των, αδιαφόρως αν πρόκειται περί εμπραγμάτων ή ενοχικών σχέσεων. Το δεδικασμένον δεν ισχύει έναντι εκείνου ο οποίος εκ μεταβιβάσεως παρά μη δικαιούχου απέκτησε δικαιώματα κατά τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Άρθρον 326 (342 α.ν. 44/67) 1.Η υπέρ του υποχρέου εις αποκατάστασιν κληρονομίας ή κληροδοτήματος και κατά τρίτου εκδοθείσα απόφασις η αφορώσα την εις αποκατάστασιν υποκειμένην περιουσίαν ή αντικείμενον αυτής αποτελεί δεδικασμένον και υπέρ του καταπιστευματοδόχου. 2.Η κατά του υποχρέου εις αποκατάστασιν κληρονομίας ή κληροδοτήματος και υπέρ τρίτου εκδοθείσα απόφασις η αφορώσα αντικείμενον της εις αποκατάστασιν υποκειμένης περιουσίας αποτελεί δεδικασμένον και κατά του καταπιστευματοδόχου μόνον εφ' όσον ο υπόχρεος προς αποκατάστασιν έχει εξουσίαν διαθέσεως του επιδίκου αντικειμένου άνευ της συναινέσεως του καταπιστευματοδόχου. Άρθρον 327 (343 α.ν. 44/67, 27.2 ν.δ. 958/71) 1.Η μεταξύ του κηδεμόνος σχολαζούσης κληρονομίας ή του εκκαθαριστού κληρονομίας ή του εκτελεστού διαθήκης, του έχοντος δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης και τρίτου εκδοθείσα απόφασις η αφορώσα δικαιώματα ή υποχρεώσεις της κληρονομίας αποτελεί δεδικασμένον και έναντι των κληρονόμων. 2.Η μεταξύ των κληρονόμων των εχόντων δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης και τρίτου εκδοθείσα απόφασις η αφορώσα εις δικαιώματα ή υποχρεώσεις της κληρονομίας αποτελεί δεδικασμένον και έναντι του εκτελεστού διαθήκης. Άρθρον 328 (344 α.ν. 44/67) 1.Η μεταξύ του δανειστού και του πρωτοφειλέτου εκδοθείσα απόφασις η απορρίπτουσα την αγωγήν λόγω ανυπαρξίας του χρέους αποτελεί δεδικασμένον και υπέρ του εγγυητού. 2.Η μεταξύ του δανειστού και του εγγυητού εκδοθείσα απόφασις η απορρίπτουσα την αγωγήν λόγω ανυπαρξίας του χρέους αποτελεί δεδικασμένον και υπέρ του πρωτοφειλέτου. Σελ. 48(α) Τεύχος 432 – Σελ. 42 Άρθρον 30 (30 α.ν. 44/67) 1.Διαφοραί αφορώσαι αναγνώρισιν κληρονομικού δικαιώματος ή διανομήν κληρονομίας, απαιτήσεις του κληρονόμου κατά του νομέως ή κατόχου της κληρονομίας, απαιτήσεις εκ κληροδοτημάτων ή άλλων αιτία θανάτου διατάξεων ή εκ νομίμου μοίρας ή κατά εκτελεστών διαθήκης περί εκτελέσεως των διατάξεων αυτής, υπάγονται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου είχεν ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνον του θανάτου του την κατοικίαν του, εν ελλείψει δε κατοικίας την διαμονήν του. 2.Απαιτήσεις των κληρονόμων κατ' αλλήλων μέχρι της διανομής της κληρονομίας, απαιτήσεις τρίτων ένεκα χρεών του κληρονομουμένου ή της κληρονομίας, ως και εμπράγματοι περί κινητών μη περιλαμβανόμεναι εις τας εν § 1 αναφερομένας, υπάγονται εντός δύο ετών από του θανάτου του κληρονομουμένου εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου είχεν ούτος την κατοικίαν του και εν ελλείψει κατοικίας την διαμονήν του. (Αντί για τη σελ. 11(α) Σελ. 11(β) Τεύχος 1352 Σελ. 5 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 329 (345 α.ν. 44/67) Η μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου εκδοθείσα απόφασις η αφορώσα δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου αποτελεί δεδικασμένον και έναντι των μελών αυτού ως προς τα δικαιώματα ή τας υποχρεώσεις του νομικού προσώπου. Άρθρον 330 (346 α.ν. 44/67) Το δεδικασμένον εκτείνεται επί των προταθεισών εντάσεως, ως και επί εκείνων αι οποίαι ηδύναντο να προταθούν αλλά δεν επροτάθησαν. Εκ των μη προταθεισών ενστάσεων εξαιρούνται εκείναι αι οποίαι στηρίζονται επί αυτοτελούς δικαιώματος δυναμένου να ασκηθή και δια κυρίας αγωγής. Άρθρον 331 (347 α.ν. 44/67) Το δεδικασμένον εκτείνεται και επί των παρεμπιπτόντως κριθέντων ζητημάτων αποτελούντων αναγκαίαν προϋπόθεσιν του κυρίου ζητήματος, εφ' όσον το δικαστήριον ήτο καθ' ύλην αρμόδιον να αποφασίση επί τούτων. Άρθρον 332 (348 α.ν. 44/67) Το δεδικασμένον λαμβάνεται υπ' όψιν και αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου. Άρθρον 333 (349 α.ν. 44/67) 1.Οι διάδικοι και οι διάδοχοι αυτών δεν δύνανται να προσβάλουν την απόφασιν λόγω δόλου τινός των διαδίκων ή τρίτου, ειμή μόνον κατά τας περιπτώσεις κατά τας οποίας επιτρέπεται αναψηλάφησις. 2.Τρίτοι έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένον δύνανται να προσβάλουν τούτο μόνον λόγω δόλου των διαδίκων. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 334 (350 α.ν.44/67, 27.3 ν.δ. 958/71) 1.Πας διάδικος δικαιούται να ζητήση την μεταρρύθμισιν τελεσιδίκου ή ανεκκλήτου αποφάσεως καταδικαζούσης εις καταβολήν περιοδικών παροχών οφειλομένων δυνάμει του νόμου εξ οιασδήποτε αιτίας και καθισταμένων απαιτητών εις το μέλλον, εάν επήλθεν ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών επί τη βάσει των οποίων απηγγέλθη η καταδίκη. Το αυτό ισχύει και επί περιοδικών παροχών οφειλομένων δυνάμει δικαιοπραξίας, εφ' όσον το ποσόν ή η διάρκεια της καταβολής αυτών καθωρίσθη υπό του δικαστηρίου και μόνον ως προς το ποσόν ή την διάρκειας ταύτην. 2.Μεταβολή των συνθηκών θεωρείται και η μετά την απόφασιν ουσιώδης αυξομείωσις του τιμαρίθμου της ζωής. 3.Η μεταβολή των συνθηκών λαμβάνεται υπ' όψιν μόνον εφ' όσον επήλθεν εις χρόνον κατά τον οποίον ο ζητών την μεταρρύθμισιν της αποφάσεως δεν ηδύνατο να προβάλη την μεταβολήν εις την αρχικήν δίκην. 4.Η μεταρρύθμισις δύναται να ζητηθή μόνον δι' αγωγής εισαγομένης εις το αρμόδιον δικαστήριον. 5.Η μεταρρύθμισις δύναται να ζητηθή και να απαγγελθή μόνον δια τον μετά την έγερσιν της αγωγής χρόνον. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ' Απόδειξις. Με την περίπτ. δ' παρ. 9 άρθρ. 8 Νόμ. 2145/28 - 28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), τόμ. 8 σελ. 84, 243, ορίστηκε ότι : "Όπου σε διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. γίνεται λόγος για "πράξη δικαστηρίου", που αναφέρεται στη διεξαγωγή των αποδείξεων, αντικαθίσταται με τη λέξη "απόφαση". Το ανωτέρω εδάφιο δ' της παρ. 9 άρθρ. 8 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α' 88), καταργήθηκε από το εδάφ. γ' της παρ. 13 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65 (κατωτ. αριθ. 26). Σύμφωνα δε με το εδάφιο δ' της άνω παρ. 13 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, όπου σε διατάξεις σχετικές με την απόδειξη, προβλέπεται η έκδοση "πράξης" νοείται εφεξής "απόφαση". ΤΙΤΛΟΣ Ι. Γενικαί διατάξεις. Άρθρον 335 (351 α.ν. 44/67) Αντικείμενον αποδείξεως είναι μόνον τα πραγματικά γεγονότα τα έχοντα ουσιώδη επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης. Άρθρον 336 (352 α.ν.44/67) 1.Πραγματικά γεγονότα τα οποία είναι ούτω κοινώς γνωστά, ώστε να μη υπάρχη εύλογος αμφιβολία περί της αληθείας αυτών λαμβάνονται υπ' όψιν αυτεπαγγέλτως και άνευ αποδείξεως. 2.Πραγματικά γεγονότα γνωστά τω δικαστηρίω εξ άλλης δικαστικής ενεργείας αυτού λαμβάνονται υπ' όψιν αυτεπαγγέλτως και άνευ αποδείξεως, εφ' όσον η αλήθεια αυτών ισχύει έναντι πάντων. 3.Το δικαστήριον επί τη βάσει αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων δύναται να συνάγη συμπεράσματα περί ετέρων γεγονότων. 4.Τα διδάγματα της κοινής πείρας λαμβάνονται υπ' όψιν αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου και άνευ αποδείξεως. Άρθρον 337 (353 α.ν.44/67) Το δικαστήριον λαμβάνει υπ' όψιν αυτεπαγγέλτως και άνευ αποδείξεως το εν τη αλλοδαπή πολιτεία ισχύον δίκαιον, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη, εάν δε αγνοή ταύτα, δύναται να διατάξη απόδειξιν ή να χρησιμοποιήση το κατά την κρίσιν του πρόσφορον μέσον, μη περιοριζόμενον εις τας υπό των διαδίκων προσαγομένας αποδείξεις. Άρθρον 338 (354 α.ν. 44/67) 1.Έκαστος διάδικος υποχρεούται να αποδείξη τα πραγματικά γεγονότα τα οποία απαιτούνται αναγκαίως προς υποστήριξιν της αυτοτελούς αιτήσεως ή ανταιτήσεως αυτού. 2."Όταν ο νόμος θέτη τεκμήριον περί της υπάρξεως πραγματικού γεγονότος, χωρεί απόδειξις του αντιθέτου, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως. Άρθρον 31 (31 α.ν. 44/67) 1.Δίκαι αι οποίαι έχουν προς αλλήλας σχέσιν κυρίου και παρεπομένου, ιδία δε αι παρεμπίπτουσαι αγωγαί, αι περί εγγυήσεως, αι παρεμβάσεις και έτεραι όμοιαι υπάγονται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κυρίας δίκης. 2.Εις την αρμοδιότητα του δικάζοντος την κυρίαν δίκην πολυμελούς πρωτοδικείου υπάγονται παρεπόμεναι υποθέσεις της αρμοδιότητος του μονομελούς και του ειρηνοδικείου, εις δε την αρμοδιότητα του δικάζοντος την κυρίαν δίκην μονομελούς παρεπόμεναι υποθέσεις της αρμοδιότητος του ειρηνοδικείου. 3.Επί κυρίων δικών συναφών προς αλλήλας αποκλειστικώς αρμόδιον είναι το πρώτον επιληφθέν δικαστήριον, εφαρμοζομένης αναλόγως της διατάξεως της § 2. Άρθρον 339 (355 α.ν. 44/67, 28.1 ν.δ. 958/71) Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέτασις των διαδίκων, οι μάρτυρες, (ο όρκος του διαδίκου ) και τα δικαστικά τεκμήρια. Οι μέσα σε () λέξεις διαγράφηκαν από την παρ.2 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. Άρθρον 340 (356 α.ν.44/67) Εξαιρουμένων των εν τω νόμω ρητώς οριζομένων περιπτώσεων, το δικαστήριον κρίνει ελευθέρως τα αποδεικτικά μέσα και αποφαίνεται κατά συνείδησιν περί της αληθείας των ισχυρισμών. Εν τη αποφάσει πρέπει να αναφέρωνται οι λόγοι οι οποίοι ωδήγησαν τον δικαστήν εις τον σχηματισμόν της πεποιθήσεως αυτού. ΄Αρθρ.341.-(Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). (Αντί για τη σελ.49(γ) Σελ. 49(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 33 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 342 (358 α.ν.44/67, 28.3 ν.δ.958/71) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 343 (359 α.ν. 44/67, 28.4 ν.δ. 958/71) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 344 (360 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 345 (361 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 346 (362 α.ν. 44/67) Τα παρ' ενός διαδίκου προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπ' όψιν υπό του δικαστηρίου και προς απόδειξιν των ισχυρισμών ετέρου διαδίκου. Άρθρον 347 (363 α.ν. 44/67, 28.5 ν.δ. 958/71) Όπου ο νόμος αρκείται εις πιθανολόγησιν, το δικαστήριον δεν υποχρεούται να τηρήση τας περί αποδεικτικής διαδικασίας, αποδεικτικών μέσων και δυνάμεως αυτών διατάξεις, αλλά λαμβάνει υπ' όψιν οιαδήποτε πρόσφορα μέσα δια των οποίων, κατά την κρίσιν του, δύναται να σχηματισθή πιθανότης περί της αληθείας των πραγματικών περιστατικών. Άρθρον 348 (364 α.ν.44/67) Εάν συμφωνούν οι διάδικοι ή υπάρχη κίνδυνος απωλείας ή δυσχερούς χρήσεως αποδεικτικού μέσου ή πρόκειται να διαπιστωθή η παρούσα κατάστασις πράγματος ή έργου, δύναται να ζητηθή διεξαγωγή συντηρητικής αποδείξεως περί συγκεκριμένου ισχυρισμού και προ της ενάρξεως της δίκης. Άρθρον 32 (32 α.ν. 44/67) Δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονται και εις την αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου ασκούν τα καθήκοντά των, στρατιωτικοί δε και εις την αρμοδιότητα του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται η μονάς, το κατάστημα ή η υπηρεσία όπου υπηρετούν. Άρθρον 349 (365 α.ν.44/67, 28.6 ν.δ. 958/71) 1.Η αίτησις περί συντηρητικής αποδείξεως υποβάλλεται ενώπιον του αρμοδίου δια την εκδίκασιν της κυρίας δίκης δικαστηρίου, εάν δε ο κίνδυνος είναι άμεσος και ενώπιον παντός ετέρου δικαστηρίου δυναμένου ν' αποφανθή ταχύτερον. Η αίτησις συζητείται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., της δικασίμου επί πολυμελούς δικαστηρίου οριζομένης υπό του Προέδρου. Σελ. 50(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 34 2.Η αίτησις πρέπει να περιέχη α)το όνομα και την κατοικίαν του αντιδίκου, β)τα πραγματικά γεγονότα περί των οποίων θα ληφθή η συντηρητική απόδειξις, γ)το αποδεικτικόν μέσον δια του οποίου θα διεξαχθή αύτη, δ)τον λόγον ένεκα του οποίου υφίσταται κίνδυνος απωλείας ή δυσχερούς χρήσεως του αποδεικτικού μέσου. Ο λόγος ούτος αρκεί να πιθανολογείται. Άρθρον 350(366 α.ν. 44/67, 28.7 ν.δ. 958/71) 1.Εάν το δικαστήριον επιτρέψη την συντηρητικήν απόδειξιν, ορίζει δια της αποφάσεώς του τα πραγματικά γεγονότα περί των οποίων θα διεξαχθή, τα αποδεικτικά μέσα και τον χρόνον εντός του οποίου πρέπει να περατωθή αύτη, εάν δε κρίνη δυνατήν την κλήτευσιν του αντιδίκου και την προθεσμίαν ταύτης. 2.Εάν η αίτησις υπεβλήθη ενώπιον δικαστηρίου το οποίον δεν είναι αρμόδιον δια την εκδίκασιν της κυρίας δίκης, δύναται τούτο, εφ’ όσον δεν είναι άμεσος, να παραπέμψη την εις το αρμόδιον δια την κυρίαν δίκην δικαστήριον. Άρθρον 351(367 α.ν. 44/67) Κατά την εκδίκασιν της διαφοράς το δικαστήριον υποχρεούται να λάβη υπ’ όψιν την διεξαχθείσαν απόδειξιν ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεως του κινδύνου. (Η κατανομή του βάρους της αποδείξεως δεν επηρεάζεται εκ της συντηρητικής αποδείξεως.) Το μέσα σε () δεύτερο εδάφιο καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Ομολογία Άρθρον 352(368 α.ν. 44/67) 1.Ομολογία του διαδίκου προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου ή του εντεταλμένου δικαστού αποτελεί πλήρη απόδειξιν κατά του ομολογήσαντος. 2.Η εξώδικος ομολογία εκτιμάται ελευθέρως υπό του δικαστηρίου. Άρθρον 353(369 α.ν. 44/67) Η αποδεικτική δύναμις της ομολογίας δεν επηρεάζεται εκ του λόγου ότι εν αυτή, πλην του επιβλαβούς δια τον ομολογούντα πραγματικού γεγονότος, περιέχεται και έτερον πραγματικόν γεγονός επωφελές εις αυτόν και αποτελούν αυτοτελή ισχυρισμόν. Εάν το επωφελές δια τον ομολογούντα πραγματικόν γεγονός δεν είναι αυτοτελές, η ομολογία εκτιμάται ελευθέρως υπό του δικαστηρίου. Άρθρον 354(370 α.ν. 44/67) Η ομολογία δύναται να ανακληθή υπό του ομολογήσαντος μόνον εάν ούτος αποδείξη ότι η ομολογία δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθειαν. ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ Αυτοψία Άρθρον 355(371 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον διατάσσει αυτοψίαν, εάν θεωρή αναγκαίαν την δια των ιδίων αισθήσεων αντίληψιν αντικειμένου αποδείξεως. Άρθρον 356(372 α.ν. 44/67, 29.1 ν.δ. 958/71) 1.Το αποφασίζον την ενέργειαν αυτοψίας δικαστήριον δύναται να διατάξη την ταυτόχρονον ενέργειαν πραγματογνωμοσύνης ή και εξέτασιν μαρτύρων. 2.Εάν μετά της αυτοψίας διετάχθη και πραγματογνωμοσύνη, ο διορισμός και η ορκωμοσία των πραγματογνωμόνων δύναται να γίνη και κατά την αυτοψίαν παρά του ενεργούντος αυτήν. Άρθρον 357(373 α.ν. 44/67) Ο δικαστής ο οποίος θα ενεργήση την αυτοψίαν ορίζει τον τόπον, την ημέραν και την ώραν της διεξαγωγής αυτής. Εάν, κατά την κρίσιν του ενεργούντος την αυτοψίαν δικαστού ή επί πολυμελούς δικαστηρίου του προέδρου αυτού, η μεταφορά του αντικειμένου της αυτοψίας εις τον τόπον των συνεδριάσεων είναι αδύνατος ή δυσχερής, ορίζεται κατάλληλος δια την διεξαγωγήν αυτής τόπος εις τον οποίον μεταβαίνει ο ενεργών αυτήν. Άρθρον 358(374 α.ν. 44/67) Ο διεξάγων την αυτοψίαν δύναται κατά την ενέργειαν αυτής, εάν κρίνη σκόπιμον, να καταρτίση σχέδια ή ιχνογραφήματα, να λάβη φωτογραφίας ή άλλας απεικονίσεις ή να προβή εις επιτόπιον εφαρμογήν τίτλων ή τεχνικάς ενεργείας αυτοπροσώπως ή δι’ υπαλλήλου της γραμματείας του δικαστηρίου ή δια του διορισθέντος ή του επί τούτω διοριζομένου πραγματογνώμονος. Κατά τον αυτόν τρόπον δύναται να προβή και εις αναπαράστασιν του αποδεικτέου γεγονότος και ενδεχομένως εις φωτογράφησιν ή άλλην απεικόνισιν της αναπαραστάσεως. Άρθρον 33 (33 α.ν. 44/67, 3.1. ν.δ. 958/71) Διαφοραί αφορώσαι την ύπαρξιν, το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και πάντα τα εξ αυτής δικαιώματα δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται ο τόπος της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας ή της εκπληρώσεως της παροχής. Εις το αυτό δικαστήριον δύνανται να εισαχθούν και αι διαφοραί περί αρνητικού διαφέροντος, ως και αι περί αποζημιώσεως δια πταίσμα περί τας διαπραγματεύσεις. Άρθρον 359(375 α.ν. 44/67) 1.Περί της αυτοψίας, εάν μεν διεξάγεται εν τω ακροατηρίω, γίνεται μνεία εις τα πρακτικά, εάν δε εκτός του ακροατηρίου, συντάσσεται έκθεσις. Εις τα πρακτικά ή την έκθεσιν πρέπει να αναφέρεται το αντικείμενον της αυτοψίας, ως και η αντίληψις την οποίαν εσχημάτισε το δικαστήριον ή ο δικαστής εκ της αυτοψίας. 2.Εάν διωρίσθησαν πραγματογνώμονες, πρέπει εις τα πρακτικά ή την έκθεσιν να αναφέρωνται τα ονόματα αυτών, ως και αν ενήργησαν ούτοι την πραγματογνωμοσύνην. Ωσαύτως πρέπει να αναφέρεται η γνωμοδότησις των πραγματογνωμόνων, εφ’ όσον δεν υπεβλήθη εγγράφως, οπότε αρκεί η εις αυτήν αναφορά. 3.Εάν εξητάσθησαν μάρτυρες, αι καταθέσεις αυτών πρέπει να περιλαμβάνωνται εις τα πρακτικά ή την έκθεσιν. 4.Η έγγραφος γνωμοδότησις των πραγματογνωμόνων, ως και τα τυχόν σχέδια, ιχνογραφήματα, φωτογραφίαι, αναπαραστάσεις και εν γένει βοηθήματα τα οποία είχεν υπ’ όψει το δικαστήριον ή ο δικαστής κατά την ενέργειαν της αυτοψίας επισυνάπτονται εις τα πρακτικά ή την έκθεσιν. Άρθρον 360(376 α.ν. 44/67, 29.2 ν.δ. 958/71) Εάν η αυτοψία διεξάγεται εν τω ακροατηρίω, γίνεται αμέσως μετ’ αυτήν συζήτησις της υποθέσεως. Εάν διεξάγεται εκτός του ακροατηρίου η συντασσομένη περί ταύτης έκθεσις κατατίθεται ή αποστέλλεται, μετά των εις αυτήν επισυναπτομένων, εις την γραμματείαν του δικάζοντος την υπόθεσιν δικαστηρίου. Άρθρον 361(377 α.ν. 44/67) Οι διάδικοι υποχρεούνται να παρέχουν την συνδρομήν των δια την ενέργειαν της αυτοψίας και να πράττουν παν ό,τι είναι αναγκαίον δια την διεξαγωγήν αυτής. (Αντί για τη σελ. 51(α) Σελ. 51(β) Τεύχος 1352 Σελ. 35 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 362(378 α.ν. 44/67) Εάν αντικείμενον της αυτοψίας είναι διάδικος ή τρίτος, υποχρεούται ούτος να ανεχθή την ενέργειαν της αυτοψίας, πλην αν συντρέχη σπουδαίος λόγος, ιδία δε εάν θίγεται η υγεία ή η αξιοπρέπεια αυτού, δεν δύνανται όμως να ληφθούν εξαναγκαστικά μέτρα εναντίον του. Ο διεξάγων την αυτοψίαν πρέπει οπωσδήποτε να λάβη όλα τα μέτρα ίνα εξασφαλισθή πλήρως η υγεία και η αξιοπρέπεια του προσώπου κατά την ενέργειαν αυτής. Άρθρον 363(379 α.ν. 44/67, 29.3 ν.δ. 958/71) 1.Εάν αντικείμενον της αυτοψίας είναι κινητόν το οποίον κατέχει διάδικος ή τρίτος, υποχρεούται ούτος να προσαγάγη και επιδείξη αυτό εις τον ενεργούντα την αυτοψίαν. 2.Εάν αντικείμενον της αυτοψίας είναι ακίνητον το οποίον κατέχει διάδικος ή τρίτος, υποχρεούται ούτος να επιτρέψη την επίσκεψιν του ακινήτου δια την διεξαγωγήν της αυτοψίας. Ωσαύτως ο κάτοχος ακινήτου διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να επιτρέψη την επίσκεψιν, εάν εν τω ακινήτω ευρίσκεται κινητόν το οποίον είναι αντικείμενον αυτοψίας και η μεταφορά αυτού είναι αδύνατος ή δυσχερής. Άρθρον 364(380 α.ν. 44/67) Ο διάδικος ή ο τρίτος ο οποίος κατέχει το αντικείμενον της αυτοψίας ή είναι αντικείμενον αυτής πρέπει να κληθή τρεις ημέρας προ της ενεργείας της αυτοψίας ίνα παραστή κατ’ αυτήν. Άρθρον 365(381 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο διάδικος ή ο τρίτος ένεκα σπουδαίου λόγου κατά την κρίσιν του ενεργούντος την αυτοψίαν αρνείται την προσαγωγήν και επίδειξιν κινητού ή την επίσκεψιν ακινήτου ή την υποβολήν εαυτού εις αυτοψίαν, ματαιούται η ενέργεια αυτής. 2.Εάν ο κατέχων το κινητόν ή ακίνητον διάδικος ή τρίτος δεν παρίσταται κατά την ορισθείσαν ημέραν και ώραν δια την ενέργειαν της αυτοψίας ή κατά την κρίσιν του ενεργούντος την αυτοψίαν αρνείται αδικαιολογήτως την προσαγωγήν και επίδειξιν του κινητού ή την επίσκεψιν του ακινήτου, δύναται δι’ αποφάσεως εκδιδομένης παραχρήμα να διαταχθή η δια βίας αφαίρεσις του κινητού και η προσαγωγή τούτου ενώπιον του ενεργούντος την αυτοψίαν ή η βίαια άνοιξις των θυρών του ακινήτου δια την ενέργειαν της αυτοψίας. 3.Η βιαία αφαίρεσις κινητού και προσαγωγή αυτού ενώπιον του ενεργούντος την αυτοψίαν γίνεται κατά τας περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεις υπό του δικαστικού κλητήρος ο οποίος αμέσως μετά την ενέργειαν της αυτοψίας αποδίδει το κινητόν εις τον κάτοχον παρά του οποίου αφήρεσε τούτο. Η βιαία άνοιξις των θυρών ακινήτου γίνεται κατά τας περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεις. Σελ. 52(β) Τεύχος 1352 Σελ. 36 4.Εάν δεν είναι δυνατή αμέσως η αφαίρεσις του κινητού ή η άνοιξις των θυρών, ο ενεργών την αυτοψίαν δύναται δι’ αποφάσεώς του εκδιδομένης παραχρήμα να αναβάλη την διεξαγωγήν της αυτοψίας δι’ ωρισμένην ημέραν και ώραν κατά την οποίαν υποχρεούνται να παραστούν οι διάδικοι ή ο τρίτος άνευ κλητεύσεως. Άρθρον 366(382 α.ν. 44/67) Εάν η ενέργεια της αυτοψίας δεν κατέστη δυνατή συνεπεία απουσίας διαδίκου ή αρνήσεως αυτού να προσαγάγη και επιδείξη κινητόν το οποίον κατέχει ή να επιτρέψη την επίσκεψιν ακινήτου το οποίον ευρίσκεται εις την κατοχήν του ή να υποβάλη εαυτόν εις αυτοψίαν, το αποφασίσαν την ενέργειαν της αυτοψίας δικαστήριον κρίνει ελευθέρως αν το αντικείμενον αποδείξεως δια το οποίον διετάχθη η αυτοψία πρέπει να θεωρηθή ως αποδεδειγμένον. Άρθρον 367(383 α.ν. 44/67) Διάδικοι ή τρίτοι παρακωλύοντες αδικαιολογήτως την ενέργειαν αυτοψίας δια της απουσίας των κατά την ορισθείσαν ημέραν και ώραν προς ενέργειαν αυτής ή δια της αρνήσεώς των να προσαγάγουν και επιδείξουν κινητόν ή να επιτρέψουν την επίσκεψιν ακινήτου ή να υποβάλουν εαυτούς εις αυτοψίαν καταδικάζονται εις αποζημίωσιν, εις πληρωμήν των δικαστικών εξόδων, ως και εις χρηματικήν ποινήν κατά τας διατάξεις του άρθρου 205. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΤΙΤΛΟΣ IV Πραγματογνωμοσύνη Άρθρον 368(384 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον δύναται να διορίση ένα ή πλείονας πραγματογνώμονας, εάν κατά την κρίσιν του πρόκειται περί ζητημάτων δια την αντίληψιν των οποίων απαιτούνται ειδικαί γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. 2.Το δικαστήριον υποχρεούται να διορίση πραγματογνώμονας, εάν ζητηθή τούτο παρά τινός των διαδίκων και κατά την κρίσιν του απαιτούνται ιδιάζουσαι γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Άρθρον 34 (34 α.ν. 44/67, 3.2. ν.δ. 958/71) Ανταγωγαί δύνανται να εισαχθούν εις το δικαστήριον ενώπιον του οποίου είναι εκκρεμής η αγωγή, εφ' όσον υπάγονται εις την καθ' ύλην αρμοδιότητα αυτού ή κατωτέρου δικαστηρίου. Άρθρον 369(385 α.ν. 44/67) Οι πραγματογνώμονες βοηθούν το δικαστήριον γνωμοδοτούντες επί των τιθεμένων υπό του δικαστηρίου ζητημάτων. Εάν είναι αναγκαίον, το δικαστήριον διατάσσει την παράστασιν των πραγματογνωμόνων κατά την ενέργειαν όλων ή ωρισμένων διαδιακαστικών πράξεων. Άρθρον 370(386 α.ν. 44/67, 30.1 ν.δ. 958/71) 1.(Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). 2.Το δικάζον την υπόθεσιν δικαστηρίου δύναται να αναθέση τον διορισμόν των πραγματογνωμόνων ή και τον ορισμόν του αριθμού αυτών εις άλλο δικαστήριον ενεργούν κατ’ αίτησιν ή παραγγελίαν ή εις εντεταλμένον δικαστήν. 3.Τους πραγματογνώμονας δύναται δι’ εύλογον αιτίαν να αντικαταστήση ο( κατά το άρθρον 341 § 3) εισηγητής ή ο διορίσας δικαστής, κατ’ αίτησιν των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. Η μέσα σε () φράση διαγράφηκε από την παρ.3 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. Άρθρον 371(387 α.ν. 44/67) Παρ’ εκάστω δικαστηρίω τηρείται κατάλογος πραγματογνωμόνων. Ο τρόπος της καταρτίσεως και της τηρήσεως των καταλόγων ορίζεται δια β. διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης. Άρθρον 372(388 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον ορίζει τους πραγματογνώμονας εκ του καταλόγου πραγματογνωμόνων, εάν όμως δεν υπάρχη κατάλογος ή το δικαστήριον κρίνη σκόπιμον, διορίζει τα κατά την κρίσιν του κατάλληλα προς τούτο πρόσωπα. Άρθρον 373(389 α.ν. 44/67) Δεν δύνανται να εγγραφούν εις τον κατάλογον πραγματογνωμόνων ούτε να διορισθούν πραγματογνώμονες 1)οι καταδικασθέντες ένεκα κακουργήματος ή πλημμελήματος και στερηθέντες των πολιτικών του δικαιωμάτων κατά τα άρθρα 59 έως 63 του Ποινικού Κώδικος, ως και οι παραπεμφθέντες δια βουλεύματος δια τοιαύτας πράξεις, 2)οι στερηθέντες της αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος αυτών, εφ’ όσον διαρκεί η στέρησις αύτη, 3)οι εστερημένοι της ελευθέρας διαθέσεως της περιουσίας των, 4)οι δικασταί, οι εισαγγελείς και οι υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων. Άρθρον 374(390 α.ν. 44/67) Οι εγγεγραμμένοι εις τον κατάλογον πραγματογνωμόνων, ως και οι ασκούντες νομίμως επάγγελμα εις τον κύκλον του οποίου ανάγεται το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, υποχρεούνται να εκτελέσουν τα εις αυτούς δια της αποφάσεως ανατιθέμενα καθήκοντα, οι μη ανήκοντες δε εις τας κατηγορίας ταύτας δύνανται να αποποιηθούν τον διορισμόν των, εφ’ όσον δεν εδήλωσαν ότι αποδέχονται αυτόν ή δεν έδωκαν τον νόμιμον όρκον. Άρθρον 375(391 α.ν. 44/67, 30.2 ν.δ. 958/71) Αντίγραφον της (διατασσούσης τον διορισμόν και) της διοριζούσης ή αντικαθιστώσης πραγματογνώμονας αποφάσεως κοινοποιείται άμα τη δημοσιεύσει της εις τους διαδίκους και εις τους πραγματογνώμονας, επιμελεία της γραμματείας του εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου ή δικαστού. Οι μέσα σε () λέξεις διαγράφηκαν από την παρ.4 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. Άρθρον 376(392 α.ν. 44/67) Οι πραγματογνώμονες δύνανται να προτείνουν την εξαίρεσίν των ή να εξαιρεθούν παρά τινος διαδίκου 1)εάν συντρέχη τις των εν τω άρθρω 52 § 1 εδ. α έως γ και στ λόγων, 2)εάν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και η προϊσταμένη αυτών αρχή απηγόρευσεν εις αυτούς εγγράφως την ενέργειαν της πραγματογνωμοσύνης δια λόγους αναφερομένους εις την υπηρεσίαν των, 3)εάν συντρέχη άλλος σπουδαίος λόγος. (Αντί για τη σελ. 53(β) Σελ. 53(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 37 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 377(393 α.ν. 44/67, 30.3 ν.δ. 958/71) 1.Η εξαίρεσις προτείνεται υπό του πραγματογνώμονος ή τινός των διαδίκων δι’ εγγράφου αιτήσεως προς το διορίσαν τους πραγματογνώμονας δικαστήριον ή τον διορίσαντα αυτούς εντεταλμένον δικαστήν. Η αίτησις κατατίθεται εις την γραμματείαν του δικαστηρίου εντός πέντε ημερών αφ’ ης εκοινοποιήθη η διορίζουσα τους πραγματογνώμονας απόφασις. Μετά ταύτα η αίτησις περί εξαιρέσεως είναι απαράδεκτος, πλην αν ο λόγος της εξαιρέσεως προέκυψε κατόπιν. 2.Η αίτησις περί εξαιρέσεως δύναται να γίνη και δια δηλώσεως ενώπιον της γραμματείας του διορίζοντος τους πραγματογνώμονας δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστού. 3.Η αίτησις περί εξαιρέσεως πρέπει να περιέχη τους λόγους εξαιρέσεως, άλλως είναι απαράδεκτος. Άρθρον 378(394 α.ν. 4/67, 30.4 ν.δ. 958/71) 1.Η περί εξαιρέσεως αίτησις εισάγεται προς συζήτησιν ενώπιον του διορίσαντος τους πραγματογνώμονας δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστού και δικάζεται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ., της δικασίμου επί πολυμελούς δικαστηρίου οριζομένης υπό του προέδρου. 2.Εάν γίνη δεκτή η εξαίρεσις, το δικαστήριον ή ο εντεταλμένος δικαστής διορίζει δια της αυτής αποφάσεως άλλον πραγματογνώμονα εις αντικατάστασιν του εξαιρεθέντος. Άρθρον 2 (2 α.ν.44/67) Πάσα επέμβασις των πολιτικών δικαστηρίων εις διοικητικάς διαφοράς ή υποθέσεις υπαγομένας εις διοικητικά δικαστήρια ή αρχάς, ως και των διοικητικών δικαστηρίων ή αρχών εις ιδιωτικού δικαίου διαφοράς ή υποθέσεις απαγορεύεται, επιτρεπομένης μόνον της εξετάσεως των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων. Άρθρον 35 (35 α.ν 44/67) Διαφοραί εκ ποινικώς κολασίμου πράξεως δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου ετελέσθη η κολάσιμος πράξις, και αν η απαίτησις στρέφεται κατά προσώπου μη υπέχοντος ποινικήν ευθύνην. Σελ. 12(β) Τεύχος 1352 Σελ. 6 Άρθρον 379(395 α.ν. 44/67, 30.5 ν.δ. 958/71) 1.Το δικάζον την υπόθεσιν δικαστήριον παρέχει εις τους πραγματογνώμονας τας αναγκαίας οδηγίας περί του τρόπου κατά τον οποίον θα εκτελέσουν τα καθήκοντά των, ορίζον ιδία α)εάν κρίνη αναγκαίον να παραστούν εις διαδικαστικάς πράξεις και ποίας, β)εάν η διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης θα γίνη ενώπιον αυτού ή υπό μόνων των πραγματογνωμόνων. 2.Τας εν § 1 εξουσίας έχει και το κατ’ αίτησιν ή παραγγελίαν ενεργούν διαδικαστικάς πράξεις αναφερομένας εις την πραγματογνωμοσύνην δικαστήριον ή ο εντεταλμένος δικαστής, εφ’ όσον δεν ωρίσθη άλλως υπό του δικάζοντος την υπόθεσιν δικαστηρίου. Σελ. 54 (γ) Τεύχος 1352 Σελ. 38 Άρθρον 380(396 α.ν. 44/67, 30.6 ν.δ. 958/71) 1.Οι πραγματογνώμονες δύνανται να λάβουν γνώσιν των εν τη δικογραφία χρησίμων δια την διεξαγωγήν της πραγματογνωμοσύνης στοιχείων. 2.Το εν άρθρω 379 δικαστήριον ή ο δικαστής δύναται να επιτρέψη εις τους πραγματογνώμονας όπως προ της συντάξεως της γνωμοδοτήσεώς των ζητήσουν διευκρινίσεις παρά των διαδίκων ή πληροφορίας παρά τρίτων ή καταρτίσουν σχέδια ή ιχνογραφήματα, λάβουν φωτογραφίας ή άλλας απεικονίσεις ή προβούν εις επιτόπιον εφαρμογήν τίτλων ή τεχνικάς ενεργείας ή εξετάσουν έγγραφα ή βιβλία εμπόρων ή επαγγελματιών. Άρθρον 381(397 α.ν. 44/67) Αι κατά τα άρθρα 379 και 380 § 2 αποφάσεις λαμβάνονται τη αιτήσει των διαδίκων ή των πραγματογνωμόνων ή και αυτεπαγγέλτως άνευ προηγουμένης κλητεύσεως των διαδίκων ή των πραγματογνωμόνων. Άρθρον 382(398 α.ν. 44/67) 1.Εάν διετάχθη η παράστασις των πραγματογνωμόνων κατά την ενέργειαν ωρισμένων διαδικαστικών πράξεων, κοινοποιείται εις αυτούς προ τριών ημερών κλήσις όπως παραστούν κατ’ αυτάς. 2.Οι πραγματογνώμονες, παριστάμενοι εις τας συνεδριάσεις, δικαιούνται αδεία του διευθύνοντος την συζήτησιν να αποτείνουν ερωτήσεις προς τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους αυτών και τους μάρτυρας και να ζητούν την ανάγνωσιν εγγράφων. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 383(400 α.ν. 44/67, 30.8 ν.δ. 958/71) 1.Εάν διετάχθη έγγραφος γνωμοδότησις, το δικαστήριον ορίζει προθεσμίαν εντός της οποίας οι πραγματογνώμονες πρέπει να υποβάλουν αυτήν. Ο δικαστής ή επί πολυμελών δικαστηρίων ο πρόεδρος του δικαστηρίου δύναται, τη αιτήσει των πραγματογνωμόνων, άνευ προηγουμένης κλητεύσεως των διαδίκων, να παρατείνη την προθεσμίαν, εάν κατά την κρίσιν του δεν αρκή αύτη δια την κατάρτισιν της γνωμοδοτήσεως. 2.Εάν οι πραγματογνώμονες είναι πλείονες, ενεργούν πάσας τας δια την πραγματογνωμοσύνην απαιτουμένας πράξεις και καταρτίζουν την έγγραφον γνωμοδότησιν από κοινού. Προς τούτο συνέρχονται καλούμενοι υφ’ οιουδήποτε εξ αυτών. 3.Η έγγραφος γνωμοδότησις πρέπει να αναφέρη τας ενεργείας των πραγματογνωμόνων και την γνώμην εκάστου εξ αυτών ητιολογημένην και να υπογράφεται υπ’ αυτών. Εάν τις ή τινές των πραγματογνωμόνων δεν παρουσιάζωνται κατά την ενέργειαν της πραγματογνωμοσύνης ή αρνούνται να υπογράψουν την έγγραφον γνωμοδότησιν, σημειούται τούτο εν αυτή. 4.Η έγγραφος γνωμοδότησις κατατίθεται υπό των πραγματογνωμόνων ή του υπ’ αυτών εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο, εις την γραμματείαν του διορίσαντος αυτούς δικαστηρίου, συντασσομένης περί τούτου εκθέσεως. Εάν η γνωμοδότησις κατετέθη εις την γραμματείαν του ενεργούντος κατ’ αίτησιν ή παραγγελίαν δικαστηρίου ή του παρ’ ω υπηρετεί ο εντεταλμένος δικαστής δικαστηρίου, αποστέλλεται αύτη αμελλητί εις την γραμματείαν του δικάζοντος την υπόθεσιν τοιούτου. Άρθρον 384(401 α.ν. 44/67, 30.9 ν.δ. 958/71) Το εν άρθρω 379 δικαστήριον ή ο δικαστής δύναται μετά την υποβολήν της γνωμοδοτήσεως των πραγματογνωμόνων να διατάξη την παροχήν διευκρινίσεων ή άλλων πληροφοριών περί αυτής, εφαρμοζομένων των άρθρων 382 και 383. Άρθρον 385(402 α.ν. 44/67, 30.10 ν.δ. 958/71) 1.Οι πραγματογνώμονες προ πάσης ενεργείας των ορκίζονται κατά τας εν άρθρω 408 διακρίσεις ότι θα εκτελέσουν ευσυνειδήτως τα καθήκοντά των. 2.Η όρκισις των πραγματογνωμόνων γίνεται ενώπιον του δικάζοντος την υπόθεσιν δικαστηρίου ή του οριζομένου υπό τούτου δικαστηρίου ή δικαστού, συντασσομένης περί ταύτης εκθέσεως. Άρθρον 386(403 α.ν. 44/67) Εάν ο διορισθείς πραγματογνώμων είναι υπόχρεος να εκτελέση τας εις αυτόν ανατιθέμενα καθήκοντα και αδικαιολογήτως αρνηθή ή απόσχη οποτεδήποτε της εκτελέσεως αυτών, πλην της προς αποζημίωσιν υποχρεώσεως αυτού, καταδικάζεται υπό του δικάζοντος την υπόθεσιν ή του διορίσαντος τον πραγματογνώμονα δικαστηρίου ή δικαστού, τη αιτήσει τινός των διαδίκων, άνευ κλητεύσεως, εις τα δικαστικά έξοδα με τα οποία συνεπεία της αρνήσεως ή αποχής του επιβαρύνεται ο αιτών διάδικος. Το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως να επιβάλη και χρηματικήν ποινήν κατά τας διατάξεις του άρθρου 205. Άρθρον 387(404 α.ν. 44/67) Η γνωμοδότησις των πραγματογνωμόνων εκτιμάται ελευθέρως υπό του δικαστηρίου. Άρθρον 388(405 α.ν. 44/67) Το δικάζον την υπόθεσιν δικαστηρίου, εάν κατά την κρίσιν του συντρέχη προς τούτο λόγος, δύναται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξη νέαν πραγματογνωμοσύνην ή επανάληψιν ή συμπλήρωσιν της πραγματογνωμοσύνης υπό των αυτών ή άλλων πραγματογνωμόνων. Άρθρον 36 (36 α.ν. 44/67) Διαφοραί εκ διαχειρίσεως γενομένης άνευ δικαστικής εντολής δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου εγένετο η διαχείρισις. Άρθρον 389(406 α.ν. 44/67, 30.11 ν.δ. 958/71) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 390(407 α.ν. 44/67) Γνωμοδοτήσεις προσώπων εχόντων ειδικάς γνώσεις επιστήμης ή τέχνης επί ζητημάτων αφορώντων εκκρεμή δίκην, συνταχθείσαι τη αιτήσει τινός των διαδίκων και προσαγόμεναι υπ’ αυτού, εκτιμώνται ελευθέρως υπό του δικαστηρίου. Άρθρον 391(408 α.ν. 44/67) 1.Εάν διορισθούν υπό του δικαστηρίου πραγματογνώμονες, έκαστος των διαδίκων δύναται να διορίση άνα ένα τεχνικόν σύμβουλον, έχοντα την ικανότητα να διορισθή πραγματογνώμων. 2.Ο διοριζόμενος υπό των διαδίκων τεχνικός σύμβουλος δεν υποχρεούται να αποδεχθή τον διορισμόν του, η δε αμοιβή του καταβάλλεται υπό του διορίσαντος αυτόν διαδίκου. (Αντί για τη σελ. 55(η) Σελ. 55(θ) Τεύχος 1352 Σελ. 39 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 392(409 α.ν. 44/67) 1.Ο διορισμός των τεχνικών συμβούλων γίνεται εγγράφως ή προφορικώς δια δηλώσεως είτε ενώπιον του δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστού καταχωριζομένης εις τα πρακτικά ή την έκθεσιν είτε ενώπιον της γραμματείας του δικαστηρίου, συντασσομένης εκθέσεως. 2.Οι τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων βοηθούν αυτούς δια των τεχνικών των γνώσεων, δύνανται δε να παρίστανται εις πάσας τας διαδικαστικάς πράξεις κατά τας οποίας παρίστανται οι πραγματογνώμονες και έχουν τας εν άρθροις 380 § 1 και 382 § 2 εξουσίας. 3.Οι τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων δύνανται, μετά την υποβολήν της γνωμοδοτήσεως των πραγματογνωμόνων και προ της συζητήσεως της υποθέσεως, να αναπτύξουν τας γνώμας των επί της γνωμοδοτήσεως των πραγματογνωμόνων προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου ή να υποβάλουν αυτάς εγγράφως, ως και να αποτείνουν ερωτήσεις και προς τους πραγματογνώμονας. ΤΙΤΛΟΣ V Μάρτυρες Άρθρον 393(410 α.ν. 44/67) "1. Συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια δραχμές ή 5.869,405 ευρώ. 2. Δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου, έστω και αν η αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας είναι μικρότερη από τα δύο εκατομμύρια δραχμές ή 5.869,405 ευρώ." Οι παρ.1 και 2 αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.5 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. 3.Δεν επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξις προσθέτων συμφώνων, προγενεστέρων, συγχρόνων ή μεταγενεστέρων, δικαιοπραξίας συνταχθείσης εγγράφως, έστω και αν δεν αντίκεινται εις το περιεχόμενον του εγγράφου. Άρθρον 394(411 α.ν. 44/67) 1.Η δια μαρτύρων απόδειξις επιτρέπεται κατά πάσαν περίπτωσιν α)εάν υπάρχη αρχή εγγράφου αποδείξεως πηγάζουσα εξ εγγράφου έχοντος αποδεικτικήν δύναμιν, β)εάν υφίστατο φυσική ή ηθική αδυναμία προς κτήσιν εγγράφου, γ)εάν το συνταχθέν έγγραφον αποδεδειγμένως απωλέσθη εκ τύχης, δ)εάν εκ της φύσεως της δικαιοπραξίας ή των ειδικών συνθηκών υπό τας οποίας εγένετο αύτη, ιδία δε επί εμπορικών συναλλαγών, δικαιολογείται η εμμάρτυρος απόδειξις. Σελ. 56(θ) Τεύχος 1352 Σελ. 40 2.Οσάκις υπό του νόμου ή υπό των μερών ορίζεται δια την δικαιοπραξίαν το έγγραφον είτε ως συστατικός είτε ως αποδεικτικός τύπος, η δια μαρτύρων απόδειξις της δικαιοπραξίας επιτρέπεται μόνον εις την περίπτωσιν της § 1 εδαφ. γ΄. Άρθρον 395(412 α.ν. 44/67, 31.1 ν.δ. 958/71) Όταν η δια μαρτύρων απόδειξις αποκλείεται, δεν επιτρέπεται και η δια δικαστικών τεκμηρίων. Άρθρον 396(413 α.ν. 44/67, 31.2 ν.δ. 958/71) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 397(414 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 398(415 α.ν. 44/67, 31.3 ν.δ. 958/71) 1.(Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). 2.Ο καλούμενος όπως εξετασθή ως μάρτυς υποχρεούται να προσέλθη και καταθέση περί των πραγματικών γεγονότων τα οποία γνωρίζει. 3.Εάν ο κληθείς προς εξέτασιν μάρτυς δεν προσέλθη αδικαιολογήτως, το δικαστήριον ή ο δικαστής δι’ αποφάσεώς του, καταχωριζομένης εις τα πρακτικά ή την έκθεσιν, καταδικάζει αυτόν εις πληρωμήν των εκ της απουσίας του προξενηθέντων εξόδων, δύναται δε να καταδικάση αυτόν και εις χρηματικήν ποινήν κατά το άρθρον 205. Η απόφασις αύτη υπόκειται εις ανάκλησιν υπό του αυτού δικαστηρίου ή του δικαστού τη αιτήσει του μάρτυρος, υποβαλλομένη εντός 20 ημερών από της εις αυτόν επιδόσεώς της, εάν πιθανολογήται το δεδικαιολογημένον της μη προσελεύσεώς του. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 37 (37 α.ν 44/67) 1.Οσάκις ενάγονται πλείονα πρόσωπα συνδεόμενα δια του δεσμού της ομοδικίας, άρμόδιον είναι το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου έχει την κατοικίαν, εν ελλείψει δε κατοικίας τήν διαμονήν του, οιοσδήποτε των ομοδίκων. 2.Διαφοραί μεταξύ των αυτών προσώπων έχουσαι την αυτήν βάσιν και αφορώσαι εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων κειμένων εις περιφερείας διαφόρων δικαστηρίων δύνανται να εισαχθούν εις έν των δικαστηρίων τούτων. Άρθρον 399(416 α.ν. 44/67) Δεν εξετάζονται ως μάρτυρες 1)οι κληρικοί ως προς τα περιελθόντα εις γνώσιν αυτών κατά την εξομολόγησιν, 2)πρόσωπα τα οποία καθ’ ον χρόνον συνέβη το αποδεικτέον πραγματικόν γεγονός εστερούντο του αισθητηρίου προς αντίληψιν τούτου ή στερούνται της ικανότητος προς ανακοίνωσιν της αντιλήψεως αυτών, «3)πρόσωπα που, όταν έγινε το πραγματικό γεγονός που πρέπει να αποδειχθεί, βρίσκονταν σε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της κρίσης και της βούλησής τους ή που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση, όταν πρόκειται να εξετασθούν». Η περίπτ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 34 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 278), τόμ. 7 σελ. 192, 229. Άρθρον 400 (417 α.ν. 44/67) Καλούμενοι ως μάρτυρες δεν εξετάζονται 1)κληρικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, ιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίαι, βοηθοί αυτών, ως και σύμβουλοι των διαδίκων ως προς τα εις αυτούς διαπιστευθέντα ή υπ’ αυτών διαπιστωθέντα κατά την άσκησιν του επαγγέλματός των πραγματικά γεγονότα δια τα οποία έχουν καθήκον εχεμυθίας, πλην αν επιτρέψη εις αυτούς τούτο ο εμπιστευθείς και εκείνος τον οποίον αφορά το απόρρητον, 2)δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί εν ενεργεία ή μη δια πραγματικά γεγονότα ως προς τα οποία υφίσταται καθήκον εχεμυθείας, πλην αν ο αρμόδιος υπουργός ήθελεν επιτρέψει την εξέτασιν αυτών, 3)πρόσωπα δυνάμενα να έχουν συμφέρον εκ της δίκης. Άρθρον 401(418 α.ν. 44/67) Δικαιούνται να αρνηθούν την εξέτασιν αυτών ως μαρτύρων 1)κληρικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, ιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίαι, βοηθοί αυτών, ως και σύμβουλοι των διαδίκων ως προς τα γεγονότα των οποίων έλαβον γνώσιν κατά την άσκησιν του επαγγέλματός των, 2)συγγενείς τινός των διαδίκων εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή υιοθεσίας μέχρι και του τρίτου βαθμού κατ’ ευθείαν ή εκ πλαγίου, πλην αν τυγχάνουν του αυτού βαθμού συγγενείς προς άπαντας τους διαδίκους, σύζυγοι, έστω και μετά την λύσιν του γάμου, ως και μεμνηστευμένοι. Άρθρον 402(419 α.ν. 44/67) Ο μάρτυς δεν υποχρεούται να καταθέση 1)περιστατικά δυνάμενα να δικαιολογήσουν την επί αξιοποίνω πράξει δίωξιν αυτού ή των μετ’ αυτού συνδεομένων κατά τα εν άρθρω 401 αριθ. 2 προσώπων ή θίγοντα την τιμήν αυτού ή την τιμήν των εν λόγω προσώπων, 2)περιστατικά αποτελούντα επαγγελματικόν ή καλλιτεχνικόν απόρρητον. Άρθρον 403(420 α.ν. 44/67, 31.4 ν.δ. 958/71) 1.Εν τη περιπτώσει του άρθρου 399 η απαγόρευσις της εξετάσεως του μάρτυρος λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αίτησιν τινος των διαδίκων. 2.Ο διάδικος οφείλει να προτείνη τον κατά το άρθρον 400 λόγον της μη εξετάσεως του μάρτυρος προ της ορκίσεως τούτου. 3.Ο μάρτυς οφείλει να προτείνη τον κατά το άρθρον 401 λόγον δι’ ον δικαιούται να αρνηθή την μαρτυρίαν του και τον κατά το άρθρον 402 λόγον δι’ ον δεν υποχρεούται να καταθέση. 4.Το δικαστήριον ή ο δικαστής ενώπιον του οποίου διεξάγεται η εμμάρτυρος απόδειξις αποφασίζει περί των κατά τας παραγράφους 1, 2 και 3 περιπτώσεων, προς τούτο δε αρκεί πιθανολόγησις. 5.(Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 404(421 α.ν. 44/67, 31.5 ν.δ. 958/71) Μάρτυς εμφανισθείς και αρνούμενος να καταθέση, καίτοι υποχρεούται προς τούτο, δύναται να καταδικασθή υπό του δικαστηρίου ή του δικαστού ενώπιον του οποίου διεξάγεται η απόδειξις εις χρηματικήν ποινήν κατά το άρθρον 205. Άρθρον 405(422 α.ν. 44/67) Εάν ένεκα ειδικών λόγων επιβάλλεται η εξέτασις ως μαρτύρων προσώπων μη συμπληρωσάντων το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας των ή στερηθέντων συνεπεία καταδίκης των πολιτικών δικαιωμάτων, ταύτα εξετάζονται ανωμοτί. Άρθρον 406.-1.(Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). 2.(Καταργήθηκε και η επόμενη παρ. 3 έλαβε τον αριθμ. 2 από την παρ. 2 άρθρ. 15 Νόμ. 1478/25-26 Σεπτ. 1984,ΦΕΚ Α΄ 14,κατωτ. αριθ. 12. Σύμφωνα με το άρθρ. 32 άνω νόμου η κατάργηση ισχύει από 1 Μαρτίου 1985). 2.(3).Υπουργοί, Αρχιερείς, πρεσβευταί και άλλοι δια διπλωματικής αποστολής επιφορτισμένοι διπλωματικοί υπάλληλοι ξένου κράτους εξετάζονται κατ’ οίκον, πλην αν προτιμούν την ενώπιον του δικαστηρίου προσέλευσιν αυτών. Κατ’ οίκον επίσης εξετάζονται οι ένεκα νόσου ή γήρατος κωλυόμενοι προς εμφάνισιν μάρτυρες. (Αντί για τη σελ. 57(γ) Σελ. 57(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 41 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 38 (38 α.ν. 44/67) Απαιτήσεις κατά προσώπων εχόντων την προς το παρίστασθαι ικανότητα των οποίων η διαμονή είς τινα τόπον ως εκ των ειδικών συνθηκών είναι μακροτέρας διαρκείας και ιδία κατά υπαλλήλων, υπηρετών, σπουδαστών, μαθητών, εφ' όσον έχουν αντικείμενον περιουσιακόν, δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται ο τόπος της διαμονής των. Άρθρον 407(424 α.ν. 44/67) Ο μάρτυς προ της εξετάσεως ερωτάται περί του ονόματος και του επωνύμου, του τόπου της γεννήσεως, της ηλικίας, (της θρησκείας), της κατοικίας και του επαγγέλματος αυτού. Ωσαύτως ερωτάται περί της τυχόν συγγενείας αυτού προς τους διαδίκους και περί παντός ετέρου περιστατικού το οποίον δύναται να αποτελέση λόγον μη εξετάσεως ή να διαφωτίση περί των σχέσεων τούτου προς τους διαδίκους και περί της αξιοπιστίας του. Οι μέσα σε () λέξεις διαγράφηκαν από την παρ.6 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. Άρθρον 408(425 α.ν. 44/67) "1. Πριν εξεταστεί ο μάρτυρας οφείλει να ορκισθεί. Προς τούτο ερωτάται, αν προτιμά να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο. 2. Ο τύπος του χριστιανικού όρκου είναι: "Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να πω ευσυνείδητα όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε". Αν ο μάρτυρας πιστεύει σε γνωστή θρησκεία ή δόγμα, που ορίζει άλλο τύπο όρκου, δίνει τον όρκο σύμφωνα με αυτόν τον τύπο. 3. Ο πολιτικός όρκος δίνεται ως διαβεβαίωση με τον εξής τύπο: "Δηλώνω στην τιμή και στη συνείδησή μου πως θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε"." Οι παρ.1, 2 και 3 αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.7 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. 4.Οι κληρικοί παντός θρησκεύματος ορκίζονται διαβεβαιούντες επί τη Ιερωσύνη αυτών. 5.Εάν ο μάρτυς είναι άχειρ, επαναλαμβάνει τον υπό του δικαστού αναγινωσκόμενον όρκον. 6.Κωφοί, άλαλοι και κωφάλαλοι ορκίζονται εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 253. Άρθρον 409(426 α.ν. 44/67) 1.Οι μάρτυρες εξετάζονται κεχωρισμένως, μόνον δε όταν κριθή τούτο απαραίτητον δύνανται να εξετασθούν κατ’ αντιπαράστασιν προς ετέρους μάρτυρας ή και προς τους διαδίκους. Οι μάρτυρες καταθέτουν προφορικώς, δύνανται δε κατά την κρίσιν του δικαστού να χρησιμοποιούν σημείωμα προς υποβοήθησιν της μνήμης των. 2.Ο μάρτυς οφείλει να δηλώση πως περιήλθον εις γνώσιν αυτού τα κατατιθεμένα, προκειμένου δε περί γεγονότων των οποίων δεν έχει άμεσον αντίληψιν οφείλει να δηλοί και το πρόσωπον παρ’ ου επληροφορήθη τα κατατιθέμενα. Σελ. 58(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 42 «3. «Το δικαστήριο», μπορεί να απαγορεύει τις ερωτήσεις των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους προς το μάρτυρα, αν είναι έκδηλα άσκοπες ή έξω από το θέμα και κηρύσσει περαιωμένη την εξέταση του μάρτυρα, όταν κρίνει ότι κατέθεσε όλα όσα γνωρίζει για τα αποδεικτέα». Οι μέσα σε «» λέξεις αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.8 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. Η παρ. 3 προστέθηκε από το άρθρ. 16 Νόμ. 1478/25-26 Σεπτ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 145) (κατωτ. αριθ. 12). Σύμφωνα με το άρθρ. 32 άνω νόμου οι διατάξεις άνω παραγράφου ισχύουν από 1 Μαρτίου 1985. «Άρθρον 410(427 α.ν. 44/67) Οι καταθέσεις μαρτύρων καταχωρίζονται στα πρακτικά, στα οποία πρέπει να αναφέρονται η όρκιση του μάρτυρα και οι τυχόν ενστάσεις των διαδίκων." Το άρθρ.410 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.9 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. Άρθρον 411(428 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δύναται κατόπιν αιτήσεως ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξη την εκ νέου εξέτασιν μάρτυρος, αν τούτο επιβάλλεται προς συμπλήρωσιν ή διευκρίνισιν της καταθέσεως ή αν κατά την κρίσιν αυτού ουχί ορθώς ο μάρτυς ηρνήθη μαρτυρίαν επί ωρισμένου θέματος. Εις τας περιπτώσεις ταύτας ο μάρτυς δεν ορκίζεται εκ νέου. Άρθρον 412(429 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109,κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 413 (430 α.ν. 44/67) Αι διατάξεις περί μαρτύρων εφαρμόζονται και όταν προς απόδειξιν παρωχημένων πραγματικών γεγονότων εξετάζωνται πρόσωπα τα οποία αντελήφθησαν ταύτα επί τη βάσει των ειδικών αυτών γνώσεων. Άρθρον 414(431 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΤΙΤΛΟΣ VI Εξέτασις των διαδίκων. Άρθρον 415(432 α.ν. 44/67) 1.Εφ’ όσον τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθησαν παντάπασιν ή απεδείχθησαν ατελώς δια των άλλων αποδεικτικών μέσων, το δικαστήριον δύναται να εξετάση ένα ή πλείονας διαδίκους περί της αληθείας των πραγματικών γεγονότων. 2.Εάν διάδικος είναι πρόσωπον ανίκανον προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου, δύναται κατά την κρίσιν του δικαστηρίου να εξετασθή είτε ο υπό επιμέλειαν τελών, πλην αν στερείται της συνειδήσεως των πραττομμένων ή δεν συνεπλήρωσε το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας του, είτε ο νόμιμος αντιπρόσωπος αυτού ή αμφότεροι. 3.Εάν διάδικος είναι νομικόν πρόσωπον, δύναται να εξετασθή ή ο εκπροσωπών το νομικόν πρόσωπον επί δικαστηρίου ή άλλο πρόσωπον εκ των μελών της διοικήσεως αυτού. 4.Εάν η δίκη διεξάγεται υπό συνδίκου πτωχεύσεως, δύνανται να εξετασθούν είτε ο σύνδικος είτε ο πτωχεύσας ή αμφότεροι. Άρθρον 416(433 α.ν. 44/67) Η εξέτασις των διαδίκων διατάσσεται κατ’ αίτησιν τινός των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως και διεξάγεται κατά τας περί εξετάσεως μαρτύρων διατάξεις. Άρθρον 417(434 α.ν. 44/67, 32 ν.δ. 958/71) 1.Οι διάδικοι εξετάζονται ανωμοτί, πλην αν το δικαστήριον κρίνη σκόπιμον να διατάξη, όπως ο διάδικος εξετασθή ενόρκως περί πάντων ή τινών των αμφισβητουμένων γεγονότων. Το δικαστήριον δύναται ωσαύτως να καλέση τον ανωμοτί εξετασθέντα ήδη διάδικον όπως βεβαιώση ενόρκως εν όλω ή εν μέρει την κατάθεσίν του. Επί της δυνατότητος ταύτης ο δικαστής εφιστά την προσοχήν του εξεταζομένου διαδίκου πριν αρχίση η εξέτασις αυτού. Η ένορκος εξέτασις δεν επιτρέπεται επί γεγονότων αποτελούντων δια τον ορκιζόμενον αξιόποινον ή ανήθικον πράξιν. 2.Περί του αυτού γεγονότος δεν δύνανται να εξετασθούν ενόρκως οι αντιδικούντες διάδικοι. Άρθρον 39 (40 α.ν. 44/67) Γαμικαί διάφοροι δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 418 (435 α.ν. 44/67) Δεν εξετάζονται ενόρκως οι καταδικασθέντες τελεσιδίκως επί ψευδορκία ή ψευδομαρτυρία. Άρθρον 419(436 α.ν. 44/67) 1.Η μη εμφάνισις διαδίκου τινός κατά την ορισθείσαν προς εξέτασιν δικάσιμον ή η άρνησις της καταθέσεως εκ μέρους αυτού δεν κωλύει την εξέτασιν ετέρου εμφανισθέντος διαδίκου. 2.Δεν επιτρέπεται χρήσις εξαναγκαστικών μέτρων όπως υποχρεωθή ο διάδικος να προσέλθη και υποβληθή εις εξέτασιν. Άρθρον 420(437 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον εκτιμά ελευθέρως την ανώμοτον ή ένορκον κατάθεσιν των διαδίκων, την άνευ δεδικαιολογημένης αιτίας μη εμφάνισις του προς ανώμοτον ή ένορκον εξέτασιν κληθέντος, την άρνησιν αυτού να καταθέση ή να απαντήση επί των υποβαλλομένων εις αυτόν ερωτήσεων, ως και την διαφοράν της ενόρκου από της προηγηθείσης ανωμότου καταθέσεως. ΤΙΤΛΟΣ VII. Όρκος. Άρθρον 421(438 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 422(439 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 423(440 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 424(441 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 425(442 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 426(443 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 427(444 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 40 (41 α.ν. 44/67) 1.Δίκαι κατά προσώπων μη εχόντων κατοικίαν εν τη ημεδαπή, εφ' όσον έχουν αντικείμενον περιουσιακόν, δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον εις την περιφέρειαν του οποίου υπάρχει περιουσία του εναγομένου ή ευρίσκεται το επίδικον αντικείμενον. 2.Εάν η περιουσία συνίσταται εις χρηματικάς απαιτήσεις του εναγομένου κατά τρίτου, αύτη θεωρείται ευρισκομένη εις τον τόπον της κατοικίας του τρίτου. «Άρθρ.40Α.-Διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημιές που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου προκλήθηκε η ζημία». Το άρθρ. 40Α προστέθηκε από το άρθρ. 26 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), τόμ. 6 σελ. 146,30. Άρθρον 428(445 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). (Αντί για τη σελ. 59(α) Σελ. 59(β) Τεύχος 1352 Σελ. 43 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 429(446 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 430(447 α.ν. 44/67, 33 ν.δ. 958/71) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). Άρθρον 431(448 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ. αριθ.31). ΤΙΤΛΟΣ VIII Έγγραφα. Άρθρον 432(449 α.ν. 44/67) Τα έγγραφα έχουν αποδεικτικήν δύναμιν όταν είναι συντεταγμένα κατά τους νομίμους τύπους, έχουν τα απαραίτητα δια το κύρος αυτών στοιχεία, δεν είναι τεμαχισμένα, διατετμημένα, διαγεγραμμένα, δεν έχουν ξέσματα ή εξαλείψις ή δεν είναι άλλως εις ουσιώδη μέρη μεταβεβλημένα και είναι δυνατή η ανάγνωσις αυτών. Άρθρον 433(450 α.ν. 44/67) Ο τεμαχισμός, η διάτμησις ή η διαγραφή εγγράφου τινός τεκμαίρεται ότι εγένετο προς τον σκοπόν της εκμηδενίσεως της αποδεικτικής δυνάμεως αυτού, πλην αν αποδειχθή το εναντίον. Άρθρον 434(451 α.ν. 44/67) Εάν υπάρχουν μεταβολαί εις έγγραφον, ο διεξάγων την δια τούτου απόδειξιν οφείλει να αποδείξη ότι αι μεταβολαί εγένοντο παρά του εκδόντος το έγγραφον ή παρ’ εκείνου κατά του οποίου πρόκειται να χρησιμεύση προς απόδειξιν ή εις τον οποίον περιήλθε το δικαίωμα ή ότι εγένοντο συναινέσει αυτών. Άρθρον 435(452 α.ν. 44/67) Εάν έγγραφον απολεσθή ή καταστή δυνασάγνωστον ή άχρηστον, ο διεξάγων την απόδειξιν δύναται να αποδείξη ή την ύπαρξιν του εγγράφου νομίμως συντεταγμένου ή το περιεχόμενον αυτού ή αμφότερα δια παντός αποδεικτικού μέσου, και εάν ακόμη πρόκειται περί σχέσεως προς σύστασιν της οποίας επιβάλλεται υπό του νόμου ή των μερών η σύνταξις εγγράφου. Σελ. 60(β) Τεύχος 1352 Σελ. 44 Άρθρον 436(453 α.ν. 44/67) 1.Εάν το προσαχθέν έγγραφον αναφέρεται εις άλλο, προσάγεται και τούτο, πλην αν το προσαχθέν αντικατέστησε το αναφερόμενον ή περιλαμβάνη όλον το ουσιώδες περιεχόμενον αυτού. 2.Εάν το προσαχθέν έγγραφον διαφέρη κατά το περιεχόμενον από του αναφερομένου εγγράφου, προτιμάται το περιεχόμενον του τελευταίου. Άρθρον 437(454 α.ν. 44/67) Επί συντηρητικής αποδείξεως δι’ εγγράφου το δικαστήριον δύναται, πλην των άλλων μέτρων, να επιτρέψη την λήψιν αντιπεφωνημένου αντιγράφου έχοντος ισχύν πρωτοτύπου εν περιπτώσει απωλείας τούτου ή να διατάξη την προσαγωγήν του εγγράφου προς απόδειξιν της γνησιότητος αυτού. Άρθρον 41 (42 α.ν. 44/67) Μεταξύ πλειόνων αρμοδίων δικαστηρίων ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής, η δε μεταξύ αυτών προτεραιότης κανονίζεται εκ του χρόνου της ασκήσεως της αγωγής. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' Παρέκτασις της αρμοδιότητος. Άρθρον 438(455 α.ν. 44/67, 34.1 ν.δ. 958/71) Έγγραφα συντεταγμένα κατά τους νομίμους τύπους υπό δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού ή προσώπου ασκούντος δημοσίαν υπηρεσίαν ή λειτουργίαν, αποτελούν πλήρη απόδειξιν έναντι πάντων περί παντός βεβαιουμένου εν τω εγγράφω ως γενομένου υπό του συντάξαντος το έγγραφον προσώπου ή ενώπιον αυτού, εφ’ όσον τούτο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιον δια την βεβαίωσιν ταύτην. Ανταπόδειξις μόνον δια προσβολής του εγγράφου ως πλαστού συγχωρείται. Άρθρον 439(456 α.ν. 44/67) Έγγραφα συντεταγμένα υπό αλλοδαπού δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού ή προσώπου ασκούντος δημοσίαν υπηρεσίαν ή λειτουργίαν καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου, τα οποία εις τον τόπον της εκδόσεώς των θεωρούνται ως δημόσια έγγραφα, έχουν την υπό του άρθρου 438 καθοριζομένην αποδεικτικήν δύναμιν. Άρθρον 440(457 α.ν. 44/67) Τα εις τα άρθρα 438 και 439 αναφερόμενα έγγραφα αποτελούν πλήρη απόδειξιν έναντι πάντων και ως προς εν αυτοίς βεβαιούμενα των οποίων την αλήθειαν ώφειλε να διαπιστώση ο συντάξας το έγγραφον, επιτρεπομένης ανταποδείξεως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 441(458 α.ν. 44/67, 34.2 ν.δ. 958/71) 1.Τα κατά τα άρθρα 438 και 439 προς σύστασιν ή βεβαίωσιν δικαιοπραξίας συντασσόμενα έγγραφα αποτελούν πλήρη απόδειξιν ως προς το περιεχόμενον των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών έναντι πάντων, επιτρεπομένης ανταποδείξεως. 2.Τα εν § 1 οριζόμενα ισχύουν και ως προς τα διηγηματικώς εν τω εγγράφω αναφερόμενα, εφ’ όσον ταύτα έχουν άμεσον σχέσιν προς το κύριον αντικείμενον του εγγράφου. Τα μη έχοντα άμεσον σχέσιν θεωρούνται ως αρχή εγγράφου αποδείξεως. Άρθρον 442(459 α.ν. 44/67) Έγγραφον μη πληρούν τας προϋποθέσεις των άρθρων 438 και 439 στερείται της αποδεικτικής δυνάμεως δημοσίου εγγράφου, δύναται όμως να ισχύση ως ιδιωτικόν έγγραφον υπό τους όρους του άρθρου 443. Άρθρον 443(460 α.ν. 44/67) Δια να έχη αποδεικτικήν δύναμιν ιδιωτικόν έγγραφον απαιτείται να φέρη την ιδιόχειρον υπογραφήν του εκδότου ή αντ’ αυτής σημείον τεθέν παρ’ αυτού και επικυρωθέν παρά συμβολαιογράφου ή άλλης δημοσίας αρχής βεβαιούσης ότι ετέθη αντί της υπογραφής και ότι ο εκδότης εδήλωσεν ότι δεν δύναται να υπογράψη. Άρθρον 444(461 α.ν. 44/67) Ως ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και 1)τα κατά τον Εμπορικόν Νόμον ή άλλας διατάξεις τηρούμενα υπό εμπόρων και επαγγελματιών βιβλία, 2)τα κατά τας ισχυούσας διατάξεις τηρούμενα βιβλία υπό δικηγόρων, συμβολαιογράφων, δικαστικών κλητήρων, ιατρών, φαρμοκοποιών και μαιών, 3)φωτογραφικαί ή κινηματογραφικαί αναπαραστάσεις, φωνοληψίαι και πάσα άλλη μηχανική απεικόνισις. («Η επίκληση και προσαγωγή των αναπαραστάσεων, φωνοληψιών και απεικονίσεων αυτών είναι απαράδεκτη, αν δεν αποδεικνύεται ότι έγινε με την συναίνεση του προσώπου, κατά του οποίου προσάγονται, εκτός αν πρόκεται για πράξεις ή δηλώσεις που έγιναν δημόσια»). Το μέσα σε ( ) τελευταίο εδάφιο, καταργήθηκε από την παρ. 1 του άρθρ. 32 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 25. Άρθρον 445(462 α.ν. 44/67) Έγγραφα ιδιωτικά συντεταγμένα κατά τους νομίμους τύπους, εφ’ όσον ανεγνωρίσθη ή αποδείχθη η γνησιότης των, αποτελούν πλήρη απόδειξιν ότι η εις αυτά περιεχομένη δήλωσις προέρχεται εκ του εκδότου του εγγράφου, επιτρεπομένης ανταποδείξεως. Άρθρον 446(463 α.ν. 44/67) Βεβαίαν χρονολογίαν ως προς τους τρίτους λαμβάνει το ιδιωτικόν έγγραφον μόνον δια της θεωρήσεως υπό συμβολαιογράφου ή άλλου αρμοδίου κατά νόμον δημοσίου υπαλλήλου, δια του θανάτου ενός των υπογραψάντων, δια της μνείας εις δημόσιον έγγραφον κατά το ουσιώδες περιεχόμενον αυτού ή δι’ άλλου γεγονότος το οποίον κατ’ ανάλογον τρόπον καθιστά βεβαίαν την χρονολογίαν. Η θεώρησις συνίσταται εις την σημείωσιν επί του εγγράφου της λέξεως «εθεωρήθη» και της χρονολογίας. Άρθρον 447(464 α.ν. 44/67) Ιδιωτικόν έγγραφον αποτελεί απόδειξιν υπέρ του εκδότου μόνον αν το προσήγαγεν ο αντίδικος ή πρόκειται περί των εν άρθρω 444 αναφερομένων βιβλίων. Άρθρον 42 (43 α.ν. 44/67) 1.Δια ρητής ή σιωπηράς συμφωνίας των διαδίκων αναρμόδιον κατά τόπον τακτικόν δικαστήριον πρώτου βαθμού δύναται να καταστή αρμόδιον, πλην αν πρόκειται περί διαφορών αι οποίαι δεν έχουν αντικείμενον περιουσιακόν. Επί διαφορών δια τας οποίας υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότης η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή. 2.Σιωπηρά συμφωνία θεωρείται ότι υπάρχει εάν ο εναγόμενος παριστάμενος κατά την πρώτην επ' ακροατηρίου συζήτησιν δεν προέτεινεν εγκαίρως την ένστασιν αναρμοδιότητος. Άρθρον 448(465 α.ν. 44/67) 1.Τα εν άρθρω 444 εδαφ. 1 και 2 αναφερόμενα βιβλία, εφ’ όσον είναι συντεταγμένα κατά τους νομίμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρέων εις τήρησιν ομοίων βιβλίων πλήρη απόδειξιν περί των εν αυτοίς αναφερομένων, επιτρεπομένης ανταποδείξεως. Κατά προσώπων όμως μη υποχρέων προς τήρησιν των βιβλίων τούτων αποτελούν πλήρη απόδειξιν περί του μεγέθους της απαιτήσεως, όταν η ύπαρξις της απαιτήσεως είναι άλλως αποδεδειγμένη και μόνον επί έν έτος από της εγγραφής, πλην αν εγένετο αναγνώρισις του περιεχομένου δια της υπογραφής του υποχρέου. 2.Τα εν άρθρω 444 αριθ. 3 αναφερόμενα έγγραφα αποτελούν πλήρη απόδειξιν περί των εν αυτοίς γεγονότων ή πραγμάτων, επιτρεπομένης ανταποδείξεως. Άρθρον 449(466 α.ν. 44/67) 1.Αντίγραφα την ακρίβειαν των οποίων βεβαιοί ο προς τούτο αρμόδιος υπάλληλος έχουν αποδεικτικήν δύναμιν ίσην προς το πρωτότυπον. 2.Φωτογραφίαι ή φωτοτυπίαι εγγράφων έχουν αποδεικτικήν δύναμιν ίσην προς το πρωτότυπον, εφ’ όσον ή ακρίβεια αυτών βεβαιούται υπό προσώπου αρμοδίου κατά νόμον προς έκδοσιν αντιγράφων. (Αντί για τη σελ. 61(γ) Σελ. 61(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 45 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 450(467 α.ν. 44/67) 1.Πας διάδικος υποχρεούται να επιδείξη τα έγγραφα τα οποία εχρησιμοποίησεν ή επεκαλέσθη κατά την δίκην. 2.Πας διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να επιδείξη τα έγγραφα τα οποία κατέχει και τα οποία δύνανται να χρησιμεύσουν προς απόδειξιν, πλην αν συντρέχη σπουδαίος λόγος δικαιολογών την μη επίδειξιν αυτών. Σπουδαίος λόγος συντρέχει ιδία εις τας περιπτώσεις κατά τας οποίας επιτρέπεται άρνησις μαρτυρίας. Άρθρον 451(468 α.ν. 44/67, 34.3 ν.δ. 958/71) 1.Η επίδειξις δύναται να ζητηθή, εφ’ όσον μεν υπόχρεος είναι τρίτος, δια παρεμπιπτούσης αγωγής, εφ’ όσον δε υπόχρεος είναι διάδικος, και δια των προτάσεων. Εάν δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεσις προτάσεων, η αίτησις επιδείξεως υποβάλλεται δια δηλώσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά. 2.Η συζήτησις και η απόδειξις γίνονται κατά τας γενικάς διατάξεις. 3.Εάν είναι δυσχερής εκ σπουδαίων λόγων ή εις το ακροατήριον προσαγωγή του εγγράφου ή ως εκ της σπουδαιότητος ή της φύσεως αυτού υπάρχη κίνδυνος απωλείας ή βλάβης, το δικαστήριον δύναται να ορίση όπως το έγγραφον προσαχθή ενώπιον ενός των μελών του δικάζοντος ή άλλου δικαστηρίου ή εξετασθή υπό εντεταλμένου δικαστού μεταβαίνοντος εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκεται τούτο ή να επιτρέψη όπως προσαχθή κεκυρωμένη φωτοτυπία ή φωτογραφία ή κεκυρωμένον αντίγραφον αυτού. Άρθρον 452(469 α.ν. 44/67) 1.Η εκτέλεσις της διατασσούσης την επίδειξιν αποφάσεως γίνεται κατά τας διατάξεις περί εκτελέσεως προς ικανοποίησιν απαιτήσεων συνισταμένων εις απόδοσιν και παράδοσιν πράγματος ή ενέργειαν πράξεως. 2.Το άρθρον 366 εφαρμόζεται και εν προκειμένω. 3.Τα άρθρα 450 και 451 εφαρμόζονται και οσάκις το έγγραφον ευρίσκεται εις χείρας δημοσίας αρχής ή δημοσίου οργάνου ή άλλου υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, πλην αν πρόκειται περί εγγράφων αναγομένων εις απόρρητα του Κράτους σχετικά με την ασφάλειαν και τας διεθνείς σχέσεις αυτού. Άρθρον 453(470 α.ν. 44/67) 1.Έγγραφον ιδιωτικόν το οποίον θέλει να μεταχειρισθή ο διάδικος προς απόδειξιν πρέπει να υποβάλλεται εν πρωτοτύπω καθ’ όλον το περιεχόμενον αυτού. Το δικαστήριον κατά την κρίσιν του δύναται να λάβη υπ’ όψιν κεκυρωμένον αντίγραφον του εγγράφου ή το επιδοθέν τηλεγράφημα. Σελ. 62(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 46 2.Εάν πρόκειται να διεξαχθή απόδειξις δια βιβλίου ή άλλου εκτενούς εγγράφου περιέχοντος πλείονα θέματα μη έχοντα συνάφειαν προς την δίκην, δύναται να υποβληθή κεκυρωμένον απόσπασμα περιέχον τα έχοντα συνάφειαν προς την δίκην μέρη του εγγράφου. Άρθρον 454(471 α.ν. 44/67) Εάν το προσαγόμενον έγγραφον είναι συντεταγμένον εις ξένην γλώσσαν, συνυποβάλλεται επίσημος μετάφρασις αυτού κεκυρωμένη υπό του Υπουργείου των Εξωτερικών ή άλλου αρμοδίου κατά νόμον προσώπου ή υπό της πρεσβείας ή του προξενείου της Ελλάδος εις την χώραν εις την περιοχήν της οποίας συνετάγη το έγγραφον ή υπό της εν Ελλάδι πρεσβείας ή του προξενείου της αυτής χώρας. Κατά πάσαν περίπτωσιν το δικαστήριον δύναται να διατάξη την δια πραγματογνωμόνων μετάφρασιν του εγγράφου εις την ελληνικήν γλώσσαν. Άρθρον 455(472 α.ν. 44/67) Τα δημόσια έγγραφα θεωρούνται γνήσια, επιτρεπομένης μόνον της προσβολής αυτών ως πλαστών. Το δικαστήριον δύναται, αν έχη αμφιβολίας δια την γνησιότητα του εγγράφου, να ζητήση αυτεπαγγέλτως εξηγήσεις παρά του φερομένου ως εκδότου του εγγράφου. Άρθρον 456 (473 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δύναται επί τη βάσει των συντρεχουσών περιστάσεων να θεωρήση γνήσιον άνευ αποδείξεως αλλοδαπόν δημόσιον έγγραφον. Προς τούτο δύναται να θεωρήση επαρκή την επικύρωσιν υπό του Υπουργείου Εξωτερικών ή υπό πρεσβευτού ή προξένου της Ελλάδος. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 457(474 α.ν. 44/67) 1.Η γνησιότης ιδιωτικού εγγράφου, εφ’ όσον αμφισβητείται, πρέπει να αποδεικνύεται υπό του επικαλουμένου και προσάγοντος αυτό, πλην αν είναι καταφανώς τοσούτον μεταβεβλημένον ώστε το δικαστήριον να δύναται αμέσως και ασφαλώς να διαπιστώση την μη γνησιότητα αυτού. 2.Εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικόν έγγραφον οφείλει να δηλώση αμέσως αν αναγνωρίζη ή αρνείται την γνησιότητα της υπογραφής, άλλως το έγγραφον θεωρείται ως ανεγνωρισμένον. 3.Εάν αναγνωρισθή ή αποδειχθή η γνησιότης της υπογραφής, θεωρείται διαπιστωθείσα η γνησιότης του περιεχομένου, επιφυλασσομένης της προσβολής του ως πλαστού. 4.Επί φωτογραφικών ή κινηματογραφικών αναπαραστάσεων, φωνοληψιών και πάσης άλλης μηχανικής απεικονίσεως, εφ’ όσον αμφισβητείται η γνησιότης αυτών, οφείλει ο επικαλούμενος και προσάγων ταύτας να αποδείξει την γνησιότητα. Άρθρον 43 (44 α.ν. 44/67) Συμφωνία των διαδίκων δια της οποίας τακτικόν δικαστήριον καθίσταται αρμόδιον δια μελλούσας διαφοράς είναι έγκυρος μόνον αν είναι έγγραφος και αναφέρεται εις ωρισμένην έννομον σχέσιν εκ της οποίας θα προέλθουν αι διαφοραί. Άρθρον 458(475 α.ν. 44/67) Η απόδειξις της γνησιότητος ιδιωτικού εγγράφου δύναται να γίνη δια παντός αποδεικτικού μέσου. Άρθρον 459(476 α.ν. 44/67) 1.Εάν πρόκειται να γίνη παραβολή εγγράφων, ο αποδεικνύων οφείλει πέντε ημέρας προ της δια παραβολήν ωρισμένης ημέρας να κοινοποιήση εις τον αντίδικον κατάλογον των εγγράφων προς τα οποία θα γίνη η παραβολή ή να καταθέση τα πρωτότυπα εις την γραμματείαν του δικαστηρίου. 2.Εάν δεν υπάρχουν ή δεν δύνανται ευχερώς να προσαχθούν αναμφισβήτως γνήσια έγγραφα, δύναται ο διάδικος ή τρίτος του οποίου αμφισβητείται η γνησιότης της γραφής ή της υπογραφής να υποχρεωθή να γράψη ενώπιον του δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστού καθ’ υπαγόρευσιν αυτών ωρισμένον κείμενον προς το οποίον θα γίνη η παραβολή. Το κείμενον τούτο επισυνάπτεται εις τα πρακτικά ή εις την έκθεσιν. Το δικαστήριον εκτιμά ελευθέρως την άρνησιν του διαδίκου ή τρίτου να γράψη ή την προσπάθειαν αυτού όπως αλλοιώση την γραφήν του. 3.Εάν τα προς παραβολήν έγγραφα κατέχωνται υπό του αντιδίκου ή τρίτου, δύναται να ζητηθή ή επίδειξις αυτών. Δια την παραβολήν εφαρμόζονται αι περί αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης διατάξεις. Άρθρον 460(477 α.ν. 44/67) Παν έγγραφον δύναται να προσβληθή ως πλαστόν, τα δε ιδιωτικά και όταν δια παραβολής προς άλλα απεδείχθησαν γνήσια. Άρθρον 461(478 α.ν. 44/67) Εάν η πλαστογραφία αποδίδεται εις ωρισμένον πρόσωπον, δύναται να προταθή κατά πάσαν στάσιν της δίκης δια κυρίας ή παρεμπιπτούσης αγωγής ή δια των προτάσεων ή και προφορικώς όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, ως και κατά τους υπό του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας προβλεπομένους τρόπους. Άρθρον 462(479 α.ν. 44/67) Εάν γεννώνται σοβαραί υπόνοιαι πλαστογραφίας καθ’ ωρισμένου προσώπου, το δικαστήριον δύναται, εφ’ όσον το ως πλαστόν προσβαλλόμενον έγγραφον είναι κατά την κρίσιν του ουσιώδες δια την διάγνωσιν της υποθέσεως, είτε να αναβάλη την δίκην μέχρι τέλους της ποινικής είτε να διατάξη αποδείξεις περί της πλαστότητος. Άρθρ.463.(480 Α.Ν. 44/67).-Ο προβάλλων ισχυρισμούς περί πλαστότητος εγγράφου υποχρεούται ταυτοχρόνως επί ποινή απαραδέκτου να προσαγάγη τα αποδεικτικά της πλαστότητος έγγραφα και να αναφέρη ονομαστικώς τους μάρτυρας και τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Άρθρ.464.(481 Α.Ν. 44/67).-Εάν έγγραφον προσβάλλεται παρεμπιπτόντως εις πλαστόν χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία εις ωρισμένον πρόσωπον, το δικαστήριον διατάσσει αποδείξεις μόνον εάν ο προσαγαγών το έγγραφον επιμένη εις την χρησιμοποίησιν αυτού και είναι τούτο κατά την κρίσιν του δικαστηρίου ουσιώδες δια την διάγνωσιν της υποθέσεως. Άρθρ.465.(482 Α.Ν. 44/67, 34.4 Ν.Δ. 958/71).1.Αντίγραφον πάσης αποφάσεως η οποία κηρύσσει έγγραφον πλαστόν ή ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει αυτήν αποστέλλεται αμελλητί επιμελεία της γραμματείας εις τον εισαγγελέα του δικαστηρίου και εις την εκδώσασαν τούτο δημοσίαν αρχήν. 2.Το ως πλαστόν κηρυχθέν έγγραφον δεν αποδίδεται εις τον διάδικον αλλά παραμένει εις το αρχείον του δικαστηρίου. Εν τη περιπτώσει ταύτη σημειούται υπό του γραμματέως επ’ αυτού ή επί προσθέματος, ότι τούτο εκηρύχθη πλαστόν, ως και η κηρύξασα την πλαστότητα απόφασις. 3.Εν περιπτώσει εκδόσεως αντιγράφου περιλαμβάνεται εν αυτώ και η κατά την προηγουμένην παράγραφον σημείωσις. (Αντί για τη σελ. 63(η) Σελ. 63(θ) Τεύχος 1399 Σελ. 15 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ΄ Ειδικαί διατάξεις περί μικροδιαφορών Άρθρ.466.(483 Α.Ν. 44/67).-1.Εάν το αντικείμενον της διαφοράς υπάγεται εις το ειρηνοδικείον και αφορά απαιτήσεις, ως και δικαιώματα επί κινητών ή την νομήν αυτών, η δε αξία αυτού δεν υπερβαίνει τας (τέσσαρας χιλιάδας) δραχμάς, εφαρμόζονται τα άρθρ. 467 έως 472. 2.Τα άρθρ. 467 έως 472 εφαρμόζονται και όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς είναι ανωτέρα των (τεσσάρων χιλιάδων) δραχμών, εάν ο ενάγων δηλώση ότι δέχεται προς ικανοποίησίν του αντί του δια της αγωγής αιτουμένου αντικειμένου χρηματικόν ποσόν μη υπερβαίνον τας (τέσσαρας χιλιάδας) δραχμάς. Κατά την περίπτωσιν ταύτην ο εναγόμενος καταδικάζεται διαζευκτικώς να καταβάλη είτε το δια της αγωγής αιτούμενον αντικείμενον είτε την υπό του ειρηνοδίκου δια της εκδοθησομένης αποφάσεως, ορισθησομένην αποτίμησιν. Το ανωτέρω εντός ( ) ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων δραχμών ηυξήθη εις οκτώ χιλιάδας, δια της παρ. 4 του άρθρ. 1 Π.Δ. 57 της 19/23 Ιαν. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 20). Έναρξις ισχύος μετά 20 ημέρας από της δημοσιεύσεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Εν συνεχεία ηυξήθη εις 12.000 από 1 Μαΐου 1977 (Π.Δ. 242 της 14/18 Μαρτ. 1977 ΦΕΚ Α΄ 85). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε τριάντα χιλιάδες δραχμές με την παρ. 7 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/13-15 Σεπτ. 1983 (ΦΕΚ Α΄ 126), του οποίου η ισχύς σύμφωνα με το άρθρ. 2 αυτού αρχίζει την 1 Νοεμ. 1983. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε εξήντα χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 5 Άρθρον 44 (45 α.ν. 44/67) Αι κατά τα άρθρα 42 και 43 συμφωνίαι δημιουργούν αποκλειστικήν αρμοδιότητα, πλην αν εκ της συμφωνίας προκύπτη το αντίθετον. (Μετά τη σελ.12(β) Σελ. 12,01 Τεύχος 1352 Σελ. 7 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' Έρευνα της αρμοδιότητος. άρθρ. 1 Π.Δ. 278/27 Ιουλ.-5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 141). Το ανωτέρω ποσό των 60.000 δραχμ. αυξήθηκε σε 150.000 δραχμ., από 16 Σεπτ. 1993, από την παρ. 7 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Το ανωτέρω ποσόν των 150.000 δραχμών αυξήθηκε από 1 Νοεμ.2000 σε 300.000 δραχμές με την περίπτ.γ΄της 91756/14-15 Σεπτ.2000 (ΦΕΚ Β΄1150) απόφ.Υπ. Δικαιοσύνης. Το ανωτέρω ποσό των 300.000 δραχμών ή οκτακοσίων ογδόντα (880) ευρώ, σύμφωνα με τα αρθρ.3-5 Νόμ.2943/2001, αυξήθηκε από 1ης Οκτ.2003, σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, με την περίπτ.γ΄ της 125804/30 Ιουλ.-1 Αυγ.2003 (ΦΕΚ Β΄1072) απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης, Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄1173/20 Αυγ.2003. Σελ. 64(θ) Τεύχος 1399 Σελ. 16 Άρθρ.467.(484 Α.Ν. 44/67).-Ο ενάγων υποχρεούται πάσας τας μη τελούσας υπό αίρεσιν ή προθεσμίαν απαιτήσεις του κατά του εναγομένου να ασκήση δια της αυτής αγωγής εφ’ όσον το σύνολον αυτών δεν υπερβαίνει τας (τέσσαρας χιλιάδας) δραχμάς. Εάν ασκήση αυτάς κεχωρισμένως, αι αγωγαί δεν απορρίπτονται αλλά αι εξ αυτών δαπάναι πλην των της πρώτης βαρύνουν τον ενάγοντα. Το ανωτέρω ποσό ηυξήθη εις δρχ. 12.000 από 1 Μαΐου 1977 δια του Π.Δ. 242 της 14/18 Μαρτ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 85). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε τριάντα χιλιάδες δραχμές με την παρ. 8 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/13-15 Σεπτ. 1983 (ΦΕΚ Α΄ 126), του οποίου η ισχύς αρχίζει την 1 Νοεμ. 1983. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε εξήντα χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 6 άρθρ. 1 Π.Δ. 278/27 Ιουλ.-5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 141). Το ανωτέρω ποσό των 60.000 δραχμ. αυξήθηκε σε 150.000 δραχμ., από 16 Σεπτ. 1993, από την παρ. 7 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), τόμ. 8 σελ. 84,243. Το ανωτέρω ποσόν των 150.000 δραχμών αυξήθηκε από 1 Νοεμ.2000 σε 300.000 δραχμές με την περίπτ.γ΄της 91756/14-15 Σεπτ.2000 (ΦΕΚ Β΄1150) απόφ.Υπ. Δικαιοσύνης. Το ανωτέρω ποσό των 300.000 δραχμών ή οκτακοσίων ογδόντα (880) ευρώ, σύμφωνα με τα αρθρ.3-5 Νόμ.2943/2001, αυξήθηκε από 1ης Οκτ.2003, σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, με την περίπτ.γ΄ της 125804/30 Ιουλ.-1 Αυγ.2003 (ΦΕΚ Β΄1072) απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης, Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄1173/20 Αυγ.2003. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρ.468.(485 Α.Ν. 44/67, 35.1 Ν.Δ. 958/71).1.Η αγωγή κατατίθεται εις την γραμματείαν του ειρηνοδικείου ή ασκείται προφορικώς ενώπιον του ειρηνοδίκου συντασσομένης εκθέσεως. Εις ταύτην αναφέρονται εκτός των εν άρθρ. 216 παρ. 1 στοιχείων και τα δια την απόδειξίν των μέσα. 2.Ο ειρηνοδίκης αναγράφει επί της αγωγής ή της εκθέσεως ημέραν και ώραν συζητήσεως και διατάσσει την επίδοσιν αντιγράφου εις τον εναγόμενον δέκα τουλάχιστον ημέρας προ της ορισθείσης δικασίμου, εάν δε ούτος ή τις των ομοδίκων του διαμένη εις την αλλοδαπήν ή είναι αγνώστου διαμονής, προ τριάκοντα τουλάχιστον ημερών. Εγγραφή της υποθέσεως εις τον πινάκιον δεν απαιτείται. 3.Οι διάδικοι κατά την συζήτησιν καταθέτουν τα αποδεικτικά των έγγραφα, τα οποία αναλαμβάνουν μετά την έκδοσιν της αποφάσεως. Ο ειρηνοδίκης καλεί τους μάρτυρας του ενάγοντος τρεις ημέρας προ της δικασίμου, εάν ούτος δηλοί ότι δεν αναλαμβάνει να προσαγάγη αυτούς και αιτείται την κλήτευσίν των, τη προφορική δε αιτήσει του εναγομένου καλεί προ της αυτής προθεσμίας και τους μάρτυρας τούτου. 4.Αι εις τας προηγουμένας παραγράφους επιδόσεις γίνονται δια τινος των εις το άρθρ. 122 παρ. 3 οργάνων, επιμελεία της γραμματείας και η δαπάνη τούτων, οριζομένη δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, προκαταβάλλεται υπό του αιτούντος την επίδοσιν εις την γραμματείαν του ειρηνοδικείου και αποδίδεται εις το επιδίδον όργανον. Άρθρ.469.(486 Α.Ν. 44/67, 35.2 Ν.Δ. 958/71).1.Εάν κατά την εκφώνησιν της υποθέσεως ουδείς των διαδίκων ενεφανίσθη η συζήτησις ματαιούται. Εάν απουσιάζη τις των διαδίκων, η συζήτησις χωρεί άνευ τούτου, (δεν εφαρμόζονται δε αι διατάξεις των άρθρ. 271 παρ. 3 και 272 παρ. 1 και 2). Αι κατά την διαδικασίαν των άρθρ. 466 έως 472 εκδιδόμεναι ερήμην τινός των διαδίκων αποφάσεις υπόκεινται εις ανακοπήν μόνον εάν ο ερήμην δικασθείς δεν εκλητεύθη παντάπασιν ή προσηκόντως ή εμπροθέσμως εις την συζήτησιν «ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας». Οι μέσα στα « »τελευταίες λέξεις προστέθηκαν από την παρ. 7 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8 Σελ. 84,243. Οι μέσα σε () φράση διαγράφηκε από την παρ.10 άρθρ.14 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31. 2.Ο ειρηνοδίκης κατά την εκδίκασιν των εν άρθρ. 466 διαφορών δύναται να αποκλίνη των δικονομικών διατάξεων, να λαμβάνη υπ’ όψιν και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και κατά την ελευθέραν αυτού κρίσιν να ακολουθή εκάστοτε την οδόν δια της οποίας ασφαλέστερον, ταχύτερον και ολιγοδαπανώτερον δύναται να φθάση εις την ανεύρεσιν της αληθείας. Άρθρ.470.(487 Α.Ν. 44/67).-Η συζήτησις μέχρι της οριστικής αποφάσεως θεωρείται ως εν όλον. Παν ό,τι προταθή ή αποδειχθή μέχρι πέρατος της συζητήσεως θεωρείται εμπροθέσμως προταθέν και αποδειχθέν. Άρθρ.471.(488 Α.Ν. 44/67, 35.3 Ν.Δ. 958/71).1.Αι αποφάσεις δημοσιεύονται προφορικώς εν δημοσία συνεδριάσει κατά κανόνα αμέσως μετά την συζήτησιν και διαρκούσης της συνεδριάσεως, πριν ή ο ειρηνοδίκης επιληφθή της εξετάσεως άλλης υποθέσεως. 2.Αι αποφάσεις δεν επιδίδονται, εάν βεβαιούται εκ των πρακτικών ότι εδημοσιεύθησαν παρόντων των διαδίκων ή των διεξαγόντων την δίκην νομίμων αντιπροσώπων των ή των δικαστικών πληρεξουσίων αυτών. Άρθρ.472.(489 Α.Ν. 44/67).-1.Τον μη παριστάμενον αυτοπροσώπως διάδικον δύνανται να αντιπροσωπεύσουν και ο σύζυγος, οι ανιόντες και κατιόντες, οι δευτέρου βαθμού συγγενείς, εξ αίματος ή αγχιστείας και οι έμμισθοι αυτού υπάλληλοι. Ο σύζυγος θεωρείται πάντοτε πληρεξούσιος δυνάμενος να διορίση και άλλους πληρεξουσίους. 2.Εάν ο εντολεύς είναι αγράμματος, το έγγραφον της πληρεξουσιότητος υπογράφεται κατ’ εντολήν τούτου υπό του ιερέως ή του διδασκάλου ή του αστυνόμου ή του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητος. 3.Οι κατά την παρ. 1 αντιπρόσωποι των διαδίκων ουδεμιάς δικαιούνται αμοιβής δια την εκτέλεσιν της εντολής. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄ Ειδικαί διατάξεις περί λογοδοσίας Άρθρ.473.(490 Α.Ν. 44/67).-Ο ασκών αγωγήν προς λογοδοσίαν ή προς εγχείρισιν καταλόγου των στοιχείων ομάδος αντικειμένων δύναται να περιλάβη εις αυτήν αίτημα περί καταβολής του καταλοίπου του λογαριασμού ή αποδόσεως των αντικειμένων της ομάδος χωρίς να προσδιορισθούν ταύτα εις το δικόγραφον της αγωγής ή περί καταβολής ωρισμένου ελλείματος δια την περίπτωσιν μη καταθέσεως του λογαριασμού ή του καταλόγου μετά των δικαιολογητικών. Τα αυτά αιτήματα δύνανται να υποβληθούν και δια παρεμπιπτούσης αγωγής. Άρθρον 3 (3 α.ν. 44/67) 1.Εις την δικαιοδοσίαν των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφ' όσον υφίσταται αρμοδιότης ελληνικού δικαστηρίου. 2.Της δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων εξαιρούνται οι αλλοδαποί οι απολαύοντες ετεροδικίας, πλην αν πρόκειται περί διαφορών υπαγομένων εις τας διατάξεις του άρθρου 29. Άρθρον 45 (46 α.ν. 44/67) Το κατά την άσκησιν της αγωγής καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμόδιον δικαστήριον είναι μέχρι πέρατος της δίκης αρμόδιον, και αν μεταβληθούν κατά την διάρκειαν της δίκης τα καθορίζοντα την αρμοδιότητα πραγματικά περιστατικά. Άρθρ.474.(491 Α.Ν. 44/67).-Η διατάσσουσα λογοδοσίαν ή εγχείρισιν καταλόγου των στοιχείων ομάδος αντικειμένων απόφασις ορίζει προθεσμίαν εντός της οποίας ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθή μετά των δικαιολογητικών εις την γραμματείαν του δικαστηρίου. (Αντί για τη σελ. 64,01(α) Σελ. 64,01(β) Τεύχος 1399 Σελ. 17 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 Άρθρ.475.(492 Α.Ν. 44/67).-1.Περί της καταθέσεως του λογαριασμού ή του καταλόγου συντάσσεται έκθεσις. Τα έγγραφα ταύτα και τα δικαιολογητικά τίθενται εις τον φάκελλον της δικογραφίας. 2.Μετά την κατάθεσιν του λογαριασμού ή του καταλόγου η υπόθεσις εισάγεται προς συζήτησιν καθ’ ην οι διάδικοι υποβάλλουν τας παρατηρήσεις των, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια του λογαριασμού ή τα στοιχεία του καταλόγου τα οποία αμφισβητούν, τας ελλείψεις ή παραλείψεις αυτών και εν γένει προβάλλουν πάντα τα μέσα επιθέσεως και αμύνης τα αφορώντα τον λογαριασμόν ή τον κατάλογον. Άρθρ.476.(493 Α.Ν. 44/67.36 Ν.Δ. 958/71). Εάν δια του κατατεθέντος λογαριασμού ή καταλόγου ομολογείται υποχρέωσις καταβολής ωρισμένου ποσού ή αποδόσεως ωρισμένων αντικειμένων, το δικαστήριον κατόπιν αιτήσεως καταδικάζει τον εναγόμενον εις καταβολήν του ποσού ή απόδοσιν των αντικειμένων επί τη βάσει της εν τω λογαριασμώ ή τω καταλόγω ομολογίας, επιφυλασσόμενον δια τα επί πλέον καταβλητέα ή αποδοτέα. Άρθρ.477.(494 Α.Ν. 44/67).-1.Εάν δεν κατατεθούν εντός της ταχθείσης υπό της αποφάσεως προθεσμίας ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφασις καθίσταται οριστική όσον αφορά την υποχρέωσιν προς λογοδοσίαν ή την υποβολήν καταλόγου. 2.Εάν εζητήθη κατά το άρθρ. 473 καταβολή ωρισμένου ελλείμματος και πιθανολογείται τούτο, το δικαστήριον δια της διατασσούσης την λογοδοσίαν αποφάσεως δύναται να καταδικάση τον εναγόμενον, δια την περίπτωσιν της μη εμπροθέσμου καταθέσεως του λογαριασμού ή του καταλόγου μετά των δικαιολογητικών, εις την καταβολήν του κατά την κρίσιν του ελλείμματος. Το δικαστήριον δύναται, εάν κρίνη τούτο αναγκαίον, να διατάξη απόδειξιν περί του πιθανού ελλείμματος. Σελ. 64,02(β) Τεύχος 1399 Σελ. 18 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ' Ειδικαί διατάξεις περί διανομής. Άρθρον 478 (495 α.ν. 44/67) Επί κοινωνίας η αγωγή διανομής απευθύνεται κατά πάντων των κοινωνών, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Άρθρον 479 (496 α.ν. 44/67) Επί αγωγής διανομής το δικαστήριον προσδιορίζει την μερίδα εκάστου των κοινωνών, τα διανεμητέα αντικείμενα και τας εκ της κοινωνίας ως και τας εκ συνεισφοράς απαιτήσεις εκάστου των κοινωνών. Άρθρον 480 (497 α.ν. 44/67, 37.1 ν.δ. 958/71) "1.Το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του. 2.Αν τα διανεμητέα αντικείμενα είναι περισσότερα και η αυτούσια διανομή όλων ή μερικών από αυτά είναι αδύνατη ή ασύμφορη, είναι όμως δυνατή η κατανομή τους σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αυτούσια διανομή με τον τρόπο αυτόν. 3.Αν ορισμένοι κοινωνοί ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα, η μερίδα αυτή λογίζεται ως ενιαία. Στο μέρος που περιέρχεται σ' αυτούς με την αυτούσια διανομή συνιστάται κοινωνία κατά το λόγο των μερίδων τους". Το άρθρ. 480 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 10 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). Άρθρ.480Α.-Ι."Κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ' ορόφους ή μέρη ορόφων ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων". Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτόν, αν είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων. Η απόφαση που διατάζει τη διανομή κατά τον τρόπο αυτόν προσδιορίζει τα χωριστά μέρη της οικοδομής που αναλογούν στις μερίδες των συγκυρίων και τα επιδικάζει σ' αυτούς. Αν με τη διανομή αυτή περιέρχονται σε κάποιον συγκύριο περισσότερες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, η απόφαση καθορίζει το ποσοστό της συγκυριότητας που αναλογεί σε καθεμιά από τις ιδιοκτησίες αυτές. Το πρώτο μέσα σε " " εδάφιο, αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 12 του Νόμ. 2207/22-25 Απρ. 1994 (ΦΕΚ Α' 65), τόμ. 8 σελ. 84, 243. 2.Αν πρόκειται για οικόπεδο ακάλυπτο και οικοδομήσιμο και η αυτούσια διαίρεσή του είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αυτούσια διανομή του με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως. 3.Η παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση της διανομής με σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών". Το άρθρ. 480Α προστέθηκε από το άρθρ. 11 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). Άρθρον 481 (498 α.ν. 44/67) "Στις περιπτώσεις των άρθρ. 480 και 480Α το δικαστήριο 1)δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη και 2)μπορεί για την εξίσωση άνισων μερών να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών". Το άρθρ. 481 αντικαταστάθηκε ως άνω από το Άρθρον 46 (47 α.ν. 44/67) Εάν το δικαστήριον είναι καθ' ύλην ή κατά τόπον αναρμόδιον, αποφαίνεται περί τούτου και αυτεπαγγέλτως και καθορίζει το αρμόδιον δικαστήριον εις το οποίον παραπέμπει την υπόθεσιν. Η απόφασις του παραπέμποντος δικαστηρίου, όταν καταστή τελεσίδικος, είναι υποχρεωτική τόσον ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσον και ως προς την αρμοδιότητα του εις ο η παραπομπή δικαστηρίου. Αι συνέπειαι της ασκήσεως της αγωγής διατηρούνται. άρθρ. 12 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). Άρθρον 482 (499 α.ν. 44/67) 1.Κατά τον σχηματισμόν των μερών πρέπει να αποφεύγεται κατά το δυνατόν η κατάτμησις των ακινήτων και η διανομή των επιχειρήσεων. 2.Διά τον σχηματισμόν των μερών λαμβάνεται υπ' όψιν η κατά τον χρόνον του σχηματισμού αυτών αξία των διανεμητέων αντικειμένων. Το δικαστήριον καθορίζει την αξίαν επί τη βάσει των διεξαχθεισών αποδείξεων, μη διατασσομένης περί τούτου νέας αποδείξεως εν περιπτώσει μεταγενεστέρας μεταβολής της αξίας. Άρθρον 483 (500 α.ν.44/67, 1 ν.δ. 386/69) 1.Εάν εν τη κοινωνία υπάρχη εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική, μεταλλευτική, γεωργική, κτηνοτροφική ή άλλη επιχείρησις αποτελούσα οικονομικόν σύνολον, το δικαστήριον δύναται αιτήσει τινός των κοινωνών να επιδικάση ολόκληρον την διανεμητέαν επιχείρησιν εις τον αιτούντα επί τη καταβολή χρηματικού ποσού ίσου με την αγοραίαν αξίαν της επιχειρήσεως. Δια τον καθορισμόν της αξίας εφαρμόζονται αι διατάξεις της § 2 του άρθρου 482. Εάν πλείονες των κοινωνών ζητήσουν την επιδίκασιν εις αυτούς της επιχειρήσεως, το δικαστήριον επιδικάζει αυτήν εις τον κατά την κρίσιν του ικανώτερον προς επωφελή εξακολούθησιν της επιχειρήσεως. 2.Η αίτησις πρέπει να υποβάλλεται μέχρι της πρώτης επ' ακροατηρίου συζητήσεως. 3.Η αίτησις ενός ή πλειόνων κοινωνών περί επιδικάσεως ολοκλήρου της επιχειρήσεως ως οικονομικού συνόλου, είτε αύτη αποτελεί το μοναδικόν περιουσιακόν στοιχείον της κοινωνίας είτε εν εκ των πλειόνων τοιούτων, δύναται, συντρεχόντων σοβαρών λόγων δικαιολογούντων την μη διανομήν της, να υποβληθή εις το δικαστήριον της διανομής και προ πάσης εκκαθαρίσεως ή ασκήσεως της περί διανομής αγωγής της κοινής περιουσίας και να εκδικασθή παρ' αυτού αυτοτελώς. Το άρθρον 220 εφαρμόζεται και εν προκειμένω. (Αντί για τη σελ.65(β) Σελ. 65(γ) Τεύχος 1182 - Σελ. 39 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 484 (501 α.ν. 44/71, 37.2 ν.δ. 958/71) "1.Αν η κατά τα άρθρ. 480 και 480Α διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, το δικαστήριο διατάζει την πώληση με πλειστηριασμό". Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 13 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). 2.Η διαδικασία του πλειστηριασμού άρχεται δια της κατά το άρθρον 954 περιγραφής των επικοίνων και διεξάγεται κατά τα οριζόμενα εις τα άρθρα 959 επ. Αι προθεσμίαι του άρθρου 960 §§ 1 και 2 άρχονται από της καταρτίσεως της εκθέσεως περιγραφής. Εις το πρόγραμμα αναφέρονται το ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα και η κατοικία πάντων των κοινωνών. Δια της καταβολής του πλειστηριάσματος αποσβέννυται η υποθήκη ή το ενέχειρον επί των πλειστηριασθέντων πραγμάτων. Άρθρον 485 (502 α.ν. 44/67) Εάν η αυτουσία διανομή είναι εν μέρει μόνον δυνατή, το δικαστήριον δύναται να αποφασίση εν μέρει την αυτουσίαν διανομήν και εν μέρει την δια πλειστηριασμού πώλησιν. Άρθρον 486 (503 α.ν. 44/67) "1.Αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν κατά τα άρθρ. 480 ή 480Α είναι ίσα, η αυτούσια διανομή τους μεταξύ των κοινωνών γίνεται με κλήρωση. Αν όμως η διανομή με κλήρωση μπορεί να οδηγήσει σε τεμαχισμό της ιδιοκτησίας κάποιου από τους κοινωνούς ή είναι προδήλως αντίθετη προς το συμφέρον του, το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από σχετική αίτηση, να επιδικάσει σε κάθε κοινωνό ή στις ομάδες των κοινωνών που ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα ό,τι τους αναλογεί, δίχως κλήρωση. 2.Αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν κατά τα άρθρ. 480 ή 480Α είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά το λόγο των μερίδων τους". Το άρθρ. 486 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 14 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ, αριθ. 14). Άρθρον 487 (504 α.ν.444/67) "1.Η απόφαση του πολυμελούς δικαστηρίου, με την οποία διατάζεται αυτούσια διανομή με κλήρωση και σχηματίζονται τα μέρη, παραπέμπει την υπόθεση σε εντεταλμένο δικαστή για να γίνει η κλήρωση ενώπιόν του. Αν η απόφαση παρέλειψε την παραπομπή, μπορεί να ζητηθεί η συμπλήρωσή της". Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το Άρθρον 47 (48 α.ν. 44/67) Απόφασις πρωτοδικείου πολυμελούς ή μονομελούς δεν υπόκειται εις προσβολήν δι' ενδίκου μέσου επί τω λόγω ότι η υπόθεσις ανήκει εις την αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Το αυτό εφαρμόζεται αναλόγως και δια τας αποφάσεις του πολυμελούς πρωτοδικείου εν σχέσει προς τας υποθέσεις της αρμοδιότητος του μονομελούς. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ' Παραπομπή από δικαστηρίου εις δικαστήριον. άρθρ. 15 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). Σελ. 66(γ) Τεύχος 1182 - Σελ. 40 2.Ο ειρηνοδίκης ή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο εντεταλμένος δικαστής ορίζει, κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων, ημέραν και ώραν κατά την οποίαν ενώπιον αυτού, καλουμένων πάντων των διαδίκων, γίνεται η κλήρωσις. 3.Ο δικαστής ενώπιον του οποίου γίνεται η κλήρωσις ορίζει κατά την κρίσιν του προθεσμίαν η οποία πρέπει να παρέλθη από της κοινοποιήσεως της κλήσεως μέχρι της ημέρας της κληρώσεως και τον τρόπον της κληρώσεως. 4.Κατά την ορισθείσαν ημέραν και ώραν καταρτίζονται τόσοι κλήροι όσα είναι τα μέρη τα οποία εσχηματίσθησαν υπό της αποφάσεως, τίθενται δε ούτοι εις την κληρωτίδα. Εκ της κληρωτίδος εξάγεται δι' έκαστον των κοινωνών ο αναλογών προς την μερίδα αυτού εις την κοινωνίαν αριθμός κλήρων. 5.Η κλήρωσις γίνεται και εν απουσία τινός ή και πάντων των διαδίκων, εφ' όσον αποδεικνύεται ότι νομίμως εκλητεύθησαν. 6.Περί του καταρτισμού των κλήρων και της κληρώσεως συντάσσεται έκθεσις εν τη οποία πρέπει να αναφέρεται και ο τρόπος της καταρτίσεως των κλήρων και της κληρώσεως και να ορίζωνται ακριβώς τα λαχόντα εις έκαστον των κοινωνών μέρη. Άρθρον 488 (505 α.ν. 44/67) 1.Εάν πάντες οι διάδικοι είναι σύμφωνοι, η κλήρωσις δύναται να γίνη ενώπιον συμβολαιογράφου. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει έκθεσιν εν τη οποία πρέπει να μνημονεύωνται πάντες οι παραστάντες κατά την κλήρωσιν, να βεβαιούται η συμφωνία των κοινωνών όπως ενεργηθή η κλήρωσις ενώπιον του συμβολαιογράφου, να αναφέρεται ο τρόπος του σχηματισμού των κλήρων και της κληρώσεως, ως και τα λαχόντα εις έκαστον των κοινωνών μέρη. 2.Εάν πάντες οι διάδικοι είναι σύμφωνοι, αντί της κληρώσεως δύναται να γίνη διανομή των υπό της διατασσούσης την αυτουσίαν διανομήν αποφάσεως σχηματισθέντων μερών μεταξύ των κοινωνών άνευ κληρώσεως, συντασσομένης περί τούτου εκθέσεως ενώπιον συμβολαιογράφου. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 489 (506 α.ν. 44/67) "1.Με τη διανομή κάθε κοινωνός γίνεται δικαιούχος του μέρους που περιήλθε σ' αυτόν. 2.Για τη μεταβίβαση στους κοινωνούς της κυριότητας των διανεμόμενων ακινήτων, για τη σύστασή της χωριστής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρ. 480Α, καθώς και για τη σύσταση υπέρ κοινωνού, τη μεταβίβαση σ' αυτόν ή την κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος απαιτείται μεταγραφή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που διατάζει την αυτούσια διανομή, και σε περίπτωση κλήρωσης και της σχετικής έκθεσης". Το άρθρ. 489 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 16 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). Άρθρον 490 (507 α.ν. 44/67) "Κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να ζητήσει και λάβει στην κατοχή του τα αποδεικτικά έγγραφα των δικαιωμάτων πάνω στα μέρη που περιήλθαν σ' αυτόν. Αν τα έγγραφα αυτά αφορούν περισσότερα μέρη, ανήκουν σ' εκείνον που έλαβε το μεγαλύτερο από αυτά. Οι άλλοι κοινωνοί έχουν δικαίωμα να λάβουν με έξοδά τους αντίγραφα επικυρωμένα από δημόσια αρχή. Σε περίπτωση διαφωνίας αποφασίζει το δικαστήριο". Το άρθρ. 490 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 17 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). Άρθρον 491 (508 α.ν. 44/67) 1.Επί δίκης περί διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικώς, επιμελεία του επισπεύδοντος την συζήτησιν, οι έχοντες δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, ως και οι επιβαλόντες συντηρητικήν ή αναγκαστικήν κατάσχεσιν επί της μερίδος τινός των κοινωνών. 2.Εάν δεν έγένετο η κατά την § 1 προσεπίκλησις, το δικαστήριον κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως αναβάλλει την συζήτησιν και τάσσει προθεσμίαν εντός της οποίας πρέπει να προσεπικληθή ο έχων δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή ο επιβαλών συντηρητικήν ή αναγκαστικήν κατάσχεσιν. Παρελθούσης της προθεσμίας απράκτου, απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτος, Άρθρον 492 (509 α.ν. 44/67) "1.Από την τελεσιδικία της απόφασης που διατάζει τη διανομή, σύμφωνα με τα άρθρ. 480, 480Α και 486, η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ο περιορισμός της υποθήκης σημειώνεται στο βιβλίο υποθηκών. Ο περιορισμός του ενέχυρου σημειώνεται, εφόσον τηρούνται για τη σύστασή του δημόσια βιβλία". Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 18 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). 2.Εάν συνεπεία του κατά την § 1 περιορισμού δεν ασφαλίζεται επαρκώς η απαίτησις του ενυποθήκου ή ενεχυρούχου δανειστού, δύναται κατόπιν αιτήσεώς του το διατάσσον την διανομήν δικαστήριον να συστήση υποθήκην ή ενέχυρον επί άλλων αντικειμένων τα οποία δια της διανομής περιέρχονται εις τον οφειλέτην του. Η αίτησις δύναται να υποβληθή και μετά την τελεσιδικίαν της αποφάσεως και την ενέργειαν της διανομής. 3.Εάν η διατάσσουσα την διανομήν απόφασις προς εξίσωσιν των μερών υποχρεοί τινά των κοινωνών να καταβάλη χρηματικόν ποσόν εις τον κοινωνόν του οποίου η μερίς βαρύνεται δι' υποθήκης ή ενεχύρου, το δικαστήριον τη αιτήσει του δανειστού διατάσσει την εις αυτόν καταβολήν του χρηματικού ποσού προς εξόφλησιν εν όλω ή εν μέρει της απαιτήσεώς του, και αν η ασφαλιζομένη απαίτησις δεν είναι ληξιπρόθεσμος. Άρθρον 493 (510 α.ν. 44/67) "Από την τελεσιδικία της απόφασης που διατάζει τη διανομή, σύμφωνα με τα άρθρ. 480, 480Α και 486, αντικείμενο επικαρπίας γίνονται όσα περιήλθαν στον ψιλό κύριο". Το άρθρ. 493 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 19 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). Άρθρον 494 (511 α.ν. 44/67) 1.Η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεσις δεν εμποδίζει την ενέργειαν δικαστικής διανομής. "2.Μετά την τελεσιδικία της απόφασης που διατάζει την αυτούσια διανομή ή συντηρητική ή η αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα ενός από τους κοινωνούς περιορίζεται στο μέρος που περιήλθε σ' αυτόν". Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το Άρθρον 48 (49 α.ν. 44/67). Παραπομπή από δικαστηρίου εις ισόβαθμον και ομοειδές δικαστήριον γίνεται κατ' αίτησιν, 1)εάν ολόκληρον δικαστήριον ή τόσοι δικασταί εξαιρεθούν ώστε οι λοιποί δεν αρκούν δια την νόμιμον συγκρότησιν του δικαστηρίου, 2)εάν δι' ασθένειαν ή άλλον τινά λόγον δεν υπάρχη ο κατά νόμον προς συγκρότησιν του δικαστηρίου απαιτούμενος αριθμός δικαστών, 3)εάν εκ της εν ωρισμένω τόπω συζητήσεως υποθέσεως τινός προκύπτη κίνδυνος δια την κοινήν ασφάλειαν. άρθρ. 20 Νόμ. 1562/1985 (ΦΕΚ Α' 150), (κατωτ. αριθ. 14). (Αντί για τη σελ. 67(δ) Σελ. 67(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 51 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΑΙ Με το άρθρ. 32 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8 σελ. 84, 243, ορίστηκε ότι για το παραδεκτό ασκήσεως ένδικων μέσων μπορεί να ορίζεται ότι πρέπει να καταβάλλεται παράβολο. Για τις λεπτομέρειες βλέπε το σχετικό άνω άρθρ. 32 άνω νόμου. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' Γενικαί διατάξεις. Άρθρον 495 (512 α.ν. 44/67) 1.Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της εφέσεως, της αναψηλαφήσεως και της αναιρέσεως ασκούνται δια δικογράφου κατατιθεμένου εν πρωτοτύπω παρά τη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν δικαστηρίου. 2.Περί της καταθέσεως συντάσσεται έκθεσις εν τω κατά το άρθρον 496 τηρουμένω βιβλίω υπογραφομένη και υπό του καταθέτοντος. Επί του κατατεθέντος δικογράφου γίνεται σημείωσις του αύξοντος αριθμού της εκθέσεως και της χρονολογίας ταύτης βεβαιουμένη δια της υπογραφής του συντάσσοντος την έκθεσιν. 3.Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της αναψηλαφήσεως κατ' αποφάσεων των ειρηνοδικείων δύνανται να ασκηθούν και προφορικώς, συντασσομένης εκθέσεως εν τω κατά το άρθρον 496 τηρουμένω βιβλίω. Άρθρον 496 (513 α.ν. 44/67) 1.Υπό της γραμματείας των δικαστηρίων τηρείται βιβλίον ίδιον δι' έκαστον των εν άρθρω 495 § 1 αναφερομένων ενδίκων μέσων, ο τρόπος της τηρήσεως του οποίου και αι λοιπαί λεπτομέρειαι ορίζονται δια β. διατάγματος. 2.Ο αρμόδιος υπάλληλος της γραμματείας εκάστου δικαστηρίου υποχρεούται, άμα τη προσαγωγή δικογράφου ενδίκου μέσου προς κατάθεσιν, να προβή αμελλητί και επί παρουσία του προσάγοντος το δικόγραφον εις σύνταξιν της εκθέσεως καταθέσεως και καταχώρισιν ταύτης εις το κατά την § 1 βιβλίον. Εν περιπτώσει προσαγωγής πολλών δικογράφων υποχρεούται, τηρών την σειράν της προσελεύσεως των αιτούντων, να συντάξη απάσας τας εκθέσεις αυθημερόν. Άρθρον 497 (514 α.ν. 44/67, 38.1 ν.δ. 958/71) 1.Το κατατεθέν πρωτότυπον του ενδίκου μέσου ή η έκθεσις φυλάσσεται εις το αρχείον του δικαστηρίου. Σελ. 68(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 52 Άρθρον 498 (515 α.ν. 44/67, 38.2 ν.δ. 958/71) 1.Έκαστος των διαδίκων δύναται μετά την άσκησιν του ενδίκου μέσου, προσάγων αντίγραφον αυτού και της προσβαλλομένης αποφάσεως παρά τη γραμματεία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου απευθύνεται τούτο, να ζητήση τον προσδιορισμόν δικασίμου και να φέρη προς συζήτησιν την υπόθεσιν δια κλήσεως κάτωθι αντιγράφου του κατατεθέντος δικογράφου ή και αυτοτελώς γινομένης και επιδιδομένης προς τον αντίδικον. "2. Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι εξήντα ημέρες και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, ενενήντα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Κατά τα λοιπά για τον προσδιορισμό δικασίμου ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 226." Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.15 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. 3.Αι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και επί προσδιορισμού πάσης άλλης δικασίμου. Άρθρον 499 (516 α.ν. 44/67) Τα ένδικα μέσα δύνανται να ασκηθούν και προ της επιδόσεως της αποφάσεως και κατ' αυτήν την ημέραν της δημοσιεύσεως αυτής. Άρθρον 500 (517 α.ν. 44/67) Τα αποτελέσματα της ασκήσεως των ενδίκων μέσων άρχονται από της συντάξεως της εκθέσεως καταθέσεως αυτών. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Ανακοπή ερημοδικίας Άρθρ.501.(518 Α.Ν. 44/67, 39.1 Ν.Δ. 958/71).-"Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας". Το άρθρ. 501 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), τόμ. 8 σελ. 84, 243. Άρθρον 502 (519 α.ν. 44/67) 1.Δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας έχουν ο ερήμην δικασθείς ενάγων, εναγόμενος, εκκαλών, εφεσίβλητος ή κυρίως παρεμβάς, οι καθολικοί διάδοχοι, ως και οι μετά την άσκησιν της αγωγής ειδικοί διάδοχοι αυτών. 2.Ο μη εμφανισθείς κατά την συζήτησιν προσθέτως παρεμβάς, και όταν θεωρείται ομόδικος του υπέρ ου η παρέμβασις διαδίκου, δεν δικαιούται εις άσκησιν ανακοπής, πλην αν ανέλαβε την δίκην. 3.Ο προσθέτως παρεμβάς δύναται να ασκήση το δικαίωμα της ανακοπής του υπέρ ου η παρέμβασις διαδίκου. Άρθρον 503 (520 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο ερήμην δικασθείς διάδικος διαμένη εις την ημεδαπήν, η προθεσμία της ανακοπής είναι δεκαπενθήμερος αρχομένη από της επιδόσεως της αποφάσεως. 2.Εάν ο ερήμην δικασθείς διάδικος είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία της ανακοπής είναι εξήκοντα ημερών, αρχομένη από της τελευταίας των κατά το άρθρον 135 § 1 δημοσιεύσεων περιλήψεως του αποδεικτικού επιδόσεως της αποφάσεως. Η περίληψις περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον και την ιδιότητα του επιδόντος, τα ονοματεπώνυμα και τας κατοικίας των διαδίκων, τον αριθμόν και την χρονολογίαν της αποφάσεως, το εκδόν ταύτην δικαστήριον και σύντομον μνείαν του διατακτικού αυτής. 3.Αι διατάξεις της § 2 εφαρμόζονται και όταν ο ερήμην δικασθείς διάδικος διαμένη εις την αλλοδαπήν. (521 αν. 44/67) Άρθρον 49 (50 α.ν. 44/67). Την παραπομπήν έχει το δικαίωμα να ζήτηση εις μεν τας περιπτώσεις 1 και 2 του άρθρου 48 οιοσδήποτε των διαδίκων, εις δε την περίπτωσιν 3 του αυτού άρθρου μόνον ο παρά τω Αρείω Πάγω εισαγγελεύς. Άρθρ.504.-(Καταργήθηκε από την παρ. 15 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, κατωτ. αριθ. 26). (522 α.ν. 44/67, 39.2 ν.δ. 958/71) Άρθρ.505.-"1.Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρ. 118 έως 120 και τους λόγους της ανακοπής. 2.Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριάντα χιλιάδων ούτε μεγαλύτερο των εκατό χιλιάδων δραχμών για κάθε ανακόπτοντα". Το άρθρ. 505 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 16 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, (ΦΕΚ Α' 65 ),κατωτ. αριθ. 26. (523 α.ν. 44/67, 39,3 ν.δ. 958/71) Άρθρ.506.-(Καταργήθηκε από την παρ. 15 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, κατωτ. αριθ. 26). Άρθρον 507 (524 αν. 44/67, α.ν. 515/68) 1.Εάν η συζήτησις της ανακοπής γίνεται επιμελεία του ανακόπτοντος και ούτος δεν εμφανισθή κατ' αυτήν ή εμφανισθείς δεν μετάσχη προσηκόντως ταύτης, το δικαστήριον απορρίπτει την ανακοπήν. 2.Εάν η συζήτησις της ανακοπής γίνεται επιμελεία του καθ' ου η ανακοπή, ο δε ανακόπτων δεν εμφανισθή κατ’ αυτήν ή εμφανισθείς δεν μετάσχη προσηκόντως ταύτης, το δικαστήριον πράττει τα εν άρθρω 271 και εν περιπτώσει ερημοδικίας απορρίπτει την ανακοπήν. 3.(Καταργήθηκε από την παρ. 13 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, κατωτ. αριθ. 26). (525 .αν. 44/67, 39.4 ν.δ. 958/71) Άρθρ.508.-(Καταργήθηκε από την παρ. 15, άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, κατωτ. αριθ. 26). (526 α.ν. 44/67, 39.5 ν.δ. 958/71) Άρθρ.509.-"Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και το δικαστήριο πιθανολογεί ότι είναι βάσιμοι οι λόγοι που προτάθηκαν, εξαφανίζει την απόφαση που ανακόπηκε και τις πράξεις που ενεργήθηκαν μετά την απόφαση αυτή, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Αλλιώς απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο". Το άρθρ. 509, αντικαταστάθηκε ως άνω, από την παρ. 17 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, (ΦΕΚ Α' 65 ),κατωτ. αριθ. 26. (Αντί για τη σελ. 68,01(α) Σελ. 68,01(β) Τεύχος 1352 Σελ. 53 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 «Άρθρον 510 (527 α.ν. 44/67) Αν κατά τη συζήτηση της ανακοπής δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νόμιμα σ΄ αυτήν εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών." Το άρθρ.510 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.15 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109) ,κατωτ.αριθ.31. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' Για την άσκηση της εφέσεως στις περιπτώσεις των άρθρ. 1515, 1517, 1521, 1522, 1525, 1526, 1532 παρ. 1, 1594 παρ. 2, 1613, 1616, 1622, 1623, 1624, 1625 και 1630 Α.Κ. βλέπε άρθρ. 47 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), τόμ. 7 σελ. 192, 229. Έφεσις. Άρθρον 511 (529 α.ν. 44/67, 40.1 ν.δ. 958/71) Εις έφεσιν υπόκεινται αι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων. Άρθον 512 (530 α.ν. 44/67) Τα ειρηνοδικεία αποφαίνονται ανεκκλήτως επί των κατά την διαδικασίαν των άρθρων 466 έως 472 εκδικαζομένων διαφορών. (531 α.ν. 44/67) Άρθρ.513.-"1.Έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό :α)εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, β)των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη". Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το εδάφ. α' της παρ. 18 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, (ΦΕΚ Α' 65), κατωτ. αριθ. 26. 2.Εκκαλουμένης της οριστικής αποφάσεως, θεωρούνται συνεκκληθείσαι και αι προεκδοθείσαι μη οριστικαί, και αν δεν απευθύνεται ρητώς κατ' αυτών η έφεσης. 3.(Καταργήθηκε, όπως είχε προστεθεί από την παρ. 2 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α' 88), από το εδάφ. β΄ της παρ. 18, άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65), κατωτ. αριθ. 26). Σελ. 68,02(β) Τεύχος 1352 Σελ. 54 Άρθρον 50 (51 α.ν. 44/67). Αρμόδιον δια την παραπομπήν εις τας περιπτώσεις 1 και 2 του άρθρου 48 είναι 1)το πολυμελές πρωτοδικείον, εάν πρόκειται περί παραπομπής από ειρηνοδικείου εις ειρηνοδικείον, 2)το εφετείον, εάν πρόκειται περί παραπομπής από μονομελούς ή πολυμελούς πρωτοδικείου εις μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείον, 3)ο Άρειος Πάγος εις πάσαν άλλην περίπτωσιν. Αρμόδιος δια την παραπομπήν εις την περίπτωσιν 3 του άρθρου 48 είναι πάντοτε ο Άρειος Πάγος. Άρθρον 514 (532 α.ν. 44/67) Δευτέρα έφεσις υπό του αυτού διαδίκου κατά της αυτής αποφάσεως ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιον δεν επιτρέπεται. (533 α.ν. 44/67) Άρθρ.515.-(Καταργήθηκε από την παρ. 19, άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, κατωτ. αριθ. 26). Άρθρον 516 (534 α.ν. 44/67) 1.Δικαίωμα εφέσεως έχουν, εφ' όσον ηττήθησαν εν όλω ή εν μέρει κατά την πρωτόδικον δίκην, ο ενάγων, ο εναγόμενος, οι κυρίως και προσθέτως παρεμβάντες, οι καθολικοί διάδοχοι, οι μετά την άσκησιν της αγωγής ειδικοί διάδοχοι αυτών, ως και οι εισαγγελείς πρωτοδικών αν ήσαν διάδικοι. 2.Έφεσιν δικαιούται να ασκήση και ο νικήσας διάδικος, εφ' όσον έχει έννομον συμφέρον. Άρθρον 517 (535 α.ν. 44/67) Η έφεσις απευθύνεται κατ' εκείνων οι οποίοι ήσαν διάδικοι κατά την πρωτόδικον δίκην ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων αυτών. Επί αναγκαστικής ομοδικίας η έφεσις πρέπει να απευθύνεται κατά πάντων των ομοδίκων, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Άρθρον 518 (536, α.ν. 44/67, 40.2, ν.δ. 958/71) 1.Εάν ο εκκαλών διαμένη εις την ημεδαπήν, η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάκοντα ημερών, εάν δε διαμένη εις την αλλοδαπήν ή είναι αγνώστου διαμονής, εξήκοντα ημερών και άρχεται εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις από της επιδόσεως της περατούσης την δίκην αποφάσεως. 2.Εάν δεν επεδόθη η απόφασις, η προθεσμία της εφέσεως είναι τριών ετών, αρχομένη από της δημοσιεύσεως της περατούσης την δίκην αποφάσεως. 3.Εάν ο εις άσκησιν εφέσεως δικαιούμενος διάδικος απέθανε, η ποροθεσμία της εφέσεως άρχεται από της προς τους καθολικούς διαδόχους ή τους κληροδόχους επιδόσεως της περατούσης την δίκην αποφάσεως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 519 (537 α.ν. 44/67) 1.Διαρκούσης της προθεσμίας της εφέσεως, δεν δύναται να εκτελεσθή η απόφασις του πρωτοβαθμίου διακστηρίου. Πάσα πράξις ενεργουμένη κατά την διάρκειαν της προθεσμίας της εφέσεως είναι άκυρος, επιτρέπεται όμως η λήψις ασφαλιστικών μέτρων. 2.Επί οριστικών αποφάσεων προσωρινώς εκτελεστών δεν αναστέλλεται η εκτέλεσις, πλην αν πρόκειται να γίνη κατά τρίτου. Άρθρον 520 (538 α.ν. 44/67, 40.3 ν.δ. 958/71) 1.Το έγγραφον της εφέσεως πρέπει να περιέχη τα κατά τα άρθρα 118 έως 120 απαιτούμενα στοιχεία και τους λόγους της εφέσεως. "2. Πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης." Η παρ.2, όπως είχε αντικατασταθεί από την παρ.1 άρθρ.16 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31,αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από την παρ.1 άρθρ.8 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. Άρθρον 521 (539 α.ν. 44/67, 40.4 ν.δ. 958/71) 1.Η εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθείσα έφεσις επάγεται αναστολήν της εκτελέσεως της αποφάσεως. Πάσα πράξις ενεργουμένη κατά την άσκησιν της εφέσεως είναι άκυρος, επιτρέπεται όμως η λήψις ασφαλιστικών μέτρων. 2.Επί αποφάσεων προσωρινώς εκτελεστών δεν αναστέλλεται η εκτέλεσις πλην αν πρόκειται να γίνη κατά τρίτου. 3.Το ανασταλτικόν αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι της εκδόσεως της οριστική αποφάσεως επί της εφέσεως ή της κατ' άλλον τρόπον καταργήσεως της κατ' έφεσιν δίκης. Άρθρον 522 (540 α.ν. 44/67) Δια της ασκήσεως της εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το δευτεροβάθμιον δικαστήριον κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια. Άρθρον 523 (541 α.ν. 44/67, 40.5 ν.δ. 958/71) 1.Ο εφεσίβλητος δύναται και μετά την πάροδον της προθεσμίας της εφέσεως να ασκήση αντέφεσιν ως προς τα εκκληθέντα και τα αναγκαίως μετά τούτων συνεχόμενα κεφάλαια της προσβαλλομένης αποφάσεως και αν απεδέχθη την απόφασιν ή παρητήθη της εφέσεως. "2. Η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης." Η παρ.2, όπως είχε αντικατασταθεί από την παρ.2 άρθρ.16 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31,αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από την παρ.2 άρθρ.8 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. 3.Εάν απορριφθή η έφεσις ως εκπρόθεσμος ή απαράδεκτος ή τυπικώς άκυρος απορρίπτεται και η αντέφεσις, πλην αν ασκήθη διαρκούσης της δια τον αντεκαλλούντα προθεσμίας της εφέσεως, ότε ισχύει ως αυτοτελής έφεσις. Η παραίτησις από της εφέσεως ή η απόρριψις ταύτης ως αβασίμου δεν επηρεάζει την αντέφεσιν. «Άρθρον 524 (542 α.ν. 44/67) 1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 παράγραφοι 2, 4, 6 και 7 και 271 έως 312. 2.Η προφορική συζήτηση κατά τις διατάξεις του Άρθρον 51 (52 α.ν. 44/67) Η περί παραπομπής αίτησις γίνεται εγγράφως, κατατίθεται εις την γραμματείαν του αρμοδίου δικαστηρίου και δικάζεται κατά την ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου τηρουμένην διαδικασίαν, μη απαιτουμένης παραπομπής της υποθέσεως εις εισηγητήν. Δια την παραδοχήν της αιτήσεως αρκεί πιθανολόγησις των λόγων δια τους οποίους ζητείται η παραπομπή. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η' Εξαίρεσις δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας. άρθρ.270 είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρ.528, στην οποία και εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρ.270. "Ειδικώς στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 528 η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση." Το μέσα σε «» δεύτερο εδάφιο προστέθηκε από την παρ.3 άρθρ.8 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. 2. Η προφορική συζήτηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528, στην οποία και εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270. 3. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση. 4. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. 5. Τους εισαγγελείς πρωτοδικών, αν έχουν την ιδιότητα του εκκαλούντος ή του εφεσιβλήτου, εκπροσωπεί ο εισαγγελέας εφετών." Το άρθρ.524 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.16 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109) κατωτ.αριθ.31. (Αντί για τη σελ.69(δ) Σελ. 69(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 55 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 525 (543 α.ν. 44/67, 40.6 ν.δ. 958/71) 1.Πάσα αίτησις υποβληθείσα πρωτοδίκως δύναται να αποτελέση αντικείμενον της εφέσεως και της κατ' έφεσιν δίκης, και αν δεν απεφάνθη περί αυτής το πρωτοβάθμιον δικαστήριον. 2.Είναι απαράδεκτος η υποβολή νέας αιτήσεως, ως και η άσκησις ανταγωγής το πρώτον εις την κατ' έφεσιν δίκην, και αν συναινή ο αντίδικος. Το απαράδεκτον λαμβάνεται υπ' όψιν και αυτεπαγγέλτως. 3.Επιτρέπεται εις την κατ' έφεσιν δίκην ή δια των προτάσεων υποβολή αιτήσεων δια παρεπομένας απαιτήσεις αι οποίαι εγγενήθησαν μετά την συζήτησιν καθ' ην εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφασις ή αιτήσεων περί αποκαταστάσεως των πραγμάτων εις την προ της εκτελέσεως της αποφάσεως κατάστασιν. Άρθρον 526 (544 α.ν.44/67, 40.7 ν.δ. 958/71) Είναι απαράδεκτος εις την κατ' έφεσιν δίκην πάσα μεταβολή της βάσεως του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, και αν συναινή ο αντίδικος. Το απαράδεκτον λαμβάνεται υπ' όψιν και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται ένεκα γεγονότων επελθόντων μετά την έκδοσιν της πρωτοδίκου αποφάσεως ίνα, αντί του αρχικώς αιτηθέντος αντικειμένου, αιτηθή άλλο ή η άξια αυτού ή το διαφέρον. Άρθρον 527 (545 α.ν. 44/67) Είναι απαράδεκτος εις την κατ' έφεσιν δίκην η προβολή πραγματικών ισχυρισμών μη προταθέντων πρωτοδίκως, πλην αν 1) προτείνωνται υπό του εφεσιβλήτου, ενάγοντος, εναγομένου ή παρεμβάντος προς υπεράσπισιν κατά της εφέσεως και δεν μεταβάλλεται δ' αυτών η βάσις της αγωγής ή της παρεμβάσεως ή προτείνωνται υπό του το πρώτον εις την κατ' έφεσιν δίκην κυρίως παρεμβαίνοντος ή προσθέτως μεν παρεμβαίνοντος, θεωρουμένου όμως ως αναγκαίου ομοδίκου του αρχικού διαδίκου, 2) εγεννήθησαν μετά την τελευταίαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτησιν, 3) συντρέχουν αι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτον λαμβάνεται υπ' όψιν και αυτεπαγγέλτως. (546 α.ν. 44/67) "Άρθρ.528.-Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως." Το άρθρ.528 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.4 άρθρ.16 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Σελ. 70(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 56 Άρθρον 529 (547 α.ν. 44/67, 40.8 ν.δ. 958/71) "1. Στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Εξέταση νέων μαρτύρων για ζητήματα για τα οποία εξετάσθηκαν μάρτυρες στην πρωτόδικη δίκη επιτρέπεται, αν αυτό επιβάλλεται κατά την κρίση του δικαστηρίου." Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.5 άρθρ.16 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. 2.Το δευτεροβάθμιον δικαστήριον δύναται να αποκρούση τα το πρώτον ενώπιον αυτού προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα ως απαράδεκτα, εάν κατά την κρίσιν του ο διάδικος δεν προσήγαγε ταύτα κατά την πρωτόδικον δίκην εκ προθέσεως στρεψοδικίας ή εκ βαρείας αμελείας. Άρθρον 530 (548 α.ν. 44/67) 1.Εάν κατά την πρωτόδικον δίκην εξητάσθη ενόρκως ο διάδικος, δεν επιτρέπεται εις την κατ' εφεσιν δίκην ή ένορκος εξέτασις του αντιδίκου περί του αυτού πραγματικού γεγονότος. 2.Εάν κατά την πρωτόδικον δίκην διάδικος ηρνήθη να εξετασθή ενόρκως, εις την κρίσιν του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου απόκειται να επιτρέψη ή μη την εξέτασιν αυτού κατ' έφεσιν. (549 α.ν. 44/67, 40.9 ν.δ. 958/71) Άρθρ.- 531 (Καταργήθηκε από την παρ.6 άρθρ.16 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ.αριθ.31). Άρθρον 532 (550 α.ν. 44/67) Εάν ελλείπη τις των προϋποθέσεων του παραδεκτού της εφέσεως ιδία εάν η έφεσις δεν ησκήθη εμπροθέσμως και κατά τας νομίμους διατυπώσεις, το δικαστήριον απορρίπτει ταύτην ως απαράδεκτον και αυτεπαγγέλτως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 533 (551 α.ν. 44/67, 40.10 ν.δ. 958/71) 1.Εάν το δευτεροβάθμιον δικαστήριον κρίνη παραδεκτήν την έφεσιν, προβαίνει εις την εξέτασιν του παραδεκτού και του βασίμου των λόγων αυτής. 2.Το δευτεροβάθμιον δικαστήριον εφαρμόζει τον κατά τον χρόνον της δημοσιεύσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως ισχύοντα νόμον. Άρθρον 52 (53 α.ν.44/67) 1.Δικασταί, εισαγγελείς και υπάλληλοι της γραμματείας, υπό οιανδήποτε ιδιότητα ενεργούντες, δύνανται να προτείνουν την εξαίρεσίν των ή να εξαιρεθούν παρά παντός διαδίκου, α)εάν είναι διάδικοι ή ευρίσκωνται προς ένα των διαδίκων εις σχέσιν συνδικαιούχου, συνυποχρέου, υπόχρεου εις αποζημίωσιν ή εάν έχουν άμεσον ή έμμεσον συμφέρον εις την δίκην, β)εάν είναι μετά τινος διαδίκου κατ' ευθείαν γραμμήν συγγενείς εξ αίματος ή αγχιστείας ή συνδεδεμένοι δι' υιοθεσίας, εάν είναι συγγενείς εκ πλαγίου μέχρι τετάρτου βαθμού εξ αίματος ή μέχρι δευτέρου εξ αγχιστείας, εάν είναι ή υπήρξαν σύζυγοι ή μνηστήρες, γ)εάν είναι κατ' ευθείαν γραμμήν συγγενείς εξ αίματος ή αγχιστείας ή συνδεδεμένοι δι' υιοθεσίας ή είναι συγγενείς μέχρι δευτέρου βαθμού εκ πλαγίου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας προσώπου το οποίον είτε δια παρεχομένας υπηρεσίας είτε εξ οιουδήποτε λόγου λαμβάνει μισθόν ή άλλης χρηματικής αξίας χορηγίαν παρά φυσικού ή νομικού προσώπου ή εταιρίας οιασδήποτε μορφής, εχόντων ιδιωτικόν συμφέρον άμεσον ή έμμεσον εις την έκβασιν της δίκης, δ)εάν κατά την αυτήν υπόθεσιν εξητάσθησαν ως μάρτυρες ή παρέστησαν ως δικηγόροι ή εν γένει ως πληρεξούσιοι ή παρέστησαν ή δύνανται να παραστούν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι τινός των διαδίκων, ε)εάν διεξήγαγον την υπόθεσιν εκ της οποίας προήλθεν η διαφορά ή εάν εις την δίκην ενήργησαν ως πραγματογνώμονες ή σύμβουλοι ή διαιτηταί ή συνέταξαν το προσβαλλόμενον έγγραφον ή έλαβον (Αντί της σελ. 13) Σελ. 13(α) Τεύχος 432-Σελ. 7 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 μέρος εις την σύνθεσιν του εκδόντος την απόφασιν δικαστηρίου κατά της οποίας ησκήθη έφεσις ή αναίρεσις, στ)εάν διήγειραν ή διεγείρουν υπόνοιαν προσωποληψίας και ιδία εάν έχουν πρός τινα των διαδίκων ιδιαιτέραν φιλίαν, ιδιαιτέρας σχέσεις καθηκόντων ή εξαρτήσεως, έριν ή έχθραν. 2.Οι εισαγγελείς δεν εξαιρούνται οσάκις ενεργούν ως διάδικοι. Άρθρον 534 (552 α.ν. 44/67) Εάν το αιτιολογικόν της εκκαλουμένης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένον αλλά το διατακτικόν αυτής ορθόν, το δευτεροβάθμιον δικαστήριον αντικαθιστά τας αιτιολογίας και απορρίπτει την εφεσιν. Άρθρον 535 (553 α.ν. 44/67, 40.11 ν.δ. 958/71) "1. Αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ' ουσίαν." Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.7 άρθρ.16 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. 2.Εάν η εκκαλουμένη απόφασις εξαφανίζεται λόγω αναρμοδιότητος του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η υπόθεσις παραπέμπεται εις το αρμόδιον δικαστήριον, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 46. Εάν πρόκειται περί αναρμοδιότητος κατά τόπον και κριθή αρμόδιον έτερον πρωτοβάθμιον δικαστήριον υπαγόμενον εις την περιφέρειαν του δικάζοντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, τούτο δύναται ή να παραπέμψη την υπόθεσιν εις το αρμόδιον ή να κρατήση και να δικάση αυτήν κατ' ουσίαν. Άρθρον 536 (554 α.ν. 44/67) 1.Το δευτεροβάθμιο δικαστήριον δεν δύναται να εκδώση επιβλαβεστέραν δια τον εκκαλούντα απόφασιν άνευ ασκήσεως ιδίας εφέσεως ή αντεφέσεως εκ μέρους του εφεσιβλήτου. 2.Αι διατάξεις της § 1 δεν εφαρμόζονται όταν το δευτεροβάθμιον δικαστήριον μετά την εξαφάνισιν της πρωτοδίκου αποφάσεως δικάζη την υπόθεσιν κατ' ουσίαν. Άρθρον 537 (555 α.ν.44/67) Εάν πλείονες ηττήθησαν δια της αυτής αποφάσεως και δια τους αυτούς λόγους και είς μόνον ήσκησεν έφεσιν, η δεχομένη αυτήν απόφασις ισχύει και υπέρ των μη εκκαλεσάντων ομοδίκων, εφ' όσον δεν απεδέχθησαν την πρωτόδικον απόφασιν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ' γ' 80 επ,. 262 επ., 343 επ., 422 επ. Αναψηλάφησις. Άρθρον 538 (556 α.ν. 44/67, 41.1 ν.δ. 958/71) Εις αναψηλάφησιν υπόκεινται αι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου, εφ' όσον δικάζει κατ' ουσίαν. Άρθρον 539 (557 α.ν. 44/67) 1.Αναψηλάφησις συγχωρείται μόνον κατά των περατουσών την δίκην οριστικών αποφάσεων των μη υποκειμένων εις ανακοπήν ερημοδικίας και εις έφεσιν. Εάν η απόφασις είναι εν μέρει οριστική, δεν χωρεί αναψηλάφησις ούτε κατά των οριστικών διατάξεων προ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της δίκης. 2.Εάν προσβληθή δι' αναψηλαφήσεως η οριστική απόφασις, θεωρούνται προσβληθείσαι και αι προεκδοθείσαι μη οριστικαί, και εάν δεν απευθύνεται ρητώς κατ' αυτών η αναψηλάφησις. Άρθρον 540 (558 α.ν. 44/67) Εάν η ανακοπή ερημοδικίας απερρίφθη, η αναψηλάφησις απευθύνεται κατά της απορριψάσης την ανακοπήν αποφάσεως, οπότε θεωρείται προσβληθείσα και η καθ' ης η ανακοπή ερήμην απόφαση, εφ' όσον δεν παρήλθεν η προθεσμία προς άσκησιν αναψηλαφήσεως κατ' αυτής. Άρθρον 541 (559 α.ν. 44/67) Δευτέρα αναψηλάφησις υπό του αυτού διαδίκου κατά της αυτής αποφάσεως ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιον δεν επιτρέπεται. Άρθρον 542 (560 α.ν. 44/67) 1.Δικαίωμα αναψηλαφήσεως έχουν, εφ' όσον ηττήθησαν εν όλω ή εν μέρει κατά την δίκην καθ' ην εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφασις, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, ο αναιρεσείων, ο αναιρεσίβλητος, οι κυρίως και προσθέτως παρεμβάντες, οι καθολικοί διάδοχοι, οι μετά την άσκησιν της αγωγής ειδικοί διάδοχοι αυτών, ως και οι εισαγγελείς εάν ήσαν διάδικοι. 2.Αναψηλάφησιν δικαιούται να ασκήση και ο νικήσας διάδικος εφ' όσον έχει έννομον συμφέρον. Άρθρον 543 (561 α.ν. 44/67) Η αναψηλάφησις απευθύνεται κατ' εκείνων οι οποίοι ήσαν διάδικοι κατά την δίκην καθ' ην εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφασις ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων αυτών. Επί αναγκαστικής ομοδικίας η αναψηλάφησις πρέπει να απευθύνεται κατά πάντων των ομοδίκων, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. (Αντί για τη σελ.71(γ) Σελ. 71(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 57 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 53 (54 α.ν. 44/67) 1.Αίτησις εξαιρέσεως ολοκλήρου του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή πάντων των μελών της εισαγγελίας αυτού ή τόσων αρεοπαγιτών, ώστε δια του υπολειπομένου αριθμού αυτών να μη καθίσταται δυνατή η νόμιμος συγκρότησις του δικαστηρίου τούτου, είναι απαράδεκτος. 2.Αι διατάξεις της § 1 εφαρμόζονται και όταν η αίτησις εξαιρέσεως αφορά όλα τα εφετεία, πρωτοδικεία ή ειρηνοδικεία του Κράτους. Άρθρον 544 (562 α.ν. 44/67, 41.2 ν.δ. 958/71) Αναψηλάφησις συγχωρείται μόνον 1)εάν εις την αυτήν υπόθεσιν εξεδόθησαν μεταξύ των αυτών διαδίκων, υπό την αυτήν ιδιότητα παρισταμένων, υπό του αυτού ή διαφόρων δικαστηρίων αντιφάσκουσαι προς αλλήλας αποφάσεις, 2)εάν διάδικος δεν εξεπροσωπήθη νομίμως εις την δίκην, εφ' όσον μεταγενεστέρως δεν ενεκρίθη ρητώς ή σιωπηρώς η διεξαγωγή της δίκης, 3)εάν το αυτό πρόσωπον παρέστη ως διάδικος ιδίω ονόματι η εξεπροσώπησε διαδίκους υπό πλείονας ιδιότητας έχοντας αντίθετα συμφέροντα εν τη δίκη, 4 )εάν παρέστη τις ως πληρεξούσιος διαδίκου άνευ πληρεξουσιότητος, εφ' όσον μεταγενεστέρως δεν ενεκρίθη η διεξαγωγή της δίκης, 5)εάν η προσβαλλομένη απόφασις είναι πλαστή είτε διότι αναγράφει ψευδώς ότι το δικαστήριον συνεκροτήθη υπό του κατά νόμον αναγκαίου αριθμού δικαστών είτε διότι, ως προκύπτει εκ του πρακτικού της διασκέψεως, δεν εξεδόθη δια της υπό του νόμου απαιτουμένης πλειονοψηφίας ή δεν φέρη τας υπογραφάς των υπό του νόμου οριζομένων προσώπων και δεν είναι δυνατή η υπό τούτων υπογραφή αυτής, 6)εάν η προσβαλλομένη απόφασις στηρίζεται επί ψεύδους καταθέσεως μάρτυρος ή διαδίκου, επί ψευδούς εκθέσεως ή καταθέσεως πραγματογνώμονος, επί ψευδούς όρκου διαδίκου ή επί πλαστών εγγράφων, εφ' όσον το ψεύδος ή η πλαστότης ανεγνωρίσθησαν δι' αμετακλήτου αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, προκειμένου δε περί καταθέσεως διαδίκου και δια δικαστικής ομολογίας αυτού. Εάν η άσκησις της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατος, η αναγνώρισις γίνεται δι' αποφάσεως εκδιδομένης επί κυρίας αγωγής, ασκούμενης εντός εξαμήνου από της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, επί επιγενομένης δε αδυναμίας εντός εξαμήνου από ταύτης, 7)εάν ο αιτούμενος την αναψηλάφισιν διδάδικος ανεύρεν ή έλαβεν εις την κατοχήν του μετά την έκδοσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία δεν ηδύνατο να προσαγάγη εγκαίρως εξ ανωτέρας βίας ή τα οποία κατεκρατήθησαν υπό του αντιδίκου ή τρίτου ευρισκομένου εν συνεννοήσει μετά του αντιδίκου και των οποίων την ύπαρξιν, ως και την παρά του αντιδίκου ή τρίτου κατοχήν, ηγνόει διαρκούσης της δίκης, 8)εάν η προσβαλλομένη απόφασις στηρίζεται επί αποφάσεως πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου η οποία ανετράπη αμετακλήτως μετά την τελευταίαν συζήτησιν εφ' ης εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφασις, 9)εάν διάδικος εκλήτευσεν εις την δίκην τον αντίδικον αυτού ως αγνώστου διαμονής, καίτοι εγνώριζε την διαμονήν του. Σελ. 72(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 58 Άρθρον 545 (563 α.ν. 44/67, 41.3 ν.δ 958/71) 1.Εάν ο αιτούμενος την αναψηλάφησαν διαμένη εις την ημεδαπήν, η προθεσμία της αναψηλαφήσεως είναι εξήκοντα ημερών. 2.Εάν ο αιτούμενος την αναψηλάφησιν διαμένη εις την αλλοδαπήν ή είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία της αναψηλαφήσεως είναι εκατόν είκοσιν ημερών. 3.Η προθεσμία της αναψηλαφήσεως άρχεται α)εις την περίπτωσιν του άρθρου 544 αριθ. 1 από της επιδόσεως της νεωτέρας των αντιφατικών αποφάσεων, β)εις την περίπτωσιν του άρθρου 544 αριθ. 2 από της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τον ικανόν καταστάντα διάδικον ή προς τον νομίμως αντιπροσωπεύοντα αυτόν, γ)εις την περίπτωσιν του άρθρου 544 αριθ. 4 από της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως προσωπικώς προς τον αιτούμενον την αναψηλάφησιν, δ)εις την περίπτωσιν του άρθρου 544 αριθ. 6 από του αμετακλήτου της αποφάσεως δια της οποίας αναγνωρίζεται ή ψευδομαρτυρία, ψευδορκία ή η πλαστότης, ε)εις την περίπτωσιν του άρθρου 544 αριθ. 7 από της ημέρας κατά την οποίαν ο αιτούμενος την αναψηλάφησιν έλαβε γνώσιν της υπάρξεως των νέων κρισίμων εγγράφων, στ)εις την περίπτωσιν του άρθρου 544 αριθ. 8 από της ημέρας κατά την οποίαν ο αιτούμενος την αναψηλάφησιν έλαβε γνώσιν της ανατραπείσης αποφάσεως, ζ)εις τας περιπτώσεις του άρθρου 544 αριθ. 3, 5 και 9 από της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 4.Εις τας περιπτώσεις της § 3 εδαφ. δ, ε και στ, δεν άρχεται η προθεσμία αν δεν προηγήθη επίδοσις της προσβαλλομένης αποφάσεως, άλλως άρχεται από της, μετά το αμετάκλητον ή την γνώσιν των κρισίμων εγγράφων ή της ανατραπείσης αποφάσεως, γενομένης επιδόσεως. Τα συνιστώντα την αφετηρίαν της προθεσμίας γεγονότα των εδαφίων τούτων πρέπει να αποδεικνύονται εγγράφως ή δια δικαστικής ομολογίας. 5.Εάν δεν επεδόθη η απόφασις, η προθεσμία της αναψηλαφήσεως είναι τριών ετών από της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως εφ' όσον αύτη είναι τελεσίδικος ή ανέκκλητος, άλλως από της ημέρας κατά την οποίαν αύτη κατέστη τελεσίδικος. Εις τας περιπτώσεις όμως του άρθρου 544 αριθ. 6 η αναψηλάφησις είναι απαράδεκτος μετά παρέλευσιν ενός έτους από της δημοσιεύσεως της αμετακλήτου αποφάσεως του ποινικού ή πολιτικού δικαστηρίου. Η προθεσμία αύτη δεν άρχεται προ της εκδόσεως της προβαλλόμενης αποφάσεως. 6.Εάν ο δικαιούμενος είς άσκησιν αναψηλαφήσεως απέθανεν, η προθεσμία της αναψηλαφήσεως άρχεται μόνον από της προς τους καθολικούς διαδόχους ή κληροδόχους επιδόσεως της αποφάσεως. Άρθρον 546 (564 α.ν. 44/67) 1.Η προθεσμία αναψηλαφήσεως ως και η άσκησις αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλην αν πρόκειται περί αποφάσεων εκδιδομένων επί των κατά το άρθρον 592 § 1 γαμικών διαφορών ή επί των κατά το άρθρον 614 § 1 διαφορών αφορωσών σχέσεις γονέων και τέκνων ή διατασσουσών την εξάλειψιν υποθήκης, προσημειώσεως ή κατασχέσεως ή κηρυσσουσών έγγραφον ως πλαστόν και εφ' όσον εις πάσας τας περιπτώσεις ταύτας η προθεσμία άρχεται από της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δύναται όμως το δικάζον την αναψηλάφησιν δικαστήριον επί τη αιτήσει τινός των διαδίκων υποβαλλομένη δια των προτάσεων να διατάξη επί εξαλείψεως υποθήκης, προσημειώσεως ή κατασχέσεως, την άρσιν του ανασταλτικού αποτελέσματος επί παροχή αναλόγου εγγυήσεως. 2.Το δικάζον την αναψηλάφησιν δικαστήριον δύναται επί τη αιτήσει τινός των διαδίκων υποβαλλομένη δια των προτάσεων να διατάξη την αναστολήν της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως εν όλω ή εν μέρει επί παροχή αναλόγου εγγυήσεως ή και άνευ αυτής. Η απόφασις αύτη δύναται να ανακληθή παρά του δικαστηρίου μέχρι της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως επί της αναψηλαφήσεως κατόπιν αιτήσεως τινός των διαδίκων κατά τον αυτόν τρόπον υποβαλλομένης. Άρθρον 547 (565 α.ν. 44/67, 41.4 ν.δ. 958/71) 1.Το έγγραφον της αναψηλαφήσεως πρέπει να περιέχη τα κατά τα άρθρα 118 έως 120 απαιτούμενα στοιχεία, μνείαν της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους της αναψηλαφήσεως, τα γεγονότα εξ ων προκύπτει η τήρησις της προθεσμίας, αίτησιν περί εξαφανίσεως εν όλω ή εν μέρει της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως και αίτησιν επί της ουσίας της υποθέσεως. "2. Πρόσθετοι λόγοι αναψηλάφησης ως προς τα ίδια κεφάλαια της απόφασης, όπως και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται μαζί τους, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η αναψηλάφηση και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτησή της." Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.9 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. «Άρθρ.548.-Στη διαδικασία της κατ' αναψηλάφηση δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 παρ. 2, 4, 6 και 7, 271 έως 312 και 524 παρ. 2 επ. έως 534." Το άρθρ.548 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.17 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 549 (567 α.ν. 44/67) 1.Εάν το δικαστήριον κρίνη ότι η αναψηλάφισις είναι παραδεκτή και ησκήθη εμπροθέσμως και κατά τας νομίμους διατυπώσεις, προβαίνει εις την εξέτασιν των λόγων της αναψηλαφήσεως, εάν δε θεωρήση τινά εκ τούτων παραδεκτόν και βάσιμον, δέχεται ταύτην και εξαφανίζον την προσβαλλομένην απόφασιν εξετάζει την ουσίαν της υποθέσεως εντός των δια της αναψηλαφήσεως καθοριζομένων ορίων, άλλως απορρίπτει την αναψηλάφησιν. 2.Εάν η αναψηλάφησις εγένετο δεκτή λόγω εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, το δικαστήριον εξαφανίζει την τελευταίαν απόφασιν. Άρθρον 550 (568 α.ν. 44/67) Το δικάζον την αναψηλάφησιν δικαστήριον, υποβαλλομένης αιτήσεως δια του κυρίου ή προσθέτου δικογράφου της αναψηλαφήσεως, διατάσσει δια της δεχομένης την αναψηλάφησιν αποφάσεως την επαναφοράν των πραγμάτων εις την προ της εκτελέσεως της εξαφανισθείσης αποφάσεως κατάστασιν. (Αντί για τη σελ.73(δ) Σελ. 73(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 59 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 551 (569 α.ν. 44/67) Κατά της επί της αναψηλαφήσεως εκδιδομένης αποφάσεως συγχωρούνται ένδικα μέσα μόνον εφ' όσον η εκδοθείσα εις την αρχικήν δίκην απόφασις ήτο επιδεκτική προσβολής δι' ενδίκων μέσων. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' Αναίρεσις. Άρθρον 552 (570 αν. 44/67, 42.4 ν.δ. 958/71) Εις αναίρεσιν υπόκεινται αι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων, ως και των εφετείων. Άρθρον 54 (55 α.ν. 44/67) Αρμόδιον να αποφανθή περί της εξαιρέσεως είναι το δικαστήριον εις το οποίον υπηρετεί ο εξαιρούμενος. Επί εξαιρέσεως δικαστού μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδίκου, αρμόδιον είναι το πολυμελές πρωτοδικείον εις την περιφέρειαν του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια ταύτα. Επί εξαιρέσεως υπαλλήλου γραμματείας αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος του δικαστηρίου εις το οποίον ούτος υπηρετεί. Άρθρον 553 (571 α.ν. 44/67) 1.Αναίρεσις συγχωρείται μόνον κατά των μη υποκειμένων εις ανακοπήν ερημοδικίας και εις έφεσιν αποφάσεων α)των λόγω αναρμοδιότητος καθ' ύλην παραπεμπουσών την υπόθεσιν εις το αρμόδιον δικαστήριον και των κατά παράβασιν του άρθρου 46 εκδοθεισών υπό του εις ο η παραπομπή δικαστηρίου, β)των περατουσών την όλην ή μόνον την είτε επί της αγωγής είτε επί της ανταγωγής δίκην οριστικών αποφάσεων. Εάν η απόφασις είναι εν μέρει οριστική, δεν χωρεί αναίρεσις ούτε κατά των οριστικών διατάξεων προ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της δίκης. 2.Προσβαλλομένης δι' αναιρέσεως της οριστικής αποφάσεως, θεωρούνται προσβληθείσαι και αι προεκδοθείσαι μη οριστικαί, και αν δεν απευθύνεται ρητώς κατ' αυτών η αναίρεσις. Άρθρον 554 (572 α.ν. 44/67) Εάν η ανακοπή ερημοδικίας απερρίφθη, η αναίρεσις απευθύνεται κατά της απορριψάσης την ανακοπήν αποφάσεως οπότε θεωρείται ότι η αναίρεσις απευθύνεται και κατά της καθ' ης η ανακοπή ερήμην αποφάσεως, εφ' όσον δεν παρήλθαν η προθεσμία προς άσκησιν αναιρέσεως κατ' αυτής. Άρθρον 555 (573 α.ν. 44/67) Δευτέρα αναίρεσις υπό του αυτού διαδίκου κατά της αυτής αποφάσεως ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιον δεν επιτρέπεται. Άρθρον 556 (574 α.ν. 44/67) 1.Δικαίωμα αναιρέσεως έχουν, εφ' όσον ηττήθησαν εν όλω ή εν μέρει κατά την δίκην κατά την οποίαν εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφασις, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, ο αιτών την αναψηλάφησιν, ο καθ' ου αυτή, οι κυρίως και προσθέτως παρεμβάντες, οι καθολικοί διάδοχοι, οι μετά την άσκησιν της αγωγής ειδικοί διάδοχοι, ως και οι εισαγγελείς μόνον εάν ήσαν διάδικοι. 2.Αναίρεσιν δικαιούται να άσκηση και ο νικήσας διάδικος, εφ' όσον έχει έννομον συμφέρον. Σελ. 74(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 60 Άρθρον 557 (575 α.ν. 44/67) Ο παρ' Αρείω Πάγω εισαγγελεύς δικαιούται να ζήτηση την υπέρ του νόμου αναίρεσιν πάσης αποφάσεως, και μη υποκειμένης εις αναίρεσιν εκ μέρους των διαδίκων, δια πάντα λόγον και άνευ περιορισμού προθεσμίας. Η επί της αναιρέσεως ταύτης εκδιδομένη απόφασις δεν παράγει αποτελέσματα έναντι των διαδίκων, πλην αν στηρίζεται επί υπερβάσεως δικαιοδοσίας ή ελλείψεως καθ' ύλην αρμοδιότητος. Άρθρον 558 (576 α.ν. 44/67) Η αναίρεσις απευθύνεται, κατ' εκείνων οι οποίοι ήσαν διάδικοι κατά την δίκην καθ' ην εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφασις ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων αυτών. Επί αναγκαστικής ομοδικίας η αναίρεσις πρέπει να απευθύνεται κατά πάντων των ομοδίκων, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 559 (577 α.ν. 44/67, ν.δ. 545/68, 42.2 ν.δ. 958/71) Αναίρεσις συγχωρείται μόνον 1)εάν παρεβιάσθη κανών ουσιαστικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, αδιαφόρως αν πρόκειται περί νόμου ή εθίμου ημεδαπού ή αλλοδαπού, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβασις των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγον αναιρέσεως μόνον εάν ταύτα αφορούν την ερμηνείαν κανόνων δικαίου ή την εις αυτούς υπαγωγήν των πραγματικών γεγονότων, 2)εάν το δικαστήριον δεν συνετέθη προσηκόντως ή μετέσχε της συνθέσεως αυτού δικαστής του οποίου εγένετο δεκτή η εξαίρεσις ή κατά του οποίου ησκήθη αγωγή κακοδικίας, 3)εάν το δικαστήριον απέρριψε την αίτησιν περί εξαιρέσεως δικαστού, καίτοι ούτος κατά τα δεκτά υπό της αποφάσεως γενόμενα πραγματικά περιστατικά ή το εξαιρετέος κατά νόμον, 4)εάν το δικαστήριον υπερέβη την δικαιοδοσίαν των πολιτικών δικαστηρίων, 5)εάν το δικαστήριον επί αρμοδιότητος καθ' ύλην εσφαλμένως εκήρυξεν εαυτό αρμόδιον ή αναρμόδιον, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 47 ή εάν το εις ο η παραπομπή δικαστήριον παραβίασε τας διατάξεις του άρθρου 46, 6)εάν παρά τον νόμον και ιδία παρά τας περί επιδόσεως διατάξεις ο διάδικος εδικάσθη ερήμην, 7)εάν παρανόμως απεκλείσθη η δημοσιότης της διαδικασίας, 8)εάν το δικαστήριον παρά τον νόμον έλαβεν υπ' όψιν πράγματα μη προταθέντα ή δεν έλαβεν υπ' όψιν πράγματα προταθέντα και έχοντα ουσιώδη επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης, 9)εάν το δικαστήριον επεδίκασε μη αιτηθέν ή πλέον του αιτηθέντος ή αφήκεν αίτησιν αδίκαστον, 10)εάν το δικαστήριον παρά τον νόμον εδέχθη πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης ως αληθή άνευ αποδείξεως (ή δεν διέταξε περί αυτών απόδειξιν), 11)εάν το δικαστήριον έλαβεν υπ' όψιν αποδεικτικά μέσα μη επιτρεπόμενα υπό του νόμου ή παρά τον νόμον έλαβεν υπ' όψιν αποδείξεις μη προσαχθείσας ή δεν έλαβεν υπ' όψιν επικληθέντα και προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα, 12)εάν το δικαστήριον παρέβη τους ορισμούς του νόμου εν σχέσει προς την δύναμιν των αποδεικτικών μέσων, 13)εάν το δικαστήριον εσφαλμένως εφήρμοσε τους ορισμούς του νόμου περί βάρους αποδείξεως, 14)εάν το δικαστήριον παρά τον νόμον εκήρυξεν ή δεν εκήρυξεν ακυρότητα, έκπτωσιν από δικαιώματος ή απαράδεκτον, 15)εάν παρά τον νόμον ανεκλήθη απόφασις οριστική, 16)εάν το δικαστήριον κατά παράβασιν του νόμου εδέχθη ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένον ή ότι υπάρχει δεδικασμένον επί τη βάσει αποφάσεως εξαφανισθείσης συνεπεία ενδίκου μέσου ή αναγνωρισθείσης ως ανυπάρκτου, 17)εάν η αυτή απόφασις περιέχη αντιφατικάς διατάξεις, 18)εάν το δικαστήριον της παραπομπής δεν συνεμορφώθη προς την αναιρετικήν απόφασιν, 19)εάν η απόφασις στερείται νομίμου βάσεως και ιδία εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχη αντιφαντικάς ή ανεπαρκείς αιτιολογίας επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης, 20)εάν το δικαστήριον παρεμόρφωσε το περιεχόμενον εγγράφου, δεχθέν πραγματικά γεγονότα καταδήλως διάφορα των εν αυτώ διαλαμβανομένων. Οι μέσα σε () λέξεις διαγράφηκαν από την παρ.2 άρθρ.17 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 560 (578 α.ν. 44/67) Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, ως και των αποφάσεων των πρωτοδικείων των εκδιδομένων επί εφέσεων κατ' αποφάσεων των ειρηνοδικείων συγχωρείται αναίρεσις μόνον 1)εάν παρεβιάσθη κανών ουσιαστικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, αδιαφόρως αν πρόκειται περί νόμου ή εθίμου ημεδαπού ή αλλοδαπού, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβασις των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγων αναιρέσεως μόνον εάν ταύτα αφορούν την εφαρμογήν των κανόνων δικαίου ή την εις αυτούς υπαγωγήν των παραγματικών γεγονότων. Ο λόγος ούτος αναιρέσεως δεν δύναται να προβληθή επί μικροδιαφορών, 2)εάν το δικαστήριον δεν συνετέθη προσηκόντως ή εδίκασεν ειρηνοδίκης του οποίου εγένετο δεκτή η εξαίρεσις, 3)εάν το δικαστήριον υπερέβη την δικαιοδοσίαν των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν ήτο καθ' ύλην αρμόδιον, 4)εάν παρανομώς απεκλείσθη η δημοσιότης της διαδικασίας. Άρθρον 561 (579 α.ν. 44/67) 1.Η υπό του δικαστηρίου της ουσίας εκτίμησις πραγματικών γεγονότων και ιδία, του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται εις τον έλεγχον του Αρείου Πάγου, πλην αν παρεβιάσθησαν κανόνες δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των ερμηνευτικών, ή αν συντρέχη λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρον 559 αριθ. 19 και 20. 2.Η εκτίμησις του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της αυτής ή άλλης δίκης, ιδία δε αγωγών, παρεμβάσεων, ενδίκων μέσων, προτάσεων ή διχαστικών αποφάσεων υπόκειται εις τον έλεγχον του Αρείου Πάγου. (Αντί για τη σελ.75(β) Σελ. 75(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 61 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 562 (580 α.ν. 44/67, 42.3 ν.δ. 958/71) 1.Είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως κατ' αποφάσεως του δικαστηρίου παραπομπής, εφ' όσον δι' αυτού πλήττεται η απόφασις καθ' ο μέρος αύτη συνεμορφώθη προς την αναιρετικήν. 2.Είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως ερειδόμενος επί ισχυρισμού μη προταθέντος νομίμως ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, πλην αν πρόκειται α)περί παραβάσεως μη δυναμένης να προβληθή ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, β)περί σφάλματος προκύπτοντος εξ αυτής ταύτης της αποφάσεως, γ)περί ισχυρισμού αφορώντος την δημοσίαν τάξιν. 3.Ουδείς δύναται να δημιουργήση λόγον αναιρέσεως εκ των ιδίων πράξεων ή εκ πράξεων προσώπων εν ονόματι αυτού ενεργούντων, πλην αν πρόκειται περί λόγων αφορώντων την δημόσιαν τάξιν. 4.Κατ' εξαίρεσιν ο Άρειος Πάγος εξετάζει εξ επαγγέλματος, κατά πρότασιν όμως του εισηγητού αεροπαγίτου, περιληφθείσαν εις την έγγραφον εισήγησιν αυτού, λόγον αναιρέσεως εκ των εν τοις άρθροις 1, 4, 14, 16, 17 και 19 και άρθρου 559. Άρθρον 4 (4 α.ν. 44/67) Η έλλειψις δικαιοδοσίας ερευνάται και αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων εις τας περιπτώσεις των άρθρων 1 και 2, εις δε τας περιπτώσεις του άρθρου 3 οσάκις ο εναγόμενος δεν παρίσταται κατά την πρώτην συζήτησιν ή πρόκειται περί διαφορών αφορωσών ακίνητα κείμενα εις την αλλοδαπήν. Εάν το δικαστήριον δεν έχη δικαιοδοσίαν, απορρίπτεται η αγωγή ή η αίτησις. Άρθρον 55 (56 α.ν. 44/67) 1.Δικασταί πολυμελών δικαστηρίων και εισαγγελείς, εάν συντρέχη λόγος εξαιρέσεως αυτών, οφείλουν να δηλώσουν τούτο εις τον πρόεδρον του δικαστηρίου. 2.Υπάλληλοι της γραμματείας των πολυμελών δικαστηρίων, εάν συντρέχη περίπτωσις εξαιρέσεως αυτών, οφείλουν να δηλώσουν τούτο εις τον προϊστάμενον της γραμματείας. 3.Δικασταί μονομελών πρωτοδικείων και ειρηνοδίκαι και υπάλληλοι της γραμματείας αυτών, εάν συντρέχη περίπτωσις εξαιρέσεώς των, οφείλουν να δηλώσουν τούτο εις τον πρόεδρον του πολυμελούς πρωτοδικείου και να απόσχουν των καθηκόντων των μέχρις ότου αποφανθή τούτο. 4.Το δικαστήριον αποφασίζει μη μετέχοντος του δηλώσαντος και άνευ επ' ακροατηρίου συζητήσεως. Άρθρον 563 (581 α.ν. 44/67, 42.4 ν.δ. 958/71) 1.Η αίτησις αναιρέσεως υπάγεται εις τον Άρειον Πάγον ο οποίος δικάζει εν ολομελεία ή εν τμήματι. 2.Εις την αρμοδιότητα της ολομελείας του Αρείου Πάγου υπάγονται α)αιτήσεις αναιρέσεως υπέρ του νόμου, β)αιτήσεις αναιρέσεως κατ' αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων παραπεμπόμεναι προς εκδίκασιν εις την ολομέλειαν δια κοινού πρακτικού του προέδρου και του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ή δι' αποφάσεως του δικάζοντος τμήματος. Η παραπομπή δύναται να γίνη ως προς πάντας ή τινάς μόνον των λόγων αναιρέσεως, εάν καθ' εκατέραν των περιπτώσεων κριθή ότι γεννώνται ζητήματα γενικωτέρου ενδιαφέροντος ή ότι τούτο είναι αναγκαίον δια την ενότητα της νομολογίας. Το δικάζον τμήμα υποχρεούται να παραπέμψη την εκδίκασιν της υποθέσεως εις την ολομέλειαν εάν η επί της αιτήσεως απόφασις αυτού, αναιρετική ή απορριπτική, λαμβάνεται δια πλειοψηφίας μιας ψήφου ή αν αρνήται την εφαρμογήν νόμου ως αντισυνταγματικού. "Αν όμως το ζήτημα της συνταγματικότητας έχει ήδη κριθεί με απόφαση της ολομέλειας, η παραπομπή είναι δυνητική". Η μέσα σε " " διάταξη, προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 2 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Σύμφωνα δε με την παρ. 4 άνω άρθρ. 2 Νόμ. 2298/1995, η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται αμέσως, εφόσον κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού δεν έχει εκδοθεί απόφαση του τμήματος για την παραπομπή. Σελ. 76(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 62 3.Εάν η παραπομπή εις την ολομέλειαν γίνεται δια πρακτικού του προέδρου και του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος ορίζει συγχρόνως δικάσιμον της ολομελείας, τηρουμένων των διατάξεων των §§ 3 και 4 του άρθρου 568. Άρθρον 564 (582 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο αναιρεσείων διαμένη εις την ημεδαπήν, η προθεσμία της αναιρέσεως είναι τριάκοντα ημερών, αρχομένη από της επιδόσεως της αποφάσεως. 2.Εάν ο αναρεσείων διαμένη εις την αλλοδαπήν ή είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία της αναιρέσεως είναι εννενήκοντα ημερών, αρχομένη από της επιδόσεως της αποφάσεως. 3.Εάν δεν επεδόθη η απόφασις, η προθεσμία της αναιρέσεως είναι τριών ετών, αρχομένη από της δημοσιεύσεως της περατούσης την δίκην αποφάσεως. 4.Εάν ο δικαιούμενος εις άσκησιν αναιρέσεως απέθανεν, η προθεσμία της αναιρέσεως άρχεται μόνον από της εις τους καθολικούς διαδόχους ή κληροδόχους επιδόσεως της περατούσης την δίκην αποφάσεως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 565 (583 α.ν. 44/67) 1.Η προθεσμία της αναιρέσεως ως και η άσκησις αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επί των κατά το άρθρον 592 § 1 γαμικών διαφορών, αφορωσών σχέσεις γονέων και τέκνων, ως και επί δικών αφορωσών εξάλειψιν υποθήκης, προσημειώσεως ή κατασχέσεως ή κηρυσσουσών έγγραφο ως πλαστόν, η προθεσμία της αναιρέσεως ως και η άσκησις αυτής αναστέλλει την εκτέλεσιν. 2.Εάν εκ της εκτελέσεως της αποφάσεως πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης η αποκατάστασις της οποίας δεν είναι ευχερής, δύναται να διαταχθή κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων η εν όλω ή εν μέρει αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό τον όρον παροχής αναλόγου εγγυήσεως ή και άνευ εγγυήσεως ή να εξαρτηθή η εκτέλεσις της αποφάσεως εκ της παροχής εγγυήσεως υπό του νικήσαντος διαδίκου. Επί της αιτήσεως αποφαίνεται εν συμβουλίω άνευ υποχρεωτικής κλητεύσεως των διαδίκων το αρμόδιον πολιτικόν τμήμα, συντιθέμενον εκ τριών μελών, περιλαμβανομένου υποχρεωτικώς του εισηγητού της υποθέσεως. Η περί αναστολής απόφασις δύναται κατά τον αυτόν τρόπον να ανακληθή κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων μέχρι της πρώτης συζητήσεως της αναιρέσεως, μετά ταύτα δε μόνον κατά την συζήτησιν αυτής. ("Αναστολή εκτέλεσης δε συγχωρείται στις διαφορές που περιλαμβάνονται στο άρθρ. 910 του Κ.Πολ.Δ"). Το τελευταίο μέσα σε ( ) εδάφιο, που είχε προστεθεί από την παρ. 16 άρθρ. 5 Νόμ. 1738/87, καταργήθηκε από την παρ. 7 άρθρ. 22 Νόμ. 1868/10-10 Οκτ. 1989 (ΦΕΚ Α' 230), τόμ. 6 σελ. 146,07. Άρθρον 566 (584 α.ν. 44/67) 1.Το έγγραφον της αναιρέσεως πρέπει να περιέχη τα κατά τα άρθρα 118 έως 120 απαιτούμενα στοιχεία, μνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους της αναιρέσεως, αίτησιν περί αναιρέσεως εν όλω ή εν μέρει της προσβαλλομένης αποφάσεως και αίτησιν επί της ουσίας της υποθέσεως. 2.Εάν δια του αυτού αναιρετηρίου προσβάλλωνται δύο ή πλείονες αποφάσεις πρωταβαθμίου και δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η κατάθεσις πρέπει να γίνεται εις έκαστον των διακστηρίων. Άρθρον 567 (585 α.ν. 44/67) 1.Όταν ασκούν αναίρεσιν οι εισαγγελείς, προσθέτους λόγους δύναται να ασκήση και ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου. 2.Η παρά του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ασκουμένη αναίρεσις διαβιβάζεται εις την γραμματείαν του Αρείου Πάγου. Κατά τον αυτόν τρόπον και άνευ προσδιορισμού προθεσμίας ασκούνται και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Άρθορν 568 (586 α.ν. 44/67) 1.Δια τον προσδιορισμόν δικασίμου ο επισπεύδων την συζήτησιν διάδικος προσάγει εις την γραμματείαν του Αρείου Πάγου κεκυρωμένον αντίγραφον της αναιρέσεως, των προσβαλλομένων αποφάσεων, των εισαγωγικών εγγράφων της κυρίας δίκης ή των παρεμπιπτουσών δικών και των προτάσεων αυτού και των λοιπών διαδίκων, εάν αύται είναι απαραίτητοι προς διάγνωσιν του βασίμου των εις το κύριον δικόγραφον ή εις πρόσθετον αναιρετήριον περιεχομένων λόγων αναιρέσεως. Των εγγράφων τούτων κατατίθενται και δύο αντίγραφα ατελώς. 2.Η γραμματεία του Αρείου Πάγου υποβάλλει αμελλητί τα καταταθέντα έγγραφα εις τον πρόεδρον του Αρείου Πάγου ο οποίος καθορίζει το αρμόδιον τμήμα, ο δε πρόεδρος του τμήματος δι' απλής σημειώσεως επί του κατατεθέντος αντιγράφου της αναιρέσεως α)δικάσιμον της υποθέσεως, β)την προθεσμίαν εντός της οποίας πρέπει να γίνη η επίδοσις της κλήσεως προς συζήτησιν, γ)εισηγητήν αεροπαγίτην προς τον οποίον διαβιβάζεται ο φάκελος της δικογραφίας. 3.Η δικάσιμος ορίζεται εις χρόνον παρέχοντα επαρκή προθεσμίαν δια την επίδοσν και παρασκευήν της συζητήσεως της υποθέσεως. 4.Εάν την συζήτησιν επισπεύδη ο αναιρεσείων, η κλήσις συντάσσεται και κάτωθι αντιγράφου του κατατεθέντος δικογράφου και επιδίδεται επιμελεία αυτού προς τους αντιδίκους εξήκοντα τουλάχιστον ημέρας προ της δικασίμου αν πάντες οι καλούμενοι διάδικοι διαμένουν εν τη ημεδαπή, εννενήκοντα δε τουλάχιστον ημέρας αν τις τούτων διαμένη εν τη αλλοδαπή ή είναι αγνώστου διαμονής. Εάν την συζήτησιν επισπεύδη, ο αναιρεσίβλητος ή διάδικος άλλος πλην του αναιρεσείοντος, η κλήσις επιδίδεται εντός της αυτής προθεσμίας επιμελεία του επισπεύδοντος προς τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους. (Αντί για τη σελ.77(ζ) Σελ. 77(η) Τεύχος 1352 Σελ. 63 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 569 (587 α.ν. 44/67, 42.5 ν.δ. 958/71) 1.Πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως είναι παραδεκτοί και αν η αίτησις αναιρέσεως δεν περιέχη λόγον τύποις παραδεκτόν και ωρισμένον. 2.Οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως ως προς τα αυτά και τα αναγκαίως μετά τούτων συνεχόμενα κεφάλαια της προσβλησθείσης αποφάσεως ασκούνται μόνον δια δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματείαν του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάκοντα ημέρας προ της συζητήσεως της αναιρέσεως, συντασσομένης κάτωθι αυτού εκθέσεως. Αντίγραφον του δικογράφου των προσθέτων λόγων επιδίδεται προ της αυτής προθεσμίας εις τον αναιρεσίβλητον και λοιπούς διαδίκους. Η επίδοσις δύναται να γίνη και εις τον πληρεξούσιον δικηγόρον του αναιρεσιβλήτου, εάν η συζήτησις επισπεύδευται υπό τούτου. Αντίγραφα ατελή των προσθέτων λόγων, κατατιθέμενα υπό του αναιρεσείοντος, παραδίδονται παρά του γραμματέως του Αρείου Πάγου ανά έν εις τον εισηγητήν της υποθέσεως και τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εντός της ανωτέρω τριακονθημέρου προθεσμίας. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και εάν την συζήτησιν επισπεύδη ο αναιρεσίβλητος ή άλλος διάδικος, πλην του αναιρεσειόντος. Άρθρον 570 (588 α.ν. 44/67) 1.Οι διάδικοι δεν υποχρεούνται εις κατάθεσιν προτάσεων, πλην αν προβάλλωνται ενστάσεις κατά του παραδεκτού και του εμπροθέσμου της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων. Αι προτάσεις των διαδίκων κατατίθενται είκοσι τουλάχιστον ημέρας προ της δικασίμου. 2.Νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα δια την μετ' αναίρεσιν κατ' ουσίαν εκδίκασιν της υποθέσεως υπό του Αρείου Πάγου υποβάλλονται κατά τα ισχύοντα επί των δικαστηρίων της ουσίας. 3.Εντός της προθεσμίας της § 1 οφείλουν πάντες οι διάδικοι να καταθέσουν παρά τη γραμματεία του Αρείου Πάγου τα προς υποστήριξιν ή απόκρουσιν της αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων χρησιμεύοντα έγγραφα, ως και τα κατά την § 2 παραδεκτώς υποβαλλόμενα. Η κατάθεσις και η ημερομηνία αυτής βεβαιούται δια σημειώσεως επί του φακέλου της δικογραφίας. 4.Τα υπό των διαδίκων προσαγόμενα αντίγραφα διαδικαστικών εγγράφων των αντιδίκων αυτών ή άλλων διαδίκων υποβάλλονται ατελώς δεόντως κεκυρωμένα. Σελ. 78(η) Τεύχος 1352 Σελ. 64 «Άρθρον 571 (589 α.ν. 44/67) 1. Αν ο εισηγητής κρίνει ότι η αναίρεση είναι απαράδεκτη ή ότι όλοι οι λόγοι της, αρχικοί και πρόσθετοι, είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, εισηγείται προφορικώς σε τριμελές συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από δύο Αρεοπαγίτες, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, την απόρριψη της αναίρεσης. "Αν το συμβούλιο αποδεχθεί ομόφωνα την πρόταση του εισηγητή, εκδίδει διάταξη με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης. Με την ίδια διάταξη επιδικάζεται στον αναιρεσίβλητο δικαστική δαπάνη, αν αυτός είχε καταθέσει προτάσεις, υπολογιζομένης της αμοιβής του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο μισό του ελάχιστου ορίου και ορίζεται παράβολο τριακοσίων έως οκτακοσίων ευρώ." Τα μέσα σε «» δεύτερο και τρίτο εδάφια της παρ.1,αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.1 άρθρ.10 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. Επί εργατικών υποθέσεων το παράβολο μπορεί να μειωθεί έως το ποσό των πενήντα χιλιάδων δραχμών ή 146,735 ευρώ. Τα ποσά των δύο προηγούμενων εδαφίων μπορούν να αυξομειώνονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με επιμέλεια του γραμματέα σημειώνεται ο αριθμός της διάταξης του συμβουλίου στο πινάκιο και στο φάκελο της υπόθεσης και επιδίδεται κυρωμένο αντίγραφό της στον αναιρεσείοντα ή στο δικηγόρο που υπογράφει την αναίρεση ή τους πρόσθετους λόγους μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοσή της. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 2."Αν εκδοθεί διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης, μπορεί ο αναιρεσείων να ζητήσει με αίτησή του να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο." Οι μέσα σε «» διατάξεις αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.2 άρθρ.10 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την επίδοση της διάταξης και κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, η οποία συντάσσει σχετική έκθεση στο βιβλίο της παραγράφου 3. Στην αίτηση επισυνάπτεται με ποινή απαραδέκτου διπλότυπο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, από το οποίο προκύπτει η κατάθεση του παραβόλου που έχει ορισθεί με τη διάταξη. Ο αριθμός και η χρονολογία της έκθεσης σημειώνονται στο πρωτότυπο της αίτησης από τον συντάσσοντα την έκθεση, ο οποίος υπογράφει τη σχετική σημείωση. Η υπόθεση προσδιορίζεται να συζητηθεί στο ακροατήριο όσο το δυνατόν ταχύτερα. Στη σύνθεση του δικαστηρίου δεν μετέχουν τα μέλη του συμβουλίου της παραγράφου 1. Αν το δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση, ακυρώνει τη διάταξη του συμβουλίου και δικάζει την αναίρεση. Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ως απαράδεκτη ή κρίνει μεν παραδεκτή την αίτηση, απορρίψει όμως στο σύνολό της την αναίρεση, διατάσσει συγχρόνως την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Αλλιώς το παράβολο επιστρέφεται στον καταθέσαντα. "Αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ή η υποβληθείσα αίτηση απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε." Το μέσα σε «» τελευταίο εδάφιο της παρ.2, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.10 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. 3. Οι διατάξεις του συμβουλίου που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό και οι αιτήσεις για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο καταχωρίζονται σε ειδικά βιβλία που τηρούνται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου. 4. Αν ο εισηγητής δεν εισηγηθεί την απόρριψη της αναίρεσης ή δεν εκδοθεί απορριπτική διάταξη του συμβουλίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή αν ο αναιρεσείων υποβάλει αίτηση να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο εισηγητής της υπόθεσης οφείλει να συντάξει συνοπτική έκθεση για το παραδεκτό της αναίρεσης, καθώς και για το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της και να την καταθέσει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να πληροφορηθούν το περιεχόμενο της έκθεσης του εισηγητή." Το άρθρ.571 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.17 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 572 (590 α.ν. 44/67) 1.Αι διατάξεις των άρθρων 568 έως 571 εφαρμόζονται και όταν η συζήτησις επισπεύδεται υπό του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ή των παρ' εφέταις ή πρωτοδίκαις εισαγγελέων. 2.Επί αναιρέσεως ασκηθείσης υπό του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου η έλλειψις κλητεύσεως των διαδίκων δεν καθιστά απαράδεκτον την συζήτησιν, εξαιρέσει μόνον των περιπτώσεων κατά τας οποίας η αναίρεσις παράγει αποτελέσματα και έναντι αυτών. Άρθρον 56 (57 α.ν. 44/67) Περί της εξαιρέσεως των εν άρθρω 52 προσώπων δύναται να αποφασίση και αυτεπαγγέλτως το αρμόδιον δικαστήριον τη προτάσει του προέδρου ή εισαγγελέως, δυνάμενον να ακούση και τον εξαιρούμενον. Σελ. 14(α) Τεύχος 432-Σελ. 8 Άρθρον 573 (591 α.ν. 44/67) 1.Επί της διαδικασίας της κατ' αναίρεσιν δίκης εφαμρόζονται αι διατάξεις των άρθρων 233 έως 236, 242 παρ.2, 245, 246, 252 έως 261, 286 έως 308, 310 και 312 έως 334. Το άρθρ. 242 παρ. 2 προστέθηκε στα άνω άρθρα, τα οποία εφαρμόζονται στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, από την παρ. 11, του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α' 67, κατωτ. αριθ. 28. 2.Τους εισαγγελείς έχοντας την ιδιότητα του διαδίκου εκπροσωπεί ο παρ' Αρείω Πάγω εισαγγελεύς. Άρθρον 574 (592 α.ν. 44/67) Μετά την εκφώνησιν της υποθέσεως άρχεται η εν τω ακροατηρίω συζήτησις δια της αναγνώσεως της εκθέσεως του εισηγητού. Μετά ταύτα αγορεύουν οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος, του αναιρεσιβλήτου και των λοιπών διαδίκων. "Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν παρίσταται, αγορεύει τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος ή (Αντί για τη σελ.79(η) Σελ. 79(θ) Τεύχος 1352 Σελ. 65 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 εκπροσωπεί αναιρεσείοντα εισαγγελέα". Το τελευταίο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 2 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62, (κατωτ. αριθ. 27). Σύμφωνα δε με την παρ. 4 άνω άρθρ. 2 Νόμ. 2298/1995, οι διατάξεις του άνω τελευταίου εδαφίου εφαρμόζοναι μετά την πάροδο μήνα από την ισχύ αυτού (5 Απρ. 1995). Άρθρον 575 (593 α.ν. 44/67, 12.6 ν.δ. 958/71) Αιτήσει του εισαγγελέως, του εισηγητού ή τινός των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριον δύναται να αναβάλη την συζήτησιν της υποθέσεως άπαξ μόνον εις μεταγενεστέραν δικάσιμον αμέσως οριζομένην δι' επισημειώσεως εν τω πινακίω. "Τα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 226 εφαρμόζονται και εδώ."Περαιτέρω αναβολή δύναται να διαταχθή μόνον τη αιτήσει του εισηγητού. Το μέσα σε «» δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.4 άρθρ.17 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. "Σε κάθε περίπτωση αναβολής της συζήτησης το δικαστήριο μπορεί να διατηρήσει την κατά το άρθρ. 565 παρ. 2 αναστολή". Το μέσα στα " " τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8 σελ.84, 243. Άρθρον 576 (594, α.ν. 44/67, 42.7 ν.δ. 938/71) 1.Εάν ο διάδικος επιμελεία του οποίου γίνεται η συζήτησις δεν εμφανισθή κατ' αυτήν ή εμφανισθείς δεν μετάσχη προσηκόντως ταύτης, ο Άρειος Πάγος προβαίνει εις την συζήτησιν της υποθέσεως ως εάν ήσαν παρόντες οι διάδικοι. 2.Εάν ο αντίδικος του επιμεληθέντος της συζητήσεως διαδίκου δεν εμφανισθή κατ' αυτήν ή εμφανισθείς δεν μετάσχη προσηκόντως ταύτης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν ούτος εκλητεύθη νομίμως και εμπροθέσμως. Εάν η κλήσις προς συζήτησιν δεν επεδόθη παντάπασιν ή νομίμως ή εμπροθέσμως, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτον την συζήτησιν, η δε υπόθεσις επαναφέρεται προς συζήτησιν δια νέας κλητεύσεως. Έν εναντία περιπτώσει προβαίνει και εν απουσία του κλητευθέντος εις την συζήτησιν. 3.Εάν πλείονες μετέχουν της κατ' αναίρεσιν δίκης και δεν εκλητεύθη τις εξ αυτών, η συζήτησις κηρύσσεται απαράδεκτος ως προς πάντας. 4.Κατά των αποφάσεων των εκδιδομένων κατά τας §§ 1 έως 3 δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας. Σελ. 80(θ) Τεύχος 1352 Σελ. 66 Άρθρον 577 (595 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον συζητεί πρώτον περί του παραδεκτού της αναιρέσεως. 2.Εάν η αναίρεσις δεν ησκήθη νομίμως ή αν ελλείπη προϋπόθεσις τις του παραδεκτού αυτής, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει ταύτην και αυτεπαγγέλτως. 3.Εάν ο Άρειος Πάγος κρίνη νόμιμον και παραδεκτήν την αναίρεσιν, προβαίνει εις την εξέτασιν του παραδεκτού και του βάσιμου των λόγων αυτής. Άρθρον 578 (596 α.ν. 44/67) Εάν το αιτιολογικόν της προσβαλλομένης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένον αλλά το διατακτικόν αυτής ορθόν, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεσιν, πλην αν υπάρχη έννομον συμφέρον προς αποτροπήν δεδικασμένου, ότε αναιρείται η απόφασις κατά την εσφαλμένην μόνον αιτιολογίαν της. Άρθρον 579 (597 α.ν. 44/67, 12.8 ν.δ. 958/71) 1.Εάν αναιρεθή η απόφασις, οι διάδικοι επανέρχονται εις την προ της αναιρεθείσης αποφάσεως κατάστασιν, η δε προ αυτής διαδικασία ακυρούται μόνον εφ' όσον στηρίζεται επί της παραβάσεως δια την οποίαν εγένετο δεκτή η αναίρεσις. Πάσα απόφασις στηριζομένη επί της αναιρεθείσης αναιρείται, εφ' όσον οι λόγοι αναιρέσεως αναφέρονται και εις αυτήν. 2.Εάν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκουσία ή αναγκαστική εκτέλεσις της αναιρεθείσης αποφάσεως, ο Άρειος Πάγος, υποβαλλεομένης αιτήσεως δια του αναιρετηρίου ή δια των προτάσεων ή δι' αυτοτελούς δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματείαν του Άρειου Πάγου μέχρι της προτεραίας της συζητήσεως, διατάσσει δια της αναιρετικής αποφάσεως την επαναφοράν των πραγμάτων εις την προ της εκτελέσεως κατάστασιν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 580 (598 α.ν. 44/67) "1.Εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέση την απόφασιν λόγω υπερβάσεως δικαιοδοσίας, τα πολιτικά δικαστήρια δεν δικαιούνται να επιληφθούν περαιτέρω της υποθέσεως. Κατά την περίπτωσιν ταύτην αναιρείται και η τυχόν υπό της αναιρεθείσης αποφάσεως επικυρωθείσα πρωτόδικος απόφασις, εφ' όσον και αύτη ενέχει υπέρβασιν δικαιοδοσίας. 2.Εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέση την απόφασιν δια παράβασιν των περί αρμοδιότητος διατάξεων, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το παρ' αυτού κρινόμενον αρμόδιον δικαστήριον. «3.Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές". Η παρ. 3, αντικαστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 του άρθρ. 31 του Νόμ. 2172/16 - 16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α' 207), κατωτ. αριθ. 25. Σύμφωνα δε με την παρ. 6 άρθρ. 32 του ιδίου Νόμου 2172/16 - 16 Δεκ. 1993, η διάταξη της ανωτ. παρ. 3, εφαρμόζεται και επί όλων ανεξαιρέτως των εκκρεμών, ενώπιον του Αρείου Πάγου υποθέσεων, εφόσον δεν έχει εκδοθεί επ' αυτών αναιρετική απόφαση. 4.(Καταργήθηκε από την παρ. 2 του άρθρ. 31, του Νόμ. 2172/16 - 16 Δεκ. 1993, ΦΕΚ Α' 207, κατωτ. αριθ. 25). «4.(5).Οι αποφάσεως της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. 5(6).Αν ο Άρειος Πάγος, δικάζοντας σε ολομέλεια, απορρίψει τους λόγους αναίρεσης που παραπέμφθηκαν στην ολομέλεια και υπάρχουν και άλλοι λόγοι αναίρεσης που δεν έχουν παραπεφθεί, η υπόθεση αναπέμπεται στο τμήμα που την παρέπεμψε, στο οποίο συζητείται με κλήση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρ. 568. Αν αναιρέσει την απόφαση, παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3». Οι άνω παρ. 5 και 6 αναριθμήθηκαν σε 4 και 5 αντίστοιχα, και αντικαστάθηκαν ως άνω από την παρ. 3 του άρθρ. 31 του Νόμ. 2172/ 16 - 16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α' 207), κατωτ. αριθ. 25. Το άρθρ. 580 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 10 Ν.Δ. 490/1974, (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρον 57 (58 α.ν. 44/67) Η εξαίρεσις προτείνεται υπό του διαδίκου πέντε ημέρας προ της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, βραδύτερον δε και μέχρι πέρατος της επ' ακροατηρίου συζητήσεως μόνον εφ' όσον πιθανολογηθή ότι η περίπτωσις ή οι λόγοι της εξαιρέσεως προέκυψαν ή εγένοντο γνωστοί εις τον διάδικον μετά την παρέλευσιν της πενθημέρου προθεσμίας. Κατά την τελευταίαν περίπτωσιν, εάν η εξαίρεσις γίνη δεκτή, δύνανται κατ' αίτησιν να κηρυχθούν άκυροι αι πράξεις της διαδικασίας εις τας οποίας συνέπραξεν ο εξαιρούμενος. Άρθρον 581 (599 α.ν. 44/67, 12.9 ν.δ. 958/71) 1.Ενώπιον του δικαστήριου της παραπομπής η υπόθεσις εισάγεται και συζητείται δια κλήσεως. Επίδοσις της αναιρετικής αποφάσεως δεν είναι απαραίτητος. 2.Η υπόθεσις συζητείται εντός των δια της αναιρετικής αποφάσεως διαγραφομένων ορίων, κατατιθεμένων προτάσεων κατά το άρθρον 237. 3.Η διάταξις της § 2 του άρθρου 579 εφαρμόζεται και επί του δικαστηρίου της παραπομπής. Άρθρον 582 (600 α.ν. 44/67) Η αναιρετική απόφασις σημειούται εις το περιθώριον του πρωτοτύπου της αναιρεθείσης αποφάσεως. Προς τούτο η γραμματεία του Αρείου Πάγου οφείλει να ειδοποιή αμμελητί την γραμματεία του εκδόντος την απόφασιν δικαστηρίου η οποία υποχρεούται να προβή άνευ αναβολής εις την σημείωσιν ταύτην. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄ Ανακοπή και τριτανακοπή. Άρθρον 583 (601 α.ν. 44/67) Εάν τις δεν συμμετέσχεν ή δεν προσεκλήθη εις δικαστικήν ή εξώδικον πράξιν φέρουσαν βλάβλην εις αυτόν ή θέτουσαν εις κίνδυνον τα έννομα συμφέροντά του, δύναται να ασκήση κατ' αυτής ανακοπήν. Άρθρον 584 (602 α.ν. 44/67) Η ανακοπή εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί ειδικών δωσιδικιών. Άρθρον 585 (603 α.ν. 44/67, 18.1 ν.δ. 958.74) 1.Αι διατάξεις περί της ασκήσεως της αγωγής, της εισαγωγής αυτής προς συζήτησιν και της επ' ακροατηρίου συζητήσεως εφαρμόζονται και επί της ανακοπής. "2. Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. "Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο τριάντα ή, όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση." Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.18 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ. αριθ.31, πλην όμως το μέσα σε «» δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από το άρθρ.11 Νόμ.3043/2121 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192), κατωτ.αριθ.33. (Αντί για τη σελ.80,01) Σελ. 80,01(α) Τεύχος 1352 Σελ. 67 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 586 (604 α.ν. 44/67) 1.Υπό τας προϋποθέσεις του άρθρου 583 δύναται να ασκηθή τριτανακοπή κατά της μεταξύ άλλων εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως. 2.Τριτανακοπήν δύναται να ασκήση και ο δεσμευόμενος εκ του δεδικασμένου τρίτος, εφ' όσον επικαλείται δόλον ή συμπαιγνίαν των διαδίκων. Άρθρον 587 (605 α.ν. 44/67) Η τριτανακοπή εισάγεται ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν δικαστηρίου, παρεμπιπτόντως δε ενώπιον του δικαστηρίου εις το οποίον εκκρεμεί η κύρια δίκη, εάν τούτο είναι ισόβαθμον ή ανώτερον του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν. Άρθρον 588 (606 α.ν. 44/67) 1.Η τριτανακοπή απευθύνεται κατά πάντων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφασις, πλην αν ασκείται μετά την εκτέλεσιν αυτής οπότε δύναται να απευθυνθή κατά μόνου του νικήσαντος διαδίκου. 2.Αι διατάξεις του άρθρου 585 εφαρμόζονται και επί τριτανακοπής. «Άρθρον 589 (607 α.ν. 44/67) Η άσκηση της τριτανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η τριτανακοπή και, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρος μπορούν, ύστερα από αίτηση του τριτανακόπτοντος που δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να διατάξουν την αναστολή της εκτέλεσης με τον όρο εγγυοδοσίας ή και χωρίς αυτόν, αν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση της απόφασης θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του τριτανακόπτοντος. Το δικαστήριο ή ο πρόεδρος μπορεί να εμποδίσει με σημείωμά του την εκτέλεση ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για την αίτηση αναστολής. Η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί με τον ίδιο τρόπο ως την έκδοση της οριστικής απόφασης για την τριτανακοπή." Το άρθρ.589 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.18 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 590 (608 α.ν. 44/67, 48.2 ν.δ. 958/71). Το δικαστήριον, εάν κρίνη την τριτανακοπήν παραδεκτήν και βάσιμον, ακυροί ή, κατά τας περιστάσεις, αποφαίνεται ανενεργόν ως προς τον τριτανακόπτοντα την προσβαλλομένην απόφασιν. Η απόφασις διατηρεί την ισχύν αυτής μεταξύ των αρχικών διαδίκων, εκτός αν πρόκειται περί αδιαιρέτου δικαίου. Σελ. 80,02(α) Τεύχος 1352 Σελ. 68 ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΕΙΔΙΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' Γενικαί διατάξεις. Άρθρον 591 (609 α.ν. 44/67, 44 ν.δ. 958/71) "1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α) η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα ημέρες και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα ημέρες πριν από τη συζήτηση, β) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, γ) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά και δ) οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία σχολιάζονται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση." Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το Άρθρον 58 (59 α.ν. 44/67, 4.1. ν.δ. 958/71). 1.Η περί εξαιρέσεως αίτησις η υποβαλλομένη μέχρι της ενάρξεως της επ' ακροατηρίου συζητήσεως γίνεται εγγράφως και κατατίθεται εις την γραμματείαν του αρμοδίου δικαστηρίου. Εις ταύτην πρέπει επί ποινή απαραδέκτου να περιέχωνται οι λόγοι εξαιρέσεως. 2.Η περί εξαιρέσεως αίτησις ανακοινούται αμελλητί εις τον εξαιρούμενον δια να εκφρασθή επ' αυτής και συζητείται το βραδύτερον μέχρι της εκδικάσεως της υποθέσεως, τηρουμένης της διαδικασίας του δικάζοντος δικαστηρίου, άνευ συμμετοχής του εξαιρουμένου. Εις την συζήτησιν καλούνται όπως παραστούν οι διάδικοι επιμελεία της γραμματείας του δικαστηρίου. Ο εξαιρούμενος αφ' ης ανεκοινώθη εις αυτόν η αίτησις εξαιρέσεως οφείλει να απέχη πάσης ενεργείας, πλην αν προκύπτη κίνδυνος εκ της αναβολής. άρθρ.19 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. 2.Εάν η υπόθεσις δεν υπάγεται εις την διαδικασίαν κατά την οποίαν εισήχθη, το δικαστήριον αποφαίνεται περί τούτου αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκασιν της υποθέσεως κατά την διαδικασίαν κατά την οποίαν δικάζεται αύτη. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Γαμικαί διαφοραί. Για την εκδίκαση των υποθέσεων οικογενειακού δικαίου βλέπε άρθρ. 48 Νόμ. 2447/19 - 30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), Τόμ. 7 σελ. 192,229. Άρθρον 592 (610 α.ν. 44/67). «1.Με την ειδική διαδικασία των άρθρ. 598 έως 612 δικάζονται οι διαφορές που αφορούν α)Το διαζύγιο β)Την ακύρωση γάμου γ)Την αναγνώσιση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου δ)Τις σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, οι οποίες πηγάζουν από αυτόν, εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρ. 681 Β». Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 36 Νόμ. 1329/15 - 18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α' 25), τόμ. 7 σελ. 192,02. 2.Μετά των εν § 1 διαφορών και κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 593 έως 612 δύνανται να ενωθούν ή να συνεκδικασθούν διαφοραί αφορώσαι παροχήν διατροφής του ενός των συζύγων προς το έτερον ή εν περιπτώσει διαζυγίου απαίτησιν του αναιτίου συζύγου λόγω ηθικής βλάβης. Άρθρ.593-597.-(Καταργήθηκαν από το άρθρ. 5 Νόμ. 1250/3 - 7 Απρ. 1982,ΦΕΚ Α' 46, τόμ. 7 σελ. 204,031). Ικανότητα δικαστικής παράστασης των ανηλίκων που συνάπτουν γάμο και των προσώπων υπό δικαστική αντίληψη Άρθρ.598.-(616 α.ν. 44/67, 45.2 Ν.Δ. 958/71). «Οι ανήλικοι που συνάπτουν γάμο και τα πρόσωπα που βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση μπορούν να ασκούν μόνοι τους τις κατά το άρθρ. 592 παρ. 1 αγωγές και να εμφανίζονται στο δικαστήριο, όταν αυτές εκδικάζονται, χωρίς τη συγκατάθεση κανενός». Το άρθρ. 598 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 35 Νόμ. 2447/19 - 30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), Τόμ. 7 σελ. 192,229. Άρθρον 599 (618 α.ν. 44/67) "1. Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορούν να προβληθούν στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παράγραφος 1 έως και τη συζήτηση στο ακροατήριο του δικαστηρίου που δικάζει σε πρώτο βαθμό." Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.20 Νό,2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. 2.(Καταργήθηκε από την παρ.1 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ.αριθ.31). Άρθρον 600 (619 α.ν. 44/67) 1.Επί των εν άρθρω 592 § 1 διαφορών ή μη προσέλευσις, η παράλειψις ή η άρνησις διαδίκου να καταθέση ή να απαντήση επί των υποβαλλομένων εις αυτόν ερωτήσεων ή να δηλώση περί της αληθείας πραγματικών περιστατικών ή περί γνησιότητος εγγράφου, ως και η ομολογία λαμβάνονται υπ' όψιν εν συνδυασμώ προς τας λοιπάς αποδείξεις και εκτιμώνται ελευθέρως. 2.(Καταργήθηκε από την παρ.2 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 601 (620 α.ν. 44/67 Επί των εν άρθρω 592 § 1 διαφορών δεν δύνανται 1)να εξετασθούν ενόρκως οι διάδικοι, 2)να εξετασθούν ως μάρτυρες τα γνήσια, νομιμοποιημένα, θετά και ανεγνωρισμένα τέκνα των διαδίκων, τα εξώγαμα τέκνα της γυναικός, ως και οι σύζυγοι, και κατιόντες αυτών, 3)να παραιτηθούν οι διάδικοι από της ορκοδοσίας μάρτυρος ή πραγματογνώμονος. Άρθρον 602 (621 α.ν. 44/67) Εάν το δικαστήριον κατά την συζήτησιν αγωγής διαζυγίου πείθεται ότι είναι δυνατόν να επέλθη συνδιαλλαγή των διΐσταμένων συζύγων, δύναται κατ' αίτησιν τινός των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως να προσπαθήση την συνδιαλλαγήν ή να αναβάλη την περαιτέρω συζήτησιν της υποθέσεως άπαξ μόνον και δια χρονικόν διάστημα ουχί μεγαλύτερον των τριών μηνών. «Άρθρον 603 (622 α.ν. 44/67, 45.4 ν.δ. 958/71). Σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος ως προς την αγωγή και του εναγομένου ως προς την ανταγωγή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 524. Αν ερημοδικεί ο εναγόμενος ή ο εφεσίβλητος, το δικαστήριο εκδικάζει την υπόθεση σαν να ήταν και αυτοί παρόντες. Το ίδιο ισχύει, αν ερημοδικεί ο ενάγων, ως προς την ανταγωγή που έχει ασκηθεί με ιδιαίτερο δικόγραφο και, αν ερημοδικεί ο εκκαλών, ως προς την αντέφεση." Το άρθρ.603 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 59 (60 α.ν. 44/67) Η περί εξαιρέσεως αίτησις, υποβαλλομένη διαρκούσης της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, γίνεται δια δηλώσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά και περιλαμβάνει τους λόγους εξαιρέσεως, επί πολυμελών δε δικαστηρίων συζητείται παραχρήμα άνευ συμμετοχής του εξαιρουμένου. Ο εξαιρούμενος αφ' ης έλαβε γνώσιν της αιτήσεως οφείλει να απέχη πάσης ενεργείας, πλην αν προκύπτη κίνδυνος εκ της αναβολής. Άρθρον 604 (623 α.ν. 44/67) Επί των εν άρθρω 592 § 1 διαφορών, θανόντος τινός των συζύγων προ του αμετακλήτου της αποφάσεως, η δίκη καταργείται ως προς τον κύριον αντικείμενον αυτής. Επί δικών περί υπάρξεως ή μη υπάρξεως ή ακυρώσεως γάμου, εάν οι κληρονόμοι δικαιούνται να ασκήσουν την αγωγήν, η δίκη διακόπτεται. (Μετά τη σελ.80,02(α) Σελ. 80,03 Τεύχος 1352 Σελ. 69 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 605 (624 α.ν. 44/67) Επί των εν άρθρω 592 § 1 διαφορών η κατά το άρθρον 545 § 3 εδάφ. δ', ε', στ' προθεσμία της αναψηλαφήσεως είναι έξ μηνών και άρχεται από της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Άρθρον 606 (625 α.ν. 44/67) Επί των εν άρθρω 592 § 1 διαφορών οι διάδικοι δικαιούνται να παραιτηθούν των ενδίκων μέσων μόνον μετά την έκδοσιν της οριστικής αποφάσεως. Η παραίτησις γίνεται δια δηλώσεως ενώπιον της γραμματείας του εκδόντος την απόφασιν δικαστηρίου. Άρθρον 607 (626 α.ν. 44/67) 1.Εις τας περιπτώσεις κατά τας οποίας ο εισαγγελεύς δύναται να ασκήση την περί ακυρώσεως του γάμου αγωγήν δικαιούται, και αν έτι δεν ήσκησε ταύτην, να συμμετέχη της δίκης έχων πάντα τα δικαιώματα του διαδίκου. 2.Η γραμματεία του δικαστηρίου υποχρεούται να γνωστοποιή εις τον παρά τω δικαστηρίω εισαγγελέα τας δικασίμους επί των αγωγών ακυρώσεως γάμου, ως και τας επ' αυτών εκδιδομένας αποφάσεως. Η παράλειψις της γνωστοποιήσεως δεν επάγεται ακυρότητα της διαδικασίας. Άρθρον 608 (627 α.ν. 44/67) 1.Η αγωγή περί αναγνωρίσεως της υπάρξεως ή μη υπάρξεως ή περί ακυρώσεως γάμου ασκουμένη παρά του ενός των συζύγων απευθύνεται κατά του ετέρου και εν περιπτώσει θανάτου τούτου κατά των κληρονόμων του, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. 2.Η κατά την § 1 αγωγή, ασκουμένη παρά του εισαγγελέως ή τινός έχοντος συμφέρον απευθύνεται κατ' αμφοτέρων των συζύγων και εν περιπτώσει θανάτου τινός εξ αυτών κατά των κληρονόμων του, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Άρθρον 609 (628 α.ν. 44/67, 45.5. ν.δ. 958/71) Η αναγνώρισις της υπάρξεως ή μη υπάρξεως γάμου, ως και η ακύρωσις του γάμου κατά την διάρκειαν ή μετά την λύσιν αυτού, επιδιώκεται μόνον δια κυρίας ή παρεμπιπτούσης αγωγής. Άρθρον 610 (629 α.ν. 44/67) Εάν η διάγνωσις διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει εκ της υπάρξεως ή μη υπάρξεως η εκ της ακυρώσεως γάμου, το δικαστήριον αναβάλλει κατ' αίτησιν ή και αυτεπαγγέλτως την συζήτησιν μέχρις εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως επί της αγωγής περί υπάρξεως ή μη υπάρξεως ή ακυρώσεως του γάμου. Εάν δεν έχη εισέτι ασκηθή η αγωγή, τάσσει προθεσμίαν προς τούτο. Μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας απράκτου δύναται να συνεχισθή η συζήτησις και ο περί υπάρξεως ή μη υπάρξεως ή ακυρότητος του γάμου ισχυρισμός θεωρείται μη υποβληθείς. Σελ. 80,04 Τεύχος 1352 Σελ. 70 Άρθρον 611 (631 α.ν. 44/67) 1.Τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσίαν επί των εν άρθρω 592 § 1 διαφορών, εάν αμφότεροι οι σύζυγοι κατά τον χρόνον της ασκήσεως της αγωγής είναι αλλοδαποί και εάν κατά τα δίκαια της ιθαγενείας αμφοτέρων των συζύγων δεν αναγνωρίζεται εις αυτά δικαιοδοσία προς εκδίκασιν της διαφοράς. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν όμως δικαιοδοσίαν προς εκδίκασιν αγωγών διαζυγίου όταν ο γάμος είναι μεν έγκυρος κατά το ελληνικόν δίκαιον, ανυπόστατος δε ή άκυρος κατά το δίκαιον της ιθαγενείας του συζύγου. 2.Η ισχύς των μη υποκειμένων εις ανακοπήν ερημοδικείας, έφεσιν αναψηλάφησιν και αναίρεσιν αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων δεν δύναται ν' αμφισβητηθή επί τω λόγω ότι παρεβιάσθη, η διάταξις της § 1. Άρθρον 612 (632 α.ν. 44/67) «1.Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν τις διαφορές του άρθρ. 592 παρ. 1, αν ο ένας από τους συζύγους είναι Έλληνας, και αν ακόμη δεν έχει ούτε είχε κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα, ή αν ήταν κατά την τέλεση του γάμου Έλληνας και απέβαλε, λόγω του γάμου του, την ελληνική ιθαγένεια». Η παρ. 1 αντικαστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 37α Νόμ. 1329/15 - 18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α' 25), τόμ. 7 σελ. 192,02. 2.Εν ελλείψει αρμοδίου κατά τόπον δικαστηρίου προς εκδίκασιν των εν § 1 διαφορών, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της πρωτευούσης του κράτους. Άρθρον 60 (61 α.ν. 44/67, 4.2.ν.δ 958/71). 1.Η επί αιτήσεως εξαιρέσεως απόφασις εκδίδεται παραχρήμα επί τη βάσει πιθανολογήσεως των περί εξαιρέσεως λόγων. Επί αιτήσεως εξαιρέσεως υπαλλήλου γραμματείας η απόφασις καταχωρίζεται κάτωθι της αιτήσεως. 2.Εν περιπτώσει παραδοχής της αιτήσεως δεν επιδικάζονται έξοδα. Άρθρον 613 (634 α.ν. 44/67) Αποφάσεις απαγέλλουσαι ακύρωσιν γάμου ή διαζύγιον ή αναγνωρίζουσαι ύπαρξιν ή μη εγκύρου γάμου, ως και αι απορρίπτουσαι τοιαύτας αγωγάς, αποτελούν δεδικασμένον υπέρ και κατά πάντων, εφ' όσον δεν υπόκεινται ουδέ εις αναίρεσιν και αναψηλάφησιν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' Διαφοραί αναφερόμεναι εις σχέσεις γονέων και τέκνων. Άρθρον 614 (635 α.ν. 44/67, 46.1 ν.δ. 958/71) " 1.Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 615 έως 622, στην οποία εφαρμόζονται και τα άρθρα 598, 600, 601, 603 και 606, δικάζονται οι διαφορές που αφορούν: α) την προσβολή της πατρότητας, β) την προσβολή της μητρότητας, γ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνου ή γονική μέριμνα, δ) την αναγνώριση της πατρότητας τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, ε) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του ή η εξομοίωσή του με τέκνο γεννημένο σε γάμο λόγω επιγενόμενου γάμου των γονέων του, καθώς και την προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης, στ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει υιοθεσία ή τη λύση της, ζ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει επιτροπεία." Η παρ.1 συμπληρώθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρου πέμπτου Νόμ.3089/20-23 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄327), τόμ.7 σελ.192,236. 2.Μετά των εν § 1 διαφορών και κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 615 έως 622 δύνανται να ενωθούν ή συνεκδικασθούν διαφοραί αφορώσαι την παροχήν διατροφής τέκνου. 3.Αι εν §§ 1 και 2 δύνανται να ενωθούν ή συνεκδικασθούν κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 593 έως 612 μετά των εν άρθρω 592 § 1 αναφερομένων. «4.Στις δίκες που αφορούν τη λύση υιοθεσίας, έχουν επιπλέον εφαρμογή και τα άρθρ. 744, 747 παρ. 4, 748 παρ. 2 και 5 και 759 παρ. 3. Στις ίδιες αυτές δίκες το θετό τέκνο που συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του έχει πλήρη ικανότητα να ασκεί αυτοπροσώπως τη σχετική αγωγή, να παρίσταται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο με την ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου, να επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις και να ασκεί ή να παραιτείται από ένδικα μέσα». Η παρ. 4 προστέθηκε από το άρθρ. 36 Νόμ. 2447/19 - 20 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), Τόμ. 7, σελ. 192,229. Άρθρον 615 (636 α.ν. 44/67) "Αν, στις διαφορές της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου ένας διάδικος, χωρίς να έχει ειδικούς λόγους υγείας, αρνείται να υποβληθεί στις πρόσφορες ιατρικές εξετάσεις με γενικά αναγνωρισμένες επιστημονικές μεθόδους, που του επιβλήθηκαν από το δικαστήριο ως αναγκαίο αποδεικτικό μέσο για τη διαπίστωση της πατρότητας ή της μητρότητας, οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του λογίζεται ότι έχουν αποδειχθεί." Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρου πέμπτου Νόμ.3089/20-23 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄327), τόμ.7 σελ.192,236. Αν το δικαστήριο διατάσσει την υποβολή στις εξετάσεις της προηγουμένης παραγράφου και τρίτων που δεν είναι διάδικοι, μπορεί, με την ίδια απόφασή του, να απειλεί την επιβολή σ' αυτούς, για την περίπτωση που θα παρεμπόδιζαν αδικαιολόγητα τη διενέργεια των εξετάσεων με την απουσία τους κατά την ημέρα και ώρα που ορίσθηκαν για το σκοπό αυτό ή με την άρνησή τους να υποβληθούν σ' αυτές χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων δραχμών. Κατά τη διενέργεια των εξετάσεων των δύο προηγούμενων παραγράφων πρέπει να λαμβάνονται όλα τα μέτρα ώστε να εξασφαλίζονται πλήρως η υγεία και η αξιοπρέπεια του εξεταζομένου. Ο διάδικος ή ο τρίτος, του οποίου διατάσσεται η εξέταση, πρέπει να κληθεί δέκα ημέρες πριν από τη διενέργειά της για να παραστεί σ' αυτήν". Το άρθρ. 615 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 39 Νόμ. 1329/15 - 18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α 25), τόμ. 7 σελ. 192,02. Άρθρον 616 (637 α.ν. 44/67) Αγωγή περί αναγνωρίσεως πατρότητος εξωγάμου τέκνου δύναται να ασκηθή και εις τον τόπον της κατοικίας του ενάγοντος κατά τον χρόνον της ασκήσεως της αγωγής. Άρθρον 617 (638 α.ν. 44/67) Επί των εν άρθρω 614 § 1 διαφορών, θανόντος τινός των διαδίκων προ του αμετακλήτου της αποφάσεως, η δίκη καταργείται ως προς το κύριον αντικείμενο αυτής. Εάν οι κληρονόμοι δικαιούντο να ασκήσουν την αγωγήν, η δίκη διακόπτεται. (Αντί για τη σελ. 81(δ) Σελ. 81(ε) Τεύχος 1399 Σελ. 19 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 Δεδικασμένο Άρθρ.618-(639 α.ν. 44/67). «Αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν α)την προσβολή της πατρότητας, β)την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει σχέση γονέα καί τέκνου ή γονική μέριμνα, γ)την αναγνώριση της πατρότητας τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του, δ)την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του ή η εξομοίωσή του με τέκνο γεννημένο σε γάμο, λόγω του επιγενομένου γάμου των γονέων του, καθώς και την προσβολή εκούσιας αναγνώρισης, ε)την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη υιοθεσία ή τη λύση της, στ)την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει επιτροπεία ανηλίκου, αποτελούν δεδικασμένο υπέρ καί εναντίον όλων, εφόσον δεν υπόκεινται ούτε σε αναίρεση και αναψηλάφηση. Το δεδικασμένο δεν ισχύει για τον τρίτο που δεν έλαβε μέρος στη δίκη και που επικαλείται για τον εαυτό του σχέση γονέα καί τέκνου ή γονική μέριμνα Παθητική νομιμοποίηση Άρθρ.619.-(640 α.ν. 44/67) 1. Η αγωγή για την προσβολή της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο απευθύνεται: α) αν ασκείται από τον σύζυγο της μητέρας ή έναν από τους γονείς του, κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του και της μητέρας του, β) αν ασκείται από το τέκνο, κατά της μητέρας και του συζύγου της, γ) αν ασκείται από τη μητέρα, κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του και κατά του συζύγου σε περίπτωση που έχει πεθάνει κάποιος από αυτούς, απευθύνεται, με εξαίρεση την περίπτωση που πέθανε το ίδιο το τέκνο, κατά των κληρονόμων αυτού που πέθανε, αλλιώς απορρίπτεται. 2. Η αγωγή για την προσβολή της μητρότητας απευθύνεται: α) αν ασκείται από την τεκμαιρόμενη μητέρα κατά της κυοφόρου γυναίκας και του συζύγου της, αν είναι έγγαμη, καθώς και κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του, β) αν ασκείται από την κυοφόρο γυναίκα κατά της τεκμαιρόμενης μητέρας και του συζύγου της, αν είναι έγγαμη, καθώς και κατά του τέκνου. 3. Η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης σχέσης γονέα και τέκνου, γονικής μέριμνας, εκούσιας αναγνώρισης ή εξομοίωσης λόγω επιγενόμενου γάμου των γονέων του ενός τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο τους με τέκνο γεννημένο σε γάμο ή ακυρότητας εκούσιας αναγνώρισης ή παρόμοιας εξομοίωσης, Σελ. 82(ε) Τεύχος 1399 Σελ. 20 απευθύνεται: α) όταν την ασκεί ο ένας γονέας, κατά του άλλου γονέα και του τέκνου, β) όταν την ασκεί το τέκνο, κατά των δύο γονέων, γ) όταν την ασκεί τρίτος κατά των δύο γονέων και του τέκνου σε περίπτωση που έχει πεθάνει κάποιος από αυτούς, απευθύνεται κατά των κληρονόμων του και στην περίπτωση που η αναγνώριση έγινε από τον παππού ή τη γιαγιά η αγωγή απευθύνεται και εναντίον τους αλλιώς απορρίπτεται. 4. Η αγωγή για την προσβολή εκούσιας αναγνώρισης απευθύνεται κατά των προσώπων που συνέπραξαν σε αυτήν ή των κληρονόμων τους και όταν δεν ασκεί την αγωγή το τέκνο ή οι κατιόντες του, και κατ' αυτών αλλιώς απορρίπτεται. 5. Η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης ή ακυρότητας ή λύσης της υιοθεσίας απευθύνεται: α) όταν την ασκεί ο θετός γονέας, κατά του θετού τέκνου, β) όταν την ασκεί το θετό τέκνο κατά του θετού γονέα, γ) όταν την ασκεί τρίτος, κατά του θετού γονέα και του θετού τέκνου σε περίπτωση που έχει πεθάνει κάποιος από αυτούς η αγωγή απευθύνεται κατά των κληρονόμων του αλλιώς απορρίπτεται. 6. Η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης επιτροπείας απευθύνεται, όταν την ασκεί ο επίτροπος, κατά του επιτροπευομένου και όταν την ασκεί ο επιτροπευόμενος ή ένας τρίτος, κατά του επιτρόπου αλλιώς απορρίπτεται." Το άρθρ.619 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρου πέμπτου Νόμ.3089/20-23 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄327), τόμ.7 σελ.192,236. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρ.620.-(641 α.ν. 44/67) Η προσβολή της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο, η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης σχέσης γονέα και τέκνου ή γονικής μέριμνας, η αναγνώριση της πατρότητας ενός τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του, η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης ή ακυρότητας εκούσιας αναγνώρισης ή εξομοίωσης ενός τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του με τέκνο γεννημένο σε γάμο, λόγω του επιγενομένου γάμου τους, η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης ή ακυρότητας υιοθεσίας, η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης επιτροπείας, η προσβολή εκούσιας αναγνώρισης ή η λύση υιοθεσίας επιδιώκονται μόνο με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή». Τα άρθρ. 618, 619 και 620 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τα άρθρ. 40, 41 και 42 αντίστοιχα Νόμ. 1329/15 - 18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α, 25), τόμ. 7 σελ. 192,02. Άρθρον 621 (642 α.ν. 44/67) Εάν η διάγνωσις διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει εκ τινός των εν άρθρω 620 διαφορών, το δικαστήριον αναβάλλει κατ' αίτησιν ή και αυτεπαγγέλτως την συζήτησιν μέχρις εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως επί της αγωγής. Εάν δεν έχη ασκηθεί η αγωγή, τάσσει προθεσμίαν προς τούτο. Μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας απράκτου δύναται να συνεχισθή η συζήτησις και ο σχετικός ισχυρισμός θεωρείται μη υποβληθείς. Άρθρον 622(643 α.ν. 44/67) Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσίαν προς εκδίκασιν των εν άρθρω 614 § 1 διαφορών, εάν ο πατήρ ή η μήτηρ ή το τέκνον είναι έλληνες, και αν ακόμη δεν έχουν ούτε είχον κατοικίαν ή διαμονήν εν Ελλάδι. 2.Εν ελλείψει αρμοδίου κατά τόπον δικαστηρίου προς εκδίκασιν των εν § 1 διαφορών, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της πρωτευούσης του Κράτους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ' Έκδοσις διαταγής πληρωμής. Άρθρον 61 (62 α.ν. 44/67) Εάν η αίτησις εξαιρέσεως δικαστού μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδίκου γίνη δεκτή και δεν είναι δυνατή η συγκρότησις του δικαστηρίου, το πολυμελές πρωτοδικείον δια της περί εξαιρέσεως αποφάσεώς του παραπέμπει την υπόθεσιν εις άλλο μονομελές πρωτοδικείον ή ειρηνοδικείον της περιφερείας του. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας KEΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄ Διάδικοι. Άρθρον 623 (644 α.ν. 44/67, 17.1 ν.δ. 958/71) Κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 624 έως 634 δύναται να ζητηθή η έκδοσις διαταγής πληρωμής επί χρηματικών απαιτήσεων ή επί απαιτήσεων παροχής χρεογράφων, εφ' όσον η απαίτησις και το οφειλόμενον ποσόν αποδεικνύεται δια δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου. Άρθρο 624 (645 α.ν. 44/67, 17.2 ν.δ. 958/71) 1.Η έκδοσις διαταγής πληρωμής δύναται να ζητηθή μόνον εάν η απαίτησις δεν εξαρτάται εξ αιρέσεως, προθεσμίας, όρου ή αντιπαροχής και το οφειλόμενον ποσόν χρημάτων ή χρεογράφων είναι ωρισμένον. 2.Δεν δύναται να εκδοθή διαταγή πληρωμής και η εκδοθείσα είναι άκυρος, εάν η επίδοσις αυτής πρέπει να γίνη εις πρόσωπα διαμένοντα εις την αλλοδαπήν ή αγνώστου διαμονής. (646 α.ν. 44/67, 17.3 ν.δ. 958/71) «Άρθρ.625.-«Αρμόδιος να εκδώσει διαταγή πληρωμής είναι για απαίτηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου. Για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο». Το άρθρο. 625, που είχε αντικατασταθεί από την παρ. 4 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/1993, (ΦΕΚ Α' 88), αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από την παρ. 24 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994,( ΦΕΚ Α' 65), κατωτ. αριθ. 26. Άρθρον 626 (647 α.ν. 44/67, 17.4 ν.δ. 958/71) 1.Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου της απαιτήσεως. Η αίτησις κατατίθεται εις την γραμματείαν του δικαστηρίου, συντασσομένης εκθέσεως κάτωθι αυτής. Η αίτησις δύναται να υποβληθή και προφορικώς κατά το άρθρον 215 § 2 μόνον εις τας εν αυτώ αναφερομένας περιπτώσεις. 2.Η αίτησις ή η έκθεσις πρέπει να περιέχη α)τα εν άρθροις 118 ή 117 και τα εν άρθρω 119 § 1 οριζόμενα β)αίτησιν εκδόσεως διαταγής πληρωμής και γ)την απαίτησιν και το ακριβές ποσόν των χρημάτων, ή χρεογράφων μετά των τυχόν οφειλομένων τόκων των οποίων ζητείται η καταβολή. 3.Εις την αίτησιν πρέπει να επισυνάπτωνται και πάντα τα έγγραφα εκ των οποίων προκύπτει η απαίτησις και το ποσόν αυτής. Άρθρον 627 (648 α.ν. 44/67) Ο δικαστής αποφασίζει το ταχύτερον επί της αιτήσεως άνευ κλήσεως του οφειλέτου, δικαιούται δε α)να καλή τον αιτούντα να παράσχη εις αυτόν διασαφήσεις επί της αιτήσεως, β)να υποδεικνύη εις τον αιτούντα τας αναγκαίας συμπληρώσεις ή διορθώσεις της αιτήσεως, γ)εάν ο αιτών επικαλείται ιδιωτικά έγγραφα, να ζητή βεβαίωσιν της υπογραφής παρά συμβολαιογράφου ή μαρτύρων εξεταζομένων ενώπιον αυτού. (Αντί για τη σελ 83 (δ) Σελ. 83 (ε) Τεύχος 1352 Σελ. 71 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 628 (649 α.ν. 44/67) 1.Ο δικαστής απορρίπτει την αίτησιν α)εάν δεν συντρέχουν αι νόμιμοι προϋποθέσεις δια την έκδοσιν διαταγής πληρωμής, β)εάν ο αιτών δεν παρέχη τας ζητηθείσας διασαφήσεις ή αρνείται να συμμορφωθή προς τας υποδείξεις συμπληρώσεως ή διορθώσεως της αιτήσεώς του ή βεβαιώσεως των υπογραφών ιδιωτικών εγγράφων. 2.Η απόρριψις της αιτήσεως σημειούται κάτωθι αυτής αναφερομένου συντόμως του λόγου της απορρίψεως. 3.Εν περιπτώσει απορρίψεως της αιτήσεως δεν αποκλείεται η άσκησις αγωγής ή η υποβολή νέας αιτήσεως. Άρθρον 629 (650 α.ν. 44/67) Ο δικαστής δέχεται την αίτησιν καθ' ο μέρος αύτη κατά την κρίσιν του είναι νόμω και πράγματι βάσιμος, διατάσσει τον οφειλέτην να καταβάλη το οφειλόμενον ποσόν και καταδικάζει αυτόν εις την δικαστικήν δαπάνην. Κατά το απορριφθέν μέρος εφαρμόζεται η διάταξις της § 3 του άρθρου 628. Άρθρον 630 (651 α.ν. 44/67, 47.5 ν.δ. 958/71) Η διαταγή πληρωμής καταρτίζεται εγγράφως και πρέπει να περιέχη α)το ονοματεπώνυμον του εκδίδοντος την διαταγήν πληρωμής δικαστού, β)το ονοματεπώνυμον, την κατοικίαν και την διεύθυνσιν του αιτούντος και του καθ' ου η αίτησις, γ)την αιτίαν της πληρωμής, δ)το καταβλητέον ποσόν χρημάτων ή χρεογράφων, ε)διαταγήν πληρωμής, στ)υπόμνησιν εις τον καθ' ου αύτη ότι δικαιούται να ασκήση ανακοπήν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεως αυτής και ζ)υπογραφήν του δικαστού. "Άρθρο 630Α.- H διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της. Aν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει." "Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει μέσα στην ίδια προθεσμία να καταθέσει αντίγραφο της σχετικής έκθεσης επίδοσης στη γραμματεία του δικαστηρίου, ο δικαστής του οποίου εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. Ο αρμόδιος γραμματέας υποχρεούται να καταχωρίσει τη χρονολογία της επίδοσης στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων." Το άρθρ.630Α προστέθηκε από την παρ.6 άρθρ.8 Νόμ.2819/2000 (ΦΕK Α΄84), κατωτ.αριθ.30, τα δε μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν με την παρ.2 άρθρ.23 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Σελ. 84(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 72 Άρθρον 631 (652 α.ν. 44/67) Η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλον εκτελεστόν. Άρθρον 62 (62 α.ν. 44/67) Ικανός να είναι διάδικος είναι ο έχων την ικανότητα να είναι υποκείμενον δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ενώσεις προσώπων προς επιδίωξιν σκοπού μη αποτελούσαι σωματείον και εταιρείαι μη κεκτημέναι νομικήν προσωπικότητα δύνανται να είναι διάδικοι. Άρθρο 632. (653 Α.Ν. 44/67, 47.6 Ν.Δ. 958/71). «1.Ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής, έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο, το οποίο είναι καθ' ύλην αρμόδιο. Η επίδοση της ανακοπής και της αίτησης αναστολής της επόμενης παραγράφου μπορούν να γίνουν είτε στο δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε στη διεύθυνση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται, η οποία αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής, εκτός αν γνωστοποιηθεί με δικόγραφο μεταβολή που τυχόν έχει επέλθει. Τα αντίγραφα των εγγράφων τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση παραμένουν στη γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής κατά την παρούσα παράγραφο». Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 5 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28 - 28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), τόμ. 8 σελ. 84,243. 2.Η άσκησις της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της διαταγής πληρωμής. Το εκδόσαν όμως την διαταγήν πληρωμής δικαστήριον δύναται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. να χορηγήση αναστολήν μετά ή άνευ εγγυήσεως μέχρι εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της ανακοπής. 3.Εάν η διαφορά εκ της απαιτήσεως δια την οποίαν εξεδόθη η διαταγή πληρωμής δικάζεται κατά ειδικήν διαδικασίαν, η εκδίκασις της ανακοπής γίνεται κατά τας διατάξεις της ειδικής ταύτης διαδικασίας. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 633 (654 α.ν. 44/67, 47.7 ν.δ. 958/71) 1.Εάν η ανακοπή ησκήθη εμπροθέσμως και νομίμως και οι λόγοι αυτής είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριον ακυροί την διαταγήν πληρωμής, άλλως απορρίπτει την ανακοπήν και επικυροί την διαταγήν πληρωμής. 2.Εάν δεν ησκήθη ανακοπή εμπροθέσμως ο υπέρ ου η διαταγή πληρωμής δύναται να επιδόση εκ νέου ταύτην εις τον οφειλέτην δικαιούμενον να άσκηση την ανακοπήν «μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών» από της νέας επιδόσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη δεν χορηγείται η κατά την παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου αναστολή εκτελέσεως. Παρελθούσης απράκτου και της ως άνω προθεσμίας η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύν δεδικασμένου υποκείμενη μόνον εις αναψηλάφησιν. Η μέσα στα « » φράση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 6 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28 - 20 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8 σελ. 84,243. Άρθρον 634 (655 α.ν. 44/67) 1.Η επίδοσις διαταγής πληρωμής διακόπτει την παραγραφήν και την αποσβεστικήν προθεσμίαν. 2.Εάν ακυρωθή η διαταγή πληρωμής, η παραγραφή ή η αποσβεστική προθεσμία θεωρείται εν αναστολή από της επιδόσεως της διαταγής πληρωμής μέχρι της εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της ανακοπής. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' Διαφοραί εκ πιστωτικών τίτλων. Άρθρον 635 (656 α.ν. 44/67) Κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 637 έως 646 δύνανται να δικασθούν διαφοραί εκ συναλλαγματικών, γραμματίων εις διαταγήν, επιταγών, ανωνύμων ομολογιών και τοκομεριδίων ομολογιακών δανείων, αποθετηρίων, ενεχυρογράφων και εν γένει πιστωτικών τίτλων περί πληρωμής υποχρεώσεων αι οποίαι προκύπτουν αμέσως εκ του τίτλου και αφορούν τους δικαιούχους και τους υποχρέους ή τους καθολικούς διαδόχους αυτών. Άρθρον 636 (657 α.ν. 44/67) «Αι εν άρθρ. 635 διαφοραί υπάγονται εις την αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, εάν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τας (είκοσι χιλιάδας), δραχμάς, εις την αρμοδιότητα δε των μονομελών πρωτοδικείων, εάν είναι ανωτέρα του ποσού τούτου». Το άρθρ. 636 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 14 Ν.Δ. 8/1974 (τόμ. 10Α σελ. 301). Το ποσόν ηυξήθη εις 30.000 από 1 Μαΐου 1977 δια του Π.Δ. 242 της 14/18 Μαρτ. 1977 (ΦΕΚ Α' 85). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε εκατό χιλιάδες δραχμές με την παρ. 9 άρθρ. 1 Π.Δ. 354/13 - 15 Σεπτ. 1983 (ΦΕΚ Α' 126), του οποίου η ισχύς αρχίζει την 1 Νοεμ. 1983. Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε διακόσιες χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1987 με την παρ. 7 άρθρ. 1 Π.Δ. 278/27 Ιουλ. - 5 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α' 141). Το ανωτέρω ποσό αυξήθηκε σε 300.000 δραχμές με το άρθρ. 2 Π.Δ. 468/1 - 8 Δεκ. 1987 (ΦΕΚ Α' 217). Το ανωτέρω ποσό των τριακοσίων χιλιάδων δραχμών αυξήθηκε σε εξακόσιες χιλιάδες δραχμές από 16 Σεπτ. 1993, από την παρ. 8 άρθρ. 7 Νόμ. 2145/28 - 28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Το ανωτέρω ποσό των 600.000 δραχμών αυξήθηκε σε 1.000.000 δραχμές από 1 Νοεμ. 1995 από την 116333/12 - 19 Οκτ. 1995, (ΦΕΚ Β' 871), Απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης. Το ανωτέρω ποσόν του 1.000.000 δραχμών αυξήθηκε σε 2.000.000 δραχμές από 1 Νοεμ.2000, με την περίπτ. δ΄ της 91756/14-15 Σεπτ.2000 (ΦΕΚ Β΄ 1150) απόφ.Υπ. Δικαιοσύνης. Το ανωτέρω ποσό των 2.000.000 δραχμών ή πέντε χιλιάδων εννιακοσίων (5.900) ευρώ, σύμφωνα με τα άρθρ.3-5 Νόμ.2943/2001, αυξήθηκε από 1ης Οκτ.2003 σε δώδεκα χιλιάδες(12.000) ευρώ με την περίπτ.δ΄ της 125804/30 Ιουλ.-1 Αυγ.2003 (ΦΕΚ Β΄1072) απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης, (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄1173/20 Αυγ.2003). Άρθρ.637.-(Καταργήθηκε από την περίπτ. α' της παρ. 12, του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6 - 6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α' 67, κατωτ. αριθ. 28). Άρθρον 638 (659 α.ν. 44/67) 1.Η αγωγή πρέπει να περιλαμβάνη δήλωσιν όπως δικασθή κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 637 έως 646. 2.Ο δικαστής υποχρεούται να ορίση δικάσιμον, εις τρόπον ώστε τηρουμένων των εν άρθρω 639 προθεσμιών να εκδικασθή το ταχύτερον η υπόθεσις. (Αντί για τη σελ. 85(ια) Σελ. 85(ιβ) Τεύχος 1399 Σελ. 21 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 Άρθρον 639 (660 α.ν. 44/67) 1.Αι κλήσεις προς συζήτησιν πρέπει να επιδίδονται, εάν ο καλούμενος διάδικος διαμένη εν τη έδρα του δικαστηρίου, τρεις τουλάχιστον ημέρας προ της συζητήσεως, εάν διαμένη εν τη ημεδαπή εκτός της έδρας του δικαστηρίου, τουλάχιστον οκτώ ημέρας προ της συζητήσεως, εάν δε διαμένη εν τη αλλοδαπή ή είναι αγνώστου διαμονής, τουλάχιστον εξήκοντα ημέρας προ της συζητήσεως. 2.Αι υπό της § 1 οριζόμεναι προθεσμίαι εφαρμόζονται και επί των κλήσεων προς συζήτησιν ενδίκων μέσων, πλην της αναιρέσεως. Άρθρ.63.-(64 α.ν. 44/67) "Όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Όποιος έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία ή βρίσκεται, κατά το χρόνο που επιχειρεί συγκεκριμένη δήλωση της βούλησής του, σε κατάσταση που δεν επιτρέπει να είναι αυτή έγκυρη, μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, μόνο όπου κατά το ουσιαστικό δίκαιο έχει ικανότητα για δικαιοπραξία ή όπου ο νόμος επιτρέπει την αυτοπρόσωπη παράστασή του". Η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρ. 32 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 278), Τόμ. 7, σελ. 192, 228. 3.Επί ασφαλιστικών μέτρων προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου εκ της αναβολής, δύναται να παρίσταται και ο μη ικανός προς δικαιοπραξίαν. Άρθρον 640 (661 α.ν. 44/67, 48.1 ν.δ. 958/71) Μέχρι της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως πρέπει να προσάγωνται υποχρεωτικώς οι πιστωτικοί τίτλοι, άλλως η αγωγή απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος. Άρθρον 641(662 α.ν 44/67, 48.2 ν.δ. 958/71 (Μέχρι πέρατος της πρώτης επ' ακροατηρίου συζητήσεως οφείλει ο εναγόμενος να προβάλη πάντας τους εκ του διέποντος τον πιστωτικόν τίτλον ή του κοινού δικαίου ισχυρισμούς του). Το μέσα σε ( ) πρώτο εδάφιο, καταργήθηκε από την περίπτ. β' της παρ. 12, του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6 - 6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α' 67, κατωτ. αριθ. 28. Δεν επιτρέπεται η άσκησις ανταγωγής, η δε ασκηθείσα απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδετκος. Άρθρον 642 (663 α.ν. 44/67, 48.3 ν.δ. 958/71) Αι διατάξεις των άρθρων 208, 226, 244, 266, 267 και 466 έως 472 δεν εφαρμόζονται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 637 έως 646. Άρθρον 643 (664 α.ν. 44/67, 48.4 ν.δ. 958/71) 1.Ο δικαστής αποφαίνεται οριστικώς παρά χρήμα δεχόμενος ή απορρίπτων την αγωγήν. Εν αποδοχή της αγωγής δύναται να υποχρεώση τον ενάγοντα εις εγγυοδοσίαν. «2.Τα άρθρ. 649 και 650 εφαρμόζονται αναλόγως». Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. γ' της παρ. 12 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6 - 6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α' 67), κατωτ. αριθ. 28. Σελ. 86 (ιβ) Τεύχος 1399 Σελ. 22 Άρθρ.644 (665 α.ν. 44/67, 18.5 ν.δ. 958/71) 1.Η δεχομένη ή απορρίπτουσα την αγωγήν απόφασις υπόκειται εις ένδικα μέσα, πλην της ανακοπής ερημοδικίας. 2.(Καταργήθηκε από την περίπτ. δ' της παρ. 12 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6 - 6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α' 67, κατωτ. αριθ. 28). Άρθρο.645-646.-(Καταργήθηκαν από την περίπτ. ε' της παρ. 12 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6 - 6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α' 67, κατωτ. αριθ. 28). 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' «Μισθωτικές διαφορές» Ο μέσα σε «» τίτλος αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από την περίπτ.β΄της παρ.20 άρθρ.7 Νόμ.2741/28-28 Σεπτ.1999 (ΦΕΚ Α΄199), τόμ.7Α σελ.332,0856 Άρθρον 647 (668 α.ν. 44/67) «1.Κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρ. 648 έως 661 δικάζονται όλες οι κύριες ή παρεπόμενες διαφορές από μίσθωση κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή απόεπίμορτη αγροληψία». Η μέσα σε «» παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ.α της παρ.20 άρθρ.7 Νόμ.2741/28-28 Σεπτ.1999 (ΦΕΚ Α΄199), τόμ.7Α σελ.332,0856. 2.Κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρ. 648 έως 657 δικάζονται και αι διαφοραί του άρθρ. 17 αριθ. 2». Το άρθρ. 647 ως και ο προ αυτού τίτλος Κεφαλαίου αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 11 Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρον 648 (669 α.ν. 44/67, 49.1 ν.δ. 958/71) Ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης δι' επισημειώσεώς του επί της κατατεθείσης αγωγής οφείλει παραχρήμα να ορίση ημέραν και ώραν συζητήσεως και προθεσμίαν κλητεύσεως η οποία δεν δύναται να είναι μεγαλύτερα των δέκα πέντε ημερών ουδέ μικροτέρα των οκτώ. Εγγραφή της υποθέσεως εις πινάκιον δεν γίνεται. Άρθρον 64 (65 α.ν. 44/67) 1.Οι ανίκανοι προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου ιδίω ονόματι παρίστανται δια των νομίμων αυτών αντιπροσώπων. 2.Τα νομικά πρόσωπα παρίστανται επί δικαστηρίου δια των εκπροσωπούντων αυτά. Οσάκις δια την διεξαγωγήν της δίκης απαιτείται προηγουμένη άδεια, αύτη εάν χορηγηθή απεριορίστως περιλαμβάνει και την κατ' έφεσιν, αναψηλάφισιν και αναίρεσιν δίκην. 3.Αι μη αποτελούσαι σωματείον ενώσεις προσώπων προς επιδίωξιν σκοπού και αι μη κεκτημέναι νομικήν προσωπικότητα εταιρίαι παρίστανται επί δικαστηρίου δια των προσώπων εις τα οποία είναι ανατεθειμένη η διαχείρησις των υποθέσεων αυτών. 4.Ελλειπούσης διατάξεως οριζούσης τα της παραστάσεως επί δικαστηρίου των εν §§ 1 έως 3 προσώπων, ταύτα παρίστανται δια των αντιπροσωπευόντων αυτά εις τας συναλλακτικάς σχέσεις των. Άρθρον 649 (671 α.ν. 44/67, 49.3 ν.δ. 958/71) 1.Οι διάδικοι μέχρι πέρατος της επ' ακροατηρίου συζητήσεως προσάγουν πάντα τα αποδεικτικά αυτών μέσα. (Απόφασις περί αποδείξεως δεν εκδίδεται.) Οι διάδικοι δεν υποχρεούνται εις κατάθεσιν προτάσεων, πλην αν το δικαστήριον διατάξη τούτο. (Η επ' ακροατηρίου συζήτησις τερματίζεται εις μίαν δικάσιμον, το δε δικαστήριον οφείλει να εκδόση το ταχύτερον την απόφασιν.) Τα μέσα σε () εδάφια β΄και δ΄ καταργήθηκαν από την παρ.6 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. 2.Εάν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν δεν εμφανισθή ή εμφανισθή και δεν μετάσχη προσηκόντως αυτής τις των διαδίκων, η διαδικασία προβαίνει ως εάν ήσαν πάντες οι διάδικοι παρόντες. Άρθρ.650 (672 α.ν. 44/67, 49.4 ν.δ. 958/71) «1.Το δικαστήριον λαμβάνει υπ' όψιν και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά την δικάσιμον. Το δικαστήριον δύναται να ορίση κατά την δικάσιμον, εάν κρίνη αναγκαίον, άλλην ημέραν και ώραν προς εξέτασιν των μαρτύρτων ενώπιόν του, δια προφορικής ανακοινώσεώς του καταχωριζομένης εις τα πρακτικά, μη προσαπαιτουμένης κλήσεως των διαδίκων και των μαρτύρων να εμφανισθούν κατά την εξέτασιν. Ένορκοι βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπ' όψιν μόνον εάν εγένοντο μετά προηγουμένην κλήτευσιν του αντιδίκου προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών». Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 Νόμ. 733/1977 (κατωτ. αριθ. 6). 2.Εάν παρίσταται ανάγκη αυτοψίας, το δικαστήριον ενεργεί αυτήν ορίζον κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν, δια προφορικής ανακοινώσεώς του καταχωριζομένης εις τα πρακτικά, τον τόπον και τον χρόνον της διεξαγωγής αυτής μη προσαπαιτουμένης προσκλήσεως των διαδίκων να εμφανισθούν κατ' αυτήν. Το πόρισμα της αυτοψίας καταχωρίζεται εις την απόφασιν. 3.Εάν παρίσταται ανάγκη πραγματογνωμοσύνης το δικαστήριον ορίζει κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν, δια προφορικής ανακοινώσεώς του καταχωριζομένης εις τα πρακτικά, τους πραγματογνώμονας, το θέμα, τον τόπον και τον χρόνον της διεξαγωγής αυτής. Ο χρόνος της διεξαγωγής ουδέποτε είναι δυνατόν να είναι μείζων των οκτώ ημερών. Οι πραγματογνώμονες δύνανται να εκθέσουν το πόρισμα αυτών και προφορικώς εις την γραμματείαν του δικαστηρίου, συντασσομένου πρακτικού, μη προσαπαιτουμένης προσκλήσεως των διαδίκων όπως παραστούν κατά την σύνταξιν αυτού, ουδέ της αναγνώσεως τούτου εις αυτούς εάν παρίστανται. 4.(Καταργήθηκε από την παρ.6 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ.αριθ.31). Άρθρον 651 (673 α.ν. 44/67) «Αι τελεσίδικοι αποφάσεις επί των διαφορών του άρθρ. 17 αριθ. 2 αποτελούν δεδικασμένον. Αι περί παραδόσεως ή αποδόσεως της χρήσεως του μισθίου αποφάσεις, αποτελούν δεδικασμένον μόνον ως προς τον κριθέν ζήτημα της παραδόσεως ή αποδόσεως της χρήσεως, ουχί δε και ως προς τα παρεμπιπτόντως κριθέντα". Το άρθρ. 651 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 12 Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). (Αντί για τη σελ. 87(ζ) Σελ. 87(η) Τεύχος 1352 Σελ. 75 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 652 (674 α.ν. 44/67, 49.6 ν.δ. 958/71) 1.Η προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας είναι οκτώ ημερών, της δε εφέσεως, αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως δέκα πέντε ημερών, εάν ο δικαιούμενος εις την άσκησιν αυτών διαμένη εις την ημεδαπήν, τριάκοντα δε ημερών, εάν διαμένη εις την αλλοδαπήν ή είναι αγνώστου διαμονής. 2.Η προθεσμία της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν είναι οκτώ ημερών από της ημέρας της άρσεως του συνιστώντος την ανωτέραν βίαν κωλύματος ή της γνώσεως του δόλου. 3.Η δικάσιμος δια την προφορικήν συζήτησιν των ενδίκων μέσων, πλην της αναιρέσεως, πρέπει να ορίζεται ούτως ώστε μεταξύ της κλήσεως και της συζητήσεως να μεσολαβή προθεσμία οκτώ ημερών εάν ο καλούμενος διαμένη εις την ημεδαπήν και τριάκοντα ημερών εάν διαμένη εις την αλλοδαπήν ή είναι αγνώστου διαμονής. Εάν επί πλειόνων ομοδίκων τινές διαμένουν εις την αλλοδαπήν ή είναι αγνώστου διαμονής, πρέπει να τηρείται η προθεσμία των τριάκοντα ημερών. Άρθρον 653 (675 α.ν. 44/67, 49.6 ν.δ. 958/71) 1.Ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται εάν ο ερήμην δικασθείς δεν εκλητεύθη παντάπασιν ή προσηκόντως ή εμπροθέσμως «ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας». Οι τελευταίες μέσα στα « » λέξεις προστέθηκαν από την παρ. 7 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28 - 28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), τόμ. 8 σελ. 84,243. 2.Εάν αύτη κριθή παραδεκτή και βάσιμος, το δικαστήριον εξετάζει αμέσως την ουσίαν της υποθέσεως, εκδίδον μίαν επί της ανακοπής και της ουσίας απόφασιν. Άρθρον 654 (670 α.ν. 44/67, 49.7 ν.δ. 958/71) 1.Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως και η αντέφεσις ασκούνται και δια των προτάσεων. «2.Τα άρθρ. 226, 649 παρ. 1, 650, 651 και 653 εφαρμόζονται και στην κατ' έφεση δίκη. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται». Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 3 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Σύμφωνα δε με την παρ. 4 άνω άρθρ. 3 Νόμ. 2298/1995 οι διατάξεις της ανωτέρω παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε, εφαρμόζονται σε εφέσεις που συζητούνται μετά την ισχύ του νόμου αυτού (4-4-1995). 3.Η ενέργεια αυτοψίας δύναται να ανατεθή και εις έν των μελών του δικαστηρίου. Σελ. 88(η) Τεύχος 1352 Σελ. 76 Άρθρον 655 (677 α.ν. 44/67) Τα άρθρα 648 και 649 έως 654 εφαρμόζονται και επί αναψηλαφήσεως. (678 α.ν. 44/67) Άρθρον 5 (5 α.ν. 44/67) 1.Εάν παρίσταται ανάγκη ενεργείας κατ' ιδίαν διαδικαστικών πράξεων εν τη αλλοδαπή, τα δικαστήρια δύνανται να ζητήσουν ταύτην είτε παρά των εν τη αλλοδαπή ελληνικών προξενικών αρχών είτε παρά των αρμοδίων αλλοδαπών αρχών. Εις την τελευταίαν περίπτωσιν η αίτησις διαβιβάζεται δια του Υπουργείου Δικαιοσύνης, πλην αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν άλλως. 2.Η παρά της αλλοδαπής αρχής ενεργηθείσα πράξις είναι έγκυρος, εφ' όσον είτε εξετελέσθη κατά τας διατάξεις του δικαίου αυτής είτε είναι σύμφωνος προς τας διατάξεις του ημεδαπού δικαίου. Άρθρον 65 (66 α.ν. 44/67) 1.Πράξεις δια την εξώδικον ενέργειαν των οποίων υπό του νομίμου αντιπροσώπου του διαδίκου απαιτείται κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου ειδική εξουσιοδότησις, γινόμεναι ως διαδικαστικαί, είναι ισχυραί και άνευ ταύτης, εάν εδόθη γενική εξουσιοδότησις προς διεξαγωγήν της δίκης. 2.Συμβιβασμός, αναγνώρισις, παραίτησις από του δικαιώματος της αγωγής και συμφωνία περί διαιτησίας είναι ανίσχυροι άνευ εξουσιοδοτήσεως προς ενέργειαν τοιούτων πράξεων. Άρθρ.656.-(Καταργήθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 32 Νόμ. 2172/16 - 16 Δεκ. 1993, ΦΕΚ Α' 207, κατωτ. αριθ. 25). Άρθρον 657 (679 α.ν. 44/67) Εάν γίνη δεκτή αίτησις επαναφοράς των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν, το δικαστήριον προβαίνει αμέσως εις την έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, εκδιδομένης πάντοτε μιας αποφάσεως. Άρθρον 658 (680 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δικαιούται να τάξη προθεσμίαν δια την παράδοσιν ή απόδοσιν της χρήσεως του μισθίου μέχρι τριάκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Άρθρον 659 (681 α.ν. 44/67, 49.8 ν.δ. 958/71) Αποφάσεις αφορώσαι την απόδοσιν της χρήσεως μισθίου ακινήτου εκτελούνται και κατά των υπομισθωτών, ως και κατά παντός έλκοντος τα δικαιώματα αυτού εκ του μισθωτού ή κατέχοντος το μίσθιον δι' αυτόν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 660 (682 α.ν. 44/67) 1.Εάν εξαφανισθή απόφασις διατάσσουσα παράδοσιν ή απόδοσιν χρήσεως μισθίου και έχη εκτελεσθή αύτη, ο καθ' ου εγένετο η εκτέλεσις δικαιούται να ζητήση την επανεγκατάστασιν αυτού εις το μίσθιον. 2.Η επανεγκατάστασις δύναται να ζητηθή δι' αιτήσεως υποβαλλομένης και δια των προτάσεων ενώπιον του εξαφανίσαντος την απόφασιν δικαστηρίου μέχρι πέρατος της επ' ακροατηρίου συζητήσεως ή δι' αγωγής ενώπιον του ειρηνοδίκου δικαζομένης κατά την ειδικήν ταύτην διαδικασίαν, η απόφασις όμως του ειρηνοδίκου εις ουδέν ένδικον μέσον υπόκειται. "Η αγωγή πρέπει να ασκηθεί μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που η απόφαση, η οποία διατάσσει την παράδοση ή απόδοση μισθίου, γίνεται αμετάκλητη." Το μέσα σε «» εδάφιο προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31 3.Η διατάσσουσα την επανεγκατάστασιν απόφασις εκτελείται και κατά παντός έλκοντος τα δικαιώματά του εκ του καθ' ου διετάχθη η επανεγκατάστασις. Άρθρον 661 (683 α.ν. 44/67, 49.9 ν.δ. 958/71) Η ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου μέχρι τέλους της επ' ακροατηρίου συζητήσεως καταβολή όλων των μέχρι της ημέρας της συζητήσεως οφειλεομένων ληξιπροθέσμων μισθωμάτων και των παραχρήμα υπό του δικάζοντος οριζομένων δικαστικών εξόδων, επάγεται κατάργησιν της δίκης περί αποδόσεως της χρήσεως του μισθίου δια καθυστέρησιν μισθωμάτων εκ δυστροπίας. Η διάταξις αύτη δεν εφαρμόζεται επί επανειλημμένης εκ δυστροπίας καθυστερήσεως. Άρθρον 662 (684 α.ν. 44/67) Η άσκησις αγωγής αποδόσεως της χρήσεως μισθίου ισχύει ως καταγγελία της συμβάσεως, τηρουμένων των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. «Άρθρ.662Α.-Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 662Β έως Η, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, αν η μίσθωση αποδεικνύεται εγγράφως, στην περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, εφόσον έγγραφη όχληση έχει επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή έναν τουλάχιστο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης. Η καταβολή των μισθωμάτων εντός του μηνός, αποδεικνυομένη εγγράφως, αποκλείει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου. Τούτο ισχύει μόνο μία φορά». «Άρθρ.662Β.-Αρμόδιος για την έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου είναι ο ειρηνοδίκης στις περιπτώσεις που αυτός έχει αρμοδιότητα κατά το άρθρ. 14 παρ. 1 εδάφ. β' και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου σε κάθε άλλη περίπτωση. Η τοπική αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά το άρθρ. 29». «Άρθρ.662Γ.-1.Η διάταξη του άρθρ. 626 παρ. 1 εφαρμόζεται αναλόγως. 2.Η αίτηση ή η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρ. 117 ή 118 και εκείνα του άρθρ. 119 παρ. 1, καθώς και: α)αίτημα να εκδοθεί διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου ακινήτου και μνεία του τόπου όπου βρίσκεται με περιγραφή του, β)επίκληση του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η μίσθωση, γ)επίκληση της κατά το άρθρ. 662Α περίπτωσης σύμφωνα με την οποία ζητείται η απόδοση της χρήσης του μισθίου με μνεία των αναγκαίων περιστατικών, καθώς και της έκθεσης επίδοσης. 3.Στην αίτηση επισυνάπτεται το έγγραφο από το οποίο αποδεικνύεται η μίσθωση, η έκθεση επίδοσης της όχλησης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο. Ο δικαστής μπορεί να καλέσει τον αιτούντα να βεβαιώσει και ενόρκως τα περιστατικά που απαιτούνται για την έκδοση της διαταγής. 4.Η διάταξη του άρθρ. 627 εφαρμόζεται αναλόγως». «Άρθρ.662Δ.-1 .Αν η αίτηση είναι νόμιμη και τα απαιτούμενα σε κάθε περίπτωση περιστατικά αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής εκδίδει διάταξη με την οποία υποχρεώνει τον καθ' ου να αποδώσει στον αιτούντα τη χρήση του μισθίου, και τον καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα. 2.Η διαταγή καταρτίζεται εγγράφως και περιέχει: α)το ονοματεπώνυμο του δικαστή που την εκδίδει, β)το ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο και κατοικία του αιτούντος και τον καθ' ου η αίτηση, γ)περιγραφή του μισθίου, δ)την αιτία της απόδοσης με έκθεση των αναγκαίων περιστατικών και μνεία της έκθεσης επίδοσης της όχλησης, ε)διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, στ) υπόμνηση στον καθ' ου ότι μετά την πάροδο δύο μηνών από την προς αυτόν επίδοση η διαταγή θα αποτελεί τίτλο εκτελεστό και ότι δικαιούται να ασκήσει κατ' αυτής ανακοπή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από της επιδόσεως και ζ)υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε. 3.Η διαταγή αποτελεί τίτλο εκτελεστό αφού παρέλθουν δύο μήνες από την επίδοσή της στον καθ' ου. Η διαταγή εκτελείται και κατά των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρ. 659». Με την παρ.5 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31,η προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται από τις παρ.2 περίπτ.στ΄και 3 του άνω άρθρου, ορίστηκε σε είκοσι ημέρες. (Αντί για τη σελ.88,01(δ) Σελ. 88,01(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 77 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 «Άρθρ.662Ε.-1.Ο δικαστής απορρίπτει την αίτηση: αν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοσή της. και β)αν ο αιτών δεν δίνει τις τυχόν ζητούμενες από αυτόν εξηγήσεις ή δεν προβαίνει στις υποδεικνυόμενες συμπληρώσεις ή διορθώσεις της αίτησης ή δεν παρέχει τις τυχόν ζητούμενες από αυτόν βεβαιώσεις της υπογραφής ιδιωτικών εγγράφων ή αν, μολονότι έχει κληθεί να βεβαιώσει ενόρκως τα κατά το άρθρ. 662Γ περιστατικά, δεν προβαίνει στη βεβαίωση αυτή. 2.Η απόρριψη της αίτησης σημειώνεται κάτω από την αίτηση με σύντομη έκθεση του λόγου. 3.Η απόρριψη της αίτησης δεν εμποδίζει την υποβολή νέας ούτε την άσκηση αγωγής». «Άρθρ.662ΣΤ.-Ο καθ' ου η διαταγή δικαιούται να ασκήσει ανακοπή ενώπιον του καθ' ύλην αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής απόδοσης του μισθίου δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από της επίδοσης της διαταγής. Η ανακοπή εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 648 επομ». «Άρθρ.662Ζ.-Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής. Ο δικαστής όμως που την εξέδωσε μπορεί, ύστερα από αίτηση του ανακόπτοντος, η οποία εκδικάζεται κατά τα άρθρ. 686 επόμ., να χορηγήσει αναστολή, είτε με εγγυοδοσία υπέρ του καθ' ου η ανακοπή είτε χωρίς εγγυοδοσία, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. (Μπορεί επίσης να χορηγήσει, κατά την ίδια διαδικασία, προθεσμία για την απόδοση της χρήσης του μισθίου έως σαράντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασής του»). Το μέσα σε () εδάφιο καταργήθηκε από την παρ.6 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001(ΦΕΚ Α΄109),κατωτ.αριθ.31. «Άρθρ.662Η.-1.Αν η ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή. 2.Η διάταξη του άρθρ. 634 εφαρμόζεται αναλόγως». Τα άρθρ. 662Α-662Η, προστέθηκαν από την παρ. 13, του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6 - 6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α' 67), κατωτ. αριθ. 28. Σελ. 88,02(ε) Τεύχος 1352 Σελ. 78 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ' Εργατικαί διαφοραί. Άρθρον 66 (67 α.ν. 44/67) Αλλοδαπόν πρόσωπον στερούμενον κατά το δίκαιον της ιθαγενείας του της ικανότητος προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου ιδίω ονόματι θεωρείται ικανόν να παρίσταται ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων, εάν κατά το ελληνικόν δίκαιον κέκτηται την ικανότητα ταύτην. Άρθρον 663 (691 α.ν. 44/67, 51.1 ν.δ. 958/71) Κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 664 έως 666 και 667 έως 676 δικάζονται: 1)αι διαφοραί εκ παροχής εξηρτημένης εργασίας ή και εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας εξ αφορμής αυτής μεταξύ εργαζομένων ή των διαδόχων των ή των κατά νόμον δικαιουμένων εκ της παροχής της εργασίας των και των εργοδοτών ή των διαδόχων αυτών, 2)αι διαφοραί εκ παροχής εξηρτημένης εργασίας ή και εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας εξ αφορμής αυτής μεταξύ των από κοινού εργαζομένων παρά τω αυτώ εργοδότη, 3)αι διαφοραί εκ συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή εκ διατάξεων εξοιμοιουμένων προς διατάξεις συλλογικής συμβάσεως μεταξύ των υπαγομένων εις αυτάς ή μεταξύ αυτών και τρίτων, 4)αι διαφοραί μεταξύ επαγγελματιών ή βιοτεχνών προς αλλήλους ή μεταξύ αυτών και των πελατών αυτών εκ της παροχής εργασίας ή ειδών υπ' αυτών κατασκευασθέντων, 5)αι διαφοραί μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως και των εις αυτούς ησφαλισμένων ή των διαδόχων αυτών ή των κατά νόμον δικαιουμένων εκ της σχέσεως ασφαλίσεως. Ήδη για τις διαφορές της άνω παρ. 5 βλέπε άρθρ. 7 Νόμ. 702/1977 (ΦΕΚ Α' 268), Τόμ. 6, σελ. 104,33. Με το άρθρ. 32 του Νόμ. 1545/1985 (ΦΕΚ Α' 91, τόμ. 151, σελ. 98,679), ορίστηκε ότι: «1)Στις εργατικές διαφορές του άρθρ. 663 περίπτ. 1, 2 και 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ορίζεται υποχρεωτικώς δικάσιμη που να μην απέχει περισσότερο από 15 ημέρες από την κατάθεση του δικογράφου στο δικαστήριο ή τη σύνταξη της έκθεσης, η δε απόφαση να δημοσιεύεται μέσα σε ένα μήνα από τη συζήτηση της διαφοράς. 2)Η επίδοση της αγωγής ή της έκθεσης στον εναγόμενο γίνεται εντός 5 ημερών. 3)Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση της έφεσης και της αναίρεσης». Άρθρον 664 (692 α.ν. 44/67) Αι εν άρθρω 663 διαφοραί δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον του τόπου ένθα ο εργαζόμενος παρέχει ή, εν περιπτώσει λύσεως της σχέσεως, παρέσχε κατά τον αμέσως προς τη λύσεως χρόνον την εργασίαν του. Άρθρον 665 (693 α.ν. 44/67) 1.Οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου αυτοπροσώπως ή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου ή οι μεν εργαζόμενοι δι' ετέρου εργαζομένου ασκούντος το αυτό κατ' είδος επάγγελμα, οι δε εργοδόται δι' υπαλλήλου αυτών. 2.Η πληρεξουσιότης δύναται να δοθή και δι' ιδιωτικού εγγράφου ή δια σημειώσεως κάτωθι του κοινοποιηθέντος δικογράφου της αγωγής ή κλήσεως προς συζήτησιν. «Ο τύπος αυτός της πληρεξουσιότητας ισχύει και για το Εφετείο». Το μέσα στα « » εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 7 άρθρ. 3 Νόμ. 1649/29 Σεπτ.-3 Οκτ. 1986 (ΦΕΚ Α' 149), τόμ. 6Α, σελ. 390,322, του οποίου η ισχύς σύμφωνα με το άρθρ. 17 αυτού αρχίζει από 1-9-1986. Επίσης σύμφωνα με τη παρ. 6 του ίδιου άρθρου και νόμου οι διατάξεις του άνω εδαφίου εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του. Άρθρον 666 (694 A.N. 44/67, 51.2 ν.δ. 958/71) 1.Κατά την ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου διαδικασίαν εφαρμόζονται αι διατάξεις αι ρυθμίζουσαι την διαδικασίαν ενώπιον των ειρηνοδικείων. 2.Ο ειρηνοδίκης κατ' αίτησιν του εναγομένου, υποβαλλομένην κατά την πρώτην επ' ακροατηρίου συζήτησιν, δικαιούται να παραπέμψη την εκδίκασιν της διαφοράς εις το μονομελές πρωτοδικείον της περιφερείας του, εάν εκκρεμή ενώπιον αυτού αγωγή του εναγομένου κατά του ενάγοντος δι' απαίτησιν εκ των εν άρθρω 663 αναφερομένων επιδεκτικήν συμψηφισμού μετά της παραπεμπομένης. 3.Επί των εν άρθρω 663 διαφορών δεν εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρων 466 έως 472. Άρθρον 667 (707 α.ν. 44/67, 51.4 ν.δ. 958/71) Το δικαστήριον δέον να προσπαθήση, να συμβιβάση τους διαδίκους κατά την πρώτην επ' ακροατηρίου συζήτησιν. Η παράλειψις της απόπειρας συμβιβασμού δεν επιφέρει απαράδεκτον ή ακυρότητα. Άρθρον 668 ((708 α.ν. 44/67, 51.5 ν.δ. 958/71) Κατά την διαδικασίαν των άρθρων 664 έως 666 και 667 έως 676 δύνανται να εναγάγουν ή να εναχθούν από κοινού πλείονες εργαζόμενοι και όταν τα δικαιώματα ή αι υποχρεώσεις αυτών προέρχωνται μόνον εκ. της αυτής νομικής αιτίας. (Αντί για τη σελ. 88,03) Σελ. 88,03(α) Τεύχος 1352 Σελ. 79 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 669 (709 α.ν. 44/67) Ανεγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, ανεγνωρισμένοι ενώσεις αυτών ή επιμελητήρια δικαιούνται 1)να ασκούν τα εκ συλλογικής συμβάσεως ή άλλων διατάξεων εξομοιουμένων προς διατάξεις συλλογικής συμβάσεως δικαιώματα υπέρ των μελών αυτών, πλην αν ταύτα αντιτίθενται ρητώς, δικαιούμενοι πάντως να παρέμβουν, 2)να παρέμβουν υπέρ τινός των διαδίκων, εφ' όσον ούτος είναι μέλος αυτών ή μέλος τινός των αποτελουσών την ένωση οργανώσεων, 3)να παρέμβουν εις πάσαν δίκην αφορώσαν την ερμηνείαν ή εφαρμογήν συλλογικής συμβάσεως εργασίας της οποίας μετέχουν ή διατάξεως εξομοιουμένης προς διατάξεις τοιαύτης συλλογικής συμβάσεως προς προστασίαν του συλλογικού συμφέροντος το οποίον παρουσιάζει η έκβασις της δίκης. Άρθρον 670 (710 α.ν. 44/67, 51.6 ν.δ. 958/71) Οι διάδικοι μέχρι πέρατος της επ' ακροατηρίου συζητήσεως προσάγουν πάντα τα αποδεικτικά αυτών μέσα. (Απόφασις περί αποδείξεως δεν εκδίδεται.) Η επ' ακροατηρίου, συζήτησις πρέπει κατά το δυνατόν να τερματίζεται εις μίαν δικάσιμον. Το μέσα σε () εδάφ.β΄καταργήθηκε από την παρ.6 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 671 (711 α.ν. 44/67, 51.7 ν.δ. 958/71, 1 α.ν. 545/68) 1.Το δικαστήριον λαμβάνει υπ' όψιν και μη πληρούντα του όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά την δικάσιμον. Το δικαστήριον δύναται να ορίση κατά την δικάσιμον, εάν κρίνη αναγκαίον, άλλην ημέραν και ώραν προς εξέτασιν των μαρτύρων ενώπιόν του, δια προφορικής ανακοινώσεώς του καταχωριζομένης εις τα πρακτικά, μη προσαπαιτουμένης κλήσεως των διαδίκων και των μαρτύρων να εμφανισθούν κατά την εξέτασιν. Ένορκοι βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπ' όψιν μόνον εάν εγένοντο μετά προηγούμενην κλήτευσιν του αντιδίκου προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών". Η παρ.1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 4 Νόμ. 733/1977 (κατωτ. αριθ. 6). 2.Εάν παρίσταται ανάγκη αυτοψίας, το δικαστήριον ενεργεί αυτήν ορίζον κατά την συζήτησιν επ' ακροατηρίου δια προφορικής ανακοινώσεώς του καταχωριζομένης εις τα πρακτικά, τον τόπον και τον χρόνον της διεξαγωγής αυτής, μη προσαπαιτουμένης προσκλήσεως των διαδίκων να εμφανισθούν κατ' αυτήν. Το πόρισμα της αυτοψίας καταχωρίζεται εις την απόφασιν. Σελ. 88,04(α) Τεύχος 1352 Σελ. 80 3.Εάν παρίσταται ανάγκη πραγματογνωμοσύνης, το δικαστήριον ορίζει κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν, δια προφορικής ανακοινώσεώς του καταχωριζομένης εις τα πρακτικά, τους πραγματογνώμονας, το θέμα, τον χρόνον, ως και τον τρόπον της διεξαγωγής αυτής. Ο χρόνος της διεξαγωγής ουδέποτε είναι δυνατόν να είναι μείζων των οκτώ ήμερων. Οι πραγματογνώμονες δύνανται να εκθέσουν το πόρισμα αυτών και προφορικώς εις την γραμματείαν του δικαστηρίου, συντασσομένου πρακτικού. Δεν απαιτείται πρόσκλησις των διαδίκων όπως παραστούν κατά την σύνταξιν αυτού, ουδέ η ανάγνωσις, τούτου εις αυτούς εάν παρίστανται. 4.(Καταργήθηκε από την παρ.6 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001,ΦΕΚ Α΄109, κατωτ.αριθ.31). Άρθρον 67 (68 α.ν. 44/67) 1.Εάν συντρέχουν ελλείψεις ως προς την ικανότητα των διαδίκων προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου ιδίω ονόματι, ως προς την νόμιμον εκπροσώπησίν των και ως προς την απαιτουμένην δια την διεξαγωγήν της δίκης άδειαν ή εξουσιοδότησιν δυνάμεναι να συμπληρωθούν, το δικαστήριον αναβάλλει την πρόοδον της δίκης και τάσσει προθεσμίαν προς συμπλήρωσιν των ελλείψεων. Εάν εκ της αναβολής επίκειται κίνδυνος εις τα συμφέροντα του διαδίκου, το δικαστήριον δύναται να επιτρέψη εις τούτον ή τον αντιπρόσωπόν του την συνέχισιν της δίκης ή την ενέργειαν των χρησίμων προς αποφυγήν του κινδύνου διαδικαστικών πράξεων μη δυνάμενον να προβή εις έκδοσιν οριστικής αποφάσεως προ της συμπληρώσεως των ελλείψεων ή προ της παρόδου της προ τούτο ταχθείσης προθεσμίας. Το κύρος των επιτραπεισών πράξεων ήρτηται εκ της εμπροθέσμου συμπληρώσεως των ελλείψεων. 2.Εάν η συμπλήρωσις των ελλείψεων είναι αδύνατος ή παρήλθεν άπρακτος η προς τούτο ταχθείσα προθεσμία, το δικαστήριον προβαίνει εις την εκδίκασιν της υποθέσεως. Άρθρον 672 (712 α.ν. 44/67) Εάν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν δεν εμφανισθή ή εμφανισθή και δεν μετάσχη προσηκόντως αυτής τις των διαδίκων, η διαδικασία προβαίνει ως εάν ήσαν πάντες οι διάδικοι παρόντες. Άρθρ.672Α.-"Οι αποφάσεις επί των διαφορών για μισθούς υπερημερίας και για καθυστερούμενους μισθούς εκδίδονται υποχρεωτικώς, στο μεν πρώτο βαθμό εντός δεκαπέντε ημερών, στο δε δεύτερο βαθμό εντός μηνός, από την ημέρα της συζητήσεως της αγωγής". Το άρθρ. 672Α προστέθηκε από την παρ. 1 του άρθρ. 24 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α' 41), τόμ. 6Β σελ. 667. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 673 (713 α.ν. 44/67, 51.8 ν.δ. 958/71) 1.Ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται εάν ο ερήμην δικασθείς δεν εκλητεύθη παντάπασιν ή προκηκόντως ή εμπροθέσμως "ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας". Οι τελευταίες μέσα στα " " λέξεις προστέθηκαν από την παρ. 7 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28 - 28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), τόμ. 8 σελ. 84,243. 2.Εάν αυτή κριθή παραδεκτή και βάσιμος το δικαστήριον εξετάζει αμέσως την ουσίαν της υποθέσεως, έκδικον μίαν επί της ανακοπής και της ουσίας απόφασιν. Άρθρον 674 (714 α.ν. 44/67) 1.Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως και η αντέφεσις ασκούνται και δια των προτάσεων. "2.Τα άρθρ. 668 έως 671 και 673 εφαρμόζονται και στην κατ' έφεση δίκη. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται". Η παρ. 2, όπως είχε συμπληρωθεί από την παρ. 8 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α' 88), αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 3 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Σύμφωνα δε με την παρ. 4 άνω άρθρ. 3 Νόμ. 2298/1995, οι διατάξεις της ανωτέρω παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκαν, εφαρμόζονται σε εφέσεις, που συζητούνται μετά την ισχύ του Νόμου αυτού (4-4-1995). Άρθρον 675 (715 α.ν. 44/67) Τα άρθρα 668 έως 674 εφαρμόζονται και επί αναψηλαφήσεως. «΄Αρθρ.675Α.-Το άρθρ.669 εφαρμόζεται και στην αναίρεση». Το νέο άρθρ.675Α προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.9 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), τόμ.8 σελ.84,281. Άρθρον 676 (716 α.ν. 44/67) Εάν γίνη δεκτή αίτησις επαναφοράς των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν, το δικαστήριον προβαίνει εις την έρευναν της ουσίας της υποθέσεως. Σύμφωνα με το άρθρ. 5 του Π.Δ. 98/21 Μαρτ.-2 Απρ. 1990 (ΦΕΚ Α' 46) (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α' 74/8-5-1990), οι διατάξεις των άνω άρθρ. 666-676 εφαρμόζονται και για την εκδίκαση υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικος το Διεθνές Κεφάλαιο (Νόμ. 1638/1986 τόμ. 19Γ σελ. 859) για αποζημίωση ζημιών ρύπανσης από πετρελαιοειδή, κατωτ. αριθ. 22. (Αντί για τη σελ.89(ζ) Σελ. 89(η) Τεύχος 1367 Σελ. 113 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η' Διαφοραί εξ αμοιβών δια την παροχή εργασίας. Άρθρον 677 (721 α.ν. 44/67, 52.1 ν.δ. 958/71) Κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 678 έως 681 δικάζονται: 1)οι διαφοραί δια τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, συμβολαιογράφων, νομίμως διωρισμένων δικολάβων, αμίσθων δικαστικών κλητήρων, ιατρών, οδοντιάτρων, κτηνιάτρων, διπλωματούχων μαιών, διπλωματούχων ανωτάτων και ανωτέρων σχολών μηχανικών και χημικών, νομίμως διωρισμένων μεσιτών ή των καθολικών διαδόχων πάντων τούτων και των πελατών ή των καθολικών διαδόχων αυτών, οπωσδήποτε και αν χαρακτηρίζεται η μεταξύ αυτών σχέσις και αδιαφόρως της υπάρξεως ή μη συμφωνίας περί καθορισμού της αμοιβής ή του τρόπου καταβολής αυτής, 2)αι διαφοραί δια τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα εκτελεστών διαθηκών, διαχειριστών επί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους ή διαχειριστών διοριζομένων υπό δικαστικής αρχής, εκκαθαριστών εταιρειών ή νομικών προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδόχων πάντων τούτων και των εις καταβολήν υποχρέων ή των καθολικών διαδόχων αυτών, αδιαφόρως της υπάρξεως ή μη συμφωνίας καθορισμού αμοιβής ή του τρόπου της καταβολής αυτής, 3)αι διαφοραί κατά τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα των ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή διαιτητών εξετασθέντων μαρτύρων, ως και των οπωσδήποτε διορισθέντων πραγματογνωμόνων, διαιτητών πραγματογνωμόνων, εκτιμητών, ερμηνέων, μεσεγγυούχων και φυλάκων ή των καθολικών διαδόχων πάντων τούτων και των εις καταβολήν υποχρέων ή των καθολικών διαδόχων αυτών. Άρθρο 678 (722 α.ν. 44/67, 52.2 ν.δ. 958/74) 1.Διαφοραί δια τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, συμβολαιογράφων, νομίμως διωρισμένων δικολάβων και αμίσθων δικαστικών κλητήρων δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον του τόπου ένθα είναι διωρισμένοι. 2.Διαφοραί δια τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα ιατρών, οδοντιάτρων, κτηνιάτρων, διπλωματούχων ανωτάτων και ανωτέρων σχολών μηχανικών και χημικών και νομίμως διορισμένων μεσιτών δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον του τόπου ένθα ασκούν το επάγγελμά των. 3.Διαφοραί δια τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα διαιτητών και διαιτητών πραγματογνωμόνων δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον του τόπου ένθα διεξήχθη η διαιτησία ή η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη. 4.Διαφοραί δια τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα εκτελεστών διαθήκης και εκκαθαριστών κληρονομίας δύνανται να εισαχθούν και εις το δικαστήριον της κληρονομίας. 5.Διαφοραί δια τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα των υπό δικαστηρίων ή διαιτητών εξετασθέντων μαρτύρων και διορισθέντων ερμηνέων, υπάγονται και εις το ειρηνοδικείον της έδρας του δικαστηρίου υπό του οποίου εξητάσθησαν ή διωρίσθησαν ούτοι ή εις το οποίον κατετέθη η διαιτητική απόφασις. 6.Διαφοραί δια τας αμοιβάς, αποζημιώσεις και τα έξοδα των υπό δικαστηρίων ή διαιτητών διορισθέντων πραγματογνωμόνων, υπάγονται και εις το ειρηνοδικείον ή το μονομελές πρωτοδικείον της έδρας του δικαστηρίου υπό του οποίου διωρίσθησαν ούτοι ή εις το οποίον κατετέθη η διαιτητική απόφασις. Άρθρον 679 (723 α.ν. 44/67) 1.Κατά την ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου διαδικασίαν εφαρμόζονται αι διατάξεις αι ρυθμίζουσαι την διαδικασίαν ενώπιον των ειρηνοδικείων. 2.Ο ειρηνοδίκης κατ' αίτησιν του εναγομένου, υποβαλλομένην κατά την πρώτην επ' ακροατηρίου συζήτησην, δικαιούται να παραπέμψη την εκδίκασιν της διαφοράς εις το μονομελές πρωτοδικείον της περιφερείας του, εάν εκκρεμή ενώπιον αυτού αγωγή του εναγομένου κατά του ενάγοντος δι' απαίτησιν εκ των εν άρθρω 677 αναφερομένων επιδεκτικήν συμψηφισμού μετά της παραμπεπομένης. Άρθρον 68 (69 α.ν. 44/67, 5 ν.δ. 958/71) Δικαστικήν προστασίαν δικαιούται να ζητήση ο έχων άμεσον έννομον συμφέρον. Άρθρο 680 (724 α.ν. 44/67) Το δικόγραφον της αγωγής ή η έκθεσης πρέπει να περιέχη πλην των εν άρθρω 216 οριζομένων και πίνακα αναγράφοντα λεπτομερώς τας απαιτουμένας αμοιβάς ή αποζημιώσεις και έξοδα. Εκάστη εργασία ή πράξις πρέπει να αναγράφεται κεχωρισμένως και έναντι αυτής ιδιαιτέρως η αμοιβή ή η αποζημίωσις και τα καταβληθέντα έξοδα, μετά δε την απαρίθμησιν αυτών πρέπει να αναγράφεται το άθροισμα των αμοιβών ή των αποζημιώσεων και των δικαστικών εξόδων. Εάν εγένετο προκαταβολή ποσού τινός, πρέπει να αναγράφεται τούτο κάτωθι του αθροίσματος, να αφαιρείται και να σημειούται το συνολικόν ποσόν του οποίου επιδιώκεται η πληρωμή δια της αγωγής. "Άρθρ.681.-Τα άρθρ. 670, 671 και 673 εφαρμόζονται και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, καθώς και στην αναψηλάφηση. Το άρθρ. 672 εφαρμόζεται μόνο στον πρώτο βαθμό. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Οι διατάξεις των άρθρ. 666 παρ. 3, 674 παρ. 1 και 676 εφαρμόζονται και στη διαδικασία αυτή". Το άρθρ. 681 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 3 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α' 62 (κατωτ. αριθ. 27). Σύμφωνα δε με την παρ. 4 άνω άρθρ. 3 Νόμ. 2298/1995, οι διατάξεις του άνω άρθρου εφαρμόζονται όπως αντικαταστάθηκε σε εφέσεις που συζητούνται μετά την ισχύ του Νόμου αυτού (4-4-1995). (Αντί για τη σελ. 90,01(γ) Σελ. 90,01(δ) Τεύχος 1257 – Σελ. 103 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Κεφάλαιον Θ' Διαφοραί δια ζημίας εξ αυτοκινήτου, ως και εκ συμβάσεως ασφαλίσεως αυτού. Άρθρ.681Α.-1.Κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρ. 666, 667 και 670 έως 676, αναλόγως εφαρμοζομένων, δικάζονται αι διαφοραί αι αφορώσαι απαιτήσεις αποζημιώσεις οιασδήποτε μορφής δια ζημίας αι οποίαι προεκλήθηκαν εξ αυτοκινήτου μεταξύ των δικαιουμένων ή των διαδόχων των και των εις αποζημίωσιν υποχρέων ή των διαδόχων αυτών, ως και απαιτήσεις, εκ συμβάσεως ασφαλίσεως αυτοκινήτου μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των ησφαλισμένων ή των διαδόχων αυτών". "Κεφάλαιον Ι' Διαφοραί αφορώσαι διατροφήν και επιμέλειαν τέκνων. Άρθρ.681Β.-"1.Με την ειδική διαδικασία των άρθρ. 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 δικάζονται οι διαφορές πού αφορούν : α)Τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας, καθώς και της διατροφής της μητέρας από την κληρονομική μερίδα που έχει επαχθεί στο τέκνο πού αυτή κυοφορεί, β)την άσκηση της γονικής μέριμνας αναφορικά με το τέκνο, κατά τη διάρκεια του γάμου και σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, ή όταν πρόκειται για το τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του, τη διαφωνία των γονέων κατά την κοινή άσκηση από αυτούς της γονικής τους μέριμνας, καθώς και την επικοινωνία των γονέων και των υπόλοιπων ανιόντων με το τέκνο. "γ.τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζυγών". Η περίπτ. γ' της άνω παρ. 1 προστέθηκε από την παρ. 9 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84, 243. 2.Οι διαφορές της πρώτης παραγράφου, αν ενωθούν με οποιαδήποτε από τις διαφορές των άρθρ. 592 παρ. 1 ή 614 παρ. 1, μπορεί να εισάγονται και στα πολυμελή πρωτοδικεία και να δικάζονται με την ειδική διαδικασία των άρθρ. 593 έως 612 ή 616 έως 622. Σελ. 90,02(δ) Τεύχος 1257 – Σελ. 104 3.Η ανταγωγή συνεκδικάζεται με την αγωγή, είτε παρίσταται ο ενάγων είτε ερημοδικεί μόνον εάν πέντε τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα το σχετικό δικόγραφο ή κατατέθηκαν οι προτάσεις που περιέχουν την ανταγωγή, και αυτό βεβαιώνεται σύμφωνα με το άρθρ. 237 παρ.1". Το άρθρ. 681Β αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 43 Νόμ. 1329/15-18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α, 25) τόμ.7 σελ. 192, 02. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας «Άρθρ.681Γ.-1.Στις διαφορές της περίπτ. β' της πρώτης παραγράφου του άρθρ. 681Β εφαρμόζονται και τα άρθρ. 598, 600, 601, 605, 606, 744 και 759 παρ. 3. Αν οι διαφορές αυτές ενωθούν με οποιαδήποτε από τις διαφορές των άρθρ. 592 παρ. 1 ή 614 παρ. 1, εφαρμόζονται τα άρθρ. 744 και 759 παρ. 3. "2.Στις ίδιες διαφορές καθιερώνεται στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας που περιλαμβάνει την έρευνα, από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, των συνθηκών διαβίβασης του ανηλίκου και την υποβολή στο δικαστήριο, έως την ημέρα της συζήτησης, σχετικής αναλυτικής έκθεσης η οποία, στις περιπτώσεις όπου φέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο ένας από τους γονείς ή το ανήλικο τέκνο παρουσιάζει ψυχικά προβλήματα, θα πρέπει να συνοδεύεται και από ψυχιατρική έκθεση. Το μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο είναι εξάλλου υποχρεωμένο, κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει, με την ποινή του απαράδεκτου, να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους. Ο συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δεν δεσμεύει το δικαστήριο. Για την ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων στο άρθρ.1646 παρ.2 Α.Κ. και 796 παρ.3 Κ.Πολ.Δικ.στο πρώτο εδάφιο της άνω παραγράφου στην δεύτερη παράγραφο . βλ. παρ.4 άρθρ.19 Νόμ.2521/1-1 Σεπτ.1997 (ΦΕΚ Α΄174), τόμ.7 σελ.192,235. 3.Το δικαστήριο πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. Μπορεί αν αποφασίσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, να ορίζει ελεύθερα το χρόνο διεξαγωγής της, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς περιορισμούς. 4.Για την επικοινωνία με το τέκνο, ορίζονται, στα πρακτικά του αρμόδιου δικαστηρίου, ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης, καθώς και στην περίπτωση του πολυμελούς δικαστηρίου, ο δικαστής που θα επικοινωνήσει με το τέκνο. Με τα ίδια πρακτικά καλείται επίσης να παρουσιάσει το τέκνο όποιος διαμένει μαζί του. Σε περίπτωση ερημοδικίας κάποιου διαδίκου, το δικαστήριο ορίζει χρόνο επιδόσεως αντιγράφου των πρακτικών στον απολειπόμενο διάδικο. Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σ' αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση". Οι μέσα σε παρ. 2, 3 και 4 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την παρ. 3 του άρθρ. 19 του Νόμ. 2521/1-1 Σεπτ. 1997 (ΦΕΚ Α' 174),τόμ. 7 σελ. 192,235. Το άρθρ. 681Γ αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 38 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), τόμ.7 σελ. 192,229. Τα κεφάλαια Θ' (άρθρ. 681Α) και Ι' (άρθρ. 681Β) προσετέθησαν δια του άρθρ. 5 Νόμ. 733/1977 (κατωτ. αριθ. 6). Περί των εκκρεμουσών υποθέσεων μέχρι της ενάρξεως ισχύος των προστιθεμένων άρθρων βλ. άρθρ. 6 του Νόμου τούτου. Διαφορές που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές "Άρθρ.681Δ.-1.Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 671 παρ. 1-3, 672 και 673676 δικάζονται από το καθ' ύλη αρμόδιο δικαστήριο οι πάσης φύσεως διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε δια του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, ως και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων. 2.Η παρ. 3 του άρθρ. 681Β εφαρμόζεται και εν προκειμένω. Οι διατάξεις των άρθρ. 249, 250 και 266 Κ. Πολ. Δ. δεν εφαρμόζονται στην εν λόγω διαδικασία. 3.Το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, καθώς και ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα νομιμοποιούνται και αυτά να ασκούν υπέρ των προσώπων που συγκροτούν τα όργανά τους, μονοπρόσωπα ή συλλογικά, τα δικαιώματα των τελευταίων που απορρέουν από το Νόμ. 1178/1981, όπως ισχύει, εκτός εάν οι φορείς των οργάνων έχουν ρητά εκδηλώσει την αντίθεσή τους. Σε κάθε περίπτωση, έχουν δικαίωμα να παρέμβουν υπέρ των προσώπων που συγκροτούν τα όργανά τους, όταν η αγωγή ασκήθηκε από αυτά για την προστασία των δικαιωμάτων τους, κατά τον παραπάνω νόμο. Τα πολιτικά κόμματα νομιμοποιούνται να ασκούν τα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από το Νόμ. 1178/1981, όπως ισχύει, υπέρ των προσώπων που συγκροτούν τα μονομελή ή και τα συλλογικά όργανά τους και να παρεμβαίνουν υπέρ αυτών όταν τα δικαιώματα αυτά ασκούνται από τα ίδια. 4.Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων στη συζήτηση της υποθέσεως είναι 20 ημέρες. Ορίζεται υποχρεωτικά δικάσιμος που να μην απέχει περισσότερο από 30 ημέρες από την κατάθεση του δικογράφου στο δικαστήριο. Η συζήτηση στο ακροατήριο τελειώνει σε μια δικάσιμο και το δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την απόφασή του μέσα σε (1) μήνα από τη συζήτηση της υποθέσεως. Οι διάδικοι έως το τέλος της συζητήσεως στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους (Αντί για τη σελ.90,03(α) Σελ. 90,03(β) Τεύχος 1352 Σελ. 83 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 μέσα. (Απόφαση για διεξαγωγή αποδείξεως δεν εκδίδεται.) Αναβολή συζητήσεως επιτρέπεται μόνο μία φορά και λόγω σοβαρού κωλύματος που πρέπει να πιθανολογηθεί. Η αναβολή γίνεται με επισημείωση στο πινάκιο και δεν μπορεί να υπερβεί τις 30 ημέρες. Το μέσα σε () εδάφιο καταργήθηκε από την παρ.6 άρθρ.20 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. 5.Η προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας είναι 8 ημέρες, ενώ της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης 15 ημέρες, εάν εκείνος που δικαιούται να ασκήσει αυτά τα ένδικα μέσα διαμένει στην Ελλάδα και 30 ημέρες εάν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη. Η προθεσμία της αίτησης για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι 8 ημέρες από την ημέρα που αίρεται το κώλυμα που συνιστά ανωτέρα βία ή από τη γνώση του δόλου. 6.Η απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή μπορεί να εκτελεσθεί και στα χέρια τρίτου κατά τη διαδικασία των άρθρ. 982 επ. Κ. Πολ. Δ.. Ως τρίτοι νοούνται ιδίως τα πρακτορεία διανομής τύπου, καθώς και διαφημιστές, ή διαφημιζόμενοι που συναλλάσσονται με τον οφειλέτη". Το άρθρ. 681Δ, τροποποιήθηκε ως άνω από την παρ. 12 του άρθρ. 4 του Νόμ. 2328/3-3 Αυγ. 1995, (ΦΕΚ Α' 159), τόμ. 18Α σελ. 296, 442. ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' Γενικαί διατάξεις. Άρθρον 682 (726 α.ν. 44/67) 1.Κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 683 έως 703 τα δικαστήρια εις επειγούσας περιπτώσεις ή προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου δύνανται να διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα δια την εξασφάλισιν ή διατήρησιν δικαιώματος ή ρύθμισιν καταστάσεως και να μεταρρυθμίζουν ή να ανακαλούν αυτά. Το δικαίωμα δύναται να είναι υπό αίρεσιν ή προθεσμίαν. 2.Τα ασφαλιστικά μέτρα δύνανται να διαταχθούν και κατά την διάρκειαν της αφορώσης την κυρίαν υπόθεσιν δίκης. Άρθρον 683 (727 α.ν.44/67) 1.Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται υπό των μονομελών πρωτοδικείων. 2.Εάν είναι καθ' ύλην αρμόδια δια την εκδίκασιν της κυρίας υποθέσεως τα ειρηνοδικεία, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται υπ' αυτών. Σελ. 90,04(β) Τεύχος 1352 Σελ. 84 3.Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και υπό του πλησιεστέρου εις τον τόπον ένθα πρόκειται να εκτελεσθούν ταύτα καθ' ύλην αρμοδίου δικαστηρίου. Άρθρον 684 (728 α.ν. 44/67, 53-1 ν.δ. 958/71) Εάν η κυρία υπόθεσις είναι εκκρεμής ενώπιον πολυμελούς δικαστηρίου, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και υπό τούτου. Άρθρον 69 (70 α.ν. 44/67) 1.Δικαστική προστασία δύναται να ζητηθή και α)εάν παροχή μη εξηρτημένη εξ αντιπαροχής συνδέεται προς την επέλευσιν χρονικού σημείου, προ της επελεύσεως του χρονικού τούτου σημείου, β)κατά την περίπτωσιν του άρθρου 378 Αστ. Κώδικος, γ)εάν ο ενάγων ζητή την παράδοσιν πράγματος και εις την περίπτωσιν μη παραδόσεως αυτού το διαφέρον, δ)εάν η γένεσις ή η άσκησις του δικαιώματος εξαρτάται εκ της εκδόσεως της αποφάσεως, ε)εάν το δικαίωμα εξαρτάται εκ της πληρώσεως αιρέσεως ή της επελεύσεως γενονότος, στ)κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν εάν υπάρχη βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θέλει αποφύγει την έγκαιρον εκπλήρωσιν της παροχής. 2.Εις την περίπτωσιν του εδαφ. α΄της προηγουμένης παραγράφου ο εναγόμενος καταδικάζεται να καταβάλη τα χρήματα ή να παραδώση το πράγμα άμα τη επελεύσει του χρονικού σημείου. Εις την περίπτωσιν του εδαφίου γ΄ καταδικάζεται εις παροχήν του διαφέροντος αν δεν ευρεθή το πράγμα κατά την εκτέλεσιν. Εις την περίπτωσιν του εδαφίου ε' καταδικάζεται εις την παροχήν άμα τη πληρώσει της αιρέσεως ή τη επιπλεύσει του γεγονότος διαπιστουμένη κατά τα εν τη αποφάσει οριζόμενα. (Αντί για τη σελ. 15(α) Σελ. 15(β) Τεύχος 1257 – Σελ. 63 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 685 (729 α.ν. 44/67, 53.2 ν.δ. 958/71) Συμφωνία περί διαιτησίας επί υποθέσεων αφορωσών ασφαλιστικά μέτρα δεν ισχύει. Άρθρον 686 (730 α.ν. 44/67, 53.3 ν.δ. 958/71) 1.Η αίτησις κατατίθεται εις την γραμματείαν του δικαστηρίου, ενώπιον δε ειρηνοδικείων υποβάλλεται και προφορικώς, συντασσομένης εκθέσεως. 2.Η γραμματεία του δικαστηρίου υποβάλλει παραχρήμα την αίτησιν εις τον δικαστήν του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον ειρηνοδίκην ο οποίος ορίζει τόπον, ημέραν και ώραν συζητήσεως αυτής, διατάσσει την κλήσιν των καθ' ων απευθύνεται ή αίτησις, ορίζει τον τρόπον κατά τον όποιον θα γνωστοποιηθή η κλήσις εις αυτούς, ως και το κατά την κρίσιν του χρονικόν διάστημα το οποίον πρέπει να μεσολαβήση μεταξύ της επιδόσεως της κλήσεως και της συζητήσεως. 3.Ως τόπος συζητήσεως δύναται να ορισθή και η κατοικία του δικάζοντος ή άλλος κατά την κρίσιν του κατάλληλος δια την ταχυτέραν εκδίκασιν της υποθέσεως. Η συζήτησις δύναται να ορισθή και κατά τας Κυριακάς και εορτάς. 4.Η γνωστοποίησις γίνεται δι' επιδόσεως εγγράφου εκδιδομένου υπό της γραμματείας του δικαστηρίου, εις το οποίον αναγράφεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα της συζητήσεως ή δια τηλεγραφικής, ή τηλεφωνικής προσκλήσεως ενεργουμένης υπό της γραμματείας του δικαστηρίου, δαπάναις του αιτούντος. Ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης δύναται συγχρόνως με την επίδοσιν της κλήσεως να διατάξη και την επίδοσιν αντιγράφου της αιτήσεως. 5.Κατά την συζήτησιν της κυρίας υποθέσεως η αίτησις δύναται να υποβληθή και δια των προτάσεων, επί δε ειρηνοδικείων και προφορικώς. Το πολυμελές πρωτοδικείον δικάζει επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων μόνον κατά την συζήτησιν της κυρίας υποθέσεως. 6.Η παρέμβασις εις την περί ασφαλιστικών μέτρων διαδικασίαν δύναται να ασκηθή και προφορικώς ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 687 (731 α.ν.44/67, 53.4 ν.δ. 958/71) 1.Εις λίαν κατεπειγούσας περιπτώσεις ή επικειμένου αμέσου κινδύνου, το δικαστήριον δικαιούται άνευ κλήσεως του καθ' ου απευθύνεται η αίτησις να προβή εις την συζήτησιν αυτής. 2.Εάν ο αιτών και οι καθ' ων απευθύνεται η αίτησις εμφανισθούν εκουσίως ενώπιον του δικαστού του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδίκου, προβαίνει ούτος παραχρήμα εις την συζήτησιν της αιτήσεως. Άρθρον 688 (732 α.ν. 44/67) 1.Εις την αίτησιν δια της οποίας ζητείται να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να ορίζεται το αιτούμενον μέτρον και να αναφέρωνται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά τα πιθανολογούντα το δικαίωμα δια την εξασφάλισιν ή διατήρησιν του οποίου ζητείται τούτο ή την κατάστασιν της οποίας ζητείται δι' αυτού η ρύθμισις, ως και τον επικείμενον κίνδυνον ή την επείγουσαν περίπτωσιν. Επί χρηματικών απαιτήσεων πρέπει να αναφέρεται το οφειλόμενον χρηματικόν ποσόν ή η χρηματική αξία του οφειλομένου αντικειμένου. 2.Εις την αίτησιν μεταρρυθμίσεως ή ανακλήσεως ασφαλιστικού μέτρου πρέπει να αναφέρωνται οι λόγοι δια τους οποίους ζητείται ή μεταρρύθμισις ή η ανάκλησις αυτού. Άρθρον 689 (733 α.ν. 44/67) Αίτησις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων κατ' αλλοδαπού Δημοσίου είναι απαράδεκτος άνευ προηγουμένης αδείας του Υπουργού της Δικαιοσύνης. Άρθρον 690 (734 α.ν. 44/67, 53.5 ν.δ. 958/71) 1.Επί υποθέσεων αφορωσών ασφαλιστικά μέτρα είναι υποχρεωτική η προαπόδειξις και αρκεί η πιθανολόγησις των ισχυρισμών. "2.Ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης δικάζει την αίτηση χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, εκτός αν κρίνει αναγκαία την τήρηση πρακτικών. Αν δε συμπράττει γραμματέας, ο δικάζων μπορεί να επιτρέπει τη μαγνητοφώνηση της διαδικασίας, μετά το πέρας της οποίας η μαγνητοταινία παραλαμβάνεται από αυτόν και, αφού εκδοθεί η απόφαση φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου". Η παρ. 2 που είχε αντικατασταθεί από την παρ. 11 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/1993 (ΦΕΚ Α' 88), αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω, από την παρ. 25 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65 (κατωτ. αριθ. 26). Άρθρον 691 (735 α.ν. 44/67, 53.6 ν.δ. 958/71) 1.Το δικαστήριον δύναται να προβή και αυτεπαγγέλτως εις την συλλογήν πάντων των απαιτουμένων προς σχηματισμόν της κρίσεώς του στοιχείων και δι' αποφάσεώς του δέχεται ή απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει την αίτησιν. 2.Εάν το δικαστήριον κρίνη αναγκαίον, δικαιούται άμα τη καταθέσει της αιτήσεως και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως να εκδώση και αυτεπαγγέλτως προσωρινήν διαταγήν, καταχωριζομένην κάτωθι της αιτήσεως ή εις τα πρακτικά, περί των ληπτέων αμέσως μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεώς του μέτρων προς εξασφάλισιν ή διατήρησιν του δικαιώματος ή ρύθμισιν της καταστάσεως. 3.Η διατάσσουσα ασφαλιστικά μέτρα απόφασις πρέπει να ορίζη το ασφαλιστικόν μέτρον, ως και το δικαίωμα εις την εξασφάλισιν ή διατήρησιν του οποίου αποβλέπει τούτο ή την κατάστασιν η οποία ρυθμίζεται δι' αυτού. «4. Αν γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής, η σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τριάντα ημέρες. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται, άλλως παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί από το δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση. ΄Όταν η έκδοση της προσωρινής διαταγής αφορά σε υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρ.663 Κ.Πολ.Δ., οι αντίδικοι καλούνται πριν από είκοσι τέσσερις ώρες να εκφέρουν τις απόψεις τους. Στις υποθέσεις αυτές, αν δεν χορηγηθεί προσωρινή διαταγή, η συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της». Η παρ.4 προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.3 Νόμ.3327/11-11 Μαρτ.2005 (ΦΕΚ Α΄70), τόμ.8 σελ.84,281. Σύμφωνα δε με το άρθρ.5 ίδιου Νόμ.3327/2005 οι άνω διατάξεις ισχύουν από 16 Σεπτ.2005. Άρθρον 692 (736 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον διατάσσει τα κατά την κρίσιν του ενδεδειγμένα εκάστοτε ασφαλιστικά μέτρα και δεν υποχρεούται να διατάξη το αιτούμενον. 2.Προς εξασφάλισιν ή διατήρησιν του αυτού δικαιώματος δύνανται να διαταχθούν πλείονα ασφαλιστικά μέτρα, εάν είναι τούτο αναγκαίον. 3.Περισσότερα ασφαλιστικά μέτρα από όσα είναι αναγκαία προς αποφυγήν του επικειμένου κινδύνου ή δια την ρύθμισιν της επειγούσης περιπτώσεως δεν πρέπει να διατάσσωνται και μεταξύ πλειόνων πρέπει να προτιμάται το ολιγώτερον επαχθές. (Αντί για τη σελ. 91(δ) Σελ. 91(ε) Τεύχος 1399 Σελ. 23 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 4.Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται εις την ικανοποίησιν του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλισις ή η διατήρησις. 5.Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, ιδίως αν το ασφαλίζόμενον δικαίωμα είναι υπό αίρεσιν ή προθεσμίαν. 6.(Η παρ.6, η οποία είχε προστεθεί από το άρθρ.23 Νόμ.1941/18-18 Μαρτ.1991,ΦΕΚ Α΄41, τόμ.6Β σελ.667, και είχε αντικατασταθεί από την παρ. 4 του άρθρ.28 Νόμ.2085/15-20 Οκτ.1992 ΦΕΚ Α΄170, τόμ.2Α σελ.318,09,καταργήθηκε από την παρ.4 άρθρ.32 Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993ΦΕΚ Α' 207, κατωτ. αριθ. 25, και την παρ.1 άρθρ.10 Νόμ.2224/5-6 Ιουλ.1994,ΦΕΚ Α΄112, τόμ.14 σελ.38,229). Άρθρον 693 (737 α.ν. 44/67, 53.7 ν.δ. 958/71) «1.Αν το ασφαλιστικό μέτρο έχει διαταχθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, ο αιτών οφείλει, μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοση της απόφασης η οποία διατάσσει το ασφαλιστικό μέτρο, να ασκήσει αγωγή για την κύρια υπόθεση, εκτός αν το δικαστήριο όρισε κατά την κρίση του μεγαλύτερη προθεσμία για την άσκηση της αγωγής. 2.Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παρ.1 αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο, εκτός αν ο αιτών μέσα στην προθεσμία αυτή πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής. 3.Οι διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται αν πρόκειται για τα ασφαλιστικά μέτρα τα οποία έχουν διαταχθεί με κοινή συναίνεση όλων των διαδίκων». Το άρθρ.693 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθ.4Ε Νόμ.3388/9-12 Σεπτ.2005 (ΦΕΚ Α΄225), κατωτ.αριθ.36. Βλ. και παρ.2 άρθρ.4Ε Νόμ.3388/9-12 Σεπτ.2005 (ΦΕΚ Α΄225), κατωτ.αριθ.36. Άρθρον 70 (71 α.ν. 44/67) Ο έχων έννομον συμφέρον προς δικαστικήν αναγνώρισιν της υπάρξεως ή μη υπάρξεως εννόμου τινός σχέσεως δύναται να εγείρη περί τούτου αγωγήν. Άρθρον 694 (738 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον διατάσσον ασφαλιστικά μέτρα δικαιούται και αυτεπαγγέλτως να υποχρεώση τον αιτούνται εις εγγυοδοσίαν. 2.Εάν δεν παρασχεθή η κατά την § 1 εγγυοδοσία εντός της υπό του δικαστηρίου ορισθείσης προθεσμίας, αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικόν μέτρον. Άρθρον 695 (739 α.ν. 44/67) Επί ασφαλιστικών μέτρων η απόφασις έχει προσωρινήν ισχύν και δεν επηρεάζει την κυρίαν υπόθεσιν. Σελ. 92(ε) Τεύχος 1399 Σελ. 24 Άρθρον 696 (740 α.ν. 44/67, 53.8 ν.δ. 958/71) 1.Εάν τις δεν συμμετέσχεν ή δεν εκλήθη κατά την συζήτησιν αιτήσεως επί της οποίας εξεδόθη απόφασις διατάσσουσα ασφαλιστικά μέτρα ή μεταρρυθμίζουσα ή ανακαλούσα απόφασιν περί αυτών και έχη έννομον συμφέρον, δικαιούται να ζητήση, την ανάκλησιν ή μεταρρύθμισιν της αποφάσεως παρά του εκδώσαντος αυτήν δικαστηρίου. 2.Το δικαστήριον δικαιούται να απορρίψη την αίτησιν ανακλήσεως ή δεχόμενον αυτήν να μεταρρυθμίση ή να ανακαλέση εν όλω ή εν μέρει την απόφασίν του. 3.Το διατάξαν ασφαλιστικά μέτρα δικαστήριον μέχρι της πρώτης συζητήσεως της αγωγής περί της κυρίας υποθέσεως δικαιούται τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον να μεταρρυθμίση ή να ανακαλέσω εν όλω ή εν μέρει την απόφασίν του του εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων δικαιολογούσα την ανάκλησιν ή μεταρρύθμισιν αυτής. Άρθρον 697 (741 α.ν. 44/67, 53.9 ν.δ. 958/71) Το αρμόδιον δια την κυρίαν υπόθεσιν δικαστήριον διαρκούσης της εκκρεμοδικίας δύναται τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον διαδίκου, υποβαλλομένη και αυτοτελώς, να μεταρρυθμίση ή να ανακαλέση εν όλω ή εν μέρει την διατάσσουσαν ασφαλιστικά μέτρα απόφασιν. Ο δικαστής και επί πολυμελούς πρωτοδικείου ο πρόεδρος ορίζει την δικάσιμον και την προθεσμίαν κλητεύσεως. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 698 (742 α.ν. 44/67) 1.Η διατάξασα ασφαλιστικόν μέτρον απόφασις ανακαλείται εν όλω ή εν μέρει α) εάν εκδοθή επί της δίκης περί της κυρίας υποθέσεως οριστική απόφασις κατά του ζητήσαντος το ασφαλιστικόν μέτρον και καταστή τελεσίδικος, β)εάν εκδοθή οριστική υπέρ αυτού απόφασις και εκτελεσθή, γ)εάν συνομολογηθή περί της κυρίας υποθέσεως συμβιβασμός, δ)εάν παρέλθουν τριάκοντα ημέραι από της κατ' άλλον τρόπον καταργήσεως ή περατώσεως της δίκης. 2.Η κατά την § 1 ανάκλησις γίνεται κατόπιν αιτήσεως του έχοντος έννομον συμφέρον, εάν μεν εκκρεμή η κυρία υπόθεσις υπό του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αύτη, εις πάσαν δε άλλην περίπτωσιν υπό του διατάξαντος το ασφαλιστικόν μέτρον δικαστηρίου. Άρθρον 699 (743 α.ν. 44/67, 53.10 ν.δ. 958/71) Αποφάσεις δεχόμεναι ή απορρίπτουσαι αιτήσεις περί ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεων περί αυτών εις ουδέν υπόκεινται ένδικον μέσον, πλην αν άλλως ορίζεται. «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση εναντίον κάθε απόφασης, αν κατά την κρίση του δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον, η οποία εκδίδεται σε αιτήσεις λήψης, μεταρρύθμισης ή ανάκλησης των ασφαλιστικών μέτρων και στην οποία διάδικοι είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Οι αποφάσεις αυτές επιδίδονται υποχρεωτικά επί ποινή ακυρότητας και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ως προς την προθεσμία για άσκηση αναίρεσης και ως προς τη διαδικασία της εκδίκασής της ισχύουν οι διατάξεις των άρθρ.552 επ. Κ.Πολ.Δ.. Η απόφαση η οποία εκδίδεται για την αναίρεση αυτή παράγει για τους διαδίκους τα αποτελέσματα τα οποία προβλέπονται από τα άρθρ.579 έως και 582 Κ.Πολ.Δ. Η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης». Τα μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν με την παρ.4 άρθ.4Ε Νόμ.3388/9-12 Σεπτ.2005 (ΦΕΚ Α΄225), κατωτ.αριθ.36. Άρθρον 700 (744 α.ν. 44/67, 53.11 ν.δ. 958/71) 1.Η διατάσσουσα ασφαλιστικόν μέτρον απόφασις εκτελείται κατά τας περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεις. 2.Η εκτέλεσις του διαταχθέντος μέτρου γίνεται άνευ εκδόσεως απογράφου επί τη βάσει αντιγράφου ή αποσπάσματος της διατασσούσης αυτό αποφάσεως, μη απαιτουμένης προηγουμένης κοινοποιήσεως αντιγράφου αυτής. Εις τας περιπτώσεις όμως των άρθρων 728 και 731 έως 735 απαιτείται η επίδοσις επιταγής και περαιτέρω πράξις εκτελέσεως δεν δύναται να γίνη προ της παρελεύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών από ταύτης. 3.Αι κατά το άρθρον 691 § 2 προσωρινοί διαταγαί εκτελούνται άμα τη καταχωρίσει των κάτωθι της αιτήσεως ή εις τα πρακτικά επί τη βάσει σημειώσεως του εκδόσαντος αυτάς δικαστού και επί πολυμελούς δικαστηρίου του προέδρου αυτού. 4.Η εκτέλεσις των περί δικαστικών εξόδων διατάξεων των αφορωσών αιτήσεις περί ασφαλιστικών μέτρων αποφάσεων γίνεται επί τη βάσει αντιγράφου αυτών και κατόπιν κοινοποιήσεως, είκοσι τέσσαρας ώρας προ της εκτελέσεως, αντιγράφου της αποφάσεως προς τον καθ' ου ή αίτησις. Άρθρον 701 (745 α.ν. (44/67) Εάν διετάχθησαν ασφαλιστικά μέτρα υπό τον όρον εγγυοδοσίας, δεν δύναται να γίνη εκτέλεσις της διατασσούσης αυτά αποφάσεως προ της εγγυοδοσίας Άρθρον 702 (746 α.ν.44/67, 53.12 ν.δ. 958/71) 1.Διαφοραί αφορώσαι την εκτέλεσιν αποφάσεως διατασσούσης ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλούσης εν όλω ή εν μέρει απόφασιν περί αυτών, δικάζονται υπό του εκδώσαντος την απόφασιν δικαστηρίου, τηρουμένων και των διατάξεων των άρθρων 686 επ. 2.Εις λίαν επείγουσας περιπτώσεις τας κατά την § 1 διαφοράς δικάζει το μονομελές πρωτοδικείον του τόπου ένθα γίνεται η εκτέλεσις της αποφάσεως, όπου δε δεν υπάρχει μονομελές πρωτοδικείον το ειρηνοδικείον, τηρουμένων και των διατάξεων των άρθρων 686 έως 688, 690 έως 692, 695 και 699. Της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου δύναται να ζητηθή ανάκλησις δι' οιονδήποτε λόγον παρά του αρμοδίου κατά την § 1 δικαστηρίου. 3.Η εκτέλεσις των διατασσουσών ασφαλιστικά μέτρα αποφάσεων δύναται, κατόπιν αιτήσεως του έχοντος έννομον συμφέρον, να περιορισθή επί ωρισμένων περιουσιακών στοιχείων, εάν το δικαστήριον πείθεται ότι ταύτα είναι επαρκή δια την εξασφάλισιν ή διατήρησιν του δικαιώματος. Άρθρον 71 (72 α.ν. 44/67) Δικαστικήν προστασίαν δύναται να ζητήση ο επιδιώκων την σύστασιν, μεταβολήν ή κατάργησιν εννόμου σχέσεως εις τας υπό του νόμου οριζομένας περιπτώσεις. Άρθρον 703 (747 α.ν. 44/67) Εάν απορριφθή τελεσιδίκως ως αβάσιμος η περί της κυρίας υποθέσεως αγωγή, ο ζητήσας να διαταχθούν τα ασφαλιστικά μέτρα υποχρεούται εις αποζημίωσιν δια την εκ της εκτελέσεως της διατασσούσης αυτά αποφάσεως ή εκ της παρασχεθείσης εγγυήσεως ζημίαν, μόνον εάν ούτος εγνώριζεν ή εκ βαρείας αμελείας ηγνόει την μη ύπαρξιν του δικαιώματος. (Αντί για τη σελ. 93(α) Σελ. 93(β) Τεύχος 1399 Σελ. 25 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Εγγυοδοσία. Άρθρον 704 (748 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δικαιούται να διάταξη ως ασφαλιστικόν μέτρον εγγυοδοσίαν του οφειλέτου υπέρ του αιτούντος δια την εξασφάλισιν χρηματικής ή δυναμένης να μετατραπή εις χρήματα απαιτήσεως ή άλλου δικαιώματος. Άρθρον 705 (749 α.ν. 44/67) 1.Εάν διετάχθησαν ασφαλιστικά μέτρα δια την εξασφάλισιν χρηματικής ή δυναμένης να μετατραπή εις χρήματα απαιτήσεως, το διατάξαν αυτά ή το δικάζον την κυρίαν υπόθεσιν δικαστήριον, τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον, υποχρεούται να αντικαταστήση τα διαταχθέντα ασφαλιστικά μέτρα δι' εγγυοδοσίας υπέρ του ζητήσαντος αυτά. 2.Εάν διετάχθησαν ασφαλιστικά μέτρα δια την εξασφάλισιν άλλου δικαιώματος, το διατάξαν αυτά ή το δικάζον την κυρίαν υπόθεσιν δικαστήριον δικαιούται, τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον, μεταρρυθμίζον την περί αυτών απόφασιν να διατάξη εγγυοδοσίαν υπέρ του ζητήσαντος ταύτα μόνον εάν κατά τας περιστάσεις εξασφαλίζεται πλήρως το δικαίωμα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' Εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης. Άρθρον 706 (750 α.ν. 44/67, 54 ν.δ. 958/71) 1.Το δικαστήριον δικαιούται να διατάξη ως ασφαλιστικόν μέτρον την εγγραφήν προσημειώσεως υποθήκης. 2.Η διατάσσουσα την εγγραφήν προσημειώσεως υποθήκης απόφασις πρέπει να ορίζη το δι' αυτής ασφαλιζόμενον ποσόν. Σελ. 94(β) Τεύχος 1399 Σελ. 26 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ' Συντηρητική κατάσχεσις. Άρθρον 707 (751 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δικαιούται να διατάξη ως ασφαλιστικόν μέτρον την συντηρητικήν κατάσχεσιν κινητών, ακινήτων, εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ' αυτών, απαιτήσεων και εν γένει πάντων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτου είτε ταύτα ευρίσκονται εις χείρας αυτού είτε εις χείρας τρίτου. Άρθρον 708 (752 α.ν. 44/67) Η διατάσσουσα συντηρητικήν κατάσχεσιν απόφασις πρέπει να καθορίζη το ποσόν δια το οποίον διατάσσεται αύτη. Άρθρον 709 (753 α.ν. 44/67) Συντηρητική κατάσχεσις πλοίου ή αεροσκάφους δύναται να γίνη μόνον εάν εν τη αποφάσει αναφέρεται ειδικώς το πλοίον ή το αεροσκάφος επί του οποίου πρόκειται να επιβληθή. Άρθρον 710 (754 α.ν. 44/67) Δεν επιτρέπεται να κατασχεθούν συντηρητικώς τα κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως ακατάσχετα, ως και τα υποκείμενα εις άμεσον φθοράν πράγματα. Άρθρον 711 (756 α.ν. 44/67, 55.2 ν.δ. 958/71) 1.Η συντηρητική κατάσχεσις κινητών ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ' αυτών εις χείρας του οφειλέτου γίνεται κατά τας περί αναγκαστικής κατασχέσεως διατάξεις άνευ προηγουμένης επιδόσεως της διατασσούσης την κατάσχεσιν αποφάσεως. Αντίγραφον ή περίληψις της εκθέσεως κατασχέσεως επιδίδεται εις τον καθ' ου αύτη, εάν δεν ήτο παρών κατ' αυτήν, το βραδύτερον εντός της επομένης ημέρας, εφ' όσον ούτος έχη την κατοικίαν του εις τον τόπον της κατασχέσεως, άλλως εντός οκτώ ημερών από ταύτης. 2.Αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως επιδίδεται υπό του κλητήρος εις τον Ειρηνοδίκην του τόπου ταύτης, όστις υποχρεούται να καταχωρίση περίληψιν ταύτης εις ειδικόν βιβλίον μετ' αλφαβητικού των καθ' ων η κατάσχεσις ευρετηρίου. Άρθρον 712 (757 α.ν. 44/67, 55.3 ν.δ. 958/71) 1.Η συντηρητική κατάσχεσις απαιτήσεων ή κινητών εις χείρας τρίτου γίνεται δι' επιδόσεως αντιγράφου της διατασσούσης αυτήν αποφάσεως εις τον τρίτον μετ' επιταγής να μη εξοφλήση την απαίτησιν ή να μη παραδώση τα κινητά και δι' επιδόσεως εντός οκτώ ημερών, επί ποινή ακυρότητος της κατασχέσεως εις τον καθ' ου αύτη εγγράφου, εις τον οποίον αναφέρεται η εις χείρας τρίτου κατάσχεσις. Επί της κατασχέσεως ταύτης εφαρμόζονται αι διατάξεις περί αναγκαστικής κατασχέσεως απαιτήσεων ή κινητών εις χείρας τρίτου. 2.Ο τρίτος, ο κατασχών και ο οφειλέτης έχουν πάσας τας κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής κατασχέσεως απαιτήσεων ή κινητών εις χείρας τρίτου υποχρεώσεις και δικαιώματα, εφαρμοζομένης της οριζομένης υπ' αυτών διαδικασίας δια την άσκησιν ή διαφύλαξιν αυτών. Άρθρον 72 (73 α.ν. 44/67) Οι δανεισταί δικαιούνται να ζητήσουν δικαστικήν προστασίαν ασκούντες τα δικαιώματα του οφειλέτου των, πλην των στενώς συνδεομένων προς το πρόσωπον αυτού, εφ' όσον ούτος δεν ασκεί ταύτα. Άρθρον 713 (758 α.ν. 44/67, 55.4 ν.δ. 958/71) 1.Η συντηρητική κατάσχεσις πλοίου, αεροσκάφους ή εμπραγμάτου δικαιώματος επ' αυτών εις χείρας του οφειλέτου ή τρίτου γίνεται δι' επιδόσεως αντιγράφου της διατασσούσης την κατάσχεσιν αποφάσεως εις τον οφειλέτην. Προκειμένου περί κατασχέσεως πλοίων νηολογημένων εν Ελλάδι ή αεροσκαφών εγγεγραμμένων εις μητρώον τηρούμενον εν Ελλάδι, αντίγραφον της αποφάσεως επιδίδεται και εις την τηρούσαν το νηολόγιον ή το μητρώον αρχήν. Εάν η συντηρητική κατάσχεσις γίνεται εις χείρας τρίτου, αντίγραφον της διατασσούσης αυτήν αποφάσεως κοινοποιείται και προς τον τρίτον. 2.Η παραγγελία προς επίδοσιν αντιγράφου της διατασσούσης την συντηρητικήν κατάσχεσιν αποφάσεως πρέπει να προσδιορίζη το πλοίον, το αεροσκάφος ή το εμπράγματον δικαίωμα το οποίον κατάσχεται και το ποσόν δια το οποίον γίνεται η συντηρητική κατάσχεσις. 3.Η τηρούσα το νηολόγιον ή το μητρώον αεροσκαφών αρχή εγγράφει την συντηρητικήν κατάσχεσιν εις το νηολόγιον ή εις το μητρώον των αεροσκαφών, εφαρμοζομένων δια την εγγραφήν, εξάλειψιν και σειράν των εγγραφών των περί αναγκαστικής κατασχέσεως διατάξεων. (Μετά τη σελ.94(β) Σελ. 94,01 Τεύχος 1399 Σελ. 27 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 Άρθρον 714 (759 α.ν. 44/67) 1.Η συντηρητική κατάσχεσις ακινήτου ή εμπραγμάτου δικαιώματος επ' αυτού εις χείρας του οφειλέτου γίνεται δια κοινοποιήσεως αντιγράφου της διατασσούσης την κατάσχεσιν αποφάσεως εις τον οφειλέτην και εις την τηρούσαν το βιβλίον κατασχέσεων της περιφερείας του τόπου εις την οποίαν κείται το ακίνητον αρμοδίαν αρχήν. 2.Η παραγγελία προς επίδοσιν αντιγράφου της διατασσούσης την συντηρητικήν κατάσχεσιν αποφάσεως πρέπει να προσδιορίζη το ακίνητον ή το εμπράγματον δικαίωμα το οποίον κατάσχεται και το ποσόν δια το οποίον γίνεται η συντηρητική κατάσχεσις. 3.Η τηρούσα το βιβλίον κατασχέσεων αρχή εγγράφει αμελλητί την συντηρητικήν κατάσχεσιν εις το βιβλίον κατασχέσεων, εφαρμοζομένων δια την εγγραφήν, εξάλειψιν και σειράν των εγγραφών των περί αναγκαστικής κατασχέσεως διατάξεων. Άρθρον 715 (760 α.ν. 44/67, 55.5 ν.δ. 958/71) 1.Απαγορεύεται και είναι άκυρος υπέρ του κατάσχοντος η διάθεσις των κατασχεθέντων υπό του καθ' ου εγένετο η κατάσχεσις. Επί χρηματικών απαιτήσεων η απαγόρευσις ισχύει μόνον μέχρι του ποσού δια το οποίον εγένετο η κατάσχεσις. 2.Τα κατά την § 1 αποτελέσματα της κατασχέσεως άρχονται α)επί κατασχέσεως κινητών ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ' αυτών εις χείρας του οφειλέτου, από της κατασχέσεως, εάν ούτος ήτο παρών κατ' αυτήν, άλλως από της υπό του δικαστικού κλητήρος επιδόσεως κατά το άρθρον 711, β)επί κατασχέσεως εις χείρας τρίτου απαιτήσεων ή κινητών, από της επιδόσεως του ανακοινούντος την κατάσχεσιν εγγράφου εις τον καθ' ου αύτη κατά το άρθρον 712, γ)επί κατασχέσεως ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους ή εμπραγμάτου δικαιώματος επ' αυτών, από της κοινοποιήσεως εις τον οφειλέτην της διατασσούσης την κατάσχεσιν αποφάσεως. 3.Επί της συντηρητικής κατασχέσεως ακινήτου, πλοίου, αεροσκάφους ή εμπραγμάτου δικαιώματος επ' αυτών, ή κατά την § 1 ακυρότης ισχύει έναντι των τρίτων μόνον εάν κατά τον χρόνον της διαθέσεως είχε γίνει η εγγραφή της κατασχέσεως εις το βιβλίον κατασχέσεων, το νηολόγιον ή το μητρώον αεροσκαφών. 4.Εάν εγένετο κατάσχεσις απαιτήσεως εις χείρας τρίτου, απαγορεύεται και είναι άκυρος υπέρ του κατάσχοντας ή υπό του τρίτου εξόφλησις της κατασχεθείσης απαιτήσεως ή ο συμψηφισμός αυτής προς μεταγενεστέραν απαίτησιν. Εάν εγένετο κατάσχεσις κινητών εις χείρας τρίτου, απαγορεύεται και είναι άκυρος υπέρ του κατάσχοντος ή απόδοσις ή η διάθεσις των κατασχεθέντων. 5.Εντός τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως εις τον οφειλέτην του περί της κατασχέσεως εγγράφου, ο δανειστής οφείλει να ασκήση κατ' αυτού αγωγήν περί της κυρίας απαιτήσεως απευθυνομένην ενώπιον του καθ' ύλην αρμοδίου δικαστηρίου. Παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας ταύτης αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικόν μέτρον. Δεν απαιτείται άσκησις αγωγής εάν έχη ασκηθή τοιαύτη ή η Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας συντηρητική κατάσχεσις εγένετο βάσει διαταγής πληρωμής ή επιδοθή διαταγή πληρωμής εντός της ως άνω προθεσμίας. Άρθρον 716 (761 α.ν. 44/67) 1.Επί κατασχέσεως εις χείρας του οφειλέτου ή τρίτου κινητών, μένουν ταύτα εις χείρας του κατέχοντος αυτά κατά τον χρόνον της κατασχέσεως, καθισταμένου μεσεγγυούχου. 2.Επί κατασχέσεως εις χείρας του οφειλέτου χρημάτων ή άλλων πραγμάτων δεκτικών κατά νόμον καταθέσεως, ο δικαστικός κλητήρ αφαιρεί ταύτα και προβαίνει αμελλητί εις δημοσίαν κατάθεσιν αυτών. 3.Επί κατασχέσεως εις χείρας τρίτου χρημάτων ή άλλων πραγμάτων δεκτικών κατά νόμον καταθέσεως, υποχρεούται ο τρίτος εφ' όσον είναι οφειλέτης να προβή εις δημοσίαν κατάθεσιν αυτών, αμέσως μεν μετά την κατάσχεσιν εάν η κατ' αυτού απαίτησις είναι ληξιπρόθεσμος, άλλως ευθύς ως λήξη η προθεσμία. 4.Αι διατάξεις των §§ 2 και 3 δεν εφαρμόζονται εάν ο οφειλέτης ή τρίτος είναι το Δημόσιον, νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή τράπεζα. Άρθρον 717 (762 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον δια της διατασσούσης την συντηρητικήν κατάσχεσιν ή και δια μεταγενεστέρας αποφάσεώς του ή το δικάζον την κυρίαν υπόθεσιν δικαστήριον, εις επειγούσας δε περιπτώσεις και ο ειρηνοδίκης του τόπου ένθα κείνται τα κατασχεθέντα ή της κατοικίας του τρίτου επί απαιτήσεων, δικαιούται τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον να διορίση μεσεγγυούχον άλλο πρόσωπον πλην των εν άρθρω 716 αναφερομένων και να διατάξη την παράδοσιν των πραγμάτων ή την κατάθεσιν του οφειλομένου εις αυτόν. 2.Το κατά την § 1 αρμόδιον δικαστήριον, τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον, δικαιούται να διατάξη και παν κατά τας περιστάσεις δια την μεσεγγύησιν πρόσφορον μέτρον. 3.Αι εν §§ 1 και 2 αιτήσεις δικάζονται κατά τας διατάξεις του άρθρου 702 και αι αποφάσεις εκτελούνται αμέσως άνευ προηγουμένης επιδόσεως αυτών. 4.Δεν δύναται να διορισθή μεσεγγυούχος ο ζητήσας να διαταχθή η συντηρητική κατάσχεσις ή πρόσωπον συνδεόμενον μετ' αυτού δια συμβάσεως εργασίας, πλην αν συναινή εις τούτο ο οφειλέτης. Άρθρον 718 (763 α.ν. 44/67) Αι διατάξεις περί μεσεγγυούχου επί αναγκα-στικής κατασχέσεως εφαρμόζονται και επί των κατά τα άρθρα 716 και 717 μεσεγγυούχων. (Αντί της σελ. 95) Σελ. 95(α) Τεύχος 432 – Σελ. 89 Άρθρον 719 764 α.ν. 44/67) Εάν τα κατασχεθέντα εις χείρας του οφειλέτου ή τρίτου κινητά υπόκεινται εις φθοράν ή η φύλαξις αυτών είναι εν σχέσει προς την αξίαν των δαπανηρά, το κατά το άρθρον 717 δικαστήριον διατάσσει την εκποίησιν αυτών. Το εκ της εκποιήσεως τίμημα είναι κατεσχημένον και κατατίθεται δημοσίως. Άρθρον 720 (756 α.ν. 44/67) 1.Η συντηρητική κατάσχεσις πλοίου κωλύει τον απόπλουν αυτού, αεροσκάφους δε την απογείωσιν αυτού. 2.Ο λιμενάρχης ή ο αερολιμενάρχης είναι υπεύθυνος δια τον απόπλουν ή την απογείωσιν. 3.Το κατά το άρθρον 702 αρμόδιον δικαστήριον, τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον, δύναται να επιτρέψη την εκτέλεσιν ενός ή περισσοτέρων πλόων του συντηρητικώς κατεσχημένου πλοίου ή μιας ή περισσοτέρων πτήσεων του συντηρητικώς κατεσχημένου αεροσκάφους, υφ' ους όρους ήθελε κρίνει τούτο εύλογον, πάντως δε επί ασφαλίσει του σκάφους δι' ανάλογον ποσόν. Άρθρον 721 (766 α.ν. 44/67) Συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεσις δύναται να γίνη και επί συντηρητικώς ήδη κατασχεθέντων αντικειμένων. Άρθρον 73 (74 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον εξετάζει και αυτεπαγγέλτως κατά πάσαν στάσιν της δίκης αν συντρέχουν αι εν άρθροις 62 έως 72 προϋποθέσεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄ Ομοδικία. Άρθρον 722 (767 α.ν. 44/67) 1.Ο κατασχών συντηρητικώς κινητά ή ακίνητα ή εμπράγματα δικαιώματα επ' αυτών, εάν η αγωγή επί της κυρίας υποθέσεως γίνη δεκτή και η απόφασις επ' αυτής είναι εκτελεστή, δικαιούται επί τη βάσει απογράφου της αποφάσεως να προβή εις αναγκαστικήν εκτέλεσιν άνευ αναγκαστικής κατασχέσεως αυτών. 2.Ο κατασχών συντηρητικώς απαίτησιν εις χείρας τρίτου καθίσταται από της τελεσιδικίας της δεχόμενης την αγωγήν επί της κυρίας υποθέσεως αποφάσεως, δικαιούχος του όλου ή μέρους της απαιτήσεως αναλόγως του περιεχομένου της αποφάσεως. 3.Αι κατά τας §§ 1 και 2 διαφοραί δικάζονται κατά τας διατάξεις του άρθρου 702 υπό του κατά το άρθρον τούτο αρμοδίου δικαστηρίου. Άρθρον 723 (768 α.ν. 44/67) Εάν κατά την διάρκειαν της ισχύος της συντηρητικής κατασχέσεως γίνη αναγκαστική εκτέλεσις επί των κατασχεθέντων, ο κατασχών συντηρητικώς μετέχει προσωρινώς της διανομής κατατασσόμενος τυχαίως κατά τας περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεις. Σελ. 96(α) Τεύχος 432 – Σελ. 90 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 724 (769 α.ν. 44./67) 1.Ο δανειστής δύναται επί τη βάσει διαταγής πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήση την εγγραφήν προσημειώσεως υποθήκης, ως και να επιβάλη συντηρητικήν κατάσχεσιν εις χείρας του οφειλέτου ή τρίτου δια το εν αυτή οριζόμενον ως καταβλητέον ποσόν. 2.Το εκδόν την διαταγήν πληρωμής δικαστήριον δύναται κατόπιν αιτήσεως του καθ' ου αυτή και κατά την διαδικασίαν του άρθρου 702 § 1, να αναστείλη εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεσιν των κατά την § 1 ασφαλιστικών μέτρων, εάν πιθανολογείται η εξόφλησις ή η μη ύπαρξις εν όλω ή εν μέρει της απαιτήσεως δια την οποίαν εξεδόθη η διαταγή πληρωμής ή να περιορίση την εκτέλεσιν επί ωρισμένων περιουσιακών στοιχείων, εάν πείθεται ότι ταύτα είναι επαρκή δια την εξασφάλισιν της απαιτήσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' Δικαστική μεσεγγύησις Άρθρον 725 (770 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον δικαιούται να διατάξη ως ασφαλιστικόν μέτρον την δικαστικήν μεσεγγύησιν κινητών ή ακινήτων ή ομάδος πραγμάτων ή επιχειρήσεως, εάν υπάρχη διαφορά περί της κυριότητος, νομής ή κατοχής ή οιαδήποτε άλλη διαφορά περί αυτών ή εάν κατά τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου δύναται να ζητηθή η μεσεγγύησις. 2.Το δικαστήριον δικαιούται να διατάξη ως ασφαλιστικόν μέτρον την δικαστικήν μεσεγγύησιν εμπορικών ή επαγγελματικών βιβλίων, εγγράφων, δειγμάτων και παντός άλλου πράγματος, εάν ο αιτών έχη δικαίωμα επιδείξεως αυτών κατά τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Άρθρον 726 (771 α.ν. 44/67) 1.Η διατάσσουσα δικαστικήν μεσεγγύησις απόφασις πρέπει να καθορίζη τα αντικείμενα τα οποία τίθενται υπό μεσεγγύησιν, να διορίζη μεσεγγυούχον και να διατάσση την παράδοσίν των εις αυτόν, εάν δε τα πράγματα είναι δεκτικά κατά νόμον καταθέσεως, διατάσσει την δημοσίαν κατάθεσιν αυτών. 2.Το διατάξαν την δικαστικήν μεσεγγύησιν ή το δικάζον την κυρίαν υπόθεσιν δικαστήριον δύναται να διατάξη την αντικατάστασιν του μεσεγγυούχου, ως και παν κατά την κρίσιν του δια την μεσεγγύησιν πρόσφορον μέτρον, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 702. 3.Μεσεγγυούχος δύναται να διορισθή και ο νεμόμενος ή κατέχων τα πράγματα και ο ζητήσας την δικαστικήν μεσεγγύησιν. Επί δικαστικής μεσεγγυήσεως επιχειρήσεως, μεσεγγυούχος διορίζεται ο οφειλέτης. Εάν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, το δικαστήριον διορίζει άλλον μεσεγγυούχον. 4.Αι κατά τας §§ 1 και 2 αποφάσεις εκτελούνται αμέσως άνευ προηγουμένης επιδόσεως αυτών. 5.Αι διατάξεις περί μεσεγγυούχου επί αναγκαστικής κατασχέσεως εφαρμόζονται και επί δικαστικής μεσεγγυήσεως. Άρθρον 727 (772 α.ν.44/67, 56 ν.δ. 958/71) Τα άρθρα 709, 711, 715, 720, 721 και 722 § 1 εφαρμόζονται και επί δικαστικής μεσεγγυήσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' Προσωρινή επιδίκασις απαιτήσεων. Άρθρ.728 (773 α.ν. 44/67, 57.1 ν.δ. 958/71) "1.Το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά, ως ασφαλιστικό μέτρο, εν όλω ή εν μέρει, απαιτήσεις: α)συνεισφοράς για τις ανάγκες της οικογένειας ή διατροφής οφειλόμενης από τον νόμο, από σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, β) καθυστερούμενων συντάξεων, γ) καθυστερούμενων τακτικών ή έκτακτων αποδοχών οποιασδήποτε μορφής ή αμοιβών ή αποζημιώσεων που οφείλονται από την παροχή εργασίας ή εξόδων που έγιναν με αφορμή την εργασία, "δ)μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για εργατικό ατύχημα ή που οφείλεται από τη σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεώς της", ε)αποζημίωσης για τη μείωση ή την απώλεια της ικανότητας εργασίας λόγω τραυματισμού ή προσβολής με οποιοδήποτε τρόπο της υγείας ενός προσώπου από οποιαδήποτε αρρώστεια, καθώς και των εξόδων θεραπείας και ανάρρωσης, στ) αποζημίωσης, σε περίπτωση, που ένα πρόσωπο θανατώνεται, υπέρ εκείνων που το πρόσωπο αυτό κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε από τον νόμο υποχρέωση να διατρέφει, ζ)σε κάθε άλλη περίπτωση που η προσωρινή επιδίκαση ορίζεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου". Το μέσα σε " " εδάφ. δ' αντικαταστάθηκε, ως άνω, από την παρ. 2 του άρθρ. 24 του Νόμ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α' 41), Τόμ. 6Β, σελ. 667. Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 45 Νόμ. 1329/15-18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α' 25), τόμ. 7 σελ. 192,01. 2.Εάν συντρέχη περίπτωσις μεταρρυθμίσεως τελεσιδίκου ή ανεκκλήτου αποφάσεως καταδικαζούσης εις καταβολήν περιοδικών παροχών, το δικαστήριον δύναται να διατάξη προσωρινώς την διακοπήν της καταβολής, την αύξησιν ή την μείωσιν του ποσού εκάστης παροχής. Άρθρον 729 (775 α.ν. 44/67, 57.3 ν.δ. 958/71) 1.Η προσωρινή επιδίκασις απαιτήσεως περιοδικών παροχών γίνεται κατά παροχάς πληρωτέας κατά μήνα. "2.Το ποσό που επιδικάζεται προσωρινά δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το μισό της πιθανολογούμενης απαίτησης, εκτός αν πρόκειται για διατροφή που πηγάζει από τον νόμο, από σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά για τις ανάγκες της οικογένειας ή για έξοδα θεραπείας ή ανάρρωσης ή για αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής "ή για μισθούς υπερημερίας ή καθυστερούμενους μισθούς" . Η μέσα σε " " φράση προστέθηκε από την παρ. 3 του άρθρ. 24 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α' 41), Τόμ. 6Β, σελ. 667. Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το Άρθρον 74 (75 α.ν. 44/67) Πλείονα πρόσωπα δύνανται ως ομόδικοι να εναγάγουν ή να εναχθούν από κοινού, πλην των δι' άλλων διατάξεων οριζομένων περιπτώσεων, 1)εάν εν σχέσει προς το αντικείμενον της διαφοράς κοινωνούν δικαιώματος ή υποχρεώσεως ή τα δικαιώματα ή αι υποχρεώσεις αυτών βασίζωνται επί της αυτής πραγματικής και νομικής αιτίας ή 2)εάν το αντικείμενον της διαφοράς είναι απαιτήσεις ή υποχρεώσεις ομοειδείς ερειδόμεναι επί ομοίας κατά τα ουσιώδη στοιχεία ιστορικής και νομικής βάσεως, συγχρόνως δε συντρέχη αρμοδιότης του δικαστηρίου ως προς έκαστον των εναγομένων. άρθρ. 46 Νόμ. 1329/15-18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α' 25), τόμ. 7 σελ. 192,02. 3.Απαγορεύεται η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεσις, ο συμψηφισμός και η εκχώρησις του προσωρινώς επιδικαζομένου ποσού. 4.Τα άρθρα 694 και 705 δεν εφαρμόζονται επί προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως. 5.Εντός τριάκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί της προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως ή περί της προσωρινής κατά το άρθρον 728 § 2 μεταρρυθμίσεως αποφάσεως οφείλει ο υπέρ ου εγένετο η προσωρινή επιδίκασις ή μεταρρύθμισις να ασκήση αγωγήν περί της επιδικασθείσης απαιτήσεως ή της μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως. Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης απράκτου παύει αυτοδικαίως η ισχύς της αποφάσεως. Δεν απαιτείται άσκησις αγωγής εάν έχη ασκηθή τοιαύτη. Άρθρ.729Α.-"Οι αποφάσεις επί αιτήσεων προσωρινής εκδικάσεως απαιτήσεων για μισθούς υπερημερίας και για καθυστερημένους μισθούς εκδίδονται υποχρεωτικώς εντός πέντε ημερών από την ημέρα της συζητήσεως". Το άρθρ. 729Α προστέθηκε από την παρ. 4 του άρθρ. 24 του Νόμ. 1941/18-18 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α' 41), Τόμ. 6Β, σελ. 667. (Αντί για τη σελ. 97(β) Σελ. 97(γ) Τεύχος 1088 – Σελ. 9 Άρθρον 730 (776 α.ν. 44/67) 1.Εάν δημοσιευθή οριστική απόφασις επί της ουσίας της κυρίας υποθέσεως, παύει αυτοδικαίως η ισχύς της επιδικαζούσης προσωρινώς την απαίτησιν αποφάσεως. 2.Το δικάζον την κυρίαν υπόθεσιν ή το διατάξαν την προσωρινήν επιδίκασιν απαιτήσεως δικαστήριον διατάσσει κατόπιν αιτήσεως την απόδοσιν των καταβληθέντων, εάν απορριφθή τελεσιδίκως κατ' ουσίαν ή περί της κυρίας υποθέσεως αγωγή. 3.Το κατά την § 2 δικαστήριον δια την απόδοσιν δύναται να επιτρέψη και κατάσχεσιν ακατάσχετων, εν ω μέτρω χωρεί αύτη δι' απαιτήσεις διατροφής συζύγου. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ' Προσωρινή ρύθμισις καταστάσεως. Άρθρον 731 (777 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δικαιούται να διατάξη ως ασφαλιστικόν μέτρον την υπό του καθ' ου η αίτησις ενέργειαν ή παράλειψιν ή ανοχήν ωρισμένης πράξεως. Σελ. 98(γ) Τεύχος 1088 – Σελ. 10 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 732 (778 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δικαιούται να διατάξη ως ασφαλιστικόν μέτρον και παν εκ των περιστάσεων κατά την κρίσιν του πρόσφορον μέτρον δια του οποίου εξασφαλίζεται ή διατηρείται το δικαίωμα ή ρυθμίζεται η κατάστασις. Άρθρον 733 (779 α.ν. 44/67, 58.1 ν.δ. 958/71) Ασφαλιστικά μέτρα εις παντός είδους περί νομής ή κατοχής υποθέσεις διατάσσονται υπό του ειρηνοδικείου. Άρθρον 734 (780 α.ν. 44/67, 58.2 ν.δ. 958/71) 1.Εν τη περιπτώσει του προηγουμένου άρθρου, επιδίδεται πάντοτε αντίγραφον της αιτήσεως μετά της επ' αυτής πράξεως ορισμού τόπου και χρόνου συζητήσεως εις τον καθ' ου αύτη. 2.Το ειρηνοδικείον δια την προσωρινήν ρύθμισιν της νομής ή κατοχής δικαιούται να διατάξη οιονδήποτε κρίνει πρόσφορον ασφαλιστικό μέτρον και ιδία να επιτρέψη ή απαγορεύση πράξεις νομής ή κατοχής ή να επιδικάση την νομήν ή κατοχήν εις τινα των διαδίκων επί παροχή ή μη εγγυήσεως. 3.Κατά της αποφάσεως του ειρηνοδικείου συγχωρείται το ένδικον μέσον της εφέσεως εντός δέκα ημερών από της επιδόσεως αυτής. Η έφεσις δικάζεται κατά την αυτήν διαδικασίαν εφαρμοζομένων και των άρθρων 226 και 652 § 3. 4.Η προθεσμία της εφέσεως και η άσκησις ταύτης δεν αναστέλλουν την εκτέλεσιν της αποφάσεως του ειρηνοδικείου, εκτός αν η αναστολή διαταχθή κατά το άρθρον 912. 5.Επί των ασφαλιστικών μέτρων περί της νομής ή κατοχής δεν εφαρμόζεται το άρθρον 696 § 3, ο δε ειρηνοδίκης δικάζει ταύτα τη συμπράξει γραμματέως τηρούντος πρακτικά. Άρθρ.735 (781 α.ν. 44/67) "Το δικαστήριον έχει το δικαίωμα να διατάξει κάθε πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο που υπαγορεύεται από τις περιστάσεις για τη ρύθμιση των σχέσεων των συζύγων από τον γάμο και των σχέσεων γονέων και τέκνων ιδίως να διατάξει τη μετοίκηση ενός από τους συζύγους, να ορίσει ποιά πράγματα δικαιούται αυτός να παραλάβει για τη χωριστή του εγκατάσταση, να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο κάθε σύζυγος θα χρησιμοποιεί το ακίνητο όπου διαμένουν ή τα έπιπλα και σκεύη που χρησιμοποιούν από κοινού, να ορίσει το γονέα στον οποίο ανήκει προσωρινά η άσκηση της γονικής μέριμνας, να αφαιρέσει από τους γονείς τη γονική μέριμνα εν όλω ή εν μέρει και να ρυθμίσει τα σχετικά με την επικοινωνία με το τέκνο". Το άρθρ. 735 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 47 Νόμ. 1329/15-18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α' 25), τόμ. 7 σελ. 192,02. Άρθρον 736 (58.3 ν.δ. 958/71) Ο ειρηνοδίκης δικαιούται να αναστείλη την εκτέλεσιν αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως σωματείων ή συνεταιρισμών. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η' Σφράγισις, αποσφράγισις, απογραφή και δημόσια κατάθεσις. Άρθρον 737 (782 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δικαιούται να διατάξη ως ασφαλιστικόν μέτρον την σφράγισιν, την αποσφράγισιν, την απογραφήν ή την δημοσίαν κατάθεσιν. Άρθρον 6 (6 α.ν. 44/67, 1 ν.δ. 958/71) 1.Τα ημεδαπά δικαστήρια οφείλουν τη αιτήσει αλλοδαπών αρχών να ενεργούν κατ' ιδίαν διαδικαστικάς πράξεις της δικαιοδοσίας των, εφ' όσον δεν ορίζουν άλλως διεθνείς συμβάσεις ή η εκτέλεσις αυτών δεν αντίκειται εις την δημοσίαν τάξιν. 2.Τα ημεδαπά δικαστήρια εν τη εκτελέσει των ως άνω αιτήσεων ενεργούν και αυτεπαγγέλτως, εφαρμόζοντα τας διατάξεις του ημεδαπού δικαίου, πλην αν διεθνείς συνθήκαι ορίζουν άλλως. Σελ. 8(δ) Τεύχος 1352 Σελ. 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της δίκης. Άρθρον 75 (76 α.ν. 44/67, 6 ν.δ. 958/71) 1.Έκαστος των ομοδίκων, εφ' όσον ο νόμος δεν ορίζει το εναντίον, ενεργεί εν τη δίκη ανεξαρτήτως των λοιπών. Αι πράξεις ή παραλείψεις εκάστου ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους λοιπούς. 2.Έκαστος των ομοδίκων δικαιούται να επισπεύση την δίκην. Το δικαστήριον, εάν κρίνη αναγκαίαν την ενιαίαν διεξαγωγήν της δίκης, δικαιούται να διατάξη την κλήτευσιν υπό του επισπεύδοντος των υπό τούτου μη κληθέντων ομοδίκων. Σελ. 16(β) Τεύχος 1257 – Σελ. 64 Άρθρον 738 (783 α.ν. 44/67) 1.Πάσα διαφορά περί την σφράγισιν, αποσφράγισιν, απογραφήν ή δημοσίαν κατάθεσιν, εφ' όσον αύται διετάχθησαν ως ασφαλιστικόν μέτρον, δικάζεται υπό του διατάξαντος αυτάς δικαστηρίου, εάν δε τούτο είναι πολυμελές, υπό του μονομελούς πρωτοδικείου του τόπου ένθα γίνονται αύται. 2.Ο ενεργών την διαταχθείσαν σφράγισιν, αποσφράγισιν ή απογραφήν αποφαίνεται προσωρινώς παραχρήμα περί των κατά την διάρκειαν της ενεργείας αυτών διαφορών ή διενέξεων και η απόφασις αυτού εκτελείται παραχρήμα. Πας έχων έννομον συμφέρον δικαιούται να ζητήση την ανάκλησιν της αποφάσεως και των εις εκτέλεσιν αυτής ενεργηθεισών πράξεων κατά την § 1. ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΚΤΟΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' Γενικαί διατάξεις. Άρθρον 739 (784 α.ν. 44/67) Εις την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 741 έως 781 υπάγονται πάσαι αι εις τα άρθρα 782 έως 866 αναφερόμεναι υποθέσεις και πάσα άλλη υπόθεσις υπαγομένη δια διατάξεως νόμου εις την διαδικασίαν ταύτην. (Αντί για τη σελ. 98,01(β) Σελ. 98,01(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 87 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 (785 α.ν. 44/67) Άρθρ.740.-1.Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται οι υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρ. 739, εκτός από: α)εκείνες που αφορούν την υιοθεσία, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, β)εκείνες που από το νόμο υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων. 2.Στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρ. 739 δεν επιτρέπεται παρέκταση της αρμοδιότητας. 3.Στην κατά την πρώτη παράγραφο του παρόντος αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγεται και η θέση προσώπου σε ακούσια νοσηλεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου". Το άρθρ. 740 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 39 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), τόμ. 7 σελ. 192,229. Άρθρον 741 (786 α.ν. 44/67) Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και κατά την διαδικασίαν των άρθρων 743 έως 781, πλην αν αντίκεινται εις ειδικάς διατάξεις ή δεν προσαρμόζωνται εις την διαδικασίαν ταύτην. Άρθρον 742 (787 α.ν. 44/67) Οι ανήλικοι οι συμπληρώσαντες το δέκατον έκτον έτος της ηλικίας των είναι ικανοί να παρίστανται επί δικαστηρίου εις υποθέσεις αφορώσας την προσωπικήν των κατάστασιν και να ασκούν κατά της εκδιδομένης αποφάσεως ένδικα μέσα και τριτανακοπήν. Παρισταμένου του ανηλίκου, πρέπει να καλείται ο νομίμως εκπροσωπών αυτόν. Άρθρον 743 (788 α.ν. 44/67) Η πληρεξουσιότης δίδεται και δι' ιδιωτικού εγγράφου κατά το άρθρον 96 § § 1 και 3. Άρθρον 744 (789 α.ν. 44/67, 59.1 ν.δ.958/71) Το δικαστήριον δύναται και αυτεπαγγέλτως να διατάσση παν πρόσφορον μέτρον δια την διακρίβωσιν και μη προταθέντων πραγματικών γεγονότων ιδία δε γεγονότων συντελούντων εις την προστασίαν των ενδιαφερομένων ή της έννομου σχέσεως ή του γενικωτέρου κοινωνικού συμφέροντος. Άρθρον 745 (790 α.ν. 44/67) Η προβολή πραγματικών ισχυρισμών επιτρέπεται μέχρι πέρατος και της τελευταίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζητήσεως. Σελ. 98,02(γ) Τεύχος 1352 Σελ. 88 Άρθρον 746 (792 α.ν. 44/67) Τα έξοδα επιβάλλονται εις βάρος του αιτούντος εφ' όσον η αίτησις υπεβλήθη προς το συμφέρον του, άλλως εις βάρος εκείνου προς το συμφέρον του οποίου υπεβλήθη. Τα έξοδα δύνανται να επιβληθούν εν όλω ή εν μέρει εις βάρος του υπαιτίου δια την διεξαγωγήν της δίκης. Άρθρον 747 (793 α.ν. 44/67) 1.Η αίτησις ασκείται δια δικογράφου κατατιθεμένου παρά τη γραμματεία του δικαστηρίου εις το οποίον απευθύνεται. Ενώπιον του ειρηνοδικείου η αίτησις δύναται να ασκηθή και προφορικώς, συντασσομένης εκθέσεως. 2.Το δικόγραφον της αιτήσεως ή η έκθεσις πρέπει να περιέχη πλην των εν άρθρω 118 ή 117 οριζομένων α)ακριβή περιγραφήν του αντικειμένου της υποθέσεως, β)ωρισμένον αίτημα, γ)σαφή έκθεσιν των γεγονότων τα οποίαι δικαιολογούν το αίτημα κατά το κύριον αντικείμενον και τα παρεπόμενα αυτού, ως και την εξουσίαν προς υποβολήν αυτού. Περαιτέρω εις την αίτησιν γίνεται μνεία των θεμελιούντων την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στοιχείων. 3.Περί της καταθέσεως συντάσσεται έκθεσις κάτωθι του κατατιθεμένου πρωτοτύπου της αιτήσεως αναφέρουσα την ημέραν και την ώραν της καταθέσεως και το ονοματεπώνυμον του καταθέσαντος. 4.Οσάκις κατά νόμον το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να ενεργή αυτεπαγγέλτως, δύναται να διατάξη την εισαγωγήν υποθέσεως προς συζήτησιν δια πράξεώς του, επί πολυμελούς δε δικαστηρίου δια πράξεως του προέδρου αυτού. Η πράξις πρέπει να περιλαμβάνη το αντικείμενον της υποθέσεως, υπογράφεται υπό του εκδίδοντος αυτήν, μνεία δε ταύτης γίνεται εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 76 (77 α.ν. 44/67) 1.Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαίαν μόνον ρύθμισιν ή η ισχύς της εκδοθησομένης αποφάσεως εκτείνεται επί πάντων των ομοδίκων ή όταν οι ομόδικοι μόνον από κοινού δύνανται να εναγάγουν ή να εναχθούν ή λόγω των συντρεχουσών περιστάσεων δεν δύνανται να υπάρξουν αντίθετοι αποφάσεις έναντι αυτών, αι πράξεις εκάστου εξ αυτών ωφελούν και βλάπτουν τους λοιπούς, οι δε νομίμως μετέχοντες της δίκης ή προσεπικληθέντες ομόδικοι, απολειπόμενοι, θεωρούνται αντιπροσωπευόμενοι υπό των παρισταμένων. 2.Η διάταξις της § 1 δεν εφαρμόζεται επί συμβιβασμού, αναγνωρίσεως, παραιτήσεως από της δίκης και συμφωνίας περί διαιτησίας. 3.Οι απολειπόμενοι ομόδικοι καλούνται εις πάσαν μεταγενεστέραν διαδικαστικήν πράξιν. 4.Η άσκησις ενδίκων μέσων υπό τινος των εν § 1 ομοδίκων επάγεται αποτέλεσμα και δια τους λοιπούς. Άρθρον 748 (794 α.ν. 44/67, 59.3 ν.δ. 958/71) 1.Η αίτησις υποβάλλεται αμελλητί υπό της γραμματείας εις τον δικαστήν και επί πολυμελούς πρωτοδικείου εις τον πρόεδρον, ίνα ορίση δικάσιμον. "Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 226, εκτός από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2." Το μέσα σε «» δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.21 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001, (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. «Η δικάσιμος για την επανάληψη των δηλώσεων των συζύγων περί συναινετικής λύσης του γάμου τους ορίζεται υποχρεωτικά εντός τριάντα ημερών από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το άρθρ.1441 παρ.2 του Α.Κ. χρονικού διαστήματος των έξι μηνών. Κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών, των Χριστουγέννων-Νέου ΄Ετους και του Πάσχα, η δικάσιμος ορίζεται, υποχρεωτικά, εντός τριάντα ημερών από την επανέναρξη της κανονικής λειτουργίας των δικαστηρίων». Το μέσα σε «» τρίτο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρ.19 Νόμ.3346/16-17 Ιουν.2005 (ΦΕΚ Α΄140), κατωτ.αριθ.35. 2.Αντίγραφον της αιτήσεως μετά της σημειώσεως προσδιορισμού δικασίμου, πρέπει να κοινοποιήται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της περιφερείας εις τας περιπτώσεις των άρθρων 782 783, 784, 796, 797, 799, 800 και 801 ή εάν ήθελε διαταχθή υπό του κατά την παρ. 1 δικαστού. 3.Ο κατά την § 1 αρμόδιος δικαστής δύναται να διατάξη την κλήτευσιν τρίτων εχόντων έννομον συμφέρον εις την δίκην. Η κλήτευσις γίνεται δια κοινοποιήσεως αντιγράφου της αιτήσεως μετά σημειώσεως προσδιορισμού δικασίμου. 4.Ο δικαστής ορίζει την κατά την κρίσιν του απαιτουμένην προθεσμίαν δια τας εν § § 2 και 3 κοινοποιήσεις. 5.Επί των κατά την § 4 του άρθρου 747 εισαγομένων υποθέσεων, ο εκδώσας την πράξιν ορίζει δικάσιμον. Αντίγραφον της πράξεως κοινοποιεί εις τον εισαγγελέα, δύναται δε να διατάξη την κλήτευσιν εις την δίκην παντός έχοντος έννομον συμφέρον. Άρθρον 749 (795 α.ν. 44/67, 59.4 ν.δ. 958/71) Αι διατάξεις περί απόπειρας συμβιβασμού δεν εφαρμόζονται. Άρθρον 750 (796 α.ν. 44/67) Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν δικαιούται να παρίσταται ο εισαγγελεύς πρωτοδικών και ενώπιον του ειρηνοδικείου. Άρθρον 751 (797 α.ν. 44/67) Μεταβολή της αιτήσεως επιτρέπεται κατόπιν αδείας του δικαστού, εφ' όσον κατά την κρίσιν του δεν βλάπτονται συμφέροντα των μετεχόντων της δίκης ή τρίτων. Μνεία της μεταβολής ταύτης γίνεται εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον. Άρθρον 752 (798 α.ν. 44/67) 1.Η κυρία παρέμβασις ασκείται δια δικογράφου, εφαρμόζονται δε επ' αυτής τα άρθρα 747, 748 και 751. 2.Η πρόσθετος παρέμβασις δύναται να ασκηθή και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν άνευ προδικασίας. Άρθρον 753 (799 α.ν. 44/67, 59.5 ν.δ. 958/71) 1.Έκαστος των διαδίκων δύναται να προσεπικαλή τρίτον έχοντα έννομον συμφέρον όπως προσέλθη εις την δίκην. Το αυτό δύναται να πράξη και το δικαστήριον αυτεπαγγέλτως. 2.Η προσεπίκλησις ασκείται δια δικογράφου, εφαρμόζονται δε επ' αυτής τα άρθρα 747, 748 και 751. Εάν η προσεπίκλησις διετάχθη υπό του δικαστηρίου αυτή γίνεται επιμελεία του εν τη αποφάσει οριζομένου διαδίκου. Άρθρον 754 (800 α.ν. 44/67) 1.Εάν κατά την προς συζήτησιν της αιτήσεως ωρισμένην δικάσιμον ο αιτών δεν εμφανισθή ή εμφανισθείς δεν μετάσχη προσηκόντως της συζητήσεως, ματαιούται η συζήτησις, έστω και αν παρίσταται ο κλητευθείς ή αυτοκλήτως παρεμβάς τρίτος, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 746. 2.Εάν κατά την προς συζήτησιν της αιτήσεως ωρισμένην δικάσιμον εμφανισθή και μετάσχη προσηκόντως της συζητήσεως ο αιτών, δεν εμφανισθή δε ή εμφανισθείς δεν μετάσχη προσηκόντως της συζητήσεως ο κλητευθείς ή παρεμβάς τρίτος, η συζήτησις προβαίνει ως εάν ούτος είχεν εμφανισθή. (Το κατά το άρθρον 271 § 3 τεκμήριον δεν ισχύει εν προκειμένω.) Το μέσα σε () δεύτερο εδάφιο καταργήθηκε από την παρ.2 άρθρ.21 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001(ΦΕΚ Α΄109),κατωτ.αριθ.31. Άρθρον 755 (801 α.ν. 44/67) Τα πρακτικά συντάσσονται συνοπτικώς, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 257. (Αντί για τη σελ. 99(β) Σελ. 99(γ) Τεύχος 1399 Σελ. 29 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 Άρθρον 77 (78 α.ν. 44/67) Εάν εις τας περιπτώσεις του άρθρου 76 οι ομόδικοι προβάλλουν αντιφατικούς ισχυρισμούς, το δικαστήριον εκτιμά ελευθέρως την επιρροήν αυτών επί της διαδικασίας και αποφάσεως, δυνάμενον να καθορίση χωριστά ως προς έκαστον των ομοδίκων τα αποτελέσματά των. Άρθρον 756 (802 α.ν. 44/67, 59.6 ν.δ. 958/71) Αι αποφάσεις δημοσιεύονται εν δημοσία συνεδριάσει προφορικώς και αμέσως μετά την συζήτησιν της υποθέσεως, αν δε τούτο δεν είναι δυνατόν, το συντομώτερον. Άρθρον 757 (803 α.ν. 44/67, 59.7 ν.δ. 958/71) Η κατά την δημοσίευσιν της αποφάσεως παρουσία του προς ον δέον αύτη να επιδοθή ή του διεξάγοντος την δίκην νομίμου αντιπροσώπου του ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου επέχει τόπον επιδόσεως. Άρθρον 758 (804 α.ν. 44/67) 1.Αι οριστικώς αποφαινόμεναι αποφάσεις, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως, δύνανται τη αιτήσει τινός των διαδίκων μετά την δημοσίευσιν αυτών να ανακληθούν ή να μεταρρυθμισθούν υπό του εκδώσαντος αυτάς δικαστηρίου εάν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν αι συνθήκαι βάσει των οποίων εξεδόθησαν. Η ανάκλησις ή μεταρρύθμισις γίνεται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 741 έως 781, καλουμένων των διαδίκων της αρχικής δίκης και των προσώπων τα οποία είχον διορισθή ή είχον αντικατασταθή ή παυθή υπό της αποφάσεως δια την άσκησιν λειτουργήματος. 2.Η ανακαλούσα ή μεταρρυθμίζουσα απόφασις δεν έχει αναδρομικήν ισχύν, πλην αν ορισθή τούτο ειδικώς υπό του δικαστηρίου. 3.Η ανακαλούσα ή μεταρρυθμίζουσα απόφασις σημειούται αμελλητί εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον και εις το περιθώριον της ανακαλουμένης ή μεταρρυθμιζομένης αποφάσεως επιμελεία της γραμματείας του δικαστηρίου. Άρθρον 759 (805 α.ν. 44/67, 59.8 ν.δ. 958/71) 1.Η υπό του δικαστηρίου διατασσομένη απόδειξις διεξάγεται επιμελεία τινός των διαδίκων. 2.Η διεξαγωγή αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης δύναται να γίνη και κατά τας διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 650. 3.Το δικαστήριον και κατ' απόκλισιν των περί αποδείξεως διατάξεων διατάσσει αυτεπαγγέλτως παν ό,τι κατά την κρίσιν αυτού είναι απαραίτητον δια την εξακρίβωσιν της αληθείας των πραγματικών γεγονότων. 4.Οι διάδικοι προσάγουν κατά την συζήτησιν επ' ακροατηρίου άπαντα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία θα χρησιμοποιήσουν προς απόδειξιν των ισχυρισμών των. Σελ. 100(γ) Τεύχος 1399 Σελ. 30 Άρθρον 760 (806 α.ν. 44/67, 59.9 ν.δ. 958/71) Το άρθρον 748 εφαρμόζεται και επί ενδίκων μέσων. Αντί του κατά την § 2 του άρθρου τούτου εισαγγελέως καλείται ο εισαγγελεύς του δικάζοντος το ένδικον μέσον δικαστηρίου. Άρθρον 761 (807 α.ν. 44/67) Έφεσιν δικαιούνται να ασκήσουν, και αν ενίκησαν, ο αιτών, ο καθ' ου η αίτησις, οι κυρίως και προσθέτως παρεμβάντες, οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι αυτών, ως και ο εισαγγελεύς πρωτοδικών. Άρθρον 762 (808 α.ν. 44/67) Εάν κατά την πρωτόδικον δίκην μετέσχον πλείονες, η υπό τινος εξ αυτών ασκουμένη έφεσις απευθύνεται κατά των λοιπών ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων αυτών. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 763 (809 α.ν. 44/67) 1.Η προθεσμία της εφέσεως και η άσκησις αυτής δεν ανατέλλουν την ισχύν και εκτέλεσιν της αποφάσεως. 2.Το δικάζον την υπόθεσιν δικαστήριον δύναται και αυτεπαγγέλτως κατά την έκδοσιν της αποφάσεως του να αναστείλη την ισχύν και εκτέλεσιν αυτής μέχρις ου καταστή απρόσβλητος δι' εφέσεως. 3.Εάν ασκηθή έφεσις, το εκδόν την απόφασιν δικαστήριον ή επί πολυμελών δικαστηρίων ο πρόεδρος αυτού, ως και το δικάζον την έφεσιν δικαστήριον ή ο πρόεδρος αυτού δύνανται κατά την κρίσιν των, τη αιτήσει τινός των μετασχόντων της πρωτοδίκου δίκης, να αναστείλουν την ισχύν και εκτέλεσιν αυτής μέχρις εκδόσεως της επί της εφέσεως αποφάσεως. Η διατάσσουσα αναστολήν απόφασις σημειούται αμελλητί εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον και εις το περιθώριον της αποφάσεως της οποίας αναστέλλεται η ισχύς και η εκτέλεσις. Άρθρον 764 (810 α.ν. 44/67,1 ν.δ. 545/68, 59.10 ν.δ. 958/71) 1.Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως και η αντέφεσις ασκούνται και δια των προτάσεων. 2.Εάν κατά την εκφώνησιν της υποθέσεως ουδείς των διαδίκων ενεφανίσθη η συζήτησις ματαιούται. Εάν ενεφανίσθη τις των διαδίκων, το δικαστήριον εξετάζει την υπόθεσιν κατ' ουσίαν. 3.Ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται εάν ο ερήμην δικασθείς δεν εκλητεύθη παντάπασιν ή εμπροθέσμως ή προσηκόντως «ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας». Οι μέσα στα « » τελευταίες φράσεις της παρ. 3 προστέθηκαν από την παρ. 7 άρθρ. 9 Νόμ.2145/2828 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Άρθρον 765 (811 α.ν. 44/67) Εις την κατ' έφεσιν δίκην δύνανται να υποβληθούν νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, είναι δε δυνατή η επίκλησις και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Άρθρον 78 (79 α.ν. 44/67) Εάν ελλείπουν αι προϋποθέσεις της ομοδικίας, το δικαστήριον διατάσσει τον χωρισμόν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄ Συμμετοχή τρίτων εις την δίκην. Άρθρον 766 (812 α.ν. 44/67) Εάν γίνη δεκτή η έφεσις και εξαφανισθή ή μεταρρυθμισθή η εκκαλλουμένη απόφασις, η γραμματεία του δικάσαντος την έφεσιν δικαστηρίου ειδοποιεί περί τούτου αμελλητί την γραμματείαν του εκδώσαντος την εξαφανισθείσαν ή μεταρρυθμισθείσαν απόφασιν δικαστηρίου η οποία σημειοί εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον, ως και εις το περιθώριον της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την απόφασιν του κατ' έφεσιν δικάσαντος δικαστηρίου. Άρθρον 767 (813 α.ν. 44/67) Αναψηλάφησιν δικαιούται να ασκήση ο αιτών, ο καθ' ου η αίτησις, ο εκκαλλών, ο εφεσίβλητος, ο αναιρεσείων, ο αναιρεσίβλητος, οι κυρίως και προσθέτως παρεμβάντες, οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι αυτών και ο εισαγγελεύς, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 762. Άρθρον 768 (814 α.ν. 44/67) Εάν γίνει δεκτή η αναψηλάφισις και εξαφανισθή ή μεταρρυθμισθή η προσβληθείσα απόφασις, η γραμματεία του δικαστηρίου σημειοί εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον και εις το περιθώριον της εξαφανισθείσης ή μεταρρυθμισθείσης αποφάσεως την επί της αναψηλαφήσεως απόφασιν. Άρθρον 769 (815 α.ν. 44/67) Αναίρεσιν δικαιούνται να ασκήσουν, και αν ενίκησαν, ο αιτών, ο καθ' ου η αίτησις, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, οι κυρίως και προσθέτως παρεμβάντες και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι αυτών, ως και ο εισαγγελεύς του εκδώσαντος την απόφασιν δικαστηρίου, προκειμένου δε περί αποφάσεως ειρηνοδικείου και ο εισαγγελεύς πρωτοδικών, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 762. Άρθρον 770 (816 α.ν.44/67) Το κατά το άρθρον 565 § 2 τμήμα του Αρείου Πάγου δύναται να διατάξη πλην της αναστολής της εκτελέσεως και την αναστολήν της ισχύος της αποφάσεως. Άρθρον 771 (817 α.ν.44/67) Εάν διαταχθή η αναστολή της ισχύος ή της εκτελέσεως αποφάσεως κατά το άρθρον 770, η γραμματεία του Αρείου Πάγου ειδοποιεί αμελλητί την γραμματείαν του δικαστηρίου του οποίου ανεστάλη η απόφασις, ως και την γραμματείαν του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Η περί αναστολής απόφασις σημειούται εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον, εις το περιθώριον της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως και εις το περιθώριον της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Άρθρον 772 (818 α.ν. 44/67) Η αναιρετική απόφασις του Αρείου Πάγου σημειούται εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον, ως και εις το περιθώριον της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Προς τούτο η γραμματεία του Αρείου Πάγου ειδοποιεί αμελλητί την γραμματείαν του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η οποία προβαίνει εις την σημείωσιν. Άρθρον 79 (80 α.ν. 44/67) 1.Εάν τρίτος αντιποιείται εν όλω ή εν μέρει το αντικείμενον δίκης μεταξύ άλλων εκκρεμούς, δικαιούται να παρέμβη κυρίως κατά πάσαν στάσιν της πρωτοδίκου και της κατ' έφεσιν διαδικασίας. 2.Ο κατά την § 1 παρεμβαίνων δεν δικαιούται να ζητήση την εκτός της δίκης θέσιν τινός των αρχικών διαδίκων, πλην αν άλλως ο νόμος ορίζη ή αν συμφωνούν περί τούτου πάντες οι διάδικοι. Άρθρον 773 (819 α.ν. 44/67) 1.Η τριτανακοπή ασκείται και δικάζεται εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 743 έως 759. 2.Νέοι λόγοι τριτανακοπής δύνανται να προστεθούν και δια των προτάσεων. Άρθρον 774 (820 α.ν.44/67) Το δικάζον την τριτανακοπήν δικαστήριον δικαιούται κατά το άρθρον 589 να διατάξη πλην της αναστολής της εκτελέσεως και την αναστολήν της ισχύος της αποφάσεως. Άρθρον 775 (821 α.ν. 44/67) Εάν ασκηθή τριτανακοπή και γίνη αύτη δεκτή, η δεχόμενη την τριτανακοπήν απόφασις σημειούται αμελλητί εις το κατά το άρθρον 776 βιβλίον και (Αντί για τη σελ. 101(α) Σελ. 101(β) Τεύχος 1182-Σελ. 69 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 εις το περιθώριον της ακυρούμενης αποφάσεως επιμελεία της γραμματείας του δικαστηρίου. Άρθρον 776 (822 α.ν. 44/67) 1.Παρ' εκάστω πρωτοβαθμίω δικαστηρίω τηρούνται βιβλία εις τα οποία καταχωρίζονται εν περιλήψει α)αι κατά την διαδικασίαν των άρθρων 740 έως 781 υποβαλλόμεναι αιτήσεις και αι επ' αυτών αποφάσεις, β)αι αιτήσεις ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως των αποφάσεων, τα κατ' αυτών ασκούμενα ένδικα μέσα, αι τριτανακοπαί και αι επί τούτων αποφάσεις, γ)αι αποφάσεις δια των οποίων αναστέλλεται η ισχύς ή η εκτέλεσις οιασδήποτε αποφάσεως. 2.Τα του τρόπου της τηρήσεως των βιβλίων, τα της τηρήσεως αλφαβητικών ευρετηρίων, τα της εκδόσεως βάσει αυτών πιστοποιητικών και τα καθήκοντα των υπαλλήλων της γραμματείας προς ενημέρωσιν αυτών ορίζονται δια β. διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης. Άρθρον 777 (823 α.ν. 44/67) Παν αντίγραφον ή απόσπασμα αποφάσεως εις το περιθώριον της οποίας σημειούται η εξαφάνισις, η μεταρρύθμισις ή η αναστολή της ισχύος ή εκτελέσεως αυτής πρέπει να αναφέρη την σημείωσιν. Άρθρον 778 (824 α.ν. 44/67) Εάν επί των εν άρθρω 739 υποθέσεων δι' οριστικής αποφάσεως εγένετο δεκτή ή απερρίφθη αίτησις, δεν δύναται να συζητηθή νέα αίτησις των διαδίκων περί του αυτού αντικειμένου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 741 έως 781. Άρθρον 779 (825 α.ν. 44/67) Εάν ανακληθή ή μεταρρυθμισθή ή εξαφανισθή ή ανασταλή η ισχύς αποφάσεως, είναι ισχυραί αι καλή τη πίστει γενόμεναι καταβολαί υπό του υποχρέου ή τρίτου και δεν θίγονται τα δικαιώματα τα οποία απέκτησαν, ως και αι δικαιοπραξίαι, τας οποίας ενήργησαν τρίτοι καλή τη πίστει επί τη βάσει αυτής μέχρι της ισχύος της αποφάσεως η οποία ανακαλεί, μεταρρυθμίζει, εξαφανίζει ή αναστέλλει την ισχύν προηγουμένης. Άρθρον 780 (826 α.ν.44/67, 59.11 ν.δ. 958/71) Επιφυλασσομένων των υπό διεθνών συμβάσεων οριζομένων, απόφασις αλλοδαπού δικαστηρίου έχει εν τη ημεδαπή άνευ άλλης διαδικασίας την ισχύν την οποίαν αναγνωρίζει εις αυτήν το δίκαιον του Κράτους του δικάσαντος δικαστηρίου εφ' όσον συντρέχουν αι εξής προϋποθέσεις 1)εάν η απόφασις εφήρμοσε τον κατά το ελληνικόν δίκαιον εφαρμοστέον ουσιαστικόν νόμον και εξεδόθη υπό δικαστηρίου έχοντος δικαιοδοσίαν κατά το δίκαιον της πολιτείας της οποίας τον ουσιαστικόν νόμον εφήρμοσε και 2)εάν δεν αντίκειται εις τα χρηστά ήθη ή την δημοσίαν τάξιν. Σελ. 102(β) Τεύχος 1182-Σελ. 70 Άρθρον 781 (827 α.ν. 44/67) 1.Το δικάζον δικαστήριον δύναται καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας κατόπιν αιτήσεως ή και αυτεπαγγέλτως να εκδώση προσωρινήν διαταγήν καταχωριζομένην εις τα πρακτικά δια της οποίας μέχρις εκδόσεως της αποφάσεώς του να διατάσση τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα προς εξασφάλισιν ή διατήρησιν δικαιώματος ή ρύθμισιν καταστάσεως. 2.Η προσωρινή διαταγή ανακαλείται οποτεδήποτε υπό του δικαστηρίου και αυτεπαγγέλτως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Ειδικαί Διατάξεις. Άρθρον 782 (828 α.ν. 44/67) 2.Οσάκις κατά νόμον απαιτείται δικαστική απόφασις προς βεβαίωσιν γεγονότος επί τω τέλει συντάξεως ληξιαρχικής πράξεως, η απόφασις εκδίδεται τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή του εισαγγελέως υπό του δικαστηρίου της περιφερείας του ληξιάρχου ο οποίος θέλει προβή εις την σύνταξιν της ληξιαρχικής πράξεως. 2.Δια της αποφάσεως πρέπει να βεβαιούται και παν άλλο στοιχείον το οποίον κατά νόμον πρέπει να περιλαμβάνη η ληξιαρχική πράξις, πλην αν τούτο είναι ανέφικτον. 3.Αι διατάξεις της § 1 εφαρμόζονται και επί διορθώσεως ληξιαρχικής πράξεως. Άρθρον 80 (81 α.ν. 44/67) Εάν τρίτος εις δίκην μεταξύ άλλων εκκρεμή έχη έννομον συμφέρον να αποβή η δίκη υπέρ τινος των διαδίκων, δικαιούται μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως να παρέμβη προσθέτως προς υποστήριξιν του διαδίκου τούτου. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 783 (829 α.ν. 44/67) Αρμόδιον κατά νόμον δια την κήρυξιν και την άρσιν της αφανείας, ως και δια την μεταβολήν του χρόνου της ενάρξεως αυτής είναι το δικαστήριον της τελευταίας εν τη ημεδαπή κατοικίας και εν ελλείψει ταύτης της εν τη ημεδαπή διαμονής του εξαφανισθέντος, εν ελλείψει δε και ταύτης το δικαστήριον της πρωτευούσης του Κράτους. Άρθρον 784 (830 α.ν. 44/67) Εάν η άρσις της καταστάσεως της αφανείας ή η μεταβολή του χρόνου της ενάρξεως αυτής ζητείται υπό τινος των διαδίκων, εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 758, εάν δε υπό τρίτου, των άρθρων 773 έως 775. Άρθρον 785 (831 α.ν. 44/67) 1.Η κηρύττουσα την αφάνειαν απόφασις ή η μεταβάλλουσα τον χρόνον ενάρξεως αυτής, εφ' όσον δεν υπόκειται εις έφεσιν ή αναίρεσιν, ισχύει και παράγει αποτελέσματα υπέρ και κατά πάντων, τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του άρθρου 47 του Αστικού Κώδικος. 2.Η δεχομένη την αίτησιν του αφάντου περί άρσεως της καταστάσεως της αφανείας αυτού απόφασις δεν υπόκειται εις έφεσιν, αναψηλάφησιν ή αναίρεσιν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 786 (832 α.ν. 44/67) 1.Οσάκις κατά νόμον ζητείται να γίνη διορισμός προσωρινής διοικήσεως νομικού προσώπου ή εκκαθαριστών νομικού προσώπου ή εταιρίας μη κεκτημένης νομικήν προσωπικότητα, αρμόδιον είναι το δικαστήριον της περιφερείας ένθα έχει την έδραν του το νομικόν πρόσωπον ή η εταιρία. 2.Εν τη περιπτώσει καθ' ην τα συμφέροντα των αποτελούντων την διοίκησιν προσώπων συγκρούονται προς τα συμφέροντα του νομικού προσώπου, καλούνται κατά την συζήτησιν και τα πρόσωπα ταύτα. 3.Το δικαστήριον δύναται τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον να αντικαταστήση την προσωρινήν διοίκησιν ή τους εκκαθαριστάς ένεκα σπουδαίων λόγων. Κατά την συζήτησιν καλούνται και τα πρόσωπα ταύτα. Άρθρον 787 (833 α.ν. 44/67, 60.1 ν.δ. 958/71) 1.Οσάκις κατά νόμον ζητείται να διαταχθή η εγγραφή σωματείου εις το επί τούτω βιβλίον ή η τροποποίησις του καταστατικού αυτού ή εξουσιοδότησις προς σύγκλησιν της συνελεύσεως σωματείου και ρύθμισιν της προεδρίας αυτής ή η διάλυσις σωματείου, αρμόδιον είναι το δικαστήριον της περιφερείας ένθα έχει την έδραν του το σωματείον. 2.Δικαίωμα εφέσεως κατ' αποφάσεως δεχομένης αίτησιν εγγραφής σωματείου ή τροποποιήσεως καταστατικού έχει και η εποπτεύουσα αρχή. Άρθρον 788 (834 α.ν. 44/67) Οσάκις κατά νόμον ζητείται να διαταχθή υπό του δικαστηρίου έλεγχος ανωνύμου εταιρίας, αρμόδιον είναι το δικαστήριον της περιφέρειας ένθα η έδρα της εταιρίας. Άρθρον 789 (835 α.ν. 44/67) Οσάκις κατά νόμον ζητείται η σύγκλησις, η αναγραφή ή η αναγγελία των θεμάτων συνελεύσεως συνεταιρισμού, το ειρηνοδικείον της περιφερείας ένθα εδρεύει ο συνεταιρισμός, τη αιτήσει των συνεταίρων, χορηγεί εις αυτούς την άδειαν να συγκαλέσουν την συνέλευσιν και να γνωστοποιήσουν τα θέματα αυτής. Κατά την συζήτησιν καλούνται τα μέλη της διοικήσεως του συνεταιρισμού. Άρθρον 790 (836 α.ν. 44/67) 1.Οσάκις κατά νόμον ζητείται ο διορισμός ενός ή πλειόνων εκκαθαριστών συνεταιρισμού, αρμόδιον είναι το ειρηνοδικείον της περφιερείας ένθα εδρεύει ο συνεταιρισμός. 2.Το κατά την § 1 ειρηνοδικείον δύναται τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον να αντικαταστήση τους εκκαθαριστάς τους διορισθέντας δι' αποφάσεως αυτού ένεκα σπουδαίων λόγων. Κατά την συζήτησιν καλούνται και οι εκκαθαρισταί. Άρθρον 791 (852 α.ν. 44/67, 60.3 ν.δ. 958/71) 1.Πας τηρών δημόσια βιβλία, εις τα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις, σχέσιν έχουσαι προς την σύστασιν, μεταβίβασιν ή κατάργησιν δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγαί ή ανακοπαί ή γίνονται σημειώσεις περί αυτών, αρνούμενος να προβή εις την αιτουμένην ενέργειαν, οφείλει το βραδύτερον εντός της επομένης ημέρας από της υποβολής της αιτήσεως να σημειώση περιληπτικώς εις το οικείον βιβλίον την άρνησιν και τους λόγους αυτής. 2.Η εκ της αρνήσεως εκκρεμότης αίρεται δι' αποφάσεως του δικαστηρίου εις την περιφέρειαν του οποίου εδρεύει ο τηρών τα βιβλία, τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον. 3.Η απόφασις γνωστοποιείται επιμελεία της γραμματείας εις τον τηρούντα τα βιβλία υποχρεούμενον να προβή εις την διατασσομένην ενέργειαν, εν απορρίψει δε της αιτήσεως εις σημείωσιν εις το οικείον βιβλίον. 4.Η συνεπεία αποφάσεως ενεργουμένη εγγραφή, σημείωσις ή εξάλειψις λογίζεται γενομένη αφ' ης υπεβλήθη η περί ταύτης αίτησις εις τον τηρούντα τα δημόσια βιβλία. 5.Εάν ο εν § 1 υπάλληλος, αρνήται την χορήγησιν αντιγράφου, περιλήψεως ή πιστοποιητικού, το κατά την § 2 δικαστήριον αποφαίνεται περί της χορηγήσεως. Άρθρον 792 (853 α.ν. 44/67) Οσάκις κατά νόμον απαιτείται άδεια δικαστηρίου δια την εκποίησιν του ενεχύρου ή δια την απόδοσιν αυτού επί παροχή άλλης ασφαλείας ή δια την άρνησιν της αποδόσεως αυτού, παρέχεται αύτη δι' αποφάσεως του ειρηνοδικείου της περιφερείας ένθα ευρίσκεται το ενέχυρον. Άρθρον 81 (82 α.ν. 44/67) 1.Η κυρία ή η πρόσθετος παρέμβασις, είτε εκουσίως γενομένη είτε κατόπιν προσεπικλήσεως ή ανακοινώσεως, ασκείται κατά τας περί αγωγής διατάξεις και κοινοποιείται εις όλους τους διαδίκους. Το δικόγραφον της παρεμβάσεως πρέπει εκτός των στοιχείων παντός δικογράφου να περιέχη α)αναγραφήν των διαδίκων και της εκκρεμούς διαφοράς, β)προσδιορισμόν του εννόμου συμφέροντος το οποίον έχει ο παρεμβαίνων εις την εκκρεμή δίκην, ως και του δικαιώματος επί τη βάσει του οποίου αντιποιείται το επίδικον, γ)επί προσθέτου παρεμβάσεως, καθορισμόν του διαδίκου προς υποστήριξιν του οποίου γίνεται η παρέμβασις. 2.Η άσκησις της κυρίας παρεμβάσεως έχει τα αποτελέσματα της ασκήσεως αγωγής. 3.Ο παρεμβάς καλείται υπό του επισπεύδοντος την δίκην διαδίκου εις τας περαιτέρω διαδικαστικάς πράξεις. Την έλλειψιν κλητεύσεως δικαιούται να προτείνη επί προσθέτου παρεμβάσεως και ο υπέρ ου η παρέμβασις διάδικος. Βλ. άρθρ. 1 Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997 (ΦΕΚ Α΄67), τόμ. 1 Α , σελ. 274, σχετικά με το δ/μα παρέμβασης ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, για το αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι. Άρθρον 793 (854 α.ν. 44/67) Εάν κατά νόμον δικαιούται τις να ζητήση τον διορισμόν μεσεγγυούχου ή φύλακος, ο διορισμός, η αντικατάστασις και η παύσις αυτών γίνεται δι' αποφάσεως του ειρηνοδικείου της περιφερείας ένθα κείνται τα προς φύλαξιν πράγματα. Άρθρον 794 (855 α.ν. 44/67) Εάν κατά νόμον δικαιούται τις να ζητήση τον διορισμόν πραγματογνωμόνων, ο διορισμός, η αντικατάστασις και η παύσις αυτών γίνεται δι' αποφάσεως του ειρηνοδικείου της περιφερείας ένθα πρόκειται να διεξαχθή η πραγματογνωμοσύνη. (Αντί για τη σελ. 103(β) Σελ. 103(γ) Τεύχος 1257-Σελ. 109 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 795 (856 α.ν. 44/67) Εάν υπάρχη δικαίωμα επικαρπίας και ο κύριος του πράγματος δικαιούται κατά νόμον να ζητήση να διαταχθή δια δικαστικής αποφάσεως η εκμίσθωσις αυτού ή η ανάθεσις της ασκήσεως της επικαρπίας εις διαχειριστήν, αύται, ως και η άρσις της ασκήσεως της επικαρπίας, διατάσσονται υπό του δικαστηρίου της περιφερείας ένθα κείται το πράγμα. Τα αυτά ισχύουν και επί διορισμού, αντικατάστασεως ή παύσεως του διαχειριστού. Άρθρ.796.-(857 α.ν. 44/67) «Όταν ζητείται ο διορισμός, η αντικατάσταση ή η παύση επιτρόπου, ειδικού επιτρόπου ή προσωρινού επιτρόπου, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του εκείνος που πρόκειται να τεθεί ή που βρίσκεται σε επιτροπεία. Το ίδιο δικαστήριο είναι αρμόδιο και για το διορισμό, την αντικατάσταση ή την παύση των μελών του εποπτικού συμβουλίου. Αν ο ανήλικος, που έχει την ελληνική ιθαγένεια, δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή, η σχετική αίτηση μπορεί να ασκηθεί στο δικαστήριο της τελευταίας συνήθους διαμονής του στην Ελλάδα, διαφορετικά στο δικαστήριο της πρωτεύουσας του κράτους. 2.Σε όλες τις περιπτώσεις όπου, κατά την ισχύουσα νομοθεσία για την επιτροπεία ανηλίκου, προβλέπεται η αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου, αυτό οφείλει να συντάσσει χωρίς καθυστέρηση την κατά την τέταρτη παράγραφο του άρθρ. 747 πράξη του, ώστε η υπόθεση να εισάγεται προς συζήτηση στη συντομότερη κατά το δυνατό δικάσιμο. 3.Η σχετική αίτηση ή η πράξη της τέταρτης παραγράφου του άρθρ. 747 κοινοποιούνται υποχρεωτικά και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία στις περιπτώσεις όπου ο νόμος προβλέπει ότι η σύνταξη και η υποβολή σχετικής έκθεσής της είναι υποχρεωτική. Η έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας πρέπει να κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου τρεις ημέρες πριν από αυτήν που ορίστηκε για τη συζήτηση. Η έκθεση δεν είναι υποχρεωτική για τις περιπτώσεις του άρθρ. 781. 4.Σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι ισχύουσες διατάξεις για την επιτροπεία των ανηλίκων προβλέπουν την επικοινωνία του δικαστηρίου με τον ανήλικο και την ακρόασή του ή κρίνουν αναγκαία τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, έχουν εφαρμογή οι παρ. 3 και 4 του άρθρ. 681Γ». Το άρθρ. 796 Κ. Πολ. Δ. αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 40 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), Τόμ. 7 σελ. 192,229. Σελ. 104(γ) Τεύχος 1257-Σελ. 110 Άρθρ.797.-(858 α.ν. 44/67, 60.4 ν.δ. 958/71) «Όταν σύμφωνα με το νόμο ζητείται να δοθεί άδεια να ενεργήσουν κάποια πράξη ο ανήλικος, αυτός που ασκεί τη γονική μέριμνα, ο επίτροπος ανηλίκου, ο δικαστικός συμπαραστάτης ενηλίκου, ο ίδιος ο ενήλικος που βρίσκεται σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης, ο κληρονόμος από απογραφή, ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο εκτελεστής διαθήκης, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής του ανηλίκου ή αυτού που τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση ή το δικαστήριο της κληρονομίας. Για τις περιπτώσεις της δικαστικής επιμέλειας ξένων υποθέσεων αρμόδιο είναι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής αυτού που ζητεί το διορισμό του επιμελητή ή του τόπου όπου θα διεξαχθεί κυρίως η διαχείριση της υπόθεσης». Το άρθρ. 797 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 41 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), Τόμ. 7 σελ.192,229. Άρθρον 798 (859 α.ν. 44/67, 60.5 ν.δ. 958/71) Οσάκις κατά νόμον ζητείται η παροχή αδείας προς ενέργειαν πράξεως, πλην των εν άρθροις 792 και 797 αναφερομένων, αρμόδιον είναι το δικαστήριον της κατοικίας και, εν ελλείψει ταύτης, της διαμονής του αιτούντος, εάν δε πρόκειται περί εκποιήσεως πραγμάτων, το μονομελές πρωτοδικείον εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκονται τα πράγματα. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρ.799.-(860 α.ν. 44/67) (Καταργήθηκε από το άρθρ. 42 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996, (ΦΕΚ Α' 278, τόμ. 7 σελ. 192,229). « ΄Αρθρ.799.-΄Όταν ζητείται κατά το νόμο να χορηγηθεί άδεια για μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση ή για κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα, αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή της η αιτούσα ή εκείνη που θα κυοφορήσει το τέκνο. Το δικαστήριο διατάζει να γίνει η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών, εάν κρίνει ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων». Το νέο άρθρο 799 προστέθηκε με το άρθρο έκτο Νόμ.3089/20-23 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄327), τόμ.7 σελ.192,236. Άρθρ.800.-(861 α.ν. 44/67) «1.Αρμόδιο για την τέλεση υιοθεσίας είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχουν τη συνήθη διαμονή τους εκείνος που υιοθετεί ή εκείνος που υιοθετείται. 2.Οι συναινέσεις για την υιοθεσία δηλώνονται ενώπιον μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου που τελεί την υιοθεσία. Οι συναινέσεις δηλώνονται σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα."Στην περίπτωση υιοθεσίας ανηλίκου που προστατεύεται από αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση, η συναίνεση των φυσικών γονέων για την τέλεση της υιοθεσίας μπορεί να δηλωθεί και ενώπιον δικαστηρίου ή δικαστή που έχουν λάβει σχετική εντολή." Το μέσα σε «» εδάφιο προστέθηκε με την παρ.6 άρθρ.25 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α΄109), κατωτ.αριθ.31. Η ίδια διαδικασία τηρείται και όταν πρόκειται για την ακρόαση, από το δικαστήριο, του υποψήφιου να υιοθετηθεί ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του ή άλλων τέκνων του υποψήφιου θετού γονέα, στις περιπτώσεις που η ακρόαση αυτή προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο. 3.Οι προθεσμίες της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης εναντίον απόφασης που απαγγέλλει την υιοθεσία είναι, αν δεν επιδοθεί η απόφαση, ένα έτος και αρχίζουν σε κάθε περίπτωση από τη δημοσίευση της απόφασης. 4.Η προθεσμία της τριτανακοπής κατά της απόφασης που τελεί την υιοθεσία είναι έξι μήνες από τη γνώση της υιοθεσίας και εν πάση περιπτώσει τρία έτη από την τελεσιδικία της απόφασης. Ο φυσικός γονέας που, λόγω της εφαρμογής διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, δεν συναίνεσε στην υιοθεσία του παιδιού του έχει το δικαίωμα, προκειμένου να ασκήσει τριτανακοπή κατά της σχετικής δικαστικής απόφασης, να πληροφορείται τα στοιχεία αυτής της απόφασης από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση που συνέπραξε στην τέλεση της υιοθεσίας. 5.Οι ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους έχουν την ικανότητα να παρίστανται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο κατά την τέλεση της υιοθεσίας και να ασκούν ένδικα μέσα κατά της σχετικής απόφασης, ανεξάρτητα από το αντίστοιχο δικαίωμα του νόμιμου αντιπροσώπου τους. 6.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, η κύρια διαδικασία τέλεσης της υιοθεσίας να διεξάγεται «κεκλεισμένων θυρών». Το άρθρ. 800 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 43 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), τόμ. 7 σελ. 192,229. Άρθρ.801.-(862 α.ν. 44/67) «1.Όταν ζητείται ή πρόκειται να τεθεί αυτεπαγγέλτως ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση και να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης ή ειδικός δικαστικός συμπαραστάτης, να αντικατασταθούν ή να παυθούν αυτά τα πρόσωπα, καθώς και να αρθεί η δικαστική συμπαράσταση, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής του προσώπου. Το ίδιο δικαστήριο είναι αρμόδιο και για το διορισμό, την αντικατάσταση ή την παύση των μελών του εποπτικού συμβουλίου. 2.Αν Έλληνας δεν έχει συνήθη διαμονή στην ημεδαπή, αρμοδιότητα να τον θέσει σε δικαστική συμπαράσταση έχει το δικαστήριο της τελευταίας συνήθους διαμονής του στην Ελλάδα, διαφορετικά το δικαστήριο της πρωτεύουσας του κράτους. Αν έχει ήδη διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης από ημεδαπό δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο και για την υποβολή, στη συνέχεια, στη δικαστική συμπαράσταση». Το άρθρ. 801 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 44 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), τόμ. 7 σελ. 192,229. Άρθρον 82 (83 α.ν. 44/67) Ο προσθέτως παρεμβαίνων δικαιούται να επιχειρήση πάσας τας κατά την δίκην επιτρεπομένας διαδικαστικάς πράξεις προς το συμφέρον του υπέρ ου παρενέβη και υποχρεούται να δεχθή την δίκην εις ην θέσιν αύτη ευρίσκεται κατά τον χρόνον της παρεμβάσεώς του. Αι υπ' αυτού επιχειρούμεναι πράξεις είναι ισχυραί εφ' όσον δεν αντιτίθενται προς τας πράξεις του διαδίκου υπέρ ου παρενέβη. Αποφάσεις και δικόγραφα επιδιδόμενα εις τους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδωνται και εις τον προσθέτως παρεμβαίνοντα. Άρθρ.802.-(863 α.ν. 44/67, 60.6 ν.δ. 958/71) «1.Στις δίκες που αφορούν τη δικαστική συμπαράσταση ή την υποβολή προσώπου σε ακούσια νοσηλεία, το πρόσωπο αυτό, εφόσον έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, είναι πλήρως ικανό να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, να επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις, να επιχειρεί ή να δέχεται επιδόσεις κάθε είδους και να ασκεί ή να παραιτείται από ένδικα μέσα. (Αντί για τη σελ. 104,01(α) Σελ. 104,01(β) Τεύχος 1399 Σελ. 31 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.A.β.2 2.Σε δίκες για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, διατάσσεται υποχρεωτικώς η κλήτευση του ίδιου, καθώς και του τυχόν διορισμένου προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη του. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρ. 796 έχει εφαρμογή και εδώ. 3.Η διεξαγωγή ολόκληρης της συζήτησης, και ιδίως των αποδείξεων, γίνεται «κεκλεισμένων των θυρών», με εφαρμογή κατά τα λοιπά του άρθρ. 114. 4.Κάθε σχετική απόφαση επιδίδεται, με την επιμέλεια του δικαστηρίου που την εξέδωσε, στα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη διαδικασία, στο δικαστικό συμπαραστάτη και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η τέταρτη παράγραφος του άρθρ. 805. 5.Το δικαστήριο γνωστοποιεί εγκαίρως στο πρόσωπο την απόφασή του, με την οποία το υποβάλλει σε δικαστική συμπαράσταση, ή διορίζει, αντικαθιστά ή παύει τον δικαστικό συμπαραστάτη. Στη γνωστοποίηση υπενθυμίζεται οπωσδήποτε στον συμπαραστατούμενο το δικαίωμά του να ασκήσει ένδικα μέσα. Η γνωστοποίηση παραλείπεται, αν υπάρχει προφανής αδυναμία του συμπαραστατούμενου να επικοινωνεί με το περιβάλλον ή βάσιμος κίνδυνος να προκληθεί βλάβη ή χειροτέρευση της υγείας του. Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται πρόνοια προστασίας της προσωπικότητάς του». Το άρθρ. 802 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 44 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), τόμ. 7 σελ.192,229. Άρθρ.803.-(864 α.ν. 44/67) «1.Κατά της απόφασης που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη, καθορίζει την έκταση των περιορισμών που επιβάλλονται στον συμπαραστατούμενο ή τροποποιεί το είδος και την έκταση της δικαστικής συμπαράστασης, ή που αρνείται την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση και το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν ένδικα μέσα όλα τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη διαδικασία, σύμφωνα με το νόμο. Όταν η διαδικασία μπορεί να κινηθεί μόνο με αίτηση αυτού τον οποίο αφορά το μέτρο και αυτή απορρίφθηκε, δικαίωμα να ασκήσει ένδικα μέσα έχει μόνο το πρόσωπο αυτό. Ένδικα μέσα μπορεί να ασκήσει και ο δικαστικός συμπαραστάτης, στο όνομά του ή στο όνομα του συμπαραστατουμένου, κατά των αποφάσεων που αφορούν τον κύκλο των αρμοδιοτήτων του. Σελ. 104,02(β) Τεύχος 1399 Σελ. 32 2.Παρέμβαση ή τριτανακοπή μπορούν να ασκήσουν μόνο τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση. 3.Το δικαστήριο μπορεί να παύσει τον δικαστικό συμπαραστάτη και με προσωρινή διαταγή του, σύμφωνα με το άρθρ. 781, όταν πείθεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την παύση του, καθώς και ότι η αναβολή της λήψης του μέτρου συνεπάγεται επικείμενο κίνδυνο για τον συμπαραστατούμενο. Η σχετική απόφαση αρχίζει να ισχύει και με μόνη την κατάθεσή της στη γραμματεία του δικαστηρίου με σκοπό τη γνωστοποίησή της». Το άρθρ. 803 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 44 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), Τόμ. 7 σελ. 192,229. Άρθρ.804.-(865 α.ν. 44/67) «1.Το δικαστήριο επικοινωνεί με αυτόν τον οποίο αφορά το μέτρο, ώστε να σχηματίσει άμεση αντίληψη για την κατάστασή του. Η προσωπική επικοινωνία μπορεί να γίνεται μέσα στο συνηθισμένο περιβάλλον του συμπαραστατέου, αν το ζητεί ο ίδιος ή αν αυτό διευκολύνει τη διευκρίνιση των πραγμάτων και δεν αντιτίθεται ο συμπαραστατέος. Η επικοινωνία παραλείπεται μόνο αν πιστοποιείται αρμοδίως ότι υπάρχει βάσιμος κίνδυνος για την υγεία του προσώπου, για το οποίο πρόκειται, ή αν αυτό βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να επικοινωνήσει με το περιβάλλον. Κατά τα λοιπά έχει ανάλογη εφαρμογή η τέταρτη παράγραφος του άρθρ. 681Γ . 2.Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να παραλείπεται, αν προσκομίζεται βεβαίωση δημόσιας αρχής ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για την κατάσταση του συμπαραστατέου». Το άρθρ. 804 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 44 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), Τόμ. 7 σελ. 192,229. 10.A.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρ.805.-(866 α.ν. 44/67) «1.Οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρ. 801 ισχύουν και για το διορισμό του προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη. Για το διορισμό όμως προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη μετά την κίνηση της διαδικασίας για να τεθεί ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, αρμόδιο είναι το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση. Η δεύτερη και η τρίτη παράγραφοι του άρθρ. 802, καθώς και η πρώτη παράγραφος του άρθρ. 804 εφαρμόζονται και για το διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη πριν από την κίνηση της διαδικασίας της δικαστικής συμπαράστασης. 2.Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να διοριστεί και με προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρ. 781, όταν από ιατρικό πιστοποιητικό συνάγεται ότι συντρέχουν, λόγω της κατάστασης της υγείας του προσώπου το οποίο αφορά το μέτρο, επείγοντες λόγοι υπέρ του διορισμού δικαστικού συμπαραστάτη και ότι απειλείται από την αναβολή κίνδυνος για τα συμφέροντά του. Η προσωρινή διαταγή εκδίδεται ύστερα από προηγούμενη ακρόαση του συμπαραστατέου και έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, εκτός αν επίκειται κίνδυνος από οποιαδήποτε αναβολή. Το β' εδάφιο της τρίτης παραγράφου του άρθρ. 803 έχει εφαρμογή και εδώ. 3.Εφόσον το κρίνει απαραίτητο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του συμπαραστατέου, το δικαστήριο που διόρισε τον προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη ορίζει ότι αυτός, εκτός από τις εξουσίες που του παρέχει το ουσιαστικό δίκαιο, παραστέκει τον συμπαραστατέο στη διενέργεια κάθε διαδικαστικής πράξης και την άσκηση ένδικων μέσων, τόσο κατά τη διεξαγωγή της κύριας δίκης για την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση, όσο και σε κάθε άλλη δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. 4.Αν διορίστηκε προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, όλες οι επιδόσεις πρέπει να γίνονται σ' αυτόν και σ' εκείνον για τον οποίο διορίστηκε. 5.Ο διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη για το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης, με την οποία το πρόσωπο υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση, καθώς και η διατήρηση ή αντικατάσταση, για το ίδιο χρονικό διάστημα, αυτού που είχε ήδη διοριστεί, γίνονται με την ίδια απόφαση, που απαγγέλλει την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση». Το άρθρ. 805 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 44 Νόμ. 2447/19-30 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α' 278), Τόμ. 7, σελ. 192,229. Άρθρον 806 (867 α.ν. 44/67, 60.7 ν.δ. 958/71) Αι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 763 δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω. Άρθρον 807 (868 α.ν. 44/67) 1.Δια την δημοσίευσιν δημοσίας ή μυστικής ή εκτάκτου διαθήκης αρμόδιον είναι το δικαστήριον της περιφερείας εν η εδρεύει ο συμβολαιογράφος ενώπιον του οποίου συνετάγη αύτη ή εις τον οποίον είναι κατατεθειμένη, δια την δημοσίευσιν δε δικογράφου διαθήκης και κήρυξιν αυτής κυρίας, το δικαστήριον εις το οποίον προσάγεται αύτη προς δημοσίευσιν. Επί μυστικής ή εκτάκτου διαθήκης ευρισκομένης εις συμβολαιγράφον εδρεύοντα εκτός έδρας μονομελούς πρωτοδικείου, αρμόδιον δια την δημοσίευσιν είναι το ειρηνοδικείον εις την περιφέρειαν του οποίου έχει την έδραν του ο συμβολαιογράφος. 2.Εάν η δημοσία διαθήκη συνετάγη ενώπιον προξενικής αρχής ή κατατέθη εις αυτήν μυστική ή έκτακτος διαθήκη, αρμοδία δια την δημοσίευσιν είναι η προξενική αρχή ενώπιον της οποίας συνετάχθη ή κατετέθη. Αι προξενικαί αρχαί είναι αρμόδιαι και δια την δημοσίευσιν των ιδιογράφων διαθηκών αι οποίαι προσάγονται εις αυτάς. Άρθρον 808 (869 α.ν. 44/67, 60.8 ν.δ. 958/71) 1.Η δημοσίευσις διαθήκης γίνεται δια καταχωρίσεως αυτής ολοκλήρου εις τα πρακτικά του δικαστηρίου εις τα οποία βεβαιούνται και πάντα τα υπάρχοντα εξωτερικά ελαττώματα αυτής. 2.Η δημοσίευσις διαθήκης υπό προξενικής αρχής γίνεται υπό του προξένου ο οποίος συντάσσει πρακτικόν το οποίον υπογράφεται υπ' αυτού, προκειμένου δε περί ιδιογράφου διαθήκης και υπό του παραδώσαντος την διαθήκην. 3.Η κήρυξις ιδιογράφου διαθήκης ως κυρίας, γίνεται δι' αποφάσεως του αρμοδίου δια την δημοσίευσιν αυτής δικαστηρίου, εφ' όσον πιθανολογηθή η γνησιότης της γραφής και υπογραφής του διαθέτου. Οσάκις η διαθήκη εδημοσιεύθη παρά προξενικής αρχής αρμόδιον δικαστήριον όπως κηρύξη ταύτην κυρίαν είναι το της κληρονομίας. Η προξενική αρχή οφείλει τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον, να αποστείλη εις το δικαστήριον τούτο το πρωτότυπον της διαθήκης, αφού εκδόσει κεκυρωμένον φωτοτυπικόν αντίγραφον αυτής, όπερ τηρεί εις το αρχείον της. 4.Τα αντίγραφα των δημοσιευομένων δημοσίων διαθηκών, ως και τα πρωτότυπα των δημοσιευομένων μυστικών ή εκτάκτων ή ιδιογράφων διαθηκών μετά των περικαλυμμάτων αυτών χρονολογούνται και υπογράφονται υπό του δικαστού του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδίκου ή του προξένου και φυλάσσονται εις το αρχείον του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου ή του προξενείου. 5.Αντίγραφα των πρακτικών δημοσιεύσεως της διαθήκης αποστέλλονται αμελλητί επιμελεία της γραμματείας του δικαστηρίου ή του προξενείου εις την γραμματείαν του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, ως και εις την γραμματείαν του μονομελούς πρωτοδικείου της τελευταίας κατοικίας, ή διαμονής του διαθέτου, φυλάσσονται δε ταύτα εις τα αρχεία αυτών. (Αντί για τη σελ. 105(γ) Σελ. 105(δ) Τεύχος 1257-Σελ. 113 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 «6.Αντίγραφα δημοσιευθεισών εις την αλλοδαπήν διαθηκών και ανακλήσεων διαθηκών, δύναται να κατατεθούν εις ελληνικήν προξενικήν αρχήν ή εις την γραμματείαν οιουδήποτε μονομελούς πρωτοδικείου ή εκτός της έδρας τούτου εδρεύοντος ειρηνοδικείου. Η παραλαμβάνουσα ταύτα προξενική αρχή ή γραμματεία συντάσσει επ' αυτών πράξιν καταθέσεως αναγράφουσαν τα κατατεθέντα, τον καταθέσαντα και την ημερομηνίαν καταθέσεως. Τα αντίγραφα ταύτα πρέπει να είναι κεκυρωμένα παρά της δημοσιευσάσης την διαθήκην αλλοδαπής αρχής. Εάν είναι συντεταγμέναι εν όλω ή εν μέρει εις ξένην γλώσσαν πρέπει να επισυνάπτεται κατά την κατάθεσίν των μετάφρασις εις την ελληνικήν γλώσσαν του ξενογλώσσου μέρους των, γενομένη παρά του Υπουργείου των Εξωτερικών, ελληνικής προξενικής αρχής ή δικηγόρου. Αντίγραφα τούτων αποστέλλονται αμελλητί, επιμελεία του παραλαβόντος προξένου ή της γραμματείας του δικαστηρίου, εις την γραμματείαν του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών». Η παρ. 6 προσετέθη δια του άρθρ. 13 Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρον 809 (870 α.ν. 44/67) «Αι γραμματείαι των μονομελών πρωτοδικείων, των ειρηνοδικείων και των προξενικών αρχών τηρούν βιβλία των δημοσιευομένων διαθηκών και των υπ' αυτών φυλασσομένων αντιγράφων αυτών, ως και των κατά την παρ. 6 του άρθρ. 808 του παρόντος Κώδικος κατατιθεμένων ή φυλασσομένων αντιγράφων, η δε γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών τηρεί βιβλία των υπ' αυτού ή άλλων δικαστηρίων και προξενικών αρχών δημοσιευομένων διαθηκών, ως και των κατά την παρ. 6 του άρθρ. 808 εις τα άλλα δικαστήρια και προξενικάς αρχάς κατατιθεμένων αντιγράφων αυτών». Το άρθρ. 809 αντικατεστάθη ως άνω δια του Άρθρον 83 (84 α.ν. 44/67) Εάν η ισχύς της εν τη κυρία δίκη αποφάσεως εκτείνεται εις τας εννόμους σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικόν του, εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. άρθρ. 14 Ν.Δ. 490/1974 (κατωτ. αριθ. 4). Άρθρον 810 (871 α.ν. 44/67) Δικαστήριον κληρονομίας είναι το μονομελές πρωτοδικείον εις την περιφέρειαν του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά τον χρόνον του θανάτου του την κατοικίαν του, εν ελλείψει δε κατοικίας την διαμονήν του και ελλείψει και διαμονής το μονομελές πρωτοδικείον της πρωτευούσης του Κράτους. Σελ. 106(δ) Τεύχος 1257-Σελ. 114 Άρθρον 811 (872 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον της κληρονομίας αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως δύναται να διατάξη τον κατέχοντα διαθήκην να καταθέση αυτήν. Το δικαστήριον δύναται να επιβάλη εις τον δυστροπούντα κάτοχον της διαθήκης τας κατά το άρθρον 205 ποινάς. 2.Το δικαστήριον της κληρονομίας αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, εφ' όσον πιθανολογείται ότι κατέχει τις διαθήκην, δύναται να υποχρεώση αυτόν εις δόσιν βεβαιωτικού όρκου. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 812 (873 α.ν. 44/67) Η δήλωσις αποποιήσεως κληρονομίας ή αποδοχής κληρονομίας επ' ωφελεία απογραφής, αποδοχής ή αποποιήσεως του λειτουργήματος του εκτελεστού ή παραιτήσεως από τούτου και αποδοχής του διορισμού κηδεμόνος σχολαζούσης κληρονομίας ή παραιτήσεως αυτού γίνεται εις την γραμματείαν του δικαστηρίου της κληρονομίας. Άρθρον 813 (874 α.ν. 44/67, 60.9 ν.δ. 958/71) «Οσάκις κατά νόμον το δικαστήριον δύναται να διορίση κηδεμόνα σχολαζούσης κληρονομίας ή ειδικόν κηδεμόνα προς διεξαγωγήν δίκης, ο διορισμός, η αντικατάστασις και η παύσις αυτού γίνεται υπό του δικαστηρίου της κληρονομίας. Υπό του αυτού δικαστηρίου γίνεται και η βεβαίωσις ότι πλην του Δημοσίου δεν υπάρχει έτερος κληρονόμος, ως και ο καθορισμός της αμοιβής και των εξόδων των κηδεμόνων της σχολαζούσης κληρονομίας. Η συζήτησις της περί καθορισμού αμοιβής και εξόδων αιτήσεως είναι απαράδεκτος εάν δεν επεδόθη αύτη εις τον Υπουργόν των Οικονομικών προ τριάκοντα ημερών. Άρθρον 814 (875 α.ν. 44/67, 60.10 ν.δ. 958/71) 1.Οσάκις κατά νόμον δικαιούται τις να ζητήση την εκκαθάρισιν κληρονομίας και τον διορισμόν εκκαθαριστού αυτής, ή εκκαθάρισις της κληρονομίας διατάσσεται και ο διορισμός, η αντικατάστασις και η παύσις του εκκαθαριστού γίνεται υπό του δικαστηρίου της κληρονομίας. Υπό του αυτού δικαστηρίου γίνεται η παράτασις της προθεσμίας συντάξεως απογραφής της κληρονομίας υπό του εκκαθαριστού και ο κανονισμός συμμέτρου πληρωμής των δανειστών. 2.Εάν ο αποβιώσας έχη κηρυχθή εις κατάστασιν πτωχεύσεως, δεν δύναται να διαταχθή δικαστική εκκαθάρισις της κληρονομίας του, παύει δε αύτη, εάν κηρυχθή ούτος εις κατάστασιν πτωχεύσεως κατά την διάρκειαν αυτής. Άρθρον 815 (876 α.ν. 44/67, 60.11 ν.δ. 958/71) Οσάκις κατά νόμον το δικαστήριον δύναται να παύση εκτελεστήν διαθήκης, η παύσις γίνεται υπό του δικαστηρίου της κληρονομίας. Υπό του αυτού δικαστηρίου τάσσεται προθεσμία δηλώσεως αποδοχής του εκτελεστού, εκδίδεται δε και η υπό του νόμου προβλεπομένη απόφασις εν περιπτώσει πλειόνων εκτελεστών και ισοψηφίας αυτών. Άρθρον 816 (877 α.ν. 44/67) Όσάκις κατά νόμον είναι δυνατόν να ταχθή δικαστική προθεσμία ίνα προβή εις δήλωσιν επιλογής ο βεβαρημένος δια κληροδοτήματος ή ο κληροδόχος ή τρίτος οριζόμενος δια της διαθήκης, η προθεσμία τάσσεται υπό του δικαστηρίου της κληρονομίας. Άρθρον 817 (878 α.ν. 44/67) 1.Οσάκις κατά νόμον ο εξ απογραφής κληρονόμος δικαιούται να προβή εις παραχώρησιν της κληρονομικής περιουσίας προς τους δανειστάς της κληρονομίας και τους κληροδόχους, το δικαστήριον της κληρονομίας διατάσσει την δικαστικήν εκκαθάρισιν της περιερχομένης εις τον εξ απογραφής κληρονόμον κληρονομικής περιουσίας και διορίζει εκκαθαριστήν της κληρονομίας. 2.Η κατά την § 1 δικαστική εκκαθάρισις διατάσσεται κατόπιν αιτήσεως του εξ απογραφής κληρονόμου, εφαρμοζομένων των διατάξεων περί δικαστικής εκκαθαρίσεως της κληρονομίας, ως και εκ του άρθρου 814. Άρθρον 84 (85 α.ν. 44/67) Ο προσθέτως παρεμβαίνων δεν δικαιούται όσον αφορά την σχέσιν αυτού προς τον υπέρ ου παρενέβη διάδικον να ισχυρισθή ότι η διαφορά, ως αύτη υπεβλήθη εις το δικαστήριον, εκρίθη κακώς υπό τούτου. Δικαιούται να προτείνη ότι ο διάδικος υπέρ ου παρενέβη διεξήγαγε πλημμελώς την δίκην, αλλά μόνον όταν είτε ως εκ της στάσεως εις ην ευρίσκετο η δίκη κατά τον χρόνον της παρεμβάσεώς του είτε ένεκα των πράξεων του υπέρ ου παρενέβη ημποδίσθη να προτείνη ισχυρισμούς ή όταν ισχυρισμοί άγνωστοι εις αυτόν δεν προετάθησαν εκ δόλου ή βαρείας αμελείας υπό του διαδίκου υπέρ ου παρενέβη. Άρθρον 818 (879 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον της κληρονομίας είναι αρμόδιον να αποφασίζη κατόπιν αιτήσεως του βεβαρημένου δια κληρονομικού καταπιστεύματος εάν κατά νόμον επιβάλλεται εκ των κανόνων της τακτικής διαχειρίσεως η υπ' αυτού διάθεσις αντικειμένων της κληρονομίας. 2.Το κατά την § 1 δικαστήριον, εάν κρίνη ότι επιβάλλεται η διάθεσις δύναται να ορίση και όρους υπό τους οποίους αύτη πρέπει να γίνη. Η άνευ τηρήσεως των όρων διάθεσις του αντικειμένου της κληρονομίας είναι άκυρος, πλην αν οι αποκτώντες δικαιώματα επί τη βάσει αυτής προστατεύωνται υπό του νόμου. Άρθρον 819 (880 α.ν. 44/67, 60.12 ν.δ. 958/71) Το δικαστήριον της κληρονομίας, αιτήσει του κληρονόμου ή του καταπιστευματοδόχου ή του κληροδόχου ή του εκτελεστού διαθήκης, διατάσσει την παροχήν εις τον αιτούντα πιστοποιητικού περί του δικαιώματός του. Το πιστοποιητικόν (κληρονομητήριον) εκδίδεται υπό του γραμματέως του δικαστηρίου και εγχειρίζεται επί αποδείξει παραλαβής αυτού, η οποία φυλάσσεται εις το αρχείον του δικαστηρίου. Εάν την έκδοσιν του πιστοποιητικού διατάσση το κατ' έφεσιν δικαστήριον, το πιστοποιητικόν εκδίδεται υπό του γραμματέως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εις ον αποστέλλεται αμελλητί αντίγραφον της αποφάσεως. (Μετά την σελ. 106(β) Σελ. 106,01 Τεύχος 534-Σελ. 37 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 820 (881 α.ν. 44/67, 60.13 ν.δ. 958/71) 1.Η διατάσσουσα την παροχήν του πιστοποιητικού απόφασις πρέπει να περιέχη α)το ονοματεπώνυμον του κληρονομουμένου, β)τα ονοματεπώνυμα των κληρονόμων ή καταπιστευματοδόχων ή κληροδόχων υπέρ των οποίων παρέχεται τούτο, γ)τας μερίδας της κληρονομίας εκάστου ή τα αντικείμενα τα οποία περιέρχονται εις έκαστον εξ αυτών, δ)τους όρους ή περιορισμούς υπό τους οποίους η κληρονομία, το καταπίστευμα ή η κληροδοσία περιέρχεται εις έκαστον εξ αυτών και ιδία προκειμένου περί κληρονόμου τα βαρύνοντα την κληρονομίαν καταπιστεύματα και κληροδοτήματα και ε)τα ονοματεπώνυμα των εκτελεστών διαθήκης και τας παρεχόμενας εις αυτούς υπό της διαθήκης εξουσίας. 2.Εάν διατάσσεται η παροχή πιστοποιητικού εις εκτελεστήν διαθήκης, η απόφασις πρέπει να περιέχη μόνον α)το ονοματεπώνυμον του κληρονομουμένου και β)το ονοματεπώνυμον του εκτελεστού διαθήκης και τας παρεχομένας εις αυτόν υπό της διαθήκης εξουσίας. 3.Τα εν § § 1 και 2 στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνη και το πιστοποιητικόν το οποίον υπογράφεται υπό του γραμματέως του παρέχοντος αυτού δικαστηρίου. Άρθρον 821 (882 α.ν. 44/67) Ο εν τω πιστοποιητικώ κατονομαζόμενος κληρονόμος ή καταπιστευματοδόχος ή κληροδόχος ή εκτελεστής διαθήκης τεκμαίρεται ότι έχει τα εν αυτώ αναφερόμενα δικαιώματα και ότι δεν περιορίζεται δι' άλλων διατάξεων πλην των εν τω πιστοποιητικώ αναγραφομένων. Άρθρον 822 (883 α.ν. 44/67) Πάσα δικαιοπραξία ή δικαστική πράξις του εν τω πιστοποιητικώ κατονομαζομένου κληρονόμου ή καταπιστευματοδόχου ή κληροδόχου ή εκτελεστού διαθήκης μετά ή έναντι τρίτου ή του τρίτου έναντι αυτών είναι ισχυρά υπέρ του τρίτου, εφ' όσον εκτείνεται το κατά το άρθρον 821 τεκμήριον, πλην αν ο τρίτος ήτο εν γνώσει της ανακρίβειας του πιστοποιητικού ή της υποβολής αιτήσεως περί αφαιρέσεως ή κηρύξεως ως ανισχύρου ή της ανακλήσεως ή τροποποιήσεως αυτού. Άρθρον 823 (884 α.ν. 44/67) 1.Αρμόδιον να διατάσση κατ' αίτησιν παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως την αφαίρεσιν, κήρυξιν ανισχύρου, τροποποίησιν ή ανάκλησιν του πιστοποιητικού είναι το διάταξαν την παροχήν αυτού δικαστήριον. 2.Αι απαιτούμεναι κατά νόμον δημοσιεύσεις επί κηρύξεως του πιστοποιητικού ως ανισχύρου εφαρμόζονται και επί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως αυτού. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 824 (885 α.ν. 44/67, 60.14 ν.δ. 958/71) 1.Η διατάσσουσα την παροχήν πιστοποιητικού απόφασις υπόκειται εις το ένδικον μέσον της εφέσεως εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από της δημοσιεύσεώς της. Η προθεσμία της εφέσεως και η άσκησις αυτής αναστέλλουν την ισχύν της αποφάσεως και την έκδοσιν του πιστοποιητικού. Η διατάσσουσα την παροχήν πιστοποιητικού απόφασις δεν υπόκειται εις αναψηλάφησιν, αναίρεσιν ή τριτανακοπήν. 2.Η διατάσσουσα την αφαίρεσιν πιστοποιητικού απόφασις ή η κηρύσσουσα αυτό ανίσχυρον ή η τροποποιούσα ή ανακαλούσα αυτό υπόκειται μόνον εις τριτανακοπήν εντός της υπό του άρθρου 1965 Α.Κ. οριζομένης προθεσμίας. Άρθρον 825 (886 α.ν. 44/67, 60.15 ν.δ. 958/71) Πάσα αμφιβολία ή αμφισβήτησις περί την ερμηνείαν διαθήκης ή άλλης πράξεως δια της οποίας διατίθενται περιουσιακά στοιχεία δια κληρονομίας, κληροδοσίας ή δωρεάς υπέρ του Κράτους ή κοινωφελών σκοπών, εφ' όσον αναφέρεται εις τον τρόπον της εκκαθαρίσεως και εν γένει της διαχειρίσεως και εκτελέσεως της διατεθείσης υπέρ του Κράτους ή του κοινωφελούς σκοπού περιουσίας, υπάγεται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του Εφετείου Αθηνών. Άρθρον 826 (887 α.ν. 44/67) Ο ειρηνοδίκης, κατ' αίτησιν παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, δύναται προς αποτροπήν κινδύνου να διατάξη την σφράγισιν πραγμάτων και να ενεργήση αυτήν ή να ορίση προς τούτο συμβολαιογράφον ή υπάλληλον της γραμματείας του ειρηνοδικείου. Αρμόδιος ειρηνοδίκης είναι ο της περιφερείας όπου ευρίσκονται τα πράγματα. Εάν η σφράγισις πρόκειται να γίνη εκτός της έδρας του ειρηνοδικείου, ο ειρηνοδίκης δύναται να διάταξη την ενέργειαν αυτής υπό του προέδρου της κοινότητος ή υπό του διοικητού του σταθμού χωροφυλακής. Άρθρον 827 (888 ά.ν.44/67) 1.Ο διατάσσων την σφράγισιν ειρηνοδίκης δύναται να διατάξη παν πρόσφορον μέτρον δια να επιτευχθή η σφράγισις. Ο ειρηνοδίκης δύναται να διατάξη όπως η σφράγισις γίνη και κατά την νύκτα. 2.Δεν δύνανται να σφραγισθούν υπνοδωμάτια τα οποία χρησιμοποιούνται υπό των οικούντων εις το διαμέρισμα εις το οποίον γίνεται η σφράγισις. 3.Αντικείμενα τα οποία είναι αναγκαία προς χρήσιν των οικούντων εις το διαμέρισμα εις το οποίον γίνεται η σφράγισις δεν σφραγίζονται και παραδίδονται εις αυτούς. 4.Αντικείμενα των οποίων η σφράγισις είναι αδύνατος ή ως εκ του είδους αυτών επιβλαβής δεν (Αντί της σελ.107) Σελ. 107(α) Τεύχος 432-Σελ. 101 σφραγίζονται και παραδίδονται προς φύλαξιν εις μεσεγγυούχον οριζόμενον υπό του ενεργούντος την σφράγισιν. Εάν υπόκεινται εις φθοράν, ο διατάξας την σφράγισιν ειρηνοδίκης διατάσσει την εκποίησιν αυτών κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής εκποιήσεως των εις φθοράν υποκειμένων πραγμάτων. Άρθρον 7 (7 α.ν.44/67) Εφ' όσον η αρμοδιότης των δικαστηρίων ή η διαδικασία ή το παραδεκτόν ενδίκου μέσου καθορίζεται εκ της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, εφαρμόζονται αι επόμεναι διατάξεις. Άρθρον 85 (86 α.ν. 44/67) Ο προσθέτως παρεμβαίνων δικαιούται, συμφωνούντων αμφοτέρων των διαδίκων, να μετάσχη της δίκης ως κύριος διάδικος οπότε υπεισέρχεται εις την θέσιν του υπέρ ου παρενέβη διαδίκου τιθεμένου τότε εκτός της δίκης. Η εκδοθησομένη απόφασις δεν έχει ισχύν κατά του συναινέσει πάντων των διαδίκων εκτός της δίκης τεθέντος αρχικού διαδίκου. Άρθρον 828 (889 α.ν.44/67, 60.16 ν.δ. 958/71) Εάν τις εκ των παρισταμένων κατά την σφράγισιν ισχυρίζεται ότι υπάρχει διαθήκη ή άλλο σημαντικόν έγγραφον, ο ενεργών την σφράγισιν οφείλει να ερευνήση αν υπάρχη. Εάν την σφράγισιν ενεργή ο ειρηνοδίκης και ευρέθη η διαθήκη, παραλαμβάνει ούτος αυτήν και την αποστέλλει αμελλητί εις το αρμόδιον δια την δημοσίευσιν δικαστήριον, εάν δε την σφράγισιν ενεργή συμβολαιογράφος, υπάλληλος της γραμματείας, διοικητής, του σταθμού της Χωροφυλακής ή πρόεδρος της κοινότητος, παραλαμβάνει και παραδίδει αυτήν αμελλητί εις τον ειρηνοδίκην ο οποίος την αποστέλλει αμελλητί εις το αρμόδιον δια την δημοσίευσιν δικαστήριον. Εάν ευρεθή άλλο σημαντικόν έγγραφον, παραλαμβάνει αυτό ο ενεργών την σφράγισιν και ο ειρηνοδίκης διατάσσει την παράδοσιν αυτού εις τον δικαιούμενον να κατέχη αυτό ή, μέχρις ου εξακριβωθή ο δικαιούμενος την φύλαξιν αυτού, εις το αρχείον της γραμματείας του ειρηνοδικείου. Άρθρον 829 (890 α.ν. 44/67) 1.Ο διατάσσων την σφράγισιν ειρηνοδίκης ορίζει μεσεγγυούχον των αντικειμένων τα οποία σφραγίζονται, κατά προτίμησιν δε ορίζεται ως μεσεγγυούχος ο ευρισκόμενος εις την κατοχήν αυτών. 2.Τας κλείδας των σφραγιζομένων αντικειμένων παραλαμβάνει ο ενεργών την σφράγισιν και παραδίδει επί εγγράφω αποδείξει εις την γραμματείαν του ειρηνοδικείου. 3.Ο ενεργών την σφράγισιν οφείλει να ερευνήση εάν μέχρι της σφραγίσεως υπεξήχθη αντικείμενόν τι και να συλλέξη πάσαν σχετικήν πληροφορίαν. Άρθρον 830 (891 α.ν.44/67) Περί της σφραγίσεως συντάσσεται έκθεσις η οποία πλην των κατά το άρθρον 117 απαιτουμένων πρέπει να αναφέρη 1)την απόφασιν του ειρηνοδίκου δια της οποίας διατάσσεται η σφράγισις, 2)περιγραφήν των χώρων επί των οποίων ετέθησαν αι σφραγίδες, 3)περιγραφήν των κατά το άρθρον 828 ευρεθέντων εγγράφων και μνείαν των προσώπων εις τα οποία, παρεδόθησαν ταύτα, 4)πάντα ισχυρισμόν ή αμφισβήτησιν των παρισταμένων κατά την σφράγισιν και παν ό,τι υπέπεσεν εις την αντίληψιν του ενεργούντος αυτήν και 5)βεβαίωσιν ότι ο ενεργών την σφράγισιν παρέλαβε τας κλείδας, ότι ενήργησε την κατά το άρθρον 829 § 3 έρευναν και το αποτέλεσμα αυτής. Εάν εν τω διαμερίσματι το oποίον πρόκειται να σφραγισθή δεν υπάρχουν κινητά, σημειούται τούτο εις την έκθεσιν. Σελ. 108(α) Τεύχος 432-Σελ. 102 Άρθρον 831 (892 α.ν. 44/67, 60.17 ν.δ. 958/71) 1.Εάν η διατήρησις της σφραγίσεως δεν είναι αναγκαία ή πρόκειται να γίνη απογραφή, ο διατάξας την σφράγισιν ειρηνοδίκης, αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, διατάσσει την αποσφράγισιν. Αποσφράγισις και επανασφράγισις δύναται να διαταχθή και προς αποτροπήν κινδύνου ή ένεκα άλλου σπουδαίου λόγου. 2.Ο ειρηνοδίκης κατά την υπ' αυτού οριζομένην δικάσιμον υποχρεούται να διάταξη την κλήτευσιν του αιτήσαντος την σφράγισιν, ως και των παραστάντων κατά την ενέργειαν αυτής, εάν δε η σφράγισις εγένετο επί περιουσιακού στοιχείου κληρονομίας δύναται να διάταξη και την κλήτευσιν των πιθανολογουμένων κληρονόμων, καταπιστευματοδόχων, κληροδόχων και εκτελεστών διαθήκης. Άρθρον 832 (893 α.ν. 44/67) 1.Εάν η αποσφράγισις διατάσσεται δια να γίνη απογραφή, ο ειρηνοδίκης δια της αποφάσεώς του ορίζει συμβολαιογράφον και πραγματογνώμονας κατά το άρθρον 838 § § 2 έως 4. 2.Εάν ο ειρηνοδίκης κρίνη μη αναγκαίαν την διατήρησιν της σφραγίσεως και δεν πρόκειται να γίνη απογραφή, είτε επιφυλάσσεται δια της διατασσούσης την αποσφράγισιν αποφάσεως να ενεργήση ο ίδιος την αποσφράγισιν είτε διατάσσει την γραμματείαν του δικαστηρίου να ενεργήση αυτήν. Άρθρον 833 (894 α.ν. 44/67) Ο ειρηνοδίκης δια της διατασσούσης την αποσφράγισιν αποφάσεως ορίζει τα πρόσωπα εις τα οποία πρέπει να παραδοθούν τα αντικείμενα μετά την ενέργειαν της αποσφραγίσεως. Εάν η αποσφράγισις διετάχθη δια να γίνη απογραφή, ο ειρηνοδίκης δύναται να επιφυλαχθή να ορίση τα πρόσωπα ταύτα μετά την ενέργειαν της απογραφής. Ο ειρηνοδίκης δύναται να ορίση και μεσεγγυούχον ίνα μετά την αποσφράγισιν και την απογραφήν παραλάβη και φυλάσση τα αντικείμενα μέχρις ου αποφασισθή εις ποίον πρέπει ταύτα να παραδοθούν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 834 (895 α.ν. 44/67) 1.Ο ενεργών την αποσφράγισιν ορίζει ημέραν και ώραν κατά την οποίαν θα ενεργήση αυτήν και καλεί εγγράφως ή προφορικώς να παραστούν κατ' αυτήν πάντας τους κατά την συζήτησιν περί αποσφραγίσεως παραστάντας διαδίκους ή τους παραστάντας πληρεξουσίους αυτών, τους ορισθέντας πραγματογνώμονας, ως και τον μεσεγγυούχον των αντικειμένων. Κατά την ενέργειαν της αποσφραγίσεως δύναται να παραστή και πας έχων έννομον συμφέρον. 2.Εις τον εντεταλμένον την ενέργειαν της αποσφραγίσεως παραδίδονται υπό της γραμματείας επί εγγράφω αποδείξει αι κλείδες των σφραγισθέντων αντικειμένων. Άρθρον 835 (896 α.ν. 44/67) 1.Ο ενεργών την αποσφράγισιν οφείλει να εξέταση την κατάστασιν των επιτεθεισών σφραγίδων. 2.Εάν αι επιτεθείσαι σφραγίδες δεν είναι αλύμαντοι και την αποσφράγισιν ενεργή συμβολαιογράφος ή υπάλληλος της γραμματείας, διακόπτει πάσαν περαιτέρω ενέργειαν και αναφέρει τούτο παραχρήμα εγγράφως εις τον διατάξαντα την αποσφράγισιν ειρηνοδίκην. 3.Ο ειρηνοδίκης εις τας περιπτώσεις της § 2 μεταβαίνει αμελλητί εις τον τόπον όπου ετέθησαν αι σφραγίδες, βεβαιοί την κατάστασιν αυτών και δι' αποφάσεώς του διατάσσει παν κατά την κρίσιν του πρόσφορον μέτρον. Άρθρον 836 (897 α.ν. 44/67) 1.Η αποσφράγισις, όταν γίνεται απογραφή, ενεργείται βαθμηδόν και καθ' όσον είναι τούτο αναγκαίον προς σύνταξιν της απογραφής. Εάν δεν δύναται η απογραφή να περατωθή κατά την αυτήν ημέραν, ο συμβολαιογράφος διακόπτει αυτήν, ορίζει ημέραν και ώραν κατά την οποίαν θα εξακολουθήση την ενέργειαν αυτής και σφραγίζει τα αντικείμενα των οποίων η απογραφή δεν επερατώθη. 2.Μετά την ενέργειαν της απογραφής τα απογραφέντα αντικείμενα παραδίδονται εις τους δια της αποφάσεως περί αποσφραγίσεως οριζομένους, εάν δε ο ειρηνοδίκης επεφυλάχθη δια της αποφάσεώς του να ορίση τα πρόσωπα εις τα οποία πρέπει να παραδοθούν, ο συμβολαιογράφος σφραγίζει και πάλιν αυτά. Άρθρον 837 (898 α.ν. 44/67) Περί της αποσφραγίσεως συντάσσεται έκθεσις η οποία πλην των κατά το άρθρον 117 απαιτουμένων πρέπει να αναφέρη 1)την απόφασιν του ειρηνοδίκου δια της οποίας διατάσσεται η αποσφράγισις, 2)βεβαίωσιν του ενεργούντος την αποσφράγισιν ότι εκάλεσε τα εν άρθρω 834 πρόσωπα και τον τρόπον της προσκλήσεως αυτών, 3)βεβαίωσιν του ενεργούντος την αποσφράγισιν ότι αι σφραγίδες ευρέθησαν αλύμαντοι, 4)πάσαν αμφισβήτησιν ή ισχυρισμόν των παρισταμένων κατά την αποσφράγισιν και παν ό,τι υπέπεσεν εις την αντίληψιν του ενεργούντος αυτήν και 5)τα πρόσωπα εις τα οποία παρεδόθησαν τα αντικείμενα. Άρθρον 86 (87 α.ν. 44/67) Εις τας περιπτώσεις του άρθρου 76, εάν μόνον εις ή τινές των ομοδίκων ενάγουν οι δε άλλοι δεν θέλουν να συμπράξουν μετ' αυτών, δικαιούνται οι πρώτοι να προσεπικαλέσουν τους τελευταίους προς συζήτησιν της υποθέσεως. Το αυτό δικαίωμα έχει και ο εναγόμενος εάν μόνον εις ή τινές των ομοδίκων ενήγαγον αυτόν ή εάν ο ενάγων ενήγαγε μόνον ένα ή τινάς των ομοδίκων. Άρθρον 838 (899 α.ν. 44/67) 1.Ο ειρηνοδίκης, κατ' αίτησιν παντός έχοντος συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, δύναται προς αποτροπήν κινδύνου να διατάξη την ενέργειαν απογραφής πραγμάτων. Αρμόδιος είναι ο ειρηνοδίκης της περιφερείας όπου ευρίσκονται τα πράγματα. 2.Η απογραφή γίνεται υπό συμβολαιογράφου ο οποίος ορίζεται δια της διατασσούσης αυτήν αποφάσεως. Κωλυομένου του συμβολαιογράφου, την απογραφήν ενεργεί ο νόμιμος αυτού αναπληρωτής. 3.Ο διατάσσων την απογραφήν ειρηνοδίκης ορίζει και δύο πραγματογνώμονας δια την εκτίμησιν των αντικειμένων τα οποία θα απογραφούν. 4.Εάν οι παριστάμενοι κατά την συζήτησιν διάδικοι υποδεικνύουν από κοινού συμβολαιογράφον και πραγματογνώμονας, ο ειρηνοδίκης ορίζει αυτούς, πλην αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δια να μη ορισθούν ούτοι. Άρθρον 839 (900 α.ν. 44/67) 1.Ο συμβολαιογράφος ορίζει ημέραν και ώραν δια την ενέργειαν της απογραφής και καλεί εγγράφως ή προφορικώς τους κατά την συζήτησιν εφ' ης εξεδόθη η διατάξασα την απογραφήν απόφασις παραστάντας διαδίκους, ως και τους ορισθέντας υπ' αυτής πραγματογνώμονας να παραστούν κατ' αυτήν. Κατά την ενέργειαν της απογραφής δύναται να παραστή πας έχων έννομον συμφέρον. 2.Οι διορισθέντες δια της διατασσούσης την απογραφήν αποφάσεως πραγματογνώμονες δίδουν ενώπιον του συμβολαιογράφου τον κατά την § 1 του άρθρου 385 όρκον. Άρθρον 840 (901 α.ν. 44/67) Περί της απογραφής συντάσσεται έκθεσις η οποία πλην των κατά το άρθρον 117 απαιτουμένων πρέπει να αναφέρη 1)την απόφασιν δια της οποίας διατάσσεται η απογραφή, 2)τα ονόματα των παρισταμένων πραγματογνωμόνων και βεβαίωσιν του συμβολαιογράφου ότι έδωσαν τον κατά το άρθρον 839 § 2 όρκον, 3)βεβαίωσιν του συμβολαιογράφου ότι εκάλεσε τα εν άρθρω 834 πρόσωπα και τον τρόπον της προσκλήσεως αυτών, 4)ακριβή περιγραφήν των αντικειμένων και την ακριβή υπό των πραγματογνωμόνων εκτίμησιν της αξίας αυτών κατά τον χρόνον της συντάξεως της απογραφής, 5)ακριβή περιγραφήν όλων των ευρεθέντων αξιόγραφων και μετρητών, 6)ακριβή περιγραφήν των ευρεθέντων εμπορικών ή οικιακών βιβλίων, ως και όλων των ευρεθέντων εγγράφων, ταύτα δε πάντα (Αντί της σελ.109) Σελ.109(α) Τεύχος 432-Σελ. 103 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 μονογραφούνται υπό του συμβολαιογράφου και 7)εάν η απογραφή γίνεται κατόπιν ενεργηθείσης αποσφραγίσεως, τα πρόσωπα εις τα οποία παραδίδονται τα αντικείμενα ή βεβαίωσιν ότι τα απογραφέντα αντικείμενα εσφραγίσθησαν και πάλιν. Άρθρον 841 (902 α.ν.44/67, 60.18 ν.δ. 958/71) 1.Πάσα διαφορά ή δυσχέρεια προκύπτουσα κατά την σφράγισιν, αποσφάγισιν και απογραφήν δικάζεται υπό του διατάξαντος αυτάς ειρηνοδίκου. 2.Ο ενεργών την σφράγισιν, αποσφράγισιν και απογραφήν συμβολαιογράφος, υπάλληλος της γραμματείας, διοικητής του σταθμού Χωρ/κής ή πρόεδρος της κοινότητος, αποφαίνεται προσωρινώς περί των κατά την διάρκειαν της ενεργείας αυτών διαφορών ή δυσχερειών, η δε απόφασίς του καταχωρίζεται εις την έκθεσιν και εκτελείται παραχρήμα. Πας έχων έννομον συμφέρον δύναται να ζητήση παρά του κατά την § 1 ειρηνοδίκου την ανάκλησιν της αποφάσεως και την επαναφοράν των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν. 3.Αι κατά την § 1 αποφάσεις έχουν προσωρινήν ισχύν, δεν επηρεάζουν την κυρίαν υπόθεσιν, το δε αρμόδιον να διατάξη ασφαλιστικά μέτρα δικαστήριον δύναται να τροποποιήση ή να ανακαλέση αυτάς. Άρθρον 842 (903 α.ν.44/67) Δια β. διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης δύναται να ορισθή ο τρόπος ενεργείας της σφραγίσεως, της αποσφραγίσεως και της απογραφής. Άρθρον 843 (904 α.ν.44/67, 60.19 ν.δ. 958/71) 1.Εις τας υπό του νόμου οριζομένας περιπτώσεις το δικαστήριον απευθύνει δημοσία πρόσκλησιν προς αναγγελίαν δικαιώματος ή απαιτήσεως. 2.Αρμόδιον δικαστήριον είναι το δικαστήριον της περιφερείας της κατοικίας του αιτούντος, εν ελλείψει δε κατοικίας, της διαμονής αυτού. Άρθρον 844 (905 α.ν. 44/67, 60.20 ν.δ. 958/71) 1.Το δικαστήριον εξετάζει το παραδεκτόν της αιτήσεως και δύναται να υποχρεώση τον αιτούνταα όπως βεβαιώση ενόρκως το περιεχόμενον αυτής. 2.Εάν το δικαστήριον κρίνη παραδεκτήν την αίτησιν, διατάσσει την δημοσίευσιν προσκλήσεως προς αναγγελίαν του δικαιώματος ή της απαιτήσεως. Η πρόσκλησις πρέπει να περιέχη α)το όνομα και την κατοικίαν του αιτούντος, β)καθορισμόν προθεσμίας προς αναγγελίαν και γ)μνείαν της βλάβης η οποία θα επέλθη αν δεν γίνη εμπροθέσμως η αναγγελία. Άρθρον 845 (906 α.ν. 44/67) 1.Η πρόσκλησις προς αναγγελίαν δημοσιεύεται εις μίαν ή πλείονας εφημερίδας οριζομένας υπό του δικαστηρίου άπαξ ή όσας φοράς ήθελεν ορίσει η απόφασις. Σελ. 110(α) Τεύχος432-Σελ. 104 2.Η προθεσμία προς αναγγελίαν άρχεται από της τελευταίας δημοσιεύσεως και δεν δύναται να είναι βραχυτέρα των εξήκοντα ημερών. Άρθρον 846 (907 α.ν. 44/67, 60.21 ν.δ. 958/71) Αι αναγγελίαι κατατίθενται εις την γραμματείαν του δικαστηρίου συντασσομένης εκθέσεως, ειδοποιείται δε υπ' αυτής αμελλητί ο αιτήσας την έκδοσιν διαταγής δημοσιεύσεως προσκλήσεως, ίνα λάβη γνώσιν της αναγγελίας. Άρθρον 87 (88 α.ν. 44/67) Εάν ο δι' εμπραγμάτου αγωγής εναγόμενος κατέχη το επίδικον πράγμα ή ασκή εμπράγματον δικαίωμα εν αλλοτρίω ονόματι, δικαιούται να προσεπικαλέση εις την δίκην εκείνον εν ονόματι του οποίου κατέχει το πράγμα ή ασκεί το εμπράγματον δικαίωμα. Άρθρον 847 (908 α.ν. 44/67, 60.22 ν.δ. 958/71) 1.Εντός τριάκοντα ημερών από της παρόδου της προς αναγγελίαν προθεσμίας, ο αιτήσας την έκδοσιν διαταγής δημοσιεύσεως της προσκλήσεως δύναται να υποβάλη αίτησιν εκδόσεως αποφάσεως απαγγελούσης τας υπό του νόμου οριζομένας συνεπείας αποκλεισμού του δικαιώματος ή της απαιτήσεως. 2.Αναγγελία γενομένη μετά την πάροδον της ταχθείσης προς τούτο προθεσμίας αλλά μέχρι της επ' ακροατηρίου συζητήσεως λαμβάνεται υπ' όψιν. 3.Το δικαστήριον κατά την συζήτησιν δύναται να διάταξη παν ό,τι ήθελε κρίνει πρόσφορον προς διευκρίνισιν της υποθέσεως. 4.Εάν εντός της κατά την § 1 προθεσμίας δεν υποβληθή αίτησις, το δικαστήριον κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης εντός ετέρων τριάκοντα ημερών δύναται να τάξη νέαν προθεσμίαν προς υποβολήν της κατά την § 1 αιτήσεως. Άρθρον 848 (909 α.ν. 44/67) 1.Γενομένης αναγγελίας και αμφισβητουμένου του δικαιώματος ή της απαιτήσεως του αιτούντος, το δικαστήριον δύναται είτε να αναστείλη την διαδικασίαν μέχρις ότου λυθή η αμφισβήτησις είτε να εκδώση απόφασιν, επιφυλασσομένου του δικαιώματος του αναγγελθέντος. 2.Εάν δεν εγένετο αναγγελία, το δικαστήριον απαγγέλλει τας υπό του νόμου οριζομένας συνεπείας. 3.Περίληψις των κατά τας § § 1 και 2 αποφάσεων δημοσιεύεται κατά το άρθρον 845. Άρθρον 849 (910 α.ν. 44/67, 60.23, ν.δ. 958/71) 1.Τριτανακοπή συγγωρείται μόνον κατ' αποφάσεων απαγελλουσών τας υπό του νόμου οριζομένας συνεπείας και εφ' όσον α)εχώρησεν η διαδικασία χωρίς να συντρέχουν αι προϋποθέσεις του νόμου, β)παρεβιάσθησαν διαδικαστικαί διατάξεις και ιδία αι αφορώσαι τας δημοσιεύσεις, τας προθεσμίας ή τας αναγγελίας, γ)συντρέχουν αι προϋποθέσεις του άρθρου 544 περίπτ. 6. 2.Η κατά την § 1 τριτανακοπή ασκείται εντός προθεσμίας δύο ετών από της τελευταίας δημοσιεύσεως της περιλήψεως της αποφάσεως. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 850 (911 α.ν. 44/67, 60.24 ν.δ. 958/71) 1.Κατά την διαδικασίαν προσκλήσεως δύναται να κηρυχθή αξιόγραφον ως ανίσχυρον, εφαρμοζομένων και των επομένων ειδικών διατάξεων. 2.Η διαδικασία αύτη δεν εφαρμόζεται επί τοκομεριδίων, μερισματογράφων, ως και επί ατόκων γραμματίων πληρωτέων εν όψει. Άρθρον 851 (912 α.ν. 44/67, 60.25 ν.δ. 958/71) 1.Επί τίτλων εις τον κομιστήν ή τίτλων μεταβιβασθέντων δι' οπισθογραφήσεως εν λευκώ, την έκδοσιν διαταγής δημοσιεύσεως προσκλήσεως δικαιούται να ζήτηση ο μέχρι τούδε κομιστής του κλαπέντος, απολεσθέντος ή καταστραφέντος τίτλου, επί άλλων δε αξιόγραφων, ο δυνάμενος να ασκήση το εκ τούτων δικαίωμα. 2.Αρμόδιον δια την έκδοσιν διαταγής δημοσιεύσεως της προσκλήσεως είναι το δικαστήριον του εν τω αξιογράφω αναφερομένου τόπου πληρωμής, ελλειπούσης δε μνείας τόπου πληρωμής, το δικαστήριον της περιφερείας όπου η κατοικία ή η έδρα του εκδότου και, εν ελλείψει κατοικίας, η διαμονή. Άρθρον 852 (913 α.ν. 44/67) Η αίτησις πρέπει να περιλαμβάνη το ουσιώδες περιεχόμενον του κλαπέντος, απολεσθέντος ή καταστραφέντος αξιογράφου. Άρθρον 853 (914 α.ν. 44/67, 60.26 ν.δ. 958/71) Προς απόδειξιν της κλοπής, απωλείας ή καταστροφής του αξιόγραφου, ως και του δικαιώματος του αιτούντος όπως ζητήση την έκδοσιν διαταγής δημοσιεύσεως της προσκλήσεως, αρκεί πιθανολόγησις. Άρθρον 854 (915 α.ν. 44/67) 1.Δια της προσκλήσεως καλείται ο κομιστής του αξιόγραφου όπως το βραδύτερον μέχρι πέρατος της προθεσμίας αναγγείλη τα δικαιώματα αυτού και εφ' όσον κατέχει το αξιόγραφον καταθέση αυτό εις την γραμματείαν του δικαστηρίου. Η πρόσκλησις πρέπει να ορίζη ως βλάβην εν περιπτώσει παραλείψεως της αναγγελίας την απώλειαν της ισχύος του εγγράφου. 2.Η εν § 1 πρόσκλησις δημοσιεύεται συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 845 § 1, ως και εις το δελτίον ανωνύμων εταιριών και περιωρισμένης ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τοιχοκολλάται δε εις την αίθουσαν του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Άρθρον 855 (916 α.ν. 44/67) Επί αξιογράφων εφ' ων περιοδικώς καταβάλλονται πρόσοδοι, η προθεσμία προσκλήσεως καθορίζεται υπό του δικαστηρίου, λαμβανομένου υπ' όψιν του χρόνου της κλοπής, απωλείας ή καταστροφής του αξιογράφου και του χρόνου καθ' ον αι πρόσοδοι καθίστανται απαιτηταί. Άρθρον 88 (89 α.ν. 44/67) Ο ενάγων, ο εναγόμενος και ο κυρίως παρεμβαίνων δικαιούνται να προσεπικαλέσουν εις την δίκην εκείνους παρά των οποίων εν περιπτώσει ήττης δικαιούνται να απαιτήσουν αποζημίωσιν. Άρθρον 856 (917 α.ν. 44/67, 60.27 ν.δ. 958/71) Εάν ο κομιστής αναγγείλη το δικαίωμα αυτού και καταθέση το αξιόγραφον, η γραμματεία του δικαστηρίου καλεί αμελλητί τον αιτήσαντα την έκδοσιν διαταγής δημοσιεύσεως της προσκλήσεως όπως λάβη γνώσιν. Άρθρον 857 (918 α.ν. 44/67). Η κατά το άρθρον 848 § 2 απόφασις κηρύσσει ανίσχυρον το αξιόγραφον μετά των συνημμένων τοκομεριδίων και μερισματογράφων. Η απόφασις τοιχοκολλάται εις την αίθουσαν του Χρηματιστηρίου Αθηνών, εφαρμοζομένων και των διατάξεων του άρθρου 848 § 3. Άρθρον 858 (919 α.ν. 44/67, 60.28 ν.δ. 958/71) Ο αιτήσας την έκδοσιν αποφάσεως αποκλεισμού του δικαιώματος ή της απαιτήσεως δικαιούται αφ' ης αύτη καταστή απρόσβλητος δι' εφέσεως και αναιρέσεως να ασκήση τα κατά το ουσιαστικόν δίκαιον δικαιώματα αυτού. Άρθρον 859 (920 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον κατά την διάρκειαν της διαδικασίας της προσκλήσεως δικαιούται να απαγορεύση οιανδήποτε παροχήν εις τον κομιστήν του αξιογράφου, περιλαμβανομένης και της εις αυτόν παραδόσεως τοκομεριδίων και μερισματαποδείξεων εκδιδομένων μετά την απαγόρευσιν. Η απαγόρευσις δεν αφορά τα εκδοθέντα προ της δημοσιεύσεως αυτής τοκομερίδια και μερισματόγραφα, απευθύνεται δε προς τον εκδότην ή και προς έτερα πρόσωπα τα οποία δύνανται να προβούν εις την παροχήν και περιέχει την μνείαν ότι ήρξατο η διαδικασία προσκλήσεως. 2.Η απαγόρευσις δύναται να αρθή και αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου. 3.Η απαγόρευσις και η άρσις δημοσιεύονται κατά το άρθρον 845. Άρθρον 860 (921 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον δύναται να διατάξη τους εκ του αξιογράφου υποχρέους όπως μέχρις εκδόσεως αποφάσεως περί αποκλεισμού του δικαιώματος ή της απαιτήσεως καταθέσουν το οφειλόμενον ποσόν δημοσίως. Άρθρον 861 (922 α.ν. 44/67) Οσάκις κατά νόμον υποχρεούται τις να δώση βεβαιωτικόν όρκον, αρμόδιον είναι το ειρηνοδικειον εις την περιφέρειαν του οποίου έχει την κατοικίαν του ο υπόχρεος προς δόσιν του όρκου. Άρθρον 862 (923 α.ν. 44/67, 60.29, ν.δ. 958/71) 1.Η αίτησις μετά της κλήσεως προς συζήτησιν επιδίδεται προσωπικώς προς τον υπόχρεον. Η διάταξις της § 4 του άρθρου 143 εφαρμόζεται και εν προκειμένω. (Αντί για τη σελ. 111(β) Σελ. 111(γ) Τεύχος 1212-Σελ. 27 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 2.Το ειρηνοδικείον δι' αποφάσεώς του τάσσει προθεσμίαν εντός της οποίας ο υπόχρεος οφείλει να δώση τον όρκον. Άρθρον 863 (924 α.ν. 44/67) Δεν δύναται να υποχρεωθή εις την δόσιν του όρκου εκείνος ο όποιος έχει ήδη ομόσει τον αυτόν όρκον κατά την τελευταίαν τριετίαν κατόπιν αιτήσεως του αυτού ή ετέρου δανειστού, πλην αν ο αιτών πιθανολογήση ότι πληρούνται ήδη αι προϋποθέσεις προς νέαν δόσιν του όρκου. Άρθρον 864 (925 α.ν. 44/67) Εάν ο οφειλέτης δεν εμφανισθή κατά την ορισθείσαν ημέραν προς δόσιν του όρκου ή εμφανισθείς αρνείται την δόσιν αυτού, το ειρηνοδικείον τη αιτήσει του δανειστού διατάσσει την προσωπικήν κράτησιν αυτού. Άρθρον 89 (90 α.ν. 44/67) Η προσεπίκλησις ασκείται κατά τας περί αγωγής διατάξεις το βραδύτερον μέχρι της πρώτης επ' ακροατηρίου συζητήσεως και κοινοποιείται προς τον προσεπικαλούμενον. Η άσκησις της προσεπικλήσεως έχει τα αποτελέσματα της ασκήσεως αγωγής. Άρθρον 865 (926 α.ν. 44/67, 60.30 ν.δ. 958/71) 1.Ο οφειλέτης είτε έχει ήδη προσωποκρατηθή είτε μη δύναται, δι' αιτήσεως προς το ειρηνοδικείον να ζητήση όπως τούτο ορίση το συντομώτερον ημέραν δια την δόσιν του όρκου. Προς τούτο δύναται να κληθή και ο αιτήσας την δόσιν του όρκου, αλλ' η μη εμφάνισις αυτού δεν κωλύει την δόσιν του όρκου. 2.Δοθέντος του όρκου, απολύεται ο προσωποκρατηθείς, εάν δε δεν έχη προσωποκρατηθή ματαιούται η διαταχθείσα προσωπική κράτησις. Άρθρον 866 (927 α.ν. 44/67) Η προσωπική κράτησις απαγγέλλεται και κατά των εκπροσωπούντων το νομικόν πρόσωπον, ως και κατά των νομίμων αντιπροσώπων των δεομένων επιμελείας προσώπων. Δεν απαγγέλλεται κατά των μη υποκειμένων εις προσωπικήν κράτησιν προσώπων. ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ Άρθρον 867 (928 α.ν. 44/67) Ιδιωτικού δικαίου διαφοραί δύνανται να υπαχθούν εις διαιτησίαν δια συμφωνίας εάν οι συνομολογούντες αυτήν έχουν την εξουσίαν της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς. Αι εν άρθρω 663 διαφοραί δεν δύνανται να υπαχθούν εις διαιτησίαν. Σελ. 112(γ) Τεύχος 1212-Σελ. 28 Άρθρον 868 (929 α.ν. 44/67) Συμφωνία περί διαιτησίας αφορώσα μελλούσας διαφοράς είναι έγκυρος μόνον εάν είναι έγγραφος και αναφέρεται εις ωρισμένην έννομον σχέσιν εκ της οποίας θα προέλθουν αι διαφοραί. (930 αν. 44/67) «Άρθρ.869.-1.Η συμφωνία για διαιτησία καταρτίζεται εγγράφως. Έγγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων. Αν αυτοί που συνομολόγησαν τη συμφωνία εμφανιστούν στους διαιτητές και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική διαδικασία, η έλλειψη εγγράφου θεραπεύεται. 2.Η συμφωνία για διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις». Το άρθρ. 869, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 17 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α' 173, (τόμ. 8, σελ. 84,257). Άρθρον 870 (931 α.ν. 44/67) 1.Εάν περί τής διαφοράς δια την οποίαν συνομολογείται η συμφωνία περί διαιτησίας εκκρεμή δίκη ενώπιον των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, η υπαγωγή αυτής εις διαιτησίαν πρέπει να προτείνεται κατά την πρώτην μετά την συνομολόγησιν της συμφωνίας συζήτησιν επί ποινή απαραδέκτου, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 264. 2.Η συμφωνία περί διαιτησίας δύναται να γίνη και ενώπιον του δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστού κατά την συζήτησιν της υποθέσεως οπότε το δικαστήριον παραπέμπει την υπόθεσιν εις την διαιτησίαν, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 264. Άρθρον 871 (932 α.ν. 44/67) 1.Διαιτηταί δύνανται να ορισθούν είς ή πλείονες, ως και ολόκληρον δικαστήριον. 2.Δεν δύνανται να ορισθούν διαιτηταί οι ανίκανοι προς δικαιοπραξίαν, οι έχοντες περιωρισμένην ικανότητα προς δικαιοπραξίαν, οι συνεπεία καταδίκης στερούμενοι της ασκήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων και τα νομικά πρόσωπα. 3-5.(Καταργήθηκαν από την παρ. 2 άρθρ. 17, Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α' 173, τόμ. 8, σελ. 84,257). 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας «Άρθρ.871Α.-1.Ο ορισμός δικαστικών λειτουργών ως διαιτητών ή επιδιαιτητών διέπεται από τις διατάξεις των επομένων παραγράφων. 2.Δικαστικός λειτουργός μπορεί να είναι μόνο μοναδικός διαιτητής (μονομελής διαιτησία) ή επιδιαιτητής. Δεν μπορεί να ασκήσει διαιτητικά έργα ο δικαστικός λειτουργός που δεν έχει συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον συνολική δικαστική υπηρεσία. 3.Αν η διαιτησία, κατά τη συμφωνία των μερών, προβλέπεται ότι θα διεξαχθεί από δικαστικό λειτουργό ορισμένου δικαστηρίου, αυτός είναι ο εκάστοτε εκ περιτροπής καλούμενος κατά τη σειρά αρχαιότητας μεταξύ των υπηρετούντων στο δικαστήριο αυτό προέδρων και δικαστών την ημέρα κατάθεσης της αίτησης. Το όνομα του δικαστικού αυτού λειτουργού γνωστοποιείται στον αιτούντα από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο. 4.Ορισμός συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού ως διαιτητή ή επιδιαιτητή, είτε ονομαστικά είτε έμμεσα, με κριτήριο τη θέση ή ιδιότητα που έχει ή θα έχει στο μέλλον, είναι άκυρος. Η ακυρότητα αυτή δεν επιδρά στη συμφωνία για τη διαιτησία. Στην περίπτωση αυτή διαιτητής ή επιδιαιτητής είναι ο κατά την προηγούμενη παράγραφο καλούμενος από το δικαστήριο, στο οποίο ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός υπηρετούσε κατά την κατάρτιση της διαιτητικής συμφωνίας. 5.Αν η διαιτησία, κατά τη συμφωνία των μερών, προβλέπεται ότι θα διεξαχθεί από δικαστικό λειτουργό, χωρίς όμως να καθορίζεται με την ίδια ή με μεταγενέστερη συμφωνία το δικαστήριο από το οποίο θα προέλθει, θεωρείται ότι τα μέρη απέβλεψαν στο δικαστήριο του τόπου όπου καταρτίστηκε η συμφωνία για τη διαιτησία. Αν στον τόπο κατάρτισης της συμφωνίας λειτουργούν δικαστήρια διαφόρων δικαιοδοσιών ή βαθμών και δεν προκύπτει από τη συμφωνία εκείνο στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη, θεωρείται ότι απέβλεψαν στο πολιτικό πρωτοδικείο και, αν πρόκειται για διοικητική διαφορά, στο διοικητικό πρωτοδικείο. 6.Σε κάθε δικαστήριο τηρείται από τη γραμματεία ιδιαίτερο βιβλίο, στο οποίο καταχωρίζονται για καθεμία από τις διαιτησίες και σε χωριστή στήλη, τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, καθώς και του μοναδικού διαιτητή ή επιδιαιτητή, οι χρονολογίες έκδοσης της απόφασης και της κατάθεσής της, καθώς και ο αριθμός της. 7.Ο κατά τις προηγούμενες διατάξεις καλούμενος δικαστικός λειτουργός υποχρεούται να διεξαγάγει τη διαιτησία η οποία αποτελεί περίπτωση νόμιμου κωλύματος ή λόγου εξαίρεσης καλείται ο κατά σειράν επόμενος. Μεταγενέστερη μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση του δικαστικού λειτουργού δεν επιδρά στην ιδιότητά του ως μοναδικού διαιτητή ή επιδιαιτητή. 8.Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και όταν με τη συμφωνία των μερών προβλέπεται ότι ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής θα είναι εισαγγελικός λειτουργός». Το άρθρ. 871Α, προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 17 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α' 173. (τόμ. 8, σελ. 84,25). Σύμφωνα δε με την παρ. 1 άρθρ. 18 άνω Νόμ. 2331/1995, οι διατάξεις του άρθρ. 871Α, που προστίθεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον πάροντα νόμο, καταλαμβάνουν και τις συμφωνίες για διαιτησία από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίες είχαν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του, εκτός αν έχει ήδη αρχίσει η διεξαγωγή της διαιτησίας. Επίσης σύμφωνα με την παρ. 3 άνω άρθρ. 18, οι διατάξεις του άρθρ. 871Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προστέθηκε με τον πάροντα νόμο, δεν εφαρμόζονται ως προς την επιλογή του προσώπου του διαιτητή ή επιδιαιτητή στις διαιτησίες που αφορούν διαφορές από διεθνείς συναλλαγές μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα και τρίτου ή από τη νομοθεσία για τις επενδύσεις κεφαλαίων εισαγόμενων στην Ελλάδα ή από συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο, εφόσον σε κάθε περίπτωση το ένα των μερών είναι το Δημόσιο ή τα ανωτέρω αναφερόμενα νομικά πρόσωπα. Δεν επιτρέπεται όμως ο ορισμός ως διαιτητή ή επιδιαιτητή του ίδιου δικαστικού λειτουργού πριν από την πάροδο τριετίας από την περάτωση τέτοιας διαιτησίας στην οποία συμμετείχε. Οι διατάξεις του άρθρ. 882Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, για το ύψος και την κατανομή της αμοιβής εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές χωρίς παρέκκλιση. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 6 άρθρ. 18 άνω Νόμ. 2331/1995, διατάξεις νόμων που ρυθμίζουν την ανάθεση διαιτησιών σε δικαστικούς λειτουργούς κατά τρόπο διάφορο από αυτόν που προβλέπεται στο άρθρ. 871Α καταργούνται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον πάροντα νόμο. Άρθρ.872.-(993 α.ν. 44/67). Εάν δια της συμφωνίας περί διαιτησίας δεν ορίζονται οι διαιτηταί ή ο τρόπος του ορισμού των, έκαστον των μερών ορίζει ένα διαιτητήν. Συμφωνία δια της οποίας ορίζεται ότι έν των μερών θέλει ορίσει διαιτητήν και δια το έτερον μέρος ή ότι τα μέρη δύνανται να ορίσουν άνισον αριθμόν διαιτητών είναι άκυρος. (Αντί για τη σελ. 112,01(β) Σελ. 112,01(γ) Τεύχος 1257-Σελ. 115 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 873 (934 α.ν.44/67) Εάν οι διαιτηταί δεν ορίζωνται δια της περί διαιτησίας συμφωνίας, αλλά είτε κατ' αυτήν είτε κατά το άρθρον 872 τους διαιτητάς ορίζουν τα συνομολογήσαντα αυτήν μέρη, έκαστον εξ αυτών δικαιούται να καλέση το έτερον εγγράφως όπως εντός προθεσμίας οκτώ τουλάχιστον ημερών ορίση τον διαιτητήν ή τους διαιτητάς, πρέπει δε εν τω εγγράφω να γνωστοποιήση και τον διαιτητήν ή τους διαιτητάς τους υπ' αυτού οριζόμενους. Το προς ο η κλήσις μέρος οφείλει εντός της τασσομένης προθεσμίας να ανακοινώση τους υπ' αυτού οριζομένους διαιτητήν ή διαιτητάς εις τον καλούντα. 2.Εις έκαστον των διαιτητών γνωστοποιούνται τα ονόματα και αι διευθύνσεις του άλλου ή των άλλων διαιτητών. Άρθρον 874 (935 α.ν. 44/67) Εάν οι διαιτηταί είναι πλείονες του ενός και δια της συμφωνίας περί διαιτησίας δεν ορίζεται άλλως, οι διαιτηταί οφείλουν να ορίσουν τον επιδιαιτητήν εντός δέκα πέντε ημερών από της τελευταίας κατά το άρθρον 873 § 2 γνωστοποιήσεως και να ανακοινώσουν τούτο εις τα συνομολογήσαντα την συμφωνίαν μέρη. Άρθρον 90 (91 α.ν. 44/67) Εάν συντρέχη περίπτωσις προσεπικλήσεως παρ' ενός των διαδίκων τρίτου τινός και το δικαστήριον κρίνη αναγκαίαν την εις την δίκην παρέμβασίν του, δικαιούται να διατάξη και αυτεπαγγέλτως την προσεπίκλησιν αυτού δι' αποφάσεως οριζούσης επιμελεία τίνος διαδίκου θέλει γίνει η προσεπίκλησις, ως και τον χρόνον της τοιαύτης ενεργείας. Η διαταχθείσα προσεπίκλησις δύναται να γίνη επιμελεία και παντός ετέρου διαδίκου. Άρθρον 875 (936 α.ν. 44/67) 1.Εάν ο υπό τινος των μερών ορισθείς διαιτητής αποβιώση ή δι' οιονδήποτε λόγον αρνείται ή κωλύεται να διεξαγάγη την διαιτησίαν ή εξαιρεθή, το έτερον μέρος δύναται να καλέση εγγράφως το ορίσαν τον διαιτητήν τούτον μέρος όπως εντός προθεσμίας οκτώ τουλάχιστον ημερών ορίση έτερον διαιτητήν. Το προς ο η κλήσις μέρος οφείλει εντός της τασσομένης προθεσμίας να ανακοινώση εις τον καλούντα τον υπ' αυτού οριζόμενον διαιτητήν. 2.Εάν ο υπό των διαιτητών ορισθείς επιδιαιτητής αποβιώση ή δι' οιονδήποτε λόγον αρνείται ή κωλύεται να διεξαγάγη την διαιτησίαν οι δε διαιτηταί δεν προβούν εις ορισμόν άλλου, έκαστον των μερών δύναται να καλέση εγγράφως τους διαιτητάς όπως εντός προθεσμίας οκτώ ημερών ορίσουν έτερον επιδιαιτητήν και ανακοινώσουν τούτο εις τα συνομολογήσαντα την συμφωνίαν μέρη. Άρθρον 876 (937 α.ν. 44/67) 1.Εάν κατά την συμφωνίαν περί διαιτησίας τρίτος ορίζη τον διαιτητήν ή τους διαιτητάς ή τον επιδιαιτητήν, έκαστον των μερών, προκειμένου δε περί του επιδιαιτητού και έκαστος των διαιτητών δύναται να καλέση τον τρίτον εγγράφως όπως εντός προθεσμίας οκτώ τουλάχιστον ημερών ορίση τον διαιτητήν ή τους διαιτητάς ή τον επιδιαιτητήν και ανακοινώση τούτο εις τον καλούντα, προκειμένου δε περί επιδιαιτητού και εις τους διαιτητάς. 2.Αι διατάξεις της § 1 εφαρμόζονται και εις ην περίπτωσιν ο υπό του τρίτου ορισθείς διαιτητής ή επιδιαιτητής αποβιώση ή δι' οιονδήποτε λόγον αρνείται ή κωλύεται να διεξαγάγη την διαιτησίαν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 Άρθρον 877 (938 α.ν. 44/67) Ο ορισμός διαιτητού υπό τινος των μερών, ο ορισμός επιδιαιτητού υπό των διαιτητών ή ο ορισμός των διαιτητών ή του επιδιαιτητού υπό τρίτου δεν ανακαλείται. Άρθρον 878 (939 α.ν. 44/67) 1.Εάν δεν ορισθή εμπροθέσμως ο διαιτητής ή οι διαιτηταί ή ο επιδιαιτητής και δεν ορίζεται άλλως υπό της συμφωνίας περί διαιτησίας, το μονομελές πρωτοδικείον κατόπιν αιτήσεως ορίζει αυτούς. Αρμόδιον είναι το μονομελές πρωτοδικείον εις την περιφέρειαν του οποίου ορίζεται υπό της συμφωνίας ότι θα διεξαχθή η διαιτησία, άλλως το μονομελές πρωτοδικείον της κατοικίας του αιτούντος και εν ελλείψει κατοικίας της διαμονής αυτού, εν ελλείψει δε και διαμονής το μονομελές πρωτοδικείον της πρωτευούσης του Κράτους. 2.Η § 1 εφαρμόζεται και όταν ο υπό του μονομελούς πρωτοδικείου ορισθείς διαιτητής ή επιδιαιτητής αποβιώση ή δι' οιονδήποτε λόγον αρνείται ή κωλύεται να διεξαγάγη την διαιτησίαν. 3.Η αίτησις δικάζεται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 741 επ., δικαιούνται δε να υποβάλουν αυτήν τα συνομολογήσαντα την συμφωνίαν περί διαιτησίας μέρη, προκειμένου δε περί επιδιαιτητού και έκαστος των διαιτητών. Η απόφασις δεν υπόκειται εις ένδικα μέσα. Αίτησις ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως είναι απαράδεκτος μετά την έναρξιν της διαιτητικής διαδικασίας. Άρθρον 879 (940 α.ν. 44/67). 1.Παρ' εκάστω μονομελεί πρωτοδικείω τηρείται κατάλογος διαιτητών τον οποίον καταρτίζει το πολυμελές πρωτοδικείον κατά τα δια β. διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης οριζόμενα. 2.Το μονομελές πρωτοδικείον ορίζει τους διαιτητάς ή τον διαιτητήν εκ του καταλόγου διαιτητών, ελλείψει δε καταλόγου ή εάν συντρέχη κατά την κρίσιν του αποχρών λόγος, ορίζει το κατάλληλον πρόσωπον. Άρθρον 880 (941 α.ν. 44/67) 1.Ο οριζόμενος ως διαιτητής ή επιδιαιτητής δέν υποχρεούται να δεχθή τον ορισμόν του. 2.Ο αποδεχθείς τον ορισμόν του ως διαιτητού η επιδιαιτητού δύναται ένεκα σοβαρού λόγου να αρνηθή την εκπλήρωσιν των καθηκόντων του κατόπιν αδείας του δικαστηρίου. Η άδεια παρέχεται υπό του μονομελούς πρωτοδικείου του τόπου της κατοικίας του και εν ελλείψει κατοικίας της διαμονής του, εν ελλείψει δε και διαμονής υπό του μονομελούς πρωτοδικείου της πρωτευούσης του Κράτους, κατόπιν αιτήσεώς του δικαζομένης κατά (Αντί για τη σελ. 113(γ) Σελ.113(δ) Τεύχος 1212-Σελ. 31 την διαδικασίαν των άρθρων 741 επ.. Η απόφασις δεν υπόκειται εις ένδικα μέσα ουδέ εις ανάκλησιν ή μεταρρύθμισιν. Άρθρον 881 (942 α.ν.44/67) Οι διαιτηταί και ο επιδιαιτητής κατά την εκπλήρωσιν των καθηκόντων των ευθύνονται μόνον δια δόλον και βαρείαν αμέλειαν. Άρθρον 882 (943 α.ν. 44/67, 61.1 ν.δ. 958/71) 1.Το μέρος που καλεί για συζήτηση προκαταβάλλει το μισό της αμοιβής του διαιτητή ή των διαιτητών και του επιδιαιτητή, το οποίο ορίζεται στην επόμενη παράγραφο. Υποχρέωση προκαταβολής του ίδιου ποσοστού της αμοιβής έχει και κάθε άλλο μέρος, εφ' όσον με αίτημά του διευρύνεται το αντικείμενο της διαιτησίας. Το ποσό της προκαταβολής σε κάθε περίπτωση προσδιορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο με πράξη που καταχωρίζεται στην αίτηση ή στα πρακτικά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή για λόγους επιείκειας η προκαταβολή μπορεί, με την ίδια πράξη, να περιοριστεί σε ποσό μικρότερο από αυτό που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, όχι όμως κάτω από το ένα τρίτο του ποσού της αμοιβής. 2.Το ύψος της συνολικής αμοιβής διαιτητών και επιδιαιτητών υπολογίζεται σε ποσοστό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς με βάση τον ακόλουθο πίνακα: Για το τμήμα αξίας έως 500.000 δρχ. 6 % Για το τμήμα αξίας 500.001 έως 2.000.000 δρχ. 5 % Για το τμήμα αξίας 2.000.001 έως 5.000.000 δρχ. 4% Για το τμήμα αξίας 5.000.001 έως 10.000.000 δρχ. 3% Για το τμήμα αξίας 10.000.001 έως 50.000.000 δρχ. 2% Για το τμήμα αξίας 50.000.001 και άνω 1 %. Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, η αμοιβή προσδιορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο κατά εύλογη κρίση. «Αν ο επιδιαιτητής είναι δικαστικός λειτουργός, η αμοιβή του ρυθμίζεται από το άρθρ. 882Α και οι διαιτητές λαμβάνουν συνολικώς τα δύο τρίτα της κατά την παρούσα παράγραφο αμοιβής. Το ποσό της αμοιβής κατά διαιτητή ή επιδιαιτητή που δεν έχει την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15.000.000 εκτός αν η διαιτησία είναι διεθνής». Το τελευταίο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω, από την παρ. 3 άρθρ. 17 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α' 173, (τόμ. 8, σελ. 84,257). 3.Με τη διαιτητική απόφαση γίνεται ο τελικός καθορισμός της αμοιβής και των εξόδων της διαιτησίας στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα. Σελ. 114(δ) Τεύχος 1212-Σελ. 32 4.Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως σε πολύ απλές υποθέσεις ή για λόγους επιείκειας, οι διαιτητές μπορούν να περιορίσουν την αμοιβή τους έως το μισό. Με τη διαιτητική απόφαση κατανέμεται η συνολική αμοιβή μεταξύ διαιτητών και επιδιαιτητή. Αν τα μέρη αποφασίζουν τη ματαίωση της διαιτησίας, οφείλουν να το γνωστοποιήσουν εγγράφως στους διαιτητές, οι οποίοι στην περίπτωση αυτήν καθορίζουν τα έξοδα και αμοιβή μειωμένη, ανάλογη με την εργασία που είχε γίνει έως την ημέρα της ματαίωσης της διαιτησίας. 5.Η διαιτητική απόφαση ορίζει και το μέρος που θα επιβαρυνθεί με την αμοιβή και τα έξοδα, κατ' ανάλογη εφαρμογή των άρθρ. 176 έως 180, 183 έως 185 και 188. «Σε κάθε περίπτωση η διαιτητική απόφαση μπορεί να ορίζει ότι τα μέρη είναι υπόχρεα εις ολόκληρο για την καταβολή της αμοιβής και των εξόδων, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρ. 480 επ. του Αστικού Κώδικα». Το μέσα στα « » τελευταίο εδάφιο της άνω παρ. 5 προστέθηκε από την παρ. 14 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ.8, σελ. 84,243. 6.Κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να προσφύγει εναντίον της διάταξης της διαιτητικής απόφασης που καθορίζει το ύψος της αμοιβής των διαιτητών και τα έξοδα ή να ζητήσει τον καθορισμό τους, αν δεν έχουν οριστεί. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε τρεις μήνες από την κατά το άρθρ. 893 παρ.2 κατάθεση της απόφασης και εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των άρθρ. 678 έως 681. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας «7.Στους διαιτητές και στον επιδιαιτητή, εάν δεν έχει ιδιότητα δικαστικού λειτουργού, καταβάλλεται ποσοστό ίσο με το 80% της αμοιβής τους. Το υπόλοιπο 20% καταβάλλεται συγχρόνως στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή του κατά το προηγούμενο εδάφιο ποσοστού είναι προϋπόθεση για την κατά το άρθρ. 893 κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως και την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως». Ο περιορισμός της αμοιβής των διαιτητών ή επιδιαιτητών, δεν ισχύει σε διεθνείς διαιτησίες». Τα δύο πρώτα εδάφια αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ. 4 άρθρ. 17 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α' 173, (τόμ. 8 σελ. 84,255). Η παρ. 7 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 18 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88) τόμ. 8 σελ. 84,243. Το άρθρ. 882 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 2 Νόμ. 1816/11-15 Νοεμ. 1988 (ΦΕΚ Α' 251), κατωτ. αριθ. 20. «Άρθρ.882Α.-1.Η αμοιβή δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού ως μοναδικού διαιτητή ή ως επιδιαιτητή, κατανεμόμενη κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% επί της μέχρι 2.000.000 δραχμών αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τα Άρθρον 91 (92 α.ν. 44/67) 1.Ο έχων έννομον συμφέρον δικαιούται να ανακοινώση εις τρίτους την δίκην μέχρι της εκδόσεως οριστικής επί της ουσίας αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. (Αντί για τη σελ. 17(β) Σελ. 17(γ) Τεύχος 1257 – Σελ. 65 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 2.Η ανακοίνωσις γίνεται δια δικογράφου αναφέροντος και την αιτίαν δι' ην η ανακοίνωσις, ως και την στάσιν εις ην ευρίσκεται η δίκη, ασκείται κατά τας περί αγωγής διατάξεις και κοινοποιείται εις τον τρίτον. 3.Η ανακοίνωσις δεν παρέχει εις τον ανακοινούντα το δικαίωμα να ζητήση αναβολήν της δίκης ή παράτασιν των προθεσμιών αυτής. άρθρ. 8 έως 11, τα 4% επί του επιπλέον και μέχρι 5.000.000 δραχμών τμήματος της αξίας αυτής, το 3% επί του περαιτέρω και μέχρι 10.000.000 δραχμών τμήματος αυτής, το 2% επί του επιπλέον και μέχρι 50.000.000 δραχμών τμήματος αυτής και το 1% επί του περαιτέρω τμήματος της αξίας, ούτε μπορεί να είναι ανώτερη των 15.000.000 δραχμών και επί διεθνών διαιτησιών των 20.000.000 δραχμών. Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, η αμοιβή του δικαστικού λειτουργού καθορίζεται από αυτόν, όχι όμως άνω του ορίου των 10.000.000 δραχμών. Στην περίπτωση αυτή, καθώς και όταν ο καθορισμός της αμοιβής στηρίζεται σε αποτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς από το διαιτητή ή επιδιαιτητή, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 6 του προηγούμενου άρθρ. 882. Το ποσό της αμοιβής διπλασιάζεται αν ο δικαστικός λειτουργός έχει βαθμό προέδρου εφετών, εφέτη, εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα εφετών, Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τριπλασιάζεται αν έχει βαθμό Αρεοπαγίτη ή Συμβούλου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άνω, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα 15.000.000 δραχμές και προκειμένου περί διεθνών διαιτησιών τα 20.000.0000 δραχμές. 2."Από το ποσό της αμοιβής ο δικαστικός λειτουργός λαμβάνει ποσοστό 35%, 25% καταβάλλεται συγχρόνως σε ειδικό λογαριασμό του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), το δε υπόλοιπο 40% κατατίθεται σε έντοκο λογαριασμό και περιέχεται σε κοινό ταμείο που τηρείται από τον οικείο πρόεδρο ή εισαγγελέα, ο οποίος τον Ιανουάριο κάθε τρίτου έτους κατανέμει το σύνολο των ποσών και των τόκων των δύο προηγούμενων ετών στους δικαστές ή τους εισαγγελείς που υπηρέτησαν στο δικαστήριο ή την εισαγγελία κατά τα εν λόγω δύο προηγούμενα έτη, ανάλογα με τη διάρκεια της υπηρεσίας τους κατά τη διετία αυτή." Το μέσα σε «» πρώτο εδάφιο της παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.12 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192),κατωτ.αριθ.33. Εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή των κατά το προηγούμενο εδάφιο ποσοστών είναι προϋπόθεση για την κατά το άρθρ. 893 κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως και την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως. Στην κατά την παρούσα παράγραφο διανομή μετέχουν και όσοι δεν έχουν συμπληρώσει την κατά το άρθρ. 871Α, παρ. 2, εδάφ. β', πενταετία. Η πρώτη κατανομή μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος θα γίνει τον Ιανουάριο του 1998. "Αντί της κατανομής το ποσοστό του 40% μπορεί, με απόφαση της Ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, να διατίθεται, εν όλω ή εν μέρει, για σκοπούς συνδεόμενους με τη λειτουργία του δικαστηρίου ή για την αρωγή αναξιοπαθούντων δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων." Το μέσα σε «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.2 άρθρ.12 Νόμ.3043/21-21 Αυγ.2002 (ΦΕΚ Α΄192),κατωτ.αριθ.33. 3.Οι διατάξεις των παρ. 1, 3, 4, 5 και 7 εδάφ. 3 του προηγούμενου άρθρ. 882, εκτός από τη διάταξη του εδάφ. β' της παρ. 4, εφαρμόζονται αναλόγως και στη διαιτητική αμοιβή δικαστικών λειτουργών». Το άρθρ. 882Α, προστέθηκε από την παρ. 5 άρθρ. 17 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α' 173, (τόμ. 8 σελ. 84,255). Σύμφωνα δε με την παρ. 2 άρθρ. 18 άνω Νόμ. 2331/1995, οι διατάξεις του άρθρ. 882Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προστίθεται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και στις διαιτησίες που διεξάγονται ήδη με συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, εκτός αν η αμοιβή έχει εξοφληθεί έως την 5η Μαΐου 1995. Αν η αμοιβή έχει εν (Αντί για τη σελ.114,01(α) Σελ. 114,01(β) Τεύχος 1352 Σελ. 93 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 μέρει μόνο καταβληθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ο δικαστικός λειτουργός, που διεξάγει τη διαιτησία, δικαιούται προσωπικά το υπόλοιπο της αμοιβής, εφόσον με την καταβολή του η συνολική αμοιβή δεν θα υπερβαίνει τα 15.000.000 δραχμές και επί διεθνούς διαιτησίας τα 20.000.000 δραχμές. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Άρθρον 883 (944 α.ν. 44/67) 1.Οι συνομολογήσαντες την συμφωνίαν περί διαιτησίας δύνανται από κοινού να ανακαλέσουν τους διαιτητάς, ως και τον επιδιαιτητήν. 2.Οι διαιτηταί και ο επιδιαιτητής δύνανται να προτείνουν την εξαίρεσίν των ή να εξαιρεθούν υπό των συνομολογησάντων την συμφωνίαν περί διαιτησίας δια τους εν άρθρω 52 § 1 λόγους, ως και εάν δεν δύνανται να είναι διαιτηταί κατά το άρθρον 871 § 2. Εάν ωρίσθησαν υπό τινος των συνομολογησάντων την συμφωνίαν μερών, η εξαίρεσις δύναται να ζητηθή μόνον δια λόγους οι οποίοι επήλθον ή εγένοντο γνωστοί εις τον ζητούντα την εξαίρεσιν μετά τον ορισμόν του διαιτητού ή του επιδιαιτητού. Περί της εξαιρέσεως αποφαίνεται το κατά το άρθρον 878 § 1 αρμόδιον δικαστήριον, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 58 έως 60. Η απόφασις δεν υπόκειται εις ένδικα μέσα και μέχρις εκδόσεώς της αναβάλλεται η εκδίκασις της υποθέσεως υπό των διαιτητών. Άρθρον 884 (945 α.ν.44/67) Εάν βραδύνη η διεξαγωγή της διαιτησίας ή η έκδοσις της διαιτητικής αποφάσεως και δεν ορίζεται δια της συμφωνίας περί διαιτησίας προθεσμία εκδόσεώς της, το κατά το άρθρον 878 § 1 αρμόδιον δικαστήριον τη αιτήσει τινός των συνομολογησάντων την συμφωνίαν περί διαιτησίας τάσσει εύλογον προθεσμίαν προς τούτο. Η αίτησις δικάζεται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 741 επ., η δε απόφασις δεν υπόκειται εις ένδικα μέσα. Άρθρον 885 (946 α.ν. 44/67) Η ισχύς της συμφωνίας περί διαιτησίας παύει, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως δι' αυτής, 1)εάν οι δια της συμφωνίας ή μετά ταύτα από κοινού υπό των συνομολογησάντων αυτήν ορισθέντες διαιτηταί ή ο επιδαιτητής αποβιώσουν ή δεν αποδεχθούν τον ορισμόν των και δεν έχουν ορισθή αντικαταστάται ή ο τρόπος αντικαταστάσεως αυτών, 2)εάν παρέλθη η δια της συμφωνίας οριζομένη προθεσμία ισχύος αυτής ή εκδόσεως της διαιτητικής αποφάσεως ή η κατά το άρθρον 884 τασσομένη προθεσμία, 3)εάν οι συνομολογήσαντες την συμφωνίαν συνομολογήσουν εγγράφως την κατάργησιν αυτής. Σελ.114,02(β) Τεύχος 1352 Σελ. 94 Άρθρον 886 (947 α.ν. 44/67) 1.Η διαδικασία διεξάγεται ενώπιον των διαιτητών και του επιδιαιτητού ενεργούντων από κοινού. Οι διαιτηταί ούτοι ορίζουν κατ' ελευθέραν κρίσιν τον τόπον και τον χρόνον διεξαγωγής της διαιτησίας και την διαιτητικήν διαδικασίαν, πλην αν άλλως ορίζεται δια της συμφωνίας περί διαιτησίας. 2.Κατά την διαιτητικήν διαδικασίαν τα μέρη έχουν τα αυτά δικαιώματα και τας αυτάς υποχρεώσεις, τηρούμενης της αρχής της ισότητος, πρέπει δε να καλούνται όπως παραστούν κατά τας συζητήσεις, αναπτύξουν, κατά την κρίσιν των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς των και προσαγάγουν τας αποδείξεις των. 3.Ο επιδιαιτητής διευθύνει την συζήτησιν. Η παράστασις μετά ή δια δικηγόρου δεν δύναται να αποκλεισθή Άρθρον 887 (948 α.ν. 44/67) 1.Εάν δεν ορίζεται άλλως δια της συμφωνίας περί διαιτησίας, η υπόθεσις δικάζεται και εάν τα μέρη ή έν εξ αυτών δεν προσέλθουν ή δεν αναπτύξουν τους ισχυρισμούς των ή δεν προσαγάγουν τας αποδείξεις των. 2.Οι διαιτηταί, εάν δεν ορίζεται άλλως υπό της συμφωνίας περί διαιτησίας, αποφαίνονται περί της δικαιοδοσίας αυτών και εξετάζουν τα παρεμπίπτοντα ζητήματα. Άρθρον 888 (949 α.ν.44/67, 61.2 ν.δ. 958/71) 1.Μάρτυρες και πραγματογνώμονες δύνανται να εξετασθούν ανωμοτί ή ενόρκως. Οι διαιτηταί δεν δύνανται να επιβάλουν ποινάς ή να διατάξουν την λήψιν αναγκαστικών μέτρων δια την διεξαγωγήν αποδείξεων, πλην αν διαιτητής είναι δικαστήριον. Τοιαύτα μέτρα διατάσσονται αιτήσει των διαιτητών υπό του ειρηνοδικείου το οποίον αποφασίζει αν είναι νόμιμος ή λήψις αυτών. Οι συνομολογήσαντες την συμφωνίαν περί διαιτησίας δύνανται να εξετασθούν κατά τας διατάξεις των άρθρων 415 έως 420. 2.Η ενέργεια κατ' ιδίαν διαδικαστικών πράξεων δύναται να ανατεθή είς τινα των διαιτητών. 3.Οι διαιτηταί δύνανται να ζητήσουν την διεξαγωγήν αποδείξεων υπό του ειρηνοδικείου εις την περιφέρειαν του οποίου πρόκειται να διεξαχθή ή απόδειξις. Τούτο αποφασίζει αν είναι νόμιμος η διεξαγωγή της αποδείξεως και έχει πάσας τας εξουσίας δικαστηρίου διατάσσοντος απόδειξιν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 889 (950 α.ν. 44/67, 61.3 ν.δ. 958/71) 1.Οι διαιτηταί δεν δύνανται να διατάσσουν, μεταρρυθμίζουν ή ανακαλούν ασφαλιστικά μέτρα. 2.Εάν διετάχθη ασφαλιστικόν μέτρον υπό του αρμοδίου δικαστηρίου, και ωρίσθη προθεσμία ασκήσεως αγωγής ή συντρέχη περίπτωσις εφαρμογής των άρθρων 715 § 5 και 729 § 5, ο αιτών υποχρεούται να προκαλέση την εντός της προβλεπομένης προθεσμίας έναρξιν της διαιτητικής διαδικασίας. Αι διατάξεις των άρθρων 693 § 2, 715 § 5 εδάφιον δεύτερον και 729 § 5 εδάφιον δεύτερον εφαρμόζονται και εν προκειμένω. Άρθρον 92 (93 α.ν. 44/67) Ο τρίτος προς τον οποίον εγένετο η ανακοίνωσις δικαιούται να μετάσχη της δίκης κατά τας περί παρεμβάσεως διατάξεις. Εάν ο προς ον η ανακοίνωσης δεν μετάσχη της δίκης και η ανακοίνωσης εγένετο προ της πρώτης επ' ακροατηρίου συζητήσεως, στερείται του δικαιώματος της τριτανακοπής κατά της εκδοθησομένης αποφάσεως. Άρθρον 890 (951 α.ν. 44/67) 1.Εάν δεν ορίζεται άλλως υπό της συμφωνίας περί διαιτησίας, οι διαιτηταί εφαρμόζουν τας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2.Δια της συμφωνίας περί διαιτησίας δεν δύναται να αποκλεισθή η εφαρμογή διατάξεων δημοσίας τάξεως. Άρθρον 891 (952 α.ν. 44/67) Εάν οι διαιτηταί είναι πλείονες και δια της συμφωνίας περί διαιτησίας δεν ορίζεται άλλως, αποφασίζουν πάντες από κοινού μετά του επιδιαιτητού κατά πλειονοψηφίαν. Εάν δεν σχηματισθή πλειονοψηφία, υπερισχύει η γνώμη του επιδιαιτητού. Άρθρον 892 (953 α.ν. 44/67) 1.Η διαιτητική απόφασις πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ιδιοχείρως υπό των διαιτητών. Εάν τις των διαιτητών αρνείται ή κωλύεται να υπογράψη, πρέπει εν τω εγγράφω της αποφάσεως να βεβαιούται τούτο, ως και ότι ο αρνούμενος ή κωλυόμενος μετέσχε της διαιτητικής διαδικασίας και της διασκέψεως, να υπογράφεται δε υπό της πλειονοψηφίας των διαιτητών. Εις την δευτέραν περίπτωσιν του άρθρου 891 αρκεί η υπογραφή υπό του επιδιαιτητού. Δια της συμφωνίας περί διαιτησίας δύναται να ορισθή ότι η διαιτητική απόφασις υπογράφεται ιδιοχείρως μόνον υπό του επιδιαιτητού ή υπό τούτου καί τινος των διαιτητών. 2.Η διαιτητική απόφασις πρέπει να αναφέρη α)το ονοματεπώνυμον του επιδιαιτητού και των διαιτητών, β)τον τόπον και τον χρόνον της εκδόσεώς της, γ)τα ονοματεπώνυμα των μετασχόντων της διαιτητικής διαδικασίας, γ)την συμφωνίαν περί διαιτησίας βάσει της οποίας εξεδόθη, ε)το αιτιολογικόν και στ)το διατακτικόν. Δια της συμφωνίας περί διαιτησίας δύναται να ορισθή ότι η διαιτητική απόφασις αρκεί να αναφέρη την συμφωνίαν περί διαιτησίας και το διατακτικόν. Άρθρον 893 (954 α.ν. 44/67) 1.Η διαιτητική απόφασις τελειούται αφ' ης υπογραφή κατά το άρθρον 892. 2.Ο διαιτητής ή επί πλειόνων διαιτητών ο επιδιαιτητής ή κατόπιν εντολής αυτού τις των διαιτητών, υποχρεούται, εάν δεν ορίζεται άλλως υπό της συμφωνίας περί διαιτησίας, να καταθέση το πρωτότυπον της διαιτητικής αποφάσεως εις την γραμματείαν του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφερείας εις την οποίαν εξεδόθη και να εγχειρίση αντίγραφα αυτής εις τους συνομολογήσαντας την συμφωνίαν περί διαιτησίας. Άρθρον 894 (955 α.ν.44/67, 61.4 ν.δ. 958/71) Τη αιτήσει τινός των συνομολογησάντων την συμφωνίαν, κοινοποιουμένη προς τους λοιπούς και προς τους διαιτητάς, δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 315 και 316, να γίνη διόρθωσις ή ερμηνεία της διαιτητικής αποφάσεως υπό των εκδωσάντων αυτήν. Το άρθρον 320 εφαρμόζεται και εν προκειμένω. Άρθρον 895 (956 α.ν. 44/67) 1.Η διαιτητική απόφασις δεν υπόκειται εις ένδικα μέσα. 2.Δια της συμφωνίας περί διαιτησίας δύναται να επιτραπή προσφυγή κατά της διαιτητικής αποφάσεως ενώπιον άλλων διαιτητών, οριζομένων συγχρόνως των προϋποθέσεων, της προθεσμίας και της διαδικασίας της ασκήσεως και εκδικάσεως αυτής. Άρθρον 896 (957 α.ν. 44/67) Η διαιτητική απόφασις, εάν δια της συμφωνίας περί διαιτησίας δεν ορίζεται προσφυγή κατά το άρθρον 895 § 2 ή παρήλθεν η ορισθείσα δια την προσφυγήν προθεσμία, αποτελεί δεδικασμένον, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 327, 328 έως 330, 332 έως 334. Άρθρον 897 (958 α.ν. 44/67) Η διαιτητική απόφασις δύναται να ακυρωθή εν όλω ή εν μέρει μόνον δια δικαστικής αποφάσεως δια τους επομένους λόγους 1)εάν η συμφωνία περί διαιτησίας είναι άκυρος, 2)εάν εξεδόθη μετά την παύσιν της ισχύος της συμφωνίας περί διαιτησίας, 3)εάν οι εκδώσαντες αυτήν ωρίσθησαν κατά παράβασιν των όρων της συμφωνίας περί διαιτησίας ή των διατάξεων του νόμου ή ανεκλήθησαν υπό των μερών ή απεφάνθησαν καίτοι εγένετο δεκτή αίτησις εξαιρέσεως αυτών, 4)εάν οι εκδώσαντες αυτήν ενήργησαν καθ' υπέρβασιν της υπό της συμφωνίας περί διαιτησίας ή της υπό του νόμου παρεχομένης εις αυτούς εξουσίας, 5)εάν παρεβιάσθησαν αι διατάξεις των άρθρων 886 § 2, 891, 892, 6)εάν αντίκειται εις διατάξεις δημοσίας τάξεως ή εις τα χρηστά ήθη, 7)εάν είναι ακατάληπτος ή περιέχη αντιφατικάς διατάξεις, 8)εάν συντρέχη λόγος αναψηλαφήσεως κατά το άρθρον 544. (Αντί για τη σελ. 115(β) Σελ.115(γ) Τεύχος 1182-Σελ. 77 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 «Άρθρον 898 (959 α.ν. 44/67) Αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής ακύρωσης είναι το εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Η αγωγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρ. 670 έως 673, 675 και 676. Αίτηση αναίρεσης προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τρεις μήνες από την επίσπευση του προσδιορισμού». Το άρθρ. 898 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 3 Νόμ. 1816/11-15 Νοεμ. 1988 (ΦΕΚ Α' 251), κατωτ. αριθ. 20. Άρθρον 899 (960 α.ν. 44/67) 1.Την ακύρωσιν της διαιτητικής αποφάσεως δικαιούνται να ζητήσουν οι συνομολογήσαντες την συμφωνίαν περί διαιτησίας και πας έχων έννομον συμφέρον. Η αγωγή απευθύνεται κατά πάντων των συνομολογησάντων την συμφωνίαν διαιτησίας. 2.Η αγωγή ακυρώσεως της διαιτητικής αποφάσεως δια τους εν άρθρω 897 αριθ. 1 έως 7 λόγους ασκείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από της κοινοποιήσεως αυτής, άλλως είναι απαράδεκτος. Επί αγωγής ακυρώσεως δια τους εν άρθρω 897 αριθ. 8 λόγους εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 545. 3.Η άσκηση της αγωγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Εφόσον η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, κατά τη διαδικασία των άρθρ. 686 επ., να χορηγήσει αναστολή, με ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση κάποιου λόγου ακύρωσης». Η παρ. 3 προστέθηκε από την παρ. 15 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. Άρθρο 900 (961 α.ν.44/67) Είναι άκυρος η παραίτησις από του δικαιώματος της ασκήσεως αγωγής ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως προ της εκδόσεως αυτής. Άρθρον 93 (94 α.ν. 44/67) Εάν παρέμβη εις την δίκην τρίτος αντιποιούμενος επίδικον απαίτησιν έχουσαν αντικείμενο δεκτικόν καταθέσεως, ο δε εναγόμενος προβή εις δημοσίαν κατάθεσιν του αντικειμένου της απαιτήσεως, παραιτούμενος του δικαιώματος της αναλήψεως, το δικαστήριον τη αιτήσει του θέτει αυτόν εκτός της δίκης. Άρθρον 901 (962 α.ν. 44/67) 1.Δύναται να επιδιωχθή δι' αγωγής ή ενστάσεως η αναγνώρισις της ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως μόνον εις τας ακολούθους περιπτώσεις α)εάν δεν συνωμολογήθη συμφωνία περί διαιτησίας, β)εάν η απόφασις εξεδόθη επί αντικειμένου μη δεκτικού υπαγωγής εις διαιτησίαν, γ)εάν η απόφασις εξεδόθη επί διαιτητικής δίκης διεξαχθείσης κατ' ανυπάρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου. Σελ. 116(γ) Τεύχος 1182-Σελ. 78 «2.Η αγωγή στην παρ. 1 υπάγεται στο εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Η αγωγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρ. 670 έως 673, 675 και 676. Αίτηση αναίρεσης προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τρεις μήνες από την επίσπευση του προσδιορισμού». Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ. 3 Νόμ. 1816/11-15 Νοεμ. 1988 (ΦΕΚ Α' 251), κατωτ. αριθ. 20. «3.Η άσκηση της αγωγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Εφόσον η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί κατά τη διαδικασία των άρθρ. 686 επ., να χορηγήσει αναστολή με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση κάποιου λόγου ανυπαρξίας». Η παρ. 3 προστέθηκε από την παρ. 16 άρθρ. 9 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 902 (963 α.ν. 44/67) 1.Εις τα επιμελητήρια, τα χρηματιστήρια αξιών και εμπορευμάτων και τας επαγγελματικάς ενώσεις προσώπων αι οποίαι αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δύνανται κατόπιν προηγουμένης γνωμοδοτήσεως του διοικητικού συμβουλίου αυτών να οργανώνται μόνιμοι διαιτησίαι δια β. διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης και του Υπουργού υπό την εποπτείαν του οποίου τελούν το επιμελητήριον, το χρηματιστήριον ή η ένωσις. 2.Δια των κατά την § 1 β. διαταγμάτων ορίζονται αι διαφοραί αι οποίαι δύνανται να υπαχθούν εις την διαιτησίαν εκάστου επιμελητηρίου, χρηματιστηρίου ή ενώσεως, ως και αι λεπτομέρειαι οργανώσεως της διαιτησίας. Επί των διαιτησιών τούτων εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρων 867 έως 900, δύναται δε κατ' απόκλισιν αυτών να ορίζεται υπό των αυτών β. διαταγμάτων α)αντί του μονομελούς πρωτοδικείου ο πρόεδρος ή το διοικητικό συμβούλιον ή επιτροπή εκ συμβούλων του επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου ή της ενώσεως ίνα αποφαίνωνται εις τας περιπτώσεις των άρθρων 878, 880 § 2 και 884, β)υποχρέωσις εκλογής των διαιτητών και του επιδιαιτητού εκ καταλόγου διαιτητών συντασσομένου καθ' ωρισμένα χρονικά διαστήματα υπό του επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου ή της ενώσεως, γ)η διαιτητική διαδικασία, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 886 § 2, δ)το εφαρμοστέον υπό του επιδιαιτητού και των διαιτητών ουσιαστικόν δίκαιον, ε)τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχη η διαιτητική απόφασις, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 892 § 2. Άρθρον 903 (964 α.ν. 44/67, 61.5 ν.δ. 958/71) Επιφυλλασσομένων των υπό διεθνών συμβάσεων οριζομένων, αλλοδαπή διαιτητική απόφασις αποτελεί δεδικασμένον, άνευ άλλης διαδικασίας, εφ' όσον συντρέχουν αι επόμεναι προϋποθέσεις 1)εάν η συμφωνία περί διαιτησίας βάσει της οποίας εξεδόθη είναι έγκυρος κατά το διέπον αυτήν δίκαιον, 2)εάν το αντικείμενον της διαιτητικής αποφάσεως δύναται να καταστή αντικείμενον συμφωνίας περί διαιτησίας κατά το ημεδαπόν δίκαιον, 3)εάν η απόφασις δεν υπόκειται εις ένδικα μέσα ή προσφυγήν ή δεν εκκρεμή διαδικασία αμφισβητήσεως του κύρους αυτής, 4)εάν ο ηττηθείς διάδικος δεν εστερήθη κατά την διαιτητικήν διαδικασίαν του δικαιώματος της υπερασπίσεως, 5)εάν η απόφασις δεν αντίκειται εις απόφασιν ημεδαπού δικαστηρίου εκδοθείσαν επί της αυτής υποθέσεως και αποτελούσαν δεδικασμένον έναντι των διαδίκων μεταξύ των οποίων εξεδόθη η αλλοδαπή διαιτητική απόφασις, 6)εάν η απόφασις δεν αντίκειται εις την δημοσίαν τάξιν ή εις τα χρηστά ήθη. Μετά τη σελ. 116(8) Σελ. 116,01 Τεύχος 1182-Σελ. 79 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΒΙΒΛΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' Γεναικαί διατάξεις. Άρθρον 904 (965 α.ν. 44/67, 62.1 ν.δ. 958/71) 1.Αναγκαστική εκτέλεσις δύναται να γίνη μόνον επί τη βάσει τίτλου εκτελεστού. 2.Εκτελεστοί τίτλοι είναι α)οι τελεσίδικοι, ως και αι κηρυχθείσαι προσωρινώς εκτελεσταί αποφάσεις παντός ημεδαπού δικαστηρίου, β)αι διαιτητικαί αποφάσεις, γ)τα περιέχοντα συμβιβασμόν ή προσδιορισμόν δικαστικών εξόδων πρακτικά ημεδαπών δικαστηρίων, δ)τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, ε)οι παρ' ημεδαπών δικαστών εκδιδόμεναι διαταγαί πληρωμής «και απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου». Οι μέσα σε « » λέξεις, στο εδάφ. ε', προστέθηκαν από την παρ. 14 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α' 67, κατωτ. αριθ. 28. στ)οι αλλοδαποί τίτλοι οι κηρυχθέντες εκτελεστοί, ζ)αι διαταγαί και πράξεις αι αναγνωριζόμεναι υπό του νόμου ως τίτλοι εκτελεστοί. Άρθρον 905 (966 α.ν. 44/67, 62.2 ν.δ. 958/71) 1.Επιφυλασσομένων των υπό διεθνών συμβάσεων οριζομένων, αναγκαστική εκτέλεσις εν Ελλάδι δύναται να γίνη επί τη βάσει αλλοδαπού τίτλου αφ' ης ούτος κηρυχθή εκτελεστός δι' αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφερείας όπου η κατοικία και εν ελλείψει αυτής η διαμονή του οφειλέτου, εν ελλείψει δε και ταύτης, του μονομελούς πρωτοδικείου της πρωτευούσης του Κράτους. Το μονομελές πρωτοδικείο δικάζει κατά την διαδικασίαν των άρθρων 740 έως 781. 2.Το μονομελές πρωτοδικείον κηρύσσει εκτελεστόν τον αλλοδαπόν τίτλον εφ' όσον είναι ούτος εκτελεστός κατά το δίκαιον του τόπου της εκδόσεως αυτού και δεν αντίκειται εις τα χρηστά ήθη ή την δημοσίαν τάξιν. 3.Εάν ο αλλοδαπός τίτλος είναι δικαστική απόφασις, δια την κήρυξιν αυτού εκτελεστού πρέπει να συντρέχουν και οι εν άρθρω 323 αριθ. 2 έως 5 όροι. 4.Αι διατάξεις των § § 1 έως 3 εφαρμόζονται και δια την αναγνώρισιν δεδικασμένου εξ αποφάσεως αλλοδαπού δικαστηρίου, αφορώσης την προσωπικήν κατάστασιν. Άρθρον 906 (967 α.ν. 44/67) Αι αλλοδαπαί διαιτητικαί αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεσταί κατά την § 1 του άρθρου 905 εάν συντρέχουν αι προϋποθέσεις του άρθρου 903. Άρθρον 907 (968 α.ν. 44/67) Η προσωρινή εκτέλεσις οριστικής αποφάσεως διατάσσεται υπό του δικαστηρίου τη αιτήσει του νικώντος διαδίκου. Άρθρον 908 (969 α.ν. 44/67) 1.Το δικαστήριον δύναται να κηρύξη την απόφασιν προσωρινώς εκτελεστήν εν όλω ή εν μέρει κατά πάσαν περίπτωσιν καθ' ην κατά την κρίσιν αυτού συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι ή η επιβράδυνσις της εκτελέσεως δύναται να επιφέρη σημαντικήν ζημίαν εις τον νικώντα διάδικον. Ιδία δύναται να διαταχθή προσωρινή εκτέλεσις α)εάν η απόφασις εστηρίχθη επί αναγνωρίσεως της απαιτήσεως ή επί δικαστικής ομολογίας ή επί δημοσίου ή ανεγνωρισμένου ιδιωτικού εγγράφου, β)εάν πρόκειται περί διατροφής εξ οιασδήποτε αιτίας, γ)εάν πρόκειται περί απαιτήσεων εκ δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, δ)εάν πρόκειται περί αποζημιώσεως εξ αδίκου πράξεως, ε)επί απαιτήσεων απορρεουσών εκ των εν άρθροις 668 ή 728 σχέσεων, στ)επί εμπορικών διαφορών, ζ)επί διαφορών περί νομής, η)επί απαιτήσεων εξ ανωνύμων τίτλων. 2.Εάν πιθανολογείται ότι η εκτέλεσις θα προξενήση ανεπανόρθωτον βλάβην εις τον ηττώμενον διάδικον, το δικαστήριον δύναται να μη κηρύξη την απόφασιν προσωρινώς εκτελεστήν. Άρθρον 909 (970 α.ν. 44/67) Προσωρινή εκτέλεσις δεν δύναται να διαταχθή 1)κατά του Δημοσίου, των δήμων και κοινοτήτων, 2)καθ’ οιουδήποτε διαδίκου ως προς τα δικαστικά έξοδα, 3)όταν κατά το ουσιαστικόν δίκαιον δια να επέλθουν αι έννομαι συνέπειαι της αποφάσεως απαιτείται να καταστή αύτη τελεσίδικος ή αμετάκλητος, 4)επί των εν άρθρω 618 διαφορών. ΄Αρθρον 910 (971 α.ν. 44/67) Το δικαστήριον υποχρεούται να κηρύξη την απόφασιν προσωρινώς εκτελεστήν 1)επί αποδόσεως μισθίου, 2)επί καθυστερήσεως μισθωμάτων, 3)επί απαιτήσεως εκ συναλλαγματικής, γραμματίου, εις διαταγήν ή τραπεζικής επιταγής, 4)επί απαιτήσεως διατροφής εξ οιασδήποτε αιτίας και επί απαιτήσεως εκ καθυστερουμένων μισθών, κατ' αμφοτέρας δε τας περιπτώσεις μόνον δια τον μετά την άσκησιν της αγωγής χρόνον και τρεις μήνας προ αυτής. Άρθρ.93α.-(Καταργήθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 3 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65, κατωτ. αριθ. 26, όπως το άρθρο αυτό είχε προστεθεί από την παρ. 3 άρθρ. 8 Νόμ. 2145/1993, ΦΕΚ Α' 88). Σελ. 18(γ) Τεύχος 1257 - Σελ. 66 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ' Πληρεξουσιότης. Άρθρον 911 (972 α.ν. 44/67) Εις τας περιπτώσεις του άρθρου 908 το δικαστήριον δύναται, τη αιτήσει του ηττωμένου διαδίκου, να εξαρτήση την προσωρινήν εκτέλεσιν της απόφάσεως εκ της υπό του νικώντος διαδίκου παροχής αναλόγου εγγυήσεως καθοριζομένης δια της αυτής αποφάσεως, εάν συντρέχουν προς τούτο σπουδαίοι λόγοι και ιδία εάν η οικονομική κατάστασις του νικώντος διαδίκου ή άλλοι λόγοι δημιουργούν τον κίνδυνον να μη είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων εις την προτέραν κατά(Αντί για τη σελ. 117(β) Σελ. 117(γ) Τεύχος 1257-Σελ. 117 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 10.Α.β.2 στασιν εν περιπτώσει μεταρρυθμίσεως ή εξαφανίσεως της αποφάσεως. Το δικαστήριον δύναται αντί της εγγυήσεως να διατάξη όπως το δια της εκτελέσεως ληφθεισόμενον χρηματικόν ποσόν ή πράγμα δεκτικόν καταθέσεως κατατεθή δημοσίως μέχρις εκδόσεως της τελεσιδίκου αποφάσεως. Άρθρον 912 (973 α.ν. 44/67, 62.3 α.ν. 958/71) 1.Ασκηθείσης εμπροθέσμως ανακοπής ή εφέσεως κατά της κηρυχθείσης κατά το άρθρον 908 ή 910 προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως, δύναται μέχρι της πρώτης επ' ακροατηρίου συζητήσεως της ανακοπής ή της εφέσεως, τη αιτήσει του ηττηθέντος διαδίκου, να διαταχθή η αναστολή της εκτελέσεως εν όλω ή εν μέρει μέχρι της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως είτε υπό τον όρον της παροχής της εγγυήσεως και οριζομένης δια της αποφαινομένης την αναστολήν αποφάσεως είτε άνευ παροχής εγγυήσεως «εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής ή της έφεσης». Η μέσα στα « » φράση της άνω παρ. 1 προστέθηκε από την παρ. 8 άρθρ. 10 Νόμ. 2145/28 - 28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α' 88), Τόμ. 8, σελ. 84,243. 2.Η κατά την § 1 αναστολή διατάσσεται υπό του εκδώσαντος την προσβαλλομένην απόφασιν δικαστηρίου. Η αίτησις συζητείται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 686 επ. Κατά την συζήτησιν κλητεύεται υποχρεωτικώς ο αντίδικος του αιτούντος. Άρθρον 913 (974 α.ν. 44/67, 62.4 ν.δ. 958/71) 1.Το δικάζον την ανακοπήν ή την έφεσιν του δικαστηρίου δύναται κατά πάσαν στάσιν της δίκης, αιτήσει του διαδίκου υποβαλλομένη μόνον δια του δικογράφου της ανακοπής ή της εφέσεως ή δια των προτάσεων, να κηρύξη κατά τας περιπτώσεις των άρθρων 908 και 910 την προσβαλλομένην απόφασιν προσωρινώς εκτελεστήν, να διατάξη τα εν άρθρω 911 οριζόμενα μέτρα, να αναστείλη την εκτέλεσιν κατά το άρθρον 912 ή να μεταρρυθμίση την κατά το αυτόν άρθρον απόφασιν. Αι διατάξεις του άρθρου 909 εφαρμόζονται και εν προκειμένω. 2.Αι κατά την § 1 αποφάσεις δύνανται να ανακαλώνται υπό του δικαστηρίου κατά πάσαν στάσιν της δίκης μέχρι της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως αυτεπαγγέλτως ή τη αιτήσει τινός των διαδίκων, υποβαλλομένη δια των προτάσεων και ουχί αυτοτελώς και, οσάκις δεν κατατίθενται τοιαύται, και δια προφορικής αιτήσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά. Σελ. 118(γ) Τεύχος 1257-Σελ. 118 Άρθρον 914 (975 α.ν. 44/67) Αποδεικνυομένης της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικαστήριον, δεχόμενον οριστικώς και κατ' ουσίαν την ανακοπήν ή την έφεσιν και απορρίπτον εν όλω ή εν μέρει την αγωγήν, την ανταγωγήν ή την κυρίαν παρέμβασιν, διατάσσει τη αιτήσει του καθ' ου η εκτέλεσις την επαναφοράν των πραγμάτων εις την προ της εκτελέσεως της εξαφανισθείσης ή μεταρρυθμισθείσης αποφάσεως κατάστασιν. Η αίτησις υποβάλλεται είτε δια των δικογράφων της ανακοπής ή της εφέσεως και των προσθέτων λόγων είτε δια των προτάσεων ή δι' ιδίου δικογράφου κοινοποιουμένου εις τον αντίδικον. Η εκτέλεσις της αποφάσεως πρέπει να προαποδεικνύεται. Άρθρον 915 (976 α.ν. 44/67) Αναγκαστική εκτέλεσις αφορώσα απαίτησιν υπό αναβλητικήν αίρεσιν ή προθεσμίαν δεν δύναται να γίνη προ της πληρώσεως της αιρέσεως ή της παρόδου της προθεσμίας. Η πλήρωσις της αιρέσεως, ως και η πάροδος της προθεσμίας εφ' όσον η λήξις αυτής δεν ευρίσκεται ημερολογιακώς, πρέπει να αποδεικνύεται δια δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου έχοντος αποδεικτικήν δύναμιν. Οσάκις δια της αποφάσεως ορίζεται ότι η εκτέλεσις εξαρτάται εκ της επελεύσεως γεγονότος, το γεγονός τούτο πρέπει να αποδεικνύεται δια δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου έχοντος αποδεικτικήν δύναμιν. Άρθρον 916 (977 α.ν. 44/67) Αναγκαστική εκτέλεσις δεν δύναται να γίνη εάν εκ του εκτελεστού τίτλου δεν προκύπτη το ποσόν και το ποιόν της παροχής. Άρθρον 917 (978 α.ν. 44/67, 62.5 ν.δ. 958/71) Οσάκις αντικείμενο της παροχής είναι αντικαταστατά πράγματα, δια την αναγκαστικήν δε εκτέλεσιν πρέπει να ορισθή η αξία αυτών εις χρήμα, ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της παροχής γίνεται δι' αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 670 έως 676. Εάν η παροχή επεδικάσθη δι' αποφάσεως του ειρηνοδικείου, ο προσδιορισμός της αξίας γίνεται υπό τούτου κατά την αυτήν διαδικασίαν. 10.Α.β.2 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Άρθρον 918 (979 α.ν. 44/67, 62.6 ν.δ. 958/71) «1.Αναγκαστικήν εκτέλεσις δύναται να γίνη μόνον επί τη βάσει αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου φέροντος τον εκτελεστήριον τύπον (απόγραφον). Ο εκτελεστήριος τίτλος συνίσταται εις την εν ονόματι του Ελληνικού Λαού έκδοσιν αυτού και την διαταγήν προς άπαντα τα αρμόδια όργανα όπως προβούν εις εκτέλεσιν του τίτλου». Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 1 του άρθρου 6 Νόμ. 172/1975 (τόμ. 6 Γα.100). Δια της παρ. 2 του αυτού άρθρ. 6 ωρίσθη ότι η εκτέλεσις δικαστικών εν γένει αποφάσεων, η διαταχθείσα από της ενάρξεως της ισχύος του νέου Συντάγματος μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος θεωρείται νομίμως διαταχθείσα είτε αύτη διετάχθη εν ονόματι του Προέδρου της Δημοκρατίας είτε εν ονόματι του Ελληνικού λαού. 2.Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται α)επί αποφάσεων, διαταγών πληρωμής ή άλλων διαταγών ημεδαπών δικαστηρίων υπό του εκδόσαντος την απόφασιν ή την διαταγήν δικαστού και επί αποφάσεως πολυμελούς δικαστηρίου υπό του προέδρου, β)επί πρακτικών ημεδαπών δικαστηρίων υπό του δικάσαντος και επί πολυμελούς δικαστηρίου υπό του προέδρου, γ)επί συμβολαιογραφικών εγγράφων υπό του συμβολαιογράφου, δ)επί διαιτητικών αποφάσεων υπό του δικαστού του μονομελούς πρωτοδικείου εις την γραμματείαν του οποίου αύται κατετέθησαν, ε)επί αλλοδαπών τίτλων, περιλαμβανομένων και των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, υπό του δικαστού του μονομελούς πρωτοδικείου του κηρύξαντος αυτούς εκτελεστούς. 3.΄Εν μόνον απόγραφον δίδεται εις έκαστον των εχόντων έννομον συμφέρον. Έτερον απόγραφον δύναται να δοθή εν περιπτώσει απώλειας του δοθέντος ή δι' άλλον σοβαρόν λόγον. 4.Απόγραφον δεν δίδεται εάν δεν δύναται να γίνη εκτέλεσις κατά τα άρθρα 915 έως 917. 5.Εάν ο αρμόδιος δια την έκδοσιν απογράφου αρνηθή να δώση αυτό, η έκδοσις δύναται να ζητηθή παρά του μονομελούς πρωτοδικείου εις την περιφέρειαν του οποίου εδρεύει ο αρμόδιος δια την έκδοσιν του απογράφου, εφαρμοζόμενης της διαδικασίας των άρθων 686 επ. 6.Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, οφείλει να χορηγή εις τον επισπεύδοντα επίσημα αντίγραφα του εκτελουμένου δικαιογράφου και των επιδοτηρίων της επιταγής, δι' ων ούτος δύναται να ενεργήση νέαν εκτέλεσιν κατά του οφειλέτου και κατά παντός άλλου υποχρέου, δια κατασχέσεως άλλης περιουσίας ή δια προσωπικής κρατήσεως, αν τοιαύτη έχη επαγγελθή. Άρθρον 919 (980 α.ν. 44/67) Η αναγκαστική εκτέλεσις γίνεται 1)επί των δικαστικών και των διαιτητικών αποφάσεων, υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένον και κατά των κτησαμένων την νομήν ή κατοχήν του επιδίκου πράγματος κατά την διάρκειαν της δίκης ή μετά το πέρας αυτής, 2)επί των λοιπών εκτελεστών τίτλων, υπέρ των εν αυτοίς αναφερομένων δικαιούχων και κατά των εις αυτούς αναφερομένων υπόχρεων υπέρ και κατά των εν άρθροις 325 έως 327 αναφερομένων προσώπων, ως και κατά των κτησαμένων την νομήν ή κατοχήν του πράγματος μετά την σύνταξιν του εγγράφου ή την έκδοσιν του τίτλου.
| 313 |
161. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ. Φ.448/10958/2748 της 15/19 Μαρτ. 1990 (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄ 300/8 Μαΐου 1990) Οδική μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων ψυγείων. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του Νόμ. 383/76 και ειδικότερα του δεύτερου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρ. 4 του Νόμ. 383/76, που ρυθμίζει τη διενέργεια εμπορευματικών μεταφορών με φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΦΕΚ 182/Α/20.7.1976). 2.Την αριθ. Α/41989/1855 από 20.1.1979 κανονιστική μας απόφαση, που απαγορεύει τη μετατροπή ή αντικατάσταση φορτηγών αυτοκινήτων ΔΧ οποιασδήποτε κατηγορίας με ψυγεία διεθνών μεταφορών (ΦΕΚ 99/Β/3.2.79). 3.Τις διατάξεις του Νόμ. 1757/88 (κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για ασφαλή εμπορευματοκιβώτια και άλλες διατάξεις ) (ΦΕΚ 37/Α/29.2.1988). (Αντί για τη σελ. 242, 8921) Σελ. 242,8921(α) Τεύχος 1103- Σελ. 31 Φορτηγά αυτοκίνητα 21.Ε.δ.157-161 4.Την από 1 Αυγ. 1988 ανακοίνωση του Υπουργέιου Εξωτερικών για τη θέση σε ισχύως προς τη χώρα μας της Διεθνούς Σύμβασης για ασφαλή εμπορευματοκιβώτια του 1972 ΦΕΚ 174/ Α/24.8.1988. 5.Ότι η ανάπτυξη των οδικών εμπορευματικών μεταφορών μας επιβάλλει τη διευκόλυνση διενέργειας εξελιγμένων μορφών μεταφοράς, όπως των εμπορευματοκιβωτίων, στο μέτρο όμως που αυτή δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στο έργο των ιδιοκτητών φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης διεθνών μεταφορών, το οποίο περιορίζουν οι ανεπαρκείς ποσοστώσεις αδειών διέλευσης του εδάφους ορισμένων βασικών για τις μεταφορές αυτές χωρών, όπως η Γιουγκοσλαβία και η Αυστρία. 6.Ότι με το πνεύμα αυτό συμφωνήθηκε, μεταξύ του Υπουργείου μας και των εκπροσώπων των ιδιοκτητών φορτηγών αυτοκινήτων ψυγείων Δ.Χ. διεθνών μεταφορών, να ρυθμιστεί το θέμα μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων ψυγείων για τη λυση της απεργίας τους. 7.Ότι επιβάλλεται η εφαρμογή συστηματικού αυστηρού ελέγχου των οδικών μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων ψυγείων για να μη καταστρατηγούνται οι διατάξεις της αριθ. Α/41989/1855 από 20.1.1979 κανονιστικής μας απόφασης, αποφασίζουμε: 1.Επιτρέπεται φορτηγά Δ.Χ. Διεθνών Μεταφορών κοινού φόρτου να μεταφέρουν πάνω στην πλατφόρμα τους ή στο ειδικά διαμορφωμένο πλαίσιό τους, «εμπορευματοκιβώτια με ψυκτικό μηχάνημα, από την Ελλάδα προς όλες τις βαλκανικές χώρες και αντίστροφα (από και προς TERMINAL), εφ’ όσον τα εμπορευματοκιβώτια αυτά πληρούν τις εξής προυποθέσεις: α)Είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αριθ. 1757/88 (ΦΕΚ 37/Α/29.2.88) με τον οποίο κυρώθηκε η «Διεθνής Σύμβαση για ασφαλή εμπορευματοκιβώτια» που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 2.12.1972, όπως αυτό έκτοτε ισχύει. β)Είναι εφοδιασμένα με πινακίδα έγκρισης ασφαλείας διαστάσεως τουλάχιστον 200ΜΜΧ100 ΜΜ μόνιμα τοποθετημένης σε εμφανές σημείο του εμπορευματοκιβωτίου και σε θέση που δεν φθείρεται εύκολα, στην οποία θα αναγράφονται τουλάχιστον στην Αγγλική ή Γαλλική γλώσσα οι ακόλουθες πληροφορίες, σύμφωνα με τον κανονισμό 1 και το προσάρτημα του κανονισμού 10 της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης του 1972 για ασφαλή εμπορευματοκιβώτια: Σελ. 242,8922(α) Τεύχος 1103-Σελ. 32 CSC SAFETY APROVAL (έγκριση Ασφαλείας). Χώρα και στοιχεία έγκρισης. Ημερομηνία (μήνας και χρόνος)κατασκευής. Αναγνωριστικός αριθμός της ταυτότητας του εμπορευματοκιβωτίου. Μέγιστο συνολικό βάρος λειτουργίας (κιλά ή λίμπρες). Επιτρεπόμενο βάρος στοιβασίας για 1, 8 G. Φορτίο δόκιμης εγκάρσιας καταπόνησης εις KG και LB». γ)Είναι εφοδιασμένα με κυρωμένο αντίγραφο έγκρισης τύπου ή έγκρισης μεμονωμένου νέου εμπορευματοκιβωτίου ή έγκρισης υπαρχόντων εμπορευματοκιβωτίων από την αρμόδια επίσημη Αρχή κράτους Μέλους της Δ. Σύμβασης της Γενεύης για ασφαλή εμπορευματοκιβώτια, βάσει των Κανονισμών του Παραρτήματος 1 της ανωτέρω Σύμβασης. 2.Για να διαπιστωθεί ότι ένα «εμπορευματοκιβώτιο με ψυκτικό μηχάνημα» πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1 της παρούσας ώστε να είναι επιτρεπτή η μεταφορά του με φορτηγά αυτοκίνητα Διεθνών Μεταφορών κοινού φόρτου θα πρέπει να ελέγχονται τα εξής: α)Αν το εμπορευματοκιβώτιο και το όχημα με το οποίο μεταφέρεται πληρούν τις βασικές προδιαγραφές της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης του 1972 για ασφαλή εμπορευματοκιβώτια που αναγράφονται παρακάτω: (α1)Το εμπορευματοκιβώτιο είναι είδος εξαρτήματος μεταφοράς μόνιμης κατασκευής, μεγάλης αντοχής, ικανό για πολλαπλή χρήση και κατάλληλα σχεδιασμένο για να διευκολύνει τη μεταφορά αγαθών με ένα ή περισσότερα μέσα μεταφοράς χωρίς ενδιάμεση επαναφόρτωση των αγαθών. Δηλαδή η αντοχή του είναι τέτοια ώστε να είναι δυνατή η φόρτωσή του σε διάφορα μεταφορικά μέσα καθώς και η εκφόρτωσή του από αυτά και η φόρτωσή του σε άλλα, γεμάτου με εμπορεύματα χωρίς να υπάρχει κίνδυνος για την ασφάλεια της κατασκευής του. (α2)Η φόρτωση και η εκφόρτωσή του σε όχημα είναι ευχερής δια γερανού ή κλαρκ χωρίς πρόσθετη πρόσδεση με τη βοήθεια ενσωματωμένων σ’ αυτά γωνιακών εξαρτισμών, δηλαδή ενισχυμένων ανοιγματων στην κορυφή ή στον πυθμένα του εμπορευματοκιβωτίου για τους σκοπούς χειρισμού, στοιβασίας και ενδεχομένως ασφαλείας. 21.Ε.δ.161 Φορτηγά αυτοκίνητα (α3)Η στερέωσή του επί του οχήματος γίνεται μέσω καταλλήλων κλείστρων (κλειδιών) προσαρμοσμένων στο πλαίσιο του οχήματος με αντίστοιχες υποδοχές επί των εμπορευματοκιβωτίων (ή αντίστροφα) και όχι με μόνιμο και σταθερό τρόπο ή με μπουλόνια όπως γίνεται με τους ψυκτικούς θαλάμους των αυτοκινήτων ψυγείων. Στο συνημμένο σχεδιάγραμμα εικονίζονται τυπικά σχέδια κλείστρων. (α4)Τα χρησιμοποιούμενα φορτηγά (ή επικαθήμενα ή ρυμουλκούμενα) είναι απλά πλαίσια συνήθως χωρίς πλατφόρμα (δάπεδο) και με ενσωματωμένα σ’ αυτά συμμετρικά 4 ή 8 κλείστρα. Τοποθέτηση επί του πλαισίου ψυκτικού μηχανήματος ή οποιωνδήποτε άλλων εγκαταστάσεων, που έχουν προορισμό την εξυπηρέτηση της λειτουργίας εμπορευματοκιβωτίων ψυγείων απαγορεύεται: β)Αν το εμπορευματοκιβώτιο είναι εφοδιασμένο με πινακίδα έγκρισης ασφαλείας και έγκριση κατασκευής Κράτους Μέλους της Σύμβασης της Γενεύης για ασφαλή εμπορευματοκιβώτια, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις παρ. 1β και 1γ της παρούσας. Για τον εφοδιασμό των κυκλοφορούντων εμπορευματοκιβωτίων με έγριση κατασκευής, δίδεται προθεσμία μέχρι 30.4.90. γ)Σε περίπτωση αμφιβολιών (και εφόσον τούτο είναι δυνατό) θα ελέγχεται η δυνατότητα εύκολης και ασφαλούς εκφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίου με γερανό ή κλάρκ κατά προτίμηση γεμάτου με εμπορεύματα. Για τον έλεγχο αυτό θα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν από τις ελεγκτικές Αρχές μηχανήματα και τεχνική βοήθεια Δημοσίων Υπηρεσιών και Οργανισμών (Λιμεναρχείο, Τελωνείο, Υπ. Δημοσίων Έργων κ.λ.π.) καθώς και ιδιωτικών φορέων (σταθμών εμπορευματοκιβωτίων κ.λ.π.). 3.Στα ψυγεία κοντέϊνερς, των οποίων η μεταφορά μπορεί να διενεργείται μόνο σύμφωνα με τα παραπάνω οριζόμενα, επιτρεπόμενο η φόρτωση, από το εσωτερικό προς το εξωτερικό, αγαθών που η διατήρησή τους απαιτεί ψύξη, όπως ακριβώς προβλέπεται με την αριθ. 118000/3370/70 (Κεφάλαιο Στ. παρ. 9) κανονιστική απόφαση (ΦΕΚ 381/8/70) και για τα φορτηγά αυτοκίνητα ψυγεία. 4)Τα Τελωνεία φόρτωσης δεν θα επιτρέπουν τη φόρτωση σε ψυκτικούς θαλάμους ή ψυγεία τύπου κοντέϊνερς και δεν θα προβαίνουν στη σχετική σφράγιση, αν δεν διαπιστώνουν προηγουμένως: α)Ότι πρόκειται για φορτηγά αυτοκίνητα ψυγεία διεθνών μεταφορών Δ.Χ. (πρέπει να ελέγχεται η άδεια κυκλοφορίας τους, στην οποία ν’ αναγράφεται ότι το όχημα είναι ψυγείο διεθνών μεταφορών Δ.Χ.) ή β)Ότι το επί της πλατφόρμας ή του ειδικά διαμορφωμένου πλαισίου του, μεταφερόμενο εμπορευματοκιβώτιο πληροί τις προϋπόθεσεις και προδιαγραφές των παρ. 1 και 2 της παρούσας, (ότι δηλαδή είναι πραγματικά εγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο με ψυκτικό μηχάνημα). 4α.Τα Τελωνεία εξόδου και εισόδου δεν θα επιτρέπουν την έξοδο ή την είσοδο οποιουδήποτε φορτηγού αυτοκινήτου ψυγείου Δ.Χ. ή φορτηγού Δ.Χ. κοινού φόρτου, που μεταφέρει πάνω στην πλατφόρμα του ψυκτικό θάλαμο, ή ψυγείο τύπου κοντέϊνερς, αν δεν διαπιστώνουν τα παραπάνω (περιπτ. α ή β) αναφερόμενα. 5.Σε περίπτωση που τα αρμόδια τελωνειακά όργανα στα τελωνεία φόρτωσης ή στα τελωνεία εξόδου–εισόδου διατηρούν επιφυλάξεις ως προς το αν το επί της πλατφόρμας τους ή του ειδικά διαμορφωμένου πλαισίου του οχήματος μεταφερόμενο εμπορευματοκιβώτιο πληροί τις προϋποθέσεις και προδιαγραφές των παρ. 1 και 2 της παρούσας δεν επιτρέπουν την φόρτωση (τα τελωνεία φόρτωσης) ή απαγορεύουν την έξοδο (τα τελωνεία εξόδου) του οχήματος και το παραπέμπουν για έλεγχο στην πλησιέστερη Υπηρεσία Συγκοινωνιών ή το πλησιέστερο ΚΤΕΟ. 6.Αν από τον έλεγχο στην Υπηρεσία Συγκοινωνιών ή το ΚΤΕΟ διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προδιαγραφές και προυποθέσεις των παρ. 1 και 2 της παρούσας αφαιρούνται επί τόπου οι πινακίδες κυκλοφορίας του οχήματος και αποστέλλονται με σχετικό συνοδευτικό έγγραφο, που αναφέρει την παράβαση, στην αρμόδια Υπηρεσία Συγκοινωνιών για την επιβολή της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του Νόμ. 1010/80 (άρθρ. 2 παρ. 2) ποινής, (αφαίρεση του δικαιώματος εκτέλεσης διεθνών μεταφορών από 3 μέχρι 12 μήνες). 7.Η διαδικασία ελέγχου που ορίζεται στις παρ. 4, 5, 6 και 7 της παρούσας εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως από τα αρμόδια τελωνειακά όργανα και σε κάθε περίπτωση καταγγελίας από συνδικαλιστικό όργανο των μεταφορέων ή και από οποιονδήποτε μεμονωμένο αυτοκινητιστή. 8.΄Ελεγχος και διαδικασία παραπομπής για έλεγχο σε Υπηρεσία Συγκοινωνιών ή ΚΤΕΟ διενεργείται από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν σχετικής καταγγελίας από συνδικαλιστικό όργανο των μεταφορέων ή και από οποιονδήποτε μεμονωμένο αυτοκινητιστή.
| 301 |
10. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ 915 της 18/22 Οκτ. 1937 Περί καταργήσεως της διακρίσεως του μονοπωλίου άλατος, πυρείων και παιγνιοχάρτων Παλαιάς Ελλάδος και Νέων Χωρών. Καταργήθηκε από το άρθρ. 2 Π.Δ. 604/1985 (ΦΕΚ Α΄ 215), (ανωτ. σελ. 372).
| 310 |
17. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Αριθ.ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β2/Φ31/28403/1172 της 12-25 Ιουν.1997 (ΦΕΚ Β΄522) Ωράριο Λειτουργίας στο Μουσείου Βυζ. Πολιτισμού με καταβολή εισιτηρίου.
| 34 |
14. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 147459/8266 της 30 Δεκ. 1977/14 Ιαν. 1978 (ΦΕΚ Β΄17) Περί διεξαγωγής πληρωμών δια μεταφοράς σε λογαριασμό ποσού μεγαλυτέρου των 40.000 δραχμών. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του άρθρ. 3 του Α.Ν. 1819/51 «περί τρόπου διεξαγωγής των πάσης φύσεως συναλλαγών του Δημοσίου». 2.Τις αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών αριθ. 78069/5.3.1952, 208578/2.8.1960 και 334774/ 5.2.1963 και 3.Την αναφορά του Ταμείου Πληρωμών Αθηνών 27292/6.10.77 με την οποία προτείνεται, όπως οι εντολές μεταφοράς σε λογαριασμό επ’ ονόματι των δικαιούχων εκδίδονται για χρηματικά εντάλματα προπληρωμής ποσού άνω των 100.000 δραχμών, επειδή το ποσό προπληρωμής των 20.000 δραχμών που προβλέπει η διαταγή μας αριθ. 334774/5.2.1963 είναι μικρό και δημιουργείται πρόσθετη εργασία στα Δημόσια Ταμεία και στους Ταμιακούς υπολόγους, αποφασίζουμε: Τροποποιούμε την απόφασή μας αριθ. 334774/111-175/1963-R.17 και εγκρίνουμε, χρηματικά εντάλματα προπληρωμής ή άλλοι τίτλοι πληρωμής ποσού μεγαλυτέρου των (40.000) δραχμών για δαπάνες, εκτός εκείνων οι οποίες κατ’ εξαίρεση πληρώνονται με επιταγές, στο όνομα δημοσίων υπολόγων καθώς και διαχειριστών πάγιας προκαταβολής να εξοφλούνται υποχρεωτικά με εντολή μεταφοράς του ποσού του εντάλματος ή του τίτλου πληρωμής σε τρεχούμενο λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος στο όνομα του δικαιούχου, σύμφωνα με όσα ισχύουν μέχρι σήμερα. Κατά τον ίδιο τρόπο εξοφλούνται και τα χρηματικά εντάλματα ή άλλοι τίτλοι πληρωμής υπέρ Δήμων, Κοινοτήτων και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ποσού μεγαλύτερου των (40.000) δραχμών. Σελ. 126,06(ε) Τεύχος 1189-Σελ. 84 Τα άνω ποσά από 40.000 αυξήθηκαν σε 100.000 δραχμ. από την 58505/3686/9-26 Ιουν. 1981 (ΦΕΚ Β΄367) απόφ. Υπ. Οικονομικών. Τα ανωτέρω ποσά αυξήθηκαν και πάλι σε 200.000 δραχμ. από την 53702/1712/13-14 Ιουλ. 1984 (ΦΕΚ Β΄ 499) απόφ. Υπ. Οικονομικών. Ήδη για τα άνω ποσά βλέπε την 2027762/ 4411/Δ-0016/1991 (ΦΕΚ Β΄ 518) Απ. Υπ. Οικονομικών (κατώτ. αριθ. 17). 25.Β.γ.13-14 Πληρωμή με επιταγή
| 127 |
81. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 1104719/1829 της 3/3 Οκτ. 1989 (ΦΕΚ Β΄ 738) Απαλλαγή από το φόρο των Ελλήνων της αλλοδαπής που αυτοαπασχολούνται για αγορά ακινήτου με εισαγωγή συναλλάγματος. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις της παρ. (θ) του άρθρ. 6 του Νόμ. 1587/1950 (ΦΕΚ Α΄ 294), όπως αυτές προστέθηκαν με την παρ. 12 του άρθρ. 24 του Νόμ. 1828/1989 (ΦΕΚ Α΄ 2). 2.Την ανάγκη να τύχουν απαλλαγής όλες οι κατηγορίες Ελλήνων της αλλοδαπής, προκειμένου να αγοράσουν ακίνητα στην Ελλάδα με εισαγωγή συναλλάγματος, αποφασίζουμε: 1.Έλληνες που ασκούν ή άσκησαν αποδεδειγμένα δική τους επιχείρηση στην αλλοδαπή, για 3 τουλάχιστον χρόνια, απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης, κατά την αγορά ακινήτου στην Ελλάδα, κατά το ποσοστό που η αξία (αγοραία ή αντικειμενική) τούτο καλύπτεται με εισαγωγή συναλλάγματος. Η απαλλαγή αυτή παρέχεται με τις λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται και για τις άλλες κατηγορίες Ελλήνων της παρ. (θ) του άρθρ. 6 του Νόμ. 1587/1950 (ΦΕΚ Α΄ 294), όπως αυτές προστέθηκαν με την παρ. 12 του άρθρ. 24 του Νόμ. 1828/1989 (ΦΕΚ Α΄ 2) και ισχύουν. Η απόφαση αυτή, που η ισχύς της θα αρχίσει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα κυρωθεί με Νόμο. Κυρώθηκε και από τη δημοσίευσή της έχει ισχύ νόμου από το εδάφ. ε΄ της παρ. 4 άρθρ. 51 Νόμ. 1882/1990, ΦΕΚ Α΄ 43(διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 51/6-4-1990), (κατωτ. σελ. 196,425).
| 47 |
19. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1337 της 31/31 Ιαν. 1973 (ΦΕΚ Α΄ 26) Περί τροποποιήσεως των διατάξεων του Ν.Δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» και άλλων τινων διατάξεων. Άρθρ.1.-1.Οι Υφυπουργοί-Περιφερειακοί Διοικηταί και Νομάρχαι καθίστανται, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, κύριοι διατάκται και διαθέτουν τας, εν τω Ειδικώ Προϋπολογισμώ Εξόδων της Περιφερειακής Διοικήσεως ή της Νομαρχίας αντιστοίχως, αναγεγραμμένας πιστώσεις, εφαρμοζομένων εν προκειμένω αναλόγως των περί κυρίων διατακτών διατάξεων του Ν.Δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» και των κατ’ εξουσιοδότησιν τούτων εκδιδομένων Β.Δ/των και Υπουργικών αποφάσεων, ως εκάστοτε ισχύουν. Προκειμένου περί διαθέσεως πιστώσεων μη αναγεγραμμένων εις τους Προϋπολογισμούς των Περφερειακών Διοικήσεων και των Νομαρχιών εφαρμόζονται αι εκάστοτε περί των Επιτρόπων των Υπουργών (δευτερευόντων διατακτών) ισχύουσαι διατάξεις. 2.Κατ’ εξαίρεσιν, εν ανεπαρκεία πιστώσεως του Προϋπολογισμού Νομαρχίας τινός, επιτρέπεται, η, δι’ ητιολογημένης αποφάσεως του αρμοδίου Περιφερειακού Διοικητού, προτάσει του οικείου Νομάρχου, αύξησις ταύτης επί ισοπόσω μειώσει ετέρας πιστώσεως του αυτού Κωδικού αριθμού του Προϋπολογισμού της αυτής Νομαρχίας, εν ανεπαρκεία δε πιστώσεως του προϋπολογισμού Περιφερειακής τινός Διοικήσεως, επιτρέπεται η, δι’ ητιολογημένης αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών, προτάσει του οικείου Περιφερειακού Διοικητού, αύξησις ταύτης επί ισοπόσω μειώσει ετέρας του ομοίου Κωδικού αριθμού του Προϋπολογισμού της αυτής Περιφερειακής Διοικήσεως. Ομοίως, εν ανεπαρκεία πιστώσεως του Προϋπολογισμού Περιφερειακής Διοικήσεως ή Νομαρχίας, επιτρέπεται, η, δι’ ητιολογημένης αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών και του τυχόν συναρμοδίου Υπουργού, αύξησις ταύτης επί ισοπόσω μειώσει της πιστώσεως του αυτού Κωδικού αριθμού και Ειδικού Φορέως του Προϋπολογισμού της αυτής ή ετέρας Περιφερειακής Διοικήσεως ή Νομαρχίας, κατόπιν δε προτάσεως του αρμοδίου Περιφερειακού Διοικητού προκειμένου περί αυξομειώσεως πιστώσεων του Προϋπολογισμού της Περιφερειακής αυτού Διοικήσεως και των τελουσών υπό την εποπτείαν ταύτης Νομαρχιών. Πάσα ετέρα μεταβολή επί των πιστώσεων και των προβλέψεων των ανωτέρω Προϋπολογισμών, ενεργείται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικο(Αντί για τις σελ. 78,01-80(δ) Σελ. 79(ε) Τεύχος 1098-Σελ. 35 Γενικές Διατάξεις 25.Β.α.17-19 νομικών, εκδιδομένης κατά την προβλεπομένην διαδικασίαν και κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Εσωτερικών και του συναρμοδίου Υπουργού. Μετά την κατάργησιν των Περιφερειακών Διοικήσεων Βλ. Π.Δ. 247/1974 περί συγχωνεύσεως των Υπηρεσιών Εντελ. Εξόδων διανομαρχιακού επιπέδου (ανωτ. σελ. 38,429). Άρθρ.2.-Ο, κατά τας κειμένας διατάξεις, προληπτικός έλεγχος των ενεργουμένων δαπανών υπό των δια του άρθρ. 1 του παρόντος καθισταμένων κυρίων διατακτών Υφυπουργών-Περιφερειακών Διοικητών και Νομαρχών ασκείται υπό των, κατά το άρθρ. 2 του Ν.Δ. 1265/1972 «περί ελέγχου των δαπανών του Κράτους κλπ.», Παρέδρων και Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Άρθρ.3.-1.Τα παρά ταις Περιφερειακαίς Διοικήσεσι και Νομαρχίαις Τμήματα Δημοσίου Λογιστικού καθίστανται εφεξής Υπηρεσίαι Εντελλομένων Εξόδων, τελούσαι υπό την εποπτείαν του Υπουργού των Οικονομικών. 2.Δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών παρά τω Πρωθυπουργώ επί Υπουργείου Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πολιτικής και Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διάρθρωσις των κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου Υπηρεσιών εις Τμήματα και Γραφεία, η αρμοδιότης τούτων και η εις προσωπικόν σύνθεσις αυτών. Άρθρ.4.-1.Όπου εκ των κειμένων διατάξεων απαιτείται κοινή απόφασις του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού και του Υπουργού επί των Οικονομικών δια τον προσδιορισμόν του ύψους των επιχορηγήσεων προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, Ιδρύματα και Οργανισμούς, χορηγιών εις ιδιώτας, παγίων χορηγημάτων εις Προϊσταμένους Δημοσίων Υπηρεσιών και πάσης φύσεως οικονομικών ενισχύσεων εις βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, από 1 Ιαν. 1973 και εφεξής, το ύψος των εν λόγω επιχορηγήσεων, χορηγιών, παγίων χορηγημάτων και οικονομικών ενισχύσεων, εφ’ όσον αύται βαρύνουν τους Ειδικούς Προϋπολογισμούς Εξόδων Περιφερειακών Διοικήσεων και Νομαρχιών, προσδιορίζεται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του οικείου Περιφερειακού Διοικητού ή Νομάρχου, κατόπιν ητιολογημένης προτάσεως της παρά τη Περιφερειακή Διοικήσει ή Νομαρχία αρμοδίας κατά περίπτωσιν υπηρεσίας και βεβαιώσεως της οικείας Υπηρεσίας Εντελλομένων Εξόδων περί υπάρξεως σχετικής πιστώσεως. Σελ. 80(ε) Τεύχος 1028-Σελ. 36 2.Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον αποφάσεις των Περιφερειακών Διοικητών, και Νομαρχών, εκδιδόμεναι καθ’ υπέρβασιν των ορίων των οικείων πιστώσεων, παραμένουν ανεκτέλεστοι. 3.Ειδικώς, δια τον προσδιορισμόν του ύψους και την καταβολήν των επιχορηγήσεων προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, Ιδρύματα και Οργανισμούς, λαμβάνεται υπ’ όψιν και η εν γένει οικονομική κατάστασις τούτων. Άρθρ.5.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της 1 Ιαν. 1973 25.Β.α.19 Γενικές Διατάξεις
| 127 |
8. ΝΟΜΟΣ υπ' αριθ.2085 της 24/24 Απρ. 1952 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του Νόμ.1811/1951 "περί Κώδικος καταστάσεως των Δημοσίων Υπαλλήλων".
| 263 |
16. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 184 της 19/20 Νοεμ. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 350) Περί κυρώσεως της εν Αθήναις την 22αν Ιαν. 1973 υπογραφείσης Συμφωνίας περί αεροπορικών μεταφορών, μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, ως και των παρακολουθούντων ταύτην δύο Παραρτημάτων και σχετικού Πρωτοκόλλου.
| 85 |
13. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ Αριθ. 010/93/ΑΣ/44 της 2/13 Απρ. 1992 (ΦΕΚ Β΄ 254) Σύνθεση και λειτουργία των Εξεταστικών Επιτροπών του άρθρ. 3 του Νόμ. 962/1979. ΄Εχοντας υπόψη: Ι.Το άρθρ. 90 παρ. 1 και 2 του Νόμ. 1892/90 "Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 101/90 τ.Α΄ ). 2.Τις διατάξεις της παρ. 2 εδάφ. β΄ του άρθρ. 6 του Νόμ. 962/1979 "Για την ίδρυση στο Υπουργείο Εξωτερικών Κέντρου Διπλωματικών Σπουδών και την τροποποίηση διατάξεων του Νόμ. 419/1976, "περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών" (ΦΕΚ 202/τ.Α΄ /79). 3.Τα άρθρ. 4 και 15 παρ. 3 τελευτ. εδ. του Π.Δ. 63/1992 "Περί τρόπου εισαγωγής, διάρκειας φοίτησης, εξεταζομένων μαθημάτων κατά την εισαγωγή και φοίτηση, τρόπου βαθμολογίας κ.λπ. στο Κέντρο Διπλωματικών Σπουδών του Υπουργείου Εξωτερικών των υποψηφίων Ακολούθων Πρεσβείας" (ΦΕΚ 32/τ.Α΄ /27.1.92). 4.Την υπ’ αριθ. 2/23.3.92 γνωμοδότηση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου του Κέντρου Διπλωματικών Σπουδών, αποφασίζουμε: Άρθρ.1.-1.Τα μέλη της Επιτροπής διενεργείας εξετάσεων στο Κέντρο Διπλωματικών Σπουδών του Υπουργείου Εξωτερικών ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών που εκδίδεται 48 ώρες πριν από την έναρξη των εξετάσεων. 2.Ως μέλη της Επιτροπής ορίζονται υπάλληλοι του Διπλωματικού Κλάδου. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής πρέπει να έχει τον βαθμό τουλάχιστον του Πληρεξουσίου Υπουργού Β΄ τάξεως. Μπορούν επίσης να ορισθούν εξεταστές, χωρίς να αποτελούν μέλη της Επιτροπής και άλλα πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις στα εξεταζόμενα μαθήματα. Άρθρ.2.-Οι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και προκειμένου περί Επιτροπών τελικών εξετάσεων.
| 180 |
100. AΠΟΦΑΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ (ΕΕΤΤ) Αριθ. 310/15 της 17 Mαρτ./10 Μαΐου 2004 (ΦΕΚ Β΄ 666) Υπόδειγμα Αίτησης Εκχώρησης Ονόματος Χώρου GR στα πλαίσια του άρθρου 7 του Κανονισμού Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου (Domain Names) με κατάληξη .gr (ΦΕΚ 1617/Β/2002). Καταργήθηκε από την με αριθ. 351/76/20 -27 Μαΐου 2005 (ΦΕΚ Β΄ 717), Απόφαση ΕΕΤΤ, κατωτ. αριθ. 104.
| 122 |
74. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Αριθ. 4651/85 της 13/27 Φεβρ. 1998 (ΦΕΚ Β΄183) Αναγνώριση Κέντρου Δοκιμών, Ερευνών και Προτύπων της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΚΔΕΠ) ως φορέα ελέγχου ηλεκτρολογικού υλικού εντός ορισμένων ορίων τάσεως.
| 192 |
10. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 2652 της 17/30 Οκτ. 1953 (Φ.Ε.Κ. Α' 297) Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμ. 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας. Άρθρ.1.-(Προστίθεται παρ. 4-5 εις το άρθρ. 13 του Νόμ. 1752/1951, ανωτ. αριθ. 8α. Κατηργήθη δια του Β.Δ. 775/1970, κατωτ. αριθ. 12). Άρθρ.2.-Εις το άρθρ. 15 του Νόμ. 1752/1951 προστίθεται και στ' παράγραφος έχουσα ούτω: «ς)Προκειμένου περί επιτάξεως πλωτών μέσων κατά τας διατάξεις των άρθρ. 1 και 190 του Κώδικος περί επιτάξεων και ναυλώσεων: 1.Εάν πρόκειται περί παρωπλισμένου πλωτού μέσου και το πλήρωμα προσλαμβάνεται κατά την επίταξιν του πλωτού μέσου η απόλυσις του πληρώματος ένεκα της λύσεως της επιτάξεως, δεν θεωρείται πρόωρος λύσις της συμβάσεως της ναυτικής εργασίας κατά την έννοιαν του παρόντος άρθρου ουδέ παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως κατά το άρθρ. 8 και 16. 2.Εάν δεν πρόκειται περί παρωπλισμένου πλωτού μέσου και γενομένης επιτάξεως διατηρείται το αυτό πλήρωμα, η ευθύνη της αποζημιώσεως, εάν υφίσταται τοιαύτη κατά την ημέραν της επιτάξεως, εφ’ όσον ο πλοιοκτήτης μετά την λύσιν της επιτάξεως δεν ήθελε διατηρήσει το αυτό πλήρωμα, παραμένει εις βάρος του πλοιοκτήτου το πλωτού μέσου, ως αύτη υφίστατο κατά την ημέραν της επιτάξεως μη προσμετρουμένου οπωσδήποτε του χρόνου επιτάξεως του πλωτού μέσου. 3.Πάσα μεταβολή πληρώματος διαταχθείσα κατά την διάρκειαν της επιτάξεως διέπεται υπό των ισχυουσών διατάξεων και βαρύνει τον υπέρ ου η επίταξις». Άρθρ.3.-Εις το άρθρ. 23 του Νόμ. 1752/1951 προστίθενται αι κάτωθι παρ. 5, 6 και 7. «5.α)Η λιμενική ή προξενική αρχή υποχρεούται να καταχωρή εις το φυλλάδιον του ναυτικού το εξ ιατρικής γνωματεύσεως πιστοποιούμενον είδος της ασθενείας ή του ατυχήματος, την διάρκεια τούτων και την πληρωθείσαν αποζημίωσιν, και να υποβάλη αναφοράν προς την Υπηρεσίαν Μητρώων Εργατών Θαλάσσης του Υ .Ε.Ν. και το Γραφείον Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας, περί των καταχωρίσεων τούτων προς τήρησιν ειδικού μητρώου, υπό των Υπηρεσιών τούτων. β)Εν περιπτώσει απωλείας ή αντικαταστάσεως του ναυτικού φυλλαδίου αι εν τω ως άνω ειδικώ μητρώω εγγραφαί περί ασθενείας ή ατυχήματος του ναυτικού, μεταφέρονται υποχρεωτικώς εν σαφεί περιλήψει εις το νέον ναυτικόν φυλλάδιον. 6.Δι’ ασθένειαν υπάρχουσαν προ της ναυτολογίας και υποτροπιάσασαν ή δι’ ασθένειαν χρονίαν παροξυνθείσαν η προστασία του ασθενούς ναυτικού ορίζεται εις ιατροφαρμακευτικήν και νοσοκομειακήν περίθαλψιν κατά τας κειμένας διατάξεις, παλλινόστησιν και καταβολήν του ισχύοντος εκάστοτε μισθού ασθενείας μέχρι δύο μηνών. «7.Αγωγή περί αποζημιώσεως λόγω ασθενείας, του αμοιβαία συναινέσει απολυθέντος ναυτικού, είναι απαράδεκτος μετά πάροδον 4 μηνών από της απολύσεώς του. Επί αγωγής αποζημιώσεως και παροχής ιατρικής περιθάλψεως δια την ως άνω αιτίαν εμπροθέσμως ασκουμένης διατάσσεται υποχρεωτικώς πραγματογνωμοσύνη δια δύο τουλάχιστον πραγματογνωμόνων, προς διαπίστωσιν του γεγονότος εάν η ασθένεια είναι απότοκος της επί του πλοίου υπηρεσίας του ναυτικού ή ου». Η παρ 7 τροποποιήθηκε ως άνω από το άρθρο μόνο Π.Δ. 1212/28 Σεπτ.-9 Οκτ. 1981 (ΦΕΚ Α' 299). Το Ν.Δ. 2652/1953 κατηργήθη δια του άρθρ. 295 του Κώδικος Ιδιωτ. Ναυτικού Δικαίου (τόμ 19 σελ. 31) πλην αι ανωτέρω διατάξεις διετηρήθησαν προσωρινώς εν ισχύϊ μέχρι της δια Β.Δ/τος καταργήσεως ή τροποποιήσεως αυτών. Εκ τούτων αι διατάξεις του άρθρ. 3 αποτελούν προσθήκην εις το άρθρ. 66 του Κώδικος και αι του άρθρ. 1 εις το άρθρ. 73 του Κώδικος.
| 30 |
28. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Αριθ. Β΄/18729 της 22 Μαρτ./5 Απρ. 1982 (ΦΕΚ Β΄ 148) Μεταβίβαση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων της καταργηθείσης θέσεως του Γεν. Δ/ντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
| 291 |
2. ΝΟΜΟΣ υπ’αριθ. 3560 της 10-14 Μαΐου 2007 (ΦΕΚ Α΄ 103) Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης ποινικού δικαίου για τη διαφθορά και του Πρόσθετου σ’ αυτήν Πρωτοκόλλου. Άρθρο πρώτο Κυρώνεται και έχει την ισχύ της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος η Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 15 Μαΐου 2003, το κείμενο των οποίων σε πρωτότυπο στην αγγλική και γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική, έχει ως εξής: ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ Στρασβούργο, 27.01.1999 Προοίμιο Τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα: Θεωρώντας ότι σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτευχθεί μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του. Αναγνωρίζοντας την αξία της προώθησης της συνεργασίας με τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση πεπεισμένα για την ανάγκη της επιδίωξης, ως ζήτημα προτεραιότητας, μιας κοινής πολιτικής κατά του εγκλήματος που αποσκοπεί στην προστασία της κοινωνίας κατά της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης κατάλληλης νομοθεσίας και προληπτικών μέτρων τονίζοντας ότι η διαφθορά συνιστά απειλή για το κράτος του δικαίου, της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, υπονομεύει τη χρηστή διοίκηση, τη δίκαιη μεταχείριση και την κοινωνική δικαιοσύνη, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη και θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και των ηθικών θεμελίων της κοινωνίας πιστεύοντας ότι μια αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς απαιτεί αυξημένη, ταχεία και αποτελεσματική διεθνή συνεργασία σε ποινικά θέματα καλωσορίζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις που προωθούν τη διεθνή κατανόηση και συνεργασία για την καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών των Ηνωμένων Εθνών, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης το Νοέμβριο 1996 μετά τις συστάσεις της 19ης Διάσκεψης Ευρωπαίων Υπουργών Δικαιοσύνης (Βαλέτα, 1994) υπενθυμίζοντας στο πλαίσιο αυτό, τη σημασία της συμμετοχής των Κρατών μη μελών στις δραστηριότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς και καλωσορίζοντας την πολύτιμη συνεισφορά τους στην υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς υπενθυμίζοντας επίσης ότι η Απόφαση No 1 που υιοθετήθηκε από τους Ευρωπαίους Υπουργούς Δικαιοσύνης στην 21η Διάσκεψη τους (Πράγα, 1997) εισηγήθηκε την ταχεία υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς και ζήτησε, συγκεκριμένα, τη σύντομη υιοθέτηση Σύμβασης ποινικού δικαίου που να προβλέπει τη συντονισμένη ποινικοποίηση πράξεων διαφθοράς, την αυξημένη συνεργασία για τη δίωξη αυτών των αδικημάτων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό παρακολούθησης, προσιτό εξίσου τόσο σε Κράτη μέλη όσο και σε Κράτη μη μέλη λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισαν, επ’ ευκαιρία της Δεύτερης Διάσκεψης Κορυφής τους που έλαβε χώρα στο Στρασβούργο στις 10 και 11 Οκτωβρίου 1997, να αναζητήσουν κοινές απαντήσεις στις προκλήσεις που θέτει η αύξηση της διαφθοράς και υιοθέτησαν Πρόγραμμα Δράσης το οποίο, για να προωθηθεί η συνεργασία στην καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεων της με το οργανωμένο έγκλημα και το ξέπλυμα χρήματος, έδωσε οδηγίες στην Επιτροπή Υπουργών, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει την ταχεία ολοκλήρωση των διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς θεωρώντας επίσης ότι η Απόφαση (97) 24 σχετικά με τις 20 Κατευθυντήριες Αρχές για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, που υιοθετήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1997 από την Επιτροπή Υπουργών στην 101η Συνεδρίασή της, τονίζει την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της επεξεργασίας διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς Ενόψει της υιοθέτησης από την Επιτροπή Υπουργών, στην 102η Συνεδρίαση της στις 4 Μαΐου 1998, της Απόφασης (98) 7 με την οποία εγκρίνονται η επιμέρους και η διευρυμένη συμφωνία που ιδρύει την «Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς GRECO», που αποσκοπεί στη βελτίωση της ικανότητας των μελών της να καταπολεμούν τη διαφθορά παρακολουθώντας την εκπλήρωση των δεσμεύσεών τους στον τομέα αυτό, Συμφώνησαν τα ακόλουθα: (Μετά τη σελ. 122,62(α) Σελ. 122,621 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι - Χρήση Όρων Άρθρα 2 και 3, όταν εμπλέκεται οποιοσδήποτε που είναι μέλος δημόσιας συνέλευσης που ασκεί νομοθετικές ή διοικητικές εξουσίες σε κάθε άλλο Κράτος. Άρθρο 7 Ενεργητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, όταν τελούνται με πρόθεση κατά τη διάρκεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας, την υπόσχεση, προσφορά ή παροχή, άμεσα ή έμμεσα, κάθε μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος σε οποιονδήποτε που διευθύνει ή εργάζεται, με οποιαδήποτε ιδιότητα, σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, για τον ίδιο ή για άλλους, ώστε να προβούν σε πράξη ή να παραλείψουν ενέργεια, κατά παράβαση των καθηκόντων τους. Άρθρο 8 Παθητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, όταν τελούνται με πρόθεση κατά τη διάρκεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας, την απαίτηση ή λήψη, άμεσα ή έμμεσα, από οποιονδήποτε που διευθύνει ή εργάζεται, με οποιαδήποτε ιδιότητα, σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, κάθε μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος για τον ίδιο ή για άλλους, ή την αποδοχή προσφοράς ή υπόσχεσης αυτού του πλεονεκτήματος, ώστε να προβούν σε πράξη ή να παραλείψουν ενέργεια, κατά παράβαση των καθηκόντων τους. Άρθρο 9 Δωροδοκία λειτουργών διεθνών οργανισμών Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στα Άρθρα 2 και 3, όταν εμπλέκεται λειτουργός ή άλλος επί συμβάσει υπάλληλος, υπό την έννοια των κανονισμών προσωπικού, κάθε δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα στον οποίο το Κράτος είναι μέλος, και κάθε πρόσωπο αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα που αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι εν λόγω λειτουργοί ή υπάλληλοι. Άρθρο 10 Δωροδοκία μελών διεθνών κοινοβουλευτικών συνελεύσεων Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στο Άρθρο 4, όταν εμπλέκονται μέλη κοινοβουλευτικών συνελεύσεων διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών στους οποίους το Μέρος είναι μέλος, Άρθρο 11 Δωροδοκία δικαστών και λειτουργών διεθνών δικαστηρίων Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στα Άρθρα 2 και 3, όταν αφορά ασκούντες δικαστικά καθήκοντα ή λειτουργούς διεθνούς δικαστηρίου, η δικαιοδοσία του οποίου είναι αποδεκτή από το Μέρος. (Μετά τη σελ. 122,622) Σελ. 122,623 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 Άρθρο 12 Προσφορά για άσκηση επιρροής Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, όταν τελούνται με πρόθεση, την υπόσχεση, παροχή ή προσφορά, άμεσα ή έμμεσα, κάθε μη οφειλομένου πλεονεκτήματος σε οποιονδήποτε ο οποίος ισχυρίζεται ή επιβεβαιώνει ότι μπορεί να ασκήσει ανάρμοστη επιρροή στη διαδικασία λήψης απόφασης οποιουδήποτε από τους αναφερόμενους στα Άρθρα 2, 4 έως 6 και 9 έως 11 σε αντάλλαγμα αυτού, άσχετα αν το μη οφειλόμενο πλεονέκτημα είναι για τον ίδιο ή άλλον, καθώς και η απαίτηση, λήψη ή αποδοχή της προσφοράς ή υπόσχεσης αυτού του πλεονεκτήματος, σε αντάλλαγμα αυτής της επιρροής, άσχετα αν η επιρροή ασκείται ή όχι ή άσχετα αν η υποτιθέμενη επιρροή οδηγεί στο σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όχι. Άρθρο 1 Χρήση Όρων Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης: α. «δημόσιος λειτουργός» είναι ο αναφερόμενος στην εθνική νομοθεσία του Κράτους, στο οποίο το εν λόγω άτομο εκτελεί τα καθήκοντα αυτά και όπως ισχύει στο ποινικό του δίκαιο ως «λειτουργός», «δημόσιος αξιωματούχος», «δήμαρχος», «υπουργός» ή «δικαστής». β. ο όρος «δικαστής» που αναφέρεται στην ανωτέρω υποπαράγραφο α΄ περιλαμβάνει τους εισαγγελείς και τους ασκούντες δικαστικά καθήκοντα. γ. σε περίπτωση διαδικασίας όπου εμπλέκεται δημόσιος λειτουργός άλλου Κράτους, το διώκον Κράτος μπορεί να εφαρμόσει τον ορισμό του δημοσίου λειτουργού, μόνο εφόσον ο ορισμός αυτός είναι συμβατός με την εθνική του νομοθεσία. δ. ο όρος «νομικό πρόσωπο» σημαίνει οποιονδήποτε φορέα που έχει αυτή την ιδιότητα σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, με εξαίρεση τα Κράτη ή άλλους δημόσιους φορείς κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας και τους δημόσιους διεθνείς οργανισμούς. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II - Μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο Άρθρο 13 Ξέπλυμα εσόδων από αδικήματα διαφθοράς Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το Ξέπλυμα, την Έρευνα, Δήμευση και Κατάσχεση Προϊόντων Εγκλήματος (ETS No. 141), Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σ’ αυτήν, όταν το αποδιδόμενο αδίκημα περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 12 της παρούσας Σύμβασης, στο βαθμό που το Μέρος δεν εξέφρασε επιφύλαξη ή δεν έκανε δήλωση σε σχέση με τα αδικήματα αυτά ή δεν θεωρεί ότι τα αδικήματα αυτά είναι σοβαρά για το σκοπό της νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρήματος. Σελ. 122,624 Τεύχος Σελ. Άρθρο 14 Λογιστικά αδικήματα Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως αδικήματα που υπόκεινται σε ποινικές ή άλλες κυρώσεις σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τις ακόλουθες πράξεις ή παραλείψεις, όταν τελούνται με πρόθεση, και με το σκοπό διάπραξης, απόκρυψης ή συγκάλυψης των αδικημάτων που αναφέρονται στα Άρθρα 2 έως 12, στην έκταση που το Μέρος δεν εξέφρασε επιφύλαξη ή δεν έκανε δήλωση: α. δημιουργία ή χρήση τιμολογίου ή άλλου λογιστικού εγγράφου ή αρχείου που περιέχει ψευδείς ή ελλιπείς πληροφορίες β. παράνομη παράλειψη καταχώρησης πληρωμής. Άρθρο 15 Συμμετοχικές πράξεις Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, κάθε συμμετοχική πράξη στην τέλεση οποιουδήποτε από τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση. 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών Άρθρο 16 Ασυλία Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν θίγουν τις διατάξεις-οποιασδήποτε Σύμβασης, Πρωτοκόλλου ή Καταστατικού, καθώς και των κειμένων εφαρμογής τους, όσον αφορά την άρση της ασυλίας. Άρθρο 17 Δικαιοδοσία 1. Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθέτησα τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεμελιώσει δικαιοδοσία για κάθε ποινικό αδίκημα που θεσπίζεται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 14 της παρούσας Σύμβασης όταν: α. το αδίκημα τελείται εν όλω ή εν μέρει στην επικράτειά του β. ο δράστης είναι υπήκοός του, δημόσιος λειτουργός του ή μέλος ενός από τις εθνικές δημόσιες συνελεύσεις του γ. στο αδίκημα εμπλέκεται ένας δημόσιος λειτουργός του ή μέλος των εθνικών δημόσιων συνελεύσεών του ή οποιοδήποτε άτομο που αναφέρεται στα Άρθρα 9 έως 11, το οποίο είναι συγχρόνως και υπήκοός του. 2. Κάθε Κράτος μπορεί, κατά την υπογραφή ή κατάθεση του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησής του, με δήλωση που απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να δηλώσει ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματος να μην εφαρμόσει ή να εφαρμόσει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή περιστάσεις τους κανόνες δικαιοδοσίας που αναφέρονται στις παραγράφους 1.β΄ και γ΄ του παρόντος άρθρου ή τμήμα αυτών. 3. Αν ένα Μέρος έχει κάνει χρήση της δυνατότητας επιφύλαξης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία για κάθε ποινικό αδίκημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, σε περιπτώσεις όπου ο φερόμενος ως αυτουργός είναι παρών στην επικράτειά του και δεν τον εκδώσει σε άλλο Μέρος αποκλειστικά και μόνο βάσει της εθνικότητάς του, μετά από αίτημα έκδοσης. 4. Η παρούσα Σύμβαση δεν αποκλείει την ποινική δικαιοδοσία που ασκεί ένα Μέρος σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο. Άρθρο 18 Ευθύνη νομικών προσώπων 1. Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να διασφαλίσει ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για τα ποινικά αδικήματα της ενεργητικής δωροδοκίας, της προσφοράς για άσκηση επιρροής και του ξεπλύματος χρήματος που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, τα οποία τελούνται προς όφελος του από οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί είτε ατομικά ή ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, το οποίο έχει διευθυντική θέση εντός του νομικού προσώπου, βάσει: - εξουσίας εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ή - εξουσιοδότησης για τη λήψη αποφάσεων εκ μέρους του νομικού προσώπου ή - εξουσιοδότησης για την άσκηση ελέγχου εντός του νομικού προσώπου καθώς και για την ανάμιξη του εν λόγω φυσικού προσώπου ως συνεργού ή ηθικού αυτουργού στα ανωτέρω αδικήματα. 2. Εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, κάθε Μέρος πρέπει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο, όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από το φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προς όφελος του νομικού αυτού προσώπου από φυσικό πρόσωπο υπό την εξουσία του. 3. Η ευθύνη νομικού προσώπου σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη κατά φυσικών προσώπων που είναι φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Άρθρο 19 Κυρώσεις και μέτρα 1. Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρή φύση των ποινικών αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, κάθε Μέρος πρέπει να προβλέψει, για τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 14, αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις και μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, όταν τελούνται από φυσικά πρόσωπα, των στερητικών της ελευθερίας ποινών που μπορεί να συνεπάγονται έκδοση. (Μετά τη σελ. 122,624) Σελ. 122,625 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 2. Κάθε Μέρος πρέπει να διασφαλίσει ότι τα νομικά πρόσωπα που θεωρούνται υπεύθυνα σύμφωνα με το Άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινικές ή μη ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων. 3. Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να κατάσχει ή να στερήσει με κάθε άλλο τρόπο τα μέσα τέλεσης και τα προϊόντα των ποινικών αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, ή περιουσία, η αξία της οποίας αντιστοιχεί στα εν λόγω προϊόντα. Άρθρο 20 Εξειδικευμένες αρχές Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να διασφαλίσει ότι άτομα ή φορείς θα εξειδικευτούν στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Θα έχουν την απαραίτητη ανεξαρτησία σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού συστήματος του Μέρους, ώστε να μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους αποτελεσματικά και χωρίς παράνομη πίεση. Το Μέρος πρέπει να διασφαλίσει ότι το προσωπικό των φορέων αυτών έχει επαρκή κατάρτιση και οικονομικούς πόρους για τα καθήκοντά του. Άρθρο 21 Συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες αρχές, καθώς και οι δημόσιοι λειτουργοί, συνεργάζονται, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, με τις αρχές του που είναι υπεύθυνες για την διερεύνηση και δίωξη ποινικών αδικημάτων: α. ενημερώνοντας τις τελευταίες αρχές, με δική τους πρωτοβουλία, όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουν ότι τελέστηκε οποιοδήποτε από τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 14, ή β. παρέχοντας, μετά από αίτημα, στις τελευταίες αρχές όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Σελ. 122,626 Τεύχος Σελ. Άρθρο 22 Προστασία συνεργατών δικαιοσύνης και μαρτύρων Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να παράσχει αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία για: α. αυτούς που καταγγέλλουν τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 14 ή που συνεργάζονται άλλως με τις ανακριτικές ή διωκτικές αρχές β. μάρτυρες που καταθέτουν σχετικά με τα αδικήματα αυτά. 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών Άρθρο 2 Ενεργητική δωροδοκία εθνικών δημόσιων λειτουργών Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, όταν τελούνται με πρόθεση, την υπόσχεση, προσφορά ή παροχή από οποιονδήποτε άμεσα ή έμμεσα, κάθε μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος σε οποιονδήποτε δημόσιο λειτουργό του, για τον ίδιο ή για οποιονδήποτε άλλο, ώστε να προβεί σε πράξη ή να παραλείψει ενέργεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Σελ. 122,622 Τεύχος Σελ. Άρθρο 23 Μέτρα για την διευκόλυνση της συλλογής αποδείξεων και της δήμευσης προϊόντων του εγκλήματος 1. Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που επιτρέπουν τη χρήση ειδικών ανακριτικών τεχνικών, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, για να μπορεί να διευκολύνει τη συλλογή αποδείξεων που αφορούν ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 14 της παρούσας Σύμβασης και να προσδιορίζει, ανιχνεύει, παγώνει και να κατάσχει τα μέσα τέλεσης και τα προϊόντα της διαφθοράς, ή περιουσία η αξία της οποίας αντιστοιχεί στα εν λόγω προϊόντα, υποκείμενα σε μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Άρθρου 19 της παρούσας Σύμβασης. 2. Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να δώσει στα δικαστήρια ή τις άλλες αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να διατάσσουν να τεθούν στη διάθεσή τους ή να κατασχεθούν τραπεζικά, οικονομικά ή εμπορικά αρχεία, έτσι ώστε να είναι δυνατή η πραγμάτωση των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. 3. Το τραπεζικό απόρρητο δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ - Παρακολούθηση της εφαρμογής Άρθρο 24 Παρακολούθηση Η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO) πρέπει να παρακολουθεί την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης από τα Μέρη. ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV - Διεθνή Συνεργασία Άρθρο 25 Γενικές αρχές και μέτρα για τη διεθνή συνεργασία 1. Τα Μέρη πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών διεθνών κειμένων για τη διεθνή συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, ή σύμφωνα με τους διακανονισμούς που συμφωνήθηκαν με βάση την ομοιόμορφη ή αμοιβαία νομοθεσία και σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση για τους σκοπούς των ερευνών και διαδικασιών που αφορούν ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση. 2. Όπου δεν έχει τεθεί σε ισχύ διεθνές κείμενο ή διακανονισμός που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μεταξύ των Μερών, θα εφαρμόζονται τα Άρθρα 26 έως 31 του παρόντος κεφαλαίου. 3. Τα Άρθρα 26 έως 31 του παρόντος κεφαλαίου θα εφαρμόζονται επίσης, όταν είναι πλέον ευνοϊκά από αυτά των διεθνών κειμένων ή διακανονισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Άρθρο 26 Αμοιβαία συνδρομή 1. Τα Μέρη πρέπει να χορηγούν το ένα στο άλλο την ευρύτερη δυνατή αμοιβαία συνδρομή με την σύντομη επεξεργασία αιτημάτων από αρχές οι οποίες, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, έχουν την εξουσία να ερευνούν ή να διώκουν ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση. 2. Η αμοιβαία νομική συνδρομή σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να απορριφθεί αν το Μέρος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα πιστεύει ότι η ικανοποίηση του αιτήματος θα υπονομεύσει τα θεμελιώδη συμφέροντά του, την εθνική κυριαρχία του, την εθνική ασφάλειά του ή τη δημόσια τάξη. 3. Τα Μέρη δεν πρέπει να επικαλούνται το τραπεζικό απόρρητο ως λόγο απόρριψης της συνεργασίας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Εφόσον το απαιτεί το εθνικό δίκαιο, ένα Μέρος μπορεί να ζητήσει την έγκριση του αιτήματος συνεργασίας που αφορά την άρση του τραπεζικού απορρήτου από δικαστή ή άλλη δικαστική αρχή, συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελέων, εφόσον οι αρχές αυτές ενεργούν σε σχέση με τα ποινικά αδικήματα. Άρθρο 27 Έκδοση 1. Τα ποινικά αδικήματα που έχουν σχέση με το πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης θεωρούνται ότι περιλαμβάνονται σε κάθε Σύμβαση έκδοσης που ισχύει μεταξύ των Μερών εφόσον τα αδικήματα αυτά επιτρέπουν την έκδοση. Τα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμπεριλάβουν τέτοια αδικήματα, ως επιτρέποντα την έκδοση, σε κάθε Σύμβαση έκδοσης που θα συνάπτουν μεταξύ τους. (Μετά τη σελ. 122,626) Σελ. 122,627 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 2. Ένα Μέρος που επιτρέπει την έκδοση μόνο εφόσον υπάρχει Σύμβαση, αν λάβει αίτημα έκδοσης από άλλο Μέρος με το οποίο δεν έχει Σύμβαση έκδοσης, μπορεί να θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως νομική βάση για την έκδοση σχετικά με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα θεσπίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση. 3. Τα Μέρη που δεν εξαρτούν την έκδοση από την ύπαρξη Σύμβασης πρέπει να αναγνωρίσουν τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ως αδικήματα που επιτρέπουν την έκδοση μεταξύ τους. 4. Η έκδοση υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το δίκαιο του Μέρους - αποδέκτη του αιτήματος ή από τις ισχύουσες συνθήκες έκδοσης, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους το Μέρος-απσδέκτης μπορεί να αρνηθεί την έκδοση. 5. Αν η έκδοση για ποινικό αδίκημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση απορριφθεί μόνο με βάση την εθνικότητα του ατόμου που καταζητείται ή επειδή το Μέρος-αποδέκτης του αιτήματος θεωρεί ότι έχει δικαιοδοσία επί του αδικήματος, το Μέρος-αποδέκτης του αιτήματος πρέπει να παραπέμψει την -υπόθεση στις αρμόδιες αρχές του με σκοπό τη δίωξη, εκτός αν συμφωνηθεί άλλως με το αιτούν Μέρος, και να αναφέρει την τελική έκβαση στο αιτούν Μέρος σε εύλογο χρόνο. Άρθρο 28 Πληροφορίες παρεχόμενες εξ ιδίας πρωτοβουλίας Με την επιφύλαξη των δικών του ερευνών ή διαδικασιών, ένα Μέρος μπορεί, χωρίς προηγούμενο αίτημα, να αποστείλει σε άλλο Μέρος πληροφορίες για γεγονότα, όταν θεωρεί ότι η αποκάλυψη αυτών των πληροφοριών μπορεί να βοηθήσει το Κράτος που θα τις δεχθεί να κινήσει ή να διεξαγάγει έρευνες ή διαδικασίες σχετικά με ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ή μπορεί να οδηγήσει σε αίτημα από το Μέρος αυτό σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Άρθρο 29 Κεντρική αρχή 1. Τα Μέρη πρέπει να ορίσουν μια κεντρική αρχή ή, αν αυτό είναι αναγκαίο, διάφορες κεντρικές αρχές που θα είναι υπεύθυνες για την αποστολή και απάντηση σε αιτήματα που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, για την εκτέλεση αυτών των αιτημάτων ή την διαβίβαση τους στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεσή τους. Σελ. 122,628 Τεύχος Σελ. 2. Κάθε Μέρος, κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του πρέπει να γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αρχών που ορίστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Άρθρο 30 Απευθείας επικοινωνία 1. Οι κεντρικές αρχές επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους. 2. Σε περίπτωση επείγοντος, τα αιτήματα αμοιβαίας συνδρομής ή τα σχετικά με αυτά έγγραφα μπορούν να αποστέλλονται απευθείας από τις δικαστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελέων του αιτούντος Μέρους στις αρχές του Μέρους-αποδέκτη του αιτήματος. Στις περιπτώσεις αυτές, αντίγραφο θα αποστέλλεται συγχρόνως στην κεντρική αρχή του Μέρους-αποδέκτη του αιτήματος μέσω της κεντρικής αρχής του αιτούντος Μέρους. 3. Κάθε αίτημα ή σχετικό έγγραφο σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου μπορεί να υποβάλλεται μέσω της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Interpol). 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 4. Όταν υποβάλλεται αίτημα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και η αρχή δεν είναι αρμόδια για να ασχοληθεί με το αίτημα, πρέπει να παραπέμψει το αίτημα στην αρμόδια εθνική αρχή και να ενημερώσει απευθείας το αιτούν Μέρος ότι το έπραξε. 5. Τα αιτήματα ή τα σχετικά έγγραφα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου που δεν αναφέρονται σε μέτρα εξαναγκασμού μπορούν να διαβιβάζονται απευθείας από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος Μέρους στις αρμόδιες αρχές του Μέρουςαποδέκτη του αιτήματος. 6. Κάθε Κράτος μπορεί, κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να ενημερώσει τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι για λόγους αποτελεσματικότητας, τα αιτήματα που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο θα πρέπει να απευθύνονται στην κεντρική αρχή του. Άρθρο 31 Πληροφορίες Το Μέρος-αποδέκτης του αιτήματος πρέπει να ενημέρωνα εγκαίρως το αιτούν Μέρος για τις ενέργειες του επί του αιτήματος σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο και για το τελικό αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών. Το Μέρος-αποδέκτης του αιτήματος πρέπει να ενημερώνει επίσης εγκαίρως το αιτούν Μέρος για κάθε περίσταση που μπορεί να καταστήσει αδύνατη την εκτέλεση της αιτούμενης ενέργειας ή που μπορεί να την καθυστερήσει σημαντικά. ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Τελικές διατάξεις Άρθρο 32 Υπογραφή και έναρξη ισχύος 1. Η παρούσα Σύμβαση θα ανοίξει για υπογραφή από τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και από Κράτη μη μέλη που συμμετείχαν στην επεξεργασία της. Τα Κράτη αυτά μπορούν να εκφράσουν τη συγκατάθεση τους να δεσμευθούν ως εξής: α. υπογραφή χωρίς επιφύλαξη σχετικά με την επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση, ή β. υπογραφή υπό τον όρο της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, που θα ακολουθηθεί από επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. 2. Τα έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατεθούν στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 3. Η παρούσα Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία δέκα τέσσερα Κράτη εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμευτούν από τη Σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1. Κάθε τέτοιο Κράτος που δεν είναι μέλος της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO) κατά τον χρόνο επικύρωσης, θα καταστεί αυτομάτως μέλος κατά την ημερομηνία που η Σύμβαση Θα τεθεί σε ισχύ. 4. Όσον αφορά κάθε υπογράφον Κράτος που εκφράζει μετέπειτα τη συγκατάθεση του να δεσμευτεί από αυτήν, η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ κατά την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία έκφρασης της συγκατάθεσης του να δεσμευτεί από τη Σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1. Κάθε υπογράφον Κράτος που δεν είναι μέλος της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO) κατά το χρόνο επικύρωσης, θα καταστεί αυτομάτως μέλος κατά την ημερομηνία που η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ όσον αφορά το Κράτος αυτό. Άρθρο 3 Παθητική δωροδοκία εθνικών δημόσιων λειτουργών Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, όταν τελούνται με πρόθεση την απαίτηση ή λήψη από οποιονδήποτε δημόσιο λειτουργό του, άμεσα ή έμμεσα, κάθε μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος για τον ίδιο ή για οποιονδήποτε άλλο, ή την αποδοχή προσφοράς ή υπόσχεσης τέτοιου πλεονεκτήματος, ώστε να προβεί σε πράξη ή να παραλείψει ενέργεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Άρθρο 33 Προσχώρηση στη Σύμβαση 1. Μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, μετά από διαβουλεύσεις με τα Συμβαλλόμενα Κράτη της Σύμβασης, μπορεί να προσκαλέσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα καθώς και οποιοδήποτε Κράτος που δεν είναι μέλος του Συμβουλίου και δεν συμμετείχε στην επεξεργασία της, να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση, με απόφαση που λαμβάνεται από την πλειοψηφία που προβλέπεται στο Άρθρο 20δ του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης και με την ομόφωνη ψήφο των εκπροσώπων των Συμβαλλομένων Κρατών που δικαιούνται να συμμετέχουν στην Επιτροπή Υπουργών. 2. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και οποιοδήποτε άλλο Κράτος που προσχωρεί στη Σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Σύμβαση αυτή θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου προσχώρησης στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και οποιοδήποτε Κράτος που προσχωρεί στη παρούσα Σύμβαση θα καταστεί αυτομάτως μέλος της GRECO, αν δεν είναι ήδη μέλος κατά το χρόνο προσχώρησης, κατά την ημερομηνία που θα τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση σε σχέση με αυτό. (Μετά τη σελ. 122,628) Σελ. 122,629 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 Άρθρο 34 Εδαφική εφαρμογή 1. Οποιοδήποτε Κράτος μπορεί, κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να προσδιορίσει το έδαφος ή εδάφη για τα οποία θα ισχύει η Σύμβαση. 2. Οποιοδήποτε Μέρος μπορεί, σε μετέπειτα ημερομηνία, με δήλωση που απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να επεκτείνει την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος που προσδιορίζεται στη δήλωση. Σε σχέση με το έδαφος αυτό, η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης από τον Γενικό Γραμματέα. 3. Κάθε δήλωση που γίνεται σύμφωνα με τις δυο προηγούμενες παραγράφους μπορεί, σε σχέση με έδαφος που προσδιορίζεται στη δήλωση αυτή, να ανακληθεί με γνωστοποίηση που απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ανάκληση αυτή θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής της γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα. Άρθρο 35 Σχέση με άλλες συνθήκες και συμφωνίες 1. Η παρούσα Σύμβαση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και «δεσμεύσεις που προκύπτουν από διεθνείς πολυμερείς συνθήκες που αφορούν ειδικά θέματα. 2. Τα Μέρη της Σύμβασης μπορούν να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ τους σχετικά με τα ζητήματα που ρυθμίζονται από την παρούσα Σύμβαση, έτσι ώστε να συμπληρώνουν ή να ενισχύουν τις διατάξεις της ή να διευκολύνουν την εφαρμογή των αρχών που ενσωματώνονται σε αυτήν. 3. Αν δυο ή περισσότερα Μέρη έχουν ήδη συνάψει συμφωνία ή Σύμβαση σε σχέση με ζήτημα, το οποίο αφορά η παρούσα Σύμβαση ή ρύθμισαν άλλως τις σχέσεις τους για το ζήτημα αυτό, δικαιούνται να εφαρμόσουν αυτή τη συμφωνία ή Σύμβαση ή να ρυθμίσουν αυτές τις σχέσεις αναλόγως, στη θέση της παρούσας Σύμβασης, αν διευκολύνει τη διεθνή συνεργασία. Σελ. 122,630 Τεύχος Σελ. Άρθρο 36 Δηλώσεις Κάθε Κράτος μπορεί, κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να δηλώσει ότι θα θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα την ενεργητική και παθητική δωροδοκία αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών σύμφωνα με το Άρθρο 5, ή λειτουργών διεθνών οργανισμών σύμφωνα με το Άρθρο 9 ή δικαστών και λειτουργών διεθνών δικαστηρίων σύμφωνα με το Άρθρο 11, μόνο στην έκταση που ο δημόσιος λειτουργός ή δικαστής ενεργεί ή παραλείπει να ενεργήσει κατά παράβαση των καθηκόντων του. Άρθρο 37 Επιφυλάξεις 1. Κάθε Κράτος μπορεί, κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να επιφυλαχθεί του δικαιώματος του να μη θεσπίσει ως ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στα Άρθρα 4, 6 έως 8, 10 και 12 ή τα αδικήματα παθητικής δωροδοκίας που ορίζονται στο Άρθρο 5. 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 2. Κάθε Κράτος μπορεί, κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να δηλώσει ότι κάνει χρήση της επιφύλαξης που προβλέπεται στο Άρθρο 17, παράγραφος 2. 3. Κάθε Κράτος μπορεί κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, να δηλώσει ότι μπορεί να αρνηθεί την αμοιβαία συνδρομή σύμφωνα με το Άρθρο 26 παράγραφος 1, αν το αίτημα αφορά αδίκημα το οποίο το Κράτος-αποδέκτης του αιτήματος θεωρεί ως πολιτικό αδίκημα. 4. Κανένα Κράτος δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, να εισαγάγει επιφυλάξεις σε περισσότερες από πέντε διατάξεις που αναφέρονται σε αυτό. Καμία άλλη επιφύλαξη δεν μπορεί να γίνει. Οι επιφυλάξεις της ίδιας φύσης όσον αφορά τα Άρθρα 4, 6 και 10 θεωρούνται ως μία επιφύλαξη. Άρθρο 38 Ισχύς και αναθεώρηση δηλώσεων και επιφυλάξεων 1. Οι δηλώσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 36 και οι επιφυλάξεις που αναφέρονται στο Άρθρο 37 θα ισχύουν για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύμβασης για το εν λόγω Κράτος. Ωστόσο, οι εν λόγω δηλώσεις και επιφυλάξεις μπορούν να ανανεώνονται για περιόδους ίδιας διάρκειας. 2. Δώδεκα μήνες πριν την ημερομηνία λήξης της δήλωσης ή επιφύλαξης, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρώπης θα γνωστοποιήσει τη λήξη αυτή στο ενδιαφερόμενο Κράτος. Το αργότερο τρεις μήνες πριν τη λήξη, το Κράτος θα ενημερώσει τον Γενικό Γραμματέα ότι διατηρεί, τροποποιεί ή αποσύρει τη δήλωση ή επιφύλαξη του. Αν δεν υπάρχει ενημέρωση από το ενδιαφερόμενο Κράτος, η Γενική Γραμματεία θα ενημερώσει το εν λόγω Κράτος ότι η δήλωση ή επιφύλαξη του θεωρείται ότι παρατάθηκε αυτομάτως για περίοδο έξι μηνών. Αν το ενδιαφερόμενο Κράτος δεν γνωστοποιήσει την πρόθεση του να διατηρήσει ή να μεταβάλει τη δήλωση ή επιφύλαξη του πριν τη λήξη της περιόδου αυτής, η δήλωση ή επιφύλαξη θεωρείται μη ισχύουσα. 3. Αν ένα Μέρος κάνει δήλωση ή επιφύλαξη σύμφωνα με τα Άρθρα 36 και 37, πρέπει να παράσχει, πριν την ανανέωση της ή αν του ζητηθεί, μια εξήγηση στην GRECO σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούν τη συνέχισή της. Άρθρο 39 Τροποποιήσεις 1. Τροποποιήσεις της παρούσας Σύμβασης μπορούν να προταθούν από οποιοδήποτε Μέρος, και θα γνωστοποιούνται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης στα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και σε κάθε Κράτος μη μέλος που προσχώρησε, ή που κλήθηκε να προσχωρήσει, στην παρούσα Σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 33. 2. Κάθε τροποποίηση που προτείνεται από Μέρος θα γνωστοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για Προβλήματα Εγκλημάτων (CDPC), η οποία θα υποβάλλει στην Επιτροπή Υπουργών τη γνώμη της για την προτεινόμενη τροποποίηση. 3. Η Επιτροπή Υπουργών θα εξετάζει την προτεινόμενη τροποποίηση και τη γνώμη που υπέβαλε η ? DPC και, μετά από διαβουλεύσεις με τα μη μέλη Κράτη Μέρη της παρούσας Σύμβασης, μπορεί να υιοθετήσει την τροποποίηση. 4. Το κείμενο κάθε τροποποίησης που υιοθετεί η Επιτροπή Υπουργών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου θα αποστέλλεται στα Μέρη για αποδοχή. 5. Κάθε τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου θα τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα αφού όλα τα Μέρη ενημερώσουν τον Γενικό Γραμματέα για την αποδοχή της. Άρθρο 40 Διευθέτηση διαφωνιών 1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για Προβλήματα Εγκλημάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης θα τηρείται ενήμερη σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης. 2. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των Μερών σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, θα επιδιώξουν διευθέτηση της διαφωνίας μέσω διαπραγματεύσεων ή άλλου ειρηνικού μέσου της επιλογής τους, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής της διαφωνίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για Προβλήματα Εγκλημάτων, σε διαιτητικό δικαστήριο οι αποφάσεις του οποίου θα είναι δεσμευτικές για τα Μέρη, ή στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως θα συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα Μέρη. (Μετά τη σελ. 122,630) Σελ. 122,631 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 Άρθρο 4 Δωροδοκία μελών εθνικών δημόσιων συνελεύσεων Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στα Άρθρο 41 Καταγγελία 1. Οποιοδήποτε Μέρος μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση με γνωστοποίηση που απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 2. Η καταγγελία αυτή θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής της γνωστοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα. Άρθρο 42 Γνωστοποίηση Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα γνωστοποιεί τα εξής στα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και σε κάθε Κράτος που προσχώρησε στην παρούσα Σύμβαση: α. τυχόν υπογραφή, β. κατάθεση εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, γ. τυχόν ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύμβασης σύμφωνα με τα Άρθρα 32 και 33, δ. τυχόν δήλωση ή επιφύλαξη σύμφωνα με το Άρθρο 36 ή το Άρθρο 37, ε. κάθε άλλη πράξη, γνωστοποίηση ή κοινοποίηση που αφορά την παρούσα Σύμβαση. Σε πίστωση των οποίων οι υπογεγραμμένοι, νομίμως εξουσιοδοτημένοι σχετικά, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση. Έγινε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999 στην αγγλική και γαλλική γλώσσα, τα κείμενα των οποίων είναι εξίσου αυθεντικά, σε ένα αντίτυπο που θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα αποστείλει επικυρωμένα αντίγραφα σε κάθε Κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, στα Κράτη μη μέλη που συμμετείχαν στην επεξεργασία της παρούσας Σύμβασης, και σε κάθε Κράτος που καλείται να προσχωρήσει σε αυτήν. Σελ. 122,632 Τεύχος Σελ. ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ Στρασβούργο, 15.5.2003 Τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και των άλλων Κρατών που υπογράφουν το παρόν, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι επιθυμητό να συμπληρωθεί η Σύμβαση Ποινικού Δικαίου για τη Διαφθορά (ETS. No. 173, στο εξής «Σύμβαση»), προκειμένου να προληφθεί και καταπολεμηθεί η διαφθορά λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι το παρόν Πρωτόκολλο θα επιτρέψει την ευρύτερη πραγματοποίηση του Προγράμματος Δράσης εναντίον της Διαφθοράς, του 1996. Συμφώνησαν τα εξής: 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Χρήση Όρων Άρθρο 1 Χρήση Όρων Για τον σκοπό του παρόντος Πρωτοκόλλου: 1. Ο όρος «διαιτητής» νοείται κατά το εθνικό δίκαιο των Κρατών-Μελών του παρόντος Πρωτοκόλλου, αλλά σε κάθε περίπτωση θα περιλαμβάνει ένα άτομο το οποίο, δυνάμει συμφωνίας διαιτησίας, καλείται να εκδώσει μια νομικά δεσμευτική απόφαση επί διαφοράς που του υποβλήθηκε από τους συμβαλλόμενους. 2. Ο όρος «συμφωνία διαιτησίας» σημαίνει μια συμφωνία αναγνωρισμένη από το εθνικό δίκαιο, όπου οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να υποβάλουν μια διαφορά προς επίλυση σε κάποιον διαιτητή. 3. Ο όρος «ένορκος» νοείται κατά το εθνικό δίκαιο των Κρατών-Μελών του παρόντος Πρωτοκόλλου, αλλά σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνει τα λαϊκά μέλη του συλλογικού οργάνου που έχει την ευθύνη να αποφασίζει επί της ενοχής του κατηγορουμένου στο πλαίσιο δίκης. 4. Στην περίπτωση διαδικασιών που συμμετέχει αλλοδαπός διαιτητής ή ένορκος, το Κράτος δίωξης μπορεί να εφαρμόσει τον ορισμό του διαιτητή ή ενόρκου μόνο στην έκταση που ο ορισμός αυτός είναι συμβατός με το εθνικό του δίκαιο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο Άρθρο 2 Ενεργητική δωροδοκία εθνικών διαιτητών Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος πρέπει να υιοθετήσει εκείνα τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να καθιερωθούν ως ποινικά αδικήματα κατά το εθνικό του δίκαιο όταν τελούνται με πρόθεση, η υπόσχεση, προσφορά ή παροχή από οποιονδήποτε, άμεσα ή έμμεσα, κάθε μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος σε διαιτητή που ασκεί το λειτούργημα του σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο περί διαιτησίας του Κράτους-Μέλους, για τον εαυτό του ή για οποιονδήποτε άλλον, για να προβεί σε πράξη ή να παραλείψει ενέργεια κατά την άσκηση του λειτουργήματός του. Άρθρο 3 Παθητική δωροδοκία των εθνικών διαιτητών Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος πρέπει να υιοθετήσει εκείνα τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπιστούν ως ποινικά αδικήματα κατά το εθνικό του δίκαιο, όταν τελούνται με πρόθεση, η απαίτηση ή λήψη από διαιτητή που ασκεί το λειτούργημα του σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο περί διαιτησίας του Συμβαλλόμενου ΚράτουςΜέλους, άμεσα ή έμμεσα, κάθε μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος για τον ίδιο ή για οποιονδήποτε άλλον, ή η αποδοχή προσφοράς ή υπόσχεσης αυτού του πλεονεκτήματος, για να προβεί σε πράξη ή να παραλείψει ενέργεια, κατά την άσκηση του λειτουργήματός του. Άρθρο 4 Δωροδοκία αλλοδαπών διαιτητών Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει εκείνα τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπιστούν ως ποινικά αδικήματα κατά το εθνικό του δίκαιο, οι συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, όταν εμπλέκεται διαιτητής που ασκεί το λειτούργημά του σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο περί διαιτησίας οποιουδήποτε άλλου Κράτους. Άρθρο 5 Δωροδοκία εθνικών ενόρκων Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει εκείνα τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπιστούν ως ποινικά αδικήματα κατά το εθνικό του δίκαιο, οι συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, όταν εμπλέκεται πρόσωπο που ενεργεί ως ένορκος εντός του δικαστικού συστήματος. Άρθρο 6 Δωροδοκία αλλοδαπών ενόρκων Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει εκείνα τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπιστούν ως ποινικά αδικήματα κατά το εθνικό του δίκαιο, οι συμπεριφορές που αναφέρονται στα Άρθρα 2 και 3, όταν εμπλέκεται οποιοσδήποτε που είναι μέλος οποιασδήποτε εθνικής συνέλευσης που ασκεί νομοθετικές ή διοικητικές εξουσίες. 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών άρθρα 2 και 3, όταν εμπλέκεται πρόσωπο που ενεργεί ως ένορκος εντός του δικαστικού συστήματος οποιουδήποτε άλλου Κράτους. (Μετά τη σελ. 122,632) Σελ. 122,633 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Παρακολούθηση εφαρμογής και τελικές διατάξεις Άρθρο 7 Παρακολούθηση εφαρμογής Η Ομάδα των Κρατών εναντίον της Διαφθοράς (GRECO) πρέπει να παρακολουθεί την εφαρμογή του παρόντος Πρωτοκόλλου από τα Μέρη. Άρθρο 8 Σχέση με τη Σύμβαση 1. Μεταξύ των Κρατών Μελών οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 6 του παρόντος Πρωτοκόλλου θεωρούνται ως πρόσθετα άρθρα στη Σύμβαση. 2. Οι διατάξεις της Σύμβασης εφαρμόζονται στην έκταση που είναι συμβατές με τις διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου. Άρθρο 9 Δηλώσεις κατ επιφυλάξεις 1. Αν Μέρος έχει κάνει μια δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 36 της Σύμβασης, μπορεί να κάνει μια παρόμοια δήλωση σχετικά με τα άρθρα 4 και 6 του παρόντος Πρωτοκόλλου κατά τον χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης του εγγράφου της επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης. 2. Αν ένα Μέρος έχει δηλώσει κάποια επιφύλαξη σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 1 της Σύμβασης που περιορίζει την εφαρμογή των αδικημάτων παθητικής δωροδοκίας του άρθρου 5 της Σύμβασης μπορεί να δηλώσει παρόμοια επιφύλαξη σχετικά με τα άρθρα 4 και 6 του παρόντος Πρωτοκόλλου κατά τον χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης του εγγράφου της επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης. Κάθε άλλη επιφύλαξη Συμβαλλόμενου Μέρους σύμφωνα με το άρθρο 37 της Σύμβασης, θα έχει εφαρμογή επίσης στο παρόν Πρωτόκολλο, εκτός αν το Μέρος δηλώσει κάτι διαφορετικό κατά τον χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης του εγγράφου της επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης. 3. Καμία άλλη επιφύλαξη δεν μπορεί να διατυπωθεί. Σελ. 122,634 Τεύχος Σελ. Άρθρο 10 Υπογραφή και θέση σε ισχύ 1. Το παρόν Πρωτόκολλο θα είναι ανοιχτό για υπογραφή από Κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση. Αυτά τα Κράτη μπορούν να εκφράσουν την συγκατάθεση τους να δεσμευτούν, ως εξής: α. υπογραφή χωρίς επιφυλάξεις ως προς την επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση ή β. υπογραφή υπό τον όρο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης που θα ακολουθηθεί από την επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. 2. Τα έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατίθενται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 3. Το παρόν Πρωτόκολλο θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία πέντε Κράτη εξέφρασαν τη συναίνεση τους να δεσμευτούν από αυτό το Πρωτόκολλο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, και μόνο αφού η ίδια η Σύμβαση θα έχει τεθεί σε ισχύ. 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 4. Σχετικά με οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Κράτος που στη συνέχεια εκφράζει τη συναίνεση του να δεσμευτεί από αυτό, το Πρωτόκολλο θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία που εξέφρασε τη συναίνεση του να δεσμευτεί από το Πρωτόκολλο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2. 5. Το Συμβαλλόμενο Κράτος δεν μπορεί να επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει το παρόν Πρωτόκολλο, χωρίς να έχει, ταυτόχρονα ή προηγούμενα, εκφράσει τη συναίνεσή του να δεσμευτεί από τη Σύμβαση. Άρθρο 11 Προσχώρηση στο Πρωτόκολλο 1. Κάθε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα που έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση μπορεί να προσχωρήσει στο παρόν Πρωτόκολλο αφού αυτό θα έχει τεθεί σε ισχύ. 2. Σχετικά με οποιοδήποτε Κράτος ή την Ευρωπαϊκή Κοινότητα που έχει προσχωρήσει στο Πρωτόκολλο, αυτό θα τεθεί σε ισχύ, την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατάθεσης εγγράφου προσχώρησης, στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Άρθρο 12 Εδαφική εφαρμογή 1. Κάθε Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί κατά τον χρόνο υπογραφής ή της κατάθεσης του εγγράφου της επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, να ορίσει το έδαφος ή τα εδάφη όπου το Πρωτόκολλο αυτό θα έχει εφαρμογή. 2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, με δήλωση που θα απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης να επεκτείνει την εφαρμογή του παρόντος Πρωτοκόλλου σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος ή εδάφη που ορίζονται στη δήλωση για τις διεθνείς σχέσεις του οποίου είναι υπεύθυνο ή για λογαριασμό του οποίου αυτό εξουσιοδοτείται να αναλάβει δεσμεύσεις. Σχετικά με το εν λόγω έδαφος, το Πρωτόκολλο θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής αυτής της δήλωσης από τον Γενικό Γραμματέα. 3. Κάθε δήλωση που γίνεται σύμφωνα με τις δύο προηγούμενες παραγράφους, μπορεί σε σχέση με οποιοδήποτε έδαφος που αναφέρεται στη δήλωση αυτή, να ανακληθεί με ειδοποίηση που απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ανάκληση αυτή θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα. Άρθρο 13 Καταγγελία 1. Κάθε Μέρος μπορεί σε οποιαδήποτε στιγμή να καταγγείλει το παρόν Πρωτόκολλο με ειδοποίηση που απευθύνεται προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 2. Αυτή η καταγγελία Φα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα μετά τη λήξη περιόδου τριών μηνών, μετά την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα. 3. Η καταγγελία της Σύμβασης αυτόματα συνεπάγεται καταγγελία του παρόντος Πρωτοκόλλου. Άρθρο 14 Ειδοποίηση Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα ενημερώσει τα Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και οποιοδήποτε Κράτος ή την Ευρωπαϊκή Κοινότητα που έχει προσχωρήσει στο παρόν Πρωτόκολλο σχετικά με: α. οποιαδήποτε υπογραφή του παρόντος Πρωτοκόλλου, β. την κατάθεση οποιουδήποτε εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, γ. οποιαδήποτε ημερομηνία θέσης σε ισχό του παρόντος Πρωτοκόλλου σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 και 12, δ. οποιαδήποτε δήλωση ή επιφύλαξη που γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 8, 9 και 12, ε. οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, ειδοποίηση ή ανακοίνωση σχετικά με το παρόν Πρωτόκολλο. Σε πίστωση αυτών οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς αυτό, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο. Έγινε στο Στρασβούργο σήμερα 15η Μαΐου 2003, στην αγγλική και γαλλική γλώσσα με τα δύο κείμενα να είναι εξίσου αυθεντικά, σε ένα αντίγραφο το οποίο θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα αποστείλει επικυρωμένα αντίγραφα σε κάθε Συμβαλλόμενο που το υπογράφει και προσχωρεί σε αυτό. (Μετά τη σελ. 122,634) Σελ. 122,635 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 Άρθρο 5 Δωροδοκία αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στα Άρθρο δεύτερο Ορολογία Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι έννοιες του «δημόσιου λειτουργού», «λειτουργού», «δημόσιου αξιωματούχου», «δημάρχου», «υπουργού», «δικαστή», «νομικού προσώπου» λαμβάνονται όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 1 της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο. Άρθρο τρίτο Δωροδοκία αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών, λειτουργών διεθνών οργανισμών κ.λπ. 1. Οι διατάξεις των άρθρων 235, 236, 237 και 238 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί των πράξεων της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας από και προς δημόσιους υπαλλήλους, λειτουργούς και δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ένορκοι και οι διαιτητές, άλλου κράτους μέλους της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο. 2. Οι διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 238 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί των πράξεων της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας από και προς λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους με οποιαδήποτε συμβατική σχέση, κατά την έννοια των οικείων κανονισμών προσωπικού, κάθε δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα στον οποίο η Ελληνική Δημοκρατία είναι μέλος, καθώς και κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα που αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι εν λόγω λειτουργοί ή υπάλληλοι. 3. Οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί των πράξεων της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας που αναφέρονται σε πρόσωπα που ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή καθήκοντα διαιτητή ή ενόρκου σε διεθνή δικαστήρια, των οποίων η δικαιοδοσία είναι αποδεκτή από την Ελληνική Δημοκρατία. Ως προς τις πράξεις της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας από και προς τους λοιπούς αξιωματούχους των εν λόγω διεθνών δικαστηρίων, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 238 του Ποινικού Κώδικα. Σελ. 122,636 Τεύχος Σελ. Άρθρο τέταρτο Δωροδοκία μελών αλλοδαπών δημόσιων συνελεύσεων 1. Η διάταξη του άρθρου 159 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται και επί των πράξεων της ενεργητικής και της παθητικής δωροδοκίας από και προς οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι μέλος δημόσιας συνέλευσης που ασκεί νομοθετικές ή διοικητικές εξουσίες δηλαδή μέλος της Βουλής ή Επιτροπής της ή οποιουδήποτε Συμβουλίου Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε κάθε άλλο κράτος μέλος της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο. 2. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 159 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και επί πράξεων ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας από και προς μέλη κοινοβουλευτικών συνελεύσεων διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών, στους οποίους η Ελληνική Δημοκρατία είναι μέλος. 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών Άρθρο πέμπτο Ενεργητική και παθητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα 1. Με την ποινή του άρθρου 235 του Ποινικού Κώδικα τιμωρείται όποιος με πρόθεση κατά την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας υπόσχεται, προσφέρει ή παρέχει, άμεσα ή έμμεσα, οποιοδήποτε μη οφειλόμενο πλεονέκτημα ή αντάλλαγμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει διευθυντική θέση ή εργάζεται με οποιαδήποτε ιδιότητα σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, για τον ίδιο ή για τρίτον, για ενέργεια ή παράλειψη κατά παράβαση των καθηκόντων του, όπως αυτά διαγράφονται από το νόμο, τη σύμβαση εργασίας, τους εσωτερικούς κανονισμούς, τις εντολές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή προκύπτουν από τη φύση της θέσης του στην υπηρεσία του εργοδότη. Η πράξη μένει ατιμώρητη, αν συντρέχουν στο πρόσωπο του δράστη οι προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 236 του Ποινικού Κώδικα και στην περίπτωση αυτή το δώρο ή το ωφέλημα που τυχόν κατασχέθηκε ή έχει παραδοθεί στην αρμόδια αρχή, αποδίδεται σε αυτόν που το έδωσε και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 238 του Ποινικού Κώδικα. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και κάθε διευθυντής ή εργαζόμενος με οποιαδήποτε ιδιότητα σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος με πρόθεση κατά την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας απαιτεί ή λαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα οποιοδήποτε μη οφειλόμενο αντάλλαγμα για τον ίδιο ή για οποιονδήποτε άλλο ή δέχεται υπόσχεση ενός τέτοιου πλεονεκτήματος ή ανταλλάγματος, για ενέργεια ή παράλειψή του κατά παράβαση των καθηκόντων του. 3. Η διάταξη του άρθρου 238 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται και στα αδικήματα του παρόντος άρθρου. Άρθρο έκτο Προσφορά για άσκηση επιρροής 1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή αυτός που υπόσχεται, παρέχει ή προσφέρει άμεσα ή έμμεσα οποιοδήποτε μη οφειλόμενο οικονομικό αντάλλαγμα σε οποιονδήποτε ισχυρίζεται, αληθώς ή αναληθώς ή επιβεβαιώνει, ότι μπορεί να ασκήσει παράνομη και εκτός αρμοδιότητας του επιρροή στη διαδικασία λήψης απόφασης ή στη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης, οποιουδήποτε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα τρίτο έως και πέμπτο του παρόντος νόμου, σε ανταμοιβή της επιρροής, ανεξάρτητα αν η επιρροή ασκείται ή όχι ή αν η υποτιθέμενη επιρροή οδηγεί στο σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όχι. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και αυτός που αξιώνει, λαμβάνει ή αποδέχεται προσφορά ή υπόσχεση ενός τέτοιου ανταλλάγματος σε ανταμοιβή αυτής της επιρροής, ανεξάρτητα αν η επιρροή ασκείται ή όχι ή αν η υποτιθέμενη επιρροή οδηγεί στο σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όχι. Άρθρο έβδομο Ξέπλυμα εσόδων από αδικήματα διαφθοράς (Προστίθεται εδάφιο ιζιζ’,μετά το εδάφιο ιστιστ’ της παρ. 1 του ν. 3424/2005 ανωτ. σελ. 84,282). Άρθρο όγδοο Λογιστικά αδικήματα Τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, όποιος καταρτίζει ή κάνει χρήση τιμολογίου ή άλλου λογιστικού εγγράφου ή αρχείου που περιέχει ψευδείς ή ελλιπείς πληροφορίες ή παραλείπει παράνομα την καταχώρηση πληρωμής, αν οι πράξεις αυτές τελούνται για τη διευκόλυνση διάπραξης, απόκρυψης ή συγκάλυψης κάποιας από τις πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα τρίτο ως και έβδομο του παρόντος νόμου. Άρθρα 2 και 3, όταν εμπλέκεται δημόσιος λειτουργός άλλου Κράτους. Άρθρο ένατο Δικαιοδοσία - Αυτεπάγγελτη δίωξη 1. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 ως 14 της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο. 2. Τα προβλεπόμενα από τον παρόντα νόμο αδικήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως, οπουδήποτε και αν τελέστηκαν. (Μετά τη σελ. 122,636) Σελ. 122,637 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 Άρθρο δέκατο Ευθύνη νομικών προσώπων 1. Αν κάποιο από τα αδικήματα της ενεργητικής δωροδοκίας, της προσφοράς για άσκηση επιρροής ή ξεπλύματος χρήματος που προβλέπονται από τα άρθρα 159, 235 και 237 του Ποινικού Κώδικα και τα άρθρα τρίτο ως και όγδοο του παρόντος νόμου, τελείται προς όφελος νομικού προσώπου που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα από οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί ως φυσικός ή ηθικός αυτουργός ή συνεργός, είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση εντός του νομικού προσώπου, με βάση εξουσία εκπροσώπησης τούτου ή εξουσιοδότησης για τη λήψη απόφασης εκ μέρους του νομικού προσώπου ή εξουσιοδότησης για την άσκηση ελέγχου εντός του νομικού προσώπου, πέραν της ποινικής ευθύνης του φυσικού προσώπου, επιβάλλεται και στο νομικό αυτό πρόσωπο με απόφαση του Προϊσταμένου της οικείας περιφερειακής διεύθυνσης της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.): α. διοικητικό πρόστιμο μέχρι του τριπλάσιου της αξίας του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή β. προσωρινή ή σε περίπτωση υποτροπής οριστική απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή γ. πρόσκαιρος ή οριστικός αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις. 2. Οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο και όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο από φυσικό πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία του. 3. Πέραν των ανωτέρω κυρώσεων δεν αποκλείονται και κυρώσεις που προβλέπονται από άλλες διατάξεις. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων της παραγράφου 1, οι αρμόδιες υπηρεσίες είσπραξης, ως και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Σελ. 122,638 Τεύχος Σελ. Άρθρο ενδέκατο Ειδικές ανακριτικές αρχές Στα αδικήματα που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο οι ανακριτικές πράξεις διεξάγονται από τα αρμόδια όργανα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων. Παράλληλα διατηρείται και η αρμοδιότητα των κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οργάνων. 8.Γ.ζ.2 Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών Άρθρο δωδέκατο Μέτρα προς διευκόλυνση της συλλογής των αποδείξεων και για την προστασία συνεργατών δικαιοσύνης και μαρτύρων 1. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα και στα άρθρα τρίτο έως και όγδοο του παρόντος νόμου εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 253Α παράγραφος 1 στοιχεία γ΄, δ΄, ε΄ και παράγραφοι 2 και 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που προστέθηκε με το άρθρο 6 του ν. 2928/2001. 2. Κατά την ποινική προδικασία για τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των καταγγελλόντων τις πράξεις αυτές ή των ουσιωδών μαρτύρων, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφοι 2 ως και 4 του ν. 2928/2001. Άρθρο δέκατο τρίτο Κεντρική αρχή Αρμόδια Κεντρική Αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 29 της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Άρθρο δέκατο τέταρτο Επιφύλαξη της Ελληνικής Δημοκρατίας Σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 3 της Σύμβασης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, η Ελληνική Δημοκρατία δεν δεσμεύεται από το άρθρο 26 παράγραφος 1 της ίδιας Σύμβασης και μπορεί να αρνηθεί τη δικαστική συνδρομή, αν το αίτημα του κράτους μέρους αφορά αδίκημα, το οποίο θεωρεί ως πολιτικό. Άρθρο δέκατο πέμπτο Έναρξη ισχύος Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης ποινικού δικαίου για τη διαφθορά και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου που κυρώνονται από την πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 και 11 αυτών αντίστοιχα. (Μετά τη σελ. 122,638) Σελ. 122,639 Τεύχος Σελ. Διαφθορά αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών 8.Γ.ζ.2 Άρθρο 6 Δωροδοκία μελών αλλοδαπών δημόσιων συνελεύσεων Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τη συμπεριφορά που αναφέρεται στα
| 16 |
2. ΝΟΜΟΣ ΙΑ΄ της 23/30 Ιουν.1845 Περί του δικαιώματος του δημοτικού νοσοκομείου Σύρου.
| 334 |
3. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Αριθ. 67900 της 6 Ιουν.-27 Ιουλ. 2005 (ΦΕΚ Β΄ 1057) Καθορισμός της διαδικασίας εκκαθάρισης και των δικαιολογητικών που απαιτούνται για την καταβολή αποζημίωσης σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές που παρέχουν υπηρεσίες νομικής βοήθειας Έχοντας υπόψη: 1) Τις διατάξεις: α) των άρθρων 12-15 του Ν.3226/04 (ΦΕΚ 24 Α΄) "Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος και άλλες διατάξεις" β) του άρθρου 29 Α του ν. 1558/1995 ( ΦΕΚ 137 Α΄) "Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα" όπως προστέθηκε με το άρθρο 27 του ν. 2081/1992 (ΦΕΚ 154 Α΄) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παραγ. 2α του Ν.2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α΄). γ) του άρθρου 7 του π.δ. 36/2000 (29 Α΄) "Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης". 2) Την υπ’ αριθμ. 14650/ ΔΙΟΕ 85/17.3.2004 (ΦΕΚ 519 Β΄) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, "Καθορισμός αρμοδιοτήτων Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών στους Υφυπουργούς Οικονομικών" και 3) Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε: Καθορίζουμε τη διαδικασία εκκαθάρισης και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την καταβολή αποζημίωσης σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές που παρέχουν νομική βοήθεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3226/2004. Στους δικαιούχους καταβάλλεται η αποζημίωση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις κατώτατα όρια καθορισμού αμοιβής, εφόσον παρείχαν νομική βοήθεια. Για την είσπραξη της αποζημίωσή τους οι δικαιούχοι οφείλουν να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο τα ακόλουθα δικαιολογητικά: «α) Οι δικηγόροι : Α) δικηγόροι που παρέχουν νομική βοήθεια σε ποινικές υποθέσεις: 1. αίτηση του δικαιούχου 2. επικυρωμένο αντίγραφο της πράξεως του διορισμού τους ως συνηγόρων υπεράσπισης ή πολιτικής αγωγής (Μετά τη σελ.160,55) Σελ. 160,57 Τεύχος Σελ. Νομική Βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος 9.Β.στ.2-3 3. βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή του συμβουλίου ή τον ανακριτή, στην οποία να βεβαιώνεται ότι ο δικαιούχος παρέστη και άσκησε το έργο της υπεράσπισης ή της πολιτικής αγωγής 4. επικυρωμένο αντίγραφο απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια. 5. επικυρωμένα αντίγραφα των πάσης φύσεως απαιτουμένων εγγράφων ή δικογράφων που αναφέρονται στη συγκεκριμένη υπόθεση και για τη σύνταξη ή κατάθεση τους σε δικαστήριο, συμβούλιο, ανακριτική ή εισαγγελική αρχή προβλέπεται αμοιβή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις 6. κατάσταση πληρωμής της δαπάνης εις διπλούν 7. όταν πρόκειται για ανάκριση, υπεύθυνη δήλωση του δικαιούχου ότι ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτόν δεν έχει καταθέσει δικαιολογητικά για την είσπραξη αμοιβής για την ίδια υπόθεση. Β) Δικηγόροι που παρέχουν νομική βοήθεια σε αστικές υποθέσεις 1. αίτηση του δικαιούχου 2. επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, με την οποία διορίζεται ο δικαιούχος για την υπόθεση στην οποία παρέσχε την νομική βοήθεια 3. επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια 4. επικυρωμένα αντίγραφα των πάσης φύσεως απαιτουμένων εγγράφων ή δικογράφων που αναφέρονται στη συγκεκριμένη υπόθεση και για τη σύνταξη ή κατάθεση τους σε δικαστήριο προβλέπεται αμοιβή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις 5. κατάσταση πληρωμής δαπάνης εις διπλούν 6. όταν υποβάλλεται αίτηση καταβολής αμοιβής για σύνταξη ή κατάθεση δικογράφου, υπεύθυνη δήλωση του δικαιούχου ότι ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτόν δεν έχει καταθέσει δικαιολογητικά για την είσπραξη αμοιβής για την ίδια υπόθεση.» Οι μέσα σε «» διατάξεις τροποποιήθηκαν ως άνω από την με αριθ. 7790/14 Δεκ. 2006 – 16 Φεβρ. 2007 (ΦΕΚ Β΄ 200) απόφαση Υπ. Οικονομίας-Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Σελ. 160,58 Τεύχος Σελ. β) Οι δικαστικοί επιμελητές: 1. Αίτηση του δικαιούχου. 2. Απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία ορίζεται ο δικαστικός επιμελητής για να διενεργήσει τις συγκεκριμένες επιδόσεις. 3. ΄Εκθεση επίδοσης Σε περίπτωση επίδοσης άγνωστης διαμονής, από την έκθεση επίδοσης πρέπει να προκύπτει ότι έχει τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 135 του ΚΠολΔ. 4. Κατάσταση πληρωμής της δαπάνης εις διπλούν. 5. Υπεύθυνη δήλωση του δικαιούχου ότι δεν έχουν κατατεθεί δικαιολογητικά για την ίδια υπόθεση. Το αρμόδιο δικαστήριο θα διαβιβάζει τα ανωτέρω δικαιολογητικά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης (Διεύθυνση Οικονομικού), για έγκριση και αναγνώριση δαπάνης. Στη συνέχεια η Διεύθυνση Οικονομικού, επισυνάπτοντας τη σχετική απόφαση ανάληψης της υποχρέωσης θα τα υποβάλει στην οικεία Υ.Δ.Ε. για την εκκαθάριση και την έκδοση του σχετικού χρηματικού εντάλματος πληρωμής στο όνομα του δικαιούχου και στη Δ.Ο.Υ που υπάγεται ο δικαιούχος. Οι δικαιούχοι θα πρέπει να προσκομίσουν στη Δ.Ο.Υ. απόδειξη παροχής υπηρεσιών για το ακαθάριστο ποσό, κατά την εξόφληση του χρηματικού εντάλματος. Η εν λόγω δαπάνη θα βαρύνει τις πιστώσεις του Φορέα 17-110 και τον ΚΑΕ 0871. 9.Β.στ.3 Νομική Βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος
| 311 |
78.ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1076 της 14/15 Νοεμ. 1975 (ΦΕΚ Α΄ 353) Περί επεκτάσεως των διατάξεων των άρθρ. 29 και 30 του Νόμ. 434/1976 επί των Ν.Π.Δ.Δ. αρμοδιότητος Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Άρθρον μόνον.-Αι διατάξεις των άρθρ. 29 και 30 του Νόμ. 434/76 «περί πληρώσεως θέσεων και ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την κατάστασιν των δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», επεκτείνονται και επί των Ν.Π.Δ.Δ. αρμοδιότητος Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (Γενικών Διευθύνσεων Κοινωνικής Προνοίας και Υγιεινής).
| 167 |
3. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. Δ. 10222 της 23/27 Σεπτ. 1965 (ΦΕΚ Β΄ 632) Περί θέσεως υπό Τελωνειακήν επίβλεψιν των εν Ν. Κορδελιώ Θεσσαλονίκης εγκαταστάσεων κατασκευής συναρμολογήσεως αυτοκινήτων της Α.Ε. «CHRYSLER HELLAS».
| 306 |
25. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 380 της 6/11 Απρ. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 99) Περί παραγραφής των παραβάσεων και άρσεως των συνεπειών των προβλεπομένων υπό του υπ’ αριθ. 592/1963 Β.Δ/τος. Άρθρ.1.-1.Εξαλείφεται δια παραγραφής το αξιόποινον των υπό του υπ’ αριθ. 592/1963 Β.Δ/τος «περί κωδικοποιήσεως των ισχυουσών διατάξεων της νομοθεσίας περί εκλογής βουλευτών» (τόμ.1Α σελ. 127) εν συνδυασμώ προς τας διατάξεις του υπ’ αριθ. 9/1973 Ν.Δ/τος «περί προκηρύξεως και τρόπου διενεργείας δημοψηφίσματος επί των τροποποιήσεων του από 15 Νοεμ. 1968 Συντάγματος», (τόμ. 1 σελ. 20) προβλεπομένων εγκλημάτων των τελεσθέντων κατά ή εν σχέσει με την διενέργειαν του, βάσει της υπ’ αριθ. 67/15.6.1973 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, Δημοψηφίσματος της 29 Ιουλ. 1973. 2.Δικογραφίαι αφορώσαι εις τα περί ων η προηγουμένη παράγραφος εγκλήματα, τίθενται εις το αρχείον δια πράξεως του αρμοδίου κατά περίπτωσιν εισαγγελέως ή δημοσίου κατηγόρου. 3.Καταδικαστικαί αποφάσεις εκδοθείσαι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος επί εγκλημάτων υπαγομένων εις την εν παρ. 1 παραγραφήν, αποβάλλουν την ισχύν των ως προς όλας αυτών τας διατάξεις, αιρομένων και των εξ αυτών διοικητικών και πάσης φύσεως συνεπειών. Επιβληθείσαι ποιναί θεωρούνται παραγεγραμμέναι, αύται δε ως και αι εκτιθείσαι ποιναί διαγράφονται αυτεπαγγέλτως εκ του ποινικού μητρώου. 4.Κατάδικοι ή προφυλακισμένοι δια τι των ως άνω εγκλημάτων, απολύονται των φυλακών, παραγγελία του αρμοδίου Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών του τόπου της κρατήσεως αυτών. 5.Καταδικασθέντες ή προφυλακισθέντες επί τινι των εγκλημάτων τούτων δεν δικαιούνται αποζημιώσεως δια την φυλάκισιν ή προφυλάκισίν των, ουδ’ επιστροφής των, τυχόν, δια την έκτισιν της ποινής καταβληθέντων, ως και των εξόδων και τελών. Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
| 64 |
55. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ.Τ. 5659/445 της 10/20 Οκτ. 1977 (ΦΕΚ Β΄ 1050) Περί εγκρίσεως νέου εντύπου διασαφήσεως εξαγωγής και δηλώσεως-αιτήσεως. Έχοντας υπόψη: α)Τις διατάξεις των άρθρ. 70 και 133 παρ. 2 του Νόμ. 1165/18 «περί τελωνειακού Κώδικος». β)Τις διατάξεις του νόμ. 2861/54 «περί μέτρων ενισχύσεως της εξαγωγής βιομηχανικών και άλλων εγχωρίων προϊόντων». γ)Τις διατάξεις της αριθ. Τ. 1371/47/10.3.70 αποφάσεώς μας (ΕΔΥΟ 42/70) «περί της τηρητέας διαδικασίας κατά την εξαγωγή εγχωρίων προϊόντων και διαρρυθμίσεως των σχετικών εντύπων». δ)Τις προτάσεις της ομάδας εργασίας που συστήθηκε με την Τ. 5901/509/16.12.76 απόφασή μας, για τη μελέτη και επεξεργασία Διεθνών Τελωνειακών Συμβάσεων. ε)Την ανάγκη αναπροσαρμογής και απλουστεύσεως των ήδη χρησιμοποιουμένων εντύπων, για τη μεγαλύτερη εξυπηρέτηση της Υπηρεσίας και διευκόλυνση του εξαγωγικού εμπορίου, αποφασίζουμε: 1.Καταργούμε το έντυπο της Διασαφήσεως Εξαγωγής που καθιερώθηκε με το άρθρ. 1 της Τ. 1371/47/1970 αποφάσεώς μας (ΕΔΥΟ 42/70) και αντ’ αυτού εγκρίνουμε: α)Νέο έντυπο με τίτλο «Διασάφηση Εξαγωγής». β)Νέο έντυπο με τίτλο «Δήλωση-Αίτηση» του εξαγωγέα. (Αντί για τη σελ. 202,15) Σελ. 202,15(α) Τεύχος 699-Σελ. 35 - 342 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.54-55 2.Το νέο έντυπο της «Διασαφήσεως Εξαγωγής» με Κωδικό Αριθμό (Κ.Α.) Τ.05.01, έχει τη μορφή πολυτύπου υπό στοιχ. Α, Β και Γ, με σχήμα για όλα τ’ αντίτυπά του το ίδιο και διαστάσεις (Α4) 210x297 χιλιοστά. Το υπό στοιχ. Α αντίτυπο, χρησιμοποιείται ως κύριο παραστατικό έγγραφο εξαγωγής, «Διασάφηση Εξαγωγής». Το Β, ως άδεια φορτώσεως εξαγομένων εμπορευμάτων και το Γ΄, για τη Μηχανογραφική Υπηρεσία Φορολογίας. 3.Το νέο έντυπο της «Δηλώσεως-Αιτήσεως» του εξαγωγέα, περί των χρησιμοποιηθεισών πρώτων υλών για τη μεταποίηση και εξαγωγή, έχει Κωδικό Αριθμό (Κ.Α.) Τ-05.21 και προσαρτάται, μετά τη συμπλήρωση και υπογραφή του από τον εξαγωγέα, στο υπό στοιχ. Α αντίτυπο της «Διασαφήσεως Εξαγωγής». 4.Και τα δύο νέα έντυπα, τόσο της «Διασαφήσεως Εξαγωγής», όσο και της «Δηλώσεως-Αιτήσεως» του εξαγωγέα, θα εκτυπώνονται από το Εθνικό Τυπογραφείο. Η διασάφηση εξαγωγής θα τυπώνεται και θα διατίθεται σε δέσμες των 50 τριπλοτύπων Α, Β και Γ, για να καθίσταται ευχερής η απόσπαση και διάθεση τούτων στους εξαγωγείς κατά τριπλότυπα, ως και η συμπλήρωσή τους απ’ αυτούς, κατά προτίμηση δια γραφομηχανής με τη βοήθεια αποτυπωτικού χάρτου (καρμπόν). Η δήλωση-αίτηση του εξαγωγέα θα τυπώνεται και θα διατίθεται σε δέσμες των 100 φύλλων χρώματος κυανού, για να διακρίνεται ευκρινώς από τη διασάφηση εξαγωγής στην οποία θα προσαρτάται. 5.Κατά τα λοιπά και ιδίως σε ό,τι αφορά στη συμπλήρωση του πολυτύπου εντύπου Α, Β και Γ της «διασαφήσεως εξαγωγής», ως και της «δηλώσεωςαιτήσεως» του εξαγωγέα, ισχύουν τα διαλαμβανόμενα στο άρθρ. 1 της αριθ. Τ. 1371/47/70 αποφάσεώς μας. 6.Ως ημέρα ενάρξεως χρησιμοποιήσεως των νέων ως άνω εντύπων ορίζεται η πρώτη Ιαν. 1978. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
| 318 |
22. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡ. ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ Αριθ. 90155/69 της 17/29 Απρ. 1969 (ΦΕΚ Β΄ 288) Περί χορηγήσεως εκπτώσεως εις συνταξιούχους Εμπορικού Ναυτικού. Έχοντες υπ’ όψιν: 1.Το υπ’ αριθ. 31064/6/69/31.1.69 έγγραφον ΥΕΝ/ΔΗΝ 1ον. 2.Το από 3.4.1969 πρακτικόν συνεδριάσεως της Γνωμοδοτικής Επιτροπής Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών. Ιδόντες τας διατάξεις του άρθρ. 9 του Νόμ. 6059/1934 ως ετροποποιήθη δια των διατάξεων του άρθρ. 9 του Νόμ. 756/1948, άρθρ. 4 Β.Δ. 493/30.5.1965 (ΦΕΚ 108/Α/31.5.65), Α.Ν. 65/15.7.67 (ΦΕΚ 124Α/20.7.1967) και της υπ’ αριθ. 72190 / 15896 / 2.8.67 κοινής αποφάσεως (Αντί της σελ. 362,05(β) Σελ. 362,05(γ) Τεύχος 555-Σελ. 7 Ακτοπλοΐα 19.Δ.γ.21-22 Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως και Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, αποφασίζομεν: Καθορίζομεν έκπτωσιν 50% επί του ναύλου των ακτοπλοϊκών πλοίων εσωτερικού δι’ έν εισέτι άτομον κατά οικογένειαν συνταξιούχου ναυτικού Ε.Ν. ως συνοδού αυτού.
| 132 |
10. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 660 της 14 Οκτ./7 Νοεμ. 1941 (ΦΕΚ Α΄ 381) Περί διακανονισμού ζητημάτων τινών του προσωπικού της Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρείας Υδάτων. (Ηκυρώθη δια της υπ’ αριθ. 306/1946 Π.Υ.Σ., πλην του άρθρ. 2 αυτού).
| 177 |
11. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 592 της 28 Αυγ./25 Σεπτ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 196) Περί Οργανισμού της Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείου-Τηλεπικοινωνιών. Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις: α)Τα Β.Δ. 873/1960, 596/1962 και 799/1969, β)Το άρθρ. 14 του Ν.Δ. 496/1970 «περί Οργανώσεως και Λειτουργίας των Ταχυδρομείων», γ)Την υπ’ αριθ. 538/1970 γνωμοδότησιν του Α.Σ.Δ.Υ. ως και την υπ’ αριθ. 581/1970 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί των Συγκοινωνιών Υπουργού απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Διάρθρωσις της Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείων - Τηλεπικοινωνιών Άρθρ.1.-Την εις το Υπουργείον Συγκοινωνιών υπαγομένην Γενικην Διεύθυνσιν ΤαχυδρομείωνΤηλεπικοινωνιών απαρτίζουν: 1.Η Διεύθυνσις Τεχνική. 2.Η Διεύθυνσις Τηλεπικοινωνιακής Εκμεταλλεύσεως. 3.Η Διεύθυνσις Ελέγχου. 4.Η Διεύθυνσις Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών. 5.Η Διεύθυνσις Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως. Άρθρ.10.-Η αρμοδιότης της Διευθύνσεως Ελέγχου ανάγεται εις τα κατωτέρω κατά Τμήματα καθοριζόμενα αντικείμενα. α)Τμήμα Μελετών. 1.Η επιστημονική μελέτη και έρευνα επί παντός θέματος σχέσιν έχοντος με τας ραδιοεπικοινωνίας και τηλεπικοινωνίας εν γένει, εν τω πλαισίω των προγραμμάτων των Διεθνών Συμβουλευτικών Επιτροπών CCIR, CCITT και Διεθνών Επιστημονικών Επιτροπών. (Αντί της σελ. 47(β) Σελ. 47(γ) Τεύχος 397-Σελ. 7 Γενική Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών 22.Α.β.11 2.Η επεξεργασία προτάσεων τεχνικού περιεχομένου δια τα συγκαλούμενα διεθνή τηλεπικοινωνιακά συνέδρια και διασκέψεις και η μελέτη και ενέργεια επί των συναφών προτάσεων ξένων χωρών και των Διεθνών Συμβουλευτικών Επιτροπών CCIR, CCITT. 3.Η μελέτη και εισήγησις επι θεμάτων αφορώντων εις την Τεχνικήν της Ραδιοφωνίας και Τηλεοράσεως και γενικώς επί ραδιοηλεκτρικών δικτύων. 4.Μελέτη και εισήγησις επί νομοθεσίας χορηγήσεως επαγγελματικών πτυχίων και αδειών ως και αδειών ερασιτεχνών. 5.Μελέτη και εισήγησις και ενέργεια επί θεμάτων αναφερομένων εις το παγκόσμιον σύστημα τηλεπικοινωνιών δια δορυφόρων και η επικοινωνία μετά της COMMUNICATIONS ATELLITE CORPORATION (COMSAT) και INTERNATIONAL TE-LECOMMUNICATION SATELLITE CONSORTI-UM (INTELSAT) και των συναφών Οργανισμών. 6.Η επικοινωνία και παρακολούθησις των εργασιών των μονίμων οργάνων της Διεθνούς Ενώσεως Τηλεπικοινωνιών ήτοι (CCIR, CITT) 7.Η μελέτη και εισήγησις επί των τεχνικών τηλεπικοινωνιακών προτύπων (STANDARDS). β)Τμήμα Ραδιοσυχνοτήτων. 1.Η τήρησις το Εθνικού Καταλόγου ραδιοσυχνοτήτων και η μέριμνα δια την ενημέρωσιν αυτού. 2.Η εκχώρησις συχνοτήτων και ενδεικτικών κλήσεως εις Ελληνικούς ραδιοηλεκτρικούς σταθμούς πάσης φύσεως εκτός των ανηκόντων εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, ως και η παρακολούθησις της Κανονικής Εκμεταλλεύσεως τούτων. 3.Η κανονική χρησιμοποίησις των συχνοτήτων και η λήψις μέτρων άρσεως παρενοχλήσεως ελληνικών ή ξένων σταθμών υπό ελληνικών. 4.Η χρησιμοποίησις και διαχείρισις του ραδιοηλεκτρικού φάσματος η αποστολή δελτίων ανακοινώσεως συχνοτήτων εις COMITE INTERNATIONAL D’ ENREGISHEMENT DEW PREQUINTES (IFRB) και διεξαγωγή μετ’ αυτής της σχετικής αλληλογραφίας. 5.Η σύνταξις προγραμμάτων συχνοτήτων ραδιοφωνίας βραχέων κυμάτων, η εποπτεία επί της εφαρμογής του Κανονισμού Ραδιοεπικοινωνιών και ο έλεγχος δια τας παραβάσεις αυτού. 6.Η σύνταξις και ενημέρωσις καταλόγου σταθμών Α/Τ Ελληνικών εμπορικών πλοίων ως και η έκδοσις αδειών διεξαγωγής ανταποκρίσεων υπό των σταθμών τούτων. Σελ. 48(γ) Τεύχος 397-Σελ. 8 7.Η οργάνωσις και εκμετάλλευσις της Κινητής Ραδιοτηλεφωνικής Υπηρεσίας ξηράς και της Κινητής Ναυτικής Υπηρεσίας. 8.Θέματα αναγόμενα εις ην παρακολούθησιν των Διεθνών Διασκέψεων Ραδιοεπικοινωνιών και εις την εφαρμογήν των σχετικών Αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων των Διεθνών Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών (CCIR, CEPT, CETS κλπλ.). γ)Τμήμα Κανονισμών και Οργανισμών. 1.Η έγκρισις των αποφάσεων του Δ.Σ. του ΕΛΤΑ των αφορωσών εις τους, το πρώτον συνταχθησομένους, Υπηρεσιακόν Οργανισμόν και Γενικόν Κανονισμόν Προσωπικού ως και εις πάσαν τροποποίησιν αυτών. 2.Η επεξεργασία των Κανονισμών και του Οργανισμού του ΕΛΤΑ και ΟΤΕ και ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής τούτων. 3.Η μελέτη θεμάτων δικαιοδοσίας και αρμοδιότητος των διαφόρων Υπηρεσιών των εποπτευομένων Οργανισμών ΕΛΤΑ-ΟΤΕ. 4.Η εξέτασις των δι’ αναφορών και του τύπου διατυπουμένων παραπόνων και παρατηρήσεων επί των υπό του ΕΛΤΑ και Ο.Τ.Ε. παρεχομένων υπηρεσιών και η λήψις των εκάστοτε ενδεικνυομένων μέτρων. 5.Ενέργειαι επί θεμάτων απαλλοτριώσεων ΕΛΤΑ και ΟΤΕ. 22.Α.β.11 Γενική Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών Άρθρ.11.-Η αρμοδιότης της Διευθύνσεως Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών ανάγεται εις τα κατωτέρω κατά Τμήματα καθοριζόμενα αντικείμενα. α)Τμήμα Οικονομικών Θεμάτων. 1.Η κατάρτισις του Προϋπολογισμού της Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείων-Τηλεπικοινωνιών. 2.Η εκκαθάρισις των αποδοχών του Προσωπικού. 3.Η ενέργεια δια την προετοιμασίαν και έγκρισιν μεταβάσεων υπαλλήλων εις το εξωτερικόν και εσωτερικόν δια συμμετοχήν εις διεθνείς Διασκέψεις και Επιθεωρήσεις Έργων. 4.Η μέριμνα δια την έκγρισιν του ετησίου Προϋπολογισμού του ΕΛΤΑ και του ΟΤΕ ως και πάσης τροποποιήσεως αυτού. 5.Η έγκρισις επί αποφάσεων αφορωσών τον τρόπον και το ύψος της αποζημιώσεως του ΕΛΤΑ δια τας υπό τούτου προς το Ταχ. Ταμιευτήριον παρεχομένας υπηρεσίας. 6.Ο καθορισμός των έναντι τελών καταβαλλομένης προς τον ΕΛΤΑ κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, υπό του Κράτους και των απαλλασσομένων Νομικών Προσώπων. 7.Ο έλεγχος του διακανονισμού λογ/σμών δια την μεταφοράν Ταχυδρομείου εις το εσωτερικόν και το εξωτερικόν. 8.Η προμήθεια των αναγκαιούντων δια την λειτουργίαν της Γενικής Διευθύνσεως υλικών. β)Τμήμα Γενικών και Διοικητικών Υποθέσεων 1.Η παρακολούθησις της κινήσεως Προσωπικού και της στρατολογικής καταστάσεως αυτού. 2.Αι διοικητικαί ενέργειαι αι αναφερόμεναι εις διορισμούς, απολύσεις, προαγωγάς, τοποθετήσεις, αδείας και μεταβολάς της μισθολογικής καταστάσεως του προσωπικού. 3.Η τήρησις των μητρώων των Σχολών Τ.Τ.Τ. των μητρώων υπηρεσιακής καταστάσεως του εκ του Κράτους προερχομένου Προσωπικού ΕΛΤΑ και ΟΤΕ ως και η μέριμνα δια την διεκπεραίωσιν παντός σχετικού θέματος. 4.Η έκδοσις των υπό της κειμένης Νομοθεσίας προβλεπομένων διοικητικών Πράξεων των αναγομένων εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Συγκοινωνιών (Γ.Δ.Τ.Τ.) 5.Η επεξεργασία Νόμων, Δ/των, Υπουργικών Αποφάσεων, η διατύπωσις ερωτημάτων εις Νομικόν Συμβούλιον και τήρησις αρχείου γνωμοδοτήσεων. 6.Η διερεύνησις πειθαρχικών αδικημάτων κατά παντός υπαλλήλου διωκομένου υπό του Υπουργού, Γεν. Γραμματέως ή Γεν. Δ/ντού. 7.Η σύνταξις των πειθαρχικών αγωγών και παρακολούθησις των πειθαρχικών αποφάσεων. 8.Η τήρησις και ενημέρωσις των βιβλίων ποιότητος και ατομικών φακέλλων του προσωπικού. 9.Η έκδοσις αναγνωριστικών πράξεων απονομής επιδομάτων ή προσαυξήσεων, η έκδοσις πιστοποιητικών υπηρεσιακής καταστάσεως, η σύνταξις των υπ’ όψιν των Συμβουλίων τιθεμένων πινάκων δια την λήψιν αποφάσεως επί μεταβολής της υπηρεσιακής ή μισθολογικής καταστάσεως του Προσωπικού. 10.Η διεκπεραίωσις της αλληλογραφίας, η τήρησις του αρχείου της Γενικής Διευθύνσεως ως και παν θέμα γενικής φύσεως μη εμπίπτον εις την αρμοδιότητα των άλλων Διευθύνσεων. γ)Τμήμα Διεθνών Σχέσεων. 1.Η διεξαγωγή της αλληλογραφίας μετά της Παγκοσμίου Ταχυδρομικής Ενώσεως (UNION POSTALE UNIVERSELLE- U.P.U.) της Διεθνούς Ενώσεως Τηλεπικοινωνιών (UNION INTERNATIONAL DES TELECOMMUNICATIONS-UIT) της CEPT ως και μετά των ξένων Υπηρεσιών. 2.Η οργάνωσις Διεθνών Διασκέψεων εν Ελλάδι καθώς και η πρακολούθησις, εν συνεργασία μετά των λοιπών αρμοδίων Τμημάτων των Διεθνών Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Διασκέψεων και Συνεδρίων των οργάνων της Παγκοσμίου Ταχυδρομικής Ενώσεως (UPU) της Διεθνούς Ενώσεως Τηλεπικοινωνιών (UIT), της Ευρωπαϊκής Διασκέψεως Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (CEPT) της Ευρωπαϊκής Διασκέψεως Τηλεπικοινωνιών δια δορυφόρων (CETS) ως και των λοιπών Διεθνών Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών και Επιτροπών και η μέριμνα δια την αντιπροσώπευσιν της Χώρας εις τας διασκέψεις ταύτας. 3.Η διαχείρισις θεμάτων Τεχνικής Βοηθείας εις τους τομείς Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών. 4.Η αποστολή υπαλλήλων της Γ.Δ.Τ.Τ., του ΕΛΤΑ και ΟΤΕ προς μετεκπαίδευσιν. 5.Η μετάφρασις και η μέριμνα δια την κύρωσιν των διεθνών Συμβάσεων και Κανονισμών. 6.Η προμήθεια υπηρεσιακών δημοσιευμάτων της U.P.U. και U.I.T. και κατανομή τούτων εις τας διαφόρους υπηρεσίας της Χώρας ως και η τήρησις και εκκαθάρισις των μετά της U.P.U. και U.I.T. λογαριασμών. Άρθρ.12.-Η αρμοδιότης της Διευθύνσεως Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως ανάγεται εις τα κατωτέρω κατά Τμήματα καθοριζόμενα αντικείμενα: α)Τμήμα Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως Εσωτερικού 1.Η εποπτεία και ο έλεγχος της ακριβούς εφαρμογής της σχετικής με την Ταχυδρομικήν Υπηρεσίαν, κειμένης νομοθεσίας. 2.Ο καθορισμός των όρων παραδοχής και διαχειρίσεως εν γένει της επισήμου και ιδιωτικής αλληλογραφίας. 3.Η μέριμνα δια την βελτίωσιν και τον εκσυγχρονισμόν της Ταχυδρομικής Νομοθεσίας. (Αντί της σελ. 48,01(β) Σελ. 48,01(γ) Τεύχος 397-Σελ. 9 Γενική Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών 22.Α.β.11 4.Ο έλεγχος της οργανώσεως των Ταχ. Διαβιβάσεων Εσωτερικού. 5.Η ρύθμισις των σχέσεων μετά των φορέων των χερσαίων, θαλασσίων και εναερίων συγκοινωνιών. β)Τμήμα Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως Εξωτερικού. 1.Θέματα αναγόμενα εις την παρακολούθησιν των Διεθνών Ταχυδρομικών διασκέψεων και εις την μελέτην και εφαρμογήν των σχετικών αποφάσεων αυτών. 2.Η εποπτεία και ο έλεγχος της ακριβούς εφαρμογήν της Παγκοσμίου Ταχυδρομικής Συμβάσεων, των ειδικών Συμφωνιών και των Κανονισμών εκτελέσεως αυτών. 3.Η ανάπτυξις των ταχυδρομικών σχέσεων μετά των ξένων Χωρών. 4.Η μελέτη των όρων παραδοχής και διαχειρίσεως εν γένει των αντικειμένων αλληλογραφίας εξωτερικού. 5.Η εξέτασις ανωμαλιών του Διεθνούς Ταχυδρομείου. 6.Ο καθορισμός των οδών Ταχυδρομικών διαβιβάσεων, εν συνεννοήσις μετά των ξένων Χωρών ως και των εφαρμοστέων τελών εις τας Διεθνείς Ταχυδρομικάς Σχέσεις. 7.Αι ειδικαί συμφωνίαι Διαβιβάσεων ως και οι όροι ανταλλαγής εις τους ακραίους Σιδηρ. Σταθμούς. 8.Η διατύπωσις προτάσεων σκοπουσών την τροποποιήσιν ή την ερμηνείαν των πράξεων της Παγκοσμίου Ταχυδρομικής Ενώσεως. 9.Η συγκέντρωσις και η μελέτη παντός στοιχείου συναφούς με την οργάνωσιν και λειτουργίαν των ξένων Ταχυδρομικών Υπηρεσιών προς παρακολούθησιν των σημειουμένων εξελίξεων. γ)Τμήμα Ειδικών Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. 1.Η εποπτεία και ο έλεγχος της ακριβούς εφαρμογής της Διεθνούς Συμφωνίας και των Ειδικών Συμφωνιών περί ταχυδρομικών επιταγών εξωτερικού και Κανονισμού επιταγών εσωτερικού ως και η παρακολούθησις της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών επιταγών μετά των ξένων Υπηρεσιών. 2.Η εποπτεία και ο έλεγχος της ακριβούς εφαρμογής της Διεθνούς Συμφωνίας και των ειδικών συμφωνιών περί ταχυδρομικών δεμάτων εξωτερικού, του κανονισμού δεμάτων εσωτερικού, ως και η παρακολούθησις εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεμάτων μετά των ξένων Χωρών. 3.Η ανάθεσις εις τον ΕΛΤΑ οιουδήποτε ειδικού έργου προσιδιάζοντος εις την φύσιν των «ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ». Σελ. 48,02(γ) Τεύχος 397-Σελ. 10 4.Η παρακολούθησις της υπό του ΕΛΤΑ κανονικής εκτελέσεως των αναληφθεισών υπ’ αυτού ειδικών Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και της Υπηρεσίας του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. 5.Θέματα έχοντα σχέσιν με την έκδοσιν γραμματοσήμων, τας φιλοτελικάς εκθέσεις, την διαδικασίαν εισπράξεως των πάσης φύσεως ταχυδρομικών τελών, με τα διεθνή ένσημα απαντήσεως ως και με την έκγρισιν συνθημάτων αποτυπουμένων επί των ταχυδρομικών αντικειμένων. 22.Α.β.11 Γενική Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ 1.Προσωπικόν Α΄ Θέσεις τακτικού προσωπικού Άρθρ.13.-Αιθέσεις των τακτικών υπαλλήλων διακρίνονται εις τους ακολούθους κλάδους κατά κατηγορίας: Α΄ Κατηγορία Α1.Κοινός Κλάδος Τεχνικός και Διοικητικός. Μία θέσις επί βαθμώ 1ω. Η θέσις αύτη πληρούται δια προαγωγής εκ των επί βαθμώ 2ω υπαλλήλων των Κλάδων Τεχνικού ή Διοικητικού. Α2.Κλάδος Τεχνικός. 2 θέσεις επί βαθμώ 3ω ή 2ω. 11 θέσεις επί βαθμώ 6ω ή 5ω ή 4ω. Σύνολον 13. Ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν (6ον του Α2 Κλάδου Τεχνικού) ορίζονται τα ακόλουθα: Δίπλωμα Τεχνικού Τμήματος Ανωτέρας Τηλεπικοινωνιακής Σχολής, αρμοδιότητος ΤΤΤ ή δίπλωμα Μηχανολόγου- Ηλεκτρολόγου ή Ηλεκτρολόγου ή Τηλεπικοινωνιακού Μηχανικού Ανωτάτης Πολυτεχνικής Σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και καλή γνώσις της Γαλλικής, Αγγλικής ή Γερμανικής γλώσσης. Α3.Κλάδος Διοικητικός. 3 θέσεις επί βαθμώ 3ω ή 2ω. 11 θέσεις επί βαθμώ 5ω ή 4ω. 26 θέσεις επί βαθμώ 8ω ή 6ω. Σύνολον 40. Ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν 8ον του Α3 Κλάδου Διοικητικού ορίζονται τα κάτωθι: Πτυχίον Νομικής Σχολής ή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου ή της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών ή Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών ή της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής (τετραετούς φοιτήσεως) και καλή γνώσις της Γαλλικής, Αγγλικής ή Γερμανικής γλώσσης. Α4.Κλάδος Μεταφραστών. Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω ή 7ω ή 6ω ή 5ω ή 4ω. Ειδικόν τυπικόν προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν (8ον) του Κλάδου Α4 Μεταφραστών ορίζεται: Πτυχίον Γαλλικής ή Αγγλικής γλώσσης της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ή ισοτίμου τοιαύτης της αλλοδαπής. Β΄ Κατηγορία Β1.Κλάδος Ραδιοτεχνιτών Μία θέσις επί βαθμοίς 11ω έως 6ω. Ειδικόν τυπικόν προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν (11ον) του Κλάδου τούτου ορίζεται: Πτυχίον Ραδιοτεχνικής Σχολής μονοετούς φοιτήσεως. Β2.Κλάδος Δακτυλογράφων. 6 θέσεις επί βαθμοίς 11ω έως 6ω. ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν (11ον) του Κλάδου τούτου ορίζονται: Απολυτήριον Γυμνασίου ή Μέσης Εμπορικής Σχολής και πλήρης γνώσις δακτυλογραφίας. Β3.Κλάδος Τηλεφωνητριών. Μία θέσις επί βαθμοίς 11ω έως 6ω. Προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικον βαθμόν (11ον) του Κλάδου τούτου ορίζεται: Απολυτήριον Γυμνασίου ή Μέσης Εμπορικής Σχολής. Β4.Κλάδος Βοηθών Μεταφραστών. Μία θέσις επί βαθμοίς 11ω έως 6ω. Ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν (11ον) ορίζονται τα κάτωθι: Απολυτήριον Γυμνασίου ή Μέσης Εμπορικής Σχολής και επαρκής γνώσις της Γαλλικής ή Αγγλικής Γλώσσης. Β5.Κλάδος Ραδιοηλεκτρολόγων. Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω ή 9ω ή 8ω ή 7ω ή 6ω. Ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν 10ον ορίζονται τα κάτωθι: Απολυτήριον Γυμνασίου ή Μέσης Εμπορικής Σχολής και Πτυχίον Ραδιοτεχνικής Σχολής τριετούς φοιτήσεως. Β6.Κλάδος Αρχειοφυλάκων, Γραφέων, Διανομέων. 2 θέσεις επί βαθμοίς 11ω έως 6ω. Ειδικόν τυπικόν προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν 11ον του Κλάδου τούτου ορίζεται: Απολυτήριον Γυμνασίου ή Μέσης Εμπορικής Σχολής και γνώσις Γαλλικής ή Αγγλικής γλώσσης. Β7.Κλάδος Σχεδιαστών. Μία θέσις επί βαθμοίς 11ω έως 6ω. Ειδικόν τυπικόν προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν 11ον του Κλάδου τούτου ορίζεται: Πτυχίον του προσηρτημένου εις το Πολυτεχνείον Σχολείου Σχεδιαστών ή αντιστοίχου. Γ΄ Κατηγορία Γ1.Κλάδος Κλητήρων. 3 θέσεις επί βαθμοίς 13ω έως 9ω. Προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν (13ον) ορίζεται απολυτήριον Δημοτικού Σχολείου. Β΄ Θέσεις Προϊσταμένων Άρθρ.14.-1.Προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείων-Τηλεπικοινωνιών ορίζεται ο υπάλληλος επί 1ω βαθμώ. (Αντί της σελ. 48,03) Σελ. 48,03(α) Τεύχος 397-Σελ. 11 Γενική Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών 22.Α.β.11 2.Προϊστάμενοι των Διευθύνσεων α)Τεχνικής και β)Ελέγχου ορίζονται υπάλληλοι επί βαθμώ 3ω ή 2ω του Τεχνικού Κλάδου. 3.Προϊστάμενοι των Διευθύνσεων: Τηλεπικοινωνιακής Εκμεταλλεύσεως, Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών και Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως ορίζονται υπάλληλοι επί βαθμώ 3ω ή 2ω του Κλάδου Διοικητικού. 4.Προϊστάμενοι των Τμημάτων: Ραδιοηλεκτρικής Τεχνικής, Εφαρμογών Ενσυρμάτου Τηλεπικοινωνίας, Έργων ΝΑΤΟ, μελετών και Ραδιοσυχνοτήτων ορίζονται υπάλληλοι επί βαθμώ 5ω ή 4ω του Τεχνικού Κλάδου. 5.Προϊστάμενοι των Τμημάτων: Τηλεγραφικής Εκμεταλλεύσεως, Τηλεφωνικής Εκμεταλλεύσεως, Τηλεφωνίας Εξωτερικού, Διεθνών Σχέσεων, Κανονισμών και Οργανισμών, Οικονομικών θεμάτων, προόδου έργων και Στατιστικής, Γενικών και Διοικητικών Υποθέσεων, Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως Εσωτερικού, Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως Εξωτερικού και Ειδικών Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, ορίζονται υπάλληλοι επί βαθμών 5ω ή 4ω του Κλάδου Α3 Διοικητικού. Γ΄ Αναπληρώσεις Άρθρ.15.-1.Τον Γενικόν Διευθυντήν Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενον , αναπληροί ο κατά βαθμόν ανώτερος και μεταξύ ισοβάθμων ο αρχαιότερος των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων της Γεν. Δ/νσεως. 2.Τον Προϊστάμενον εκάστης των Διευθύνσεων της Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο κατά βαθμόν ανώτερος και μεταξύ ισοβάθμων ο αρχαιότερος των προϊσταμένων Τμημάτων της αυτής Διευθύνσεως. 3.Τον Προϊστάμενον εκάστου των Τμημάτων της Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο κατά βαθμόν ανώτερος και μεταξύ ισοβάθμων ο αρχαιότερος υπάλληλος του αυτού Τμήματος. Σελ. 48,04(α) Τεύχος 397-Σελ. 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ Μεταβατικαί και τελικαί διατάξεις Άρθρ.16.-Οι εκ της τέως Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείων του Υπουργείου Συγκοινωνιών επιλεγέντες δια την Γενικήν Διεύθυνσιν Ταχυδρομείων-Τηλεπικοινωνιών υπάλληλοι προς πλήρωσιν 20 θέσεων του Α3 Κλάδου Διοικητικού Α΄ Κατηγορίας, προστεθεισών δυνάμει της παρ. 4 του άρθρ. 14 του Ν.Δ. 496/1970, πτυχιούχοι Ταχυδρομικών Σχολών ή Τ.Τ.Τ. Σχολών, θεωρούνται κατέχοντες τα υπό του άρθρ. 13 του παρόντος του οικείου Α3 Κλάδου Διοικητικού. Εις τον αυτόν επί των Συγκοινωνιών Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος. 22.Α.β.11 Γενική Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών Άρθρ.2.-Η Τεχνική Διεύθυνσις περιλαμβάνει τα κάτωθι Τμήματα: α)Τμήμα Ραδιοηλεκτρικής Τεχνικής. β)Τμήμα Εφαρμογών Ενσυρμάτου Τηλεπικοινωνίας. γ)Τμήμα Έργων ΝΑΤΟ. δ)Τμήμα Προόδου Έργων και Στατιστικής. Άρθρ.3.-Η Διεύθυνσις Τηλεπικοινωνιακής Εκμεταλλεύσεως περιλαμβάνει τα κάτωθι Τμήματα: α)Τμήμα Τηλεγραφικής Εκμεταλλεύσεως. β)Τμήμα Τηλεφωνικής Εκμεταλλεύσεως. γ)Τμήμα Τηλεφωνίας Εξωτερικού. Άρθρ.4.-Η Διεύθυνσις Ελέγχου περιλαμβάνει τα κάτωθι Τμήματα: α)Τμήμα Μελετών β)Τμήμα Ραδιοσυχνοτήτων. γ)Τμήμα Κανονισμών και Οργανισμών. Άρθρ.5.-Η Διεύθυνσις Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών περιλαμβάνει τα κάτωθι Τμήματα: α)Τμήμα Οικονομικών Θεμάτων. β)Τμήμα Γενικών και Διοικητικών Υποθέσεων. γ)Τμήμα Διεθνών Σχέσεων. Άρθρ.6.-Η Διεύθυνσις Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως περιλαμβάνει τα κάτωθι Τμήματα: (Αντί της σελ. 45) Σελ. 45(α) Τεύχος 397-Σελ. 5 Γενική Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών 22.Α.β.8-11 α)Τμήμα Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως Εσωτερικού. β)Τμήμα Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως Εξωτερικού. γ)Τμήμα Ειδικών Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Αρμοδιότητες Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείων-Τηλεπικοινωνιών Άρθρ.7.-Η αρμοδιότης της Γενικής Διευθύνσεως Ταχυδρομείων-Τηλεπικοινωνιών ανάγεται εφ’ όλων των κατωτέρω κατά Διευθύνσεις καθοριζομένων αντικειμένων: Άρθρ.8.-Η αρμοδιότης της Τεχνικής Διευθύνσεως ανάγεται εις τα κατωτέρω κατά Τμήματα καθοριζόμενα αντικείμενα. α)Τμήμα Ραδιοηλεκτρικής Τεχνικής. 1.Η Τεχνική εποπτεία και ο έλεγχος επί των πάσης φύσεως εγκαταστάσεων του Ε.Ι.Ρ. ως και η εποπτεία και ο έλεγχος της καλής συντηρήσεως και λειτουργίας των ραδιοηλεκτρικών εγκαταστάσεων της Χώρας. 2.Η δίωξις των παραβατών του Νόμ. 2260/62 «περί εξασφαλίσεως των ραδιοφωνικών λήψεων και καταπολεμήσεως των βιομηχανικών παρασίτων. 3.Η έρευνα, εισήγησις και ενέργεια δια την χορήγησιν αδειών λειτουργίας πάσης φύσεως ραδιοσταθμών, περιλαμβανομένων και των ερασιτεχνικών. 4.Η έρευνα, ο έλεγχος και η χορήγησις αδειών λειτουργίας ειδικών ραδιοηλεκτρικών δικτύων. 5.Ο τεχνικός έλεγχος του παραγομένου ή κυκλοφορούντος εν Ελλάδι ραδιοηλεκτρικού και τηλεπικοινωνιακού εν γένει υλικού. 6.Η εισήγησις και ενέργεια επί θεμάτων αφορώντων εις τον έλεγχον κατά την εις τα Τελωνεία του Κράτους παράδοσιν υλικού ασυρμάτου, η μέριμνα δια την χορήγησιν σχετικών αδειών εκτελωνισμού και κατοχής ως και η τήρησις αρχείου των εισαγομένων τοιούτων ειδών και υλικών. 7.Η μέριμνα και ενέργεια δια την χορήγησιν αδειών λειτουργίας ραδιοηλεκτρικών εργαστηρίων και ο τεχνικός έλεγχος τούτων. 8.Η μέριμνα και ενέργεια δια την χορήγησιν αδειών ασκήσεως επαγγέλματος ραδιοηλεκτρολόγου, ραδιοτεχνίτου και γενικών πτυχίων χειριστών ασυρμάτου, ως και η τήρησις μητρώου αυτών. Σελ. 46(α) Τεύχος 397-Σελ. 6 9.Θέματα αναγόμενα εις την παρακολούθησιν Διεθνών Διασκέψεων και εις την εφαρμογήν των σχετικών συστάσεων και γνωμοδοτήσεων της COMITE CONCULTATIF INTERNATIONAL DES RADIOCOMMUNICATIONS (CCIR). β)Τμήμα Εφαρμογών Ενσυρμάτου Τηλεπικοινωνίας. 1.Η εποπτεία και ο έλεγχος της καλής συντηρήσεως και λειτουργίας των τηλεφωνικών και τηλεγραφικών εγκαταστάσεων της Χώρας. 2.Η ενέργεια επί παντός θέματος σχετιζομένου με την ενσύρματον υπεραστικήν και διεθνή τηλεφωνικήν και τηλεγραφικήν επικοινωνίαν (εναέριοι γραμμαί, υπόγεια καλώδια χαμηλής συχνότητος, υπόγεια καλώδια φερεσύχνων, υπόγεια καλώδια αμοαξονικά, υποβρύχια καλώδια εν γένει, τηλεγραφικά φερέσυχνα εν γένει). 3.Η μελέτη, εισήγησις και ενέργεια επί παντός θέματος σχετιζομένου με την τεχνικήν της αστικής, υπεραστικής και διεθνούς τηλεφωνικής και τηλεγραφικής επικοινωνίας (τηλεφωνικά φερέσυχνα επί εναερίων γραμμών και καλωδίων εν γένει, οργάνωσις και λειτουργία χειροκινήτων και αυτομάτων αστικών, μικροαστικών και υπεραστικών τηλεφωνικών κέντρων). 4.Η μελέτη, εισήγησις και ενέργεια επί θεμάτων αφορώντων την οργάνωσιν και λειτουργίαν κέντρων TELEX ως και την τεχνικήν μεταδόσεως στοιχείων (TRANSMISSION DATA). 5.Θέματα αναγόμενα εις την παρακολούθησιν Διεθνών Διασκέψεων και εις την εγαρμογήν των σχετικών συστάσεων και γνωμοδοτήσεων της COMITE CONCULATIF INTERNATIONAL TELEGRAPHIQUE ET TELEPHONIQUE (CCITT). 6.Η μελέτη, εισήγησις και ενέργεια επί τεχνικών εν γένει θεμάτων αναφερομένων εις τα Ελληνικά Ταχυδρομεία. 7.Η μελέτη, εισήγησις και ενέργεια επί παντός θέματος σχετικού με την Πολιτικήν Σχεδίασιν Εκτάκτου Ανάγκης Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών. 22.Α.β.11 Γενική Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών γ)Τμήμα Έργων ΝΑΤΟ. 1.Η μελέτη, εισήγησις και ενέργεια επί γενικών Διοικητικών και Οικονομικών θεμάτων ΝΑΤΟ. 2.Ο προγραμματισμός, μελέτη και επίβλεψις εκτελουμένων τηλεπικοινωνιακών έργων ΝΑΤΟ. 3.Η σύνταξις σχεδίων Συμβάσεων έργων κοινής Υποδομής και παρακολούθησις της Οικονομικής και Τεχνικής εκτελέσεως αυτών. 4.Παρακολούθησις και ενέργεια επί της εκμεταλλεύσεως και εκμισθώσεως κυκλωμάτων ΝΑΤΟ. 5.Μελέτη, εισήγησις και ενέργεια επί των προτάσεων και γνωμοδοτήσεων των επιτροπών CIVIL COMMUNICATIONS PLANNING COMMITTEE (CCPC) ALLIED LONG LINES AGENCY (ALLA) ALLID RADIO PREQUENCY AGENCY (A.R.F.A.) ως και λοιπών επιτροπών ΝΑΤΟ. δ)Τμήμα Προόδου Έργων και Στατιστικής. 1.Η συγκέντρωσις και επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων κινήσεως της Ταχυδρομικής, Τηλεγραφικής και Τηλεφωνικής Υπηρεσίας και των Οικονομικών δεδομένων τούτων. 2.Η διερεύνησις και επεξεργασία των προγραμμάτων επενδύσεων των εποπτευομένων Οργανισμών ΕΛΤΑ και ΟΤΕ και η παρακολούθησις της εκτελέσεως αυτών. 3.Η παρακολούθησις δια την εντός των ορίων και επιδιώξεων της κρατικής πολιτικής πραγματοποίησιν των σκοπών του ΕΛΤΑ και του ΟΤΕ και την ανάπτυξιν των υπηρεσιών των. 4.Συγκέντρωσις και διερεύνησις των στοιχείων Οικονομικής διαχειρίσεως ΕΛΤΑ-ΟΤΕ και η συναρτήσει τούτων μελέτη και εισήγησις επί των εκάστοτε τιμολογίων, εν συνεργασία μετά των αρμοδίων τμημάτων. Άρθρ.9.-Η αρμοδιότης της Διευθύνσεως Τηλεπικοινωνιακής Εκμεταλλεύσεως ανάγεται εις τα κατωτέρω κατά Τμήματα καθοριζόμενα αντικείμενα: α)Τμήμα Τηλεγραφικής Εκμεταλλεύσεως: 1.Η εποπτεία και ο έλεγχος της ακριβούς εφαρμογής της κειμένης τηλεγραφικής Νομοθεσίας, του εσωτερικού και διεθνούς τηλεγραφικού Κανονισμού και των τηλεγραφικών τιμολογίων, εσωτερικού και εξωτερικού. 2.Η μέριμνα δια την αναπροσαρμογήν και τον συγχρονισμόν της τηλεγραφικής Νομοθεσίας και του τηλεγραφικού Κανονισμού βάσει της προόδου της τεχνικής και της εκ ταύτης υπαγορευμένης βελτιώσεως των μεθόδων τηλεγραφικής εκμεταλλεύσεως. 3.Η μέριμνα δια περαιτέρω ανάπτυξιν και βελτίωσιν των τηλεγραφικών επικοινωνιών εσωτερικού και μετά του εξωτερικού. 4.Η οργάνωσις λειτουργίας και ανάπτυξις της υπηρεσία μεταβιβάσεως δεδομένων (DATA), TELEX εις το εσωτερικόν και μετά του εξωτερικού, της Υπηρεσίας GENTEX ως και θέματα εκμισθώσεως τηλεγραφικών κυκλωμάτων. 5.Ο έλεγχος των λογαριασμών των Κρατικών τηλεγραφημάτων και η παρακολούθησις της εκκαθαρίσεως αυτών δια συμψηφισμού προς τας υποχρεώσεις ΟΤΕ έναντι του Δημοσίου. 6.Θέματα αναγόμενα εις την παρακολούθησιν των διεθνών τηλεγραφικών διασκέψεων και τις την εφαρμογήν των σχετικών αποφάσεων των διεθνών Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών (CCITT), CONFERENCE EUROPEENNE DES POSTES ET DES TELECOMMUNICATIONS (CEPT) CONFERENCE EUROPEENNE DES TELECOMMUNICATIONS PAR SETELLITES (CEPTS) κλπ. β)Τμήμα Τηλεφωνικής Εκμεταλλεύσεως. 1.Η εποπτεία και ο έλεγχος της ακριβούς εφαρμογής της Τηλεφωνικής Νομοθεσίας εσωτερικού και των Τηλεφωνικών Τιμολογίων Εσωτερικού. 2.Η μέριμνα δια την αναπροσαρμογήν και συγχρονισμόν της Τηλεφωνικής Νομοθεσίας και του Τηλεφωνικού Κανονισμού και η εισαγωγή νέων μεθόδων τηλεφωνικής εκμεταλλεύσεως, βάσει της προόδου της τεχνικής. 3.Θέματα εκμισθώσεως τηλεφωνικών κυκλωμάτων, ο έλεγχος των λογαριασμών των Κρατικών τηλεφωνικών συνδέσεων και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ως και η παρακολούθησις της εκκαθαρίσεως αυτών δια συνψηφισμού προς τας υποχρεώσεις του ΟΤΕ έναντι του Δημοσίου. γ)Τμήμα Τηλεφωνίας Εξωτερικού. 1.Η ανάπτυξις και βελτίωσις των ενσυρμάτων και ασυρμάτων χειροκινήτων και αυτομάτων τηλεφωνικών επικοινωνιών της Χώρας μετά του Εξωτερικού. 2.Ο καθορισμός των οδών επικοινωνίας της Χώρας μετά του εξωτερικού εν συνεννοήσει μετά των ενδιαφερομένων χωρών ως και των εφαρμοστέων τελών εις τας διεθνείς τηλεφωνικάς σχέσεις. 3.Θέματα εκμισθώσεως τηλεφωνικών κυκλωμάτων ως και ο έλεγχος των λογαριασμών των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των Κρατικών Υπηρεσιών μετά του Εξωτερικού. 4.Θέματα αναγόμενα εις την παρακολούθησιν των διεθνών τηλεφωνικών διασκέψεων και εις την εφαρμογήν των σχετικών αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων των διεθνών τηλεπικοινωνιακών οργανισμών (CCITT, CEPT, CEPTS κλπ.).
| 203 |
5. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 795 της 27/28 Σεπτ. 1948 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.Δ. 95/1946 «περί Εργοληπτών Δημοσίων Έργων». Εκυρώθη και ετροποποιήθη δια του Ν.Δ. 1054/1949 (κατωτ. αριθ. 8).
| 387 |
27. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Β7/248 της 22 Αυγ./5 Σεπτ. 1994 (ΦΕΚ Β΄ 670) Έγκριση Π.Μ.Σ. στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Παν/μίου Αθηνών.
| 230 |
9. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 23 Ιουν./6 Ιουλ.1942 (ΦΕΚ Α΄ 171) Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί αρμοδιότητος της Διευθύνσεως Δημοσίου Χρέους υφισταμένων διατάξεων. Έχοντες υπ’ όψει: 1)το από 4 Δεκ.1936 Β.Δ/μα «περί οργανισμού της Γ.Δ.Δ.Λ.», 2)το υπ’ αριθ. 194/1941 Ν.Δ/μα , απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-(Τροποποιείται το άρθρ.8 του Β.Δ. 4 Δεκ. 1936, αφορών την αρμοδιότητα της Διευθύνσεως Δημοσίου Χρέους. Βλ. ήδη αριθ. 4 εδάφ. 5 Β.Δ. 862/1960 περί οργανώσεως του Γεν. Λογιστηρίου του Κράτους, τόμ. 25 σελ. 23α). Άρθρ.2.-Η εις γραφεία κατανομή των αντικειμένων ενεργείται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών εφόσον εν τη διεξαγωγή της εργασίας η ανάγκη και η σκοπιμότης ήθελον επιβάλλει την τοιαύτην κατανομήν. Άρθρ.3.-Επικυρούται το περιεχόμενον του υπ’ αριθ. 60715/1942 εγγράφου του Υπουργού των Οικονομικών προς την Τράπεζαν της Ελλάδος δυνάμει του οποίου και από της περιελεύσεως τούτου εις την αυτήν Τράπεζαν παύει η εις εκτέλεσιν του Ν.Δ. της 10 Νοεμ. 1927 θεσπισμένη εις βιβλία επικόλλησις των τοκομεριδίων, ενεργουμένης από της ανωτέρω χρονολογίας και εφεξής της παραλαβής, καταμετρήσεως και του ελέγχου αυτών άνευ επικολλήσεως. Η παραλαβή, καταμέτρησις και καταστροφή δια του πυρός των υπό της Τραπέζης της Ελλάδος εξοφλουμένων οπωσδήποτε ομολογιών και τοκομεριδίων απάντων των εις δραχμάς δανείων ενεργείται από της ισχύος του παρόντος αποκλειστικώς παρ’ επιτροπής εδρεούσης παρά τη αυτή Τραπέζη συντιθεμένης: «α)Εξ ενός Συμβούλου ή Παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. β)Ενός υπαλλήλου επί βαθμώ τουλάχιστον 3ω του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. γ)Ενός Διευθυντού της Τραπέζης της Ελλάδος. Της Επιτροπή προεδρεύει ο Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τούτου απόντος, ελλείποντος ή κωλυομένου, ο υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Καθήκοντα Γραμματέως της Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Τραπέζης της Ελλάδος. Εις την αρμοδιότητα της Επιτροπής ταύτης, ανάγεται και η αρμοδιότης της υπό του άρθρ. 4 του Κ.Δ. της 23.6.1942 προβλεπομένης Επιτροπής παραλαβής, καταμετρήσεως και καταστροφής των εξωφλουμένων τίτλων των εις ξένον νόμισμα δανείων». Η σύνθεσις κλπ. της Επιτροπής ετροποποιήθησαν ως άνω δια της παρ. 18 αριθ. 5 του άρθρ. 1 της υπ’ αριθ. Δ.6741 της 24/30 Ιουν. 1967 αποφ. του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως και του Υπ. Οικονομικών (τόμ. 24 σελ. 58,21), ως αύτη συνεπληρώθη ως προς το σημείον τούτο δια της υπ’ αριθ. 165853 της 8/15 Ιουλ. 1967 ομοίας (ΦΕΚ Β΄ 455). Δια την διεξαγωγήν της ανωτέρω εργασίας της η Επιτροπή χρησιμοποιεί το εκάστοτε αναγκαιούν αυτή προσωπικόν εξ υπαλλήλων της υπηρεσίας Δημοσίου Χρέους και της Τραπέζης της Ελλάδος. Η επιτροπή παρεκτός των πρακτικών συντάσσει και πρωτόκολλον εις διπλούν των παραλαμβανομένων, καταμετρημένων και καταστρεφομένων ομολογιών και τοκομεριδίων ανά έν δια το Δημόσιον και την Τράπεζαν της Ελλάδος βάσει του οποίου αποκλειστικώς και μόνον χρεούται οριστικώς το Δημόσιον. Πάντα τα έξοδα λειτουργίας της Επιτροπής καταβαλλόμενα παρά της Τραπέζης βαρύνουσι το Δημόσιον. Ομοίως το Δημόσιον βαρύνουσι και τα έξοδα κινήσεως και αποζημιώσεως των μελών της Επιτροπής και του βοηθητικού προσωπικού αυτής, καθοριζόμενα υπό του Υπουργού των Οικονομικών. Άρθρ.4.-Από της ισχύος του παρόντος οι παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος τηρούμενοι λογαριασμοί εξοφλουμένων τοκ/δίων και ομολογιών των εις ξένον νόμισμα εθνικών δανείων χρεούνται οριστικώς δια τα παρά της εν λόγω Τραπέζης εξοφλούμενα και εφεξής παραδιδομένα τοκομερίδια και τας εξοφλουμένας και εφεξής παραδιδομένας ομολογίας βάσει πρωτοκόλλων ελέγχου και καταστροφής των ως είρηται τίτλων μνημονευόντων το ποσόν, της λήξιν, το δάνειον, ως και τον μήνα εξοφλήσεως. Οι εις τον προαναφερθέντα κανόνα υπαγόμενοι τίτλοι (ομολογίαι και τοκομερίδια) ακυρούμενοι υπό της Τραπέζης της Ελλάδος δια διατρήσεως, παραδίδονται συνοδευόμενοι μετ’ αριθμητικών πινακίων, προς έλεγχον, καταμέτρησιν και καταστροφήν δια του πυρός (εις Επιτροπήν εδρεύουσαν παρά τη αυτή Τραπέζη…..) Οσάκις πρόκειται περί τοκομεριδίων δανείων υπαγομένων υπό τον έλεγχον της Δ.Ο.Ε., συμμετέχει τη Επιτροπή και αντιπρόσωπος της Δ.Ο.Ε. εκ των υπαλλήλων αυτής οριζόμενος υπό του Προέδρου της Δ.Ο.Ε. Αι λεπτομέρειαι του έργου της Επιτροπής κανονισθήσονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών. Εξεδόθη η υπ’ αριθ. 247638 της 24 Οκτ./9 Νοεμ. 1966 (ΦΕΚ Β΄ 652) απόφ. Υπ. Οικον. περί ρυθμίσεως θεμάτων εις (Αντί της σελ. 144,01) Σελ. 144,01(α) Τεύχος 407-Σελ.131 Γενικές διατάξεις 26.Δ.ω.9 την λειτουργίαν των Επιτροπών Κ.Δ.23.642. Η εξέλεγξις των πινακίων και της ακριβούς εν αυτοίς καταγραφής των τίτλων και τοκ/δίων και της γνησιότητος αυτών ενεργείται προκαταρκτικώς και παρ’ υπαλλήλων της Υπηρεσίας Δημοσίου Χρέους. Τα έξοδα λειτουργίας της Επιτροπής και διεξαγωγής του έργου της βαρύνουσι το Ελληνικόν Δημόσιον όπερ βαρύνεται ωσαύτως και με την αμοιβήν και τα έξοδα κινήσεως των μελών και του βοηθητικού προσωπικού αυτής, άτινα καθορίζονται υπό του Υπουργού των Οικονομικών. Η ανωτέρω Επιτροπή κατηργήθη, των αρμοδιοτήτων της περιελθουσών εις την Επιτροπήν του άρθρ. 3. (Απόφασις του Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως και του Υπ. Οικονομικών υπ’ αριθ. Δ.6741 της 24/30 Ιουν. 1967 άρθρ. 1 παρ. 18 αριθ. 5 (τόμ. 24 σελ. 58,21. Άρθρ.5.-(Μεταβατική διάταξις). Άρθρ.6.-Προκειμένου περί ομολογιών και τοκομεριδίων των αυτών δανείων εξοφλουμένων εις το εξωτερικόν, ο τρόπος της πιστώσεως των πληρωτριών Τραπεζών, του ελέγχου και της καταστροφής των εν λόγω τοκομεριδίων και τίτλων κανονισθήσονται δια Δ/τος προκαλουμένου υπό του Υπουργού των Οικονομικών. Άρθρ.7.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σελ. 144,02(α) Τεύχος 407-Σελ.132 26.Δ.ω.9 Γενικές διατάξεις 26.Δ.ω.9 Γενικές διατάξεις
| 59 |
12. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. Φ. 167/3/96027 της 12/27 Φεβρ. 1992 (ΦΕΚ Β΄ 127) Σύσταση θέσεων Στρατιωτικού Προσωπικού σε Ελληνικές Πρεσβείες. (Συνιστάται μία θέση στο Τελ. Αβίβ και μία θέση στην Τεχεράνη). 13. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ – ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝΑριθ. Φ. 167/101223/1545 της 14/25 Σεπτ. 1992 (ΦΕΚ Β΄ 584) Σύσταση θέσεων Στρατιωτικού Προσωπικού σε Ελληνικές Πρεσβείες. (Συνιστάται μία θέση ΑΚΑΜ και μία θέση Στρατιωτικού Ακολούθου στην Πρεσβεία Μαδρίτης). 14. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ – ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. Φ. 167/97269/Σ462 της 1/18 Απρ. 1994 (ΦΕΚ Β΄ 282) Σύσταση θέσεων Στρατιωτικού Προσωπικού σε Ελληνικές Πρεσβείες. Συνιστώνται δύο θέσεις βοηθών Στρατιωτικών Ακολούθων Στρατολογικού Σώματος στην Ουάσιγκτων και Βόννη. Τροποποιήθηκε από την με αριθ. Φ. 167/131011/10-18 Αυγ. 1995 (ΦΕΚ Β΄718) ομοία απόφαση. Στρατιωτικοί Ακόλουθοι 36.M.δ.10-19 43
| 284 |
37. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1011 της 1/5 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 341) Περί ανακατανομής των θέσεων Βοηθητικού Διδακτικού Προσωπικού του Ε.Μ. Πολυτεχνείου. Τροποποιήθηκε από το Π.Δ. 165 της 28 Φεβρ./8 Μαρτ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 44).
| 179 |
37. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 503 της 7/7 Αυγ. 1969 (ΦΕΚ Α' 153) Περί ορισμού κατ' εργαστήριον κλπ. της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών των δια του 53/1969 Β.Δ/τος ιδρυθεισών θέσεων.
| 368 |
3. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 27 Μαΐου/1 Ιουν. 1927 (ΦΕΚ. Α΄ 104) Περί διοικήσεως του Εμπορικού Ναυτικού. Έχοντες υπ’ όψιν το από 18 Φεβρ. 1927 ψήφισμα της Βουλής «περί της περαιτέρω ισχύος συντακτικών τινων πράξεων και Ν.Δ/των εκδοθέντων απρακτούσης της Βουλής», προτάσει του Υπουργού των Ναυτικών, μετ’ απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου και σύμφωνον γνωμοδότησιν της επί των Ναυτικών Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Σελ. 4 151-86 Άρθρον μόνον.-Κυρούνται τροποποιημένα ως κατωτέρω και εις ενιαίον συναρμολογούμενα κείμενον μετά των επαναφερομένων εις ισχύν διατάξεων του κωδικοποιημένου Νόμ 3030 τα Ν.Δ/τα: α)της 7 Οκτ. 1925 «περί διοικήσεως της εμπορικής ναυτιλίας», β)της 10 Σεπτ. 1926 περί τροποποιήσεως του ανωτέρω Δ/τος, γ)της 21 Σεπτ. 1926 περί τροποποιήσεως του αμέσως προηγουμένου Δ/τος, και δ)της 17 Σεπτ. 1926 «περί συστάσεως συμβουλίου ανακλήσεως αξιωματικών του λιμενικού σώματος και συναφών διατάξεων». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Περί διοικήσεως του Εμπορικού Ναυτικού Διοίκησις εν γένει Άρθρ.20.-1.Συνιστάται ίδιον εν Πειραιεί «Γραφείον Ναυτικής Εργασίας», σκοπόν έχον την μέριμναν της ευρέσεως εργασίας δια τους εργάτας θαλάσσης, ως και την υπόδειξιν και λήψιν των ενδεικνυομένων μέτρων προς ισορρόπησιν της προσφοράς και ζητήσεως εν τη ναυτική εργασία. 2.Εις το αυτό γραφείον ανήκει η επιθεώρησις του τόπου και των μέσων, δι’ ων ασκείται η ναυτική εργασία, ιδίως δε της καταστάσεως και των συνθηκών υπό τας οποίας οι ειρημένοι τόποι και τα μέσα τελούσιν από απόψεως υγιεινής και της κατά των επαγγελματικών κινδύνων ασφαλείας, εφ’ όσον το έργον τούτο δεν διεξάγεται υπό της επιθεωρήσεως των εμπορικών πλοίων. 3.Το αυτό γραφείον εφοδιάζει τους εργάτας θαλάσσης δια βιβλίων εργασίας και δια διπλωμάτων ικανότητος. 4.Αι λεπτομέρειαι της λειτουργίας του περί ου το παρόν άρθρον γραφείου κανονίζονται δια Δ/τος. Βλ. την νεωτέραν νομοθεσίαν περί Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας εν τόμ. 19Α σελ. 585 και επ. Άρθρ.21-33.(Αναφερόμενα εις το Λιμενικόν Σώμα παρατίθενται κατωτ. σελ. 92). Άρθρ.34-42.(Αφορώντα την κατάταξιν, εκπαίδευσιν, προαγωγήν κλπ. των λιμενοφυλάκων, αντικατεστάθησαν δια των διατάξεων του Ν.Δ. 385/1941. Περί της τοποθετήσεως ναυτών εις το Λιμ. Σώμα. Βλ. Ν.Δ. 3596/1956). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄ Διάφοροι διατάξεις Άρθρ.43.-1.Τίθεται εις την διάθεσιν του υπουργού των Ναυτικών παγίως προκαταβολλόμενον εκ του δημοσίου ταμείου ποσόν τεσσάρων εκατομμυρίων δραχμών δια τας νομίμους ανάγκας των υπηρεσιών του εμπορικού ναυτικού, αι οποίαι ορίζονται δια Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει των υπουργών των Οικονομικών και Ναυτικών. Το ποσόν της παγίας προκαταβολής, του Υπ. Εμπ. Ναυτιλίας ωρίσθη εις 5-6 εκατ. δραχμάς δια του Α.Ν. 688/1937. 2.Γενικός διαχειριστής της παγίας προκαταβολής ορίζεται δι’ αποφάσεως του υπουργού ανώτερος λιμενικός αξιωματικός, μερικώτεροι δε διαχειρισταί επί αποδόσει λογαριασμού οι δια διαταγής του υπουργού των Ναυτικών οριζόμενοι καθ’ υπηρεσίας. 3.Τα εκ της παγίας προκαταβολής νομίμως καταβαλλόμενα εκάστοτε ποσά αποδίδονται υπό του δημοσίου ταμείου δια χρηματικών ενταλμάτων, εκδιδομένων υπό του Υπουργού των Ναυτικών επί τη βάσει δικαιολογητικών, οριζομένων δι’ αποφάσεως αυτού και του υπουργού των Οικονομικών. Άρθρ.44.-1.(Αντικατεστάθη δια της παρ. 8 άρθρ.2 Α.Ν. 345/1936). 2.Τα γραφικά και μικρά έξοδα, τα έξοδα φωτισμού και τα θερμάνσεως ορίζονται δια Δ/τος. Βλ. και Νόμ. 1155/1944. Σελ. 5 Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας 20.Α.α.3 Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας 20.Α.α.3 Άρθρ.5-6.(Αναφερόμενα εις τας Λιμεν. Αρχάς παρατίθενται κατωτ. σελ. 71) Άρθρ.7-12.(Αναφερόμενα εις το Λιμενικόν Σώμα παρατίθενται κατωτ. σελ. 95). Άρθρ.13-14.(Προσωρινής ισχύος). Άρθρ.15.-1-2.(Κατηργήθησαν δια της παρ. 9 άρθρ. 61 Ν.Δ. 139/1969, τόμ. 4 σελ. 24,21). 3-4 (Προσωρινής ισχύος). Άρθρ.1.-2(Αναφερόμενα εις τας αρμοδιότητας της Δ.Ε.Ν. αντικατεστάθησαν δια των διατάξεων του Α.Ν. 345/1936). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Υπηρεσίαι του Εμπορικού Ναυτικού Άρθρ.16.-Δια Δ/των, προτάσει του Υπουργού των Ναυτικών (Δ.Ε.Ν.) εκδοθησομένων, ορισθήσεται πάσα λεπτομέρεια αναγκαία δια την εκτέλεσιν του παρόντος, ούτινος η ισχύς άρχεται από της δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεώς του. Άρθρ.3.-(Αναφερόμενον εις την κεντρικήν υπηρεσίαν του Ε.Ν. αντικατεστάθη δια των διατάξεων του Α.Ν. 345/1936). Άρθρ.4.-(Αναφερόμενον εις τας λιμενικάς αρχάς, παρατίθεται κατωτ. σελ. 69) ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Διεύθυνσις Άρθρ.5.-1.Η διεύθυνσις του εμπορικού ναυτικού έχει την ανωτέραν επιμέλειαν των εν άρθρ. 2 υποθέσεων, υπό τας διαταγάς της δε υπάγονται αι ασκούσαι καθήκοντα διοικήσεως εμπορικού ναυτικού υπηρεσίαι καθ’ όσον αφορά την άσκησιν μόνον τούτων. 2.Υπηρεσίαι εκ των εν άρθρω 4, πλην των λιμενικών αρχών, υποπίπτουσαι εν τη ασκήσει των καθηκόντων διοικήσεως του Εμπορικού Ναυτικού εις παραβάσεις κολασίμους πειθαρχικώς, εγκαλούνται υπό της Διευθύνσεως ενώπιον των προϊσταμένων των. Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας 20.Α.α.3 Άρθρ.6-8.(Αφορώντα την κατανομήν της υπηρεσίας εις τμήματα, την τοποθέτησιν και αρμοδιότητα του διευθυντού και των τμηματαρχών αντικατεστάθη δια των οργανικών διατάξεων του Υπουργείου Εμπορ. Ναυτιλίας, περί ων βλ. ανωτέρω). 5.«Εν καιρώ πολέμου επιτρέπεται εις τον Υφυπουργόν της Εμπορικής Ναυτιλίας ίνα δι’ αποφάσεως αυτού δημοσιευμένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αναθέτει εις ένα των παρά τη κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας Διευθυντών, την ειδικήν εντολήν της υπογραφής χρηματικών εντολών και ενταλμάτων πληρωμής και τοιούτων προπληρωμής α)μέχρι του ποσού των εκατόν χιλιάδων δραχμών, εφ’ όσον έχει προηγηθή έγκρισις της σχετικής δαπάνης υπό του Υφυπουργού, ή του προς τούτο, ως και προς ανάληψιν υποχρεώσεων εις βάρος του δημοσίου ειδικώς υπό του αυτού Υφυπουργού εξουσιοδοτημένου Διευθυντού του Υφυπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, β)αδιακρίτως ποσού εφ’ όσον η σχετική δαπάνη έχει ορισθή δια νόμου, Δ/τος συμβάσεως, αποφάσεως δικαστικής, ή της εκτιμητικής επιτροπής και διοικητικού δικαστηρίου επιτάξεων και ναυλώσεων». Η παρ. 5 προσετέθη δια του Α.Ν. 2643/1940, ούτινος η ισχύς παρετάθη δια του Ν.Δ. 1658/1942. Άρθρ.9-13.(Αναφερόμενα εις την επιθεώρησιν Ε.Ν. παρατίθενται κατωτ. σελ. 39). Άρθρ.14-18.(Αναφερόμενα εις τας λιμενικάς αρχάς, παρατίθενται κατωτ. σελ. 69). Άρθρ.19.-(Αναφερόμενον εις την επιθεώρησιν εμπορικών πλοίων, παρατίθεται κατωτ. σελ. 39). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄ Ναυτική εργασία
| 95 |
24. ΝΟΜΟΣ υπ' αριθ. 965 της 27/29 Νοεμ. 1943 Περί απαγορεύσεως πληρώσεως κενών θέσεων υπαλλήλων και υπηρετών Δημοσίων Κρατικών Υπηρεσιών. Τροποποιηθείς και συμπληρωθείς δια των: α)Νόμ.1245 της 25 Ιαν./7 Μαρτ. 1944 περί συμπληρώσεως του Νόμ.965/1943, β)Νόμ.1465 της 10 Μαΐου/3 Ιουν. 1944 περί συμπληρώσεως του Νόμ.1245/1944, γ)Νόμ.1635 της 25 Ιουν./8 Αυγ. 1944 περί συμπληρώσεως του Νόμ.965/1943, δ)Νόμ.1925 της 20 Σεπτ./6 Οκτ. 1944 περί συμπληρώσεως του Νόμ.1245/1944, ε)Α.Ν.347 της 26/29 Μαΐου 1945 περί εξαιρέσεως κατηγοριών τινων υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως των διατάξεων του Νόμ.965/1943, κατηργήθη μετ' αυτών δια του άρθρου 13 Συντακτικής Πράξεως 59/1945.
| 263 |
56. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Αριθ.61317 της 28 Σεπτ./5 Οκτ. 1965 (ΦΕΚ Β΄ 653) Περί συμπληρώσεως και ερμηνείας διατάξεων του κανονισμού αγοράς, ανταλλαγής και πωλήσεως ακινήτων κλπ. Ε.Ο.Τ. Έχοντες υπ’ όψιν: 1) Τον Α.Ν. 1565/1950 «περί συστάσεως Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού» ως εκυρώθη, ετροποποιήθη και συνεπληρώθη υπό του Νόμ. 1624/51, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, 2) τας διατάξεις του άρθρ. 2 παρ. 1, 2 εδάφ. α΄ και 3 του άρθρ. 5 παρ. 10 του Ν.Δ. 4109/1960, περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ε.Ο.Τ. νομοθεσίας και 3) την υπ’ αριθ. 718/1965 γνωμοδότησιν του Δ.Σ. του Ε.Ο.Τ., αποφασίζομεν: Εγκρίνομεν ως εν τοις επομένοις άρθροις την υπό του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού καταρτισθείσαν συμπλήρωσιν κλπ. του δια της υπ’ αριθ. 5458/77/1963 αποφάσεώς μας (ΦΕΚ 134/1963 τεύχος Β΄) εγκριθέντος και δια της υπ’ αριθ. 46482/1964 τοιαύτης (ΦΕΚ 351/1964 τεύχος Β΄) τροποποιηθέντος κανονισμού αγοράς, ανταλλαγής και πωλήσεως ακινήτων κλπ. του Ε.Ο.Τ. Άρθρ.1.-(Προστίθεται φράσις εν τέλει του εδαφ. α΄ της παρ. 1 άρθρ. 6 ως και εδάφια δ΄ και ε΄ εν τέλει του αυτού άρθρου της υπ’ αριθ. 5458/ 1/Δ/ 1963 αποφ. Υπ. Προεδρίας της Κυβερνήσεως, ανωτ. σελ. 64, 67). Άρθρ.2.-(Προστίθεται παράγραφος δευτέρα εις άρθρ. 8 της αυτής, ως ανωτέρω, αποφάσεως). Άρθρ.3.-Επί τη εννοία του υπό της παρ. 1 του άρθρ. 4 του κανονισμού αγοράς, ανταλλαγής και πωλήσεως ακινήτων του Ε.Ο.Τ. προβλεπομένου καθορισμού δια της διακηρύξεως των όρων και του τρόπου της διενεργείας του διαγωνισμού της εκποιήσεως ακινήτων και της συμμετοχής εις τούτον, περιλαμβάνεται και ο καθορισμός του τρόπου καταβολής του τιμήματος. Άρθρ.4.-1.Εν τη εννοία της υπό του άρθρ. 10 του κανονισμού αγοράς, ανταλλαγής και πωλήσεως ακινήτων κλπ. του Ε.Ο.Τ. προβλεπομένης εκμεταλλεύσεως πλοίου ή πλοίων, απ’ ευθείας υπό του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού ή δι’ αυτοτελούς επιχειρηματικής μονάδος, περιλαμβάνεται και η υπ’ αυτών ανάθεσις δι’ απ’ ευθείας συμβάσεως της πρακτορεύσεως ως και της προσωρινής διαχειρίσεως τούτων, εις έν ή πλείονα φυσικά ή νομικά πρόσωπα διαθέτοντα ανάλογον επαγγελματικήν πείραν και ειδικήν οργάνωσιν, προς εκπλήρωσιν του δια της ναυπηγήσεως και εκμεταλλεύσεως των πλοίων επιδιωκομένου σκοπού. 2.Προκειμένου περί μακροχρονίου αναθέσεως της διαχειρίσεως πλοίου ή πλοίων υπό του Ε.Ο.Τ. ή της αυτοτελούς επιχειρηματικής μονάδος εις τρίτον, αύτη διενεργείται κατόπιν αποφάσεως του Δ.Σ. του Ε.Ο.Τ. δια τακτικού διαγωνισμού, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρ. 9 του παρόντος Κανονισμού. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
| 147 |
2. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ υπ’ αριθ. 33 της 14/18 Ιαν. 1972 (ΦΕΚ Α΄ 8) Περί αρμοδιοτήτων του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησιαστικής Παιδείας (Υ.Σ.Ε.Π.) και συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 9/70 Κανονισμού (Κ.Ε.Υ.). Έχουσα υπ' όψει: 1.Το άρθρ. 6 εδάφ. ΙΔ΄ του Ν.Δ. 126/1960 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». 2.Το Ν.Δ. 876/71 «περί υπαγωγής της Δημοσίας Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος και άλλων τινών συναφών διατάξεων». 3.Τας διατάξεις του υπ’ αριθ. 9/1970 Κανονισμού «περί Καταστάσεως Προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος». 4.Το άρθρ. 4 παρ. 1-2 του υπ’ αριθ. 21 Κανονισμού «περί Εκκλησιαστικής Παιδείας» και 5.Την από 12.1.72 απόφασιν Αυτής, ψηφίζει τον Κανονισμόν «περί αρμοδιοτήτων του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησιαστικής Παιδείας», έχοντα ούτω: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ υπ’ αριθ. 33 Περί αρμοδιοτήτων του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησιαστικής Παιδείας (Υ.Σ.Ε.Π.) και συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 9/1970 Κανονισμού (Κ.Ε.Υ.). Συνεδρίαι-Απαρτίαι-Αλληλογραφία Άρθρ.1.-1.Το παρά τη Μ.Σ.Ε. επί της Εκκλησ. Παιδείας συσταθέν πενταμελές Υπηρεσιακόν Συμβούλιον της Εκκλησιαστικής Παιδείας (άρθρ. 4 παρ. 1 του υπ’ αριθ. 21 Κανονισμού «περί Εκκλησιαστικής Παιδείας») (κατωτ. σελ. 212,043) συνεδριάζει εν τοις Γραφείοις της Δ.Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος παρόντων τριών τουλάχιστον εκ των μελών του και συνέρχεται εις τακτάς ημέρας άπαξ τουλάχιστον του μηνός, εκτάκτως δε οσάκις τούτο θεωρηθή αναγκαίον παρά του Προέδρου του. 2.Τα συζητητέα εν εκάστη συνεδρία θέματα αναγράφονται εν τη ημερησία διατάξει λεπτομερώς, καταρτιζομένης υπό του Προέδρου και κοινοποιουμένης εις τα Μέλη δύο τουλάχιστον ημέρας προ της Συνεδριάσεως. 3.Η αλληλογραφία του Συμβουλίου ενεργείται υπό του προέδρου μερίμνη του Γραμματέως. Τα πρακτικά υπογράφονται υπό του Προέδρου, του Γραμματέως και των Μελών αυτού, αντίγραφα δε τούτων μετά την επικύρωσιν υποβάλλονται εις την Γεν. Διεύθυνσιν Εκκλησιαστικής Παιδείας (Μ.Σ.Ε.) δια την κατά Νόμον εκτέλεσιν των γνωμοδοτήσεων, προτάσεων και αποφάσεών του. Αρμοδιότης Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησ. Παιδείας Άρθρ.2.-Το Υπηρεσιακόν Συμβούλιον της Εκκλησιαστικής Παιδείας (Υ.Σ.Ε.Π.) ασκεί απάσας τας αρμοδιότητας Υπηρεσιακού Συμβουλίου (άρθρ. 4 παρ. 2 του υπ’ αριθ. 21 Κανονισμού «περί Εκκλησιαστικής Παιδείας»), επί του προσωπικού (διδακτικού, βοηθητικού, υπηρετικού) των πάσης φύσεως Σχολών, των Οικοτροφείων και της Κεντρικής Υπηρεσίας της Εκκλησιαστικής Παιδείας, πλην του εν αποσπάσει εκ της Μέσης Εκπαιδεύσεως υπηρετούντος διδακτικού εν ταις Σχολαίς της Ιερατικής Εκπαιδεύσεως. Διορισμοί Άρθρ.3.-1.Το διδακτικόν κλπ. προσωπικόν των Σχολών της Ιερατικής Εκπαιδεύσεως συμφώνως τω Ν.Δ. 876/71 «περί υπαγωγής της Δημοσίας Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος κλπ.», διακρίνεται: α)Εις Δημοσίους Υπαλλήλους, αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, και (Αντί της σελ. 159(β) Σελ. 159(γ) Τεύχος 516-Σελ. 121 Υπηρεσιακό Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης 33.Δ.β.1-2 β)Εις Εκκλησιαστικούς Υπαλλήλους αρμοδιότητος Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. 2.Το Υ.Σ.Ε.Π. προτείνει εις την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, (δια της Μ.Σ.Ε. επί της Εκκλησ. Παιδείας) τους εκ της Μέσης Δημοσίας Εκπαιδεύσεως εις τας Σχολάς της Ιερατικής Εκπαιδεύσεως αποσπωμένους Εκπαιδευτικούς Λειτουργούς, των οποίων η απόσπασις ενεργείται, μετά πρότασιν της Δ.Ι.Σ., δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρ. 6 παρ. 1 του Ν.Δ. 876/71). 3.Προτείνει επίσης τον διορισμόν του πάσης φύσεως προσωπικού των Σχολών Εκκλησ. Παιδείας, αρμοδιότητος Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρ. 7 του υπ’ αριθ. 21 Κανονισμού «περί Εκκλησ. Παιδείας»), του διοριζομένου κατά τας διατάξεις του υπ’ αριθ. 9 Κανονισμού «περί Καταστάσεως του Προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος». «Μεταθέσεις-Αποσπάσεις-Μετατάξεις» Άρθρ.4.-1.Το προσωπικόν των Σχολών της Βασικής Εκκλησ. Παιδείας (διδακτικόν, βοηθητικόν, υπηρετικόν) και μάλιστα των Σχολών Ιερατικής Εκπαιδεύσεως, πλην του εν αποσπάσει εκ της Μέσης Εκπαιδεύσεως διδακτικού προσωπικού δύναται να μετατίθεται εις κενάς οργανικάς θέσεις του οικείου κλάδου: α)Τη αιτήσει του και ιδίαις αυτού δαπάναις μετά την συμπλήρωσιν τριετούς υπηρεσίας εν τη αυτή θέσει από του διορισμού ή της μεταθέσεώς του. β)Προς το συμφέρον της Υπηρεσίας. γ)Προς τακτοποίησιν υφισταμένης κατά θέσιν υπεραριθμίας. δ)Τη αμοιβαία αιτήσει των ενδιαφερομένων και δαπάναις των αμοιβαίως μετατιθεμένων. 2.Αι μεταθέσεις του προσωπικού των Σχολών Εκκλησ. Παιδείας ενεργούνται κατά την διάρκειαν των θερινών διακοπών, εξαιρέσει των περιπτώσεων, καθ’ ας, κατά την κρίσιν του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, η παραμονή τινος εκ του προσωπικού εις την Σχολήν, εις ην ανήκει οργανικώς, έχει καταστή επιβλαβής εις βαθμόν μη επιτρέποντα, άνευ σοβαράς ζημίας της ευρύθμου λειτουργίας αυτής και αναβολήν της μεταθέσεως, ή όταν πρόκειται να καλυφθή επείγουσα υπηρεσιακή ανάγκη, οπότε η μετάθεσις ενεργείται και κατά την διάρκειαν του Σχολικού Έτους. 3.Οι επιθυμούντες μετάθεσιν οφείλουσι να υποβάλωσιν εις την Γεν. Δ/νσιν Εκκλησ. Παιδείας (δια το Υ.Σ.Ε.Π.), μέχρι τέλους Μαΐου, την περί μεταθέσεώς αίτησίν των, εις ην απαραιτήτως δέον να μνημονεύωσι την Σχολήν ή τας Σχολάς, εις τας οποίας επιθυμούν την μετάθεσιν. Η Γεν. Δ/νσις Εκκλησ. Παιδείας αποστέλλει τας μέχρι της ως άνω Σελ. 160(γ) Τεύχος 516-Σελ. 122 προθεσμίας περιελθούσας αιτήσεις μεταθέσεων εις το Υ.Σ.Ε.Π. μέχρι της 15ης Ιουνίου, το δε Υ.Σ.Ε.Π. συνερχόμενον εντός του τρίτου δεκαημέρου του αυτού μηνός αποφαίνεται επ’ αυτών και υποβάλλει τας σχετικάς προτάσεις του μέχρι της 15ης Ιουλίου εκάστου έτους, εις την Ιεράν Σύνοδον. 4.Η κρίσις του Συμβουλίου επί των αιτήσεων των μεταθέσεων βασίζεται επί των εν τω ατομικώ φακέλλω εκάστου υπαρχόντων στοιχείων, ειδικώτερον δε επί των εκθέσεων της υπηρεσιακής ικανότητος του αιτούντος μετάθεσιν Καθηγητού κλπ. 5.Κατά την τακτοποίησιν υπεραρίθμων, υπεράριθμος είναι ο τελευταίος τοποθετηθείς, εξαιρέσει της περιπτώσεως καταργήσεως θέσεως, οπότε ως υπεράριθμος, χαρακτηρίζεται, κατά την κρίσιν του Συμβουλίου ανεξαρτήτως χρόνου τοποθετήσεως εν τη Σχολή, επί τη βάσει των στοιχείων υπηρεσιακής ικανότητος εν συνδυασμώ προς την αρχαιότητα και τας οικογενειακάς ανάγκας. 6.Το Υ.Σ.Ε.Π. επιλαμβάνεται ωσαύτως της κρίσεως του εν αποσπάσει εκ της Μέσης Εκπαιδεύσεως εις Σχολάς της Ιερατικής Εκπαιδεύσεως υπηρετούντος διδακτικού προσωπικού περί της παραμονής ή απομακρύνσεώς του εξ αυτών, των αποφάσεων διαβιβαζομένων υπό της Γεν. Δ/νσεως Εκκλησ. Παιδείας εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. «7.Επιτρέπεται η απόσπασις Εκκλησιαστικών Εκπαιδευτικών υπαλλήλων δια πράξεως του Προέδρου της Μ.Σ.Ε. επί της Εκκλησιαστικής Παιδείας μετά ητιολογημένην γνώμην του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Παιδείας κατά τα περί αποσπάσεων των Εκπαιδευτικών λειτουργών της Μέσης Εκπαιδεύσεως ισχύοντα. Οι αποσπώμενοι υπάγονται εξ επόψεως κρίσεως προσόντων και πειθαρχικής δικαιοδοσίας εις την αρμοδιότητα του Προϊσταμένου του παρ’ ω η απόσπασις Νομικού Προσώπου. 8.Μετάταξις υπαλλήλου της Εκκλησιαστικής Παιδείας διενεργείται βάσει των οικείων διατάξεων του Κώδικος Εκκλησιαστικών υπαλλήλων μετά πρότασιν του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησιαστικής Παιδείας». Ο τίτλος του άρθρ. 4 αντικατεστάθη ως άνω και αι παρ. 7 και 8 προσετέθησαν, δια των παρ. 1 και 2 αντιστοίχως του άρθρ. 4 του υπ’ αριθ. 51 της 12/18 Δεκ. 1973 (ΦΕΚ Α΄ 329) Κανονισμού. 33.Δ.β.2 Υπηρεσιακό Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Εκπαίιδευσης Προαγωγαί Άρθρ.5.-1.α)Αι προαγωγαί εις τον 2ον βαθμόν των εκ του κλάδου Α1 δικαιουμένων προαγωγής εις τον βαθμόν τούτον, ενεργούνται μόνον κατ’ εκλογήν μετά την συμπλήρωσιν της υπό του Ν.Δ. 651/1970 απαιτουμένης τριετίας εις τον 3ον βαθμόν, εν συνδυασμώ προς τας διατάξεις του άρθρ. 99 του Νόμ. 1811/51 και επί τη βάσει πίνακος προακτέων καταρτιζομένου υπό του Υ.Σ.Ε.Π. Το Συμβούλιον συντάσσει ιδίους πίνακας κατ’ ειδικότητα. β)Εις την ως άνω περίπτωσιν υπάγονται και οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί των λοιπών ειδικοτήτων του κλάδου Α1. 2.Αι προαγωγαί εις τον 5ον, 4ον και 3ον βαθμόν του κλάδου Α1, Α2, Α3 και Α4 ενεργούνται κατ’ εκλογήν και κατ’ αρχαιότητα μετά την συμπλήρωσιν της υπό του Ν.Δ. 651/1970 απαιτουμένης τριετούς υπηρεσίας εν συνδυασμώ προς τας διατάξεις του άρθρ. 99 του Νόμ. 1811/1951, επί τη βάσει πινάκων καταρτιζομένων υπό του Υ.Σ.Ε.Π. Το Συμβούλιον συντάσσει ιδίους πίνακας κατ’ ειδικότητα. 3.Αι προαγωγαί των κλάδων Α1, Α2, Α3 και Α4 εις τον 6ον ενιαίον βαθμόν, μετά τον εισαγωγικόν, ενεργούνται μετ’ απόφασιν του Υ.Σ.Ε.Π. άνευ καταρτισμού πινάκων προακτέων, μετά την συμπλήρωσιν της υπό του Ν.Δ. 651/70 απαιτουμένης υπηρεσίας εν τω αυτώ βαθμώ, κατ’ εκλογήν ή κατ’ αρχαιότητα αναλόγως του βαθμού ευδοκίμου υπηρεσίας του κρινομένου. 4.Αι προαγωγαί του κλάδου Β1 και Β2 ενεργούνται εις όλους τους βαθμούς της ειδικής αυτών ιεραρχίας ενιαίως μετά τον εισαγωγικόν βαθμόν, άνευ καταρτίσεως πινάκων προακτέων αποφάσει του Υ.Σ.Ε.Π., μετά συμπλήρωσιν της υπό του άρθρ. 105 του Νόμ. 1811/1951 απαιτουμένης υπηρεσίας εν τω αυτώ βαθμώ, κατ’ εκλογήν ή κατ’ αρχαιότητα αναλόγως του βαθμού ευδοκίμου υπηρεσίας του κρινομένου. 5.Αι προαγωγαί των κλάδων Γ1, Γ2, Γ3, Γ4 και Γ5 ενεργούνται αποφάσει του Υ.Σ.Ε.Π. άνευ καταρτίσεως πινάκων προακτέων, μετά την συμπλήρωσιν του κατά τας διατάξεις του άρθρ. 107 του Νόμ. 1811/1951 απαιτουμένου χρόνου υπηρεσίας, εν εκάστω βαθμώ, μέχρι και του 10ου βαθμού κατ’ αρχαιότητα, άνω δε του 10ου βαθμού κατ’ εκλογήν ή κατ’ αρχαιότητα αναλόγως του βαθμού ευδοκίμου υπηρεσίας του κρινομένου. 6.α)Το Υ.Σ.Ε.Π. συνερχόμενον κατά μήνα Μάΐον εκάστου έτους αποφαίνεται ητιολογημένως ποίοι εκ των συμπληρωσάντων μέχρι 30ής Απριλίου του επομένου έτους την απαιτουμένην προς προαγωγήν υπηρεσίαν κρίνονται προακτέοι κατ’ εκλογήν ή κατ’ αρχαιότητα και συντάσσει τους σχετικούς πίνακας κατ’ ειδικότητα. Προς σχηματισμόν της κρίσεως λαμβάνει υπ' όψει τα εν τω άρθρ. 101 του Νόμ. 1811/1951 αναφερόμενα κριτήρια. β)Το Υ.Σ.Ε.Π. σταθμίζει πάντοτε αναλόγως και εν συνδυασμώ προς άλλα στοιχεία τας υπό των Διευθυντών – Σχολαρχών των Σχολών της Εκκλησίας ως και τας υπό του Γενικού Επιθεωρητού Εκκλησιαστικής Παιδείας συντασσομένας εκθέσεις επί της υπηρεσιακής ικανότητος του προσωπικού και μάλιστα του διδακτικού των Σχολών. Αι εκθέσεις αύται θα αποτελώσιν απλώς συμβουλευτικά στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλλου ενός εκάστου και δεν υπολογίζονται δια την εξαγωγήν του μέσου όρου βαθμολογίας των εκθέσεων. γ)Το Υ.Σ.Ε.Π. αποφασίζει εάν αι υπό των μελών αυτού, των Διευθυντών – Σχολαρχών, των Επιθεωρητών Μ. Εκπαιδεύσεως και του Γεν. Επιθεωρητού Εκκλησ. Παιδείας συντασσόμεναι εκθέσεις περί της υπηρεσιακής ικανότητος του διδακτικού προσωπικού θα λαμβάνωνται άπασαι υπ’ όψιν κατά την εξαγωγήν του μέσου όρου ή μόνον αι της τελευταίας 10ετίας τοιαύται. δ)Προς πλήρη ενημέρωσιν των μελών του Υ.Σ.Ε.Π. ή Γεν. Δ/νσις Εκκλησ. Παιδείας συντάσσει κατάστασιν εις ην θα αναγράφωνται άπαντες οι κρινόμενοι κατά σειράν αρχαιότητος με τα ακόλουθα στοιχεία, αντλούμενα μετά προσοχής και ακριβείας εκ του ατομικού φακέλλου και του ατομικού δελτίου εκάστου των κρινομένων: 1.Ονοματεπώνυμον και Πατρώνυμον. 2.Έτος γεννήσεως. 3.Σχολή οργανικής θέσεως. 4.Συνολική υπηρεσία. 5.Υπηρεσία εν τω τελευταίω βαθμώ. 6.Βαθμός πτυχίου και έτος λήψεως αυτού. 7.Σπουδαί εις εξωτερικόν. 8.Έτερα πτυχία Ανωτάτων και Ανωτέρων Σχολών. 9.Ξέναι γλώσσαι. 10.Συγγραφαί. 11.Εθνικαί αμοιβαί κατά κώδικα (εύφημος μνεία, ευαρέσκεια, έπαινος, μετάλλιον εξαιρέτων πράξεων, στοιχεία σχετικών εγγράφων). 12.Ποιναί (είδος, αιτία, στοιχεία σχετικών εγγράφων). 13.Αναρρωτικαί άδειαι τελευταίας διετίας συνολικώς. 14.Βαθμός εν τω Στρατώ και Ηθικαί αμοιβαί. 15.Υπηρεσιακαί εκθέσεις (Ονοματεπώνυμον συντάξαντος, χρονολογία συντάξεως, βαθμολογία και χαρακτηρισμός, σύνολον βαθμολογίας). 16.Παρατηρήσεις: ε)Βάσει της ανωτέρω καταστάσεως θα κριθή έκαστος ονομαστικώς και θα χαρακτηρισθή ως προακτέος κατ’ εκλογήν ή κατ’ αρχαιότητα ή ως μη προακτέος. Η κατάστασις, η περιέχουσα τα ποιοτικά στοιχεία των κρινομένων θα ενταχθή εις την σχετικήν πράξιν, ως στοιχείον αυτής. Οίκοθεν νοείται ότι δι’ έκαστον των κριθέντων, των μη περιληφθέντων εις τον πίνακα προακτέων θα γίνη πλήρης αιτιολόγησις. (Αντί της σελ. 161) Σελ.161(α) Τεύχος 449-Σελ. 107 Υπηρεσιακό Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης 33.Δ.β.2 ης 7.Αι διατάξεις των άρθρ. 98 παρ. 1, 100, 102, 109, 110 και 112 του Νόμ. 1811/1951 «περί Κώδικος καταστάσεως δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων» έχουσιν εφαρμογήν και επί των προαγωγών του προσωπικού των Σχολών Εκκλησιαστικής Παιδείας, της αποφάσεως του Υ.Σ.Ε.Π. επεχούσης θέσιν πίνακος, εις ας περιπτώσεις δεν προβλέπεται η κατάρτισις τοιούτου, εν συνδυασμώ προς τας σχετικάς διατάξεις του υπ’ αριθ. 9 Κανονισμού «περί καταστάσεως του προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Κώδιξ Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων). 8.Επί της αποφάσεως του Υ.Σ.Ε.Π. δύναται ο ενδιαφερόμενος να υποβάλη δια της Γεν. Δ/νσεως της Εκλησ. Παιδείας ένστασιν εντός 15 ημερών από της κοινοποιήσεως της οικείας αποφάσεως ενώπιον της Μ.Σ.Ε. επί της Εκκλησιαστικής Παιδείας, ίνα αύτη επανεξετάση και εκδώση τελεσιδίκως την απόφασίν της εντός δύο μηνών το αργότερον από της υποβολής της ενστάσεως. Πειθαρχική δικαιοδοσία και διαδικασία Άρθρ.6.-1.Επί του προσωπικού των Σχολών Εκκλησιαστικής Παιδείας και Ιερατικής Εκπαιδεύσεως ειδικώτερον, (διδακτικού, βοηθητικού και υπηρετικού) ισχύουσιν αι διατάξεις του Νόμ. 1811/1951 «περί Κώδικος καταστάσεως δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων», αι αφορώσαι εις την πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν και την πειθαρχικήν διαδικασίαν εν συνδυασμώ προς τας σχετικάς διατάξεις (άρθρ. 116145) του υπ’ αριθ. 9 Κανονισμού «περί καταστάσεως του προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος». 2.Οι Διευθυνταί (Σχολάρχαι) των Σχολών της Εκκλησιαστικής Παιδείας είναι πειθαρχικώς προϊστάμενοι του υπ’ αυτούς προσωπικού δυνάμενοι να επιβάλωσι ποινάς μέχρι και του προστίμου, ίσου προς το 1/3 των μηνιαίων αποδοχών, εφ’ όσον ταύτα ήθελον εγκριθή υπό της Μ.Σ.Ε. επί της Εκκλησ. Παιδείας, των ενδιαφερομένων εν πάση περιπτώσει, δικαιουμένων να προσφύγωσιν εις το Υ.Σ.Ε.Π. Ακροτελεύτιοι διατάξεις Άρθρ.7.-(Εις το άρθρ. 178β του υπ’ αριθ. 9/1970 Κανονισμού προστίθεται παρ. ΧΙΙ). Άρθρ.8.-Η Μ.Σ.Ε. επί της Εκκλησιαστικής Παιδείας δύναται να εκδίδη ερμηνευτικάς και συμπληρωματικάς εγκυκλίους του παρόντος Κανονισμού. Άρθρ.9.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και το περιοδικόν «Εκκλησία». Σελ. 162(α) Τεύχος 499-Σελ. 108 33.Δ.β.2 Υπηρεσιακό Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης Με την παρ. 1 άρθρ. 4 της ΣΤ 5/14/24-24 Αυγ. 1982 (ΦΕΚ Β΄ 435), απόφ. Υπ. Προεδρ. Κυβερν. και Εθν. Παιδ. και Θρησκευμάτων, τόμ. 32, σελ. 70, 313, το προβλεπόμενο από το Β.Δ. της 21/25.6.58 (ΦΕΚ Α΄ 95), ανωτ. αριθ. Ι, Υπηρεσιακό Συμβούλιο της Εκκλησιαστικής Εκπ/σης, ορίστηκε πενταμελές και καθορίσθηκαν η σύνθεση, οι αρμοδιότητες και η λειτουργία.
| 107 |
42. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝ. ΑΜΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ Αριθ. Φ.443632/1760/564.568 της 21/30 Δεκ. 1965 (ΦΕΚ Β΄ 863) Περί εφαρμογής του άρθρ. 25 του Α.Ν. 1324/1949. Έχοντες υπ’ όψει: α)Τας διατάξεις των άρθρ. 22, 24, 25, 28 και 99 του Α.Ν. 1324/1949 "περί προστασίας και αποκαταστάσεως των αναπήρων πολέμου οπλιτών και θυμάτων πολέμου" κυρωθέντος δια του Νομ. 1487/50, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη υπό 1) του Νομ. 2805/54, 2)του Ν.Δ. 3056/54, 3)του Ν.Δ. 3748/57 και 4)του Νομ. 4471/1965. β)Το άρθρ. 4 του Ν.Δ. 4352/64 "περί διατάξεων τινων αφορωσών τους Δημοσίους Υπαλλήλους κλπ.". γ)Τας υπ’ αριθ. 1/Φ.61030/3/2739/815598 από 22.10.1957 (ΦΕΚ 288 Β΄) και 2)Φ.63080/2/559/ 188157/20.10.1958 αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Αμύνης. δ)Την υπ’ αριθ. 1337/56 απόφασιν της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφασίζομεν: (Αντί για τη σελ. 790,01(γ) Σελ.790,01(δ) Τεύχος 770–Σελ. 23 Ανάπηροι και θύματα πολέμου 36.Ι.α.41-42 1.α)Αι δι’ ων παραχωρείται ιδανική μερίς αδείας εκμεταλλεύσεως περιπτέρου Κυλικείου, ή Καφενείου, υφισταμένου και λειτουργούντος κατά τον χρόνον της εκδόσεώς των, αποφάσεις των Επιτροπών ή του ασκούντος τας αρμοδιότητας αυτών ετέρου οργάνου, εκτελούνται υπό του αρμοδίου Αστυνομικού Τμήματος κατόπιν προς τούτο διαταγής της Δ.Α/ΓΕΣ. Άμα τη λήψει της διαταγής το Αστυνομικόν Τμήμα υποχρεούται να καλέση τον μέχρι της αποφάσεως μόνον δικαιούχον του περιπτέρου, Κυλικείου ή Καφενείου και διατάξη τούτον, όπως εντός 5 ημερών καταστήση δυνατήν την συνεγκατάστασιν του δια της αποφάσεως καταστάντος συνδικαιούχου. α)Εν περελεύσει απράκτου της προθεσμίας ταύτης το Αστυνομικόν Τμήμα υποχρεούται, αιτήσει του συνδικαιούχου να απαγορεύση την λειτουργίαν του περιπτέρου, Κυλικείου ή Καφενείου προβαίνον εις επίθεσιν σφραγίδων. γ)Αι επιτεθείσαι σφραγίδες αφαιρούνται μόνον κατόπιν διαταγής της Δ.Α./ΓΕΣ, μη δεκτικής ανακλήσεως. δ)Οι προϊστάμενοι των παρ’ οις λειτουργούσιν αναπηρικά κυλικεία Δημοσίων κλπ. Υπηρεσιών, υποχρεούνται όπως συνδράμωσι την Αστυνομικήν Αρχήν εις την ενέργειαν της κατά τ’ ανωτέρω εκτελέσεως. 2.α)Κατά την διαδικασίαν της παρ. 1 εκτελούνται και αι διατάσσουσαι το κλείσιμον περιπτέρου κυλικείου ή καφενείου αποφάσεις των Επιτροπών ή ετέρου κατά Νόμον αρμοδίου οργάνου. 3.α)Αι διατάσσουσαι την εκ του μισθίου περιπτέρου, καφενείου ή κυλικείου αποβολήν του μισθωτού εκτελούνται ομοίως κατόπιν διαταγής Δ.Α/ΓΕΣ. β)Η Αστυνομική Αρχή άμα τη λήψει της προς τούτο διταταγής κελεί τον αποβαλλόμενον όπως αποδώση εκουσίως το μίσθιον εντός 5νθημέρου προθεσμίας, παρελθούσης δε ταύτης απράκτου αποβάλλει τούτον βιαίως. γ)Εν περιπτώσει καθ’ ην ο αποβαλλόμενος αρνείται να παραλάβη τα ίδια αυτού πράγματα ή απουσιάζει κατά τον χρόνον ενεργείας της αποβολής, καίτοι κληθείς προς τούτο. ταύτα καταμετρούμενα υπό της Αστυνομικής Αρχής παρουσία δύο μαρτύρων, παραδίδονται προς φύλαξιν εις τον εκμισθωτήν, συντασσομένης εκθέσεως. Σελ. 790,02(δ) Τεύχος 770–Σελ. 24 δ)Εάν το μίσθιον ευρεθή κλειστόν κατά τον χρόνον της αποβολής η Αστυνομική Αρχή παραβιάζει τούτο ενεργούσα κατά τα λοιπά ως εν τω προηγουμένω εδαφίω. ε)Ουδεμίαν ευθύνην φέρει ο θεματοφύλαξ δια την φυσιολογικήν φθοράν ή μείωσιν της αγοραίας αξίας των παραδοθέντων αυτώ προς φύλαξιν πραγμάτων άτινα υποχρεούται να παραδώση εις τον δικαιούχον επί αποδείξει κατατιθεμένη εις την Αστυνομικήν Αρχήν. 4.Η διαδικασία της προηγουμένης παραγράφου ακολουθείται και δια την εκτέλεσιν των διατασσουσών ανάκλησιν ή αφαίρεσιν της αδείας εκμεταλλεύσεως περιπτέρου, Κυλικείου ή Καφενείου αποφάσεων. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. 36.Ι.α.42 Ανάπηροι και θύματα πολέμου
| 281 |
71. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Αριθ. 329623/6654 της 31 Μαΐου /27 Ιουν. 1977 (ΦΕΚ Β΄ 594) Περί τροποποιήσεως της παρ. γ΄ του Κεφ. Γ΄ της 305221/137/25-1-77 αποφάσεως του υπουργού Εμπορίου. 13.Ξ.β.67-71 Γενική Γραμματεία Εμπορίου (πρώην Υπουργείο Εμπορίου)
| 67 |
156. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ.398 της 4/17 Οκτ. 1983 (ΦΕΚ Α΄ 150) Συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της 78/932/ΕΟΚ οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 16 Οκτ. 1978, «περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών-Μελών περί των προσκεφάλων (υποστηριγμάτων κεφαλής) των καθισμάτων των οχημάτων με κινητήρα. Τροποποιήθηκε από το Π.Δ. 475/15-28 Σεπτ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 212). Επίσης τροποποιήθηκε από το άρθρ.25 της με αριθ. 35949/2604/07/29 Ιαν.-27 Φεβρ.2008 (ΦΕΚ Β΄313), απόφ. Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημ.΄Εργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών, κατωτ.αριθ.355.
| 301 |
3. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 29 Οκτ./30 Νοεμ. 1932 Περί υποδείξεως των μελών και της εν γένει λειτουργίας και της εκπληρώσεως των έργων των Διοικητικών Συμβουλίων των Γραφείων Ευρέσεως Εργασίας. (Εκδίδεται βάσει του άρθρ. 7 §5 του κωδικοποιημένου ν. 5288, ανωτ. αριθ. 2). Άρθρον 1 1.Οι όροι «γραφείον» ή «γραφεία» σημαίνουσι το γραφείον ή τα γραφεία ευρέσεως εργασίας. 2.Οι όροι α)«γραφεία α΄ τάξεως», β)«γραφεία β΄ τάξεως», και γ)«γραφεία γ΄ τάξεως» σημαίνουσιν αντιστοίχως α΄ τα γραφεία ευρέσεως εργασίας Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, γ΄ τα γραφεία ευρέσεως εργασίας Καβάλλας, Βόλου, Πατρών, Κερκύρας και Ξάνθης, και γ΄ τα γραφεία ευρέσεως εργασίας των λοιπών πόλεων. 3.Οι όροι «συμβούλιον» ή «συμβούλια» σημαίνουσι το (διοικητικόν) συμβούλιον ή τα (διοικητικά) συμβούλια των γραφείων ευρέσεως εργασίας. 4.Οι όροι α)«εργοδοτικά μέλη», β)«εργατικά μέλη», και γ)«ανεξάρτητα μέλη» σημαίνουσιν αντιστοίχως α)τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη διοικητικών συμβουλίων γραφείων ευρέσεως εργασίας τα ανήκοντα εις την τάξιν των εργοδοτών, β)τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη γραφείων ευρέσεως εργασίας τα ανήκοντα εις την τάξιν των εργαζομένων, και γ)τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη (διοικητικών) συμβουλίων των γραφείων ευρέσεως εργασίας τα διοριζόμενα καθ’ υπόδειξιν των δημοτικών συμβουλίων. Ο όρος «επαγγελματικά μέλη» σημαίνει αδιακρίτως τα εργοδοτικά και εργατικά μέλη των συμβουλίων. Το ως άνω Συμβούλιον μετωνομάσθη εις «Γνωμοδοτικόν» υπό του άρθρ.3 Α.Ν. 10/13 Ιουν. 1935 (κατωτ. αρ.8). (Αντί για τη σελ. 75) Σελ. 75(α) Τεύχος Ε102-Σελ. 95 Γραφεία Εύρεσης Εργασίας Σύμβουλοι Εργασίας 15.Γ.α.3 Άρθρα 2-5 (Αναφερόμενα εις την σύνθεσιν και λειτουργίαν των Συμβουλίων των Γραφείων Ευρέσεως Εργασίας αντικατεστάθησαν υπό του Β.Δ. της 14/19 Νοεμ. 1935, κατωτ. αρ. 8).
| 44 |
Άρθρ.1326.-(Καταργήθηκε από το άρθρ. 11 Νόμ. 1329/15-18 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Α΄ 25), (κατωτ. αριθ. 8). Απόφασις περί εξαλείψεως
| 381 |
1. ΝΟΜΟΣ ΓΦΠΘ΄ της 24 Φεβρ. /2 Μαρτ. 1910 Περί απαλλαγής των εις το Πανεπιστήμιον φοιτώντων εφέδρων Αξιωματικών του πεζικού και του πυροβολικού από της εν τω Ακαδημαϊκώ Γυμναστηρίω ασκήσεως εις την γυμναστικήν οπλομαχητικήν.
| 1 |
Αύξηση των θέσεων εκπαιδευτικού προσωπικού των σχολικών μονάδων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.Οι θέσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού των σχολικών μονάδων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του άρθρου 14 του Ν. 1566/85 αυξάνονται κατά κλάδο από 1.9.1992 ως ακολούθως: Του κλάδου ΠΕ 1 θεολόγων κατά εννέα (9) Του κλάδου ΠΕ 2 Φιλολόγων κατά εξήντα οκτώ (68) Του κλάδου ΠΕ 3 Μαθηματικών κατά τριάντα οκτώ (38) Του κλάδου ΠΕ 4 Φυσικών κατά είκοσι έξι (26) Του κλάδου ΠΕ 4 Χημικών κατά τρεις (3) Του κλάδου ΠΕ 5 Γαλλικής Φιλολογίας κατά τρεις (3) Του κλάδου ΠΕ 6 Αγγλικής Φιλολογίας κατά δέκα έξι (16) Του κλάδου ΠΕ 8 Καλλιτεχνικών μαθημάτων κατά δύο (2) Του κλάδου ΠΕ 9 Οικονομολόγων κατά εννέα (9) Του κλάδου ΠΕ 11 Φυσικής Αγωγής κατά δέκα τρεις (13) Του κλάδου ΠΕ 12 Ηλεκτρολόγων κατά τέσσερις (4) Του κλάδου ΠΕ 12 Μηχανολόγων κατά τέσσερις (4) Του κλάδου ΠΕ 14 Ιατρών κατά έξι (6) Του κλάδου ΠΕ 14 Οδοντιάτρων κατά δύο (2) Του κλάδου ΠΕ 14 Γεωπόνων κατά οκτώ (8) Του κλάδου ΠΕ 15 Οικιακής Οικονομίας κατά δύο(2) Του κλάδου ΠΕ 16 Μουσικών κατά επτά (7) Του κλάδου ΠΕ 17 Ηλεκτρονικών κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ 17 Μηχανολόγων κατά τέσσερις (4) Του κλάδου ΠΕ 17 Ηλεκτρολόγων κατά τέσσερις (4) Του κλάδου ΠΕ 18 Διοίκησης Επιχειρήσεων κατά πέντε (5) Του κλάδου ΠΕ 18 Λογιστικής κατά τέσσερις (4) Του κλάδου ΠΕ 18 Νοσηλευτικής κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ 18 Ιχθυοκομίας - Αλιείας κατά δύο (2) Του κλάδου ΠΕ 18 Γραφικών Τεχνών κατά τρεις (3) Του κλάδου ΠΕ 18 Κλωστοϋφαντουργίας κατά τρεις (3) Του κλάδου ΠΕ 18 Βρεφονηπιοκόμων κατά οκτώ (8) Του κλάδου ΠΕ 18 Οδοντοτεχνικής κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ 18 Φυτικής Παραγωγής κατά δύο (2) Του κλάδου ΠΕ 18 Οχημάτων Τ.Ε.Ι. κατά μία (1). Του κλάδου ΤΕ 1 Οδοντοτεχνικής κατά μία (1) Του κλάδου ΤΕ 1 Δομικών κατά μία (1) Του κλάδου ΤΕ 1 Μηχανολόγων κατά δύο (2) Του κλάδου ΤΕ 1 Ψυκτικών κατά δύο (2) Του κλάδου ΤΕ 1 Ηλεκτρονικών κατά μία (1) Του κλάδου ΔΕ 1 Υδραυλικών κατά μία (1) Του κλάδου ΔΕ 1 Μηχανοτεχνιτών κατά τρεις (3). Σύνολο θέσεων διακόσιες εβδομήντα (270). Στον Υφυπουργό Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του διατάγματος αυτού.
| 41 |
238. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθμ. A14/οικ 2315/121 της 11-30 Ιαν.2007 (ΦΕΚ Β΄88) Καθορισμός προϋποθέσεων, διαδικασίας και δικαιολογητικών για την ταξινόμηση Φορτηγών Αυτοκινήτων Ιδιωτικής Χρήσης σε κατηγορίες φυσικών ή νομικών προσώπων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 10 του ν. 2898/2001 (ΦΕΚ 71 Α΄). Έχοντας υπόψη: 1. Τις διατάξεις : α) Του άρθρου 10 παρ. 7 του ν. 2898/2001 «Σύσταση και λειτουργία Συμβουλίου Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης, όροι οικονομικής συμφωνίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 71 Α΄). β) Των άρθρων 1 και 2 του ν. 1959/1991 «Για τις οδικές μεταφορές τις επικοινωνίες και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 123 Α΄). 2. Τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. Α2/29542/5347/9.8.1991 απόφασης του Υπουργού Μεταφορών & Επικοινωνιών «Χορήγηση αδειών κυκλοφορίας ΦΙΧ αυτοκινήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1959/1991» (ΦΕΚ 707 Β΄). 3. Τις διατάξεις το άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α΄). 4. Την ανάγκη καθορισμού κατηγοριών φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίες θα έχουν δικαίωμα ταξινόμησης φορτηγών ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων, τα οποία είναι απαραίτητα για την άσκηση του επαγγέλματος ή την επίτευξη του σκοπού τους, καθώς και των προϋποθέσεων, της διαδικασίας, των δικαιολογητικών, του μεταφορικού έργου και κάθε άλλης αναγκαίας λεπτομέρειας για τη χορήγηση των υπό κρίση αδειών κυκλοφορίας των ως άνω αυτ/των. 5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε : 1. Επιτρέπεται η ταξινόμηση Φορτηγών Ιδιωτικής Χρήσης αυτ/των (Φ.Ι.Χ.) μέχρι 4.000 χιλιογράμμων μικτού βάρους, τα οποία είναι απαραίτητα για την άσκηση επαγγέλματος ή την επίτευξη του σκοπού τους σε Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. υπό τη μορφή σωματείων, ιδρυμάτων, μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, αστικών εταιριών μη κερδοσκοπικών, συλλόγων, που επιδιώκουν φιλανθρωπικούς, περιβαλλοντικούς, αθλητικούς, εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς, φιλοζωϊκούς ή κοινωνικούς σκοπούς καθώς και στη Βουλή των Ελλήνων και τα Πολιτικά Κόμματα. 2. Ειδικά για την περίπτωση των Ιστιοπλοϊκών και Ιππικών Ομίλων είναι δυνατή η χορήγηση ΦΙΧ αυτ/του ή αρθρωτού οχήματος (συρμού) μικτού βάρους άνω των 4.000 χιλιογράμμων για τη μεταφορά των σκαφών και αλόγων αντίστοιχα. Η δυνατότητα αυτή δίνεται σε Ιππικούς – Ιστιοπλοϊκούς Ομίλους κατόπιν προσκόμισης σχετικής Βεβαίωσης περί εγγραφής τους στις αντίστοιχες Ομοσπονδίες του κλάδου τους. Ειδικότερα, η δυνατότητα αυτή δίνεται σε Ιππικούς Ομίλους, οι οποίοι διαθέτουν δέκα τουλάχιστον άλογα. Επίσης, είναι δυνατή η χορήγηση ΦΙΧ αυτ/των της κατηγορίας αυτής σε αθλητές ιππείς – ιδιοκτήτες τουλάχιστον πέντε αλόγων, εφόσον είναι μέλη αναγνωρισμένου Ιππικού Ομίλου. 3. Το δικαίωμα θέσης σε κυκλοφορία ΦΙΧ αυτ/των στα αναφερόμενα στην παρ. 1 της παρούσης πρόσωπα γίνεται με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών & Επικοινωνιών, εφόσον προσκομισθούν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, και με τη συνδρομή των κατά περίπτωση όρων και προϋποθέσεων, όπως ορίζονται κατωτέρω. Οι άδειες κυκλοφορίας των εν λόγω Φορτηγών αυτ/των Ιδιωτικής Χρήσης (Φ.Ι.Χ) εκδίδονται από την αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. 4. Οι άδειες κυκλοφορίας ΦΙΧ αυτ/των της κατηγορίας αυτής χορηγούνται στα πρόσωπα της παραγράφου 1, εφόσον ασκούν μη κερδοσκοπικό επάγγελμα ή δραστηριότητα, έχουν μεταφορικό έργο τέτοιο, που για την εξυπηρέτησή του είναι αναγκαία η κυκλοφορία ΦΙΧ αυτ/του της κατηγορίας αυτής και εφόσον υποβάλλουν στην Δ/νση Εμπορευματικών Μεταφορών – Τμήμα Οδικών Μεταφορών του ΥΠ.Μ.Ε. τα εξής κατά περίπτωση δικαιολογητικά: α. Αίτηση από το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο ή νομίμως εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο αυτού ή από νόμιμο εκπρόσωπο του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου. (Μετά τη σελ. 242,89628) Σελ. 242,89629 Τεύχος -Σελ. Φορτηγά αυτοκίνητα 21.Ε.δ.237-238 β. Νομίμως επικυρωμένο από αρμόδια αρχή φωτοαντίγραφο της συστατικής πράξης και καταστατικού του νομικού προσώπου, όπως ισχύει. γ. Σε περίπτωση που ειδικές διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά, απαιτούν για την νόμιμη αναγνώριση των προσώπων της παρ. 1 περαιτέρω δικαιολογητικά, καθίσταται υποχρεωτική η προσκόμισή τους, ακόμη και δεν αναφέρονται στην παρούσα απόφαση. δ. Ειδικά για την ταξινόμηση ΦΙΧ αυτ/του από την Βουλή των Ελλήνων και τα Πολιτικά κόμματα υποβάλλεται μόνο Αίτηση, στην οποία θα περιγράφεται η μεταφορική δραστηριότητα για την οποία ζητείται η ταξινόμηση του οχήματος. 5. Τα ΦΙΧ αυτοκίνητα της παρούσης οδηγούνται από συγκεκριμένο πρόσωπο νομίμως εξουσιοδοτημένο από το αρμόδιο όργανο του προσώπου της παρ. 1, το οποίο θα είναι εφοδιασμένο με την αντίστοιχη άδεια ικανότητας οδηγού. Η προαναφερόμενη εξουσιοδότηση του οδηγού θα πρέπει να βρίσκεται επί του οχήματος κατά τη διάρκεια της εκάστοτε μεταφοράς και θα επιδεικνύεται στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, εφόσον ζητηθεί. 6. Τα τιθέμενα σε κυκλοφορία ΦΙΧ αυτ/τα στο όνομα των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 της παρούσης απαγορεύεται να μεταφέρουν άλλα εμπορεύματα ή υλικά πέραν αυτών που αναγράφονται στην άδεια κυκλοφορία τους. 7. Η άδεια κυκλοφορίας και οι κρατικές πινακίδες αναγνώρισης του οχήματος, που χορηγούνται με τη διαδικασία της παρούσας απόφασης, ανακαλούνται από την Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, όταν: α. Διαλυθεί ο φορέας, στο όνομα του οποίου έχει εκδοθεί η άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου οχήματος. β. Διαπιστωθεί χρησιμοποίηση του αυτοκινήτου οχήματος για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Στις περιπτώσεις αυτές αφαιρούνται οριστικά η άδεια κυκλοφορίας και οι κρατικές πινακίδες και το ίδιο το όχημα δεν μπορεί να επανακυκλοφορήσει στο όνομα του ίδιου φορέα. 8. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σελ. 242,89630 Τεύχος -Σελ. 21.Ε.δ.238 Φορτηγά αυτοκίνητα
| 301 |
25. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθμ. οικ. 72048/9666/08 της 26 Ιαν.-9 Φεβρ.2009 (ΦΕΚ Β΄216) Καθορισμός διαδικαστικών λεπτομερειών για την εφαρμογή των διατάξεων του π.δ/τος 74/2008 (ΦΕΚ 112/Α΄), αναφορικά με τη χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών. Έχοντας υπόψη: 1. Τις διατάξεις: α. του π.δ/τος 74/2008 (ΦΕΚ 112/Α΄) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15.7.2003, «σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθμ. 3820/1985 του Συμβουλίου και της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 76/914/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2004/66/ΕΚ του Συμβουλίου της 26.4.2004 και 2006/103/ΕΚ της 20.11.2006» και ειδικότερα αυτές των άρθρων 6 (παρ. 13), 8, 10 (παρ. 1) και 14. β. του άρθρου 90 του «Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ./τος 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α΄). γ. του ν.δ. 638/1970 (ΦΕΚ 173/Α΄) «Περί ιατρικής εξετάσεως των οδηγών αυτοκινήτων, διτρόχων - τριτρόχων μετά κινητήρος και μοτοποδηλάτων» όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα. 2. Το γεγονός ότι από τις ρυθμίσεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε: Καθορίζουμε ως εξής τη διαδικασία και τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του π.δ/τος 74/2008 (ΦΕΚ 112/Α΄), αναφορικά με τη χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών: Άρθρο 1 Υπόχρεοι 1. Υποχρέωση απόκτησης ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών, έχουν οι οδηγοί οχημάτων των υποκατηγοριών και κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ και Δ+Ε, οι οποίοι αποκτούν άδεια οδήγησης μιας τουλάχιστον από τις υποκατηγορίες ή κατηγορίες αυτές από 10 Σεπτεμβρίου 2008 και μετά. 2. Δεν έχουν υποχρέωση απόκτησης ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών: α. Οι οδηγοί της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του π.δ/τος 74/2008 (ΦΕΚ 112/Α΄). Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς 21.Ε.γα.25 β. Οι οδηγοί οι οποίοι απέκτησαν οποιαδήποτε από τις παραπάνω υποκατηγορίες ή κατηγορίες, πριν από τις 10.9.2008. 3. Προκειμένου ο οδηγός να αποδείξει ότι είναι κάτοχος ΠΕΙ απαιτείται: α) να κατέχει ισχύον Δελτίο Επιμόρφωσης Οδηγού (σύμφωνο με το Υπόδειγμα του Παραρτήματος ΙΙ του π.δ/τος 74/2008) ή β) να είναι καταχωρισμένος επάνω στην άδεια οδήγησης ο κοινοτικός κωδικός «95» και δίπλα στις υποκατηγορίες ή κατηγορίες Δ1, Δ1+Ε, Δ και Δ+Ε (σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2003/59). 4. Ο οδηγός που παραβιάζει τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11 του π.δ. 74/2008 (ΦΕΚ 112/Β΄) τιμωρείται σύμφωνα με τις κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο αυτό. Άρθρο 9 Μεταβατικές διατάξεις Κάτοχοι ελληνικής άδειας οδήγησης κατηγορίας Δ΄, την οποία απέκτησαν μετά από επιτυχή θεωρητική και πρακτική εξέταση, όπου η επιτυχής πρακτική εξέταση πραγματοποιήθηκε μέσα στο διάστημα από 10.9.2008 μέχρι και την πρώτη, του αμέσως επόμενου, της δημοσίευσης της απόφασης αυτής μήνα, μπορούν να αποκτήσουν και ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών, αφού υποστούν μόνο επιτυχή θεωρητική εξέταση της παρ. 2 του άρθρου 3 της απόφασης αυτής. Το δικαίωμα αυτό που παρέχεται στους ενδιαφερομένους με την ρύθμιση του άρθρου αυτού, πρέπει να ζητηθεί με σχετική αίτηση η οποία πρέπει να υποβληθεί μέχρι και τις 29.5.2009. Για την θεωρητική εξέταση των ενδιαφερομένων της παραπάνω κατηγορίας χορηγείται Δελτίο εξέτασης Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης Δ1, Δ, Δ1+Ε, Δ+Ε (Υπόδειγμα 2.3) χωρίς όμως να γίνεται χρήση του μνημονίου. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της απόφασης αυτής. (Μετά τη σελ.226,882) Σελ. 226,883 Τεύχος-Σελ. Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς 21.Ε.γα.25 Άρθρο 10 Παράρτημα Προσαρτάται και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης αυτής το συνημμένο Παράρτημα, το οποίο περιλαμβάνει: α. Υπόδειγμα 2.2 (Δελτίο Εκπαίδευσης και Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού και Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης). β. Υπόδειγμα 2.3 (Δελτίο Εξέτασης Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης γ. Υπόδειγμα 3 (Πρακτικό - Κατάσταση εξετασθέντων στα θεωρητικά ) δ. Υπόδειγμα 4 (Φύλλο ερωτήσεων - απαντήσεων υποψηφίου) ε. Υπόδειγμα 5 (Πρακτικό εξετάσεων υποψηφίου οδηγών και Υποψηφίων για χορήγηση ΠΕΙ). στ. Υπόδειγμα 6 (Αίτηση - Υπεύθυνη δήλωση) (Ακολουθεί Παράρτημα) Άρθρο 11 Ισχύς Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σελ. 226,884 Τεύχος-Σελ. 21.Ε.γα.25 Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΜΟΣ 21 Α.ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ α)Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων Σελ. 5 β)Ανώτατο Συγκοινωνιακό Συμβούλιο « 17 γ)Γενική Διεύθυνση Μεταφορών « 19 δ)Υπηρεσία Αυτοκινήτων « 51 ε)Περιφερειακές Υπηρεσίες Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών (πρώην Συγκοινωνιών) « 57 ζ)Εκτέλεση Συγκοινωνιακών Έργων « 75 η)Κανονισμοί Προσωπικού Συγκοινωνιακών Επιχειρήσεων « 77 Β.ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΙ ΓΕΝΙΚΑ α)Αστυνομία και ασφάλεια σιδηροδρόμων Σελ. 81 β)Προσωπικό Σιδηροδρόμων -ΟΣΕ-Σιδηροδρομικών Επιχειρήσεων « 89 γ)Διεθνείς Σιδηροδρομικές Μεταφορές-Διευρωπαϊκό Σιδηροδρομικό Σύστημα « 97 δ)Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος (Ο.Σ.Ε.)-Σιδηροδρομικές Επιχειρήσεις « 98,21 ε)Εκτέλεση Έργων Ο.Σ.Ε.και Συνδεδεμένων Επιχειρήσεων « 98,601 ω)Διάφορες διατάξεις « 99 Γ.ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ α)Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους Σελ. 103 β)Σιδηρόδρομοι Πελοποννήσου « 125 γ)Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών-Πειραιώς (Η.Σ.Α.Π.) « 137 δ)Σιδηρόδρομοι Αττικής « 139 ε)Σιδηρόδρομοι Βορειοδυτικής Ελλάδος « 141 ζ)Σιδηρόδρομοι Θεσσαλικοί « 145 η)Μακεδονικοί Σιδηρόδρομοι « 147 ω)Διάφοροι Σιδηρόδρομοι « 151 Δ.ΤΡΟΧΙΟΔΡΟΜΟΙ α)Τροχιόδρομοι Αθηνών-Πειραιώς Σελ. 153 β)Τροχιόδρομοι Θεσσαλονίκης « 155 γ)Ηλεκτροκίνητα Λεωφορεία Αθηνών-Πειραιώς (Η.Λ.Π.Α.Π.) « 156,11 δ)Αττικό Μετρό « 156,401 ε)Μετρό Θεσσαλονίκης « 156,41 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΜ.21-21Α-21Β-21Γ ΤΟΜΟΣ 21Α Ε.ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ α)Γενικά περί κυκλοφορίας αυτοκινήτων Σελ. 157 β)Άδειες οδηγών αυτοκινήτων « 209 γ)Επιβατικά αυτοκίνητα (Δημόσιας και Ιδιωτικής Χρήσης) « 221 γα)Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς « 226,801 ΤΟΜΟΣ 21Β Ε.ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ δ)Φορτηγά αυτοκίνητα Σελ. 227 ε)Κρατικά αυτοκίνητα « 243 ζ)Διεθνείς Συμβάσεις για τα αυτοκίνητα « 249 η)Επισκευαστές -Συνεργεία Επισκευής Αυτοκινήτων –Οδική Βοήθεια Οχημάτων « 261,21 θ)Σταθμοί Αυτοκινήτων « 262,41 ι)Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας « 262,601 κ)Πρατήρια Υγρών Καυσίμων « 263 λ)Έλεγχος ασφάλειας αυτοκινήτων-Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων (Κ.Τ.Ε.Ο.) « 264,21 μ)Μοτοποδήλατα-Μοτοσυκλέτες « 264,31 ν)Οργανισμός Αυτοκινητοδρομίων Ελλάδος (Ο.Α.Ε.) « 264,41 ξ)Ρυμουλκούμενα Οχήματα « 264,501 ω)Διάφορες διατάξεις για τα αυτοκίνητα « 264,91 ΤΟΜΟΣ 21Γ Ζ.ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ α)Κοινά Ταμεία Εκμεταλλεύσεως Λεωφορείων (Κ.Τ.Ε.Λ.) Σελ. 267 β) Αστικές Συγκοινωνίες Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων-Ο.Α.Σ.Α. « 313 γ)Αστικές Συγκοινωνίες Θεσσαλονίκης-Ο.Α.Σ.Θ. « 327 δ)Τουριστικά λεωφορεία « 349 ε)Κρατική εκμετάλλευση λεωφορειακών γραμμών « 350,21 ζ)Σχολικά Λεωφορεία « 350,51 η)Λεωφορεία ιδιωτικής χρήσεως « 350,71 θ)Λεωφορεία Περιοχής Πρωτεύουσας « 350,801 Η.ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ α)Υγειονομικά μέτρα Σελ. 351 Θ.ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ α) Διεθνείς Μεταφορές Επιβατών και Εμπορευμάτων Σελ. 353 β)Περί όρων εργασίας προσωπικού διεθνών μεταφορών « 403 γ)Σύμβαση Διεθνούς Μεταφοράς Εμπορευμάτων οδικώς « 413 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΜ.21-21Α-21Β-21ΓΆρθρο 2 Προϋποθέσεις, δικαιολογητικά 1. Ο ενδιαφερόμενος για την απόκτηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών, πρέπει να υποβάλλει στην Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών (Υπηρεσία Μ.Ε.) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (Ν.Α.) του τόπου κατοικίας του, τα εξής κατά περίπτωση δικαιολογητικά: 1.1. Αν δεν είναι κάτοχος άδειας οδήγησης μιας τουλάχιστον των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε: Την Αίτηση - Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν.1599/1986 σύμφωνα με το Υπόδειγμα 6 του Παραρτήματος το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης, μαζί με όλα τα απαιτούμενα από τις σχετικές διατάξεις για την χορήγηση άδειας οδήγησης των παραπάνω υποκατηγοριών ή κατηγοριών δικαιολογητικά και επιπλέον αποδεικτικό κατάθεσης εβδομήντα (70) € υπέρ του λογαριασμού του ν.δ. 638/1970 όπως ισχύει. 1.2. Αν είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης μιας τουλάχιστον των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε: α. Αίτηση - Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν.1599/1986 σύμφωνα με το Υπόδειγμα 6, με την οποία να δηλώνει: αα. Ότι έχει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα. ββ. Τα πλήρη στοιχεία της διεύθυνσης κατοικίας του, η οποία πρέπει να βρίσκεται στην περιοχή αρμοδιότητας της συγκεκριμένης Υπηρεσίας Μ.Ε., στην οποία υποβάλλεται η Αίτηση-Υπεύθυνη δήλωση. γγ. Τον αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ). (Μετά τη σελ.226,876) Σελ. 226,877 Τεύχος-Σελ. β. Φωτοαντίγραφο της αστυνομικής ταυτότητας ή ελληνικού διαβατηρίου εφόσον ο ενδιαφερόμενος είναι Έλληνας υπήκοος. Αν από τα έγγραφα αυτά δεν προκύπτει η ηλικία του ενδιαφερόμενου, τότε κατατίθεται, υποχρεωτικά και οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο στοιχείο (πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης, πιστοποιητικό γέννησης κ.λπ.), από το οποίο να προκύπτει η ηλικία του. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει την ελληνική υπηκοότητα απαιτείται φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου ή ισοδυνάμου με το διαβατήριο εγγράφου όπως π.χ. Ειδικό Δελτίο Ταυτότητος Αλλοδαπού. γ. Φωτοαντίγραφο ισχύοντος δημοσίου εγγράφου αναλόγου τύπου και ισχύος με αυτό που υποβάλλεται για την χορήγηση άδειας οδήγησης όταν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει την ελληνική υπηκοότητα. Τέτοιο δημόσιο έγγραφο μπορεί να είναι η Άδεια διαμονής ή παραμονής, Βεβαίωση Εγγραφής Πολίτη Ε.Ε., Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς, Ειδικό Δελτίο Ταυτότητος Αλλοδαπού, Βεβαίωση κατάθεσης δικαιολογητικών χορήγησης άδειας παραμονής, Βεβαίωση ελληνικού δημόσιου ασφαλιστικού φορέα ότι είναι ασφαλισμένος σαν εργαζόμενος στην χώρα μας. Το ως άνω έγγραφο πρέπει να έχει εκδοθεί 185 ημέρες τουλάχιστον πριν την κατάθεση των δικαιολογητικών για απόκτηση του ΠΕΙ. Για τους υπηκόους των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), το διάστημα των 185 ημερών περιορίζεται σε 95 ημέρες. Σε περίπτωση που μεταξύ της ημερομηνίας λήξης ισχύος της άδειας παραμονής ή του ισοδύναμου εγγράφου και της ημέρας έναρξης ισχύος της νέας άδειας διαμονής ή παραμονής ή του ισοδύναμου εγγράφου, μεσολαβεί χρονικό διάστημα έως ενενήντα (90) ημέρες, ο αλλοδαπός κάτοχος των ανωτέρω εγγράφων θεωρείται ότι διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Αν ο ενδιαφερόμενος ξένος υπήκοος έχει την ιδιότητα του σπουδαστή ή του μαθητή επί έξι (6) τουλάχιστον μήνες στην Ελλάδα, συνεχώς ή αθροιστικά, κατά το τελευταίο 12μηνο, πριν από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης και των δικαιολογητικών, τότε, αντί του παραπάνω δημοσίου εγγράφου, απαιτείται η κατάθεση της πρωτότυπης βεβαίωσης της σχολής ή του σχολείου, που βεβαιώνει την επί έξι μήνες σπουδαστική ή μαθητική ιδιότητα. Η σπουδαστική ή μαθητική ιδιότητα πρέπει να ισχύει και κατά την ημέρα παραλαβής της άδειας οδήγησης ή να ακολουθείται από άδεια παραμονής ή ισοδύναμο έγγραφο. δ. Φωτοαντίγραφο της κατεχόμενης άδειας οδήγησης (ελληνικής ή κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή της Νορβηγίας ή της Ισλανδίας ή του Λιχτενστάιν) ισχύουσας για μία τουλάχιστον των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε. Σελ. 226,878 Τεύχος-Σελ. ε. Αποδεικτικό κατάθεσης εβδομήντα (70) € υπέρ του ειδικού λογαριασμού του ν.δ. 638/1970 (ΦΕΚ 173/Α΄) όπως ισχύει, για την θεωρητική και πρακτική εξέταση. στ. Μία (1) πρόσφατη έγχρωμη φωτογραφία τύπου διαβατηρίου. 2. Από τις 19.1.2009, ημερομηνία έναρξης εκτύπωσης των αδειών οδήγησης από την Δ/νση Διαβατηρίων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, πέραν των παραπάνω αναφερομένων στις περιπτώσεις 1.1. και 1.2 θα υποβάλλονται και τα σχετικά δικαιολογητικά για την εκτύπωση της άδειας οδήγησης υπό μορφή πλαστικής κάρτας όπως αυτή προβλέπεται στο Παράρτημα Ι της υπ’ αριθμ. οικ. 43206/6028/2008 (ΦΕΚ 1541/Β΄) κοινής υπουργικής απόφασης. 21.Ε.γα.25 Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς 3. Η αρμόδια υπηρεσία Μ.Ε. της Ν.Α. στην οποία υποβάλλεται η Αίτηση-Υπεύθυνη δήλωση και τα δικαιολογητικά, αφού τα ελέγξει και διαπιστώσει ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις, χορηγεί στον ενδιαφερόμενο: α) Για την περίπτωση που ο υποψήφιος δεν είναι κάτοχος άδειας οδήγησης μιας τουλάχιστον των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε: Δελτίο Εκπαίδευσης και Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού και Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης (Υπόδειγμα 2.2 του Παραρτήματος). β) Για την περίπτωση που ο υποψήφιος είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης μιας τουλάχιστον των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε: Δελτίο Εξέτασης Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης (Υπόδειγμα 2.3 του Παραρτήματος). Τα προαναφερόμενα Υποδείγματα 2.2 και 2.3 αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης. 4. Όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις για τις άδειες οδήγησης που αφορούν την κατάθεση της Αίτησης-Υπεύθυνης δήλωσης, την επικύρωση των φωτοαντιγράφων και λοιπών δικαιολογητικών και την παραλαβή της άδειας οδήγησης, εφαρμόζονται και στην απόφαση αυτή. Άρθρο 3 Θεωρητική εξέταση για χορήγηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης 1. Η θεωρητική εξέταση υποψηφίου για χορήγηση ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών διενεργείται, από την Υπηρεσία Μ. Ε. της Ν.Α. του τόπου κατοικίας του, μετά το πέρας του ωραρίου λειτουργίας της ή κατά τις ημέρες αργιών, προφορικά ενώπιον επιτροπής της παρ. 5 του άρθρου 6 του π.δ. 74/2008 (ΦΕΚ 112/Α΄). Η επιτροπή αποτελείται από τρείς υπαλλήλους της συγκεκριμένης υπηρεσίας Μ.Ε. ή και της υπηρεσίας ΚΤΕΟ, εκ των οποίων, οι δύο αποτελούν τα μέλη της και ο τρίτος εκτελεί καθήκοντα γραμματέα. Τα μέλη της επιτροπής και ο γραμματέας ορίζονται μαζί με τους αναπληρωτές τους, με απόφαση του οικείου Νομάρχη ή Επάρχου κατά περίπτωση. Τα μέλη της επιτροπής ανήκουν τουλάχιστον στην κατηγορία ΔΕ (εφόσον έχουν απολυτήριο Λυκείου ή εξαταξίου Γυμνασίου ή ισότιμης σχολής) εκ των οποίων ο ένας τουλάχιστον, τεχνικός. Σε κάθε περίπτωση εξέτασης, όπου το τεχνικό μέλος της επιτροπής αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή του, πρέπει και αυτός (ο αναπληρωτής), να είναι τεχνικός, οποιουδήποτε επιπέδου. 2. Η θεωρητική εξέταση γίνεται σε αίθουσα, για το σύνολο των προγραμματισθέντων υποψηφίων. Με μέριμνα του γραμματέα της επιτροπής, ο οποίος ελέγχει την ταυτότητα των υποψηφίων, εισέρχονται στην αίθουσα οι υποψήφιοι για χορήγηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης που έχουν προγραμματιστεί την συγκεκριμένη ημερομηνία. Υποψήφιος που δεν φέρει μαζί του τα αποδεικτικά στοιχεία ταυτοπροσωπίας (ταυτότητα ή διαβατήριο) και το αντίστοιχο Δελτίο Εξέτασης αποκλείεται από τις εξετάσεις και δεν μπορεί να προγραμματιστεί πριν την παρέλευση ενός μηνός, στην δε κατάσταση σημειώνεται ως μη προσελθών. 3. Η προφορική θεωρητική εξέταση των υποψηφίων για απόκτηση του ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών, θα πραγματοποιείται προφορικά από την επιτροπή στην ύλη του βιβλίου «Θεωρητική εκπαίδευση υποψηφίων οδηγών λεωφορείων», εκδόσεις του Υπουργείου Μ.Ε. και Ιδρύματος Ευγενίδου οι δε ερωτήσεις τίθενται από τα θέματα που περιέχονται στις σελίδες 1 έως 132 αυτού. Η εξέταση γίνεται παρουσία όλων των υποψηφίων. Σε κάθε υποψήφιο υποβάλλονται δέκα (10) ερωτήσεις από την προαναφερόμενη ύλη. Θεωρείται επιτυχών εάν απαντήσει σωστά τουλάχιστον στις επτά (7) ερωτήσεις. Στόχος της εξέτασης είναι να διαπιστωθεί αν ο υποψήφιος έχει κατανοήσει πλήρως τη συγκεκριμένη ύλη και για το λόγο αυτό επιβάλλεται η ελεύθερη συζήτηση μεταξύ εξεταστή και υποψηφίου και η επανάληψη της ερώτησης σε περίπτωση μη πλήρους κατανόησής της. Για κάθε υποψήφιο, σημειώνονται από τον γραμματέα σε ξεχωριστό φύλλο (Υπόδειγμα 4 του Παραρτήματος) όλες οι ερωτήσεις που του απευθύνονται από την επιτροπή και η ένδειξη ΝΑΙ αν απαντήσει σωστά ή η ένδειξη ΟΧΙ αν απαντήσει λάθος. Το σύνολο των σωστών απαντήσεων αποτελεί και το τεκμήριο της επιτυχίας ή μη του υποψηφίου. Ο υποψήφιος θεωρείται επιτυχών, αν και οι δύο εξεταστές αποφασίσουν ότι επέτυχε. Ο υποψήφιος θεωρείται ότι απέτυχε αν έστω και ο ένας από τους εξεταστές αποφασίσει την απόρριψη του εξεταζομένου. Το αποτέλεσμα της επιτυχίας ή όχι ανακοινώνεται μεγαλόφωνα στον υποψήφιο. Το φύλλο (Υπόδειγμα 4) επισυνάπτεται στην κατάσταση εξετασθέντων. Ακολούθως ο γραμματέας θέτει στην αντίστοιχη θέση του Δελτίου Εξέτασης την ένδειξη «ΕΠΕΤΥΧΕ ΓΙΑ ΠΕΙ» ενώ σε περίπτωση αποτυχίας θέτει την ένδειξη «ΑΠΕΡΡΙΦΘΗ» αναγράφοντας και τον αριθμό λαθών π.χ. «4 λάθη». Τα μέλη της επιτροπής υπογράφουν στην οικεία στήλη, θέτοντας, ολογράφως και το ονοματεπώνυμό τους, είναι δε συνυπεύθυνοι για οποιαδήποτε ψευδή αναγραφή στο δελτίο αυτό. (Μετά τη σελ.226,878) Σελ. 226,879 Τεύχος-Σελ. Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς 21.Ε.γα.25 Όσοι απορρίπτονται στη θεωρητική εξέταση έχουν δικαίωμα επανεξέτασης αφού συμπληρωθούν δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημερολογιακές ημέρες από την ημέρα της απόρριψης. Μετά το πέρας της εξέτασης ο γραμματέας της επιτροπής συντάσσει κατάσταση εξετασθέντων και μη προσελθόντων (σύμφωνα με το Υπόδειγμα 3 του Παραρτήματος), θέτοντας δίπλα από το ονοματεπώνυμο κάθε υποψηφίου την ένδειξη «ΑΠΕΡΡΙΦΘΗ» ή «ΕΠΕΤΥΧΕ» ή «ΔΕΝ ΠΡΟΣΗΛΘΕ» κατά περίπτωση. Η κατάσταση υπογράφεται από τα δύο μέλη της επιτροπής και τον γραμματέα θέτοντας και το ονοματεπώνυμό τους ολογράφως. Η κατάσταση αυτή μαζί με τα φύλλα του Υποδείγματος 4 παραδίδεται, την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα, από τον γραμματέα, στον Προϊστάμενο του αρμοδίου Τμήματος ή στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Μ.Ε., με υπογραφή παραλαβής, σε φωτοαντίγραφό της. Το φωτοαντίγραφο της κατάστασης κρατείται από το γραμματέα. Μετά το τέλος της θεωρητικής εξέτασης, ο γραμματέας παραδίδει στους υποψήφιους τα δελτία τους, προκειμένου το αρμόδιο τμήμα της Υπηρεσίας Μ.Ε. της Ν.Α. να προγραμματίσει τη θεωρητική επανεξέταση ή πρακτική εξέτασή τους, κατά περίπτωση. Άρθρο 4 Πρακτική εξέταση 1. Οι υποψήφιοι για χορήγηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών οι οποίοι επιτυγχάνουν στη θεωρητική εξέταση του άρθρου 3 της απόφασης αυτής, υποχρεούνται να υποβληθούν σε πρακτική εξέταση, σύμφωνα με όσα ορίζονται παρακάτω. 1.1. Η πρακτική εξέταση για υποψηφίους οι οποίοι δεν είναι κάτοχοι άδειας οδήγησης (ελληνικής ή κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή της Νορβηγίας ή της Ισλανδίας ή του Λιχτενστάιν) μίας τουλάχιστον εκ των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε διενεργείται ως εξής: Η Υπηρεσία Μ.Ε. της Ν.Α. του τόπου κατοικίας του υποψηφίου, η οποία του έχει χορηγήσει Δελτίο Εκπαίδευσης και Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού και Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης (Υπόδειγμα 2.2), τον προγραμματίζει για πρακτική εξέταση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περί υποψηφίων οδηγών, σχετικές διατάξεις. Σελ. 226,880 Τεύχος-Σελ. Στην περίπτωση αυτή, ο υποψήφιος υποχρεούται, πριν από την πρακτική του εξέταση να εκπαιδευτεί πρακτικά σαν υποψήφιος οδηγός, πραγματοποιώντας τον ελάχιστο αριθμό μαθημάτων, που προβλέπουν οι σχετικές με τις άδειες οδήγησης διατάξεις, για τη κατηγορία Δ. Η πρακτική εκπαίδευση και εξέταση πραγματοποιείται με εκπαιδευτικό όχημα της κατηγορίας Δ, παρουσία εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών. Εφαρμόζονται οι διατάξεις οι σχετικές με τους υποψήφιους οδηγούς καθώς και αυτές της απόκτησης ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών όπως αυτές περιγράφονται στο Παράρτημα του π.δ. 74/2008. Κατά την πρακτική εξέταση η πορεία αντί των 45’ της ώρας διαρκεί 90’. Εξυπακούεται ότι ο υποψήφιος της παρούσας περίπτωσης, υποχρεούται όπως, πέραν της θεωρητικής εξέτασης του άρθρου 3 της απόφασης αυτής και της πρακτικής εξέτασης της παραγράφου αυτής, να έχει υποστεί προηγουμένως θεωρητική εκπαίδευση και εξέταση υποψηφίου οδηγού για την κατηγορία Δ. Αν τελικά επιτύχει και στις τρεις (3) εξετάσεις, του χορηγείται: α. Άδεια οδήγησης της κατηγορίας Δ και 21.Ε.γα.25 Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς β. ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης, μεταφοράς επιβατών. Τα εκπαιδευτικά οχήματα της κατηγορίας Δ τα οποία χρησιμοποιούνται για την πρακτική εκπαίδευση και εξέταση του υποψηφίου της παραγράφου αυτής πρέπει να έχουν τις προδιαγραφές που ορίζουν οι σχετικές, με τη χορήγηση αδειών οδήγησης, διατάξεις. Κάτοχοι άδειας οδήγησης Δ κατηγορίας και ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών, τα οποία τους χορηγήθηκαν σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο αυτή, δεν υποχρεούνται να δώσουν εξετάσεις για χορήγηση ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών, στην περίπτωση που θα ζητήσουν επέκταση της άδειας οδήγησης στην κατηγορία Δ+Ε. Κατά την πρακτική εξέταση για την επέκταση αυτή, η πορεία διαρκεί 45’ της ώρας και όχι 90’ (εφαρμοζομένων των λοιπών διατάξεων περί επέκτασης άδειας οδήγησης από την κατηγορία Δ στην Δ+Ε). 1.2. Η πρακτική εξέταση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, για τους υποψηφίους οι οποίοι είναι κάτοχοι ισχύουσας άδειας οδήγησης (ελληνικής ή κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή της Νορβηγίας ή της Ισλανδίας ή του Λιχτενστάιν) μίας τουλάχιστον εκ των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε, διενεργείται ως εξής: Η Υπηρεσία Μ.Ε. του τόπου κατοικίας του υποψηφίου, η οποία του έχει χορηγήσει Δελτίο Εξέτασης Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης (Υπόδειγμα 2.3), τον προγραμματίζει για πρακτική εξέταση, αφού έχει προηγουμένως επιτύχει στην θεωρητική εξέταση για ΠΕΙ. Στην προκειμένη περίπτωση ο υποψήφιος υπόκεινται σε εξετάσεις διαρκείας 90’ της ώρας, σε πορεία, κατά την οποία εξετάζεται σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο Δελτίο Εξέτασης Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης (Υπόδειγμα 2.3). Εφαρμόζονται και εδώ οι διατάξεις οι σχετικές με τους υποψήφιους οδηγούς καθώς και αυτές της απόκτησης ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών όπως αυτές περιγράφονται στο Παράρτημα του π.δ. 74/2008. Η επιτροπή εξετάσεων και οι λοιπές διαδικασίες, είναι αυτές που ορίζουν οι σχετικές, με τη χορήγηση αδειών οδήγησης, διατάξεις. Η πρακτική εξέταση μπορεί να γίνει με εκπαιδευτικό όχημα ή με Ι.Χ. ή Δ.Χ. όχημα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 (παρ. 9) του π.δ/τος 74/2008 (ΦΕΚ 112/Α΄). Οι προδιαγραφές των οχημάτων (εκπαιδευτικών ή Ι.Χ. ή Δ.Χ.) με τα οποία θα διενεργηθεί η πρακτική εξέταση είναι αυτές που προβλέπουν οι σχετικές με τη χορήγηση αδειών οδήγησης, διατάξεις. Ειδικότερα, για την πρακτική εξέταση για χορήγηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης σε κατόχους μιας ή περισσοτέρων εκ των υποκατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, αν δεν κυκλοφορούν εκπαιδευτικά οχήματα των υποκατηγοριών αυτών, η πρακτική εξέταση πραγματοποιείται σε Ι.Χ. ή Δ.Χ. οχήματα των υποκατηγοριών αυτών, με προδιαγραφές οι οποίες ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ της υπ’ αριθμ. 43206/6028/2008 (ΦΕΚ 1541/Β΄) κοινής υπουργικής απόφασης. Τα οχήματα αυτά (Ι.Χ. και Δ.Χ.) πρέπει, προ των εξετάσεων, να επιθεωρηθούν και να εφοδιασθούν με πρακτικό επιθεώρησης, στο οποίο να υπάρχει η παρατήρηση ότι, το συγκεκριμένο όχημα πληροί τις προδιαγραφές του Παραρτήματος ΙΙ της 43206/6028/2008 (ΦΕΚ 1541/Β΄) κοινής υπουργικής απόφασης, για πρακτική εξέταση στη συγκεκριμένη υποκατηγορία άδειας οδήγησης. Αν πρόκειται για Ι.Χ. όχημα, πρέπει, από την άδεια κυκλοφορίας, να προκύπτει ότι το όχημα ανήκει στον υποψήφιο ή αν το όχημα ανήκει σε εταιρεία ο υποψήφιος να είναι υποχρεωτικά μέλος ή εταίρος αυτής. Ο υποψήφιος για χορήγηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης υποχρεούται να υποβληθεί σε πρακτική εξέταση για ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών, σε μια από τις υποκατηγορίες ή κατηγορίες άδειας οδήγησης που κατέχει. π.χ.: Αν επιθυμεί ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών και είναι κάτοχος άδειας οδήγησης των των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε, τότε υποχρεούται να υποβληθεί σε πρακτική εξέταση μόνο σε μία από τις προαναφερόμενες υποκατηγορίες ή κατηγορίες και το ΠΕΙ ισχύει και για υπόλοιπες υποκατηγορίες και κατηγορίες οδήγησης που αφορούν μεταφορές επιβατών. 2. Όσοι απορρίπτονται στην πρακτική εξέταση έχουν το δικαίωμα επανεξέτασης σύμφωνα με όσα ορίζονται στις σχετικές διατάξεις για την επανεξέταση υποψηφίων οδηγών. 3. Αν στην περιοχή συγκεκριμένης Υπηρεσίας Μ.Ε. δεν υπάρχουν εκπαιδευτικά οχήματα ή Ι.Χ. ή Δ.Χ. οχήματα, κατά περίπτωση, με τις κατάλληλες προδιαγραφές για την πρακτική εξέταση των ενδιαφερομένων του άρθρου αυτού, τότε με μέριμνα της Υπηρεσίας αυτής, ο ενδιαφερόμενος παραπέμπεται για πρακτική εξέταση στην πλησιέστερη Υπηρεσία Μ.Ε., όπου υπάρχουν οχήματα με τις κατάλληλες προδιαγραφές. 4. Η άδεια οδήγησης και το ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης χορηγείται από την Υπηρεσία Μ.Ε. της Ν.Α. του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου. (Μετά τη σελ.226,880) Σελ. 226,881 Τεύχος-Σελ. Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς 21.Ε.γα.25 Άρθρο 5 Χορήγηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών 1. Από την ημερομηνία της επιτυχούς πρακτικής εξέτασης του ενδιαφερομένου, αυτός θεωρείται κάτοχος ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών, το οποίο έχει πενταετή ισχύ. Η κατοχή ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης αποδεικνύεται, αποκλειστικά και μόνο, με την καταχώρηση του κοινοτικού κωδικού «95» επάνω στην άδεια οδήγησης. Η καταχώρηση του αριθμού αυτού, επάνω στην άδεια οδήγησης, η οποία πρέπει να είναι σε ισχύ, γίνεται ως εξής: α) Περίπτωση όπου ο ενδιαφερόμενος ήταν κάτοχος άδειας οδήγησης (ελληνικής ή κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή της Νορβηγίας ή της Ισλανδίας ή του Λιχτενστάιν), μίας ή περισσοτέρων εκ των υποκατηγοριών ή κατηγοριών Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε και υπεβλήθη σε εξετάσεις μόνο για χορήγηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών: Στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος καταθέτει φωτοαντίγραφο της άδειας οδήγησης που κατέχει, η οποία πρέπει να είναι σε ισχύ, στην οικεία Υπηρεσία Μ.Ε. Η υπηρεσία χορηγεί νέα άδεια οδήγησης ακολουθώντας την διαδικασία εκτύπωσης με την συμπλήρωση δίπλα στην κατηγορία και του κωδικού αριθμού «95» ως εξής: κωδικός αριθμός 95 και ημερομηνία λήξης ισχύος του ΠΕΙ π.χ. στην εκτύπωση δίπλα στην κατηγορία Δ+Ε στην στήλη 12 της άδειας θα φαίνεται η αναγραφή 95.01.01.2016, που σημαίνει ότι, ο ενδιαφερόμενος υπεβλήθη σε εξετάσεις στην κατηγορία Δ+Ε για χορήγηση ΠΕΙ μεταφοράς επιβατών, η επιτυχής πρακτική του εξέταση για ΠΕΙ έγινε στις 2.1.2011 και το ΠΕΙ ισχύει μέχρι 1.1.2016. Η λήξη ισχύος του ΠΕΙ είναι ανεξάρτητη με τη λήξη ισχύος της άδειας οδήγησης και για το λόγο αυτό, η αναγραφή του κωδικού 95….., πρέπει να μεταφέρεται στο νέο έντυπο της άδειας οδήγησης, σε περίπτωση ανανέωσής της. Με την παραλαβή της νέας άδειας ο ενδιαφερόμενος καταθέτει στην αρμόδια υπηρεσία την παλαιά πρωτότυπη άδεια οδήγησης η οποία ακυρώνεται και τίθεται στον οικείο φάκελο. β. Περίπτωση όπου ο ενδιαφερόμενος υπεβλήθη σε εξετάσεις για χορήγηση άδειας οδήγησης κατηγορίας Δ και για χορήγηση ΠΕΙ, ταυτόχρονα: Στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος καταθέτει φωτοαντίγραφο της άδειας οδήγησης που κατέχει, η οποία πρέπει να είναι σε ισχύ. Σελ. 226,882 Τεύχος-Σελ. Η οικεία Υπηρεσία Μ.Ε. χορηγεί στον ενδιαφερόμενο νέα άδεια οδήγησης, στην οποία καταχωρείται και η επέκταση σε Δ κατηγορία και οι ενδείξεις του κοινοτικού κωδικού αριθμού «95», όπως ακριβώς και στην προηγούμενη περίπτωση Α΄. Και στην περίπτωση αυτή με την παραλαβή της νέας άδειας ο ενδιαφερόμενος καταθέτει στην αρμόδια υπηρεσία την παλαιά πρωτότυπη άδεια οδήγησης η οποία ακυρώνεται και τίθεται στον οικείο φάκελο. Άρθρο 6 Μεταφορά φακέλου Αν υποψήφιος, για χορήγηση ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης ή για χορήγηση άδειας οδήγησης και ΠΕΙ ταυτόχρονα, αλλάξει κατοικία, αρμοδιότητας άλλης Υπηρεσίας Μ.Ε., από αυτή στην οποία υποβλήθηκε η αρχική αίτηση, επιτρέπεται η μεταφορά του σχετικού φακέλου στη νέα Υπηρεσία Μ.Ε. και η συνέχιση της διαδικασίας, στη νέα αυτή Υπηρεσία. Η μεταφορά πραγματοποιείται με Αίτηση-Υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου στην Υπηρεσία Μ.Ε. αρχικής αίτησης ή της νέας του κατοικίας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διαδικασία μεταφοράς φακέλου, όπως αυτή καθορίζεται από τις περί αδειών οδήγησης, διατάξεις. 21.Ε.γα.25 Οδικές Μεταφορές-Μεταφορείς Άρθρο 7 Δελτίο Εκπαίδευσης και Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού και Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης ή Δελτίο Εξέτασης Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης 1. Η εξέταση υποψηφίου οδηγού και ταυτόχρονα υποψηφίου για χορήγηση ΠΕΙ, διενεργείται με το Δελτίο Εκπαίδευσης και Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού και Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης (Υπόδειγμα 2.2 του Παραρτήματος ) 2. Η εξέταση υποψηφίου για χορήγηση μόνο ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης διενεργείται με το Δελτίο Εξέτασης Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης (Υπόδειγμα 2.3 του Παραρτήματος). Οι διαστάσεις, το χρώμα και το βάρος του χαρτιού των παραπάνω δελτίων είναι ίδια, με αυτά που προβλέπονται από τις κανονιστικές διατάξεις για το Δ.Ε.Ε. υποψηφίου οδηγού. Τα παραπάνω δελτία ισχύουν για τρία (3) χρόνια από την ημερομηνία έκδοσής τους, η οποία είναι αυτή της κατάθεσης της σχετικής Αίτησης-Υπεύθυνης δήλωσης. 3. Στον προγραμματισμό για θεωρητική εξέταση του υποψηφίου για χορήγηση ΠΕΙ θα αναγράφεται στην αντίστοιχη στήλη ‘’ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ’’ του Τμήματος ΙΙ του Δελτίου Εκπαίδευσης Εξέτασης η ένδειξη «Προφορικά ΠΕΙ» 4. Αν ο υποψήφιος, εντός του χρόνου ισχύος του δελτίου, δεν περατώσει με επιτυχία το σύνολο των απαιτουμένων εξετάσεων, υποχρεούται να επαναλάβει το σύνολο των εξετάσεων αυτών, αφού εκδοθεί νέο δελτίο, κατά περίπτωση. 5. Για την έκδοση του νέου δελτίου, ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να επανυποβάλλει το σύνολο των προβλεπομένων, στο άρθρο 2, της απόφασης αυτής, δικαιολογητικών, εκτός των παγίων τελών χαρτοσήμου, των εισφορών υπέρ τρίτων και του ποσού το οποίο απαιτείται για την εκτύπωση του εντύπου της άδειας οδήγησης, τα οποία υποβάλει κατά την παραλαβή της άδειας οδήγησης. Άρθρο 8 Άδειες οδήγησης 1. Όσοι υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση, με οποιονδήποτε τρόπο άδειας οδήγησης (με εξετάσεις ή με μετατροπή ξένης άδειας) μίας ή περισσοτέρων από τις υποκατηγορίες ή κατηγορίες Δ1, Δ1+Ε, Δ, Δ+Ε, από 10 Σεπτεμβρίου 2008 και μετά, πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους. Η χορηγούμενη, στους οδηγούς της παραγράφου αυτής, άδεια οδήγησης, ισχύει για διαδρομές απεριορίστου μήκους και επομένως δεν καταχωρίζεται στο έντυπο της άδειας οδήγησης ο εθνικός κωδικός αριθμός 114. 2. Η διαγραφή του εθνικού κωδικού αριθμού 114, από άδειες οδήγησης της κατηγορίας Δ ή Δ+Ε, τις οποίες οι κάτοχοί τους απέκτησαν πριν από τις 10 Σεπτεμβρίου 2008 πραγματοποιείται και μετά την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της κανονιστικής απόφασης 58930/480/99 (ΦΕΚ 526/Β’) όπως τροποποιημένη ισχύει. 3. Υποψήφιοι οδηγοί των κατηγοριών Δ, Δ+Ε, οι οποίοι υπέβαλλαν αίτηση πριν από τις 10 Σεπτεμβρίου 2008 για χορήγηση άδειας οδήγησης και δεν έχουν επιτύχει στην πρακτική εξέταση μέχρι και 9 Σεπτεμβρίου 2008, δεν υπάγονται στις εξαιρέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4 του π.δ/τος 74 (ΦΕΚ 112/Α΄). Οι υποψήφιοι οδηγοί της παραγράφου αυτής δικαιούνται (εφόσον το Δ.Ε.Ε. υποψηφίου οδηγού δεν έχει λήξει) από 10 Σεπτεμβρίου 2008 και μετά, να υποβάλλουν νέα Αίτηση-Υπεύθυνη δήλωση με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και να ζητήσουν χορήγηση άδειας οδήγησης και ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης, ταυτόχρονα. Στην προκειμένη περίπτωση χορηγείται, στον ενδιαφερόμενο, Δελτίο Εκπαίδευσης και Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού και Υποψηφίου για Χορήγηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) Αρχικής Επιμόρφωσης (Υπόδειγμα 2.2), με ισχύ το υπόλοιπο της τριετίας από τη χορήγηση του Δ.Ε.Ε. Υποψηφίου Οδηγού και ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δώσει όλες τις υπόλοιπες εξετάσεις, εκ των απαιτουμένων εξετάσεων για χορήγηση άδειας οδήγησης και ΠΕΙ αρχικής επιμόρφωσης μεταφοράς επιβατών.
| 301 |
5. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 8/18 Ιαν. 1937 Περί του τύπου των διπλοτύπων εισπράξεων δικαστικών εξόδων τελών κλπ. Έχοντες υπ' όψει τας διατάξεις του νόμου ΓΩΟΒ του 1911, τα άρθρα 35 και 38 του Κώδικος περί τελών χαρτοσήμου ως και την υπ' αριθ. 833 π.έ. γνωμάτευσιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει των Ημετέρων επί των Οικονομικών και Δικαιοσύνης Υπουργών απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον 1. Από 1ης Απριλίου 1937 ορίζομεν νέον τύπον διπλοτύπων εισπράξεως ποινικών εξόδων και διακαστικών εν γένει τελών κατά το κατωτέρω υπόδειγμα. Τα νέα ταύτα διπλότυπα βιβλιοδετούμενα ανά εκατόν και αριθμούμενα εις τρόπον ώστε ν' αποτελώσιν εν συνεχεία σειράν ζευγών πεντηκοντάδος αριθμών θα χρησιμοποιώνται κατ' εναλλαγήν πεντήκοντα μεν, ως στέλεχος, τα δε άλλα πεντήκοντα, ως αποδείξεις χορηγούμεναι εις τους πληρωτάς. Τας διπλότυπα ταύτα αριθμίζονται δι' αραβικών αριθμών και σφραγίζονται παρά της αρμοδίας υπηρεσίας της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού δια σφραγίδος της υπηρεσίας εν η αναγράφεται και το χρονολογικόν έτος της σφραγίσεως. Τα διπλότυπα ταύτα, συμπληρούνται παρά των εντεταλμένων την είσπραξιν των δικαστικών εξόδων και τελών δικαστικών γραμματέων δια μολυβδίδος αντιγραφικής, εις τρόπον ώστε τη προσθήκη αντιγραφικού χάρτου (CARBON) τα εφ' εκάστου στελέχους αναγραφόμενα ν' αποτυπώνται επί του αντιστοίχου φύλλου του εισπρακτορικού διπλοτύπου, όπερ παραδίδεται εις τους πληρωτάς. Άρθρον 2. Οσάκις η πληρωμή των οφειλομένων γίνεται δι' αντιπροσώπου του οφειλέτου, ο εντεταλμένος την είσπραξιν δικαστικός Γραμματεύς δεόν ν' αναγράψη επί του διπλοτύπου τον τε οφειλέτην και τον αντιπρόσωπον αυτού, δι' ου γίνεται η πληρωμή. Σελίς 232 Άρθρον 3. Απαγορεύονται απολύτως οιαιδήποτε επί των εισπρακτορικών διπλοτύπων διορθώσεις, παρεισγραφαί, χάσματα ή ξίσματα. Οσάκις κατά την έκδοσιν διπλοτύπου λάβη χώραν λάθος τι δέον να διορθώται τούτο δια νέας εγγραφής ης η ακρίβεια θα βεβαιώται ενυπογράφως υπό τε του εντεταλμένου την είσπραξιν Δικαστικού Γραμματέως και του πληρωτού ή του αντιπροσώπου τούτου. Τα πληρωθέντα ποσά δέον ν'αναγράφωνται επί των διπλοτύπων ολογράφως και αριθμητικώς. Πάσα άλλη έντυπος ή χειρόγραφος απόδειξις του εντεταλμένου την είσπραξιν Δικαστικού Γραμματέως δεν θεωρείται ισχυρά προς βεβαίωσιν της εισπράξεως πληρωθέντων Δημοσίων ή άλλων εσόδων και δικαιωμάτων, ούτε αποτελεί απόδειξιν κατά του Δημοσίου. Ο εντεταλμένος την είσπραξιν δικαστικών εξόδων, όστις εκδίδει άλλην απόδειξιν εκτός της κεκανονισμένης διώκεται ποινικώςς κατά τας κειμένας διατάξεις. Εις τους Ημετέρους επί των Οικονομικών και Δικαιοσύνης Υπουργούς ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. 9.Ε.γ.5 Βεβαίωση και είσπραξη ποινικών εξόδων
| 252 |
14. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2356 της 30 Μαρτ./2 Απρ. 1953 Περί μηνιαίας περιθάλψεως αποχωρούντων Αρχιερέων ένεκα νόσου ή γήρατος. Άρθρον μόνον.–Εις τους λόγω νόσου ή γήρατος οπωσδήποτε αποχωρούντας της ενεργού υπηρεσίας Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος έχοντας δεκαπενταετή τουλάχιστον αρχιερατείαν, παρέχεται εκ του ΟΔΕΠ, πλην της υπό του άρθρ. 36 του Νόμ. 671 της 25ης Σεπτ. 1943 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», προβλεπομένης μηνιαίας ισοβίου περιθάλψεως, ισουμένης προς τας εκάστοτε μηνιαίας αποδοχάς των εν ενεργεία ομοιβάθμων των, (επί πλέον και επίδομα στέγης και υπηρεσίας, καθοριζόμενον, υπό της Ιεράς Συνόδου και μη δυνάμενον να υπερβή το ήμισυ των εκάστοτε αποδοχών του εν ενεργεία Αρχιερέως.) Το επίδομα στέγης κατηργήθη δια της παρ.1 άρθρ.7 Α.Ν. 137/1967 (κατωτ. σελ. 102,03).
| 288 |
18. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1034 της 4/12 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 347) Περί των διδασκομένων μαθημάτων και του Αναλυτικού και Ωρολογίου Προγράμματος του Δημοτικού Σχολείου. Τροποποιήθηκε από το Π.Δ. 954/25 Αυγ.-3 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 240).
| 224 |
97. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Αριθ. ΚΙ-2395 της 8 Ιουν./27 Ιουλ. 1987 (ΦΕΚ Β΄ 382) (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄ 559/23 Οκτ. 1987). Καθορισμός των κλάδων (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ) των οποίων οι υπάλληλοι κρίνονται ως προϊστάμενοι των κατά περίπτωση οργανικών μονάδων των Εμποροβιομηχανικών, Επαγγελματοβιοτεχνικών, Βιοτεχνικών και Επαγγελματικών Επιμελητηρίων, καθώς και των Χρηματιστηρίων Εμπορευμάτων Πειραιώς, Θεσσαλονίκης.
| 287 |
Άρθρον 1998 Επί αιρέσεως ή προθεσμίας Επί κληροδοσίας υπό αναβλητικήν αίρεσιν ή προθεσμίαν πληρουμένην μετά τον θάνατον του διαθέτου, η επαγωγή αυτής γίνεται, άμα ως πληρωθή η αίρεσις ή η προθεσμία.
| 381 |
2. ΝΟΜΟΣ ΙΣΤ΄ της 13/28 Δεκ. 1863 Περί μετοχών εις το εθνικόν δάνειον των έξ εκατομμυρίων εκ του Απομαχικού Ταμείου και του Ταμείου των χηρών και ορφανών των αξιωματικών του Β. Ναυτικού.
| 59 |
188. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Aριθ. 38492/2784/07 της 28 Δεκ.2007-24 Ιαν.2008 (ΦΕΚ Β΄84) Μέγιστο ύψος αμαξώματος ανατρεπόμενων οχημάτων Έχοντας υπόψη: 1. Τις διατάξεις: α. του άρθρου 6 του ν.δ. 4535/1966 «περί τροποποιήσεως φορολογικών τινών διατάξεων» (Α’ 165) όπως ισχύει. β. του άρθρου 1 του ν.δ. 570/1970 «περί αλλαγής κυρίων χαρακτηριστικών αυτοκινήτων» (Α’ 125). γ. του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α’ 98). δ. του ν. 3446/2006 (Α1 49) «Οργάνωση και λειτουργία αρχών ελέγχου κυκλοφορίας των οχημάτων - Ρυθμίσεις για τις επιβατικές μεταφορές και άλλες διατάξεις» ε. του ν. 2696/1999 (Α1 57) «Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας», όπως ισχύει. 2. Την ανάγκη τροποποίησης των διατάξεων με τις οποίες υπολογίζεται το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος του αμαξώματος των ανατρεπόμενων οχημάτων που μεταφέρουν χωματουργικά προϊόντα συναρτήσει ενός σταθερού αριθμητικού συντελεστή. 3. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε: Άρθρο 1 Μέγιστο ύφος αμαξώματος ανατρεπόμενων οχημάτων (φορτηγά - επίκαθήμενα - ρυμουλκούμενα) 1. Μεταφερόμενα προϊόντα - υλικά Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στα ανατρεπόμενα οχήματα που προορίζονται για τη μεταφορά, μεταξύ άλλων, και χωματουργικών προϊόντων. 2. Προσδιορισμός μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους φόρτωσης χωματουργικών προϊόντων επί αμαξωμάτων ανατρεπόμενων οχημάτων 2.1 Το μέγιστο ύψος φόρτωσης χωματουργικών προϊόντων επί των αμαξωμάτων των οχημάτων της παραγράφου 1 της παρούσας απόφασης επιτρέπεται να είναι εκείνο ώστε σε κάθε τόνο ωφέλιμου φορτίου να αντιστοιχεί 0.65 κυβικό μέτρο φόρτωσης Μέγιστο επιτρεπόμενο 0.65 x ωφέλιμο φορτίο ύψος φόρτωσης = -------------------------------------------εσωτερικό μήκος αμαξώματος x εσωτερικό πλάτος αμαξώματος όπου το ωφέλιμο φορτίο είναι εκφρασμένο σε τόνους και το εσωτερικό μήκος και εσωτερικό πλάτος αμαξώματος σε μέτρα. Στην περίπτωση που το αμάξωμα δεν έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου υποβάλλεται επιπλέον μελέτη υπολογισμού του όγκου του αμαξώματος από την οποία προκύπτει το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος φόρτωσης. (Μετά τη σελ. 262,96576) Σελ. 262,96577 Τεύχος -Σελ. Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας 21.Ε.ι.186-188 2.2 Η επισήμανση του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους φόρτωσης επί των αμαξωμάτων γίνεται με τοποθέτηση γωνιακού ελάσματος, όπως αυτό περιγράφεται στην παράγραφο 3 της παρούσας απόφασης. 3. Τοποθέτηση γωνιακού ελάσματος 3.1 Σε οχήματα που προορίζονται για τη μεταφορά των αναφερομένων στην παράγραφο 1 προϊόντων και των οποίων το μέγιστο ύψος αμαξώματος είναι μεγαλύτερο από το καθοριζόμενο στην παράγραφο 2 μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος φόρτωσης, οι κύριοι και κάτοχοι ή νομείς και κάτοχοι αυτών υποχρεούνται: να τοποθετήσουν στο μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος από το δάπεδο του αμαξώματος, όπως αυτό καθορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2, γωνιακό ισοσκελές έλασμα (L) διαστάσεων 40 χ 40 χιλιοστών. Αυτό το γωνιακό έλασμα τοποθετείται περιμετρικά στα εσωτερικά τοιχώματα του αμαξώματος του ανατρεπόμενου οχήματος, με τα δύο σκέλη του να εφάπτονται στο αμάξωμα και στερεώνεται με ηλεκτροσυγκόλληση είτε συνεχή, είτε κάθε πέντε εκατοστά. Το έλασμα αυτό υποδηλώνει το μέγιστο ύψος από το δάπεδο μέχρι το οποίο επιτρέπεται η φόρτωση. 3.2 Μετά την τοποθέτηση του ελάσματος σύμφωνα με τη παρούσα, θα εκδίδεται νέα άδεια κυκλοφορίας, με την αναγραφή του ύψους που έχει τεθεί το έλασμα κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3.1., με ταυτόχρονη αναφορά της παρούσης. 3.3 Σε περίπτωση αντικατάστασης αμαξώματος για οποιονδήποτε λόγο επιτρεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο. 4. Οχήματα τιθέμενα για πρώτη φορά σε κυκλοφορία και κυκλοφορούντα οχήματα. 4.1 Οχήματα τιθέμενα για πρώτη φορά σε κυκλοφορία Τα οχήματα που προορίζονται, μεταξύ άλλων, και για τη μεταφορά των αναφερομένων στην παράγραφο 1 προϊόντων και τίθενται για πρώτη φορά στην κυκλοφορία υποχρεούνται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 να τοποθετήσουν στο μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος φόρτωσης, το αναφερόμενο γωνιακό έλασμα. 4.2 Κυκλοφορούντα οχήματα Τα οχήματα που κυκλοφορούν πριν την ισχύ της παρούσας και προορίζονται, μεταξύ άλλων, και για τη μεταφορά των αναφερομένων στην παράγραφο 1 προϊόντων υποχρεούνται μέχρι την 30.6.2008 κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 να τοποθετήσουν στο μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος φόρτωσης, το αναφερόμενο γωνιακό έλασμα. Σελ. 262,96578 Τεύχος -Σελ. 5. Περιορισμοί - έλεγχος οχημάτων - επιβολή κυρώσεων 5.1.1 Απαγορεύεται η χρήση παραπετίων στα ανατρεπόμενα οχήματα που προορίζονται για τη μεταφορά των προϊόντων της παραγράφου 1. 5.1.2 Απαγορεύεται η θέση σε κυκλοφορία φορτηγών αυτοκινήτων της εν λόγω κατηγορίας χωρίς την τοποθέτηση γωνιακού ελάσματος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας 5.1.3 Απαγορεύεται η υπέρβαση του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους φόρτωσης. 5.2 Για τον έλεγχο και της νόμιμης και ασφαλούς κυκλοφορίας των φορτηγών αυτοκινήτων της κατηγορίας αυτής εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3446/2006 (Α’ 49) και του ν. 2696/1999 που κύρωσε τον ΚΟΚ (Α’ 57), όπως ισχύει. 6. Γενικές διατάξεις 6.1 Καταργείται το άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 57493/ 2821/03/2004 (β’ 1055) απόφασης, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. 6.2 Καταργείται η υπ’ αριθμ. 71911/5164/05/2006 (Β’ 915) απόφαση. Άρθρο 2 Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται και ισχύει από την 1.1.2008. 21.Ε.ι.188 Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
| 301 |
5. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ της 25 Ιαν./29 Φεβρ. 1936 Περί καταργήσεως του Νόμ.483/1914 περί διεξαγωγής της στρατολογικής υπηρεσίας και της των στρατιωτικών εισφορών εις τους Δήμους και Κοινότητας. ΄Αρθρ.1.-Η υπό του Νόμ.483/1914 προβλεπομένη εις τους Δήμους και Κοινότητας κατηγορία ειδικών υπαλλήλων καλουμένων δημοτικών ή κοινοτικών στρατολόγων καταργείται, εφεξής δε τα καθήκοντα τούτων εκτελούνται υπό δημοτικών υπαλλήλων κατά τα περί τούτου ορισθησόμενα υπό του οργανισμού της εσωτερικής υπηρεσία των Δήμων. Όπου εις τους διαφόρους νόμους αναφέρεται «δημοτικός στρατολόγος», νοείται εφεξής το υπό της αρμοδίας δημοτικής αρχής εντεταλμένον όργανον. Τα καθήκοντα των δημοτικών και κοινοτικών στρατολόγων ωρίζοντο δια του άρθρ.11 του καταργηθέντος Νόμ.483/1914, έχοντος ως ακολούθως: Σελ.223 Δημοτικοί Στρατολόγοι 3.Γ.α.1-5 Άρθρ.11.-Τα καθήκοντα των δημοτικών και κοινοτικών στρατολόγων είναι τα αυτά προς τα οριζόμενα υπό του στρατολογικού νόμου και του νόμου περί στρατιωτικών εισφορών δια τους δημάρχους και προέδρους Κοινοτήτων, ως και όσα ήθελον ορισθή δια Β.Δ./των . πλην των. ανωτέρω δε και τα εξής: α)Διαφωτίζουσι τους πολίτας, είτε κατ’ ιδίαν, είτε δια δημοσίων διαλέξεων, περί πάντων των ζητημάτων των σχετικών προς την στρατολογίαν και τας εισφοράς, παρέχοντες αυτοίς πάσαν σχετικήν πληροφορίαν και εξηγούντες τα καθήκοντα και τας υποχρεώσεις αυτών απέναντι του νόμου, ως και τας συνεπείας των παραλείψεων. β)Χρησιμεύουσιν ως μεσάζοντες μεταξύ των πολιτών και των οικείων στρατολογικών γραφείων ή των σωμάτων, αιτούντες προφορικώς, εγγράφως ή τηλεγραφικώς πάσαν πληροφορίαν σχετικήν προς την στρατολογικήν υπόστασιν των ενδιαφερομένων. γ)Επιθεωρούσιν, οσάκις ήθελον διαταχθή, τα ατομικά βιβλιάρια των εφέδρων και σημειούσιν εις αυτά τας διατασσομένας μεταβολάς. δ)Τηρούσιν κατάλογον των εφέδρων αξιωματικών του οικείου στρατολογικού διαμερίσματος κεχωρισμένως κατά κοινότητα, σημειούντες εν αυτώ τον τόπον διαμονής, την κατοικίαν και παν άλλο στοιχείον χρήσιμον τη υπηρεσία. . αποστέλλουσι δε αντίγραφον αυτού, ως και πάσαν μεταβολήν, εις το οικείον στρατολογικόν γραφείον. ε)Συνοδεύουσι, καθ’ ας περιπτώσεις ορίζει ο στρατολογικός νόμος, τους προς κατάταξιν μεταβαίνοντας στρατευσίμους ή τους γονείς ή τους αδελφούς αυτών, προς πιστοποίησιν της ταυτότητος. ς)Κοινοποιούσι τας προκηρύξεις ή εγκυκλίους διαταγάς, τας σχετικάς προς την στρατολογίαν, την επιστράτευσιν και τας στρατιωτικάς εισφοράς, και διενεργούσι την επίδοσιν προσωπικών προσκλήσεων παντός ατόμου, όπερ ήθελε κληθή δια του μέσου τούτου προς εκτέλεσιν της στρατιωτικής αυτού υποχρεώσεως. ζ)Επιδίδουσιν υπευθύνως τους προς τους αποστράτους και εφέδρους αξιωματικούς απευθυνομένους εμπιστευτικούς φακέλλους ή τας διαταγάς επιστρατεύσεως. Άρθρ.2.-(Μεταβατική διάταξις). Άρθρ.3.-(Προσωρινής ισχύος). Σελ. 224 3.Γ.α.5 Δημοτικοί Στρατολόγοι Άρθρ.4.-Οι δυνάμει του παρόντος νόμου μετατασσόμενοι δημοτικοί στρατολόγοι δεν δύνανται να απολυθώσι λόγω καταργήσεως θέσεως, υπάγονται δε όσον αφορά τας συντάξεις εις τας διατάξεις των αντιστοίχων νόμων περί δημοτικών υπαλλήλων και υπόκεινται εις τας δι’ αυτούς προς τούτο κρατήσεις. Δια τον προγενέστερον συντάξιμον χρόνον υπηρεσίας αυτών και εφόσον δεν έχουσιν υποστή σχετικήν κράτησιν υπόκεινται εις τοιαύτην 7% επί των ειλημμένων μισθών των, καταβαλλομένην εις μηνιαίας δόσεις. Σύνταξις δεν δύναται να χορηγηθή εις αυτούς άνευ καταβολής πλήρων των κατά τα ανωτέρω κρατήσεων προ της εξόδου αυτών. Άρθρ.5.-Ο Νόμ.483/1914 και πάσα άλλη διάταξις αντικειμένη εις τον παρόντα καταργείται. Πάσα τυχόν λεπτομέρεια αναγκαιούσα δια την εφαρμογήν των εν τοις προηγουμένοις άρθροις οριζομένων καθορίζεται δια Δ/τος προκαλουμένου υπό του Υπουργείου Εσωτερικών. Άρθρ.6.-(Αντικαθίσταται το άρθρ.18 του Νόμ.5521/1932, κατωτ.3. Γβ.).
| 262 |
6. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 15 Οκτ. /27 Νοεμ. 1937 Περί καθορισμού εσωτερικής υπηρεσίας της παρά τω υφυπουργείω Τύπου και Τουρισμού Διευθύνσεως Τουριστικής Αστυνομίας. Άρθρον μόνον.-1.Η Δ/νσις Τουριστικής Αστυνομίας συγκροτουμένη εξ αποσπάσεων ή μεταθέσεων αξιωματικών και οργάνων Αστυνομίας Πόλεων, Χωροφυλακής, Λιμενικού, κατά τα υπό των σχετικών νόμων και Δ/των διαγραφόμενα, περιλαμβάνει τα κάτωθι τμήματα και υπηρεσίας: α)Τμήμα Αστυνομικόν, β)Τμήμα Διοικητικόν και Εμπιστευτικόν, γ)Τμήμα Οικονομικόν, δ)Τμήμα Λιμενικόν, ε)Υπηρεσίαι Επιθεωρήσεων Τουριστικών Ξενοδοχείων και λοιπών κέντρων, ς)Υπηρεσίαι συνοδειών, και ζ)Γραφείον πρωτοκόλλου, διεκπεραιώσεως και αρχείου. Τα Τουριστικά Αστυνομικά Τμήματα και Τουριστικοί Αστυνομικοί Σταθμοί εκτελούσι την υπηρεσίαν αυτών συμφώνως τοις νόμοις και Δ/σι και κατά τας εκάστοτε υπό της Δ/σεως Τουριστικής Αστυνομίας εκδιδομένας διαταγάς και οδηγίας. 2.Εις την αρμοδιότητα της Δ/σεως Τουριστικής Αστυνομίας ανάγονται πάντα τα εκ των κειμένων νόμων, Δ/των και Κανονισμών ανατεθειμένα εις αυτήν καθήκοντα και υποχρεώσεις, του διευθυντού αυτής όντως υπευθύνου έναντι μεν του Υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού δια την κανονικήν και αποτελεσματικήν διεξαγωγήν της Τουριστικής Αστυνομικής υπηρεσίας και την υπηρεσιακήν απόδοσιν απάντων των εις την Τουριστικήν Αστυνομίαν υπηρετούντων, έναντι δε των Υφυπουργών Δημοσίας Ασφαλείας, Εμπορικής Ναυτιλίας ως και των αρχηγών των σωμάτων Αστυνομίας Πόλεων και Χωροφυλακής, ως προς την πειθαρχίαν, παράστασιν, στρατωνισμόν, υγείαν και την εν γένει συμπεριφοράν αυτών και ενασκούντος πλήρη εποπτείαν και έλεγχον επί των υπηρεσιών, τμημάτων και Τουριστικών σταθμών. Ο παρά τη Δ/σει Τουριστικής Αστυνομίας υποδιευθυντής περιβάλλεται υπό πάντων των καθηκόντων και δικαιωμάτων του Διευθυντού Τουριστικής Αστυνομίας εκτελών ταύτα κατά τας διαταγάς αυτού, αναπληροί δε τούτον απόντα ή κωλυόμενον. 3.Η αρμοδιότης των τμημάτων και γραφείων της Δ/σεως Τουριστικής Αστυνομίας καθορίζεται ως εξής. α)Τμήμα Αστυνομικόν. Η διεξαγωγή πάσης υπηρεσίας αναγομένης εις ζητήματα Τουριστικής Αστυνομικής φύσεως ως και η έκδοσις τουριστικών αστυνομικών διατάξεων. β)Τμήμα Διοικητικόν και Εμπιστευτικόν. Η διεξαγωγή πάσης υπηρεσίας αναγομένης εις ζητήματα διοικητικής και εμπιστευτικής φύσεως και αφορώντα το προσωπικόν εν γένει Σελ. 121 Λειτουργία Τουριστικής Αστυνομίας 18.Γ.α.4-6 της Τουριστικής Αστυνομίας ως και η παρακολούθησις των εκδιδομένων νόμων και Δ/των δια την ενημέρωσιν των υπηρεσιών της Τουριστικής Αστυνομίας. γ)Τμήμα Λιμενικόν. Η διεξαγωγή πάσης υπηρεσίας συναφούς με την Τουριστικήν Αστυνομικήν λιμενικήν αρμοδιότητα. δ)Τμήμα Οικονομικόν. Η διεξαγωγή πάσης υπηρεσίας αφορώσης οικονομικά ζητήματα της Τουριστικής Αστυνομίας ως και η διαχείρισις χρηματικού και υλικού αυτής. ε)Υπηρεσίαι Επιθεωρήσεων Τουριστικών Ξενοδοχείων κλπ. Την παρακολούθησιν των κέντρων τούτων, ως προς την υγιεινήν κατάστασιν, ευπρόσωπον εμφάνισιν και τήρησιν της αφορώσης και ταύτα νομοθεσίας. ς)Υπηρεσία συνοδειών. Την παρακολούθησιν και συνοδείαν των διαφόρων αμαξοστοιχειών ως και παντός μεταφορικού μέσου και των εκδρομικών τοιούτων δια την εξασφάλισιν και παροχήν πάσης ανέσεως και διευκολύνσεως εις τους δι’ αυτήν ταξειδεύοντας τουριστών ή εκδρομείς. ζ)Γραφείον διεκπεραιώσεως, πρωτοκόλλου και αρχείου. Η πρωτοκόλλησις, ταξινόμησις, αρχειοθέτησις και διεκπεραίωσις των εισερχομένων εγγράφων, η αντιγραφή εν καθαρώ των σχεδίων. Το γραφείον τούτο διατελεί υπό την επίβλεψιν του Τμήματος Διοικητικού. Σελ. 122 18.Γ.α.6 Λειτουργία Τουριστικής Αστυνομίας
| 159 |
8. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Αριθ.2583 της 27/28 Ιουλ.1987 (ΦΕΚ Β΄390) Ανάθεση στη ΔΕΠ αρμοδιοτήτων σχετικών με το Φυσικό Αέριο. 1.Για την υλοποίηση της από 25.5.87 απόφασης τους Κυβερνητικού Συμβουλίου (ΚΥΣΥΜ) σχετικά με την εισαγωγή του Φυσικού Αερίου και τη συμμετοχή του στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας αναθέτουμε στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ Α.Ε.) τις εξής αρμοδιότητες: α)Την κατάρτιση μελετών και χρονοδιαγράμματος εκτέλεσης του έργου του Φυσικού Αερίου, στο οποίο περιλαμβάνονται το σύστημα μεταφοράς, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης και οι εγκαταστάσεις επαναερίωσης υγροποιημένου αερίου, τα δίκτυα διανομής, η τοποθέτηση εσωτερικών εγκαταστάσεων και κάθε άλλο αναγκαίο επί μέρους έργο. β)Τη διενέργεια όλων των προπαρασκευαστικών εργασιών και ενεργειών για την κατάρτιση των διακρατικών συμφωνιών προμήθειας Φυσικού Αερίου, περιλαμβανομένων και των διαπραγματεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, καθώς και των παρεπόμενων συμβάσεων τεχνικών και οικονομικών όρων παροχής αερίου με τους αντίστοιχους κρατικούς οργανισμούς. γ)Τη μελέτη και εισήγηση για τους φορείς κατασκευής, για τους φορείς εκμετάλλευσης, καθώς και για τους ειδικούς φορείς διανομής του Φυσικού Αερίου και δ)Την εισήγηση προς τους αρμόδιους υπουργούς για θέματα σχετικά με το έργο του Φυσικού Αερίου. 2.Στις πιο πάνω αρμοδιότητες δεν περιλαμβάνονται τα θέματα των αντισταθμιστικών συμφωνιών που συναρτώνται με την προμήθεια φυσικού αερίου. 3.Στα πλαίσια άσκησης των προαναφερομένων αρμοδιοτήτων, η ΔΕΠ δύναται να ιδρύσει Δ/νση Φυσικού Αερίου καθώς και να αναθέσει ειδικές εργασίες και καθήκοντα στην θυγατρική της Εταιρεία Ελληνικά Διϋλιστήρια Ασπροπύργου Α.Ε. (ΕΛ.Δ.Α.). Σελ. 244,9702(α) Τεύχος Ι-33 Σελ.96
| 23 |
2. ΝΟΜΟΣ 3884 της 11/11 Φεβρ. 1929 (ΦΕΚ Α΄ 47) Περί διασώσεως ιστορικών κειμηλίων. Προς διάσωσιν ιστορικών κειμηλίων αναφερομένων εις τους αγώνας προς ολοκλήρωσιν των Εθνικών βλέψεων και πλουτισμόν του μουσείου της εν Αθήναις ιστορικής και εθνολογικής εταιρείας, επιτρέπεται η εν τω προϋπολογισμώ των εξόδων του υπουργείου της Παιδείας εγγραφή της αναγκαίας πιστώσεως. Οι όροι της αγοράς των ιστορικών κειμηλίων καθορίζονται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου επί τη προτάσει του Υπουργού της Παιδείας τα δε αγοραζόμενα κατατίθενται εις δημόσια μουσεία ή και εν τω Μουσείω της εν Αθήναις Εθνολογικής Εταιρείας μέχρι της ιδρύσεως ιδίου δημοσίου ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου. Σελ. 933 Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο 31.Μ.δ.2 112
| 34 |
2. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 126643/38346 της 31 Αυγ./1 Σεπτ. 1976 (ΦΕΚ Β΄ 1066) (Διόρθ. Ημαρτ. εν ΦΕΚ Β΄ 1167/22 Σεπτ. 1976) Περί απαγορεύσεως εξόδου εκ της χώρας, ένεκα χρεών προς το Δημόσιον και τροποποιήσεως των περί αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητος διατάξεων. Καταργήθηκε από την 58403/38346/1986 (ΦΕΚ Β΄ 527) απ. Υπ. Οικονομικών (διορθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄ 769/31 Οκτ. 1986) (κατωτ. αριθ. 3).
| 79 |
4. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑ ΥΤΙΛΙΑΣ Αριθ. 30216/4/77 της 6/22 Ιουν. 1977 (ΦΕΚ Β΄ 584) Περί εγκρίσεως κανονισμού Εστίας Ναυτικών «περί παροχής υποτροφιών εις τέκνα ναυτικών». Έχοντες υπ’ όψει α)Τας διατάξεις του άρθρ. 6 του Ν.Δ. 92/1973 «περί ιδρύσεως Εστίας Ναυτικών». β)Τον δια της υπ’ αριθ. 94/13.4.77 αναφοράς της Εστίας Ναυτικών υποβληθέντα κανονισμόν «περί παροχής υποτροφιών εις τέκνα ναυτικών» ως ούτος εκυρώθη κατά την συνεδρίασιν του Διοικητικού Συμβουλίου της Εστίας Ναυτικών, της 4ης απρ. 1977, αποφασίζομεν: 19.Θ.ι.2-4 Εστία Ναυτικών 1.Εγκρίνομεν τον προσηρτημένον τη παρούση κανονισμόν «περί παροχής υποτροφιών εις τέκνα Ναυτικών» της Εστίας Ναυτικών κυρωθέντα υπό του Διοικητικού Συμβουλίου της Εστίας Ναυτικών κατά την συνεδρίασιν της 4ης Απρ. 1977. 2.Ο Κανονισμός ούτος τίθεται εν ισχύϊ από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 3.Η παρούσα μετά του προσηρτημένου κανονισμού δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ ΕΙΣ ΤΕΚΝΑ ΝΑ ΥΤΙΚΩΝ Άρθρ.1.-1.Εις τέκνα εν ενεργεία ναυτικών τα οποία φοιτούν εις δημοσίας ή ιδιωτικάς σχολάς εμπορικού ναυτικού, παρέχονται υπό της Εστίας εφ’ όσον αριστεύουν ή πρωτεύουν, υποτροφίαι κατά τα εις τον παρόντα Κανονισμόν οριζόμενα. 2.Αι ούτω παρεχόμεναι υποτροφίαι αφορούν εις μία μόνον σχολικήν περίοδον και καλύπτουν το χρονικόν διάστημα από Οκτωβρίου έως και Ιουνίου, ήτοι εννέα συνολικώς μηνών. Άρθρ.2.-1.Υποτροφία παρεχομένη υπό άλλου φορέως αποκλείει την παράλληλον χορήγησιν και ετέρας τοιαύτης υπό της Εστίας, εις τον ίδιον υπότροφον. 2.Δεν εννοείται ως παρεχομένη υποτροφία υπό άλλου φορέως, η υποτροφία την οποίαν τυχόν δικαιούται ο υποψήφιος υπότροφος της Εστίας, εφ’ όσον δεν ποιεί χρήσιν αυτής. Άρθρ.3.-1.Αι υπό της Εστίας παρεχόμεναι συνολικώς υποτροφίαι δεν είναι δυνατόν να είναι περισσότεραι των 100 εις εκάστην σχολικήν περίοδον. 2.Το ποσόν εκάστης υποτροφίας ανέρχεται εις δραχ. 1.500 κατά μήνα. 3.Το εις την προηγουμένην παρ. 2 αναφερόμενον ποσόν επιτρέπεται όπως τροποποιήται δι’ αποφάσεως του Διοικ. Συμβουλίου, εγκρινομένης υπό του Υ .Ε.Ν. Άρθρ.4.-Αι υποτροφίαι χορηγούνται δι’ αποφάσεως του Διοικ. Συμβουλίου της Εστίας, λαμβανομένης κατά το πρώτον δεκαπενθήμερον του μηνός Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Το Διοικητικόν Συμβούλιον αξιολογεί κατά την ελευθέραν κρίσιν αυτού τους υποψηφίους υποτρόφους της Εστίας, αποφασίζει δε περί μιας εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως υποτρόφου κατά πλειοψηφίαν, χωρίς να υποχρεούτια να εξαντλήση τα εις το άρθρ. 3 παρ. 1 αναφερόμενα αριθμητικά περιθώρια των υποτροφιών. Άρθρ.5.-Οι ενδιαφερόμενοι δια την χορήγησιν υποτροφίας υποβάλλουν εις την Εστίαν μέχρι της 30ης Ιανουαρίου εκάστου έτους αίτησιν συνοδευομένην μετά των εξής δικαιολογητικών: (Αντί για τη σελ. 660,421(ε) Σελ. 660,421(ζ) Τεύχος 1281-Σελ. 65 Εστία Ναυτικών 19.Θ.ι.5-7 1.Πιστοποιητικόν ή οποιοδήποτε έτερον αποδεικτικόν στοιχείον αφορόν εις τα προσόντα του πατρός των, περί των οποίων το άρθρ. 7 του παρόντος. 2.Βεβαίωσις της Σχολής εις την οποίαν φοιτούν, εκ της οποίας να προκύπτουν: α)Ο μέσος όρος της βαθμολογίας των κατά το Α΄ τρίμηνον, ο οποίος θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 17,5. β)Ο μέχρι της ημερομηνίας της βεβαιώσεως αριθμός των απουσιών των ως και η εν γένει διαγωγή και συμπεριφορά τους. Προκειμένου περί υποτρόφων οι οποίοι έχουν ήδη διανύση το α΄ έτος σπουδών η βεβαίωσις εκτός των ανωτέρω (α΄ και β΄) θα πρέπει να αναφέρη τον βαθμόν του ενδεικτικού της προαγωγής των εις την τάξιν εις την οποίαν ήδη φοιτούν και την εις αυτό αναφερομένη διαγωγή των. Άρθρ.6.-1.Αι παρεχόμεναι υποτροφίαι καταβάλλονται εις τον ίδιον τον δικαιούχον το πρώτον πενθήμερον εκάστου μηνός. 2.Κατ’ εξαίρεσιν αι υποτροφίαι αι οποίαι αναλογούν εις τους μήνας Οκτώβριον, Νοέμβριον, Δεκέμβριον, Ιανουάριον και Φεβρουάριον, καταβάλλονται αναδρομικώς και δια τους πέντε μήνας το τρίτον δεκαήμερον του μηνός Φεβρουαρίου επί τη προσκομίσει σημειώματος της Σχολής ότι ο υπότροφος της Εστίας δεν είναι υπότροφος και ετέρου φορέως. Άρθρ.7.-Ναυτικοί, τα τέκνα των οποίων δικαιούνται να λάβουν υποτροφίας θεωρούνται εκείνοι οι οποίοι έχουν συνολικήν θαλασσίαν υπηρεσίαν οκτώ τουλάχιστον ετών, εκ των οποίων 30 μήνας την τελευταίαν πενταετίαν, αναδρομικώς μετρουμένην από της 1ης Οκτωβρίου του έτους εις το οποίον αφορά η υποτροφία.. Άρθρ.8.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της εγκρίσεως αυτού υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας. Σελ. 660,422(ζ) Τεύχος 1281-Σελ. 66
| 152 |
Subsets and Splits
No community queries yet
The top public SQL queries from the community will appear here once available.